Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η Κοινή Δήλωση του Πάπα Φραγκίσκου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στα Ιεροσόλυμα


Ως οι αείμνηστοι προκάτοχοι ημών Πάπας Παύλος Ϛ΄ και Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι οποίοι συνηντήθησαν εις Ιεροσόλυμα προ πεντήκοντα ετών, ούτω και ημείς, Πάπας Φραγκίσκος και Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, απεφασί-σαμεν να συναντηθώμεν εις την Αγίαν Γην, «όπου ο κοινός ημών Λυτρωτής, Χριστός ο Κύριος ημών, έζησεν, εδίδαξεν, απέθανεν, ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς, όθεν απέστειλε το Άγιον Πνεύμα επί της πρώτης Εκκλησίας». 
1. Η συνάντησις ημών, μία εισέτι συνάντησις των Επισκόπων των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, ιδρυθεισών υπό των δύο αυταδέλφων Αποστόλων Πέτρου και Ανδρέου, είναι πηγή πνευματικής χαράς δι᾽ ημάς. Παρέχει μίαν ευκαιρίαν υπό της Θείας Προνοίας να σκεφθώμεν επί της βαθύτητος και αυθεντικότητος των υφισταμένων δεσμών, καρπού μιάς πλήρους χάριτος πορείας, εις την οποίαν μας ωδήγησεν ο Κύριος από της ευλογημένης εκείνης ημέρας προ πεντήκοντα ετών. 

2. Η αδελφική ημών συνάντησις σήμερον είναι εν νέον και αναγκαίον βήμα εις την πορείαν προς την ενότητα, προς την οποίαν μόνον το Άγιον Πνεύμα δύναται να μας οδηγήση, εκείνην της κοινωνίας εν νομίμω ποικιλία. Αναλογιζόμεθα μετά βαθείας ευγνω-μοσύνης τα βήματα, τα οποία ο Κύριος μας ενίσχυσεν ήδη να πραγματοποιήσωμεν. Ο εναγκαλισμός ο οποίος αντηλλάγη μεταξύ του Πάπα Παύλου Ϛ΄ και του Πατριάρχου Αθηναγόρου εδώ εις την Ιερουσαλήμ, μετά από αιώνας σιωπής, ήνοιξε τον δρόμον διά μίαν ιστορικήν χειρονομίαν, την εξάλειψιν από την μνήμην και από του μέσου της Εκκλησίας των πράξεων των αμοιβαίων αναθεμάτων του 1054. Τούτο ακολούθησεν η ανταλλαγή επισκέψεων μεταξύ των αντιστοίχων Εδρών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, η αλληλογρα-φία και, αργότερον, η απόφασις, η οποία ανηγγέλθη υπό των αοιδίμων Πάπα Ιωάννου Παύλου Β΄ και Πατριάρχου Δημητρίου, όπως αρχίση θεολογικός διάλογος αληθείας μεταξύ Ρωμαιοκαθολι-κων και Ορθοδόξων. Κατά τα έτη ταύτα, ο Θεός, η πηγή πάσης ειρήνης και αγάπης, μας εδίδαξε να σεβώμεθα αλλήλους ως μέλη της χριστιανικής οικογενείας, υπό τον ένα Κύριον και Σωτήρα Ιησούν Χριστόν και να αγαπώμεν αλλήλους, ώστε να δυνηθώμεν να ομολογήσωμεν την πίστιν μας εις το ίδιον Ευαγγέλιον του Χριστού, όπως παρελήφθη υπό των Αποστόλων και εξεφράσθη και μετεδόθη εις ημάς υπό των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ενώ γνωρίζομεν πλήρως ότι δεν έχομεν φθάσει εις τον σκοπόν της πλήρους κοινωνίας, επιβεβαιούμεν σήμερον την δέσμευσίν μας να συνεχίσωμεν βαδίζοντες από κοινού προς την ενότητα, διά την οποίαν προσηυχήθη ο Κύριος προς τον Πατέρα «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17,21). 
3. Εν πλήρει συνειδήσει ότι η ενότης εκδηλούται εν τη αγάπη του Θεού και τη αγάπη του πλησίον, προσβλέπομεν εν εντόνω προσδοκία εις την ημέραν, κατά την οποίαν θα μετάσχωμεν, τελικώς, από κοινού εις το ευχαριστιακόν δείπνον. Ως χριστιανοί, καλούμεθα να ετοιμασθώμεν να λάβωμεν το δώρον τούτο της Ευχαριστιακής κοινωνίας, συμφώνως προς την διδασκαλίαν του Αγίου Ειρηναίου του Λουγδούνου1, διά της ομολογίας της μιάς πίστεως, εμμένοντες εν τη προσευχή, τη εσωτερική μετανοία, τη ανακαινώσει της ζωής και τω αδελφικώ διαλόγω. Διά της κατορθώσεως του ελπιζομένου τούτου στόχου, θα φανερώσωμεν εις τον κόσμον την αγάπην του Θεού, διά της οποίας αναγνωριζόμεθα ως αληθινοί μαθηταί του Ιησού Χριστού (πρβλ. Ιωάν. 13, 35).
 4. Προς τον σκοπόν αυτόν, ο θεολογικός διάλογος, τον οποίον έχει αναλάβει η Μικτή Διεθνής Επιτροπή, προσφέρει θεμελιώδη συμβολήν εις την προσπάθειαν διά πλήρη κοινωνίαν μεταξύ Ρωμαιο-καθολικών και Ορθοδόξων. Κατά την διάρκειαν των χρόνων, οι οποίοι ηκολούθησαν, επί των Παπών Ιωάννου Παύλου Β´ και Βενεδί-κτου ΙϚ΄, και Πατριάρχου Δημητρίου, η πρόοδος των θεολογικών συναντήσεων υπήρξεν ουσιαστική. Σήμερον εκφράζομεν την εγκάρδιον εκτίμησιν διά τα μέχρι τώρα επιτευχθέντα, καθώς και διά τας τρεχούσας προσπαθείας. Ταύτα ουδόλως αποτελούν απλήν θεωρητικήν άσκησιν, αλλ᾽ άσκησιν εν τη αληθεία και τη αγάπη, η οποία απαιτεί διαρκώς βαθυτέραν γνώσιν των παραδόσεων ενός εκάστου, διά να κατανοήσωμεν αυτάς και να μάθωμεν εξ αυτών. Ούτω, βεβαιούμεν διά μίαν εισέτι φοράν ότι ο θεολογικός διάλογος δεν επιζητεί ένα ελάχιστον κοινόν παρανομαστήν, επί του οποίου να επιτευχθή συμβιβασμός, αλλά πρόκειται μάλλον περί της εμβαθύν-σεως εις την κατανόησιν συνόλου Του, μιής αληθείας, την οποίαν ο Χριστός παρέδωκεν εις την Εκκλησίαν Του, μιάς αληθείας, την οποίαν ουδέποτε παύομεν να κατανοώμεν καλλίτερον καθώς ακολουθούμεν τας οδηγίας του Αγίου Πνεύματος. Ούτω, βεβαιούμεν από κοινού ότι η πιστότης μας εις τον Κύριον απαιτεί αδελφικήν συνάντησιν και αληθή διάλογον. Μία τοιαύτη αναζήτησις δεν μας απομακρύνει από την αλήθειαν· μάλλον, διά της ανταλλαγής των δωρεών, διά της καθοδηγήσεως του Αγίου Πνεύματος, θα μας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν (πρβλ. Ιω. 16, 13). 
5. Παρά ταύτα, καθώς πορευόμεθα προς την πλήρη κοινωνίαν έχομεν ήδη το καθήκον να προσφέρωμεν κονήν μαρτυρίαν της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους συνεργαζόμενοι εις την υπηρεσίαν της ανθρωπότητος, ιδιαιτέρως διά της υπερασπίσεως της αξιοπρεπείας του ανθρωπίνου προσώπου εις όλα τα στάδια της ζωής και της αγιότητος της οικογενείας τεθεμελιωμένης επί του γάμου, της προωθήσεως της ειρήνης και του κοινού καλού, και διά της ανταποκρίσεως εις την οδύνην, η οποία εξακολουθεί να πλήττη τον κόσμον μας. Αναγνωρίζομεν ότι η πείνα, η πτωχεία, η αμάθεια, η άνισος διανομή των αγαθών πρέπει συνεχώς να αντιμετωπίζωνται. Αποτελεί καθήκον μας να επιζητώμεν την οικοδόμησιν από κοινού μιάς δικαίας και ανθρωπίνης κοινωνίας, εις την οποίαν κανείς δεν θα αισθάνεται αποκλεισμένος και περιθωριοποιημένος. 
6. Είναι βαθεία πεποίθησίς μας ότι το μέλλον της ανθρωπίνης οικογενείας εξαρτάται επίσης από το πως προστατεύομεν -μετά συνέσεως και συμπαθείας και μετά δικαιοσύνης- το δώρον της κτίσεως, το οποίον ο Δημιουργός μας ενεπιστεύθη. Ούτως, αναγνωρί-ζομεν εν μετανοία την εσφαλμένην κακομεταχείρισιν του πλανήτου μας, η οποία ισοδυναμεί προς αμαρτίαν εις τα όμματα του Θεού. Βεβαιούμεν την ευθύνην μας και την υποχρέωσίν μας να αναπτύξωμεν αίσθημα ταπεινότητος και εγκρατείας, ώστε όλοι να δύνανται να αισθάνωνται την ανάγκην να σέβωνται την δημιουργίαν και να την προστατεύουν με φροντίδα. Από κοινού υποσχόμεθα την δέσμευσίν μας να καλλιεργήσωμεν την συνείδησιν της φροντίδος διά την δημιουργίαν και την μέριμναν διά την προστασίαν της, εν όψει της αρνήσεως και της αγνοίας· απευθυνόμεθα προς πάντα άνθρωπον καλής θελήσεως να σκεφθή τρόπους διαβιώσεως ολιγώτερον σπατάλους και περισσότερον λιτούς, επιδεικνύοντες μικροτέραν πλεονεξίαν και περισσοτέραν γενναιοδωρίαν διά την προστασίαν του κόσμου του Θεού και προς όφελος του λαού Του. 
7. Υπάρχει επίσης επείγουσα ανάγκη δι᾽ αποτελεσματικήν και δεσμευτικήν συνεργασίαν των χριστιανών προς τον σκοπόν της εξασφαλίσεως παντού του δικαιώματος της δημοσίας εκφράσεως της πίστεως και της δικαίας μεταχειρίσεως κατά την προώθησιν εκείνου, το οποίον ο Χριστιανισμός εξακολουθεί να προσφέρη εις την σύγχρονον κοινωνίαν και τον πολιτισμόν. Επ᾽ αυτού, καλούμεν όλους τους χριστιανούς να προωθήσουν αυθεντικόν διάλογον μετά του Ιουδαισμού, του Ισλάμ και άλλων θρησκευτικών παραδόσεων. Αδιαφορία και άγνοια δύνανται να οδηγήσουν μόνον εις έλλειψιν εμπιστοσύνης και δυστυχώς ακόμη και εις σύγκρουσιν. 
8. Από την αγίαν ταύτην πόλιν της Ιερουσαλήμ εκφράζομεν την κοινήν μας βαθείαν ανησυχίαν διά την κατάστασιν των χριστιανών της Μέσης Ανατολής και το δικαίωμά των να παραμένουν πλήρεις πολίται των χωρών καταγωγής των. Εν εμπιστοσύνη στρεφόμεθα προς τον παντοδύναμον και φιλεύσπλαχνον Θεόν προσευχόμενοι διά την ειρήνην εις την Αγίαν Γην και την Μέσην Ανατολήν εν γένει. Ιδιαιτέρως προσευχόμεθα διά τας Εκκλησίας εις την Αίγυπτον, την Συρίαν και το Ιράκ, αι οποίαι υπέφεραν περισσότερον σοβαρώς εξ αιτίας των προσφάτων γεγονότων. Ενθρρύνομεν όλας τας πλευράς ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων να συνεχίσουν εργαζόμε-νοι διά την καταλλαγήν και την δικαίαν αναγνώρισιν των δικαιωμά-των των λαών. Είμεθα πεπεισμένοι ότι δεν είναι τα όπλα, αλλά ο διάλογος, η συγχώρησις και η καταλλαγή, τα μόνα δυνατά μέσα διά την επίτευξιν της ειρήνης. 
9. Εις μίαν ιστορικήν συγκυρίαν χαρακτηριζομένην από βίαν, αδιαφορίαν και εγωισμόν, πολλοί άνδρες και γυναίκες σήμερον αισθάνονται ότι έχουν χάσει τον προσανατολισμόν των. Ακριβως διά της κοινής μαρτυρίας μας προς την καλήν αγγελίαν του Ευαγγελίου θα ηδυνάμεθα να βοηθήσωμεν τους ανθρώπους της εποχής μας να ανακαλύψουν τον δρόμον, ο οποίος οδηγεί εις την αλήθειαν, την δικαιοσύνην και την ειρήνην. Ηνωμένοι εις τας προθέσεις μας και αναμιμνησκόμενοι το παράδειγμα προ πεντήκοντα ετών εδώ εις την Ιερουσαλήμ του Πάπα Παύλου Ϛ΄ και του Πατριάρχου Αθηναγόρου, καλούμεν όλους τους χριστιανούς, καθώς και πιστούς κάθε θρησκευτικής παραδόσεως και όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως, να αναγνωρίσουν το επείγον της ώρας ταύτης, το οποίον μας υποχρεώνει να επιζητήσωμεν την καταλλαγήν και ενότητα της ανθρωπίνης οικογενείας, με πλήρη σεβασμόν προς τας νομίμους διαφοράς, διά το καλόν όλης της ανθρωπότητος και των γενεών του μέλλοντος. 
10. Αναλαμβάνοντες το κοινόν προσκύνημα εις τον τόπον όπου ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εσταυρώθη, ετάφη και ανέστη, πάλιν, ταπεινώς παραθέτομεν εις την μεσιτείαν της Παναγίας και Αειπαρθένου Μαρίας τα μελλοντικά ημών βήματα εις την οδόν προς την πληρότητα της κοινωνίας, εμπιστευόμενοι ολόκληρον την ανθρωπίνην οικογένειαν εις την άπειρον αγάπην του Θεού. «Ευλογήσαι υμάς Κύριος και φυλάξαι υμάς· επιφάναι Κύριος το πρόσωπον αυτού εφ᾽ υμάς και ελεήσαι υμάς και δώη υμίν ειρήνην (Αριθμ. 6, 25-26)». 
Ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος              Ο Οικουμενικός Πατριάρχης
   [υπογραφή]                                Ο Κωνσταντινούπολεως Βαρθολομαίος
                                                                          [υπογραφή]
Εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου
εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ως οι αείμνηστοι προκάτοχοι ημών Πάπας Παύλος Ϛ΄ και Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι οποίοι συνηντήθησαν εις Ιεροσόλυμα προ πεντήκοντα ετών, ούτω και ημείς, Πάπας Φραγκίσκος και Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, απεφασί-σαμεν να συναντηθώμεν εις την Αγίαν Γην, «όπου ο κοινός ημών Λυτρωτής, Χριστός ο Κύριος ημών, έζησεν, εδίδαξεν, απέθανεν, ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς, όθεν απέστειλε το Άγιον Πνεύμα επί της πρώτης Εκκλησίας»1. 1. Η συνάντησις ημών, μία εισέτι συνάντησις των Επισκόπων των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, ιδρυθεισών υπό των δύο αυταδέλφων Αποστόλων Πέτρου και Ανδρέου, είναι πηγή πνευματικής χαράς δι᾽ ημάς. Παρέχει μίαν ευκαιρίαν υπό της Θείας Προνοίας να σκεφθώμεν επί της βαθύτητος και αυθεντικότητος των υφισταμένων δεσμών, καρπού μιάς πλήρους χάριτος πορείας, εις την οποίαν μας ωδήγησεν ο Κύριος από της ευλογημένης εκείνης ημέρας προ πεντήκοντα ετών. 2. Η αδελφική ημών συνάντησις σήμερον είναι εν νέον και αναγκαίον βήμα εις την πορείαν προς την ενότητα, προς την οποίαν μόνον το Άγιον Πνεύμα δύναται να μας οδηγήση, εκείνην της κοινωνίας εν νομίμω ποικιλία. Αναλογιζόμεθα μετά βαθείας ευγνω-μοσύνης τα βήματα, τα οποία ο Κύριος μας ενίσχυσεν ήδη να πραγματοποιήσωμεν. Ο εναγκαλισμός ο οποίος αντηλλάγη μεταξύ του Πάπα Παύλου Ϛ΄ και του Πατριάρχου Αθηναγόρου εδώ εις την Ιερουσαλήμ, μετά από αιώνας σιωπής, ήνοιξε τον δρόμον διά μίαν ιστορικήν χειρονομίαν, την εξάλειψιν από την μνήμην και από του μέσου της Εκκλησίας των πράξεων των αμοιβαίων αναθεμάτων του 1054. Τούτο ακολούθησεν η ανταλλαγή επισκέψεων μεταξύ των αντιστοίχων Εδρών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, η αλληλογρα-φία και, αργότερον, η απόφασις, η οποία ανηγγέλθη υπό των αοιδίμων Πάπα Ιωάννου Παύλου Β΄ και Πατριάρχου Δημητρίου, όπως αρχίση θεολογικός διάλογος αληθείας μεταξύ Ρωμαιοκαθολι-κων και Ορθοδόξων. Κατά τα έτη ταύτα, ο Θεός, η πηγή πάσης ειρήνης και αγάπης, μας εδίδαξε να σεβώμεθα αλλήλους ως μέλη της χριστιανικής οικογενείας, υπό τον ένα Κύριον και Σωτήρα Ιησούν Χριστόν και να αγαπώμεν αλλήλους, ώστε να δυνηθώμεν να ομολογήσωμεν την πίστιν μας εις το ίδιον Ευαγγέλιον του Χριστού, όπως παρελήφθη υπό των Αποστόλων και εξεφράσθη και μετεδόθη εις ημάς υπό των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ενώ γνωρίζομεν πλήρως ότι δεν έχομεν φθάσει εις τον σκοπόν της πλήρους κοινωνίας, επιβεβαιούμεν σήμερον την δέσμευσίν μας να συνεχίσωμεν βαδίζοντες από κοινού προς την ενότητα, διά την οποίαν προσηυχήθη ο Κύριος προς τον Πατέρα «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17,21). 3. Εν πλήρει συνειδήσει ότι η ενότης εκδηλούται εν τη αγάπη του Θεού και τη αγάπη του πλησίον, προσβλέπομεν εν εντόνω προσδοκία εις την ημέραν, κατά την οποίαν θα μετάσχωμεν, τελικώς, από κοινού εις το ευχαριστιακόν δείπνον. Ως χριστιανοί, καλούμεθα να ετοιμασθώμεν να λάβωμεν το δώρον τούτο της Ευχαριστιακής κοινωνίας, συμφώνως προς την διδασκαλίαν του Αγίου Ειρηναίου του Λουγδούνου1, διά της ομολογίας της μιάς πίστεως, εμμένοντες εν τη προσευχή, τη εσωτερική μετανοία, τη ανακαινώσει της ζωής και τω αδελφικώ διαλόγω. Διά της κατορθώσεως του ελπιζομένου τούτου στόχου, θα φανερώσωμεν εις τον κόσμον την αγάπην του Θεού, διά της οποίας αναγνωριζόμεθα ως αληθινοί μαθηταί του Ιησού Χριστού (πρβλ. Ιωάν. 13, 35). 4. Προς τον σκοπόν αυτόν, ο θεολογικός διάλογος, τον οποίον έχει αναλάβει η Μικτή Διεθνής Επιτροπή, προσφέρει θεμελιώδη συμβολήν εις την προσπάθειαν διά πλήρη κοινωνίαν μεταξύ Ρωμαιο-καθολικών και Ορθοδόξων. Κατά την διάρκειαν των χρόνων, οι οποίοι ηκολούθησαν, επί των Παπών Ιωάννου Παύλου Β´ και Βενεδί-κτου ΙϚ΄, και Πατριάρχου Δημητρίου, η πρόοδος των θεολογικών συναντήσεων υπήρξεν ουσιαστική. Σήμερον εκφράζομεν την εγκάρδιον εκτίμησιν διά τα μέχρι τώρα επιτευχθέντα, καθώς και διά τας τρεχούσας προσπαθείας. Ταύτα ουδόλως αποτελούν απλήν θεωρητικήν άσκησιν, αλλ᾽ άσκησιν εν τη αληθεία και τη αγάπη, η οποία απαιτεί διαρκώς βαθυτέραν γνώσιν των παραδόσεων ενός εκάστου, διά να κατανοήσωμεν αυτάς και να μάθωμεν εξ αυτών. Ούτω, βεβαιούμεν διά μίαν εισέτι φοράν ότι ο θεολογικός διάλογος δεν επιζητεί ένα ελάχιστον κοινόν παρανομαστήν, επί του οποίου να επιτευχθή συμβιβασμός, αλλά πρόκειται μάλλον περί της εμβαθύν-σεως εις την κατανόησιν συνόλου Του, μιής αληθείας, την οποίαν ο Χριστός παρέδωκεν εις την Εκκλησίαν Του, μιάς αληθείας, την οποίαν ουδέποτε παύομεν να κατανοώμεν καλλίτερον καθώς ακολουθούμεν τας οδηγίας του Αγίου Πνεύματος. Ούτω, βεβαιούμεν από κοινού ότι η πιστότης μας εις τον Κύριον απαιτεί αδελφικήν συνάντησιν και αληθή διάλογον. Μία τοιαύτη αναζήτησις δεν μας απομακρύνει από την αλήθειαν· μάλλον, διά της ανταλλαγής των δωρεών, διά της καθοδηγήσεως του Αγίου Πνεύματος, θα μας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν (πρβλ. Ιω. 16, 13). 5. Παρά ταύτα, καθώς πορευόμεθα προς την πλήρη κοινωνίαν έχομεν ήδη το καθήκον να προσφέρωμεν κονήν μαρτυρίαν της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους συνεργαζόμενοι εις την υπηρεσίαν της ανθρωπότητος, ιδιαιτέρως διά της υπερασπίσεως της αξιοπρεπείας του ανθρωπίνου προσώπου εις όλα τα στάδια της ζωής και της αγιότητος της οικογενείας τεθεμελιωμένης επί του γάμου, της προωθήσεως της ειρήνης και του κοινού καλού, και διά της ανταποκρίσεως εις την οδύνην, η οποία εξακολουθεί να πλήττη τον κόσμον μας. Αναγνωρίζομεν ότι η πείνα, η πτωχεία, η αμάθεια, η άνισος διανομή των αγαθών πρέπει συνεχώς να αντιμετωπίζωνται. Αποτελεί καθήκον μας να επιζητώμεν την οικοδόμησιν από κοινού μιάς δικαίας και ανθρωπίνης κοινωνίας, εις την οποίαν κανείς δεν θα αισθάνεται αποκλεισμένος και περιθωριοποιημένος. 6. Είναι βαθεία πεποίθησίς μας ότι το μέλλον της ανθρωπίνης οικογενείας εξαρτάται επίσης από το πως προστατεύομεν -μετά συνέσεως και συμπαθείας και μετά δικαιοσύνης- το δώρον της κτίσεως, το οποίον ο Δημιουργός μας ενεπιστεύθη. Ούτως, αναγνωρί-ζομεν εν μετανοία την εσφαλμένην κακομεταχείρισιν του πλανήτου μας, η οποία ισοδυναμεί προς αμαρτίαν εις τα όμματα του Θεού. Βεβαιούμεν την ευθύνην μας και την υποχρέωσίν μας να αναπτύξωμεν αίσθημα ταπεινότητος και εγκρατείας, ώστε όλοι να δύνανται να αισθάνωνται την ανάγκην να σέβωνται την δημιουργίαν και να την προστατεύουν με φροντίδα. Από κοινού υποσχόμεθα την δέσμευσίν μας να καλλιεργήσωμεν την συνείδησιν της φροντίδος διά την δημιουργίαν και την μέριμναν διά την προστασίαν της, εν όψει της αρνήσεως και της αγνοίας· απευθυνόμεθα προς πάντα άνθρωπον καλής θελήσεως να σκεφθή τρόπους διαβιώσεως ολιγώτερον σπατάλους και περισσότερον λιτούς, επιδεικνύοντες μικροτέραν πλεονεξίαν και περισσοτέραν γενναιοδωρίαν διά την προστασίαν του κόσμου του Θεού και προς όφελος του λαού Του. 7. Υπάρχει επίσης επείγουσα ανάγκη δι᾽ αποτελεσματικήν και δεσμευτικήν συνεργασίαν των χριστιανών προς τον σκοπόν της εξασφαλίσεως παντού του δικαιώματος της δημοσίας εκφράσεως της πίστεως και της δικαίας μεταχειρίσεως κατά την προώθησιν εκείνου, το οποίον ο Χριστιανισμός εξακολουθεί να προσφέρη εις την σύγχρονον κοινωνίαν και τον πολιτισμόν. Επ᾽ αυτού, καλούμεν όλους τους χριστιανούς να προωθήσουν αυθεντικόν διάλογον μετά του Ιουδαισμού, του Ισλάμ και άλλων θρησκευτικών παραδόσεων. Αδιαφορία και άγνοια δύνανται να οδηγήσουν μόνον εις έλλειψιν εμπιστοσύνης και δυστυχώς ακόμη και εις σύγκρουσιν. 8. Από την αγίαν ταύτην πόλιν της Ιερουσαλήμ εκφράζομεν την κοινήν μας βαθείαν ανησυχίαν διά την κατάστασιν των χριστιανών της Μέσης Ανατολής και το δικαίωμά των να παραμένουν πλήρεις πολίται των χωρών καταγωγής των. Εν εμπιστοσύνη στρεφόμεθα προς τον παντοδύναμον και φιλεύσπλαχνον Θεόν προσευχόμενοι διά την ειρήνην εις την Αγίαν Γην και την Μέσην Ανατολήν εν γένει. Ιδιαιτέρως προσευχόμεθα διά τας Εκκλησίας εις την Αίγυπτον, την Συρίαν και το Ιράκ, αι οποίαι υπέφεραν περισσότερον σοβαρώς εξ αιτίας των προσφάτων γεγονότων. Ενθρρύνομεν όλας τας πλευράς ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων να συνεχίσουν εργαζόμε-νοι διά την καταλλαγήν και την δικαίαν αναγνώρισιν των δικαιωμά-των των λαών. Είμεθα πεπεισμένοι ότι δεν είναι τα όπλα, αλλά ο διάλογος, η συγχώρησις και η καταλλαγή, τα μόνα δυνατά μέσα διά την επίτευξιν της ειρήνης. 9. Εις μίαν ιστορικήν συγκυρίαν χαρακτηριζομένην από βίαν, αδιαφορίαν και εγωισμόν, πολλοί άνδρες και γυναίκες σήμερον αισθάνονται ότι έχουν χάσει τον προσανατολισμόν των. Ακριβως διά της κοινής μαρτυρίας μας προς την καλήν αγγελίαν του Ευαγγελίου θα ηδυνάμεθα να βοηθήσωμεν τους ανθρώπους της εποχής μας να ανακαλύψουν τον δρόμον, ο οποίος οδηγεί εις την αλήθειαν, την δικαιοσύνην και την ειρήνην. Ηνωμένοι εις τας προθέσεις μας και αναμιμνησκόμενοι το παράδειγμα προ πεντήκοντα ετών εδώ εις την Ιερουσαλήμ του Πάπα Παύλου Ϛ΄ και του Πατριάρχου Αθηναγόρου, καλούμεν όλους τους χριστιανούς, καθώς και πιστούς κάθε θρησκευτικής παραδόσεως και όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως, να αναγνωρίσουν το επείγον της ώρας ταύτης, το οποίον μας υποχρεώνει να επιζητήσωμεν την καταλλαγήν και ενότητα της ανθρωπίνης οικογενείας, με πλήρη σεβασμόν προς τας νομίμους διαφοράς, διά το καλόν όλης της ανθρωπότητος και των γενεών του μέλλοντος. 10. Αναλαμβάνοντες το κοινόν προσκύνημα εις τον τόπον όπου ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εσταυρώθη, ετάφη και ανέστη, πάλιν, ταπεινώς παραθέτομεν εις την μεσιτείαν της Παναγίας και Αειπαρθένου Μαρίας τα μελλοντικά ημών βήματα εις την οδόν προς την πληρότητα της κοινωνίας, εμπιστευόμενοι ολόκληρον την ανθρωπίνην οικογένειαν εις την άπειρον αγάπην του Θεού. «Ευλογήσαι υμάς Κύριος και φυλάξαι υμάς· επιφάναι Κύριος το πρόσωπον αυτού εφ᾽ υμάς και ελεήσαι υμάς και δώη υμίν ειρήνην (Αριθμ. 6, 25-26)». Ο Πάπας Ρώμης Ο Οικουμενικός Πατριάρχης [υπογραφή] [υπογραφή] Φραγκίσκος Ο Κωνσταντινούπολεως ΒαρθολομαίοςΔιαβάστε περισσότερα: Ολόκληρη η κοινή δήλωση Βαρθολομαίου-Φραγκίσκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου