Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Εκδοτικοί οίκοι και εκπαιδευτική πολιτική, του Γιώργου Μαυρογιώργου

Γιώργος Μαυρογιώργος
Η υπόθεση της δωρεάν διανομής διδακτικών συγγραμμάτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία που δεν έχει γραφεί. Κατά καιρούς έχουν τεθεί ζητήματα, όπως π.χ. η ακαδημαϊκή ελευθερία των φοιτητών που περιορίζεται στη μελέτη ενός συγγράμματος (κατά τεκμήριο του διδάσκοντος), η γενικευμένη δωρεάν διανομή σε όλους, οι υπερβολές στην κοστολόγηση, η γραφειοκρατία, κ.α.. Η σχετική πολιτική έχει συντελέσει ώστε πολλοί εκδοτικοί οίκοι να αναπτύξουν ειδικό τμήμα πανεπιστημιακών εκδόσεων με πολλούς τίτλους και πολλές επανεκδόσεις, που συχνά παρουσιάζονται ως «βελτιωμένες εκδόσεις». Οι εκδοτικοί οίκοι, ουσιαστικά, δέχονται προτάσεις πανεπιστημιακών για έκδοση βιβλίων των οποίων είναι εξασφαλισμένη η διάθεση. Απευθύνθηκα, κάποτε, σε γνωστό εκδοτικό οίκο για την έκδοση βιβλίων μου και το πρώτο ερώτημα που δέχτηκα ήταν: «Με ποιους συναδέλφους και σε ποια άλλα
πανεπιστημιακά τμήματα θα μπορούσα να εξασφαλίσω τη διανομή»! Ήδη, στο ερώτημα υπάρχει ένας σαφής υπαινιγμός ύπαρξης ή δημιουργίας άτυπου δικτύου διανομής συγγραμμάτων στα πανεπιστήμια.
Αυτή η πολιτική έχει εμπνεύσει πολλούς πανεπιστημιακούς ώστε να είναι οι ίδιοι εκδότες –συχνά ογκωδέστατων-βιβλίων. Αποκαλυπτική, από αυτή την άποψη είναι η έκρηξη παραγωγής βιβλίων στις «Επιστήμες της Αγωγής». Σε αυτό φαίνεται ότι έχουν συμβάλει τόσο η καθιέρωση των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ για την επιλογή εκπαιδευτικών όσο και οι κατατακτήριες εξετάσεις για τα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Είναι γνωστοί στους υποψηφίους οι συγκεκριμένοι «παιδαγωγοί» που έχουν αξιοποιήσει την αυτοχρηματοδότηση της έκδοσης των βιβλίων τους ως μια παράλληλη επιχειρηματική δραστηριότητα. Τους βρίσκει κανείς να δραστηριοποιούνται συχνά σε θέσεις ειδικών συμβούλων, εξεταστών, βαθμολογητών, κ.α. σε διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας. Δεν έχουν ιδιαίτερη ανάγκη ενός εκδότη για την εξασφάλιση της προώθησης και διακίνησης των βιβλίων τους. Είναι οι ίδιοι αποτελεσματικοί διακινητές του «προϊόντος» τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηρισθεί ένα βιβλίο ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα είναι η έγκριση από τη Γενική Συνέλευση του Τμήματος σε συνάρτηση με την ανάθεση διδακτικού έργου στα μέλη του διδακτικού προσωπικού, στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών. Κι εδώ στο όνομα της «ακαδημαϊκής ελευθερίας» του διδάσκοντα, η έγκριση των συγγραμμάτων είναι σχεδόν «τυφλή» και τυπική. Δε γίνεται, δηλαδή, στοιχειώδης ακαδημαϊκός έλεγχος της καταλληλότητας των συγγραμμάτων που διανέμονται δωρεάν στους φοιτητές για τις σπουδές τους. Οι ιστορίες που γράφονται, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η στενή σχέση και συνεργασία εκδοτών και πανεπιστημιακών έχει εξελιχθεί σε θανάσιμο εναγκαλισμό που επηρεάζει δραματικά το είδος βιβλίων που γράφουν πανεπιστημιακοί και μελετούν οι φοιτητές, τη δομή των προγραμμάτων σπουδών, την κατανομή διδακτικού έργου στα εξάμηνα. Με λίγα λόγια, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι οι εκδοτικοί οίκοι, με τη μεσολάβηση συγκεκριμένων διδασκόντων, διαμορφώνουν πολιτική σπουδών στα πανεπιστήμια! Οι εκδοτικοί οίκοι διαμορφώνουν εκπαιδευτική πολιτική.
Φαίνεται ότι το φιλόδοξο ηλεκτρονικό σύστημα έγκρισης και δωρεάν διανομής συγγραμμάτων «Εύδοξος», που ενεργοποιήθηκε με πανηγυρικό τρόπο, για πρώτη φορά το 2011, μάλλον ενισχύει τους παραπάνω ισχυρισμούς μας.

Θα προσπαθήσουμε σε επόμενες συνέχειες να αναφερθούμε παραδειγματικά σε ορισμένες αποκαλυπτικές «βιογραφίες» πανεπιστημιακών διδακτικών συγγραμμάτων. Θα αρχίσουμε με την ιστορία ενός τέτοιου βιβλίου, αναφέροντας τρεις πτυχές του. Με το βιβλίο αυτό έχουμε ασχοληθεί και στο παρελθόν σε αυτή την ιστοσελίδα. Ας τις δούμε, λοιπόν.



Βιβλίο και «πνευματικά δικαιώματα» (1)



Τα βιβλία, οι συγγραφείς και οι εκδότες έχουν τις περιπέτειές τους. Ήδη, αναφερθήκαμε σε ιστορίες αντιγραφής. Παρεμφερείς είναι οι ιστορίες που ξετυλίγονται γύρω από την ένδειξη Copyright © (πνευματικά δικαιώματα) που αναφέρουν τα βιβλία στο εσώφυλλό τους.


Κρατώ ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση (2000) του βιβλίου «Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης», από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», με την ένδειξη «στ΄ έκδοση» (προφανώς ανατύπωση)! Δε γνωρίζουμε εάν η μεγάλη διακίνηση οφείλεται στο γνωστό σύστημα έγκρισης και δωρεάν διάθεσης των λεγόμενων «πανεπιστημιακών συγγραμμάτων». Ως υπόθεση εργασίας, πάντως, στέκει, μια και τα βιβλία που χαρακτηρίζονται και διανέμονται ως πανεπιστημιακά διαθέτουν «κεκτημένη» διακίνηση. Οι υψηλοί δείκτες κυκλοφορίας ενός βιβλίου, πάντως, αποφέρουν σε αυτούς που έχουν τα «πνευματικά δικαιώματα», και ανάλογα υλικά οφέλη.
Όπως διαβάζουμε στον πρόλογο, «ο Οδηγός συντάχτηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού έτους κατά του Ρατσισμού (1997) για (sic) το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης(ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ και ενισχύθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Για να καθοριστούν το περιεχόμενο και η μορφή του οργανώθηκαν από το ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ πολλές συνεδριάσεις, στις οποίες πήραν μέρος εκπαιδευτικοί από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης»(σ.16).


Είναι φανερό ότι πρόκειται για πρόταση που υποβλήθηκε από το ΚΕΜΕΤΕ, με την προβλεπόμενη διαδικασία των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, και που χρηματοδοτήθηκε με κοινοτικά κονδύλια και εθνική συμμετοχή, προκειμένου να εκπονηθεί ο «Οδηγός». Υποθέτουμε ότι στις σχετικές συμβάσεις προβλεπόταν και αμοιβή για τον επιστημονικό υπεύθυνο.


Δεν πρόκειται να αξιολογήσουμε εδώ τη συμβολή του «Οδηγού» στην καταπολέμηση των ρατσιστικών αντιλήψεων. Θα ασχοληθούμε με ορισμένες σημαντικές, κατά τη γνώμη μας, πτυχές, που συνδέουν το «ακαδημαϊκό ήθος», τον ακτιβισμό για την καταπολέμηση του ρατσισμού, τη χρηματοδότηση και τα «πνευματικά δικαιώματα».


Συγγραφέας του βιβλίου, σύμφωνα με το εξώφυλλο, φέρεται να είναι ο πολύ γνωστός, και στην Κύπρο, πανεπιστημιακός Γιώργος Τσιάκαλος, «μα και ακτιβιστής των δρόμων», όπως πληροφορούμαστε από το οπισθόφυλλο άλλου βιβλίου. Ήταν επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος. Μας είναι δυσδιάκριτη η ειδική συμβολή του φερόμενου ως συγγραφέα, πέρα από την εποπτεία του προγράμματος και από τη συγγραφή των πέντε σελίδων προλόγου που υπογράφει. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι είναι ένας Οδηγός «από εκπαιδευτικούς για εκπαιδευτικούς». Τα πνευματικά δικαιώματα, σύμφωνα με το εσώφυλλο, ανήκουν στον εκδοτικό οίκο («Ελληνικά Γράμματα»), τον Γ. Τσιάκαλο και το ΚΕΜΕΤΕ.

Τα ερωτήματα: Ποιος συμπεριέλαβε τον επιστημονικό υπεύθυνο ενός χρηματοδοτούμενου προγράμματος στο Copyright του «Οδηγού» που συντάχθηκε, για λογαριασμό του ΚΕΜΕΤΕ; Πώς είναι δυνατόν ένας «Οδηγός», που συντάχτηκε με τη συμμετοχή πολλών εκπαιδευτικών, να φέρει μόνο το όνομα του; Δε θα μπορούσε να υπάρχει η ένδειξη «επιμέλεια» δίπλα στο όνομά του; Η ΟΛΜΕ μας έχει δώσει ενδιαφέρουσες εκδόσεις, χωρίς να τις εκχωρεί σε άλλους. Ποιος έχει εισπράξει τις όποιες αποζημιώσεις από τα «πνευματικά δικαιώματα», με τις διαδοχικές εκδόσεις, για δέκα χρόνια; Δυσκολευόμαστε να υποθέσουμε ότι έχουμε ιδιοποίηση της εργασίας των εκπαιδευτικών και του ΚΕΜΕΤΕ. Φανταστείτε, οι προδιαγραφές και οδηγίες των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΝΑΠ) που εκπονήθηκαν για λογαριασμό του ΥΠΠ στην Κύπρο να είχαν δημοσιευθεί με συγγραφέα τον πρώην πρόεδρο της ΕΔΑΠ, Γιώργο Τσιάκαλο! Βέβαια, τα ΝΑΠ δεν είναι εύκολο να «βαφτιστούν» πανεπιστημιακά συγγράμματα.



Πώς να προσχωρήσουμε στην υπόθεση της οικειοποίησης, όταν το αντικείμενο είναι ο «ρατσισμός»; Θα ήταν μια έμμεση εκδοχή ιδιότυπης ρατσιστικής πρακτικής. Μας είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι κάποιος που διεκδικεί και αποκτά κοινωνική αναγνώριση με τη σημαία του αγώνα κατά της «φτώχειας», του κοινωνικού αποκλεισμού, των διακρίσεων και του ρατσισμού, δεν προστατεύει αυτή του τη δράση με «ανθρώπινη αξιοπρέπεια», με σεβασμό και αυτοσεβασμό. Τα «πνευματικά δικαιώματα» διεκδικούν κι αυτά σεβασμό και προστασία. Άραγε, το ΚΕΜΕΤΕ και η ΟΛΜΕ ξέρουν καλά την ιστορία του βιβλίου τους;



Όταν το βιβλίο μένει «ορφανό»(2)


Έχουμε γράψει ότι ο «Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης» εκδόθηκε το 2000, από τα «Ελληνικά Γράμματα». Αν και ήταν αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας εκπαιδευτικών και είχε συνταχθεί για λογαριασμό του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, ως συγγραφέας φέρεται ο καθηγητής Γιώργος Τσιάκαλος. Οι εκδοτικοί οίκοι και τα βιβλία έχουν τις «μικρές» τους περιπέτειές που αγαπούν να κρύβονται στα «ψιλά γράμματα» των συμβολαίων. Οι ιστορίες τους γίνονται ενδιαφέρουσες, όταν τα βιβλία μένουν «ορφανά» από εκδότη.
Το 2010, ο εκδοτικός οίκος «Ελληνικά Γράμματα» έκλεισε και το βιβλίο, μετά από δέκα χρόνια, έμεινε ορφανό από εκδότη. Από ο τι φαίνεται, τη φροντίδα του την αναλαμβάνει ο φερόμενος ως συγγραφέας, που ως μοναδικός κληρονόμος «δίνει» το βιβλίο σε νέο εκδοτικό οίκο, το «Επίκεντρο». Στυλοβάτης των νέων εκδόσεων είναι πρώην ιδιοκτήτης των εκδόσεων «Παρατηρητής» που είχε «κηρύξει πτώχευση», με τις γνωστές περιπέτειες των εργαζομένων. Το ορφανό βιβλίο βρήκε «νέο» εκδότη, και κυκλοφόρησε, το 2011, σε «νέα» έκδοση.
Σκέφτηκα πως, όταν ένα βιβλίο παρουσιάζεται ως «νέα» έκδοση, θα έχουμε μια βελτιωμένη εκδοχή. Ήδη, στον επίλογο του 2000, γινόταν η προτροπή πως «Ένας ‘Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης’ μπορεί να παίξει το ρόλο του μόνο στο βαθμό που οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί τον διορθώνουν και τον εμπλουτίζουν»(σ.331). Οι προτροπές αυτές δεν ίσχυαν γι αυτούς που τις έκαναν!
Η έκδοση δεν είναι βελτιωμένη. Ο συντάκτης του προλόγου, Γιώργος Τσιάκαλος, δεν εξηγεί τους λόγους της απλής επανέκδοσης. Ούτε αναφέρει κάτι για την ιστορία του βιβλίου με τον προηγούμενο εκδότη που «έκλεισε»! Κι ο πρόλογος «τεμπέλικος»! Στην αγορά των αναγνωστών του 2011 έχει «ριχτεί» το ίδιο παλαιό βιβλίο του 2000! Οι μόνες αλλαγές στο εξώφυλλο είναι η απόχρωση στο πορτοκαλί χρώμα και ο εκδοτικός οίκος. Στο εσώφυλλο, το βιβλίο αναφέρει νέο επιμελητή έκδοσης και νέο υπεύθυνο σελιδοποίησης! Ήταν απαραίτητοι!
Έχει γίνει αλλαγή στα λεγόμενα «πνευματικά δικαιώματα» και τα «ωφελήματα» από τη διάθεσή του. Εταίροι είναι, πλέον, μόνο το «Επίκεντρο» και ο «Γιώργος Τσιάκαλος». Το ΚΕΜΕΤΕ έχει εξαφανιστεί! Οι εκπαιδευτικοί είχαν αποκλειστεί ήδη απ την πρώτη έκδοση! Μήπως, το ΚΕΜΕΤΕ έχει παραχωρήσει τα δικαιώματα στον επιστημονικό υπεύθυνο, παρόλο που είχε αμειφθεί για την επιστημονική εποπτεία του έργου; Δυσκολευόμαστε να δώσουμε μια απάντηση.
Ίσως, η απάντηση βρίσκεται εδώ: Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι καταχωρημένο στο σύστημα «Εύδοξος» που καθιερώθηκε πρόσφατα ως « μία πρωτοποριακή υπηρεσία για… και για την αποτροπή της καταχρηστικής εκμετάλλευσης των δημόσιων πόρων». Το βιβλίο διανέμεται στο μάθημα (Α05) «Αντιρατσιστική, αντισεξιστική και διαπολιτισμική εκπαίδευση». Πρόκειται για το μάθημα που διδάσκει χρόνια, όταν διδάσκει, ο φερόμενος ως συγγραφέας.

Εδώ προκύπτουν άλλα ερωτήματα: Μήπως για να εγκριθεί ως πανεπιστημιακό, το συγκεκριμένο βιβλίο έπρεπε να φέρει ως συγγραφέα πανεπιστημιακό; Το περιεχόμενο και η μορφή του δεν ανταποκρίνονται σε θεμελιώδη κριτήρια πανεπιστημιακού συγγράμματος. Διαβάζουμε στον πρόλογο πως «είναι ένα βιβλίο χωρίς βιβλιογραφικές παραπομπές και δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες γνώσεις για την κατανόησή του»! Στον επίλογο επαναλαμβάνεται ότι το βιβλίο « συνειδητά δεν υποστηρίζεται με αναφορές στην εξειδικευμένη επιστημονική βιβλιογραφία». Μα, καλά, αν για τους εκπαιδευτικούς της πράξης είναι χρήσιμο, είναι κατάλληλο για «σπουδή»; Πόσο έχει κοστίσει η «δωρεάν» διανομή του, πάνω από δέκα χρόνια, τώρα;
Πολλά από τα «παιδαγωγικά» βιβλία των εκδόσεων «Επίκεντρο» φιγουράρουν δίπλα σe μαθήματα του Προγράμματος Σπουδών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ! Πολλά, χωρίς συνάφεια. Είναι συγκινητική αυτή η συνδρομή στον συντοπίτη εκδοτικό οίκο. Πολλοί διδάσκοντες ή διδάκτορες του Τμήματος έχουν εκδώσει τα βιβλία σ αυτόν. Είναι, όντως, ενδιαφέρουσα η στενή συνεργασία και σχέση Εκδοτών και Πανεπιστημιακών. Ο θανάσιμος εναγκαλισμός τους, ίσως συντελεί στην ακύρωση σπουδών και σε βιογραφίες βιβλίων σαν αυτή που παρουσιάσαμε.



Όταν το βιβλίο το γράφουν εκπαιδευτικοί (3)


Διαθέτουμε πολλά και αξιόλογα βιβλία που έχουν γραφεί από εκπαιδευτικούς είτε συλλογικά είτε ατομικά. Αναφέρονται ως συγγραφείς με τα ονόματά τους. Το βιβλίο «Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης» είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Όπως διαβάζουμε, για τους συντελεστές του βιβλίου, «Όλοι και όλες είναι εκπαιδευτικοί που ασχολούνται με θέματα αντιρατσιστικής εκπαίδευσης και έχουν συλλέξει πολλές εμπειρίες-θετικές και αρνητικές. Αυτές τις εμπειρίες έφεραν στις συνεδριάσεις, μαζί με άφθονο διδακτικό υλικό και πολλά σχέδια μαθημάτων τα οποία είχαν εφαρμόσει στις τάξεις τους… Για το λόγο αυτό το παρόν βιβλίο είναι ένας οδηγός αντιρατσιστικής εκπαίδευσης ‘από εκπαιδευτικούς για εκπαιδευτικούς’»! Δε μπορούσε να απουσιάζει η μόνιμη και για πάρα πολλά χρόνια «πιστή» και στενή συνεργάτιδα του καθηγητή (συμμετείχε και στα αναλυτικά προγράμματα της Κύπρου), καθηγήτρια Δήμητρα Κογκίδου.

«Εμείς οι εκπαιδευτικοί»
Αυτός είναι ο τίτλος ενός προβληματικού προλόγου που τον υπογράφει ο καθηγητής Γ. Τσιάκαλος. Πρόκειται για μια συμπεριληπτική διατύπωση που υπαινίσσεται ότι οι εκπαιδευτικοί, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, τις σπουδές τους, τη βαθμίδα, τα χρόνια υπηρεσίας, τη θέση στη διοικητική ιεραρχία, το φύλο, την ταξική θέση και τοποθέτηση, συγκροτούν ένα ομοιογενές κοινωνικό σώμα εργαζομένων! «Εμείς, οι εκπαιδευτικοί, ζούμε συμπυκνωμένες όλες τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις και τα παράδοξα αυτού του κόσμου. Ολόκληρου του κόσμου(…) Ζούμε έντονα τα προβλήματα όλου του κόσμου και από πολύ νωρίς αισθανόμαστε τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές…». Αναλογιστείτε το βάρος των ευθυνών που έχουν οι εκπαιδευτικοί ως σώμα εργαζομένων για να ζουν «έντονα» «όλες» τις αντιφάσεις «όλου» του κόσμου!
Γίνεται αντιληπτό ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί είναι εξαιρετικά ιδεαλιστικοί και αυθαίρετοι για να τους δεχτούμε ως αφετηριακές παραδοχές ενός τέτοιου «Οδηγού». Είναι εξαιρετικά απλοϊκός ο ισχυρισμός ότι από τους εκπαιδευτικούς εξαρτάται ο ρόλος του σχολείου στην πορεία της ανθρωπότητας! Αποσιωπώνται όλες οι παράμετροι που συναρτώνται με το σχολείο ως κρατικό ιδεολογικό μηχανισμό. Είναι πρωτοφανής ο ισχυρισμός ότι το «σχολείο είναι χώρος επίλυσης(sic) των δύσκολων προβλημάτων της ανθρωπότητας».

Είναι επιεικώς αφελές να θεωρείται ότι απαραίτητες συνθήκες για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό είναι, κυρίως, «Η ικανότητα των εκπαιδευτικών να αντιλαμβάνονται έγκαιρα το μέγεθος των κοινωνικών προβλημάτων» και η «ύπαρξη κατάλληλης διδακτικής τεχνογνωσίας» για τους εκπαιδευτικούς.

Τόσο απλή υπόθεση θεωρείται η ανάδειξη του σχολείου ως πεδίου καταπολέμησης του ρατσισμού! Αυτές οι εκτιμήσεις και οι απόψεις δε θα είχαν μεγάλη σημασία, εάν επρόκειτο για ισχυρισμούς που διατυπώνονται από έναν οποιονδήποτε συγγραφέα. Οι παραπάνω απόψεις αποτέλεσαν το πλαίσιο αρχών για τις εργασίες που έγιναν, με την επιστημονική εποπτεία του Γ. Τσιάκαλου, στο ΚΕΜΕΤΕ με τους εκπαιδευτικούς, για τη σύνταξη του «Οδηγού».



«Εμείς οι εκπαιδευτικοί»


Αυτός είναι ο τίτλος ενός προβληματικού προλόγου που τον υπογράφει ο καθηγητής Γ. Τσιάκαλος. Πρόκειται για μια συμπεριληπτική διατύπωση που υπαινίσσεται ότι οι εκπαιδευτικοί, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, τις σπουδές τους, τη βαθμίδα, τα χρόνια υπηρεσίας, τη θέση στη διοικητική ιεραρχία, το φύλο, την ταξική θέση και τοποθέτηση, συγκροτούν ένα ομοιογενές κοινωνικό σώμα εργαζομένων! «Εμείς, οι εκπαιδευτικοί, ζούμε συμπυκνωμένες όλες τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις και τα παράδοξα αυτού του κόσμου. Ολόκληρου του κόσμου(…) Ζούμε έντονα τα προβλήματα όλου του κόσμου και από πολύ νωρίς αισθανόμαστε τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές…». Αναλογιστείτε το βάρος των ευθυνών που έχουν οι εκπαιδευτικοί ως σώμα εργαζομένων για να ζουν «έντονα» «όλες» τις αντιφάσεις «όλου» του κόσμου!
Γίνεται αντιληπτό ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί είναι εξαιρετικά ιδεαλιστικοί και αυθαίρετοι για να τους δεχτούμε ως αφετηριακές παραδοχές ενός τέτοιου «Οδηγού». Είναι εξαιρετικά απλοϊκός ο ισχυρισμός ότι από τους εκπαιδευτικούς εξαρτάται ο ρόλος του σχολείου στην πορεία της ανθρωπότητας! Αποσιωπώνται όλες οι παράμετροι που συναρτώνται με το σχολείο ως κρατικό ιδεολογικό μηχανισμό. Είναι πρωτοφανής ο ισχυρισμός ότι το «σχολείο είναι χώρος επίλυσης(sic) των δύσκολων προβλημάτων της ανθρωπότητας».

Είναι επιεικώς αφελές να θεωρείται ότι απαραίτητες συνθήκες για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό είναι, κυρίως, «Η ικανότητα των εκπαιδευτικών να αντιλαμβάνονται έγκαιρα το μέγεθος των κοινωνικών προβλημάτων» και η «ύπαρξη κατάλληλης διδακτικής τεχνογνωσίας» για τους εκπαιδευτικούς.

Τόσο απλή υπόθεση θεωρείται η ανάδειξη του σχολείου ως πεδίου καταπολέμησης του ρατσισμού! Αυτές οι εκτιμήσεις και οι απόψεις δε θα είχαν μεγάλη σημασία, εάν επρόκειτο για ισχυρισμούς που διατυπώνονται από έναν οποιονδήποτε συγγραφέα. Οι παραπάνω απόψεις αποτέλεσαν το πλαίσιο αρχών για τις εργασίες που έγιναν, με την επιστημονική εποπτεία του Γ. Τσιάκαλου, στο ΚΕΜΕΤΕ με τους εκπαιδευτικούς, για τη σύνταξη του «Οδηγού».



Αλλά, πού είναι οι εκπαιδευτικοί;


Αν και το έργο προβάλλεται συστηματικά ως αποτέλεσμα συλλογικής συνεργασίας, τα ονόματα των εκπαιδευτικών δεν αναφέρονται στις επιμέρους ενότητες με τις συγκεκριμένες προτάσεις που έχουν καταθέσει οι ίδιοι. Το βιβλίο φέρει ως ως μοναδικό συγγραφέα τον καθηγητή Γιώργο Τσιάκαλο. Τα ονόματα των εκπαιδευτικών μνημονεύονται απλώς στον πρόλογο, χωρίς να εξειδικεύεται η συμβολή τους. Απουσιάζει και η μνεία της συμβολής του επιστημονικού και ερευνητικού οργάνου της ΟΛΜΕ, του ΚΕΜΕΤΕ.
Είναι αλήθεια ότι έχουμε μπερδευτεί! Το έργο των εκπαιδευτικών δεν αναγνωρίζεται! Ο «ακτιβιστής των δρόμων», σε βιβλίο του γράφει ότι τον «συγκινεί η πράξη της παρρησίας», η «διακήρυξη της αλήθειας», ο «αντίλογος στους ισχυρούς», η «αντιπαράθεση με την άποψη και την ισχύ των πολλών».

Πώς είναι δυνατόν ένα βιβλίο που το γράφουν εκπαιδευτικοί να μην αναφέρει τα ονόματά τους και την ιδιαίτερη/συγκεκριμένη συμβολή τους. Πρόκειται για στοιχειώδη αρχή που διέπει την προστασία των «πνευματικών δικαιωμάτων». Έτσι, όπως είναι το βιβλίο, οι εκπαιδευτικοί δε μπορούν να το επικαλεστούν ως πόνημά τους! Μήπως και σ αυτή την ιστορία μπορούν να συνδράμουν το ΚΕΜΕΤΕ και η ΟΛΜΕ;

http://www.alfavita.gr/artro.php?id=66047

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου