Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Η Κοινωνική και πολιτιστική δράση της εκκλησίας την περίοδο 1453 – 1821

του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μανουσάκη

«Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (1453) ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (1821)»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ιστορική συνέχεια του Γένους, κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας 1453-1821, θα συνδεθεί με τη ζωή της Εκκλησίας. Η άλλοτε κραταιή Βυζαντινή Αυτοκρατορία/Ρωμανία, θα βρεθεί πολιτικά ακέφαλη υπό την κυριαρχία ενός αλλόπιστου δυνάστη. Ο μόνος θεσμός που έμεινε ζωντανός μετά την Οθωμανική κατάκτηση, έστω κι αν ολόκληρη η λειτουργία της άλλαξε, ήταν η Εκκλησία. Σ’ εκείνους τους, από κάθε άποψη «σκοτεινούς αιώνες», θα αναλάβει την ευθύνη της πολιτικής και πνευματικής επιβίωσης του Γένους. Οι αποφάσεις, οι ενέργειες, οι παραλείψεις και τα λάθη της θα έχουν, πλέον, άμεσο αντίκτυπο στο Γένος των Ρωμηών. Μόνο που αυτές οι αποφάσεις δε λαμβάνονται σε καθεστώς ελευθερίας, αλλά πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του Οθωμανού κατακτητή.

Ένας δεύτερος παράγοντας, που δεν πρέπει να αγνοηθεί κατά κανένα τρόπο, είναι η Δυτική χριστιανοσύνη και οι πολιτικές επιδιώξεις των Ευρωπαϊκών κρατών. Η Δύση, είτε άμεσα, είτε έμμεσα θα επηρεάσει τις εξελίξεις, αλλά και τη στάση της Εκκλησίας όλο αυτό το διάστημα.

Με την παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε, εντός των περιορισμένων πλαισίων και σε αδρές γραμμές, να αναφερθούμε: α) στο νέο ρόλο που ανέλαβε το Πατριαρχείο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την Άλωση της Κων/πολης το 1453 από τους Οθωμανούς και β) στην κοινωνική και πολιτιστική προσφορά της Εκκλησίας κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας 1453-1821.

Α΄ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΟ 1453

Ι. Ο νέος ρόλος της Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριάρχη

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 σήμαινε την επικυριαρχία τους πάνω στους Έλληνες και την τυπική νομιμοποίησή τους στην εξουσία, ενώ για τους Ορθόδοξους λαούς και κυρίως τους Έλληνες, την αρχή μιας μακραίωνης και σκοτεινής φάσης της ιστορίας τους[1]. Η Αυτοκρατορία, ακέφαλη πολιτικά, θα στηριχτεί για τους επόμενους αιώνες στον μοναδικό πια θεσμό που της απέμεινε, την Εκκλησία. Ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) Β΄ ο Πορθητής θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ακολουθώντας πιστά το μουσουλμανικό ιερό νόμο (σεράτ), αλλά και λόγω της προσωπικότητάς του, θα σεβαστεί τη θρησκεία των υπόδουλων και θα της δώσει περιορισμένη αυτονομία. Με δικές του ενέργειες θα πληρωθεί ο χηρεύων από το 1450/1 Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος με το Γεννάδιο (Γεώργιο) Σχολάριο στις 6/1/1454[2].

Η απέραντη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα πολυεθνικό και πολυφυλετικό κράτος. Βάση της πολιτικής οργάνωσης δεν αποτελούσε η εθνικότητα, αλλά το θρήσκευμα, η θρησκευτική εθνότητα (μιλλέτι)[3]. Η ισλαμική θρησκεία, σύμφωνα με τις επιταγές του ιδρυτή της, επιδείκνυε σχετική θρησκευτική ανοχή στους «λαούς των Γραφών» Ιουδαίους και Χριστιανούς (Αβρααμιτική προέλευση), αν αυτοί παρέμεναν φόρου υποτελείς στο μουσουλμανικό κράτος. Αυτή η πρακτική είχε εφαρμοστεί από τον ίδιο τον Προφήτη και συνεχίστηκε από τους Άραβες και αργότερα από τους Σελτζούκους. Αναγνωρισμένα ήταν 4 μιλλέτια :Τούρκοι, Ρωμηοί, Αρμένιοι καιΕβραίοι. Κάθε θρησκευτική εθνότητα ήταν αυτόνομη, με δικό της πνευματικό αρχηγό, θρησκευτικούς κανόνες και τρόπο διαχείρισης. Ανώτατος αρχηγός και των τεσσάρων μιλλετίων ήταν ο Σουλτάνος. Όλοι οι Ορθόδοξοι λαοί της υποδουλωμένης αυτοκρατορίας θα αποτελέσουν το «ρουμ-μιλλέτι»[4]. «Ρουμ» είναι η τουρκική ονομασία τωνΡωμαίων/Ρωμηών των πολιτών της Ρωμανίας, όπως ονομάζονταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα τη Νέα-Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη. Το όνομα Ρωμαίος/Ρωμηός, ιδιαίτερα μετά την οθωμανική κατάκτηση, θα λάβει και θρησκευτικό χαρακτήρα και θα ταυτιστεί με το Ορθόδοξος.

Ο Πατριάρχης Γεννάδιος θα ανακηρυχθεί σε πρώτο μιλλέτ-μπασί, σε Γενάρχη των Ρωμαίων, ανώτατη γι’ αυτούς πολιτική και θρησκευτική αρχή[5]. Ήταν μετά το Σουλτάνο ο ανώτερος αξιωματούχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Οικ. Πατριαρχείο θα αναλάβει την πολιτική και πνευματική καθοδήγηση των υπόδουλων ορθόδοξων λαών ως οργανωμένης κοινωνίας μέσα από το θεσμό της Εθναρχίας. Με τον όρο «Εθναρχία» δεν εννοείται η αρχή ενός συγκεκριμένου έθνους, αλλά το σύνολο των υπόδουλων ορθόδοξων λαών, υπό την ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας. Ο χαρακτήρας της εθναρχικής δικαιοδοσίας του Οικ. Πατριαρχείου ήταν υπερεθνικός, αφού η δικαιοδοσία του εκτεινόταν και στις Εκκλησίες που βρίσκονταν εκτός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[6].

Η παραχώρηση Εκκλησιαστικών και Πολιτικών προνομίων στην Εθναρχούσα Εκκλησία, σύμφωνα με την ισλαμική νομοθεσία, θα προσδιορίσουν την εσωτερική οργάνωση της Εθναρχίας και τη σχέση της με την Υψηλή Πύλη[7]. Τα προνόμια προφύλαξαν θρησκευτικά και πολιτικά το Ορθόδοξο μιλλέτι, τόσο από εσωτερικούς, όσο και από εξωτερικούς κινδύνους. Παράλληλα, όμως, απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των οθωμανικών συμφερόντων, διότι έτσι δημιουργήθηκε μια Αρχή άμεσα υπεύθυνη για την υποταγή και τη νομιμοφροσύνη των Ρωμηών απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Οικ. Πατριάρχης αναπλήρωνε στη συνείδηση του Γένους, ως ένα βαθμό, το βυζαντινό αυτοκράτορα αναλαμβάνοντας, πλέον, και κοσμικές αρμοδιότητες[8]. Ο διπλός ρόλος, του εγγυητή της νομιμοφροσύνης των Ρωμηών και του μεσάζοντα μεταξύ αυτών και του Σουλτάνου, θα αποδειχθεί, όχι μόνο επικίνδυνος, αλλά και συχνά τραγικός[9]. Επίσης, τα προνόμια, παρά την εξωτερική τους λάμψη, αναλόγως της προσωπικότητας του Σουλτάνου, των επιδιώξεων της Υψηλής Πύλης και των διαθέσεων του κάθε Τούρκου τοπικού αξιωματούχου, θα μετατραπούν σε «κίβδηλο νόμισμα»[10].

Β΄: Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1453-1821

Ι. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στον Οθωμανό κατακτητή

Το πρόβλημα της συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμανικού Κράτους δεν ήταν άγνωστο πριν από την Άλωση της Κων/πολης το 1453.[11] Τώρα, όμως, μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας και την οριστική κατάλυση της Ρωμανίας/ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ζήτημα απέκτησε δραματική διάσταση. Εξαρχής διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: α) της αναγκαστικής συνύπαρξης, και β) της δυναμικής αντίστασης. Την πρώτη εκπροσωπούσαν οιαντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, τη δεύτερη οι ενωτικοί, που στην ευρύτερη πολιτική τους τοποθέτηση ήτανφιλοδυτικοί[12].

Η στάση των αντιδυτικών/ανθενωτικών δε βασιζόταν σε κάποια ιδεοληψία, ούτε ήταν ατεκμηρίωτη. Στηριζόταν σε πολύ καλή γνώση της Δύσης και των μόνιμων διαθέσεων της Παπικής και Φραγκικής εξουσίας για εκκλησιαστική και πολιτική επικυριαρχία[13]. Η Εθναρχούσα Εκκλησία βρέθηκε στη δύσκολη θέση να διαχειριστεί ένα αμιγώς πολιτικό πρόβλημα. Αποστολή της Εκκλησίας ήταν (και είναι) η περιφρούρηση της Ορθοδοξίας, η ψυχική σωτηρία των πιστών της και εκείνη τη δύσκολη εποχή η διαφύλαξη της ζωής των υπόδουλων Ρωμηών, είτε από τις ωμότητες και αγριότητες του κατακτητή, πολύ δε περισσότερο από τις θανατώσεις και τις εκτελέσεις. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την Άλωση ήταν εξαιρετικά δυσμενείς και το Πατριαρχείο βρισκόταν υπό την άγρυπνη επιτήρηση ενός «αλλόθρησκου και πολιτιστικά κατώτερου δυνάστη»[14].Το Οικ. Πατριαρχείο έπρεπε να φαίνεται άψογο, διότι κάθε δυναμική αντίσταση που θα κατέληγε σε αποτυχία και καταστροφή θα καταλογιζόταν εναντίον του, θα έκανε τον κατακτητή περισσότερο βίαιο και αδιάλλακτο και θα αφαιρούσε και εκείνα τα λίγα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Ρωμηούς[15]. Δεν είναι λίγες οι φορές που η διαρκής καχυποψία της Πύλης οδήγησε σε εκτελέσεις πατριαρχών και μητροπολιτών, 101 στη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[16].Η Εκκλησία ακολούθησε την πολιτική του κατευνασμού και της βραχυπρόθεσμηςαναγκαστικής συνύπαρξης με τον κατακτητή, που εγκαινίασε ο Πατριάρχης Γεννάδιος το 1454[17]. Η στάση της Εκκλησίας είχε πολιτικά και θεολογικά επιχειρήματα. Πολιτικά, διότι από τη μια μεριά η Αυτοκρατορία ακέφαλη και αποδυναμωμένη δεν είχε τη δυνατότητα να αντιπαλέψει τον κατακτητή και από την άλλη, να περισώσει ό,τι μπορούσε από τις δυνάμεις του Γένους για μια εν ευθέτω χρόνω επανάσταση. Σοβαρή, εξάλλου, εναλλακτική λύση για την αποτίναξη του ζυγού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν υπήρξε πριν από τα μέσα ή τα τέλη του 18ου αι.[18] Πίστευε, επίσης, ότι η πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ερχόταν με την εσωτερική διάβρωση, την αθόρυβη μεταλλαγή και τη βαθμιαία υποκατάσταση των Οθωμανών από Έλληνες στη διακυβέρνηση και εν τέλει στη δημιουργία μιας Ρωμαίικης-χριστιανικής αυτοκρατορίας.[19]Θεολογικά δε, η στάση της Εκκλησίας στηριζόταν στα αγιογραφικά κείμενα: Ρωμ.13,1-2 «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω· ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. Ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν· οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται» και Πραξ.5,29 «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που η Εκκλησία βρίσκονταν διωκόμενη, πάντα έτοιμη να αντιμετωπίσει το μαρτύριο από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονταν. Πρέπει, να σημειωθεί εδώ και το εξής: για τον άνθρωπο εκείνης της εποχής το μείζον ζήτημα ήταν το θρησκευτικό ιδεώδες. Εφόσον, η αποστολή της Εκκλησίας για την ποιμαντική φροντίδα των πιστών της δεν εμποδιζόταν από την Οθωμανική αυτοκρατορία με την παραχώρηση προνομίων που της είχαν δοθεί, δεχόταν την αναγκαστική συνύπαρξη και υποταγή. Σε καμιά περίπτωση, όμως, η στάση της επίσημης Εκκλησίας -εκτός ελαχίστων περιπτώσεων- δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως δουλοφροσύνη, εθελοδουλία και τουρκοφιλία[20].Για την Εκκλησία, εκείνο που θεωρείται έκπτωση και πτώση από τις πατροπαράδοτες αξίες και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη είναι η ταύτιση καθοιονδήποτε τρόπο με το τυραννικό καθεστώς και όχι η επιβαλλόμενη συνύπαρξη μαζί του[21].

Η εξέλιξη των γεγονότων, δυστυχώς, δικαίωσαν τη στάση της Εκκλησίας. Η πεποίθηση των ενωτικών/φιλοδυτικών, λόγιων, βυζαντινών αρχόντων, ουμανιστών, κληρικών και λαϊκών που κατέφυγαν στη Δύση και μερίδας του λαού, ότι η απελευθέρωση του Γένους θα έρχονταν από τις Δυτικές χριστιανικές Δυνάμεις, αποδείχθηκε χίμαιρα. Δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν να καταλάβουν, «ότι τίποτε δεν αντιπαθούσαν περισσότερο οι απόγονοι των Φράγκων από την ιδέα ανασύστασης της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας»[22].Το ζήτημα της ευρωπαϊκής βοήθειας καταποντίστηκε στις συμπληγάδες ιδιοτελών σκοπών, αντιτιθέμενων συμφερόντων των κρατών της Δυτικής Ευρώπης, στην προώθηση εμπορικών συμφωνιών και πολιτικών συμμαχιών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτές οι εξελίξεις έστρεψαν τελικά το Έθνος στις δικές του δυνάμεις[23].

ΙΙ. Η συμμετοχή της Εκκλησίας στον απελευθερωτικό αγώνα

Έστω κι αν το Οικ. Πατριαρχείο δεν μπορούσε απροκάλυπτα να υποστηρίξει επαναστατικά κινήματα, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις Αρχιερέων και Πατριαρχών που ευνόησαν ή και συνεργάστηκαν σε επαναστάσεις. Ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα 1565-1620, που συμπίπτει με το καθολικό κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης, μια εποχή γενικότερης κινητικότητας στην Ευρώπη για να αντιμετωπιστεί ο πλήρης Οθωμανικός έλεγχος σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η επιρροή της Δύσης σε τέτοιου είδους κινήματα είναι προφανής. Οι Ιεράρχες που αναμίχθηκαν σ’ αυτές τις επαναστατικές κινήσεις, είτε ποίμαιναν επαρχίες με ιστορικούς δεσμούς με τη Βενετία, είτε επηρεάζονταν ιδεολογικά από τη Δύση. Κι αυτές οι προσπάθειες θα μείνουν ατελέσφορες, γιατί σε λίγο θα ξεσπούσε ο Τριακονταετής πόλεμος 1618-1648 και θα εντείνονταν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών της Ευρώπης. Ο Κύριλλος Λούκαρις, χαρακτηριστικά, θα στραφεί προς τη Ρωσία και η ομόδοξη δύναμη θα αποτελέσει πλέον την ελπίδα για την απελευθέρωση των χριστιανών της Βαλκανικής[24].

Για τον κατώτερο κλήρο τα πράγματα ήταν πιο απλά. Μπορούσαν, μακριά από το καχύποπτο βλέμμα του κατακτητή, να συμμετάσχουν και να βοηθήσουν στον απελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας τους. Θεωρούσαν ιερό χρέος Κληρικοί και Μοναχοί, όπως και ο υπόλοιπος λαός, να παρέχουν βοήθεια στους Κλέφτες και να συνεργάζονται μαζί τους[25].Οι Κλέφτες ήταν οπλισμένες ομάδες, που στρέφονταν κυρίως εναντίον των Τούρκων και συντηρούσαν άσβεστη τη φλόγα της λευτεριάς. Οι Μονές πρόσφεραν πολλές φορές τόπο καταφυγής σ’ αυτούς.

Οι Νεομάρτυρες αποτελούν τη συνεπέστερη, σύμφωνα και με το πνεύμα της Ορθοδοξίας, αλλά και την αποτελεσματικότερη αντίσταση στον κατακτητή. Παράλληλα, τεκμηριώνουν με αδιαμφισβήτητο τρόπο την αντιστασιακή δράση της Εκκλησίας[26].Η δράση τους εκτείνεται και στους πριν την Άλωση του 1453 χρόνους, όταν ευρύτερες περιοχές της Αυτοκρατορίας κατέρρεαν στην οθωμανική επέκταση, αλλά και μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης το 1821. Ονομάστηκαν Νεομάρτυρες σε αντιδιαστολή από τους αρχαίους μάρτυρες της Εκκλησίας, κατά την περίοδο των διωγμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από την εποχή της Εικονομαχίας (8οςαι.) και μετά. Αρκετοί από αυτούς ανήκαν στις τάξεις των κρυπτοχριστιανών ή των εξισλαμισμένων χριστιανών, συνήθως νέοι από 18-30 ετών και απ’ όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις[27].Κάτω από τις αφόρητες και επαχθείς συνθήκες διαβίωσης των υπόδουλων Ρωμηών, πολλοί ήταν αυτοί που, εκούσια ή ακούσια, αρνήθηκαν την ορθόδοξη πίστη τους και προσχώρησαν στον Ισλαμισμό. Οι εξισλαμισμοί αποτελούσαν αιμορροούσα πληγή στο σώμα της Ρωμηοσύνης, γιατί όποιος αρνιόταν την πίστη του, χανόταν και από το Γένος των Ρωμηών. Πολλοί ήταν, επίσης, και εκείνοι που προσποιούνταν εξωτερικά ότι ήσαν μουσουλμάνοι, ενώ κρυφά έμεναν χριστιανοί, ένα φαινόμενο που παρατηρείται από το 14ο αι. στη Μικρά Ασία. Η διπλή ζωή τους ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Τις περισσότερες φορές, αργά ή γρήγορα, αυτοί ή οι απόγονοί τους, γίνονταν μουσουλμάνοι[28].Υπήρξαν, όμως, και εκείνοι, που συνεχίζοντας την παράδοση των αρχαίων μαρτύρων της Εκκλησίας, προτίμησαν να ομολογήσουν ευθαρσώς την πίστη τους και να μαρτυρήσουν. Μπροστά στον κίνδυνο του εξισλαμισμού τους, ή υπό το άλγος της εξωμοσίας, δήλωναν φανερά την πίστη τους με αποτέλεσμα το μαρτύριο. Η πράξη τους ήταν ενσυνείδητη, δεν ήταν πράξη απόγνωσης και αυτοκτονίας, και σ’ αυτή την απόφαση είχαν και την πνευματική στήριξη και καθοδήγηση του Πνευματικού τους. Ο ιστορικός Απ. Βακαλόπουλος, σημειώνει επ’ αυτού: «τα ασκητήρια έγιναν προμαχώνες μπροστά στα κύματα του μουσουλμανισμού»[29].Ήταν ομολογία πίστης, πράξη αντίστασης κατά του εξισλαμισμού και ένας δυναμικός τρόπος συμμετοχής στον αγώνα της ελευθερίας. Πράγματι, οι Νεομάρτυρες άσκησαν τεράστια επίδραση στον υπόδουλο λαό. Αναγνωρίζονταν αμέσως μετά το μαρτύριό τους ως «άγιοι», ο λαός περιέβαλε με θρησκευτικές τιμές το κεκοιμημένο σώμα τους, τα λείψανά τους τα θεωρούσε θαυματουργά, οι βίοι τους κυκλοφορούσαν και διαβάζονταν μεταξύ των πιστών και στην Εκκλησία, τόνωναν το αγωνιστικό φρόνημα του λαού αποτελώντας «ζωντανό» πρότυπο και παράδειγμα, υπόδειγμα πίστης και αυτοθυσίας[30]. Νεομάρτυρες καιΕθνομάρτυρες πότισαν με το αίμα τους το ακριβό δώρο της ελευθερίας του Γένους. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι, οι Νεομάρτυρες διακρίνονταν για την πίστη και την αγιότητά τους και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μαρτύριό τους είχε η ομολογία της πίστης τους. Οι Εθνομάρτυρες μαρτύρησαν και έδωσαν τη ζωή τους δίνοντας περισσότερη βαρύτητα στο πατριωτικό στοιχείο[31].

ΙΙΙ. Η Εκκλησία στη ζωή των υπόδουλων Ελλήνων

Μέσα στη χαώδη κατάσταση που είχε περιπέσει το Γένος, για τη συνέχεια της ιστορικής του ταυτότητας και για να μη χαθεί η πολιτιστική του κληρονομιά, έπρεπε να αξιοποιηθούν οι βασικοί παράγοντες της εθνικής ενότητας: θρησκεία, γλώσσα, παράδοση[32].Η θρησκευτική έκφραση και ζωή των Ρωμηών συνεχίστηκε μέσα από την πολυδιάστατη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Με την παραχώρηση των προνομίων από το Μεχμέτ Β΄ και παρά τις δυσκολίες και τα προσκόμματα που έβαζαν συνεχώς οι Οθωμανοί κατακτητές, δημιουργήθηκε πράγματι μια εκκλησιαστική χριστιανική πολιτεία και συνέτειναν στη φυσική και πνευματική επιβίωση της Ορθοδοξίας[33].Η Ορθοδοξία σήμαινε για τους Ρωμηούς κάτι πολύ ευρύτερο από ένα θρησκευτικό δόγμα. Ήταν ολόκληρη η ζωή τους, το πνευματικό πλαίσιο μέσα από το οποίο εκφραζόταν η εθνική τους συνείδηση[34]. Μέσα στα δύσκολα χρόνια της δουλείας η Εκκλησία θα αποβεί το πνευματικό καταφύγιο, ο σταθερός κοινωνικός θεσμός, ο συνεκτικός ιστός του Γένους, που διαφύλαξε την ύπαρξη, την εθνική και πολιτιστική συνείδησή του. Πνευματικότητα, κοινωνικότητα, φιλανθρωπία είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθοδοξίας και εκείνα που την κάνουν να ξεχωρίζει από άλλα δόγματα. Στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, με την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, καθώς και των λοιπών Μυστηρίων και Ακολουθιών, διατηρήθηκε η συνοχή και ενισχύθηκε η ενότητα της υπόδουλης Ρωμηοσύνης. Το σώμα της Εκκλησίας, στο οποίο ανήκει ο Ρωμηός από τη γέννηση ως το θάνατό του, λειτουργούσε αδιάτμητα και αδιαίρετα[35]. Κλήρος και λαός βρίσκονται σε λειτουργική σχέση και η Εκκλησία δεν έχασε ποτέ την επαφή της με το λαό[36].Σ’ αυτήν θα εναποθέσει τις λύπες και τις συμφορές, τους καημούς και τις ελπίδες, τα όνειρα και τους πόθους για μια ελεύθερη πατρίδα. Στην Εκκλησία θα σφυρηλατηθούν η σύμπνοια και η ομόνοια των Ρωμηών. Αυτή η σχέση θα λειτουργήσει παρηγορητικά, ενοποιητικά, δυναμικά, θα αμβλύνει τον πόνο, θα αναπτερώνει τις ελπίδες και θα συντηρεί το φρόνημα της ελευθερίας. Οι Ακολουθίες και τα τροπάρια της Εκκλησίας θα λάβουν ένα μυστικό, αισιόδοξο, απελευθερωτικό χαρακτήρα. Το «Χριστός Ανέστη» ,το«Τη Υπερμάχω», και άλλοι ύμνοι θα γίνουν η έκφραση των μύχιων πόθων του Ρωμηού για λύτρωση και ελευθερία[37].…………… Τα Μοναστήρια, επίσης, θα γίνουν τα κέντρα της πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Ήταν ευτύχημα να υπάρχει κοντά στο χωριό κάποιο μοναστήρι, διότι αυτά αποτελούσαν τη στάθμη της πνευματικής ζωής, αλλά και του μορφωτικού επιπέδου κλήρου και λαού[38].Η προσφορά τους ήταν πολλαπλή και δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί, ότι υπήρξαν στην κυριολεξία η κιβωτός της Ρωμηοσύνης[39].Χώροι πνευματικού αναβαπτισμού, τόποι αντίστασης και καταφυγής, κέντρα παιδείας και παρηγοριάς, κοινωνικών ζυμώσεων και διεργασιών, θα διαφυλάξουν την αυθεντικότητα, την παράδοση, την ενότητα του Γένους.

IV. Η συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία του Γένους

Το ζήτημα της Παιδείας, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είναι κρίσιμο για την πνευματική, πολιτιστική, ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού. Η σύνδεση ελληνισμού και Ορθοδοξίας θα αποβεί καθοριστική για τη διαφύλαξη και την ιστορική του συνέχεια[40].

Δεν υπήρχε κεντρική διοίκηση που να ενδιαφέρεται για την παιδεία και την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Οι λόγιοι της εποχής είχαν καταφύγει στη Δύση. Η οικονομική, κοινωνική και δημογραφική κατάσταση των Ρωμηών ήταν σε φθίνουσα πορεία. Πλατιές μάζες του λαού έμεναν μακριά από την παιδεία. Όχι πως τα πράγματα ήταν καλύτερα στη Δύση, παρά τα αντιθέτως νομιζόμενα, μα ούτε και στην Ανατολή πριν την έναρξη της Οθωμανοκρατίας. Ιδιαίτερα τα πρώτα 100-150 χρόνια μετά την Άλωση, εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων, η πνευματική στάθμη του Ελληνισμού έφτασε σε τέτοιο έσχατο σημείο, ώστε κάποιοι νεότεροι ιστορικοί να κάνουν λόγο «για ρήγμα στην πολιτιστική παράδοση του έθνους»[41].

Κατά τα πρώτα δύσκολα χρόνια της δουλείας (15ος-16ος αι.) θα γίνουν ορισμένα καθοριστικά βήματα, όπως η ίδρυση της Πατριαρχικής Σχολής στην Κων/λη από το Γεννάδιο το 1454[42].Πάντως, όσον αφορά στην Πατριαρχική Σχολή, μόλις το 1604 υπάρχουν ειδήσεις για την επαναλειτουργία της[43].Το έτος 1556 ο Πατριάρχης Ιωάσαφ μαζί με το Θεοδόσιο Ζυγομαλά, θα ιδρύσουν το πρώτο γνωστό πατριαρχικό σχολείο, που υπήρξε ο πρόδρομος της Μεγάλης του Γένους Σχολής[44]. Καθοριστικό σταθμό αποτελεί η Σύνοδος του 1593 υπό την προεδρία του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄. Στον Ζ΄ κανόνα της θα αποφασίσει να υποστηριχθεί επίσημα από τους Μητροπολίτες στις επαρχίες τους η παιδεία και η ίδρυση σχολείων[45].Επίσης, αποφάσισε την μεταρρύθμιση της Πατριαρχικής Σχολής[46]. Δεν είναι γνωστά τα αποτελέσματα της απόφασης αυτής, πάντως είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζεται το ζήτημα της παιδείας με επίσημο τρόπο από την Εκκλησία[47]. Από την πλευρά τηςΕθναρχούσας Εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε η ελληνική γλώσσα στη λατρευτική έκφραση και ζωή, σαν τελειότερη, αρχαιότερη, γλώσσα της θεολογίας και των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς να απαγορεύεται η χρήση των τοπικών γλωσσών (σερβικά, βουλγαρικά, βλάχικα κλπ.). Η λόγια μορφή της καθιερώθηκε στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας και στα λειτουργικά της βιβλία, ενώ στο κήρυγμα και στην καθημερινή επαφή κλήρου και λαού η καθομιλουμένη, η απλή, η κατανοητή γλώσσα απ’ όλους[48].

Όσον αφορά στον απλό λαό, παιδεία με συντεταγμένη μορφή κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν υπάρχει. Γύρω από ένα δάσκαλο συγκεντρώνονταν 10-15 μαθητές, μαζεμένοι στο νάρθηκα κάποιας εκκλησίας, ή σε κάποιο οίκημα και διδάσκονταν τα απολύτως στοιχειώδη. Στα μοναστήρια και στις εκκλησίες, μοναχοί και κληρικοί φρόντιζαν μέσα από τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας να διδάξουν στα παιδιά τα λεγόμενα«κολυβογράμματα»[49].Οι μαρτυρίες εκείνης της εποχής που προέρχονται από καθηγητές, ξένους περιηγητές κ.ά., για το μορφωτικό επίπεδο του κλήρου, κάθε άλλο παρά κολακευτικές είναι[50]. Η συμβολή τους, όμως, στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας, όποιο και να ήταν το μορφωτικό τους επίπεδο, αποδείχθηκε σημαντική. Στα μέσα του 16ου αι. με αρχές του 17ου θα μπουν τα θεμέλια για την πνευματική αναγέννηση του Έθνους που θα καταγραφεί κατά το 18ο αι[51]. Η εμφάνιση πρωτοπόρων δασκάλων, η ίδρυση σχολείων σε διάφορες πόλεις και περιοχές της Ελλάδας, η συγγραφή αξιόλογων έργων, ο επαναπατρισμός Ελλήνων καθηγητών και Ελλήνων σπουδαστών που είχαν φοιτήσει στα Πανεπιστήμια και στις Ακαδημίες της Δύσης, η ανάληψη υψηλών εκκλησιαστικών καθηκόντων από φωτισμένες μορφές, όπως ο Μελέτιος Πηγάς, Μάξιμος Μαργούνιος, Κύριλλος Λούκαρις[52] κ.ά., η άνοδος της αστικής τάξης, η έμπρακτη συμβολή εύπορων εμπόρων θα συμβάλλουν στην πνευματική αναγέννηση του Έθνους. Τα Μοναστήρια, επίσης, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο με τους λόγιους Μοναχούς και τις βιβλιοθήκες τους. Σημαντικότερο ορθόδοξο μοναστικό κέντρο κατά την Τουρκοκρατία θα αποδειχθεί το Άγιο Όρος, του οποίου η ακτινοβολία θα φτάσει και πέραν των ορίων του ελλαδικού χώρου[53].

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μια επισήμανση: η επίσημη Εκκλησία κλήθηκε εκ των πραγμάτων να συμβάλλει στην πνευματική αναγέννηση του Γένους. Ενδεχομένως, όσα πέτυχε, να θεωρούνται λίγα[54].Όμως, για την Εκκλησία εκείνο που θεωρείται ιδανικό και αποτελεί την πεμπτουσία της ύπαρξής της είναι η ανάδειξη «Αγίων» και όχι «κατά κόσμον» σοφών[55].Η εκ μέρους της Εκκλησίας και δη των Μοναχών καχυποψία της «θύραθεν»παιδείας πρέπει να αναζητηθεί στην ισχυρή συντηρητική μερίδα της Εκκλησίας, που είχε αναπτυχθεί μετά το Ησυχαστικό κίνημα και παρέμενε ακόμα ισχυρό[56].Ενέργειες για την πνευματική αναγέννηση του Γένους έγιναν. Ίσως, θα έπρεπε να είναι τολμηρότερες, περισσότερο ρηξικέλευθες και να απευθύνονται σε ευρύτερες μάζες, π.χ. Κοσμάς ο Αιτωλός, 18ος αι. Εκείνο, που θα μείνει αναπάντητο είναι, ποια θα ήταν η αντίδραση του κατακτητή σε μια τέτοια συντεταγμένη κίνηση της Εκκλησίας, καθώς και ο τρόπος υλοποίησης αυτού του εγχειρήματος[57].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση για την κοινωνική και πολιτιστική προσφορά της Εκκλησίας, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας 1453-1821, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής:
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς, η Εκκλησία, υπό την ιδιότητα τηςΕθναρχίας, θα αποτελέσει το στήριγμα των υπόδουλων ορθόδοξων λαών.
Η ταυτότητα της Εθναρχούσας Εκκλησίας ήταν υπερεθνική και η ποιμαντική της φροντίδα και μέριμνα εκτεινόταν και πέραν των ορίων των Οθωμανικών κατακτήσεων, σεβόμενη την ιδιοπροσωπία των λαών.
Μείζονα αποστολή της ήταν η διαφύλαξη της θρησκευτικής ταυτότητας των Ρωμηών, που εκείνα τα χρόνια σήμαινε διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας.
Μέσα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, στις Ενορίες και τα Μοναστήρια, διαφυλάχθηκε η ιστορική συνέχεια του Γένους, σφυρηλατήθηκαν η ενότητα και η σύμπνοια και έμεινε ζωντανή η φλόγα για την ελευθερία.
Παρόλο που το Οικουμενικό Πατριαρχείο επισήμως δεν μπορούσε απροκάλυπτα να συνηγορήσει σε επαναστατικά κινήματα, Κληρικοί όλων των βαθμίδων και τα Μοναστήρια θα συμμετάσχουν είτε άμεσα, είτε έμμεσα στον αγώνα της απελευθέρωσης. Οι Νεομάρτυρες αποτελούν λαμπρά παραδείγματα πίστης και πατριωτισμού.
Η συμβολή της Εκκλησίας στην Παιδεία του Γένους, παρά τις επιμέρους ενστάσεις, υπήρξε σημαντική. ΗΕθναρχούσα Εκκλησία φρόντισε στη λατρευτική της ζωή και στα λειτουργικά της βιβλία να χρησιμοποιήσει τη λόγια μορφή της ελληνικής γλώσσας, ενώ στην καθημερινή χρήση, την καθομιλουμένη. Στις εκκλησίες και τα Μοναστήρια θα διαφυλαχθεί η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας.

[1] Βλ. Γ. Μεταλληνός , «Τουρκοκρατία-Το ‘’Γένος των Ορθοδόξων’’ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», στο Μπέγζος Μ. κ.άλ. Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά: Οι Πρώτες ιστορικές καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. τ. β΄, Πάτρα: Ε.Α.Π.,2008 ,σ.161

[2] Στο ίδιο σ.σ. 168-169

[3] Στο ίδιο, σ. 165

[4] Στο ίδιο, υποσ. 3,σ.160

[5] Στο ίδιο σ. 169

[6] Στο ίδιο σ.σ. 170-171

[7] Στο ίδιο, σ.σ. 180-181

[8] Στο ίδιο σ. 169

[9] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.94

[10] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ. 181

[11] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974) σ.94

[12] Βλ. Γ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία .Οι Έλληνες στην Οθωμανική αυτοκρατορία(Αθήνα 1998) σ.86

[13] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.σ.173-174

[14] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.92

[15] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,1998 ,ό.π.σ.91

[16] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.175

[17] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998, ό.π. σ.90

[18] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.97

[19] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.175

[20] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.97

[21] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008, ό.π. ό.π.,σ.175

[22] Στο ίδιο σ.176

[23] Στο ίδιο ,σ.σ. 176-177

[24] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.σ.97-98

[25] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.178

[26] Στο ίδιο ,σ.178

[27] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.66

[28] Στο ίδιο σ.σ. 56-58

[29] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998,σ. 100

[30] Στο ίδιο ,σ.σ. 100-101

[31] Στο ίδιο ,σ.100

[32] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ. 16

[33] Στο ίδιο σ. 43

[34] Στο ίδιο σ. 56

[35] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.σ. 186-187

[36] Βλ. Σ.Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία (Αθήνα,1979) σ.659

[37] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.188

[38] Βλ. Σ.Ράνσιμαν, (Αθήνα,1979),ό.π. σ.σ.660-662

[39] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π σ.189

[40] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998,σ.σ. 130-131

[41] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.367

[42] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998,σ.134

[43] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.372 και σ. 374

[44] Στο ίδιο, σ.σ.373-374

[45] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998,σ.σ.134-135

[46] Βλ. Σ.Ράνσιμαν, (Αθήνα,1979),ό.π. σ.σ. 409-410

[47] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.374

[48] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998,σ.σ.133-134

[49] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.368 και σ. 376

[50] Στο ίδιο σ. 376 και

[51] Βλ. Γ. Μεταλληνός ,2008 ,ό.π. σ.197

[52] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.σ.127-132

[53] Στο ίδιο σ.σ. 132-141

[54] Στο ίδιο σ. 367

[55] Βλ. Γ. Μεταλληνός, 1998,σ.σ.130-132

[56] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ,τομ. 10 ,(Εκδοτική Αθηνών ,1974)σ.376

[57] Βλ. Σ.Ράνσιμαν, (Αθήνα,1979),ό.π. σ.σ.419-421


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου