Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Διορθόδοξη Επιτροπή Θεμάτων Βιοηθικής και Γενετικής

του Μητροπολίτου Ζιμπάμπουε Σεραφείμ(εκπροσώπου του Αλεξανδρινού Προκαθημένου Θεοδώρου και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στη παραπάνω Διορθόδοξη Επιτροπή
Με σύνεση και υψηλή ποιμαντική αγωνία, με πρόταση του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, οι Μακαριώτατοι Προκαθήμενοι των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, κατά τη Σύναξη τους, στο Φανάρι το 2008, αποφάσισαν την σύσταση και λειτουργία Διορθόδοξης Επιτροπής Θεμάτων Βιοηθικής και Γενετικής, για να μπορέσει η Ορθόδοξη Εκκλησία να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας για τα σημαντικά αυτά θέματα τα οποία επείγουν καθημερινά.


Τελικά η Διορθόδοξη Επιτροπή συνήλθεν για πρώτη φορά μετά από τρία σχεδόν χρόνια για να αποφασίσει ότι θα εξετάσει το πρώτο θέμα της το επόμενον έτος. Οι ρυθμοί αυτοί δεν είναι και οι καλύτεροι σε μια εποχή που δεν μπορούμε να περιμένουμε αύριο για ότι μπορούμε να κάνουμε σήμερα για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις προσκλήσεις της εποχής μας και μάλιστα για τη μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη σημερινή ταραγμένη και συγχυσμένη εποχή μας.

Γι' αυτό, με όλο το σεβασμό προς τα μέλη της Επιτροπής και στον Πρόεδρο της, για την ενημέρωση των αναγνωστών του Amen, να μου επιτρέψουν να υπενθυμίσουμε το σχετικό κείμενο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που ετοιμάστηκε με επικεφαλής τον γνωστόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαον (δημοσιεύθηκε και στο βιβλίο Σεραφείμ Κυκκώτη, «Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο», εκδόσεις Παναγόπουλος, Αθήναι, σελ. 231 - 241).

   

α. Βασικές αρχές επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων (1)

1) Η Εκκλησία, αντικρύζει τας μεταμοσχεύσεις, ως και κάθε τι σχετιζόμενον με την υγίειαν του ανθρώπου και την πάλην του με τον θάνατον, μετά ιδιαιτέρας συμπαθείας και κατανοήσεως. Αντιλαμβάνεται και το μέγεθος του προβλήματος και τας δυνατοτήτας των μεταμοσχεύσεων ως επίσης και το μέγιστον αυτής χρέος έναντι της κοινωνίας, της ιατρικής πράξεως, των ληπτών, αλλά και των δυνητικών δοτών. Και τον λήπτην επιθυμεί να βοηθήση, αλλά και τον δωρητήν οφείλει να σεβασθή.

2) Το κριτήριον της εκκλησιαστικής ηθικής των μεταμοσχεύσεων, ως και κάθε προβλήματος, είναι πνευματικόν. Εάν κάτι βλάπτη την ψυχήν ή υποβιβάζη τας πνευματικάς αξίας, ανεπιφυλάκτως το απορρίπτει. Αντιθέτως, εάν το επί μέρους επιστημονικόν επίτευγμα είναι συμβατόν προς την θεολογικήν παράδοσιν, διδασκαλίαν και εμπειρίαν της, την ιδιοφυά ανακάλυψιν την αντιμετωπίζει με την τόλμην της πνευματικής καινοτομίας της. Ούτε με τον ορθολογιστικόν σχολαστικισμόν έχει σχέσιν ούτε εις πολιτικάς σκοπιμοτήτας υποχωρεί ούτε με την εκκοσμίκευσιν συντάσσεται.

3) Κάθε τι το οποίον υπερβαίνει τον ατομικισμόν και την φιλοζωίαν και συνδέει τους ανθρώπους με σχέσιν αμοιβαιότητος και κοινωνίας,κάθε τι το οποίον αποδεικνύει την υπεροχήν της πνευματικής ζωής επί της βιολογικής επιβιώσεως, η Εκκλησία το προστατεύει και το υποστηρίζει. Αλλά και ενώπιον του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου ως και της ψυχοσωματικής συμφυΐας του ανθρώπου ίσταται μετά σεβασμού και ιδιαζούσης ευαισθησίας.

β. Ειδικές αρχές 
       

4) Αι μεταμοσχεύσεις μεταμορφώνουν το δράμα του λήπτου εις ελπίδα ζωής. Η Εκκλησία θα ηδύνατο, εν τη φιλανθρωπία αυτής, να ευλογήση αυτάς, με την αδιαπραγμάτευτον όμως προϋπόθεσιν ότι κατά τη μεταμοσχευτικήν διαδικασίαν προστατεύεται η συνείδησις του δότου και ουδόλως παραβιάζονται αι πνευματικαί αξίαι.

5) Κάθε λογική αποδοχής των μεταμοσχεύσεων από την Εκκλησίαν έχει τρεις άξονας:

α) Η Εκκλησία αισθάνεται μεν το φιλάνθρωπον αυτής χρέος έναντι του λήπτου - ο οποίος έχει ανάγκην να ζήση - αντιλαμβάνεται όμως περισσότερον τον ρόλον της εις το πλευρόν του δότου - ο οποίος δύναται ελευθέρως να προσφέρη.

Επ' ουδενί λόγω και με κανένα τρόπον δεν θυσιάζει τον σεβασμόν προς τον δότην εις την ανάγκην επιβιώσεως του λήπτου. Ο σκοπός δεν είναι να ζήση ο λήπτης, ο σκοπός είναι να δώση ο δότης. Ο λήπτης λαμβάνει θνητόν σώμα, ο δότης δίδει από την αθάνατον ψυχήν του. Όσον ανωτέρα είναι η ψυχή του σώματος κατά τοσούτον μεγαλύτερον είναι το πνευματικόν όφελος του δότου από το βιολογικόν κέρδος του λήπτου. «Μακάριόν εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν»[2].

β) Η δωρεά οργάνου πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνη τη «συνειδητήν συναίνεσιν» του δότου, δηλαδή ο δότης πρέπει να επιγνώσει, ελευθέρως και αβιάστως να έχη συγκατατεθή εις την αφαίρεσιν των οργάνων του, εν η περιπτώσει εκ τινος αιτίας έχει καταστή εγκεφαλικά νεκρός. Ο δότης πρέπει να ενεργή ως δωρητής, και

γ) Η Εκκλησία δύναται να δεχθή τας μεταμοσχεύσεις μόνον μέσα εις ατμόσφαιραν αγάπης, συναλληλίας, ενίοτε αυτοθυσιαστικού φρονήματος, εξόδου από τον κλοιόν της φιλαυτίας και φιλοζωίας μας - ποτέ ωφελιμιστικής ή χρησιμο-θηρικής λογικής, ήτις αποξενώνει τον «δότην» από την προσφοράν του.

Κατόπιν τούτων, αι μεταμοσχεύσεις προσεγγίζονται και ως αφορμή μεταδόσεως ζωής εις τινας ανθρώπους, κυρίως όμως ως ευκαιρία μεταγγίσεως πνευματικού ήθους εις την κοινωνίαν.

γ. Ο ρόλος της ιατρικής

6) Η ιατρική φροντίζει δια την αποκατάστασιν ή την βελτίωσιν της υγείας του ανθρώπου και κατ' επέκτασιν δια την παράτασιν της ζωής του. Η θεολογία δεν εμποδίζει την ιατρικήν εις την προσπάθειαν αυτήν, αλλά και δεν αγνοεί την σχετικότητά της. Παραλλήλως, προβάλλει και ορισμένας προϋποθέσεις δια την ορθήν ανάπτυξιν και άσκησιν αυτής. Αι προϋποθέσεις αύται είναι δύο: α) ο σεβασμός του προσώπου, και β) η ωφέλεια του πλησίον.

7) Επίσης η ιατρική επιστήμη, ως επίσης και αι ιατρικαί έρευναι, δέον όπως επιτελώνται εντός των πλαισίων των ιατρικών και βιοηθικών δεοντολογικών κανόνων, οίτινες προστατεύουσι τον άνθρωπον ως προσωπικότητα. Οι ιατροί επίσης δέον όπως εργάζωνται με ταπείνωσιν και βαθυτάτην αίσθησιν ότι είναι όργανα του Θεού προς εξυπηρέτησιν του ανθρώπου.

δ. Η δυνατότης προσφοράς οργάνων

8) Η ζωή είναι δώρον του Θεού, το οποίον δεν μας χαρίζεται δια να βιώνωμεν την φιλαυτίαν και την κτητικότητά μας, αλλά μας προσφέρεται δια να είναι τόσον ιδική μας ώστε να ημπορώμεν ακόμη και να την προσφέρωμεν με αγάπην. Ο καλύτερος τρόπος επιστροφής της εις τον Θεόν είναι η εξ αγάπης προσφορά της εις τον πλησίον, «ουκ έστιν άλλως σωθήναι ει μη δια του πλησίον»[3].

9) Το φρόνημα και η διάθεσις της αυτοπροσφοράς αποτελούν τον πνευματικόν άξονα της ηθικής της Εκκλησίας επί του θέματος των μεταμοσχεύσεων. Ο αποστολικός λόγος «εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έθηκε και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι»[4] διαλύει κάθε αμφιβολίαν περί του ότι η προσφορά της ζωής, και συνεπώς και η δωρεά σώματος, δεν είναι πράξεις αυτοκτονίας ή ευθανασίας, αλλά δύνανται να αποτελούν εκφράσεις της «μείζονος αγάπης», περί της οποίας ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος κατά την παράδοσιν των τελευταίων Αυτού υποθηκών εις τους μαθητάς: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»[5]. Η προσφορά της ζωής είναι το μείζον, η προσφορά των οργάνων είναι το ευλογημένον έλασσον. Αι ανωτέρω αγιογραφικαί αναφοραί μεταθέτουν το ηθικόν πρόβλημα των μεταμοσχεύ-σεων από τον σχολαστικόν προσδιορισμόν του εγκεφαλικού θανάτου εις τον σεβασμόν και την ελευθέραν έκφρασιν του αυτεξουσίου.

10) Εις ην περίπτωσιν λοιπόν θα επεθύμει τις όπως προσφέρη τα όργανά του, ακόμη και αν, ως τινές διατείνονται, ο εγκεφαλικός θάνατος δεν εταυτίζετο με τον οριστικόν χωρισμόν της ψυχής εκ του σώματος, μαζί με τα όργανά του θα προσέφερε και την ζωήν του. Η πράξις του δεν θα περιείχε μόνον το στοιχείον της προσφοράς, αλλά και αυτό της αυτοθυσίας.

11) Η Εκκλησία ευνοεί και ενθαρρύνει την προσφοράν ενός εκ των διπλών οργάνων μας (νεφρών) ή ιστών (δέρματος, μυελού των οστών αίματος), από ζώντα δότην.

ε. Περί εγκεφαλικού θανάτου

12) Η Εκκλησία σέβεται και εμπιστεύεται την ιατρικήν έρευναν και κλινικήν πράξιν. Δια τον λόγον αυτόν, αν και δεν είναι αρμοδία, θα ημπορούσε να δεχθή την διεθνώς ομόφωνον άποψιν ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου.

Ο εγκεφαλικός θάνατος αποτελεί γεγονός οριστικής και ανεπιστρέπτου καταστροφής του εγκεφάλου και κατάστασιν πλήρους απωλείας αισθήσεων και συνειδήσεως. Κατ' αυτόν, η αναπνευστική λειτουργία συντηρείται μόνον μηχανικώς, η δε διακοπή της τεχνητής υποστηρίξεως οδηγεί εις σχεδόν άμεσον παύσιν και της καρδιακής λειτουργίας.

13) Αυτό που εις την ουσία επιτυγχάνει η τεχνητή υποστήριξις της αναπνοής είναι ότι προσωρινώς αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος όχι όμως και την αναχώρησιν της ψυχής.

14) Ο εγκεφαλικός θάνατος πρέπει οπωσδήποτε να διαφοροποιηθή από την φυτικήν κατάστασιν - ήτις συνήθως αποκαλείται «κλινικός θάνατος». Κατ' αυτήν, το εγκεφαλικόν στέλεχος λειτουργεί και ως επί το πλείστον δεν απαιτείται τεχνητή υποστήριξις.

15) Επειδή υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος - εις μεμονωμένας ευτυχώς περιπτώσεις - απροσεξίας, λάθους ή και ασεβείας προς το γεγονός του θανάτου, η Εκκλησία, μαζί με την πλειοψηφίαν του ιατρικού και νοσηλευτικού κόσμου και των αρμοδίων κοινωνικών φορέων, απαιτεί την εξασφάλισιν της ακριβούς τηρήσεως των διεθνώς αποδεκτών κριτηρίων διαγνώσεως του εγκεφαλικού θανάτου. Τοιουτοτρόπως:

α) Είναι απαραίτητος η τεκμηριωμένη και σαφής διαπίστωσις των αιτίων του εγκεφαλικού θανάτου.

β) Η πιστοποίησις του εγκεφαλικού θανάτου πρέπει να γίνεται από επιτροπή ειδημόνων, οι οποίοι να μην έχουν καμμίαν σχέσιν εξαρτήσεως από τας μεταμοσχευτικάς ομάδας και επί τη βάσει των υφισταμένων κλινικών και εργαστηριακών κριτηρίων.

γ) Τα κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου δεν είναι επαρκή αν είναι μόνον κλινικά. Πρέπει να προστεθούν και εργαστηριακή (αξονική τομογραφία και ηλεκτρο-εγκεφαλογράφημα), ώστε να επιβεβαιωθή, κατά το δυνατόν, ουχί μόνον η παύσις των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους, αλλά και του φλοιού. Όπου δεν υπάρχει εμφανής αιτία εγκεφαλικής βλάβης πρέπει να επαναλαμβάνωνται αι εξετάσεις δια μεγαλυτέραν επιβεβαίωσιν, ακόμη και αν η τοιαύτη καθυστέρησις ωδήγει εις απώλειαν των οργάνων.

δ) Προ των δοκιμασιών του εγκεφαλικού θανάτου θα πρέπη να έχουν προηγηθή αι βιοχημικαί εξετάσεις αι οποίαι και να παρουσιάζουν φυσιολογικάς τιμάς (όχι ουρία ούτε ηλεκτρολυτικάς διαταραχάς). Επίσης δια να ελεγχθή ο εγκεφαλικός θάνατος πρέπει να έχουν παρέλθη τουλάχιστον 24 ώραι από την πρώτην στιγμήν του συμβάντος.

16) Ο έλεγχος εάν κάποιος είναι δότης (δηλαδή εάν υπάρχη συναίνεσι) πρέπει να γίνεται μετά την οριστικήν διάγνωσιν του εγκεφαλικού θανάτου, ώστε αύτη να είναι κατά το δυνατόν αμερόληπτος και ανεπηρέαστος.

17) Συμφώνως προς όλα τα ανωτέρω, η δωρεά οργάνων από εγκεφαλικώς νεκρούς δότας καθώς και η νηφαλία και συνειδητή απόφασις υγιούς ανθρώπου όπως προσφέρη κάποιο όργανό του εις πάσχοντα συνάνθρωπον, ως πράξεις φιλαλληλίας και αγάπης, είναι σύμφωνοι με την διδασκαλίαν και το φρόνημα της Εκκλησίας μας.

στ. Περί συνειδητής και εικαζομένης συναινέσεως

18) Η δωρεά προϋποθέτει την «συνειδητήν συναίνεσιν» το δότου εις αυτό που πράττει. Κάθε τι που «εικάζει» την βούλησίν του αποτελεί παρέμβασιν εις το αυτεξούσιον και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να γίνη αποδεκτόν.

19) Η «συνειδητή συναίνεσις» αποτελεί πράξιν αυταπαρνήσεως και αγάπης, συνδέουσα τον δωρητήν με το γεγονός του θανάτου του, μάλιστα επισυμβαίνον με τρόπον τραγικόν και εις σχετικώς νεαράν ηλικίαν. Επίσης ενέχει τας αρετάς της ανιδιοτελείας, της αρνήσεως των φυσικών δικαιωμάτων, της εμπιστοσύνης και του ενδιαφέροντος δια τους άλλους, της αυτοπροσφοράς και της απαλλαγής από το φρόνημα της φιλοζωίας.

20) Η Εκκλησία, ασκούσα την μεταμοσχευτικήν ποιμαντικήν της, ίσως εξασφα-λίση ένα αριθμόν μοσχευμάτων και συντελέση ούτως εις την επιβίωσιν αντι-στοίχων ανθρώπων (αναλόγως του ποσοστού επιτυχίας των μεταμοσχευτικών επεμβάσεων). Με την προϋπόθεσιν όμως της συνειδητής συναινέσεως, αυτοί που πνευματικώς καλλιεργούνται είναι πολύ περισσότεροι, όσοι έχουν συνειδητώς δώσει την συναίνεσίν των. Εξ αυτών θα προέλθουν οι οπωσδήποτε ολιγώτεροι δόται. Η Εκκλησία δεν είναι εστραμμένη μόνον εις τους πραγματικούς, αλλά και εις τους δυνητικούς δότας.

Ο δότης ημπορεί μεν να ωφελή με την προσφοράν του, ωφελείται όμως κυρίως με την πράξιν της συναινέσεώς του. Σώζει βιολογικώς τον λήπτην και πνευματικώς τον εαυτόν του.

21) Η συναίνεσις δεν είναι κάτι δευτερεύον που θα ήτο δυνατόν να επισκιασθή από οιανδήποτε άλλην πράξιν (π.χ. απογραφήν, έκδοσιν ταυτότητος κ.λ.π.). Η δήλωσίς της θα πρέπη να είναι ελευθέρα και απολύτως συνειδητή, καρπός ωρίμου σκέψεως. Δια τον λόγον τούτον, καλόν είναι να διατυπώνεται εντελώς ανεξαρτήτως από οιανδήποτε άλλην κοινωνικήν πράξιν και με την προϋπόθεσιν της ορθής και αβιάστου ενημερώσεως.

ζ. Περί συγγενικής συναινέσεως

22) Η Εκκλησία, υπό όρους και κατ' οικονομίαν, εντός της προοπτικής της ιερότητος των συγγενικών δεσμών και της επιδιωκόμενης καλλιεργείας των σχέσεων κοινωνίας, θα ηδύνατο να δεχθή και την υποκατάστασιν της βουλήσεως του δότου υπό των συγγενών αυτού, βεβαίως με το δεδομένον ότι αύτη δεν αντιτίθεται προς την ιδικήν του. Η πρόνοια δια τους οικείους αποτελεί έκφρασιν πίστεως[6], αι δε εγγενείς υποχρεώσεις έναντι αυτών απόδειξιν ιερών συγγενικών δικαιωμάτων.

Δια τους συγγενείς η ζωή του δότου και η τιμή του σώματός του ίσως να έχουν μεγαλυτέραν αξίαν απ' ό,τι δια τον ίδιον. Με δεδομένην την αγάπην, η απόφασις της δωρεάς του σώματος του άλλου ίσως να είναι και δυσκολωτέρα της δωρεάς του ιδικού μας σώματος. Υπ' αυτήν την έννοιαν, ο πραγματικός δότης είναι οι συγγενείς.

23) Επειδή εις την κοινωνίαν και εποχήν μας τα πάσης φύσεως συμφέροντα, ιδίως τα οικονομικά τοιαύτα, συχνάκις παρεμβάλλονται κατά βέβηλον τρόπον και εις τας ιερωτέρας των σχέσεων, ο νόμος δέον όπως προνοή δια την αποφυγήν κάθε υποψίας εμπορευματοποιήσεως των μοσχευμάτων υπό των συγγενών.

24) Ευχής έργον θα ήτο, κατά την οιανδήποτε διαδικασίαν ενυπογράφου συναινέσεως, να ημπορούσε ο δότης να εκχωρήση εκ των προτέρων το δικαίωμα διαθέσεως του σώματος του εις τους συγγενείς του.

η. Οι επιφυλάξεις της Εκκλησίας

25) Επειδή η εξέλιξις των επιστημών επικοινωνίας και πληροφορικής (διαδίκτυον, τήρησις μηχανογραφικών αρχείων με ευρύτατον φάσμα δεδομένων και περιωρισμένην δυνατότητα ελέγχου κ.α.) αφ' ενός και η πνευματική πενία των συγχρόνων κοινωνιών αφ' ετέρου είναι δυνατόν να οδηγήσουν εις κακοποίησιν εκμετάλλευσιν ή και θυσίαν των μεταμοσχεύσεων εις τον βωμόν των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, η Εκκλησία οφείλει να προστατεύση τον θεσμόν, την πράξιν και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα από ενδεχομένην βεβήλωσιν (βεβιασμένην διάγνωσιν ή προχειρότητα εις την τήρησιν των κριτηρίων του εγκεφαλικού θανάτου, εμπορευματοποίησιν ή συναλλαγήν οιασδήποτε φύσεως σχετιζομένην με την προσφοράν οργάνων, επιλογήν ληπτών επί τη βάσει ρατσιστικών κριτηρίων, παραβιάσεις των καταστάσεων αναμονής κ.λ.π.).

26) Προς αποφυγήν των παραβιάσεων των καταστάσεων αναμονής, δέον να υπάρχη αρχείον εγγραφής δοτών επί μηχανογραφικής βάσεως, το οποίον να ελέγχεται από κεντρικόν αδιάβλητον μηχανισμόν.

27) Ενώ η διεθνής και ελληνική νομοθεσία, δια να προστατεύση τας μεταμοσχεύσεις από την απειλήν της εμπορικής συναλλαγής, επιβάλλει την ανωνυμίαν του λήπτου και του δότου και απαγορεύει την δωρεάν οργάνου εις προκαθορισμένον από τον δότην φιλικόν ή συγγενικόν πρόσωπον (εξαίρεσις αι μεταμοσχεύσεις νεφρών από ζώντα δότην), τοιούτόν τι δεν αντιτίθεται κατ' ανάγκην προς την ηθικήν της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.

28) Η Εκκλησία δεν δύναται να συγκατατεθή εις την αφαίρεσιν οργάνων από βρέφη με συγγενή ανεγκεφαλίαν. Τοιούτοι δόται είναι πολύ σπάνιοι, πράγμα το οποίον περιορίζει τας ελπίδας των ληπτών-βρεφών. Παρά ταύτα, τα ανεγκέφαλα βρέφη, επειδή δεν στερούνται στελέχους, δεν είναι εγκεφαλικώς νεκρά και, επειδή στερούνται συνειδήσεως, δεν έχουν την δυνατότητα της συναινέσεως - και φυσικά κανείς δεν ημπορεί να την εικάση. Αυτό δημιουργεί νομικόν κώλυμα εις την αφαίρεσιν οργάνων. Επί πλέον, η κοινωνία πρέπει να αρνηθή κάθε ωφελιμιστικήν θεώρησιν αυτών των βρεφών. Η ανάγκη σεβασμού προς αυτά δεν αφήνει περιθώρια ώστε το πέρασμά τους απ' αυτόν τον κόσμον να είναι εντελώς χρηστικόν.

29) Σχετικώς με το ενδεχόμενον χρήσεως τεχνητών οργάνων ή και ξενομοσχευμάτων (γενετικά επεξεργασμένων μοσχευμάτων από ζώα), όπως και προϊόντων κλωνοποιήσεως, επειδή η έρευνα δεν έχει να παρουσιάση σαφή επί του παρόντος αποτελέσματα, η δε πορεία της δεν είναι ευκρινής, η Εκκλησία επιφυλάσσεται να παρουσιάση εν ευθέτω χρόνω τας επ' αυτού θέσεις και απόψεις της.

30) Υπάρχει ο κίνδυνος, εις το άμεσον μέλλον, με την χαλαράν διεθνώς ηθικήν έναντι της ευθανασίας και την τάσιν νομοθετικής κατοχυρώσεώς της, αι μεταμοσχεύσεις να συνδυασθούν με την ευθανασίαν. Τοιουτοτρόπως, άτομα που θα επιλέγουν αυτόν τον τρόπον τερματισμού της ζωής των ενδεχομένως θα καθίστανται και δωρηταί οργάνων. Αυτός είναι εις επί πλέον λόγος που η νομοθεσία των μεταμοσχεύσεων δέον απαραιτήτως να διαθέτη υψηλόν ιδεολογικόν υπόβαθρον.

θ. Κριτική του νέου νόμου περί μεταμοσχεύσεων[7]

Ενώ η Εκκλησία αποδέχεται την ιδέαν των μεταμοσχεύσεων, αδυνατεί να συμφωνήση με την πρόσφατον νομοθετικήν κατοχύρωσιν αυτών εις την χώραν μας, η οποία κυριαρχείται από χρησιμοθηρικήν αντίληψιν και στενόν ορθολογισμόν. Ο μόνος τρόπος προστασίας της ηθικής και πρακτικής των μεταμοσχεύσεων από το ενδεχόμενον κακοποιήσεώς των είναι η σχετική νομοθεσία να είναι σαφής, μελετημένη, ιδεολογική και όχι χρησιμοθηρική.

31) Εις τον προσφάτως ψηφισθέντα νόμον, ο νομοθέτης ερμηνεύει την «μη άρνησιν» των συγγενών ως συναίνεσιν του δότου[8]. Τα όργανα αφαιρούνται όχι όταν συναινούν, αλλά όταν «δεν αντιτίθενται» οι συγγενείς. Αι μεταμοσχεύσεις δεν είναι δυνατόν να στηριχθούν εις μίαν «μη άρνησιν», και μάλιστα των συγγενών, καθ' ην στιγμήν όλοι αγωνιζόμεθα δια την συγκατάθεσιν, και μάλιστα του δότου.

32) Εις την περίπτωσιν ταύτην, η έλλειψις η μη εξεύρεσις συγγενών θα ήτο δυνατόν να ερμηνευθή ως «μη άρνησις». Συνεπώς, κάθε εγκεφαλικώς νεκρός αλλοδαπός, λαθρομετανάστης, άγνωστος και εγκαταλελειμμένος, αθίγγανος κ.λ.π. - ο αριθμός των οποίων δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος, και των οποίων οι συγγενείς είτε δεν ευρίσκονται εις την Ελλάδα είτε δεν είναι εύκολο να ανευρεθούν - ή όποιος ευρεθή μόνος εις το νοσοκομείον κατόπιν τροχαίου ατυχήματος το οποίον δεν έχει γίνει αμέσως αντιληπτόν από τους συγγενείς του θα θεωρείται αυτομάτως δότης. Θα πρέπη άρα γε εις την δυστυχίαν της μοναξιάς αυτών των ανθρώπων να προσθέσωμεν και την αυθαίρετον αφαίρεσιν των οργάνων των: Ο νόμον της «μη αρνήσεως» αποτελεί εκβιασμόν της συνειδήσεως.

33) Η «συναίνεσις» ουδεμίαν έχει σχέσιν με την «μη άρνησιν». Το «δίδω κάτι ιδικόν μου» είναι εντελώς διαφορετικόν από το «μου παίρνουν κάτι που μου ανήκει». Εις την δευτέραν περίπτωσιν η βούλησις της πολιτείας και κοινωνίας υποκαθιστά ως αγαθόν την έκφρασιν της προσωπικής ελευθερίας.

34) Το κράτος ουδέν έχει δικαίωμα εισχωρήσεως εις την ιδιωτικήν σφαίραν της ζωής των πολιτών. Μία τοιαύτη ενέργεια αντιβαίνει εις τα άρθρα 2, παρ. 1 (περί του σεβασμού και της προστασίας της ανθρωπίνης αξιοπρεπεί-ας) και 5, παρ. 1 (περί της ελευθέρας αναπτύξεως της προσωπικότητος του ατόμου) του συντάγματος.

35) Δεν ημπορεί επίσης να υποχρεώνη τον πολίτην να εκφέρη γνώμην δίχως να κατοχυρώνη το δικαίωμά του να μην εκφέρη. Ποίαι αι επιπτώσεις εάν ο πολίτης αρνηθή να εκφράση την βούλησίν του.

36) Η υποκατάστασις του όρου «εγκεφαλικός θάνατος» δια του «νέκρωσις του εγκεφαλικού στελέχους» θεωρείται ιατρικώς αμφιλεγομένη και ιδεολογικώς ύποπτος. Η διαπίστωσις της παύσεως των λειτουργιών ουχί μόνον του εγκεφαλικού στελέχους αλλά και του φλοιού, ως επιβεβαιούσα την ανεπίστρεπτον παύσιν όλων των εγκεφαλικών λειτουργιών είναι επιβεβλημένη.

37) Η δια νόμου υποχρεωτική διακοπή της μηχανικής υποστηρίξεως της αναπνευστικής λειτουργίας εις περίπτωσιν εγκεφαλικώς νεκρού ατόμου το οποίον δεν είναι δότης[9] είναι πνευματικώς και ηθικώς αντιδεοντολογική. Ο νόμος πρέπει να κατοχυρώνη τον ιατρόν που, δια λόγους συνειδήσεως, δεν επιθυμεί να διακόψη τον μηχανικόν αερισμόν και φυσικά όχι να τον τιμωρή[10].

38) Η δυσκολία των συγγενών να συναινέσουν εις την δωρεάν του σώματος, ήτις οφείλεται εις προσωπικούς, συναισθηματικούς ή και φιλοσοφικούς λόγους, πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστή και όχι να αντιμετωπίζεται εκβιαστικώς με την απειλήν της διακοπής της μηχανικής υποστηρίξεως[11].

ι. Ποιμαντικές δυνατότητες της Εκκλησίας

39) Επί τη βάσει των ανωτέρω αρχών, η Εκκλησία οφείλει να αγωνισθή δια την επικράτησιν των αρχών αυτής, τον θετικόν επηρεασμόν της μεταμοσχευτικής πολιτικής και να δημιουργήση η ιδία μίαν μεταμοσχευτικήν πνευματικήν παράδοσιν προσανατολισμένην προς τας πνευματικάς ανάγκας προσφοράς αισθημάτων του δότου. Με τον τρόπον αυτόν, η εξεύρεσις μοσχευμάτων και η προώθησις των μεταμοσχεύσεων δεν θα αποτελούν επιδιωκόμενον σκοπόν αλλά φυσικόν αποτέλεσμα.

40) Η Εκκλησία δύναται να οργανώση προγράμματα αγωγής δοτών με σκοπόν την καλλιέργειαν σημαντικών αρετών μεταξύ των πιστών αυτής (μνήμης θανάτου, αυτοπροσφοράς, θυσιαστικού φρονήματος κ.λ.π.). Τοιουτοτρόπως θα δίδη την μαρτυρίαν του ήθους της εις την κοινωνίαν με ένα εντελώς σύγχρονον τρόπον.

41) Η Εκκλησία ούτε την αλήθειαν θυσιάζει ούτε το πρόσωπον υποδουλώνει. Εάν κάποιος επιθυμή να γίνη δωρητής τον ευλογεί, εάν δυσκολεύηται τον κατανοεί. Αυτή είναι η προστασία του προσώπου. Το πνεύμά της δεν υποτάσσεται εις την ανάγκην των μεταμοσχεύσεων, αλλά υπηρετεί τον σεβασμόν του προσώπου. Κυρίως του προσώπου ως δότου.

42) Επίσης σέβεται και πλήρως κατανοεί την φυσικήν επιθυμίαν των ασθενών εκείνων, οίτινες δια της λήψεως μοσχευμάτων επιθυμούν όπως παρατείνουν τον χρόνον της βιολογικής των ζωής, πιστεύουσα ότι το γεγονός τούτο δυνατόν να συντελέση εις την πνευματικήν των ολοκλήρωσιν και την επίτευξιν του σκοπού της υπάρξεώς των.

43) Λόγω του πνευματικού μεγέθους που ενέχει η πράξις της δωρεάς σώματος, πριν τούτο συμβή, καλόν είναι ο ιερεύς του νοσοκομείου να διαβάση μίαν κατάλληλον ευχήν ή να τελέση κάποιαν αγιαστικήν πράξιν (χρίσιν δι' ελαίου, σταύρωμα κ.λ.π.).

44) Σχετική αγωγή πνευματικού προσανατολισμού ημπορεί να γίνη και δια την καλλιέργειαν και προετοιμασίαν του λήπτου, ώστε να μην νοιώθη ούτος μόνον ως ο ευνοημένος αποδέκτης ενός μοσχεύματος, αλλά ως ευλογημένος δέκτης της αγάπης κάποιου αγνώστου συνανθρώπου και της χάριτος του Θεού.

45) Συμπερασματικώς, η ποιμαντική της Εκκλησίας προς τους δότας, τους λήπτας και τους ιατρούς δέον όπως είναι τοιαύτη, ώστε δι' όλων τούτων των τρόπων να δοξάζηται ο Θεός, να ολοκληρώνωνται πνευματικώς οι άνθρωποι, και η ασθένεια ή παράτασις ζωής να αποτελέσουν προϋπόθεσιν εκπληρώσεως του βαθυτέρου σκοπού της δημιουργίας των:

ια. Προτεινομένη τακτική της Εκκλησίας

46) Είναι κοινή πεποίθησις ότι ο λόγος και ο ρόλος της Εκκλησίας μας εις την πορείαν των μεταμοσχεύσεων εις την Ελλάδα είναι κεντρικός. Αι μεταμοσχεύσεις είναι ίσως εν εκ των ολίγων θεμάτων εις τα οποία η πολιτεία έχει την άμεσον ανάγκην της Εκκλησίας. Αυτό δημιουργεί εις την Εκκλησίαν ουσιαστικά δικαιώματα και μεγάλας υποχρεώσεις.

47) Δεδομένου ότι αι μεταμοσχεύσεις ευκόλως δύνανται να οδηγήσουν εις κατάχρησιν και παραβίασιν θεμελειωδών ηθικών αρχών και αξιών και υπάρχει τεράστια διαφορά ήθους και προσεγγίσεως μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής αντιλήψεως του θέματος η Εκκλησία είναι πολύ προσεκτική εις τας ενεργείας της και φειδωλή εις τους λόγους της.

48) Εις την συνεργασίαν της μετά της πολιτείας, η Εκκλησία θέτει σαφείς όρους ώστε να μην χρεωθή κοσμικάς αποφάσεις και ενεργείας αι οποίαι πιθανώς θα γίνουν με εντελώς διαφορετικόν πνεύμα και σκοπόν. Το ενδεχόμενον οργανώσεως ημέρας δότου ή εκστρατείας, υποστηρίξεως των μεταμοσχεύσεων, με σκοπόν την συγκέντρωσιν του μεγαλυτέρου δυνατού αριθμού μοσχευμάτων, θα το αποφασίση μόνον αφού υπάρχουν σαφή εχέγγυα σεβασμού των αρχών και όρων της.

49) Η απουσία επισήμου εκκλησιαστικής τοποθετήσεως εις το θέμα ωδήγησεν εις αυθαίρετον είτε αποδοχήν είτε απόρριψιν των μεταμοσχεύσεων από συγκεκριμένα αρμόδια ή αναρμόδια εκκλησιαστικά πρόσωπα. Τούτο έχει προκαλέσει σύγχυσιν, ενίοτε δε και διχασμόν, μεταξύ των πιστών και του θεολογικού κόσμου.

Εις την παρούσαν φάσιν, η Εκκλησία με σαφήνειαν αλλά εις χαμηλούς τόνους δια-κηρύττει ότι θα ημπορούσε, μέσα εις τα πλαίσια των προαναφερθεισών θεολογικών αρχών να δεχθή την ιδέαν των μεταμοσχεύσεων και ότι μέσα από αυτάς θα της ήτο δυνατόν να ασκήση την ποιμαντικήν και να διοχετεύση το πνεύμα και το ήθος της.

Εν συνεχεία θα προκαλέση διάλογον και ευκαιρίας ενημερώσεως μέσα εις τους κόλπους της (σεμινάρια πνευματικών, ομιλίας κ.λ.π.), θα προσπαθήση να καλλιερ-γήση πνεύμα κατανοήσεως, συμφωνίας και ευρείας αποδοχής των βασικών θεο-λογικών θέσεών της μεταξύ του σώματος των πιστών ώστε να εξαλειφθή κάθε αδικαιολόγητος αρνητισμός.

Τρίτον βήμα θα είναι η έκδοσις και κυκλοφορία ενημερωτικών και επεξηγηματικών των απόψεών της φυλλαδίων ή και η διοργάνωσις μεγάλης ανοιχτής ημερίδος δια της οποίας θα διακηρύξη τας απόψεις της εις την κοινωνίαν μας.

Τελευταία ενέργεια θα είναι η έκδοσις συνοδικής εγκυκλίου, η οποία θα εκφράζη την επιτομήν των εκκλησιαστικών θέσεων και προτάσεων και θα διατυπώνη με σαφήνειαν το περίγραμμα και την πρακτικήν του ορθοδόξου χριστιανικού ήθους εις το θέμα των μεταμοσχεύσεων.

50) Σχετικώς με τον νέον νόμον, η Εκκλησία διαχωρίζει την θέσιν της, δίχως εμπάθειαν, αλλά με σύνεσιν και σαφήνειαν, ώστε ούτε την υπόθεσιν των μεταμοσχεύσεων να βλάψη ούτε τη βαρύτητα των απόψεών της να υποβιβάση. Παραλλήλως έχει δημοσιοποιήσει τας απόψεις της εις τα σημεία που διατηρεί τας επιφυλάξεις και έχει τας αντιρρήσεις της. Επίσης έχει ετοιμότητα δι' αμέσους νομικάς παρεμβάσεις και θα ζητήση τροπολογίας και νομοθετικάς βελτιώσεις, τοιαύτας που θα διασφαλίζουν τας αρχάς της λογικής της και θα επιτρέπουν την ουσιαστικήν συμπαράστασίν της.

51) Απαραίτητος όρος συνεργασίας με την πολιτείαν είναι η τελευταία να κατανοήση ότι είναι επιφορτισμένη με την τεραστίαν υποχρέωσιν να προστατεύση τας μεταμοσχεύσεις νομοθετικώς και πρακτικώς από κάθε μορφής ασυνειδησίαν, χρησιμοθηρίαν ή και χρηματικήν εκμετάλλευσιν και να εξασφαλίση την επιστημονικήν αρτιότητα, ενημέρωσιν και κατάρτισιν των αρμοδίων ιατρών και φορέων. Με τον τρόπον αυτόν, ο δότης δεν καταντά θύμα ποταπών συμφερόντων, ασεβείας ή επιστημονικής επιπολαιότητος και αγνοίας.

52) Επί πλέον, η ιατρική κοινότης και η πολιτεία οφείλουν να βοηθήσουν εις την επιβολή και νομοθετικήν κατοχύρωσιν των ακριβεστέρων κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου», η πιστή τήρησις των οποίων αυστηρώς να ελέγχεται.

53) Επίσης, είναι αναγκαία η ίδρυσις αξιοπίστων μεταμοσχευτικών κέντρων τα οποία να διαθέτουν την κατάλληλον επιστημονικήν και τεχνολογικήν υποδομήν ώστε η λήψις των οργάνων του δότου και η εν συνεχεία μεταμόσχευσίς των εις τον κατάλληλον λήπτην να γίνεται με τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας και τας ολιγωτέρας απωλείας.

54) Η Εκκλησία θα επιμεληθή την συμμετοχήν δι' εκπροσώπων της εις επιστημονικά ιατρικά συνέδρια σχετιζόμενα με τας μεταμοσχεύσεις, ώστε και την γνώσιν της να ανανεώνη και τας αρχάς της να προβάλλη.

55) Τέλος, ο ρόλος και η εκπροσώπησίς της εις το Εθνικόν Συμβούλιον Μεταμοσχεύσεων - εφ' όσον αυτό συνεχίση να υφίσταται - και εις τον υπό σύστασιν Εθνικόν Οργανισμόν Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ.) θα είναι κεντρικός και παρεμβατικός και όχι εικονικός και δευτερεύων. Σκοπός της είναι τα μεταμοσχευτικά κέντρα να λειτουργούν κατά το δυνατόν επί τη βάσει των ιδικών της αρχών σεβασμού, ελευθερίας και αγάπης του προσώπου.
--------------------------------------------------------------------------------

1.Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τόμος «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», Έκδοσις του Κλάδου εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 21 - 38, Αθήναι, 2002.

[2] Πράξ. κ΄ 35.

[3] Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος.

[4] Α΄ Ιω. γ΄ 16.

[5] Ιω. ιε΄ 13.

[6] Α΄ Τιμ. ε΄ 8.

[7] Η αναφορά στην κριτική του νέου νόμου περί μεταμοσχεύσεων αναφέρεται στην νομοθεσία της Κυβερνήσεως της Ελλάδος, η οποία όμως εναρμονίζεται προς την υφιστάμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και Διεθνών Οργανισμών.

[8] Άρθρ. 12, παρ. 4.

[9] Άρθρ. 12, παρ. 6.

[10] Άρθρ. 20, παρ. 1.

[11] Άρθρ. 12, παρ. 6.

Πηγή: http://amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=5864

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου