Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Μωρό μου...

Νίκος Γ. Ξυδάκης
Είχα καιρό να συγχρωτισθώ επί μέρες με το σινάφι των καλλιτεχνών και των κριτικοθεωρητικών, σινάφι καταγωγικό και αγαπημένο μου. Πέρασα δυόμισι μέρες συγχρωτισμού, στο φιλόξενο Μέτσοβο, και μισή μέρα στα Γιάννενα, και τις χάρηκα εκτάκτως· και διότι επανασυνδέθηκα με τη φυλή και με φίλους, αλλά και διότι αντάμωσα μερικά μωρά που με πυροδότησαν απρόσμενα. Ναι, μωρά.
Στα καμπόσα χρόνια που περνώ από καλλιτεχνικούς κύκλους, ελάχιστα ή καθόλου θυμάμαι να περιέχονται μωρά στις παρέες. Οι καλλιτέχνες και οι κιουρέιτορ διασχίζουν μουσεία και εκθέσεις, συνέδρια και δείπνα, ντυμένοι uniform στα μαύρα, με παράξενα κουρέματα ενίοτε, κουλ και style conscious πάντα, ψιλοσυμφωνούν δημοσίως και ψιλοθάβονται ιδιωτικώς, τα έργα παρελαύνουν, κι η ζωή κυλά από έκθεση σε έκθεση. Μόνοι, επιβιωτές, χωρίς βάρη.
Σε αυτό τον κόσμο αισθητών, σνομπ, νομάδων και καιροσκόπων του στυλ, προκαλεί έκπληξη, σχεδόν σοκ, η παρουσία μιας «κανονικής» οικογένειας, μάλιστα με μωρό: μπαμπάς και μαμά με τυπική μεσοαστική αμφίεση, με μωράκι στην αγκαλιά ή στο καρότσι, με μπιμπερά και κουδουνίστρες, με πορτ μπεμπέ στο αυτοκίνητο.

Ε, το ένιωσα αυτό το γλυκό σοκ. Βέβαια, ήμουν κάπως προετοιμασμένος, είχα προορισμό, να δω τα δίδυμα νεογνά ανιψάκια μετά τα καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά η μωρουδίλα με αγκάλιασε από πολύ νωρίς. Μες στο καταπράσινο δροσερό Μέτσοβο, αντίκρισα καταρχάς ένα αγοράκι ποδαρωμένο, με μαλλί αχινό και σκάνταλο βλέμμα να κουβαλιέται για ύπνο μεσημεριανό, ξέπνοο απ’ το παιχνίδι.
Δεν είχα αντιληφθεί ακόμη ότι ο Ορέστης ήταν οιωνός. Η παρέα ήταν από σαράντα-φεύγα και άνω, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η δεύτερη συνάντηση ήλθε το βράδυ, με τη μορφή μιας έξαλλα γοητευτικής Αθηνάς, οκτώ μηνών.
Ντυμένη πράσινα φωτεινά, με μαύρο σγουρό στέμμα, απαστράπτοντα μάτια, αεικίνητη σαν φιδάκι μες στις αγκαλιές, η γόησσα αρπάζει μύτες, χέρια, κεφάλια, υποδέχεται χάδια και βλέμματα, συγκεντρώνει ακαταμάχητη την προσοχή όλων και τον θαυμασμό πολλών.
Είναι η ζωή· ακαταμάχητη, φουριόζα, απρόβλεπτη και χαοτική. Καλότυχε ερωτευμένε μπαμπά, καλότυχη υπερήφανη μαμά, η ευλογία του μωρού σάς τυλίγει τώρα.
Η Αθηνά με είχε στείλει στην όχι και τόσο μακρινή επικράτεια των δικών μας μωρών, στην αίσθηση της θερμής πατουσίτσας που πιέζει βελούδινα τα πλευρά, του μωρού που μοσχοανασαίνει κουβάρι στον ύπνο με νοτισμένα τσουλούφια, του μωρού που μισοχαμογελά στο όνειρό του. Δεν ήθελα και πολύ.
Το άλλο βράδυ με βρήκε ο Κωστής, μπέμπαρος πέντε μηνών φρεσκοβαπτισμένος, ρωμαλέος και ζωηρός σαν τ’ όνομά του, με χαμόγελο φεγγάρι, σε διαρκή πάλη με την αγκαλιά, τα τραπεζομάντιλα και τις πετσέτες. Η λίμνη ρίπιζε δροσιά, η κουβέντα αρθρώθηκε αυτόματα γύρω από το μωρό που αλλάζει γυναίκες και άνδρες στα τριάντα-κάτι, στα σαράντα-κάτι· πέφτει σαν βεγγαλικό και διακόπτει ανωριμότητες και εφηβείες εν παρατάσει, μας θέτει ενώπιον του θαύματος και ενώπιον του πέρατος, ξάφνου σκεφτόμαστε αλλιώς τους γονείς μας, είμαστε ενδιάμεση γενιά, νιώθουμε γονείς - παράξενο...
Μα είναι παραξενιά η τεκνοποιία; Ή τόσο αποξεχαστήκαμε μοναχοδαρμένοι μες στον εγωτισμό, που χάσαμε και τα χλωρά του βίου μαζί με τα ξερά; Αφήσαμε πίσω τα δύσκολα: το μοίρασμα, την ευθύνη του άλλου, μικρού ή μεγάλου, το βάρος της συμβίωσης, το κουβάλημα του γήρατος μαζί με την άντληση της νιότης. Μα έτσι αφήνουμε και την ενηλικίωση, την ωριμότητα, και το ξανάνιωμα που χαρίζει το μωρό, και τη χαρά που χαρίζει το παιδί τουλάχιστον ίση με την ευθύνη του. Αφήνουμε ημιτελή την υλικότητά μας, με τόση αποστείρωση αισθημάτων, με τόσο «ενήλικο» εγωισμό.
Η τελευταία ημέρα ανήκε δικαιωματικά στα δίδυμα. Τα νεογνά δεν μου έγνεφαν, ρουφούσαν ύπνο και γάλα, για να συμπληρώσουν ημέρες και βάρος. Κι όμως, παντοδύναμα, ανέδιδαν την πασίγνωστη μωρουδίλα, αύρα τα τύλιγε, καθώς κοιμόντουσαν με τις γροθιές μισόκλειστες, και αναδεύονταν μες στον ελαφρό ύπνο, και χαμογελούσαν στον άγγελό τους.
Πρόσωπο με πρόσωπο, αυτός και αυτή, αντικρίζονται, και τα θαμπά ματάκια τους βλέπουν αχνά το δίδυμο αδέρφι. Τι βλέπουν; τι ακούνε; τι νιώθουν; Πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε. Ριγούν στο άγγιγμα του χλιαρού νερού, κουνάνε πόδια-χέρια, μας εγκαρδιώνουν. Η ζωή έχει αυτό το νόημα: το νόημά τους. Μωρό μου...
πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, της Κυριακής 9 Ιουλίου 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου