Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

«Ένας νέος Ελληνικός Διαφωτισμός είναι εφικτός»

(Μια εκπληκτική παρουσίαση του Περιοδικού Νέος Λόγιος Ερμής, που θα προβληματίσει. Εμείς να ευχηθούμε: Καλή επιτυχία!)

Αγάπη και Μνήμη, μνήμη και αγάπη. Ιδού το δίπτυχο της ελληνικής συλλογικότητας, όπως ο μακαρίτης Στέφανος Μπεκατώρος, στο μελέτημά του για τον το βλέπει σαρκωμένο στον πυλιορείτη έμπορο Ι. Πρίγγο, βιβλιοφάγο του 18ου αιώνα, που αφού πλούτισε στο ολλανδικό Αμστελόδαμο, δημιούργησε με δαπάνες του τη βιβλιοθήκη και το σχολείο της γενέτειρας του Ζαγοράς, από το οποίο αποφοίτησε και ο Ρήγας. Επιλέξαμε την κάπως ατυπική και ανορθόδοξη έναρξη της παρουσίασης του περιοδικού Λόγιος Ερμής, ορμώμενοι από το κείμενο Μπεκατώρου, επειδή είναι ακριβώς το ως άνω δίπτυχο αυτό που καθ’ ημάς συγκροτεί τη σπονδυλική στήλη κάθε εννόητης και νοηματοδοτούσας συλλογικότητας, κάθε δηλ. κοινωνίας που βιώνει και μεταδίδει ένα νόημα στον κόσμο καθώς αυτοθεσμίζεται και δια της Παιδείας εγκαινίζεται αειφόρως.
Όμως το πρώτο τεύχος του Νέου Λόγιου Ερμή, που εδώ παρουσιάζουμε, ξεκινά πιο ορθόδοξα: Μετά από ένα κείμενο της ΕΜΕΠ (φορέας έκδοσης του περιοδικού) στο οποίο αποτυπώνονται αδρομερώς οι ιδεολογικές και πνευματικές συντεταγμένες της αλλά και ο χαρακτήρας του περιοδικού ως οργάνου καλλιέργειας και διάδοσης ενός νέο διαφωτιστικού εγχειρήματος δημοσιεύεται ένα περιεκτικό μελέτημα του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή για το «πώς» και το «γιατί» των ανθρωπιστικών σπουδών, στα όρια των οποίων αυτονοήτως εντάσσεται και η έρευνα της ελληνικής παράδοσης. Το κείμενο, αίφνης, αποκτά για έναν επιπρόσθετο λόγο έκδηλο επικαιρικό χαρακτήρα με δεδομένη την καθίζηση που γνωρίζουν στις μέρες μας οι κλασικές σπουδές ακόμα και στα παραδοσιακά ευρωπαϊκά κέντρα καλλιέργειάς τους (ενδεικτικά θυμίζω ότι τα τελευταία 6 χρόνια η έδρα των αρχαίων Ελληνικών σε ένα από τα προπύργια της Γερμανικής επιστήμης, το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης παρέμενε τυπικώς κενή). Ακολουθεί ένα άκρως πρωτότυπο κείμενο από τη γραφίδα του Δημ. Μαυρίδη για την οικοδόμηση της Αγια-Σοφιάς και τη συνέχεια του Ελληνισμού, στο οποίο ο συγγραφέας εντοπίζει στην αίσθηση του μέτρου και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη που χαρακτηρίζει το οικοδόμημα τον κρίκο που μας συνδέει με το κλασικό ελληνικό παρελθόν, χωρίς ωστόσο να παραβλέπει τη μοναδικότητά του, χάρη στην οποία ο Ναός της του Θεού Σοφίας, το έμβλημα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Ελληνικού έθνους, κατά την έκφραση του Αύγουστου Χάϊζενμπεργκ, «αναδύεται αιφνιδίως» ως κορυφαία δημιουργία, δίχως απτά μνημειακά προμηνύματα.
Ένα από τα κείμενα – κλειδιά του τεύχους προέρχεται από τη γραφίδα του βετεράνου της βυζαντινολογικής έρευνας στην Αμερική, Σπ. Βρυώνη, έργα του οποίου έχει την τύχη το ελληνικό κοινό ήδη από ετών να μελετήσει μεταφρασμένα στα ελληνικά. Στο κείμενο με τίτλο: «Κοινωνικές επιστήμες, έθνος και εθνικισμός» ο Βρυώνης διατρέχει κριτικά τους κύριους σταθμούς της συζήτησης για το φαινόμενο του έθνους και του εθνικισμού, που διεξάγεται στη διεθνή επιστημονική κοινότητα από δεκαετίες με αφορμή κυρίως το έργο των Γκέλνερ, Μπ. Άντερσον, Χόμπσμπαουμ και Αντ. Σμιθ. Απαραγνώριστης δραστικότητας η αποκάλυψη της γύμνιας των παρ’ ημίν πτωχοπροδρομικών μεταπρατών της τάχα και επιστήμης, αφού ο Βρυώνης καταδεικνύει περίτρανα, ότι οι εθνοαποδομιστικές αντιλήψεις που λανσάρονται εγχωρίως ως η τελευταία λέξη της σύγχρονης έρευνας αν δεν είναι απολύτως ξεπερασμένες, οπωσδήποτε έχουν πλέον τεθεί υπό τη βάσανο της κριτικής από τη πιο πρόσφατη σχολή των λεγομένων «εθνοσυμβολιστών».
Τη σκυτάλη παίρνει ο καθ. Ερατοσθένης Καψωμένος, ο οποίος σε ένα εκτενές μελέτημα, αποκαλυπτικό του ευρέως ορίζοντα των ενδιαφερόντων του, συνθεωρεί το ελληνικό πολιτισμικό μοντέλο στο πλαίσιο των εκλεκτικών του συναφειών με τα παράλληλα πνευματικά φανερώματα του μεσογειακού χώρου, για να εξαγάγει κοινά τυπολογικά χαρακτηριστικά που του επιτρέπει να μιλήσει για ένα μεσογειακό πολιτιστικό πρότυπο και να αντιπαραθέσει τις συντεταγμένες του «ενιστικού» ελληνικού –μεσογειακού μοντέλου προς το δυϊστικό της οικονομιστικής αντίληψης που επιβάλλεται στις μέρες μας ως «ολιστική ομογενοποίηση» (όπως προσφυώς αποκαλεί την «παγκοσμιοποίηση»). Το κείμενο Καψωμένου δεν αποφαίνεται δογματικά, ούτε τελεσίδικα· εκπλήσσει με τα διαρκή εναύσματα προς περαιτέρω έρευνα. Προτάσεις διερεύνησης θεμάτων, όπως «το βίωμα του φωτός στο Del Meriggio του Leopardi» σε συγκριτική συνθεώρηση με το ρόλο του φωτός σε μείζονες Έλληνες ποιητές της Γενιάς του 30, είναι ενδεικτικές ενός διαφωτιστικού εγχειρήματος που δεν αυτοκατανοείται ως τυφλός αφιονισμός εθνικιστικής αυτάρκειας ή ως μια ακόμα αφορμή εγκλωβισμού στην φυτόζωη ύπαρξη ενός κατηχητικού πατριωτισμού που ομφαλοσκοπεί, αλλά ως διάνοιξη του ορίζοντα της συλλογικής μας ύπαρξης στην οικουμενικότητα των ανθρώπινων δημιουργιών με άξονα μια διαδικασία αυτογνωσίας που αενάως θα αρδεύεται από τα νάματα της οικείας παράδοσης.
Σε ένα γλωσσολογικού περιεχομένου κείμενο ο Χρήστος Δάλκος προβαίνει σε ένα επιστημονικό αναστοχασμό πάνω στη φύση και τη λειτουργία της γλώσσας. Αντιπεραθέτοντας την διαχρονία, την ιστορικότητα και την εμμονή στα κλασικά κείμενα ως χαρακτηριστικά της νεωτερικής αντίληψης για τη γλώσσα σε αυτά της μετανεωτερικής, που έγκεινται στην κατάφαση μιας ανιστορικότητας των γλωσσικών δομών που σχετικοποιεί εντέλει το γλωσσικό ενέργημα εκφυλίζοντάς το σε χρησιμοθηρικό εργαλείο, προχωρά και σε μια εμβριθή κριτική και της ίδιας της νεωτερικής αντίληψης κομίζοντας ισχυρά τεκμήρια που καταγγέλλουν ως ψευδοεπιστημονικό το γλωσσολογικό Ντετερμινισμό της Νεωτερικότητας, σύμφωνα με τον οποίο η γλώσσα δήθεν υπόκειται σε «σταθερούς, οιονεί φυσικούς νόμους».
Σε ένα άλλο κλίμα μας μεταφέρει η συμβολή του σωφρονιστικού υπαλλήλου Ν. Βαρβατάκου, σχετικά με την καθιέρωση του θεσμού των οικογενειακών επισκέψεων στην ελληνική σωφρονιστική νομοθεσία και τη σημασία του για την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων. Πρόκειται για ένα κείμενο/συνηγορία υπέρ της καθιέρωσης του θεσμού στη χώρα μας με ένα σκεπτικό ερειζόμενο στην ανάγκη ενδυνάμωσης των δεσμών των κρατουμένων με τον έξω κόσμο με στόχο τη ποιοτική βελτίωση στων συνθηκών κράτησής τους και την ομαλή επανένταξή τους στην κοινωνίας μετά την αποφυλάκισή τους.
Ιδιαίτερη ενότητα συναπαρτίζουν στο περιοδικό τα μελετήματα των Γ. Κοντογιώργη, Π. Βάσση.
Ο Γ. Κοντογιώργης, ερειζόμενος επί του εδάφους της θεωρίας του περί του κοσμοσυστήματος που επεξεργάζεται από δεκαετίες, δίνει στην απαιτητική ομολογουμένως μελέτη του: «Η γνωσιολογία των συλλογικών ταυτοτήτων» (με την οποία εγκαινίασε τις εργασίες του τον περασμένο Σεπτέμβρη στη Γρανάδα της Ισπανίας το Δ΄ διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών), μια πρωτότυπη σύνθεση της έννοιας του έθνους με αυτή της κοινωνιοκεντρικά αυτοσυγκροτούμενης κοινότητας, φέρνοντας στην επιφάνεια στην ιδιάζουσα συνύφανση του έθνους με την ελευθερία. Έτσι ο Κοντογιώργης μπορεί να υποστηρίξει ότι το έθνος προηγείται και υπερβαίνει το κράτος. Θα λέγαμε εδώ συμπληρωματικά, θυμίζοντας και τις παλαιότερες εισηγήσεις ιστορικών όπως ο Σβορώνος ή ο Ασδραχάς (που κάθε άλλο παρά για εθνικισμό θα μπορούσαν να κατηγορηθούν) ότι οφείλουμε να αντιδιαστείλουμε εμφαντικά το φαινόμενο των πρωτο- εθνικών ή εθνοτικών εκφάνσεων, τις παραμέτρους των οποίων εντοπίζουμε ήδη στο ηρωδότειο τρίπτυχο «όμαιμον, ομόγλωσσον, κοινά ιερά» από τη δημιουργία και εδραίωση των εθνικών κρατών το 18ο αι. (ιδεοτυπική η περίπτωση της Γαλλικής Δημοκρατίας) η οποία και όντως συνδέεται με την άνδρωση της αστικής τάξης, αν και όχι με τον μηχανιστικά γραμμικό και εξάπαντος απλουστευτικό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει το περίπλοκο φαινόμενο η μαρξιστική Σχολή (το βιβλίο του Μ. Μαν για τη γένεση της κοινωνικής εξουσίας θα μπορούσε να αποβεί εδώ εξόχως διαφωτιστικό για κάθε ενδιαφερόμενο).
Ξεχωριστή θέση κατέχει στη συνάφεια αυτή η μελέτη της Π. Βάσση για τη «θεώρηση της ουτοπίας στο κείμενο του Κ. Παπαϊωάννου», του εκπλήσσουσας αυτής παρουσίας στο φιλοσοφικό στερέωμα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Η σ. παρακολουθεί την ανελέητη κριτική στην οποία υποβάλλει ο Παπαϊωάννου την διαδρομή που διήνυσε το μαρξικό αλλά και αναρχικό όραμα της πλήρους χειραφέτησης του ανθρώπου ως επί γης Θεού μέχρι τον εκφυλισμό του στη φρίκη του ολοκληρωτισμού και της θρησκομανούς προσωπολατρείας, που επιβεβαιώνουν, θα λέγαμε εμείς, την απόφανση του Γκ. Μασλάρ: «Ο ανθρώπινος νους μπορεί να αλλάξει μεταφυσική· δεν μπορεί να κάνει όμως δίχως μεταφυσική».
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού δεσπόζει το αφιέρωμα στην Ελληνική Αναγέννηση σε σχέση με το Δυτικό Διαφωτισμό. Ειρήσθω δε εν παρόδω ότι για κάθε τεύχος του Λόγιου Ερμή προβλέπεται ένα ειδικό αφιέρωμα με ενιαία θεματική.
Το εν λόγω αφιέρωμα συγκροτούν τα μελετήματα των Γ. Καραμπελιά, Απ. Διαμαντή, Δημ. Καραμπερόπουλου και Στ. Μπεκατώρου που ήδη μνησθήκαμε, καθώς και αναδημοσίευση εκτενών αποσπασμάτων από το επιτέλους μετά από μισό αιώνα μεταφρασθέν στα ελληνικά κλασικό πλέον πόνημα του Αλ. Παπαδερού για την κοραϊκή «μετακένωση» του Διαφωτισμού από την Ευρώπη στην Ελλάδα σε διαλεκτική αντιβολή με το πρόταγμα των παροδοσιοκεντρικών Ορθοδόξων, όπως αυτοί εκπροσωπήθηκαν στην παραδειγματική περίπτωση του Κ. Οικονόμου.
Σε σχέση με το εν λόγω αφιέρωμα θα σημειώναμε τα ακόλουθα. Ο Γ. Καραμπελιάς, σε μία έγκυρη επισκόπηση των ιστορικοπολιτιστικών εξελίξεων στον μείζονα ελληνικό χώρο αποτιμά κριτικά τις κατά καιρούς διατυπωθείσες απόψεις (Δημαράς, Κιτρομιλήδης κ.α.) για το χαρακτήρα της περιόδου του νεοελληνικού Διαφωτισμού και προτείνει μια ολιστική θέαση του ελληνικού αναγεννησιακού φανερώματος εκκινώντας από την πρώιμη και ανολοκλήρωτη βυζαντινή Αναγέννηση της κομνήνειας και παλαιολόγειας περιόδου, η οποία ως γνωστόν θα διακοπεί βιαίως από την οθωμανική κατάκτηση (παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα στις μέρες από τηλεοπτικούς σταθμούς εφοπλιστών και μεταπρατών «λογίων»), για να επανακάμψει σε ένα θαυμαστής χρονικής διάρκειας πνευματικό τάνυσμα, το οποίο ο σ. ορίζει με αφετηρία το 1700 και τέλος το έτος ορόσημο 1922. Αφήνουμε τον ίδιο το σ. να συνοψίσει τη θέση του: «ο φωτισμός του γένους έχει ως βασικό στόχο την απελευθέρωση, η οποία θα επιχειρήσει να συνδυάσει το Σταυρό της Ορθοδοξίας, την κοινοτική παράδοση του Ελληνισμού και την ανά-μνηση του αρχαίου ελληνισμού με τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης σε μια πρωτότυπη σύνθεση»
Ο Απ. Διαμαντής, τώρα στο δικό του μελέτημα , θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση την δεσπόζουσα μυθολογική αφήγηση των εθνοαποδομιστών, σύμφωνα με την οποία η ανάγκες της εμπορικής αστικής τάξης αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την διαμόρφωση του ελληνικού εθνικού κινήματος. Ο Δ. Καραμπερόπουλος, ειδικός ερευνητής του Ρήγα Βελεστινλή, προσφέρει μια εποπτική παρουσίαση και του επιπέδου των ιατρικών γνώσεων κατά την περίοδο της ελληνικής Αναγέννησης τεκμηριώνοντας το καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν στο φωτισμό του δούλου γένους οι ιατροφιλόσοφοι με το μεταφραστικό αλλά και πρωτότυπο ιατρικό έργο τους. Τέλος ο ιστορικός Τάσος Χατζηαναστασίου με το μελέτημα «Κοινοί τόποι στη βαλκανική λογοτεχνία της τουρκοκρατίας», αποδεικνύει ότι η αρνητική αντιμετώπιση της σκλαβιάς στον Οθωμανό αποτελεί κοινό στοιχείο όλων των βαλκανικών εθνών με ρίζες τόσο παλιές όσο και η τουρκική κατάκτηση, ανασκευάζοντας έτσι το κυρίαρχο πλέον φληνάφημα περί της Οθωμανοκρατίας ως θετικού παράγοντα στη βαλκανική Ιστορία, αλλά και το μύθευμα περί «κατασκευής των εθνικών ταυτοτήτων».

Στο πέρας της σύντομης αυτής αναφοράς στο περιεχόμενο του πρώτου τεύχους του Ερμή του Λογίου, κρίνω σκόπιμο να ορίσω δια βραχέων το στίγμα της προσωπικής συμπόρευσής μου με τους εμπνευστές του.
Σε μια περίοδο, σαν και αυτή που το έθνος μας διανύει, θαρρείς μοιραίο και άβουλο, της οποίας τα εκφυλιστικά χαρακτηριστικά εγκατοικούν πλέον όχι μόνο στο συλλογικό φαντασιακό μας αλλά και το βιωμένο κόσμο του καθενός μας, η συγκρότηση της ΕΜΕΠ και η περιοδική έκδοση του επιστημονικού της οργάνου, του Νέου Ερμή του Λογίου, ίσως φαντάζει σε πολλούς σαν απέλπιδα χειρονομία ενός χειμερικού ρομαντισμού. Προσωπικώς απεχθάνομαι εξ ιδιοσυγκρασίας την πεισιθάνατη στάση που υπεμφαίνει μια τέτοια άποψη· αλλά και το γένος μας εκ παραδόσεως, ενώ ποτέ δεν γοητεύθηκε από την επική αισιοδοξία των ποικιλώνυμων εσχατολογιών εργαλειακού αλαθήτου, εντούτοις απέφυγε και τον πειρασμό της αυτοπαράδοσης στην αδράστεια, γιατί διέσωζε οιονεί ενστικτωδώς την αίσθηση του τραγικού: τη βιωματική επίγνωση του βαρύ κλήρου της ελευθερίας. Κλήρος δικός μας: η ελευθερία· εχθρός μας: οι φενακιστικές παραχαράξεις της· και όπλα μας: «λόγος έμπρακτος» και «πράξις έλλογος» (για να θυμηθούμε έναν παλαιό ασκητή της Ορδόδοξης Παράδοσης): ο λόγος και πράξη φωτισμού, αφύπνισης, της διαρκώς ανανεούμενης αυτοσυνειδησίας, αλλά και θάρρους για αυτοκριτική και αναπροσανατολισμό.
Επιγραμματικά θα έλεγα ότι όλα τούτα συνοψίζονται σε μια διττή στόχευση, η οποία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει, κατά την ταπεινή μου αντίληψη, και αυτήν του Νέου Λόγιου Ερμή:
α) Είναι ανάγκη να ξανακερδίσουμε για λογαριασμό της επιστημονικής έρευνας την κοινωνική εμβέλεια και την πολιτική δραστικότητα που πάλαί ποτε χαρακτήριζε τον θεωρητικό στοχασμό. Αν ο Μαλαρμέ αναφερόμενος στην ποίηση ζητούσε επιτακτικά να ξανακερδίσει αυτή η τελευταία το αληθινό της χάρισμα που της έκλεψε η μουσική, εμείς, τηρουμένων των αναλογιών , θα λέγαμε ότι είναι ανάγκη να ξαναπαντρέψουμε τη θεωρία με την πράξη, προσδίδοντας εκ νέου στον επιστήμονα λόγο και το γνωσιακό εγχείρημα τη δυναμική εκείνη που παλαιότερα τους επέτρεπε να δρα ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων μέσα από τις διαλεκτικές ζυμώσεις που προκαλούσε στο κοινωνικό σώμα. Η γνώση, για να είναι γνώση, δεν μπορεί παρά να συνιστά αυτό που ο Γιάσπερς αποκάλεσε κοινωνήσιμο ενέργημα και ο Ηράκλειτος «μετοχή στον κοινό λόγο»· σε διαφορετική περίπτωση την ψάχνουμε μάταια στην πληροφορία, κατά Έλιοτ, παραμένοντας σκιώδεις υπάρξεις άνικμων σπουδαστηρίων, φασματικοί πρωταγωνιστές σχολαστικών αντιπαραθέσεων, που σε τελική ανάλυση δεν ενδιαφέρουν, ούτε καν αυτούς τους υποτιθέμενους ειδικούς.
β) Αλλά ακριβώς το αίτημα αυτό της επανανακάλυψης της γνώσης ως κοινωνικού ενεργήματος και καθορίζουσας συνιστώσας του πολιτικού προϋποθέτει, αλλά και εν ταυτώ συνεπάγεται το δεύτερο σκέλος αυτό που προσφυώς αποκλήθηκε Νέος Ελληνικός Διαφωτισμός: τον επανεγγραματισμό του ελληνικού λαού, του μοναδικού ίσως λαού, με τους περισσότερους αναλφάβητους… πτυχιούχους. Μια ματιά στις ειδικές στατιστικές που παρουσιάζουν την Ελλάδα στις τελευταίες πανευρωπαϊκώς θέσεις αναγνωσιμότητας βιβλίων αρκεί εδώ ως λακωνική επεξήγηση του τι εννοώ. Η Ελλάδα – και αυτό το καταθέτω από προσωπική πείρα – είναι ο μοναδικός ίσως ανθρωποβιότοπος του πλανήτη, στον οποίο ακόμα και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι (αυτονοήτως όχι όλοι) έχουν πάρει διαζύγιο από το βιβλίο και τη βουλιμική ανάγνωση, ακριβώς όπως και οι συμπατριώτες μας στην Τουρκοκρατία, για τους οποίους ολοφύρεται ο φωτισμένος βιβλιεραστής Ιωάννης Πρίγγος που μνημονεύσαμε. Αν, τώρα, στην αλλεργική προς το βιβλίο αντίδραση του σύγχρονου «λόγιου» Έλληνα προσθέσει κανείς τις υψηλές οσφυοκαμπτικές επιδόσεις του απέναντι στους ισχυρούς της πολιτικής και του πλούτου, έχει τότε προ οφθαλμών του ολόκληρο το τοπίο παρακμής που στα 1802 (σαν να μην πέρασαν 200 χρόνια!) διεζωγράφησε ο εκ Ραψάνης Δημήτριος Γοβδελλάς, ένας από τους πρωταγωνιστές της νεοελληνικής Ανάγεννησης: «ἐμοὶ μὲν δὲν ἀρέσει ἡ ἤδη τῶν τῆς Ἑλλάδος διαδασκάλων κατάστασις, ὥσὰν ὁποὺ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον μετ’αἰσχύνης διώκονται, ἐὰν δὲν ἤθελον φανῶσι κόλακες καὶ θεραπευταὶ τῶν κρειττόνων, πάντα πρὸς χάριν πράττοντες».

Σχόλιο κατακλείδας: Ο τίτλος που στεγάζει θεματολογικά την αποψινή εκδήλωση διατυπώθηκε καταφατικά: «Ένας νέος Ελληνικός Διαφωτισμός είναι εφικτός». Με βάση τα ανωτέρω λεχθέντα τολμώ να τον αναδιατυπώσω σε υποθετικό λόγο: Εάν ένας νέος Ελληνικός Διαφωτισμός δεν είναι εφικτός, τότε τι άλλο μπορούμε να προσδοκούμε εκτός από μια αργή και επώδυνη, αλλά μη αναστρέψιμη καταβύθιση στα λυμφατικά αζήτητα της Ιστορίας, το αυτοχειριαστικό τέλος του μεγάλου ελληνικού Ενιαυτού με μοιραίους ιεροφάντες του αυτοκτονικού ιδεασμού μας επαγγελματίες της γνώσης (τύπου ΕΛΙΑΜΕΠ), κρατικοδίαιτους αετονύχηδες της αεριτζίδικης επιχειρηματικότητας, τους παχυλόμισθους της τεμπέλικης κρατικής γραφειοκρατείας, τις αργυρώνητες δημοσιογραφικές μακέτες της τηλοψίας, και βέβαια το οικγενειοκρατικό συνάφι των πολιτικών ταγών μας, που από ό,τι φαίνεται πια (…) αποφάσισε να αποτιμήσει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους στην χώρα και να τα εκχωρήσει (μνημονιακώς) στους ξένους πάτρωνές του. Να θυμηθούμε το Βιργίλιο: «Una salus victis nullam sperare salutem», και να κλείσουμε πεσιμιστικά το ανάκρουσμα μια νέας αναγεννητικής απόπειρας; Προσωπικά θα αντισταθώ στον πειρασμό: θα προτιμήσω μια μάλλον επικλητική στάση και μαζί με τον Σεφέρη θα προσευχηθώ: «όχι με αυτούς, Κύριε, Κύριε, όχι με αυτούς· ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου»!

Εισήγηση παρουσίασης Νέου Ερμή Λογίου, Πάτρα 17/03/2011

Γ. Παναγόπουλος
Επίκουρος καθηγητής
Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας
Βελλάς Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου