Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Σχέσεις Θεολογίας και Θετικών Επιστημών, του Μιχαήλ Γ. Τρίτου

Σχέσεις Θεολογίας και Θετικών Επιστημών


του Μιχαήλ Γ. Τρίτου
Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Από το βιβλίο «ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ:
ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ -
ΠΡΑΚΤΙΚΑ Γ' ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΑΘΗΝΩΝ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
9-10 ΜΑΪΟΥ 2006 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006

Οι σχέσεις Θεολογίας και Θετικών Επιστημών γνώρισαν δια μέσου των αιώνων περιόδους εντάσεων και αντεκδικήσεων, αλλά και περιόδους υφέσεως και αλληλοσεβασμού. Στην παρούσα εισήγηση με τον όρο Θεολογία εννοούμε τη χριστιανική και δη την Ορθόδοξο και με τον όρο Θετικές Επιστήμες τις Φυσικομαθηματικές, οι όποιες και θεωρούνται οι πλέον ακριβείς από αυτές.

Μέσα στα ιερά κείμενα της πίστεως μας υπάρχει διάχυτη η κατάφαση στη γνώση και την Επιστήμη, οι όποιες θεωρούνται δώρα του Θεού. Στο Α' κεφ. της Γενέσεως με τη φράση «και κατακυριεύσατε αυτής»1 η θεϊκή προτροπή για την έρευνα και την επιστημονική διερεύνηση της δημιουργίας είναι σαφής, όπως και στο βιβλίο της Εξόδου «και ενέπλησα αυτόν (Βεσελεήλ) πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης εν παντί έργω διανοείσθαι»2. Σε άλλα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης τονίζονται: «Ούτος ο Θεός ημών εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης»3, αλλά και «...Αυτός εδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού»4.

Την εναρμόνιση της Θεολογίας με τις Θετικές Επιστήμες πέτυχαν οι μεγάλοι Θεολόγοι της Εκκλησίας μας, προσεγγίζοντες το θέμα με την περί κτιστού και ακτίστου διδασκαλία. Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας υπήρξαν πράγματι «πανεπιστήμονες». Αρκεί να διαβάσει κανείς την «εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου για να θαυμάσει τις γνώσεις του ανδρός στη Φυσική, στη Βιολογία και στην Αστρονομία. Για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο η επιστημονική έρευνα και η θρησκευτική πίστη αποτελούν εξίσου χρέος του ανθρώπου. «Το ουν κατά φύσιν ζητείσθω, το δε υπέρ φύσιν σιγή τιμάσθω, ουχ ως φευκτέον, άλλ' ως απόρρητον, και σιωπή τιμάσθω άξιον»5. Η Θεολογία συνέβαλε αποφασιστικά στην έρευνα των Θετικών Επιστημών. Κατά το β' ήμισυ του ιη' αί. στην Ελλάδα εισηγητές των Θετικών Επιστημών ήσαν δύο Έλληνες κληρικοί, ο Ευγένιος Βούλγαρις και ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Ο πρώτος συνέγραψε αστρονομικά, μαθηματικά, φυσικά συγγράμματα και μετέφρασε τους μεγαλύτερους θετικούς επιστήμονες της Δύσεως, ενώ ο Θεοτόκης εξέδωσε σε δύο τόμους αριθμητική, γεωγραφία, «στοιχεία φυσικής» και τα περί μετεώρου Φυσικής και περί ηλεκτρικής δυνάμεως6.

Μέχρι την εποχή της Αναγεννήσεως οι Θετικές Επιστήμες δεν είχαν χειραφετηθεί από τη Θεολογία. Η κριτική θεώρηση της Θεολογίας από την πλευρά της Επιστήμης αρχίζει τον ιζ' αί. με το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού, το οποίο επιζητούσε να παραμερίσει όλες τις αυθεντίες πού στηρίζονταν στην παράδοση και να επιλύσει όλα τα προβλήματα, με βάση τον ορθό λόγο. Η επιστήμη κατά την περίοδο αυτή υποβιβάζει τη Θεολογία στο χώρο του μύθου και των δεισιδαιμονιών και γενικά σε ένα προεπιστημονικό στάδιο, πού ήταν προορισμένο να εκλείψει με την πρόοδο της Επιστήμης.

Κάκιστες υπηρεσίες στην εξέλιξη αυτή πρόσφερε η Δυτική Θεολογία, με τις απαράδεκτες διώξεις πού έκανε εναντίον των νέων ιδεών, μέσω της απαίσιας μνήμης Ιεράς Εξετάσεως.

Μετά τη γαλλική επανάσταση έχουμε μια τάση εναρμονίσεως Θεολογίας και Θετικών Επιστημών χάρη στην ϊδεοκρατική φιλοσοφία του G. Fr. W. Hegel (1775-1831). Μετά το θάνατο του Ηegel (1831) και τη διάσπαση της σχολής του, ή αριστερή πτέρυγα με επικεφαλής τους D. F. Strauss (1808-1874) και L. Feuerbach (1804-1872) ενέτειναν την πολεμική εναντίον της Θεολογίας. Αποκορύφωμα αυτής της πολεμικής αποτελεί η εμφάνιση των Κ. Μarx (1818- 1883) και F. Εngels (1820-1895), οι οποίοι στο όνομα του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού πέτυχαν την ιδεολογική στράτευση της Επιστήμης στην πολεμική εναντίον της Θεολογίας7.

Ήδη από τις αρχές του κ' αί. αρχίζει μια περίοδος υφέσεως και αλληλοσεβασμού στις σχέσεις Θεολογίας και Θετικών Επιστημών. Η Θεολογία και η Επιστήμη εκλαμβάνονται ως δύο κύκλοι του πολιτισμού με διαφορετικό περιεχόμενο, δύο διαφορετικές λειτουργίες της πνευματικής ζωής εξίσου αναγκαίες και απαραίτητες για την ανθρώπινη ύπαρξη8. Η Επιστήμη ασχολείται με την εντός τόπου και χρόνου εμπειρική πραγματικότητα. Η Θεολογία με το νόημα του κόσμου και της ζωής. Η Επιστήμη με το πότε και πώς έγινε ο κόσμος. Η Θεολογία με το ποιος και γιατί τον δημιούργησε. Γενικά η Επιστήμη δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα για το πώς γίνεται το κάθε τί, όχι όμως για τη σκοπιμότητα του. Δίνει τα μέσα στον άνθρωπο να πετύχει τους σκοπούς, δεν του δίδει όμως τους σκοπούς9.

Αυτή η διαφορά του αντικειμένου και του έργου της Θεολογίας και της Επιστήμης οφείλεται στο γεγονός ότι κατάγονται από διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου. Η Επιστήμη από τη δίψα για γνώση, η Θεολογία από την ανάγκη για λυτρωμό. Κάθε προσπάθεια της μιας να μπει στα όρια της άλλης σημαίνει υπέρβαση αρμοδιοτήτων και πτώση στο λογικό σφάλμα της μεταβάσεως σε έτερο γένος10.

Οι περιπτώσεις συγκρούσεων, που παρατηρούνται κατά καιρούς μεταξύ των δύο αυτών πολιτιστικών μεγεθών, οφείλονται στο ότι ορισμένοι εκπρόσωποι τους υπερβαίνουν τα όρια των αρμοδιοτήτων τους και βγαίνουν έξω από τον κύκλο των δικαιοδοσιών τους.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τον βιογενετικό νόμο του Χαΐκελ, ο όποιος για να τεκμηριώσει την θεωρία της εξελίξεως φωτογράφησε τρεις φορές το ίδιο έμβρυο και το παρουσίασε σε τρεις διαφορετικές εικόνες ως έμβρυο σκυλιού, ως έμβρυο πιθήκου και ως έμβρυο άνθρωπου, γεγονός πού καταγγέλθηκε ως πλαστογραφία στο χώρο της Επιστήμης11. Επίσης την κοσμοθεωριακή εκμετάλλευση της θεωρίας του Δαρβίνου, ο όποιος όμως μίλησε για διευθυνόμενη εξέλιξη, ενώ αναφερόμενος στο θέμα της δημιουργικής αρχής, δήλωσε ότι γι' αυτό μίλησαν καταφατικά τα μεγάλα πνεύματα της ιστορίας12.

Από την άλλη πλευρά και εμείς οι θεράποντες της Θεολογίας, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε και τα δικά μας όρια και να αποφεύγουμε να δίνουμε την εντύπωση των επαϊόντων σε θέματα πού δεν είναι της αρμοδιότητας μας. Κυρίως να παύσουμε να εκλαμβάνουμε τις αλήθειες της πίστεως ως επιστημονικά αξιώματα και να εστιάζουμε την έννοια της θεοπνευστίας όχι στο πνεύμα, αλλά στο γράμμα του κειμένου. Ενδεικτικά αναφέρομαι στην ερμηνεία του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως, πού δημιούργησε παλιότερα σφοδρές διαμάχες μεταξύ των θεολόγων και των θετικών Επιστημόνων. Όπως σωστά έχει λεχθεί, το βιβλίο της Γενέσεως δεν είναι ούτε εγχειρίδιο Βιολογίας, ούτε Ανθρωπολογίας, ούτε Φυσικής, αλλά βιβλίο θρησκευτικό, πού χρησιμοποιεί το κοσμοείδωλο της εποχής του, για να εκφράσει τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο στη δημιουργία και την ιστορία. Όσα γράφονται στο βιβλίο αυτό για τον άνθρωπο δεν εντάσσονται στην θεωρητική ανθρωπολογία, αλλά στην πρακτική σωτηριολογία13.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφερόμενος στις διάφορες απόψεις πού επικρατούσαν στην εποχή του αναφορικά με το πού στηρίζεται ή γη, γράφει: «Καν ουν αφ' εαυτής, καν επί αέρος, καν επί υδάτων, καν επ' ουδενός δώμεν ηδράσθαι αυτήν, χρή μη αφίστασθαι της ευσεβούς εννοίας, αλλά πάντα ομού συγκρατείσθαι, ομολογείν και συνέχεσθαι τη δυνάμει του κτίσαντος»14.

Σχολιάζοντας τη θέση αυτή ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας παρατηρεί: «Ο Δαμασκηνός, λοιπόν, επισημαίνει ότι κεντρική σπουδαιότητα έχει μόνο «η ευσεβής έννοια» («το ευλαβικό νόημα») και όχι η γνώση για τον τρόπο προελεύσεως και λειτουργικής διαδικασίας του κόσμου και της ζωής ... Όποιες και αν είναι οι επιστημονικές γνώσεις για τη διαδικασία εμφανίσεως και πορείας του κόσμου και της ζωής, κινούνται έτσι και αλλιώς στην επιφάνεια και ποτέ στο βάθος, πού δεν είναι ο κτιστός, αλλά ο άκτιστος κόσμος. Ποτέ η Θεολογία δεν μπορεί να αποφανθεί, αν μια επιστημονική ή φιλοσοφική γνώση για τη διαδικασία γενέσεως του κόσμου και της ζωής είναι ορθή με βάση τις αλήθειες πού αναφέρονται στην Αποκάλυψη»5.

Η παρατηρούμενη σήμερα ύφεση και αμοιβαία κατανόηση στις σχέσεις Θεολογίας και Θετικών Επιστημών, οφείλεται πρωτίστως στην εγκατάλειψη της απολύτου θέσεως ότι η Φυσική Επιστήμη είναι η μόνη πού μπορεί να γνωρίσει ασφαλώς τον κόσμο. Αυτό έγινε με την εγκατάλειψη όλων των επιστημονικών θεωριών του παρελθόντος με τις επαναστατικές έρευνες των μεγάλων Φυσικών του αιώνα μας, δηλ. της σχετικότητας του Αϊνστάιν, των Κβάντα του Μάξ Πλάνκ, της Κομπλαμενταριτέτ του Μπορ και της απροσδιοριστίας του Χαϊζεμπεργκ. Έτσι η επιστήμη αναγνωρίζει:

1. Ότι οι φυσικοί νόμοι δεν είναι αιώνιοι, αλλά προσωρινές μονάχα σταθερές στην εξελικτική πορεία του σύμπαντος.

2. Ότι η έρευνα στις θετικές επιστήμες είναι αντικειμενικο-υποκειμενική, αφού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ερευνητή και τον τρόπο πού κάνει τις παρατηρήσεις του16. Π.χ. άλλα από τα πειράματα δείχνουν ότι το φως είναι μόρια ή «φωτοκύτταρα» και άλλα ότι είναι κύματα. Και

3. Ότι στις θετικές επιστήμες δεν έχουμε μόνον την έννοια του ανεξιχνίαστου για τον άνθρωπο και δυναμένου να γνωσθεί υπό προϋποθέσεις, αλλά με την έννοια του απολύτως απροσίτου για τις ανθρώπινες δυνατότητες17. Με πολλή ειλικρίνεια η σύγχρονη επιστήμη μας πληροφορεί ότι το 95% του σύμπαντος μας είναι άγνωστο, αφού αυτό πού ονομάζεται από τους επιστήμονες «σκοτεινή ύλη» δεν ξέρουμε ακόμη τί είναι18.

Η Θεολογία, ως ή κορυφαία των ανθρωπιστικών Επιστημών, καλείται να διαλεχθεί με τις Θετικές Επιστήμες επισημαίνουσα' πρώτον την ύπαρξη ορίων στις επιστημονικές δυνατότητες και δεύτερον τους κινδύνους πού ελλοχεύουν από την αλόγιστη χρήση της τεχνολογίας.


Όσον αφορά το πρώτο είναι πλέον κοινή πεποίθηση στο χώρο των θετικών επιστημών ότι η επιστημονική γνώση είναι σχετική, μεταβλητή και περιορισμένη εν χωρώ και χρόνω. Εξαρτάται από τα δεδομένα της εμπειρικής πραγματικότητας και τη δυνατότητα της ανθρωπινής σκέψεως. Ο,τι είναι πέραν από αυτά αδυνατούμε να γνωρίσουμε. Όλα τα σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα τόσο από τον χώρο της μικροφυσικής, όσο και της μακροφυσικής, κλονίζουν τη μηχανική νομοτέλεια του κοσμικού συνόλου και τον θετικό και οριστικό χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσεως.

Με δεδομένη αύτη την αδυναμία των Θετικών Επιστημών η Θεολογία καλείται να μιλήσει για τη βιωματική διάσταση της εμπειρίας, πού είναι μια άλλη «γνώση», άλλου τύπου και άλλης ποιότητας, εντελώς διαφορετική από τη λογική επεξεργασία των δεδομένων19. Ο Αββά Ισαάκ στο θέμα αυτό είναι κατηγορηματικός' «Εστί γνώσις προηγουμένη της πίστεως και εστί γνώσις τικτομένη εκ της πίστεως. Η γνώσις η προηγουμένη της πίστεως εστί γνώσις φυσική, η δε τίκταμενη εκ της πίστεως γνώσις εστί πνευματική»20. Τη διάσταση αυτής της αλήθειας δεν διστάζει να αποδεχθεί και αυτός ο κορυφαίος εκπρόσωπος των Θετικών Επιστημών Ηeisenberg, ο όποιος θέτει το ερώτημα' «ποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί, ότι η αντικειμενική πλευρά είναι περισσότερο πραγματική από την υποκειμενική;»21. Η πρόσβαση στη γνώση αυτού του είδους γίνεται μέσω της πίστεως, η οποία είναι μια προσωπική αποκαλυπτική εμπειρία, πού αφαιρεί κάθε απόδειξη, κάθε ενδιάμεσο, κάθε αφηρημένη έννοια για τον αντικειμενικά υπάρχοντα Θεό22.

Όσον αφορά το δεύτερο, δηλ. την επισήμανση των κινδύνων από την αλόγιστη χρήση της Τεχνολογίας, η Θεολογία οφείλει να τονίσει ότι οι Θετικές Επιστήμες πρέπει να εγκαταλείψουν το πρόσχημια της ουδετερότητας και να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη πού έχουν όσον αφορά τις πρακτικές επιπτώσεις και τους κινδύνους πού εγκυμονεί ή έρευνα και κυρίως το ποιος και πώς χρησιμοποιεί τα δεδομένα της. Δηλαδή οι Θετικές Επιστήμες πρέπει να ενεργούν περισσότερο ανθρωπιστικά και Λιγότερο κατακτητικά και να αξιοποιούν τα επιστημονικά τους επιτεύγματα για τη θετική ανάπτυξη της ζωής.

Βέβαια, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι δεν μπορούμε να ζούμε σήμερα χωρίς τις Θετικές Επιστήμες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να τις απολυτοποιήσουμε ως τη μοναδική σωστική δύναμη, αφού παρά την εντυπωσιακή τους πρόοδο όχι μόνον δεν θεράπευσαν τα μεγάλα κοινωνικά δεινά των λαών, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις τα περιέπλεξαν.

Από όλα όσα ειπώθηκαν συμπεραίνεται ότι ή Θεολογία με τις ηθικές αρχές, τις όποιες αυτή εκπροσωπεί αποτελεί τον αναγκαίο χώρο ζωής των Θετικών Επιστημών, για να μη χάσουν τον ορθό τους προσανατολισμό. Αλλά και η Θεολογία χρειάζεται τις Θετικές Επιστήμες για να έχει προσβάσεις στην κοσμική πραγματικότητα και να εκφράσει μέσω αυτών το διαχρονικά αναλλοίωτο σωστικό της μήνυμα. Εκείνο όμως πού αποτελεί αναντίρρητη αλήθεια και διατυπώνεται από τα στόματα κορυφαίων θεραπόντων των Θετικών Επιστημών, είναι ότι η Επιστήμη κρίνεται ανεπαρκής για το σύνολο των αναγκών του ανθρώπου, αφού αδυνατεί να απαντήσει στο υπαρξιακό και μεταφυσικό του πρόβλημα. Μόνον στο χώρο της Θεολογίας εκφράζεται η εμπειρική διάσταση της αλήθειας. Διασώζεται η αρχέγονη κληρονομιά του ανθρώπου. Ορίζεται το νόημα του υπάρχειν μέσα στον κόσμο. Δημιουργούνται προϋποθέσεις για την επανασύνδεση των διανθρωπίνων σχέσεων. Εξαλείφονται οι απανθρωποποιητικές παρενέργειες του τεχνικού πολιτισμού. Απαλύνεται η τραχύτητα των ενστίκτων και προσφέρεται η λύτρωση, την οποία καμιά άλλη ενδοκοσμική αξία δεν μπορεί να προσφέρει.

Υποσημειώσεις:

1Γεν. 1, 28.

2Έξοδ. 31,3.

3Βαρούχ 3, 37.

4Σοφ. Σειρ. 38,6.

5Λόγος εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χρίστου, ΡG. 56, 388

6Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου Οικοδόμοι Πολιτισμού, Έκδ «Απαστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος», έν Αθήναις 1968, σ. 220

7Ν. Β. Χρονοπούλου, «Χριστιανική Πίστη και φυσική Επιστήμη», Κοινωνία 32 (1989), σ. 295.

8Νικολάου Λούβαρι, Συμπόσιον Όσιων, τ. α', Έκδ. «Αποστολικής Διακονίας», Αθήναι 1962, σ. 149.

9Γεωργίου Κοντοπούλου, «Η επιστήμη και το μέλλον του ανθρώπου», Διάλογος με τον Φοιτητή, Έκδ. «Αποστολικής Διακονίας», Αθήναι 1970, σ. 43.

10Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Οικοδόμοι Πολιτισμού, ό.π., σ. 213.

11Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ή Αιωνία Αλήθεια, Έκδ. «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», εν Αθήναις 1971, σ. 109.

12Ό.π., σ. 102.

13 Ηλία Οικονόμου, Σύγχρονος ερμηνευτική προσέγγιση του Α κεφαλαίου της Γενέσεως, Αθήναι 1978, σ. 46.

14Εκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 1,1, ΡG. 24, 840.

15Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως (Κείμενο-Μετάφραση, Εισαγωγή-Σχόλια Νίκου Ματσούκα), Έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 467-468, σημ. 55.

16Μέγα Φαράντου, Ο Θεός ατό χώρο των Φυσικών Επιστημών σήμερα (ανάτυπο), Αθήναι 1981, σ. 2.

17Του ίδιου, «Επιστήμη και θρησκεία», θεολογία 64 (1993), σ. 34.

18Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας Αναστασίου, «Η Ορθοδοξία προ της ραγδαίας εξελίξεως των θετικών επιστημών», στον Τόμο: «Επιστήμες, τεχνολογίες αιχμής και ορθοδοξία», Έκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2002, σ. 36.

19Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας Αναστασίου, ό.π., σ. 36.

20Ασκητικά, Λόγος ιη. Περί τον πόσον γίνεται το μέτρον της γνώσεως και τα μέτρα τα περί της πίστεως, Έκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 64.

21Χρονοπούλου, ό.π., σ. 298.

22Παύλου Ευδοκίμωφ, Η πάλη με τον Θεόν, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 61

Πηγή: Ζωηφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου