Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Περί σωτηρίας

Ὁ Ἀββᾶς Σισσώης, κάποτε, ἐνῶ καθόταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἔπεσε σὲ ἔκσταση, ἔβαλε τὰ χέρια στὸ πρόσωπό του, ἀναστέναζε καὶ ἔκλαιγε.

Καὶ παρακαλοῦσαν αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ νὰ τοὺς πεῖ τὶ ἔχει. 

Αὐτὸς ὅμως σιωποῦσε καὶ ἔκλαιγε.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ πολλά, ἀναγκάστηκε καὶ τοὺς εἶπε: Ἐγὼ εἶδα ὅτι ἥμουν μπροστά, κατὰ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως· καὶ εἶδα πολλοὺς ἀπὸ μᾶς τοὺς μοναχούς, νὰ πηγαίνουν στὴν Κόλαση· καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, νὰ πηγαίνουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Καὶ πενθοῦσε, καὶ δὲν ἤθελε νά βγεῖ ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ κελλί του.

Ἄν δὲ καμιὰ φορά, ἀναγκαζόταν νὰ βγεῖ, σκέπαζε μὲ τὸ κουκούλι του τὸ πρόσωπό του, λέγοντας: Γιατί νὰ δῶ τὸ πρόσκαιρο αὐτὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἀφοῦ δὲν ἔχω κανένα ὄφελος;

(Ἁγιορείτικη Βιβλιοθήκη, Ἔτος ΙΒ΄, 1947)

Μέγα Γεροντικόν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου