Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Η θεωρία της εξελίξεως και η ...“εξέλιξη” πολλών θεολόγων!

Λέων Μπράνγκ, Θεολόγος
Από το περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία»,
Αριθμ. τεύχους 110-111, Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2011

Όταν απευθύνεται κανείς στον σύγχρονο άνθρωπο σχετικά με το θέμα της προέλευσης της ζωής κάνοντας λόγο για τη Δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου από το Θεό συναντάει κυριολεκτικά έναν τοίχο. Χαρακτηριστικό στις μέρες μας είναι η σχεδόν απόλυτη ισχύ και αποδοχή της θεωρίας της εξέλιξης. Όποιος τολμάει να την αμφισβητήσει, ιδίως μέσα από την προβολή της Αγίας Γραφής και της Δημιουργίας, θεωρείται φονταμενταλιστής, προσκολλημένος στο παρελθόν και στη μυθολογία, ξένος απόλυτα προς το χώρο της επιστήμης και προς την επιστημονική μεθοδολογία.

Οι θέσεις αυτές ήδη στην σχολική πραγματικότητα είναι σχεδόν απόλυτα παγιωμένες, αφού αυτή η θεωρία προβάλλεται με κάθε ευκαιρία μέσα από όλα εκείνα τα διδακτικά βιβλία που σε κάποιο βαθμό μπορούν να συσχετιστούν με αυτήν. Ενδεικτικό μεταξύ άλλων είναι και η ένταξη της θεωρίας στην εξεταστέα ύλη των Πανελλαδικών Εξετάσεων στο μάθημα της Βιολογίας από το 2010. Τα μόνα βιβλία που κρατούν ακόμα κάποια έστω απόσταση είναι τα βιβλία των θρησκευτικών, αλλά και εκεί παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια σχετική υποχώρηση και προσαρμογή. Με λίγες λέξεις θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Γιατί να μη γίνονται αποδεκτές τόσο η θεωρία της μεγάλης έκρηξης όσο και η θεωρία της εξέλιξης, αφού ασχολούνται με το «πως» της δημιουργίας που είναι αποκλειστικά θέμα της επιστήμης. Αποστολή της θεολογίας είναι να ασχολείται μόνο με το «ποιος» και «γιατί» της δημιουργίας (βλ. π.χ. τις ενότητες 9 και 24 στο βιβλίο των Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου «Χριστιανισμός και Θρησκεύματα»).

Επίσημα η θεωρία της εξέλιξης παρουσιάζεται σαν επιστημονική θεωρία, ως προς την εξερεύνηση και ερμηνεία του φαινομένου της ζωής και της ανάπτυξής του. Στην
καθημερινότητα όμως των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης και στην εκπαίδευση επιβάλλεται κυριολεκτικά ως επιστημονική αλήθεια! Συνδέθηκε κυρίως με τον Κάρολο Δαρβίνο (1809-1882), ο οποίος σε δύο βασικά έργα του, το πρώτο με τίτλο «Περί της καταγωγής των ειδών» (1859) και το δεύτερο με τίτλο «Περί της καταγωγής του ανθρώπου» (1871) προσέθεσε στις ήδη υπάρχουσες θεωρίες το μηχανισμό της φυσικής επιλογής, ότι δηλαδή στους διάφορους πληθυσμούς των ειδών επιβιώνουν οι πιο ικανοί, αυτοί οι οποίοι αποδεικνύουν τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στις εκάστοτε συνθήκες της ζωής.

Ο 19ος αιώνας, στον οποίο η θεωρία του Δαρβίνου ε8δε το φως της δημοσιότητας, χαρακτηρίζεται από ένα δυνατό ρεύμα αθεΐας στην Δυτική Ευρώπη, προς το πνεύμα της οποίας ταιριάζει απόλυτα η θεωρία αυτή. Διότι θεωρεί και ερμηνεύει τον κόσμο εντελώς αυτόνομα από οποιαδήποτε δημιουργική αρχή, στην ουσία ως αυθυπόστατον. Έτσι εξηγείται και η μεγάλη απήχηση που είχε η θεωρία αυτή στο κλίμα αυτό του 19ου αιώνα: είναι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι η πρώτη έκδοση του έργου «Περί της καταγωγής των ειδών» εξαντλήθηκε την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας!

Ο δυτικός άνθρωπος ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού αναζητούσε την απαλλαγή από κάθε υπερβατική αυθεντία, την οποία είχε ζήσει και γνωρίσει επί αιώνες μέσω του αυταρχισμού του παπισμού με κορυφαία αποτρόπαια έκφραση την Ιερά Εξέταση. Η δίκη του Γαλιλαίου το 1633, το γεγονός ότι αναγκάστηκε να ανακαλέσει τις θέσεις του, σήμανε το θρίαμβο του παπισμού επί της επιστήμης. Τώρα πλέον θα άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση.

Μέσα στα πλαίσια αυτά κατανοείται η αποδοχή της θεωρίας της εξελίξεως ως αντίδραση ενάντια στον Παπικό ολοκληρωτισμό, δεν μπορούμε, όμως, να μην επισημάνουμε ευθύς εξ αρχής, ότι η αντίδραση αυτή, ως αποτέλεσμα συσσωρευμένου αντιπαπικού μένους άφησε να φανεί πολύ καθαρά ότι η επιστημονικοφανής αυτή θεωρία είχε ελάχιστη ή και καθόλου σχέση με την επιστήμη.

Και πράγματι κάθε άλλο από επιστημονικά έγκυρη και θεμελιωμένη ήταν η θεωρία αυτή από την αρχή της εμφάνισής της: Συνήθως μέσα από την έρευνα και τις παρατηρήσεις οδηγείται ο επιστήμονας στη διατύπωση μιας θεωρίας και στη συνέχεια αναζητείται η επιβεβαίωσή της. Εδώ στην περίπτωση του Δαρβίνου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ενώ παρατηρούσε και διαπίστωνε μέσα στην μεγάλη βιοποικιλότητα ζωντανών οργανισμών και απολιθωμάτων την ύπαρξη βασικών ειδών –με αναμφισβήτητες ομοιότητες βέβαια μεταξύ τους– όπως επίσης, ότι αυτά τα βασικά είδη αυτούσια εμφανίζονται στα απολιθώματα, πράγμα που δηλώνει ότι δεν υπάρχουν μεταβατικές μορφές ανάμεσα σ’ αυτά τα είδη, διατύπωνε μια θεωρία ακριβώς αντίθετη με την παρατήρηση αυτή και άρα απόλυτα αντιεπιστημονική: Ισχυρίσθηκε ότι όλα τα είδη της ζωής, που υπήρξαν και υπάρχουν στον πλανήτη μας μέχρι και τον άνθρωπο, εξελίχθηκαν σε διάστημα εκατομμυρίων ετών από ένα κοινό πρόγονο μέσω τυχαίων μεταλλαγών (ή μεταλλάξεων, όπως ονομάζονται σήμερα στη γενετική) και του μηχανισμού της φυσικής επιλογής. Η θεωρία αυτή, για να έχει μια στοιχειώδη επιστημονική βάση, θα έπρεπε να προϋποθέτει στο αρχείο των απολιθωμάτων την ύπαρξη άπειρων μεταβατικών μορφών ανάμεσα στα βασικά είδη, πράγμα όμως που, όπως και ο ίδιος έβλεπε, δεν ισχύει. Επομένως η θεωρία, έτσι όπως διατυπώθηκε, δεν βασίζεται στην επιστημονική παρατήρηση, αλλά έχει μια καθαρά φανταστική, μια ιδεολογική βάση. Αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσια της αθεΐας του 19ου αιώνα και με βασικό όπλο την επιστημονικοφανειά της στοχεύει στην απόρριψη της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου από τον Θεό. Τη θέση του Θεού παίρνει, «καλή τή “ευσεβεί” αθεϊστική πίστει» των εμπνευστών και υποστηρικτών αυτής της θεωρίας, μια αυθύπαρκτη κοσμική πραγματικότητα που κρύβει στην υλική της δομή, στα πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνιά της, τη δυνατότητα ανάπτυξης και εξέλιξης ζωής και νοημοσύνης στην τεράστια αυτή βιοποικιλότητα και τελειότητα που παρατηρούμε. Ειδικά δε τη θέση του σχεδίου του Θεού παίρνει ο παράλογος παράγοντας του τυχαίου και η αρχή της φυσικής επιλογής.

Ήδη μόνο το στοιχείο αυτό, δηλαδή η παντελής έλλειψη στα απολιθώματα μεταβατικών μορφών ανάμεσα στα βασικά είδη αρκεί, ιδίως σήμερα, για την χωρίς περαιτέρω συζήτηση απόρριψη της θεωρίας ως εντελώς ανεδαφικής και παραπλανητικής. Και λέω ιδίως σήμερα, επειδή το αρχείο των απολιθωμάτων μετά από την εντατική έρευνα των παλαιοντολόγων κατά τις δύο τελευταίες εκατονταετίες θεωρείται από τους ειδικούς πλέον ιδιαίτερα πλούσιο (έχουν καταγραφεί σήμερα τουλάχιστον 250.000 απολιθωμένα είδη ανάμεσα στα αμέτρητα δισεκατομμύρια ευρημάτων) και χωρίς ουσιαστικά κενά. Έτσι το επιχείρημα, ότι οι μεταβατικές μορφές μεταξύ των βασικών ειδών δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα, έχει χάσει πλέον κάθε ισχύ.

Ωστόσο, λόγω των πολλών αναθεωρήσεων, προσπαθειών εξαπάτησης αλλά και γενικά εξ αιτίας του μεγάλου όγκου πληροφοριών, που έχει συγκεντρωθεί από εκπροσώπους πολλών επί μέρους επιστημών, στην προσπάθεια στήριξης της θεωρίας, επιβάλλεται να γίνει μια έστω ενδεικτική αναφορά στην ιστορική διαδρομή της θεωρίας μέχρι τις μέρες μας.

Στον γερμανικό χώρο ο ζωολόγος Έρνστ Χέκελ (1834-1919), καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας στο πανεπιστήμιο της Ιένας, έκανε τη θεωρία γνωστή. Ο ίδιος μάλιστα ζητούσε να ενισχύσει τη θεωρία με τον βιογενετικό βασικό νόμο, όπως τον ονόμασε ο ίδιος (σήμερα χρησιμοποιείται στα γερμανικά όχι πια η λέξη «βασικός νόμος» αλλά «βασικός κανόνας», στη δε αγγλική ορολογία έχει περάσει με τον όρο «θεωρία της ανακεφαλαίωσης»).

Σύμφωνα με το «νόμο» αυτό: η οντογένεση ανακεφαλαιώνει τη φυλογένεση, δηλ. η βιολογική ανάπτυξη ενός οργανισμού είναι παράλληλη και συνοψίζει ολόκληρη την εξελικτική ανάπτυξη του είδους. Στις μέρες μας ακόμα και από τους υποστηρικτές της θεωρίας της εξέλιξης η θέση αυτή δεν γίνεται πια αποδεκτή. Άλλωστε προσπάθησε να την θεμελιώσει με παραποίηση εικόνων από την εμβρυακή ανάπτυξη διαφόρων οργανισμών. Τελικά ο ίδιος αναγκάστηκε να παραδεχθεί αυτή την προσπάθεια εξαπάτησης (εφημερίδα: Berliner Volkszeitung της 29.12.1908).

Από τις άλλες απάτες η πιο γνωστή είναι το κρανίο του Piltdown (βρέθηκε το 1911), ένα ανθρώπινο κρανίο 1330 χρόνων περίπου και μια κάτω σιαγόνα πιθήκου 1450 χρόνων, που παρουσιάστηκαν ως όν με μικτά χαρακτηριστικά. Η απάτη αποκαλύφθηκε το 1953.

Από τη δεκαετία του ’40, του προηγούμενου αιώνα, η θεωρία του Δαρβίνου πήρε το όνομα «συνθετική θεωρία της εξέλιξης» ή «νεοδαρβινισμός». Με τη συμβολή διαφόρων επιστημών, όπως η γενετική, η βιολογία πληθυσμών, η ζωολογία, παλαιοντολογία κ.ά. η αρχική θεωρία αναθεωρήθηκε σε κάποια σημεία, ώστε να προσαρμοστεί στα δεδομένα αυτών των επιστημών.

Στη συνθετική αυτή θεωρία συναντούμε συχνά έντονα προβλήματα συνδυασμού και συμφωνίας μεταξύ των επί μέρους επιστημών, όπως επί παραδείγματι μεταξύ παλαιοντολογίας και βιοχημείας ως προς τη συγγένεια των διαφόρων ειδών και τα χρονολογικά δεδομένα του γενεαλογικού τους δένδρου, σε σημείο μάλιστα, που συχνά καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, ότι το βασικό που συνδέει τους επιστήμονες αυτών των διαφορετικών επιστημών είναι η κοινή τους πίστη στην εξέλιξη!

Μετά τα όσα αναπτύξαμε παραπάνω, είναι πραγματικά θλιβερό ότι πολλοί θεολόγοι σήμερα δέχονται να προσαρμόζουν τη βιβλική διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου από το Θεό σε αυτό το ιδεολογικό κατασκεύασμα που αποκαλείται θεωρία της εξέλιξης. Γιατί το κάνουν; Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια ασφυκτική πίεση τόσο στο χώρο της παιδείας όσο και από τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης για την υιοθέτηση αυτής της θεωρίας και την προσαρμογή όλων των άλλων δεδομένων σ’ αυτήν. Είναι όμως εξίσου αλήθεια, ότι αυτή η εξέλιξη δεν έγινε ποτέ. Το μαρτυρούν, όπως είδαμε παραπάνω, αδιάψευστα τα απολιθώματα. Γιατί λοιπόν αυτή η τόσο εύκολη υποχώρηση μπροστά σε μια απάτη; Το γεγονός και μόνο ότι προβάλλεται με κάθε ευκαιρία τόσο δυναμικά και ολοκληρωτικά ώστε να πνίγεται κάθε αντίρρηση, να πνίγεται και εξαφανίζεται τελικά η αλήθεια, θα έπρεπε να υποψιάσει τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο για το γιγαντιαίο μέγεθος αυτής της απάτης. Και όμως! Πολλοί δεν υποψιάζονται.

Οι ίδιοι εκείνοι που αρνούνται στην Εκκλησία κάθε δικαίωμα, να έχει λόγο στα ζητήματα της πολιτικής, εδώ στο θέμα της προέλευσης της ζωής υποστηρίζουν, ότι η Εκκλησία και επομένως η θεολογία δεν είναι αρμόδια να εκφράζει άποψη για το «πως» της προέλευσης της ζωής, για το «πως» της δημιουργίας. Ο χώρος αυτός ανήκει κατά την άποψή τους αποκλειστικά στην επιστήμη! Τα θέματα, για τα οποία μπορεί να αρθρώσει λόγο η θεολογία είναι το «ποιος» και το «γιατί» της δημιουργίας, ερωτήματα που ούτως ή άλλως για τους υποστηρικτές της αθεϊστικής αντίληψης του κόσμου και της ζωής αγγίζουν ζητήματα μυθολογίας.

Πολλοί θεολόγοι αποδέχονται και επικροτούν απόλυτα τη θέση αυτή. Ενώ η Αγία Γραφή στη διήγηση για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου κάνει σαφέστατα λόγο για το «πως» (δημιουργία με το λόγο του Θεού, πλάση του ανθρώπου) και ακόμα και για το «πότε» (εν αρχή, οι μέρες της δημιουργίας), εκείνοι αποδέχονται ότι η θεολογία δεν έχει αρμοδιότητα. Έτσι παραχωρούν το «πως» αποκλειστικά στην επιστήμη, με αποκορύφωση να θεωρούν τη θεωρία της εξέλιξης ως απόλυτα έγκυρη έκφραση της επιστήμης!

Ποιο είναι το αποτέλεσμα της αποδοχής αυτής της απάτης στη «θεολογία» αυτών των «εξελιγμένων» και «εκσυγχρονισμένων» ερμηνευτών της Αγίας Γραφής; Η απόλυτη παραχάραξη της Αγίας Γραφής, η κατάργηση του Θεού και η μετατροπή Του σε είδωλο. Η ακύρωση του λυτρωτικού έργου του Χριστού, αφού αντιστρατεύεται τη ζωή, η αποθέωση ενός αποκτηνωμένου ανθρώπου ως γνήσια έκφραση της αθεϊστικής-δαρβινικής αντίληψης για τη ζωή.

Ποιο συγκεκριμένα: Δεν μπορεί πια να γίνει λόγος για έναν «καλά λίαν» δημιουργημένο κόσμο. Ο Θεός εδώ δημιουργεί την υλική πραγματικότητα του κόσμου, δημιουργεί ίσως και την πρώτη μορφή ζωής, πάντως δεν δημιουργεί το πρώτο ζευγάρι ανθρώπων. Στην πρώτη μορφή ζωής εναποθέτει ως απαραίτητα στοιχεία της εν δυνάμει εξέλιξης και τελειοποίησής της (ο όρος τελειοποίηση επιλέγεται εδώ, επειδή και από αυτούς τους θεολόγους κατά κανόνα δεν αμφισβητείται ότι στον άνθρωπο συναντάμε τη πιο τέλεια εκδήλωση της ζωής) τη φθορά, το θάνατο, τη σήψη, τη σύγκρουση και την επικράτηση των ισχυρότερων οργανισμών, των ικανότερων στην πάλη επιβίωσης. Με τον τρόπο αυτό όλα τα παραπάνω στοιχεία γίνονται πάγια δημιουργικά μέσα του Θεού, τα οποία συμπληρώνονται από την ενεργή παρουσία Του στο τυχαίο στοιχείο της θεωρίας της εξέλιξης. Τη θέση του τυχαίου στοιχείου, δηλαδή, καταλαμβάνει ο ίδιος ο Θεός, με το να κατευθύνει και να επιφέρει τις αλλαγές εκείνες που οδηγούν μέσα από την πάλη επιβίωσης και την ικανότητα προσαρμογής στην τεράστια αυτή βιοποικιλότητα που παρατηρείται σήμερα με κορυφή τον άνθρωπο.

Επομένως ο θάνατος και όλα τα στοιχεία εκείνα που οδηγούν σε αυτόν δεν θεωρούνται πια ως αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου, ως επακόλουθο της προσπάθειας αυτονόμησής του η οποία οδηγεί φυσικά στη διάσπαση της σχέσης του με τον Θεό, που είναι η όντως ζωή. Αντίθετα, κατανοούνται ως προϋπόθεση της ζωής, ως δημιουργικά και άρα απαραίτητα μέσα για την αύξηση και τελειοποίηση της ζωής, για την ανάπτυξη της νοημοσύνης και την πρόοδο τελικά της ανθρωπότητας στον πολιτισμό.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, μια ανθρωπότητα αυτών των προδιαγραφών φυσικά δεν έχει ανάγκη σωτηρίας. Σωτηρία από τι; Μήπως από το θάνατο, τη φθορά, τη σήψη, τον αφανισμό, τη διαμάχη; Αφού όλα αυτά αποτελούν ευεργεσία του Θεού, προφανώς και σήμερα σε ισχύ με στόχο την περαιτέρω τελειοποίηση και προαγωγή της ζωής! Τι το πιο σχιζοφρενικό στο πλαίσιο αυτό της κατανόησης του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου από τη σωτηρία εν Χριστώ; Τι το πιο παράλογο από τη σταυρική θυσία, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού; Άλλωστε, αφού δεν υπάρχει ο πρώτος Αδάμ, πως μπορεί να υπάρξει ο δεύτερος Αδάμ;

Και το ιδανικό του ανθρώπου; Γιατί να εξανθρωπίζεται, να γίνει έστω ηθικός, να αναπτύξει συναισθήματα και σχέσεις; Αφού ο βασικός νόμος που έχει θέσει ο Θεός αυτών των θεολόγων(!) σε όλους αδιάκριτα τους οργανισμούς είναι η τελειοποίηση της ζωής μέσω της επικράτησης των ισχυρότερων, των πιο ικανών στην πάλη επιβίωσης. Γιατί ο άνθρωπος αυτός να μη ζει ακόμα και με τις πιο κτηνώδεις ορέξεις του, αρκεί να χειρίζεται τις καταστάσεις και τους ανθρώπους με εξυπνάδα και να καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες εκείνες που θα εξυπηρετούν τα δικά του συμφέροντα και του εξασφαλίζουν υπεροχή;

Ο «Θεός» αυτών των θεολόγων στην ουσία καταντάει απλό διακοσμητικό στοιχείο, εν τούτοις απαραίτητο, ένα είδωλο για την ικανοποίηση των αναγκών της θρησκευτικής φύσης πολλών ανθρώπων, σαφώς όμως υποδεέστερο και πιο απάνθρωπο από πολλούς θεούς άλλων ειδωλολατρικών θρησκειών.

Φυσικά, οι θεολόγοι προασπιστές της θεωρίας της εξέλιξης δεν υποστηρίζουν ρητά όλα τα παραπάνω, υποστηρίζουν απλά και μόνο την ανάγκη συνταιριάσματος και ερμηνείας της διήγησης της δημιουργίας στην Αγία Γραφή με βάση τα «επιστημονικά» δεδομένα της θεωρίας της εξέλιξης, για να μη βρεθούν οι χριστιανοί εκτός της «επιστημονικής» πραγματικότητας του σύγχρονου κόσμου! Όλα τα παραπάνω όμως αποτελούν την απόλυτα λογική προέκταση των θέσεών τους.

Τελικά ο στόχος των εμπνευστών και υπερασπιστών αυτής της θεωρίας εκπληρώνεται με διπλό τρόπο: Αφ’ ενός οι ίδιοι ωθούν, παραδίδουν και εδραιώνουν τον άνθρωπο στην αθεΐα και αφ’ ετέρου με την βοήθεια των εργολάβων τους, των «χριστιανών θεολόγων», κρημνίζεται εκ των έσω ο χριστιανισμός. Αυτοί οι «εκσυγχρονιστές χριστιανοί θεολόγοι» αντικαθιστούν τον Θεό της Αποκάλυψης με έναν θεό-είδωλο και στερούν από τον άνθρωπο τον Θεάνθρωπο Χριστό.

Όσοι από τους αναγνώστες επιθυμούν περισσότερες πληροφορίες για το θέμα, ας δουν μεταξύ άλλων τα βιβλία Duane T. Gish, «Εξέλιξη; Τα απολιθώματα λένε όχι!», Πρέβεζα 1985, Γιάννη Κωστώφ, «Συμβολή στην τελετή λήξεως της θεωρίας της εξελίξεως», Αθήνα 1988, Αποστολου Χρ. Φράγκου, «Εξέλιξη ή Δημιουργία;», Αθήναι 1991 και την πολύ ενημερωμένη και κατατοπιστική ιστοσελίδα (στα γερμανικά, αγγλικά, ισπάνικά και τσέχικα): http://www.genesisnet.info/

http://zoiforos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=7130:i-theoria-tis-ekselikseos-kai-i-ekseliksi-pollon-theologon-tou-leon-mprangk&catid=239&Itemid=318

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου