Άγιο Όρος των Νίκου Μαγγίνα και Αντώνη Τριανταφύλλου
Στην ανεκτίμητη πνευματική –και όχι μόνο- προσφορά της Μοναστικής Πολιτείας του Άθω αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Βαρθολομαίος μιλώντας ενώπιον των Ηγουμένων και των Αντιπροσώπων των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους στην πανηγυρική Διπλή Ιερά Σύναξη. Παράλληλα, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας μιλώντας ως Επίσκοπος του Αγίου Όρους αναφέρθηκε και σε αλλά χρονίζοντα και φλέγοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ιερός τόπος του Άθω.
Μετά την Πατριαρχική Θεία Λειτουργία, το μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους Πατέρες και τη Λιτανεία τη εικόνας της Παναγίας «Άξιον εστί», ο Οικουμενικός Πατριάρχης, οι Αρχιερείς, οι Ηγούμενοι, η Ιερά Επιστασία και οι Αντιπρόσωποι των Μονών ανήλθαν στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ιεράς Κοινότητας.
Ο Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου Αρχιμανδρίτης Πέτρος προσφώνησε τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, αναφερόμενος στη σπουδαιότητα του σημερινού γεγονότος παραθέτοντας και σχετικές ιστορικές πηγές. Ιδιαίτερως ο Ηγούμενος εξέφρασε την υποχρέωση του Αγίου Όρους προς την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για την καθοριστικής σημασίας συμβολή του Πατριαρχείου για την κατοχύρωση των δικαίων του Αγίου Όρους και της απαλλαγής από τον κίνδυνο της διεθνοποιήσεως και υπαγωγής κατά το έτος 1913 και ανέφερε ότι στο σεπτό πρόσωπο του Πατριάρχη και σήμερα το Άγιο Όρος βλέπει τον «μετά Θεόν σύμμαχον και προασπιστήν των τιμίων συμφερόντων αυτού».
Κατόπιν ο Αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητας Αρχιμ. Θεόφιλος ανέγνωσε το πρακτικό της ιστορικής σύναξης του 1913 και το σχετικό κείμενο του Ιερού Ψηφίσματος και τα ονόματα των υπογραψάντων Ηγουμένων και Αντιπροσώπων.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην αντιφώνηση του έκανε ιδιαίτερη αναφορά στους αγώνες των –τότε- Πατέρων και ότι η Μητέρα Εκκλησία και ο ίδιος προσωπικώς έχει την πρόθεση πάντοτε να υπερασπίζεται το Άγιον Όρος σε κάθε αγώνα του.
Μιλώντας ως Επίσκοπος του Αγίου Όρους επέστησε την προσοχή των Πατέρων να εμμένουν στην παράδοση που χάραξαν οι πνευματικοί προπάτορές τους που μνημονεύθηκαν σήμερα και να μην επηρρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες και κυρίως από την εκκοσμίκευση.
Το Εσφιγμενιτικό πρόβλημα
Στη βαρυσήμαντη ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης έκανε ονομαστική αναφορά στο ζήτημα της Μονής Εσφιγμένου. «Είναι γνωστόν εις πάντας το εκκρεμές από ετών ζήτημα της αντικανονικής και σχισματικής «αδελφότητος», «παρασυναγωγής» ορθότερον, η οποία, παρανομούσα και καταπατούσα το θείον και το ισχύον κοσμικόν δίκαιον, ήτοι τους θείους και ιερούς Κανόνας και το Σύνταγμα και τους νόμους του Ελληνικού Κράτους, έχει καταλάβει το οικοδόμημα εις τον οποίον εστεγάζετο η Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Εσφιγμένου. Η Ιερά Κοινότης, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αι δικαστικαί και πολιτικαί αρχαί της Ελλάδος, μετά καθυστέρησιν και ακηδίαν πολλών ετών, υπαιτιότητι όλων, έχομεν δώσει, μετά μακράν προεργασίαν, την πρέπουσαν κανονικήν εκκλησιαστικήν λύσιν, αποτειχίσαντες των θριγκίων της Εκκλησίας τους αμετανοήτως εν σχίσματι καταληψίας «μοναχούς», παραδώσαντες αυτούς εις ανάθεμα, μέχρις ότου ανανήψωσι και μετανοήσωσιν» ανέφερε χαρακτηριστικά απευθύνοντας έκκληση προς «πάντας, όπως εγκύψωμεν εις το θέμα τούτο μετά έτι μεγαλυτέρας προσοχής και υπεθυνότητος, ίνα μη υπάρξουν ανεπιθύμητοι ευρύτεραι εξελίξεις, ουχί μόνον επί ολεθρίω διασυρμώ παγκοσμίως του Αγίου Όρους αλλά και κυρίως σχετιζομένας προς την συνέχισιν εν ασφαλεία, κατ ἄνθρωπον ομιλούντες, αυτής ταύτης της ασκητικής και πνευματικής εν νομιμότητι πορείας αυτού. Λέγομεν ταύτα, προβληματιζόμενοι έτι περισσότερον και εκ του φαινομένου της επιλεκτικής τηρήσεως της νομιμότητος υπό των εντεταλμένων και τεταγμένων εις την διασφάλισιν της τάξεως κρατικών οργάνων. Εφιστώμεν επί του προκειμένου την προσοχήν πάντων, ίνα μη έχωμεν αναρχικάς εκφάνσεις, ως αι προ δύο περίπου μηνών, «δια ροπάλων και ξύλων» και συγχρόνων τεχνικών «όπλων», προσελθόντων έξωθεν της θείας ταύτης παρεμβολής, ίνα «συλλάβωσι τον Ιησούν», «κακοποιούντες» Αυτόν, δηλαδή, κατ αναλογίαν, το αμώμητον κανονικόν σώμα του Αγίου Όρους».
Ακολουθεί η προσφώνηση του Καθηγουμένου της Ι.Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους Πέτρου
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣIΣ ΠΑΝ/ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. Μ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗΝ ΔΙΠΛΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΑΞΙΝ
τῆς Τετάρτης 3ης Ὀκτωβρίου 2013
Παναγιώτατε καὶ θεοφρούρητε Δέσποτα,
Σύμπας ὁ Ἁγιορειτικὸς κόσμος κατὰ τὸ παρὸν Σωτήριον Ἔτος 2013 ἑορτάζει τὴν Ἑκατοστὴν Ἐπέτειον ἀπὸ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Ἱεροῦ Ψηφίσματος, τῆς ἑνώσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ εὐλογεῖ τὸ εὐλογητὸν ὄνομα τοῦ Πανοικτίρμονος Θεοῦ διὰ τὴν εὐδοκίαν Αὐτοῦ. Συνεκάλεσε δὲ καθηκόντως τὴν Ὑμετέραν Παναγιότητα, εἰς τὸ κλῖμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἧς καὶ ἀνήκει κανονικῶς ὁ Ἱερὸς ἡμῶν Τόπος, εἰς τὴν χαρὰν αὐτοῦ· τὴν χαρὰν τῆς ὡς ἄνω Ἐπετείου ἥτις ἀποτελεῖ σημαντικώτατον σταθμὸν εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους. Τὸ πρὸ ὀλίγου ἀναγνωσθὲν Ἱερὸν Ψήφισμα Παναγιώτατε Δέσποτα, ὑπῆρξε ἀπόρροια τῆς ἀγωνίας καὶ τοῦ μηνύματος τῶν πρὸ ἡμῶν Πατέρων, ὅπως συνεχισθῇ ἀναλλοίωτος ἡ ἰσχὺς «τοῦ αὐτοδιοικήτου μοναστηριακοῦ πολιτεύματος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου», παραλλήλως πρὸς τὴν ἀναγνώρισιν εἰς τὸ τότε Ἑλληνικὸν Βασίλειον καὶ μόνον, τοῦ δικαιώματος τῆς πολιτικῆς προστασίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Προσέτι ἀπέκρουε ἐντόνως τὴν τάσιν τῆς πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ Ὄρους ὡς ὀλεθρίαν διὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ.
Ἡ βαθυτάτη συγκίνησις καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων «ἐπὶ τῷ ἱστορικῷ καὶ εὐφροσύνῳ γεγονότι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου ἐκ τῶν δεσμῶν τῆς δουλείας» ἐν ἔτει 1912, ἐξεφράσθη σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ δι’ ὁλοσφραγίστου ὑπὸ τῶν Εἴκοσι Ἱερῶν Μονῶν γράμματος πρὸς τὴν Αὐτοῦ Μεγαλειότητα τὸν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος Γεώργιον τὸν Α΄, εἰς τὸ ὁποῖον ἐξεφράζετο ἡ συγκίνησις καὶ ἀνέκφραστος χαρά, μετὰ συναισθήματος βαθυτάτης εὐγνωμοσύνης, συγκλονίζουσα τὰς καρδίας τῶν ταπεινῶν Μοναχῶν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου ἐπὶ τῇ εὐτυχεῖ καὶ γενναίᾳ νίκῃ τοῦ κραταιοῦ ἑλληνικοῦ Στόλου καὶ Στρατοῦ διὰ μυριονέκρων μαχῶν, «τοῦ ὁποίου ... ἐστήθη ἐπὶ τῶν δειράδων τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῶν νήσων τοῦ Ἀρχιπελάγους ἀπὸ περάτων ἕως περάτων βωμὸς ἐλευθερίας, καὶ ἀνεπετάσθη ἡ ἐθνικὴ σημαία ἀποδοθέντος τοῦ στενάζοντος Ἑλληνισμοῦ εἰς τὴν Μητέρα Ἑλλάδα, ὑπὸ τὴν θαλπωρὴν τῆς μητρικῆς ἀγκάλης τῆς ὁποίας ἀναπνέομεν ἤδη τὴν ζείδωρον αὔραν τῆς ἐλευθερίας».
Τὴν ἱερὰν συγκίνησιν διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν προαιωνίων πόθων πολλῶν γενεῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, μετέφερον μέχρι τὰς ἡμέρας μας παλαιοὶ Γέροντες. Παλαιὸς ἁγιορείτης, ὑπερεκατοντούτης, ἀνέφερεν μετὰ συγκινήσεως ὅτι ἡ εὐτυχεστέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς του ἦτο ὅτε εἶδε τὴν ἑλληνικὴν σημαίαν κυματίζουσαν εἰς τὸν Ἱ. Ναὸν τοῦ Πρωτάτου καὶ ἤκουσε τὰς χαρμοσύνους καμπάνας αὐτοῦ ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει τοῦ Ἱ. ἡμῶν Τόπου.
Ὡστόσον, τὸν ἀρχικὸν ἐνθουσιασμὸν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν προαιωνίων πόθων των, διεδέχθη ἀγὼν τιτάνιος καὶ πολυμέτωπος διὰ τὴν διαφύλαξιν τοῦ ἰδιοτύπου ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος, τόσον ἔναντι τῆς πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ Ὄρους ὑπὸ ἀντικρουομένων συμφερόντων καὶ ἀλλοτρίων σκοπιμοτήτων τῶν τότε Μεγάλων Δυνάμεων ὅσον καὶ ἔναντι τῆς γενικευθείσης λόγῳ τῶν πολέμων ἀσυδοσίας ἐπιχωρίων τινῶν ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγνοίας τῶν ὑπηρεσιῶν καὶ τῶν δημοσίων λειτουργῶν τοῦ τότε Ἑλληνικοῦ Κράτους.
Ὑπ᾽ αὐτὰς τὰς συνθήκας, τὸ Ἅγιον Ὄρος, μετὰ τὴν κατάπαυσιν τοῦ πολέμου, εἰσέρχεται εἰς τὴν νεωτέραν φάσιν τῆς ἱστορίας του. Ἐνόψει τῆς προετοιμασίας τῆς Συνθήκης Εἰρήνης, ἡ πρὸς τοῦτο συγκληθεῖσα Πρεσβευτικὴ Διάσκεψις τοῦ Λονδίνου ἀνεκήρυξε τὴν 18ην Ἰανουαρίου 1913 τὸ Ἅγιον Ὄρος Ἄθω ὡς Δημοκρατίαν ἀνεξάρτητον, οὐδετέραν καὶ αὐτόνομον ὑπὸ τὴν προστασίαν πασῶν τῶν ὀρθοδόξων Βαλκανικῶν Βασιλείων, ἐνῶ τὸν Μάρτιον τοῦ 1913 ἐμφανίζεται καὶ ἡ Ρωσσία διεκδικοῦσα τὸ ἀναλογοῦν αὐτῇ μερίδιον προστασίας (ἐντὸς εἰσαγωγικῶν) τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πληροφορίαι δὲ ἐξ Ἀθηνῶν ἀνέφερον ὅτι ἡ Ρωσσικὴ πρότασις ἐγένετο εὐμενῶς δεκτὴ εἰς τὴν Ἑλλάδα».
Ἡ ἀντίδρασις τῶν Ἁγιορειτῶν ὑπῆρξεν ἄμεσος καὶ ἔντονος, καθόσον διὰ τοῦ προωθουμένου τούτου σχεδίου ἐκινδύνευε νὰ καταλυθῇ τὸ ἀπ᾽ αἰώνων αὐτοδιοίκητον καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ διαμαρτυρία ἐξεφράσθη διὰ τηλεγραφημάτων κατ’ ἀρχὴν καὶ εἶτα δι’ Ὑπομνήματος πρὸς τοὺς Ὑπουργοὺς τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ τοὺς ἐν Λονδίνῳ Πρεσβευτὰς τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. «Μετὰ θλίψεως», ἀναφέρεται εἰς τὸ ἁγιορειτικὸν Ὑπόμνημα, «ἐπληροφορήθημεν ὅτι μελετᾶται παρὰ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καὶ τῆς ἐν Λονδίνῳ Πρεσβευτικῆς Συνδιασκέψεως πρότασις ὅπως ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, μετὰ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ, Θράκῃ, Ἑλλησπόντῳ, Προποντίδι καὶ ταῖς νήσοις τοῦ Αἰγαίου ἀπεράντων κτημάτων τῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν, τεθῇ πολιτικῶς ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν Ὀρθοδόξων Κρατῶν, ἅτινα θὰ διορίζωσιν ἐπὶ τούτῳ ἀνὰ ἕνα ἀντιπρόσωπον αὐτῶν καὶ ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἐθλίβημεν δ᾽ ἔτι περισσότερον, αὐθεντικῶς πληροφορηθέντες, ὅτι συντάσσεται ἤδη παρὰ τῶν Ὀρθοδόξων Κρατῶν ὁ νέος Ὀργανικὸς χάρτης τῆς ἐξωτερικῆς καὶ ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς ἱερᾶς ἡμῶν χερσονήσου!... Ἡ τοιαύτη πανορθόδοξος διεθνοποίησις μέλλει ἀναποδράστως νὰ καταστήσῃ τὴν χερσόνησον τοῦ Ἄθω καὶ τὰς πολυαρίθμους κτήσεις τῶν Ἱ. Μονῶν ἐν τῷ Αἰγαίῳ, στάδιον λαϊκῶν παθῶν καὶ θέατρον πολιτικῶν βλέψεων καὶ ἀνταγωνισμῶν, εἰς οὓς κατ᾽ ἀνάγκην θὰ μετάσχωσι καὶ ἄλλαι Μεγάλαι Δυνάμεις, αἱ ἀριθμοῦσαι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἱκανοὺς ὀρθοδόξους ὑπηκόους καὶ αὐτὴ ἡ Χώρα, εἰς ἣν ἵσταται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ βιοῦσι πολυάριθμοι ἀρχιερεῖς καὶ ἑκατομμύρια ὀρθοδόξων Ὀθωμανῶν ὑπηκόων!». Ἐν τέλει δὲ τοῦ Ὑπομνήματος διεκηρύσσετο ἡ βούλησις τῶν ἁγιορειτῶν «νὰ διατηρηθῇ ἀπαραμείωτον τὸ ἐπὶ Ἱερῶν Κανόνων, νόμων καὶ θεσμῶν δημιουργηθὲν ἀρχαῖον καθεστὼς καὶ ἀποκρουσθῇ ἡ ἀσύγγνωστος λαϊκὴ ἐπέμβασις, ἀναγνωριζομένης ὑπὸ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τῆς ἑνώσεως ἡμῶν μετὰ τῆς Ἑλλάδος, ἥτις καὶ στρατιωτικῶς ἤδη ἀνεκτήσατο τὴν ἡμετέραν χερσόνησον καὶ ἥτις, ὡς οὐδαμῶς ἀμφιβάλλομεν, σεβασθήσεται τελείως τὴν ἀρχαίαν αὐτοδιοίκησιν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἀνεξαρτησίαν ἡμῶν».
Ὁ ἀγὼν τῶν Ἁγιορειτῶν δὲν σταμάτησε. Τὴν 11ην Αὐγούστου ἡ Πρεσβευτικὴ Συνεδιάσκεψις τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν 6 Μεγάλων Δυνάμεων καθώρισε τὴν διεθνῆ θέσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς «αὐτόνομον, οὐδετέραν καὶ ἀνεξάρτητον Πολιτείαν», ἄφησε ὡστόσο ἐκκρεμῆ τὰ ζητήματα τῆς ἐπικυριαρχίας καὶ τῆς συντάξεως Ὀργανικοῦ Χάρτου. Οὕτω, τὴν 8ην Σεπτεμβρίου (ν.ἡμ.) τοῦ αὐτοῦ ἔτους 1913 ἡ Ἱερὰ Κοινότης ἀπέστειλε δεύτερον Ὑπόμνημα πρὸς τὸν Σὲρ Ἔδουαρδ Γκρέϋ, Πρόεδρον τῆς ἐν Λονδίνῳ Συνδιασκέψεως τῶν Πρεσβευτῶν, ὅπερ ὑπῆρξεν ὁ πρόδρομος τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Ψηφίσματος τῆς 3ης Ὀκτωβρίου 1913 καὶ ἐκφράζει διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν τὴν ἀντίθεσιν αὐτῆς «εἰς τὴν ἐκλαΐκευσιν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου καὶ τὴν κατάργησιν τοῦ παναρχαίου καθεστῶτος τοῦ ἐπὶ χίλια ἔτη διέποντος τοῦτον».
Ἐκεῖ περιγράφεται τὸ διοικητικὸν σύστημα τῶν Μοναστηριακῶν Ἀρχῶν, ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἡ θέσις τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν τῆς ἕως τοῦ 1912 κατακτητρίας χώρας ἥτις «οὐδὲν δικαίωμα ἐπεμβάσεως εἶχεν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, οὗ μάλιστα ἐσεβάσθη τὸ ἀρχαῖον τῆς αὐτοδιοικήσεως καθεστώς». Ἐν συνεχείᾳ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸ ὅτι ἐνταῦθα γίνονται δεκτοὶ «οἱ πάσης φυλῆς, ὀρθόδοξοι, ἐρχόμενοι ἐνταῦθα» καὶ τέλος ὅτι «οἱ Μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐξ οἱασδήποτε χώρας καὶ ἂν προέρχονται θὰ διατηρηθῶσιν ἐν ταῖς ἑαυτῶν κτήσεσι καὶ τοῖς πρόσθεν προνομίοις καὶ θὰ ἀπολαύωσιν ἄνευ ἐξαιρέσεως πλήρους ἰσότητος δικαίων καὶ προνομίων».
Εἰς τὴν προσπάθειαν τῶν Ἁγιορειτῶν, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐστάθη μέγας ἀρωγὸς καὶ προστάτης, ἡ δὲ παρέμβασις αὐτοῦ πρὸς τὴν πρεσβευτικὴν Διάσκεψιν ὑπῆρξε καθοριστική. Οὕτω τὸν Ἰούνιον τοῦ 1913 ἀπεστάλη ἐκ Φαναρίου ἓν βαρυσήμαντον Ὑπόμνημα πρὸς τὴν πρεσβευτικὴν Διάσκεψιν, εἰς τὸ ὁποῖον ἀποτυπώνεται ἐναργῶς τὸ προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ εἶδος τῶν πολιτειακῶν σχέσεων μεταξὺ Ἁγίου Ὄρους, Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς γείτονος χώρας, προτείνεται δὲ ὅπως ἡ Ἑλλάς, παράσχῃ τὰς αὐτὰς ὡς καὶ ἡ γείτων χώρα ἐγγυήσεις.
«Τὸ καθεστὼς τοῦτο», ἀναφέρεται εἰς τὸ Ὑπόμνημα τοῦ Πατριαρχείου, «ὁρισθὲν πρῶτον ὑπὸ Ἰωάννου τοῦ Τσιμισκῆ τῷ 969, ἀνεπτύσσετο, ὁλοὲν ἐπεκτεινομένης τῆς ἐξουσίας τῆς μοναστηριακῆς συμπολιτείας, οὕτως ὥστε περιττὴ νὰ καθίσταται πᾶσα κοσμικὴ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους· καὶ τοῦτο, διότι ἡ πολιτικὴ καὶ κοσμικὴ ἐξουσία τῆς μοναστηριακῆς συμπολιτείας ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὡς ἐγγύησις καὶ ἐξασφάλισις τῆς θρησκευτικῆς καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας τῶν μοναχῶν· διατελοῦντες δὲ οὕτω ἀπηλλαγμένοι πάσης ἔξωθεν ἐνοχλήσεως τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων καὶ πάσης αὐτῶν ἐπηρείας νὰ δύνανται μόνοι μόνῳ τῷ Θεῷ νὰ προσομιλῶσι καὶ νὰ ἀπολαύωσι τῆς ἀγγελικῆς γαλήνης. ... Τοιοῦτον ὂν τὸ καθεστὼς ἐσεβάσθησαν ἐπὶ μακροὺς αἰῶνας οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, ἐσεβάσθησαν δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι μόλις τῷ 1869 ἐθέσπισαν τὸν θεσμὸν τοῦ πολιτικοῦ διοικητοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει· πάντοτε δὲ ἡ Ἱ. Σύναξις εἶχε τὸ δικαίωμα ὡς ἐσωτερικὴ αὐτόνομος ἀρχὴ νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν ἐξωτερικῶν, ὃν τρόπον ἔπραττε τότε καὶ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖον.
Τὸ καθεστὼς τοῦτο ἐλλείψει ἀκριβεστέρου ὅρου προσέλαβε τὸ ὄνομα τῆς αὐτονομίας, ἥτις ἐνταῦθα ἔχει ἔννοιαν διάφορον τῆς κοινῶς εἰς τὴν λέξιν ταύτην ἀποδιδομένης ἐννοίας· καὶ ἐνῷ ἀλλαχοῦ ἡ αὐτονομία συνεπάγεται καὶ τὴν προσωπικὴν ἐλευθερίαν τῶν ἐπὶ μέρους ἀτόμων, ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, ὅπου ἡ αὐτονομία, ὡς ἐλέχθη, ἐδόθη πρὸς τελειοτέραν ἐφαρμογὴν τοῦ ἰδεώδους τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἀπαιτεῖ τὴν ἄρνησιν πάσης προσωπικῆς ἐλευθερίας· καὶ τοῦτο, διότι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὧν πρώτη εὐχὴ εἶνε ἡ τῆς εὐπειθείας καὶ ὑποταγῆς, καθῆκον ἔχουσι νὰ παραιτῶνται πάσης ἐλευθερίας.»
Ἐν τέλει δὲ τοῦ Ὑπομνήματος ἐπισημαίνονται οἱ κίνδυνοι τῆς προτάσεως περὶ ὑποκαταστάσεως τῆς ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους τουρκικῆς κυριαρχίας διὰ κυριαρχίας διεθνοῦς:
«Ἐκ τοιαύτης συγκυριαρχίας πλὴν ἄλλων θὰ προκύψῃ καὶ τοῦτο τὸ κακόν, ὅτι αἱ Μοναὶ θὰ ὑφίστανται τὸν ἀντίκτυπον τῶν διαφωνιῶν καὶ τῶν ἀντιθέτων βλέψεων τῶν συνδιαφερομένων κυβερνήσεων· τὸ δὲ Ἅγιον Ὄρος θὰ ἀποβῇ ἑστία ἐρίδων καὶ διενέξεων φυλετικῶν καὶ οἱ μοναχοὶ ἐπηρεαζόμενοι ἔξωθεν θὰ ἀφήσωσι τὴν ἐμπρέπουσαν τῷ μοναχικῷ βίῳ γαλήνην καὶ θεωρίαν τοῦ θείου καὶ θὰ παραδοθῶσιν εἰς ἐσωτερικοὺς σπαραγμούς. ... Τὸ Ἅγιον Ὄρος διήνυσε βίον χιλιετῆ ἀκριβῶς, διότι ἔμεινεν ἀμετάβλητον καὶ ἵνα διατηρηθῇ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι πρέπει νὰ παραμείνῃ ἄθικτον. Μόνον ἀφοῦ ἐν τῇ κυριαρχίᾳ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ Ἑλλὰς ἀντεκατέστησε τὴν Τουρκίαν πρέπει νὰ ζητήσωμεν παρ᾽ αὐτῆς νὰ παράσχῃ τὰς αὐτὰς ὡς καὶ ἡ Τουρκία ἐγγυήσεις. Τὸ δὲ Πατριαρχεῖον θὰ φροντίζῃ, ὅπως μηδὲ ἡ ἐλαχίστη μεταβολὴ ἐπέλθῃ εἰς τὸ πανάρχαιον τοῦτο καθεστώς».
Τὸ μοναδικὸν καὶ ἱστορικὸν ὅθεν γεγονὸς τῆς ὑπογραφῆς ὑπὸ τῶν Καθηγουμένων καὶ ἀντιπροσώπων τῶν εἴκοσι Κυριάρχων Βασιλικῶν, Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐνώπιον τῆς Θαυματουργοῦ καὶ Χαριτοβρύτου Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου «Ἄξιόν Ἐστιν» τοῦ ψηφίσματος τῆς ἑνώσεως αὐτοῦ μετὰ τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος συνεορτάζοντες μετὰ τῆς Ὑμετέρας προσκυνητῆς καὶ θεοφρουρήτου Παναγιότητος τοῦ Πανσεβάστου Αὐθέντου καὶ Δεσπότου ἡμῶν ἐκφράζομεν ἐν τῷ Προσώπῳ Ὑμῶν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὴν θερμὴν εὐχαριστίαν πρὸς τὴν ποτνίαν Μητέρα ἡμῶν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν συνήθη ἔκφρασιν τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου ἡμῶν Γέροντος Γαβριὴλ τοῦ Διονυσιάτου, διὰ τὴν στοργικὴν μέριμναν, πρόνοιαν καὶ προστασίαν πρὸς τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐν αἷς διήνυε τοὺς τιτανίους ἐκείνους ἀγῶνας ἀλλὰ καὶ νῦν ὅτε ὁσημέραι οἱ ἀνάλογοι ἀγῶνες καὶ αἱ προσπάθειαι ἐγγίζουσιν εἰς μέγεθος καὶ ἔντασιν καὶ ἀναλογίαν ἐκείνους. Εὐχαριστοῦμεν ὅμως Παναγιώτατε, διότι ἐν τῷ ἱλαρῷ καὶ πατρικῷ Ὑμῶν βλέμματι, ἀτενίζομεν τὸν πλέον μετὰ Θεὸν δυνατώτατον Προστάτην καὶ θεματοφύλακα τῶν ὡς ἄνω ἱερῶν προνομίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖον ὡς καὶ ἡμᾶς τοὺς ταπεινοὺς οἰκήτορας αὐτοῦ, περιβάλλετε πάντοτε μετὰ πολλῆς πατρικῆς στοργῆς καὶ ὃ ἐπεσκέφθητε πλειστάκις ὅσον οὐδεὶς τῶν ἀπὸ αἰώνων προκατόχων Ὑμῶν.
Σήμερον Παναγιώτατε, οὐσιαστικῶς συνήχθημεν, προεξάρχοντος Ὑμῶν, ἵνα ἀποτείσωμεν φόρον τιμῆς πρὸς τοὺς Πνευματικοὺς ἡμῶν γεννήτορας, καὶ ποιοῦμεν μνημόσυνον ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τῶν μακαρίων αὐτῶν ψυχῶν, ἀνθ’ ὧν ἠγωνίσθησαν καὶ περιεθρίγκωσαν τὰ ἔκπαλαι προνόμια καὶ τὰ τίμια συμφέροντα τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου. Ὧν «ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς καὶ τὴν πίστιν», τὴν εὐθυκρισίαν, τὴν διορατικότητα, τὸ ἀκραιφνὲς μοναχικὸν φρόνημα, τὸ γνήσιον καὶ ὑγιὲς καὶ μακρὰν ἐθνοφυλετισμῶν Πατριωτισμόν των καὶ πρὸ πάντων τὴν μεταξὺ αὐτῶν φιλαδελφίαν, ὁμοψυχίαν καὶ συλλογικότητα, εὔχεσθε ὅπως γενόμεθα μιμηταὶ αὐτῶν καὶ ἄξιοι συνεχισταὶ τῆς ἐκείνων μαρτυρίας. Εὔχεσθε Παναγιώτατε ἐπίσης, ὅπως καὶ σήμερον τὸ Ἅγιον Ὄρος «ἐξέλθῃ νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» εἰς τοὺς κατὰ τοὺς δυσχειμέρους τωρινοὺς καιροὺς ἀγῶνας αὐτοῦ, εἰς οὓς θεωρεῖ Ὑμᾶς τὸν πρῶτον σύμμαχον καὶ προασπιστὴν μετὰ Θεὸν καὶ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, ἧς ταῖς πρεσβείαις καὶ εὐχαῖς Ὑμῶν ἀξιωθείημεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ακολουθεί η αντιφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχη ΒαρθολομαίουΟ Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΝ ΕΔΙΣ
(Καρυαί, 16 Ὀκτωβρίου 2013)
Ἱερώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Ὁσιώτατοι Πατέρες, οἵ τε Καθηγούμενοι καὶ οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Εἴκοσιν Ἱερῶν Βασιλικῶν, Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
Ἐξοχώτατε κύριε Διοικητά,
Ἡ εὐγνώμων μνήμη εἶναι εὐγενὲς καθῆκον παντὸς προηγμένου πνευματικῶς προσώπου. Ἀνακαλεῖ εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ παρῳχημένα γεγονότα καὶ τὰ ἀπελθόντα πρόσωπα. Προκαλεῖ τὴν ἀναπόλησιν τῆς ἱστορίας καὶ καθιστᾷ ὀλβίους τοὺς ἔχοντας ἐν ἐγρηγόρῳ συνειδήσει τὴν μάθησιν αὐτῆς καὶ τοὺς τὴν ἐξ αὐτῆς διδαχὴν οἰκειοποιουμένους.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐπανειλημμένως καὶ πολλαπλῶς κατὰ τὴν πνευματικήν της πορείαν, τὴν ἐν τῷ κόσμῳ σωτηριώδη στρατείαν της, μνημονεύει ἀνθρώπων καὶ γεγονότων. Τιμᾷ μνήμας Ἁγίων, ἑορτάζει ἐπετείους θαυμάτων. Ὑπομιμνήσκει μνήμας γεγονότων, ὡς τῆς ἀπελευθερώσεως, τῆς διασώσεως ἐκ τοῦ μεγάλου σεισμοῦ, τῶν ἐγκαινίων καὶ ἄλλων. Ἀνακαλεῖ εἰς τὴν ὕπαρξιν ἐν τῷ παρόντι χρόνῳ πρόσωπα καὶ καταστάσεις προϋπάρξαντα∙ ἄλλα προσενεγκόντα ὑπηρεσίαν καὶ διακονίαν∙ ἄλλα ἀρετήν∙ ἄλλα ὑποστάντα διωγμοὺς καὶ ἀδικίας∙ ἕτερα μάστιγας καὶ πειρασμοὺς ἐν τῇ προασπίσει τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν∙ ἄλλα καταξιωθέντα μὲ ὁσιότητα, ἁγιότητα καὶ μοναδικότητα. Ἑνώνει, ἡ Ἐκκλησία, τὸ παρελθὸν μετὰ τοῦ παρόντος καὶ προοιωνίζεται τὸ μέλλον. Ἀποκαλύπτει τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν πορείαν τοῦ κόσμου. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ ἑτέρου, ἐπὶ μίαν καὶ πλέον χιλιετίαν, καθ᾿ ἡμέραν βιοῖ τὸ Θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου.
Ὅλοι οἱ πεφωτισμένοι λαοὶ περὶ πολλοῦ ἔχουν τὴν γνῶσιν τῆς ἱστορίας των. Ἡ Ἐκκλησία μας διασώζει ἀπὸ τὴν λήθην τὴν Πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν κόσμον καί, οὕτως εἰπεῖν, καθιστᾷ ταὐτόχρονον καὶ σύγχρονον βίωμα ἡμῶν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον ἐν τῷ παρόντι.
Σήμερον ἀναμιμνησκόμεθα γεγονότων συμβάντων πρὸ ἑκατὸν ἐτῶν. Τὴν τρίτην Ὀκτωβρίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ δεκάτου τρίτου ἔτους οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν εἴκοσι κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔχοντες τὴν σύμφωνον γνώμην πάντων τῶν μοναχῶν αὐτοῦ, ἐψήφισαν ἐνώπιον τῆς ἐφεστίου Ἱερᾶς Εἰκόνος τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα διὰ τοῦ ὁποίου διεκήρυξαν, ὡς γνωστόν, τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακράν, τοῖς φίλοις καὶ μή, τῇ οἰκουμένῃ ἁπάσῃ, ὅτι ἡ κοινότης τῶν μοναχῶν «ἀποκρούει ἐντόνως ὡς ὀλεθρίαν διὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξιν τοῦ μοναχικοῦ βίου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τὴν ἰδέαν τῆς διεθνο-ποιήσεως, ἢ οὐδετεροποιήσεως, ἢ συγκυριαρχίας, ἢ συμπροστασίας, ἢ ὅπως ἄλλως ἤθελέ τις ὀνομάσει τὴν τάσιν τῆς πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ Ἱεροῦ Τόπου ἡμῶν, θεωρεῖ δὲ τὸ ἱερὸν ἔδαφος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναποσπάστως ἡνωμένον μετὰ τοῦ ὅλου ἐδάφους τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου» (τότε, καὶ νῦν Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας) καὶ «ἱκετεύει τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὅπως διὰ τῆς ἐγκύρου παρεμβάσεώς του σώσῃ τὸν Ἅγιον Τόπον τοῦτον ἀπὸ παντὸς κινδύνου τείνοντος εἰς τὴν ἀλλοίωσιν τοῦ Ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος» (Βλ. Ε΄καὶ Η΄παραγράφους τοῦ Ἱεροῦ Ψηφίσματος, Ἐν Θεσσαλονίκῃ 1913, σσ.6-7).
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ἔφορος, ἡ Προστάτις καὶ Γερόντισσα καὶ Πορταΐτισσα τοῦ Ἁγίου τούτου Τόπου, ηὐδόκησε νὰ ἐπευλογήσῃ τὴν ἀπόφασιν ταύτην τῶν Πατέρων καὶ σήμερον ἑορτάζομεν τὴν ἑκατοστὴν ἐπέτειον τοῦ ἀνωτέρω Ψηφίσματος. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ὁ Ἄθως διῆλθε «σκοτίαν» ἐν ἀναμονῇ τῆς «πρωΐας». Πολλάκις «σκότος ἔχων ταῖς φρεσί», σκότος ἀπορίας, συνεχῶς ἱερούργει καὶ ἐλιτάνευε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐλάμβανε ζωὴν καί «τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ», τῷ ἱερῷ ἀντιμηνσίῳ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, τὴν Ἀνάστασιν καθημερινῶς «ἐτεκμαίρετο», μιμνησκόμενος βιωματικῶς καὶ ἐμπειρικῶς «τῆς περὶ τούτου Γραφῆς». Βεβαίως κρίσεις καὶ κρίσεις, περιστάσεις καὶ περιπτώσεις τοῦ βίου καὶ ἀνάγκαι πολλαὶ βιοτικαὶ καὶ μή, καὶ ἐπιβουλαὶ καὶ ἀμφισβητήσεις ἀντιμετωπίσθησαν ἐπιτυχῶς, ἂν καὶ μὲ πολλὰς κατὰ καιροὺς θυσίας, μέχρι καὶ τοῦ μαρτυρίου ἐνίοτε ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιβίωσις καὶ ἡ ταυτότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, λόγῳ βεβαίως καὶ τῆς μειώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν μετὰ τὸ ἔτος 1913, ἠπειλήθησαν. Χάριτι ὅμως Θεοῦ καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς ἐφόρου καὶ προστάτιδος αὐτοῦ Κυρίας Θεοτόκου, ὁ Ἱερὸς Τόπος προσείλκυσεν ἄλλους, νέους, μορφωμένους, μὲ ἦθος καὶ πνεῦμα, μαθητεύσαντας ἐπὶ μακρὸν πλησίον σεβασμίων γερόντων, καὶ ἤδη αἱ Ἱεραὶ Μοναὶ σχεδὸν πᾶσαι εἶναι σήμερον εἰς ἱκανοποιητικὸν βαθμὸν ἐπηνδρωμέναι καὶ τὸ Ὄρος ἀκμάζει πνευματικῶς καὶ «μαρτυρεῖ τῇ ἀληθείᾳ» (πρβλ. Ἰωάν.ε΄, 33-34).
Τὰ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, λοιπόν, «δάκρυα οὐ μάτην χεῖνται θερμῶς• ἰδοὺ γὰρ κατηξίωται τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διδασκόντων Ἀγγέλων, τῆς ὄψεως» τῆς Ἀναστάσεως∙ «ἀλλ᾿ ἔτι πρόσγεια φρονεῖ, οἷα» οἰκούμενον ὑπ᾿ ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος, φερόντων καὶ ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν καὶ ἀδυναμίαν.
***
Ἰδού, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἑορτάζομεν, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καὶ ἡ κληρουχία αὕτη τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ κοινοῦ «μόνοι πρὸς μόνους», ἐπέτειον ἱστορικήν, ἀναστάσιμον, θὰ ἐλέγομεν αἰώνιον. Θὰ ἔδει δὲ καὶ ὠφείλαμεν ἀσφαλῶς νὰ ἐδοκιμάζομεν ἀποκλειστικὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην, ὡς ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἐν μιᾷ ψυχῇ καὶ καρδίᾳ ἐδοκιμάσαμεν πρὸ ὀλίγου ἐν τῷ Ἱερῷ Θυσιαστηρίῳ, τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ τοῦ Πρωτάτου «ἐπὶ τῇ μεταλήψει τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων» τοῦ Κυρίου. Ὁ περιβάλλων ἡμᾶς κόσμος καὶ τὰ νέφη ἐπὶ τῆς παγκοσμίου σκηνῆς καὶ τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα ἐμποδίζουν νὰ ἔχωμεν καὶ ἐξωτερικῶς τὴν χαρὰν ἣν βιοῦμεν ἐσωτερικῶς ἐν τῇ ἀεννάῳ προσπαθείᾳ ἡμῶν οἱ ἐπίγειοι νὰ «φθάσωμεν» καὶ νὰ προσκυνήσωμεν «τὸν Ἄφθαστον» καὶ τὴν «ἄφθαστον» Παναγίαν Μητέρα Του, τὴν Θεοτόκον, καὶ νὰ ἴδωμεν τὸ Πρόσωπόν Του «καθώς ἐστι», «ἅγιος Κύριος Ἰησοῦς, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».
***
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες,
Ἡ μνήμη καὶ ἡ τιμὴ μιᾶς ἐπετείου ἀποτελεῖ γεγονὸς χαροποιόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἠχηρὰν εὐκαιρίαν καὶ ἀφορμὴν περισυλλογῆς, «ἀπὸ κοινοῦ ἀναμέτρησιν τοῦ ἀγῶνος», διαπίστωσιν κατὰ Θεὸν προόδων ἀλλὰ καὶ κατ᾿ ἄνθρωπον ἀδυναμιῶν καὶ προβλημάτων. Διὸ καὶ ἀπευθυνόμεθα πρὸς ὑμᾶς ἄνευ περιστροφῶν, ὡς πατὴρ πρὸς τέκνα, ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν εἰλικρινείᾳ καὶ ἐντιμότητι, καὶ προβαίνομεν εἰς ὡρισμένας διαπιστώσεις καὶ πατρικὰς ὀφειλετικὰς προτροπάς «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», εἰ καὶ εἴχομεν ἀποφασίσει ἵνα διέλθωμεν τήν «στιγμήν» ταύτην τῆς ἱστορικῆς ἐπετείου ἐν προσευχῇ, περισυλλογῇ καὶ κυρίως ἐν σιγῇ.
Κρίνομεν ὅμως χρέος τοῦ Πατριάρχου καὶ πνευματικοῦ σας Πατρός, τὴν ὑπόμνησιν, ἐν πρώτοις, πρὸς ἑαυτοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους χαρακτηριστικοῦ ἀποσπάσματος τῆς ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τῆς 24ης Σεπτεμβρίου 1913 πρὸς τὰς εἴκοσιν Ἱερὰς Μονὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία προφητικῶς: «ἔρριπτε τὸν περὶ ὅλων κύβον» περὶ τιμωρίας «ἀμειλίκτως, συνῳδὰ τοῖς ἱεροῖς κανόσι καὶ τοῖς καθεστῶσι τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, πάντων τῶν ἀποπειρωμένων τὴν ἀνατροπὴν τοῦ προαιωνίου ἡμῶν καθεστῶτος τούτου μοναχῶν» καὶ ἐν συγκινήσει βαθείᾳ καταθέτομεν φόρον εὐγνωμοσύνης καὶ τιμῆς πρὸς τοὺς Ἁγιορείτας ἐκείνους, τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἐναρέτους, τοὺς ὁσίους καὶ δικαίους, τῶν ὁποίων «ἡ ἱερὰ συγκίνησις ἐκορυφώθη ἀφ᾿ ὅτου οἱ σεβασμιώτατοι Προϊστάμενοι καὶ Καθηγούμενοι ἤρξαντο βάλλοντες μετανοίας ἐνώπιον τῆς Σεπτῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἣν καὶ ἠσπάζοντο ἐξαιτούμενοι τὴν συναντίληψιν αὐτῆς ὑπὲρ τῆς εὐοδώσεως τοῦ θείου αὑτῶν ἔργου, τῆς ἀπελευθερώσεως δηλονοῦν τοῦ Ἱεροῦ αὐτῆς περιβόλου ἀπὸ τῆς δουλείας τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶτα ὑπέγραφον τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα ποιοῦντες ἔτι ἅπαξ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ πρὶν ἢ λάβωσιν ἀνὰ χεῖρας τὸν κάλαμον πρὸς ὑπογραφήν...». Οὗτοι ὑπήσχοντο ἐνώπιον Αὐτῆς (τῆς Εἰκόνος) καὶ τοῦ κόσμου παντὸς ὅτι «ὁ ἱερὸς τόπος θὰ διατηρηθῇ ἀπὸ τοῦδε μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων ἀδούλωτος...», ἀπεκήρυττον «ἐντόνως ὡς ὀλέθρου φορέα τὴν ἰδέαν τῆς οὐδετεροποιήσεως ἢ συγκυριαρχίας...», καὶ ἐκήρυττον «ἀμετακλήτως τὴν ἕνωσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετὰ τῆς Μητρὸς Ἑλλάδος», ὑπογραψάντων πάντων ἐν ἴσῃ προθυμίᾳ τὸ Ψήφισμα, πλὴν τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος «ἐπιφυλαχθέντων ἵνα ἐρωτήσωσι τὴν γνώμην τῆς Μονῆς αὐτῶν».
Τὸ Ἅγιον Ὄρος «ἀπεξεδέχετο τότε τὴν σωτηρίαν» αὐτοῦ «ἀπὸ τῶν ἐγκύρων ἐνεργειῶν καὶ πράξεων» τῆς Μητρὸς αὐτοῦ Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πάντοτε, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν διαρρεύσαντα αἰῶνα, ὑπῆρξεν ἡ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ εὐλογητοῦ, κειμένη αὐτὴ εἰσέτι «ἐν αἰχμαλωσίᾳ» καὶ ἐν περιστατικαῖς ἀνάγκαις τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν καὶ τὴν οἰκουμενικὴν μαρτυρίαν ἀγωνιζομένη, ὑπῆρξε, λέγομεν, ἡ κηδεμών, προστάτις καὶ στοργικὴ περιστερὰ διὰ τὸν ἱερὸν τοῦτον τόπον.
Διὸ καὶ ἐν εὐγνωμοσύνῃ καὶ δοξολογίᾳ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἐπαινοῦμεν τὸν ἀγῶνα, εὐλογοῦμεν τὰ ἔργα, ὑποκλινόμεθα πρὸ τῆς ἁγιότητος τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀοιδίμων ἐκείνων προπατόρων καὶ πατέρων ὑμῶν καὶ ἡμῶν καὶ πρὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἁγνῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς ἀναπεμπομένης «ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίᾳ, ἐν ἡμέρᾳ νυκτὶ καὶ πάσῃ ὥρᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ» ἐνώπιον τῆς πανσέπτου Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος εἰς τὰ ἀπειράριθμα σκηνώματα τῆς δόξης καὶ τῆς χάριτος, ὑπὸ τῶν μυρίων μοναχῶν, τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, οἱ ὁποῖοι ἡγίασαν καὶ ἁγιάζουν τὴν ζωὴν καὶ τὸν τόπον.
Σὺν τῇ εὐχαριστίᾳ ὅμως, ὁμιλοῦντες «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ἐπαναλαμβάνομεν, ὀφείλομεν νὰ ἐπισημάνωμεν καὶ ἀδυναμίας τινὰς καὶ προβλήματα, πολλάκις προερχόμενα καὶ δημιουργούμενα ἐξ ἐπηρείας τοῦ ἀντικειμένου, τοῦ μισοῦντος τὸν κόσμον καὶ πειράζοντος καὶ αὐτοὺς τούς «ἀποταξαμένους» τὸν κόσμον, καὶ τοὺς ἀπειράστους ἀκόμη ἁγίους.
***
Ἀτυχῶς, ἀδελφοί, νέα προβλήματα προκύπτουν καὶ ἐνίοτε ἡ ἐπίλυσις αὐτῶν χρονίζει ὑπερβολικῶς. Εἶναι γνωστὸν εἰς πάντας τό ἐκκρεμές ἀπὸ ἐτῶν ζήτημα τῆς ἀντικανονικῆς καὶ σχισματικῆς «ἀδελφότητος», «παρασυναγωγῆς» ὀρθότερον, ἡ ὁποία, παρανομοῦσα καὶ καταπατοῦσα τὸ θεῖον καὶ τὸ ἰσχῦον κοσμικὸν δίκαιον, ἤτοι τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἔχει καταλάβει τὸ οἰκοδόμημα εἰς τὸν ὁποῖον ἐστεγάζετο ἡ Ἱερὰ Βασιλική, Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου. Ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, αἱ δικαστικαὶ καὶ πολιτικαὶ ἀρχαὶ τῆς Ἑλλάδος, μετὰ καθυστέρησιν καὶ ἀκηδίαν πολλῶν ἐτῶν, ὑπαιτιότητι ὅλων, ἔχομεν δώσει, μετὰ μακρὰν προεργασίαν, τὴν πρέπουσαν κανονικὴν ἐκκλησιαστικὴν λύσιν, ἀποτειχίσαντες τῶν θριγκίων τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀμετανοήτως ἐν σχίσματι καταληψίας «μοναχούς», παραδώσαντες αὐτοὺς εἰς ἀνάθεμα, μέχρις ὅτου ἀνανήψωσι καὶ μετανοήσωσιν. Ἡ προκριθεῖσα δὲ κανονικὴ ἀδελφότης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης συνεκροτήθη καὶ ἐλειτούργησε μέχρι πρὸ ἡμερῶν ἱκανοποιητικῶς ὑπὸ τὴν ἡγουμενίαν τοῦ κατὰ πάντα ἀξίου, ἀγαθοῦ καὶ πλήρους πρᾳότητος καὶ ἀγάπης καὶ μόλις πρὸ δωδεκαημέρου ἐκδημήσαντος αἰφνιδίως πρὸς Κύριον πατρὸς Χρυσοστόμου Κατσουλιέρη, τοῦ ἀληθῶς ἄραντος τόν «σταυρόν» αὐτοῦ καὶ τηρήσαντος πιστῶς καὶ ἀφωσιωμένως τὴν εἰς ἣν ἐκλήθη ὑπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος «ἱερὰν κλῆσιν» καὶ ἀποστολήν. Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ στιγμὴ τῆς ἀποτιμήσεως τῆς προσφορᾶς του. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὴ καὶ καταγεγραμμένη εἰς τὰς δέλτους τῶν ἁγιορειτῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πολλῶν πνευματικῶν αὐτοῦ τέκνων, καὶ ἰδίᾳ τῆς ἀπορφανισθείσης ὀλιγομελοῦς μέν, δυναμικῆς δέ, ἀδελφότητός του. Εἴη ἡ μνήμη αὐτοῦ αἰωνία. Κύριος ἀναπαύσαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
Σὺν τῇ κατ᾿ ἄνθρωπον λύπῃ, ἰδιαιτέραν χαρὰν δοκιμάζομεν ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ ὡς διαδόχου αὐτοῦ, τοῦ Ὁσιολογιωτάτου Ἱερομονάχου π. Βαρθολομαίου, τοῦ ὁποίου εὐλογοῦμεν τὰς ἀπαρχὰς τοῦ «σταδίου» καὶ τοῦ «ἀγῶνος» καὶ συγχαίροντες, δεόμεθα, εὐχόμεθα καὶ προσδοκῶμεν ὅτι μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἀδελφῶν θὰ συνεχίσουν ἐπὶ τῆς ἰδίας γραμμῆς τὴν ἐμπιστευθεῖσαν τῇ «μικρᾷ ἀδελφότητι», τῷ «μικρῷ ποιμνίῳ», ἐκκλησιαστικὴν καὶ ἁγιορειτικήν «παρακαταθήκην», στοιχοῦντες τῷ ζῶντι παραδείγματι τοῦ κοιμηθέντος καὶ ἀναπαυομένου ἐν Κυρίῳ πνευματικοῦ αὐτῶν πατρὸς ἀειμνήστου Χρυσοστόμου.
Δυστυχῶς, ὅμως τὸ οἰκοδομικὸν συγκρότημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, οὔτε ἀκόμη καὶ τὸ ἐλάχιστον ἀναμενόμενον, δηλαδὴ τὸ κτήριον τοῦ Ἀντιπροσωπείου αὐτῆς ἐν Καρυαῖς, παρὰ τὰς παναγιορειτικάς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης ἀποφάσεις, δὲν ἔχει ἀποδοθῆ εἰς τὴν κανονικὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Καὶ ἐν τούτῳ εὐθύνας ὑπέχουν πάντες οἱ κωλυσιεργοῦντες εἰς τὴν ὑλοποίησιν ἐπὶ σειράν ἐτῶν τῶν εἰλημμένων ἀποφάσεων ἐκκλησιαστικῶν, ἁγιορειτικῶν καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης, ἐπὶ περιφρονήσει μὲν τῶν θεσμίων τοῦ ἱεροῦ τόπου καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ καταπατήσει αὐτοῦ τούτου τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου, ἐπιβραβεύσει δέ, οὕτως εἰπεῖν, τῆς ἀντικανονικότητος καὶ τῆς ἐπιδιωκομένης ἀναρχίας καὶ ἐν τῷ ἀμολύντῳ τούτῳ τόπῳ τῆς Παρθένου, τῷ τόπῳ τῆς ἁγνείας καὶ τῆς ἱερᾶς ἀσκήσεως. Καλοῦμεν τοὺς πάντας, ὅπως ἐγκύψωμεν εἰς τὸ θέμα τοῦτο μετὰ ἔτι μεγαλυτέρας προσοχῆς καὶ ὑπεθυνότητος, ἵνα μὴ ὑπάρξουν ἀνεπιθύμητοι εὐρύτεραι ἐξελίξεις, οὐχὶ μόνον ἐπὶ ὀλεθρίῳ διασυρμῷ παγκοσμίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλὰ καί κυρίως ἐξελίξεις σχετιζόμεναι πρός τήν συνέχισιν ἐν ἀσφαλείᾳ, κατ᾿ ἄνθρωπον ὁμιλοῦντες, αὐτῆς ταύτης τῆς ἀσκητικῆς καὶ πνευματικῆς ἐν νομιμότητι πορείας αὐτοῦ. Λέγομεν ταῦτα, προβληματιζόμενοι ἔτι περισσότερον καὶ ἐκ τοῦ φαινομένου τῆς ἐπιλεκτικῆς τηρήσεως τῆς νομιμότητος ὑπὸ τῶν ἐντεταλμένων καὶ τεταγμένων εἰς τὴν διασφάλισιν τῆς τάξεως κρατικῶν ὀργάνων. Ἐφιστῶμεν ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν προσοχὴν πάντων, ἵνα μὴ ἔχωμεν ἀναρχικὰς ἐκφάνσεις, ὡς αἱ πρὸ δύο περίπου μηνῶν, «διὰ ροπάλων καὶ ξύλων» καὶ συγχρόνων τεχνικῶν «ὅπλων», προσελθόντων ἔξωθεν τῆς θείας ταύτης παρεμβολῆς, ἵνα «συλλάβωσι τὸν Ἰησοῦν», «κακοποιοῦντες» Αὐτόν, δηλαδή, κατ᾿ ἀναλογίαν, τό ἀμώμητον κανονικὸν σῶμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
***
Πέραν ὅμως τοῦ χρονίζοντος καὶ φλέγοντος ἐσφιγμενιτικοῦ ζητήματος μὲ τὰς παραμέτρους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τῆς ἀσφαλείας τοῦ Ἱεροῦ Τόπου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου, ἐπαναλαμβάνομεν, ὀφείλει νὰ ἐγκύψῃ μετὰ τῆς δεούσης σοβαρότητος καὶ ὑπεθυνότητος τὸ Ἱερὸν Ἁγιορετικὸν Σῶμα ἐν τῷ συνόλῳ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἐμπλεκόμενοι παράγοντες, μάλιστα ἡ ὀφείλουσα ἵνα τηρῇ τὰ τεθεσπισμένα καὶ τὰς λαμβανομένας ἀποφάσεις ἔντιμος Ἑλληνικὴ Πολιτεία, ἕτερον λυπηρὸν πρόβλημα, ἐξελισσόμενον, παρὰ τὰς ἃς ἔλαβε περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία διαβεβαιώσεις, καὶ λαμβάνον, ὡς ἀνεκοινώθη κατ᾿ αὐτάς, δυσμενῆ τροπήν, εἶναι τό, διὰ τῆς εἰς δίκην παραπομπῆς, διὰ ἐκ προθέσεως πράξεις «κακουργηματικῆς» βαρύτητος, καθηγουμένου ἐκ τῶν πρώτων Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μοναχοῦ συνεργάτου αὐτοῦ, ὡς δημοσιεύεται καὶ διαπομπεύεται διὰ τῶν μέσων ἐνημερώσεως πανελληνίως καὶ παγκοσμίως ὁ ἱερὸς οὗτος τόπος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ χῶρος οὗτος τῆς νυχθημέρου προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Τὸ γεγονὸς ἐλύπησε τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὴν προβληματίζει, ἐπιδείξασαν μέχρι σήμερον ἀνοχὴν καὶ σύνεσιν. Οἱ εἰρημένοι, κατὰ τὸ κατηγορητήριον παραπεμπτικὸν βούλευμα, ἐκινήθησαν ἀξιοποίνως εἰς πολυπράγμονας πρωτοβουλίας καὶ ἐνεργείας πέραν καὶ ἐπὶ ὑπερβάσει τῶν μοναχικῶν καθηκόντων αὐτῶν, διὰ τὰ ὁποῖα ἐγκατελείψατε οἱ τὸν τόπον τῆς Θεομήτορος οἰκοῦντες τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ὁ διασυρμὸς τὸν ὁποῖον ὑφίσταται ὁ Ἱερὸς Τόπος ἐξ αἰτίας των, ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν, εἶναι μέγας. Ἡ τροπὴ τῆς ὑποθέσεως, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐκβάσεως τῆς ἐπικειμένης δίκης, διδάσκει ὅτι δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἐγκαταλείπουν οἱ μοναχοὶ τὴν μοναχικὴν ἄσκησιν καὶ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς ἔργα κοινωνικῆς ἀποστολῆς, διὰ τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὁποίων καταλληλότεροι εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ ἡ ἐν τῷ κόσμῳ στρατευομένη Ἐκκλησία.
Φαίνεται, ὅτι ὁ πειρασμὸς τῆς ἐκκοσμικεύσεως προσβάλλει καί τινας τῶν Ἁγιορειτῶν ἀδελφῶν καὶ πρέπει νὰ τονισθῇ καὶ νὰ ἐπισημαίνηται συνεχῶς καὶ ἐπανειλημμένως ἡ διαφορετικὴ ἀποστολὴ τοῦ μοναχοῦ ἵνα μὴ μετατρέπηται οὗτος ἀπὸ ἀνθρώπου προσευχῆς καὶ ἀφιερώσεως εἰς ἁπλοῦν κοινωνικὸν ἐργάτην ἤ - ὅπερ χεῖρον- καὶ ἐπιχειρηματίαν.
Εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ εἰς τὴν ἀντίληψιν ἡμῶν καὶ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας περιέρχονται καὶ ἄλλαι οὐχὶ σύμφωνοι πρὸς τὴν ἀποστολὴν τῶν μοναχῶν καταστάσεις, διὰ τὰς ὁποίας λυπούμεθα καὶ ὡς ὁ Πατριάρχης σας καὶ πνευματικός σας πατήρ, κυρίως ὄμως διότι διασύρεται ἐν τοῖς ἔθνεσι τὸ ἅγιον ὄνομα καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ περιβλέπτου Ὄρους τούτου τῆς ἀρετῆς. «Οὐκ ἐν ὑμῖν οὕτω», ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἵνα ὁμιλήσωμεν «ἐν ἑνὶ εὐαγγελικῷ λόγῳ». Δαμάσωμεν τὰς ἀδυναμίας ἡμῶν. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς μοναχικῆς κλήσεως καὶ ἀσκήσεως καὶ ζωῆς, καὶ μάλιστα τῆς Ἁγιορειτικῆς, τὴν ὁποίαν ἐφύλαξαν ἀδιαλώβητον οἱ αἰῶνες.
Μὴ λησμονῆτε, Ἁγιορεῖται πατέρες, ὅτι «ἠγοράσθητε τιμῆς» (πρβλ. Α΄Κορ. ς΄, 20), ὅτι εἶσθε «ἀξία πνεύματος». Καὶ αἱ ἀξίαι αἱ πνευματικαί, δὲν ἀγοράζονται, δὲν χαρίζονται, μόνον φυλάσσονται. Πέριξ ἡμῶν ρίπτονται καὶ κυκλοφοροῦν συνθήματα πρόχειρα, παγίδες λέξεων, ἔμμετροι λόγοι, οἱ ὁποῖοι φθείρουν κάθε ὑψηλὴν ἔννοιαν καὶ εὐθυναίνουν ἱερώτατα ἰδεώδη. Ἡμεῖς κρίνομεν μείζονα πάσης τιμῆς, τήν «τιμὴν τοῦ τετιμημημένου» (Ματθ. κζ΄, 9), ἤτοι τὸ κατ᾿ ἐξοχήν «ἄθλημα» καὶ τόν «σκοπόν» καί «στόχον» τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Μοναχικῆς ἀσκήσεως.
Ἐνθυμηθῶμεν, ἀδελφοί, ἐπικαίρως τὰς ὑποσχέσεις ἃς ἕκαστος «καθωμολόγησεν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» καὶ τοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, περιβαλλόμενος τὸ ἱερὸν μέγα ἀγγελικὸν μοναχικὸν σχῆμα, τὸ ὁποῖον φέρει κάθε μεγαλόσχημος ἁγιορείτης ἐπὶ τοῦ στήθους ἐν «νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ», ἤτοι τά «στίγματα» τοῦ Χριστοῦ, «καὶ σταυροῦται καὶ νεκροῦται τῷ κόσμῳ» «διὰ τῆς τελειοτάτης ἀποταγῆς...»∙ ἀπετάξασθε γάρ «τὴν κενὴν ἀπάτην τοῦ βίου τούτου», «...γονεῦσιν, ἀδελφοῖς...συγγενείαις, ἑταιρείαις, φίλοις, συνήθεσι, τοῖς ἐν κόσμῳ θορύβοις, φροντίσι, κτήσεσιν, ὑπάρξεσι, τῇ κενῇ καὶ ματαίᾳ ἡδονῇ καὶ δόξῃ.....», καὶ ἡτοιμάσθητε «πρὸς ἀγῶνας πνευματικούς, πρὸς ἐγκράτειαν σαρκός, πρὸς κάθαρσιν ψυχῆς, πρὸς πτωχείαν εὐτελῆ, πρὸς πένθος ἀγαθόν, πρὸς πάντα τὰ λυπηρὰ καὶ ἐπίπονα τῆς χαροποιοῦ ζωῆς∙ «καὶ γάρ», ὦ μοναχέ, καὶ πεινᾶσαι ἔχεις, καὶ διψῆσαι, καὶ γυμνητεῦσαι... καὶ πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς, οἷς ἡ κατὰ Θεὸν ζωὴ χαρακτηρίζεται». Ἄλλωστε, κατὰ τὴν ἱερὰν ἐκείνην στιγμὴν τῆς μοναχικῆς μεγαλοσχήμου ἐνδύσεως, δὲν ψάλλεται καὶ καθομολογεῖται: «ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; οὐκ ἰδοὺ ταῦτα βλέπομεν γῆν καὶ σποδόν; τί οὖν κοπιῶμεν εἰς μάτην; τί δὲ οὐκ ἀρνούμεθα τὸν κόσμον, καὶ ἀκολουθοῦμεν τῷ κράζοντι∙ ὁ θέλων πορευθῆναι ὀπίσω μου, ἀναλαβέτω τὸν σταυρόν μου, καὶ ζωὴν κληρονομήσει αἰώνιον» (Μέγα Εὐχολόγιον, Ἀκολουθία μεγάλου σχήματος, εὐχαὶ καὶ Ἀντίφωνον Γ΄);
***
Παρ᾿ ὅλας ὅμως τὰς μεμονωμένας αὐτὰς τάσεις ἐκκοσμικεύσεως καὶ τὰς σχετικὰς πτώσεις ὡρισμένων μοναχῶν, καὶ ἀτυχῶς καὶ ἐκ τῶν ταχθέντων εἰς τὸ εἶναι αὐτούς «ὁδηγούς» τῶν πολλῶν, τὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὸν διαρρεύσαντα αἰῶνα, ἐξεπλήρωσε τὴν ἀποστολήν του καὶ ἀνέδειξεν ἀληθῶς ἁγίους μοναστάς, ὡς οἱ συμβαλόντες εἰς τὴν κατάρτισιν τοῦ πρὸ ἑκατονταετίας Ψηφίσματος. Μνημονεύομεν ὅμως καὶ συγχρόνων πνευματικῶν μορφῶν τοῦ Ὄρους τούτου, οἵτινες προβάλλουν καὶ καταξιώνουν εἰς τὰς ἡμέρας μας τὸν ὀρθόδοξον μοναχισμόν, ἐπώνυμοι καὶ κυρίως ἀνώνυμοι μορφαί, προσενέγκασαι καὶ προσφέρουσαι διὰ τοῦ βίου, τῆς πολιτείας, τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς γραφῆς των οἰκοδομὴν καὶ διακονίαν ζωῆς καὶ μαρτυρίας. Ὡς ἀληθῶς «τοὺς ἐν Ἄθω πατέρας καὶ ἀγγέλους ἐν σώματι, ὁμολογητὰς καὶ ὁσίους, ἱεράρχας καὶ μάρτυρας... τιμήσωμεν ἡ τοῦ Ὄρους πληθύς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς».
Τὸ Ὄρος ἐβοήθησε διὰ τῶν προσευχῶν καὶ δεήσεών του τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα του καὶ ἐξῆλθε σῶον, εἰ καὶ τετραυματισμένον καὶ μεμωλωπισμένον, ἀπὸ διαφόρους κρίσεις, κοσμικὰς καὶ πνευματικάς, μερικαὶ τῶν ὁποίων ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἐν ἐνεργείᾳ, ἐνῷ ἄλλαι ἐλησμονήθησαν.
***
Πέραν τῶν ἀνωτέρω καιρίων καὶ λυπηρῶν -ὑφίστανται ἀσφαλῶς καὶ ἄλλα ἀθορύβως καὶ ἐπιτυχῶς καθημερινῶς ἀντιμετωπιζόμενα ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ τῶν κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν-, ζητήματα, ὅμως καὶ ἄλλα μερικὰ τῶν ὁποίων δὲν εὗρον εἰσέτι τὴν λύσιν των.
Θέμα σοβαρόν, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν τελευταίαν τριακονταετίαν καὶ πλέον, ἀπασχολεῖ τὸν Ἱερὸν τοῦτον Τόπον καὶ τὸ ὁποῖον δὲν φαίνεται νὰ εὑρίσκῃ τὴν πρέπουσαν λύσιν, εἶναι τὸ θέμα τοῦ ἐλέγχου τῶν ἐγκαταβιώσεων εἰς αὐτόν, κυρίως τῶν ἀλλοδαπῶν ὁμοδόξων καὶ τῶν ἀλλοεθνῶν τὴν καταγωγήν. Ἡ μὴ σύμπτωσις περὶ τῆς δοτέας λύσεως ὀφείλεται ἐν μέρει εἰς τὴν διαφορετικὴν σκοπιὰν ἀπὸ τῆς ὁποίας θεωρεῖται τὸ ζήτημα καί, ἐν μέρει, εἰς τὰς διαφορετικὰς ἀρχάς, αἱ ὁποῖαι πρυτανεύουν κατὰ τὴν προσπάθειαν ἐπιλύσεως αὐτοῦ.
Ἡμεῖς φρονοῦμεν, ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος πρέπει νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν ἐλευθερίαν του, ὡς καὶ τὸν ἀμιγῶς Ὀρθόδοξον Χριστιανικὸν χαρακτῆρα του ὡς τόπου ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς, καὶ οὐδὲν ἕτερον. Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ γίνῃ τὸ Ὄρος τὸ Ἅγιον τόπος συγκεντρώσεως προσώπων ἐμφορουμένων ὑπὸ ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπεθύμουν νὰ καταστήσουν τὸν Ἱερὸν τοῦτον Τόπον κέντρον ἐθνοφυλετικῶν ἀνταγωνισμῶν καὶ συγκρούσεων. Πρέπει νὰ παραμείνῃ τόπος ἡσυχαστικός, ὅπου λατρεύεται ὁ Θεὸς ὑπὸ πάντων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν χωρὶς τοπικιστικὰς προτιμήσεις καὶ συσπειρώσεις.
Κατὰ τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν ἑρμηνείαν αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ ἀνωτάτου διοικητικοῦ δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ γνωστοῦ εἰς ὅλους Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, διὰ νὰ γίνῃ τις δεκτὸς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἐγκαταβίωσιν δέον νὰ δοθῇ ἔγκρισις ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, λαμβάνοντος ἀσφαλῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὰς σχετικὰς πληροφορίας τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, δεδομένου ὅτι πᾶς κειρόμενος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μοναχὸς ἀποκτᾷ αὐτοδικαίως τὴν ἑλληνικὴν ὑπηκοότητα καὶ δι᾿ αὐτῆς τὴν ἰδιότητα τοῦ εὐρωπαίου πολίτου. Παρὰ ταῦτα, διὰ νεωτέρας ἐξελίξεως (1998), ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀπεποιήθη τὸ δικαίωμά της νὰ ἐλέγχῃ αὐτὴ τὸ ποιὸν τῶν προσερχομένων πρὸς ἐγκαταβίωσιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνέθεσε τὴν ἁρμοδιότητα ταύτην εἰς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἐκ τούτου, πρέπει μὲ αἴσθημα μεγάλης εὐθύνης νὰ ἐξετάζουν τὴν εἰλικρίνειαν καὶ τὴν καταλληλότητα τῶν ἐπιζητούντων κουράν. Πιθανῶς δέ, εἶναι ὑποχρεωτικὸς ὁ κρατικὸς ἔλεγχος ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς θέλουν νὰ καροῦν μοναχοὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι δι᾿ αὐτοῦ καθίστανται πολῖται τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, καὶ ὡς ἐκ τούτου αὐτὴ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐρευνήσῃ ἂν πληροῦν τὰς ἀναγκαίας προϋποθέσεις.
Περὶ τῶν θεμάτων τούτων διεξήχθησαν πολλαὶ συζητήσεις καὶ ὑφίστανται ὀγκώδεις φάκελλοι παρ᾿ ὑμῖν καὶ παρ᾿ ἡμῖν. Τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ 1913 προεκάλεσεν εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα τὴν ἀναφορὰν εἰς τὸ πρόβλημα τοῦτο∙ τὸ περιεχόμενον τοῦ Ψηφίσματος καὶ τὰ ἐκπεμπόμενα δι᾿ αὐτοῦ διαχρονικὰ μηνύματα, προελθόντα ἐξ ἐμπειρίας καὶ σοφίας αἰώνων τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, δέον νὰ παραδειγματίσουν πάντας ὑμᾶς, τοὺς ἐντὸς τοῦ περιβόλου τούτου οἰκοῦντας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔχουσαν καθ᾿ ἡμᾶς λόγον ἔντιμον Ἑλληνικὴν Πολιτείαν. Ἡμεῖς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας προετρεψάμεθα, ἐνουθετήσαμεν, ἠξιώσαμεν, ἀπηυθύνθημεν πρὸς πάντας ἐγγράφως καὶ προφορικῶς, ἐκρούσαμεν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου δι᾿ αὐτὴν ταύτην τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ Ὄρους, προσδοκῶμεν δὲ καὶ ἐλπίζομεν ὅτι θὰ ἴδωμεν ὄχι μόνον τὴν παρελθοῦσαν σήμερον, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἐρχομένην αὔριον, ὡς προεῖδε καὶ ἀπεφάσισε καθοριστικῶς πρὸ αἰῶνος ἀκριβῶς σύσσωμον καὶ ὁμόφωνον τὸ Ὄρος τοῦτο τῆς δόξης Κυρίου. Τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχονται, ὄμως ἡ «ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ἡ παράδοσις καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ταυτότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέον νὰ μείνῃ ἡ αὐτή, ὡς διεσώθη ἀλώβητος εἰς καιροὺς δυσκολωτέρους, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Μὴ ὁδηγοῦμεν ἡμεῖς διὰ τῆς βιοτῆς καὶ τῶν ἐνεργειῶν μας εἰς «ἐγκατάλειψιν» τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, ὡς ἐπηγγείλατο κατὰ τὴν παράδοσιν. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
***
Ἐσχάτως ἀπησχόλησαν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δύο ἄλλα ζητήματα:
Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ φημολογηθεῖσα πρόθεσις τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως νὰ καταργήσῃ τὸ πρὸ τριακονταετίας καὶ πλέον ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Πρωθυπουργοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ Κέντρον Διαφυλάξεως Ἁγιορετικῆς Κληρονομίας (τὸ γνωστὸν ΚΕΔΑΚ), ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ ἐδόθησαν ὑποσχέσεις, τῇ ἀμέσῳ ἀντιδράσει καὶ ταῖς συντόνοις ἐνεργείαις τῆς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος, ὅτι δὲν θὰ καταργηθῇ, ὅπερ λίαν εὐοίωνον καὶ εὐχάριστον, διότι γνωρίζομεν τὸ ἐπιτελεσθὲν ὑπ᾿ αὐτοῦ χρήσιμον καὶ πολυμερὲς ἔργον ἐν τῇ ἀνακαινίσει καὶ συντηρήσει ἱερῶν σκηνωμάτων τοῦ Ἄθωνος. Ἐπαινοῦμεν τὴν εὐαισθησίαν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ εὐχαριστοῦμεν τῇ Ἑλληνικῇ Κυβερνήσει διότι ἔλαβεν ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ἡ κατάργησις θεσμῶν ἐπωφελῶν καὶ κατηξιωμένων, ὡς τοῦ ΚΕΔΑΚ, δημιουργεῖ μείζονα ζημίαν τοῦ προσδοκωμένου τυχὸν ὀφέλους.
Τὸ δεύτερον εἶναι ἡ διατήρησις τῆς εὐνοϊκῆς φορολογικῆς μεταχειρίσεως τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέχρι τοῦδε δὲν εἶναι γνωστὸν ἐὰν ἐλήφθη νομοθετικὴ πρόνοια διὰ τὴν βελτίωσιν τοῦ φορολογικοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἱεροῦ τούτου Τόπου. Ἁπλῶς πληροφορούμεθα ἐξωδίκως ἐν τῇ Μητρὶ Ἐκκλησίᾳ τὰς ἐντόνους καὶ ἀγωνιώδεις ἐν προκειμένῳ προσπαθείας τῆς ὁρισθείσης Ἁγιορειτικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ὅτι ἐδόθησαν ὑποσχέσεις ὅτι θὰ ἀντιμετωπισθῇ τὸ πρόβλημα εὐνοϊκῶς διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σημειωτέον, ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, ὅτι ὁ Ἱερὸς Ἄθως, πέραν τῆς ἀνυπολογίστου καὶ ἀνεκτιμήτου πνευματικῆς προσφορᾶς καὶ διακονίας καὶ μαρτυρίας αὐτοῦ, ἐδώρησεν εἰς τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ὡς ἔπραξε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ πλεῖστον τῆς κτηματικῆς αὐτοῦ περιουσίας πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας προσφύγων καὶ ὅτι παρέχει δωρεὰν φιλοξενίαν εἰς τοὺς πολυαρίθμους ἐπισκέπτας αὐτοῦ. Καταργηθείσης δὲ τῆς προεγκρίσεως τῆς εἰσόδου τῶν ἀλλοδαπῶν εἰς αὐτό, οὗτοι εἰσέρχονται καὶ φιλοξενοῦνται εἰς μεγάλους ἀριθμοὺς ἐν αὐτῷ. Κρίνομεν δικαίαν καὶ ἐπιβλεβλημένην τὴν ἀντιμετώπισιν μετὰ τῆς δεούσης εὐαισθησίας τοῦ ζωτικοῦ διὰ τὸ Ὄρος καὶ διὰ τὴν ἐπιβίωσιν καὶ ἀπρόσκοπτον συνέχισιν τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ ζητήματος τούτου.
Ὁσιώτατοι Πατέρες,
Ἡ ἡμετέρα Μετριότης παρακολοθεῖ μετὰ μείζονος ἐνδιαφέροντος καὶ ἀγρύπνου μερίμνης τὰ ζωτικὰ θέματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ φορολογικόν, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν Ἱερὸν Τόπον καὶ χρῄζουν ἀμέσου ἐπιλύσεως διὰ τὴν ἀνεμπόδιστον συνέχισιν τῆς ἐπιβιώσεως καὶ τῆς πνευματικῆς πορείας αὐτοῦ. Ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων εἶναι δεδομένη ἡ στήριξις τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ὀφειλετικῶς μεριμνώσης διὰ τὴν διαφύλαξιν καὶ προστασίαν τοῦ προνομιακοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, συνταγματικῶς ἐγγυημένου καὶ κατοχυρωθέντος ἀμέσως μετὰ τὴν ἑορταζομένην ἐπέτειον. Ἀσφαλῶς, εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι τὸ ἀρχαῖον τοῦτο προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ Ἱεροῦ Τόπου καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέοντα προνόμια αὐτοῦ, δοθέντα ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων καὶ σεπτῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, προϋπῆρχον δὲ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖον δέον, ἀνεξαρτήτως περιστάσεων, νὰ διασφαλίζῃ καὶ νὰ ἐνισχύῃ ταῦτα, κατὰ τὸ δυνατόν.
Εἰς πάντα τὰ ἀπασχολοῦντα ὑμᾶς καὶ τὸν Ἱερὸν Τόπον θέματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τὴν διατήρησιν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ πνευματικοῦ, ἡσυχαστικοῦ, ἀρχιτεκτονικοῦ καὶ περιβαλλοντικοῦ πλούτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εὑρισκόμεθα παρὰ τὸ πλευρὸν ὑμῶν καὶ ἔχομεν διὰ προνοίας τὰς ἀνάγκας, τὰς δυσκολίας καὶ τὰ ὑφιστάμενα προβλήματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἠδύναντο ἴσως νὰ ἐπιλυθοῦν καὶ κατοχυρωθοῦν, ὡς καὶ τὰ φορολογικὰ προνόμια, διὰ τῆς διαδικασίας τῆς συνταγματικῆς ἐπιταγῆς. Εἰλικρινῶς πάντως διαβεβαιούμεθα ὑμᾶς ὅτι ἐπιθυμοῦμεν νὰ βοηθήσωμεν εἰς τὴν πρόοδον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δὲν θέλομεν νὰ ἐπιβάλωμέν τι τὸ νεωτερικὸν εἰς τὴν ζωὴν αὐτοῦ. Ἀντιθέτως, ὁλοκαρδίως θέλομεν νὰ παραμείνῃ τοῦτο πιστὸν εἰς τὴν γραμμὴν τῶν Πατέρων. Προσευχόμενον, λατρεῦον τῷ Θεῷ καὶ ἁγιάζον τοὺς ἐν αὐτῷ ἀσκουμένους καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν κόσμον ὅλον. Πρὸς τοῦτο, πρέπει νὰ ἐπικρατῇ εἰρήνη, ὁμοφωνία, ἀλληλοκατανόησις καὶ ἑνότης πνεύματος. Ὀφείλομεν νὰ αἰσθανώμεθα ἡνωμένοι μεταξὺ μας καὶ μετὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν λόγον Αὐτοῦ «ἵνα ὦσιν ἕν» οἱ εἰς Αὐτὸν πιστεύοντες, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ εἰς τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀποστολὴν Αὐτοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαύσωμεν χαρὰν καὶ εἰρήνην ὅταν διχογνωμῶμεν καὶ ἀντιπαρατασσώμεθα πρὸς ἀλλήλους.
Ἡ ἔκφρασις διαφορετικῆς γνώμης ἐπὶ τινος θέματος εἶναι ἐνίοτε ἀναπόφευκτος, εἰς οὐδεμίαν ὅμως περίπτωσιν πρέπει ἡ διαφωνία μας νὰ μᾶς διαιρῇ εἰς ἀντίπαλα στρατόπεδα. Διὰ τῆς ταπεινώσεως, διὰ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως, διὰ τῆς ἀγάπης, διὰ τῆς εἰλικρινοῦς ἀναζητήσεως τοῦ εὐαρέστου εἰς τὸν Θεὸν καὶ τελείου θελήματος Αὐτοῦ θὰ φθάνωμεν εἰς ὁμόφωνον ἀπόφασιν περὶ ἑκάστου θέματος καὶ θὰ ἔχωμεν εὐλογίαν καὶ χάριν καὶ προστασίαν. «Τοῦτο μάλιστά ἐστι χάρις, τὸ μὴ διαιρῆσθαι, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἑνὶ κεῖσθαι θεμελίῳ», κατὰ τὸν Θεῖον Χρυσόστομον (Εἰς Α΄Κοριν. Η΄, P.G. 61,72).
Ἀδελφοὶ καὶ φίλοι πατέρες,
Κατακλείομεν μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χρυσορρήμονος Πατρός: «ἀεὶ ἡμῖν», εἰς τὸ Ὄρος τοῦτο τὸ Ἅγιόν, «ἐστιν ἑορτή.... Ἀεὶ Πάσχα δυνάμεθα ἐπιτελεῖν... οὐ καιρὸς ποιεῖ ἑορτήν, ἀλλὰ συνειδὸς καθαρόν... ὁ δὲ συνειδὸς ἔχων ἀγαθὸν καὶ πράξεις τοιαύτας, ἀεὶ ἑορτάζειν δύναται» (Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν Α΄, P.G. 50,454-455).
Σήμερον πανηγυρίζομεν ἱστορικὴν ἡμέραν, ἡμέραν ἀναστάσεως Κυρίου. Ἐλάβομεν «φῶς ἐκ Φωτός». Εἴδομεν Φῶς, τὸν ὡς Θεὸν ἐκ τάφου Ἀναστάντα καὶ ἡμᾶς ἀναστήσαντα Χριστόν, «τὴν ὁλόφωτον Χάριν», οὐ βλεφάροις, ἀλλὰ καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες, διὸ καὶ ἐβιώσαμεν πρὸ ἑκατονταετίας καὶ βιοῦμεν «ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων» τὸ Θαῦμα.
Καὶ ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, οἱ Ἁγιορεῖται, οἱ ἀεὶ ζῶντες, βιολογικῶς καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἐν Κυρίῳ ἀναπαυόμενοι, προσερχόμεθα εἰς τὰ ὀστεοφυλάκια τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ κελλίων, ὥς ποτε ὁ ἀγαθὸς ἐκεῖνος ἁγιορείτης μοναχὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα πρὸς τά «γυμνὰ ὀστᾶ» τῆς Μονῆς του, καὶ προσφθεγγόμεθα τοῖς πᾶσι «Χριστὸς Ἀνέστη», καὶ ἀκούομεν ὡς εὔγλωττον καὶ ἄρρητον τὸν ἀντίλαλόν των καὶ πάσης τῆς Ἁγιορειτικῆς κτίσεως «ἀληθῶς Ἀνέστη». Καὶ ὄντως ἀληθῶς ἀνέστη καὶ ἔχομεν «δεῖπνον ξένον ἕτοιμον ἐν γῇ».
Εὐχαριστοῦμεν δὲ ἐπὶ πᾶσι τῇ Κυρίᾳ τοῦ Περιβολίου τούτου καὶ εἰς αὐτὴν ἐν ἐκτενεῖ δεήσει τὸ παραδίδομεν «καθὼς αὐτὸ ἦν καί ἐστι καὶ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα», μέλποντες καὶ σήμερον τὸ ἐπίκαιρον μεγαλυνάριον τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἀντίπασχα: «Σὲ τὴν φαεινὴν λαμπάδα καὶ Μητέρα τοῦ Φωτὸς τὴν ἀρίζηλον δόξαν καὶ ἀνωτέραν πάντων τῶν ποιημάτων ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν» καὶ δοξάζομεν καὶ προσκυνοῦμεν ὡς «ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου