Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η διάδοση της τιμής του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά (του Ηλία Χρυσοστομίδη )

Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 16/1/2013 στο Πνευματικό Κέντρο Αγίου Γεωργίου «Μιχάλη Καραγιάννη», στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τη μνήμη του Αγίου

Μνήμη Ελένης Σπυριδωνίδη

Το θέμα της σημερινής μου ομιλίας είναι «η διάδοση της τιμής του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά» και αρχικά θα πρέπει να δώσω αρκετές διευκρινιστικές λεπτομέρειες για πολλά σημεία αυτού του τίτλου. Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσω ότι ο ίδιος ο τίτλος της ομιλίας θέτει κάποιους περιορισμούς, πρώτος από τους οποίους είναι ο γεωγραφικός. Το θέμα της σημερινής ομιλίας εντοπίζεται στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, έναν εύφορο τόπο που δημιουργείται από ένα σπάνιο υδάτινο σύμπλεγμα: τις δύο λίμνες, την Κορώνεια και τη Βόλβη, τον Ρήχιο ποταμό και το παραλίμνιο δάσος της Απολλωνίας. Οι δύο λίμνες εντάσσονται στην ίδια λεκάνη απορροής, τη Μυγδονία λεκάνη, που από την αρχαιότητα ακόμη υπήρξε το οικιστικό κέντρο της κεντρικής αρχαίας Μακεδονίας. Η λιμνολεκάνη οριοθετείται από το ηφαιστιογενές ύψωμα Ντεβέ Καράν, τα αντερίσματα του Χορτιάτη και τα βουνά του Βερτίσκου. Η γεωφυσική μορφολογία που δημιουργεί η εναλλαγή των χαμηλών βουνών και των υδάτινων πόρων δημιουργεί την εικόνα μιας φυσικής αγκαλιάς, επίκεντρο της οποίας παραμένουν οι δύο λίμνες.

Την Μυγδονία λεκάνη έτεμνε κάθετα η Εγνατία Οδός, ο δρόμος που οδηγούσε από την Κωνσταντινούπολη στην Θεσσαλονίκη. Τον δρόμο αυτό διέσχισε ο απόστολος Παύλος για να μεταδώσει το μήνυμα του Χριστιανισμού στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Τον δρόμο αυτό ακολουθούσαν για αιώνες στρατεύματα, καραβάνια, έμποροι αλλά και πληθυσμοί που μετακινούνταν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Η εύφορη αυτή περιοχή, γνωστή από την αρχαιότητα, προσέλκυε εργάτες και ευνοούσε τη μετακίνηση πληθυσμών, καθώς τούρκοι μεγαλογαιοκτήμονες όριζαν αυτή τη γη με τσιφλίκια, στην οποία απασχολούσαν χριστιανούς κολλήγους. Η περιοχή αυτή τεμνόταν και οριζόντια, από τους δρόμους που οδηγούσαν στα εμπορικά κέντρα του Βορρά: τη Νιγρίτα, τις Σέρρες, τη Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ο κάμπος της Βαρδαριάς, όπως αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια, να αποτελεί σταυροδρόμι λαών και τόπος συνάντησης ανθρώπων, γνωστός ως «ποδιά του Χολομώντα», που εξασφάλιζε τη σταθερότητα στους μόνιμους κατοίκους του, καθώς προφήτευσε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για την «ποδιά του Χολομώντα», πως ό, τι κι αν συμβεί δεν πρόκειται ποτέ να πειραχτεί από κανέναν, αγία υπόσχεση που ακόμη και σήμερα την επιβεβαιώνουν ψελλίζοντας τα χείλη των μεγαλυτέρων.

Δεύτερος βασικός περιορισμός είναι ο χρονικός: τον χρονικό περιορισμό υπαινίσσεται το μαρτύριο του τιμώμενο αγίου, του νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου, του εκ Τσουρχλίου Γρεβενών καταγομένου και εν Ιωαννίνοις μαρτυρήσαντος. Ο άγιος μαρτύρησε το 1838 στα Γιάννενα και η αγιότητά του καθιερώθηκε στη συνείδηση των Χριστιανών αμέσως μετά από το μαρτύριό του. Η παλαιότερη σωζόμενη εικονογράφηση του αγίου τοποθετείται στις 30 Ιανουαρίου 1838, που γίνεται από τον αγιογράφο Ζήκο, από τους Χιονιάδες των Ιωαννίνων, κατόπιν παραγγελίας του ιερομονάχου Χρύσανθου Λαϊνά, ενός προσώπου που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διάδοση της τιμής του. Η επίσημη αγιοκατάταξή του από το οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε λίγο αργότερα, στις 19 Σεπτεμβρίου 1839.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, γεωγραφικό και χρονικό, θα οριοθετήσω αυτή τη σημερινή ανακοίνωση και θα προσπαθήσω να περιγράψω την τιμή και τη διάδοσή της στην λιμνολεκάνη του Λαγκαδά. Θα επιχειρήσω, ακόμη, να ψηλαφίσω την τιμή προς τον άγιο, όπως αυτή εκφράστηκε από το πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας με τα θαύματα που επιτέλεσε και την αγάπη των κατοίκων προς το πρόσωπό του. Θα επιδιώξω, τέλος, να συνάγω κάποια συμπεράσματα, περιορισμένης ίσως ισχύος, καθώς βασίζονται σε προφορικές μαρτυρίες, τεκμήρια, όμως, της διαπιστευμένης τιμής και αγάπης προς τον φουστανελοφόρο νεομάρτυρα.

Η τιμή του αγίου σήμερα περιορίζεται κυρίως προς την δυτική πλευρά της λιμνολεκάνης και επίκεντρό της είναι η κωμόπολη του Δρυμού (με πληθυσμό 3.500 κάτοικους). Ενδείξεις για την τιμή προς τον άγιο σώζονται, στη δυτική πλευρά της λιμνολεκάνης στο γειτονικό Μελισσοχώρι, την Άσσηρο και τον Λαγκαδά, ενώ η ανάμνηση της τιμής στο άγιο διασώζεται στους παραλίμνιους οικισμούς της Κορώνειας, χωρίς, ωστόσο, αυτή να μπορεί να διαπιστωθεί μέσα από προσκυνητάρια, εικόνες και προφορικές παραδόσεις. Η μορφή του αγίου, όμως, ήταν οικεία στους παλαιότερους κατοίκους, αν και δεν είναι σε θέση πια να δικαιολογήσουν οτιδήποτε άλλο. Ας παρακολουθήσουμε, όμως, τα γεγονότα ακολουθώντας μια γραμμική αφήγηση: 

Το 1915 κάποιος άτεκνος μελισσοχωριανός, ονόματι Αναστάσιος Γκούκος ονειρεύτηκε έναν νεαρό φουστανελοφόρο άνδρα με φέσι στο κεφάλι και σταυρό στο χέρι. Ο νεαρός αυτός τον παρακινούσε να ξεθάψει την εικόνα του από τον τόπο στον οποίο ήταν θαμμένη. Ο τόπος αυτός ήταν ένα παρακείμενο στο χωριό ρέμα, το οποίο κατά τους χειμερινούς μήνες πλημμύριζε με νερό: το Κουρού-Ντερέ (στα τουρκικά: ξερό ρέμα), που βρισκόταν βορειοδυτικά του χωριού. Ο Γκούκος υπάκουσε στις οχλήσεις του νεαρού άνδρα, αν και η μορφή αυτή του ήταν παντελώς ξένη. Το επόμενο πρωί, συζήτησε το όνειρο με τη γυναίκα του Μαρία, και αποφάσισε να πάει στο χώρο όπου του υπέδειξε ο φουστανελοφόρος άνδρας. Δεν χρειάστηκε να σκάψει βαθιά, όταν διαπίστωσε ότι πράγματι υπήρχε εκεί μία σανίδα, ένα μεγάλο επίπεδο ξύλο στο οποίο ήταν αποτυπωμένη σε καμβά η μορφή που τον είχε ενοχλήσει. Έντρομος ο Γκούκος ξαναγύρισε στο Μελισσοχώρι με την εικόνα στα χέρια του, μη ξέροντας πώς να αντιδράσει. Το βράδυ ονειρεύτηκε την ίδια μορφή, που του ζήτησε να χτίσει ένα μικρό προσκυνητάρι για να τοποθετήσει εντός αυτού την εικόνα, στον τόπο όπου είχε ευρεθεί.

Ο παππούς Γκούκος ξεκίνησε να χτίζει το προσκυνητάρι με όσα μέσα είχε στη διάθεσή του: λίγες πέτρες και ξύλα, που υπήρχαν στο ρέμα. Χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς τοποθετείται η εύρεση της εικόνας και η απόπειρα ανέγερσης του μικρού προσκυνηταρίου, θα πρέπει να εικάσουμε ότι θα επρόκειτο προφανώς για το διάστημα Ιουνίου – Οκτωβρίου, καθώς το ρέμα δεν είχε νερό που να εμποδίζει την ανέγερση του προσκυνηταρίου. Η χρονολογία παραμένει ένα ακόμη ζητούμενο, αν και οι προφορικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για το χρονικό διάστημα 1915-1916. 

Κατά το διάστημα που ο Γκούκος προσπαθούσε να χτίσει το προσκυνητάρι, μια ομάδα δρυμιωτών επέστρεφαν από το Κουκούς του Αβρέτ-Χισάρ, το σημερινό Κιλκίς, που είχε ερημωθεί από τους βούλγαρους κατοίκους του και σε αυτό είχαν αρχίσει να έρχονται οι πρώτοι Στρωμνιτσιώτες πρόσφυγες. Επρόκειτο για τον παππού Κατσίκα, τον παππού Χατζηκαμάρη και τον παππού Καρατζιά, οι οποίοι είχαν πάει στο Κιλκίς για να πουλήσουν οπωροκηπευτικά. Στο γυρισμό, σταμάτησαν στο Κουρού-Ντερέ και έβγαλαν να προγευματίσουν προτείνοντας να καθίσει δίπλα τους και ο Γκούκος. Τότε, πάνω στη συζήτηση, ο Γκούκος τους αποκάλυψε την ιστορία του: αναφέρθηκε για το θαύμα που έζησε και την υπερφυσική ενύπνια παρουσία του φουστανελοφόρου. Η ιστορία, όμως, αντιμετωπίστηκε με χλευασμό από τους τρεις δρυμιώτες, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, τον κατηγόρησαν ότι χτίζει προσκυνητάρι για να κοροϊδεύει τον κόσμο, αφού ένας τέτοιος άγιος τους ήταν άγνωστος και ότι ο Γκούκος εκτελούσε τις επιταγές «ενός κατσαπλιά». Ο Γκούκος αρνήθηκε να απαντήσει. Μόλις οι τρεις δρυμιώτες γευμάτισαν, προσπάθησαν να σηκωθούν, αλλά τους ήταν αδύνατο! Για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσαν να σηκωθούν και παρέμεναν ανίκανοι στη γη! Τότε αναγκάστηκαν να τάξουν στον άγιο λάδι και θυμίαμα και ξαφνικά σηκώθηκαν όρθιοι.

Το ίδιο βράδυ η σύζυγος του Κατσίκα μετέφερε την εξιστόρηση του άνδρα της στη γιαγιά Μετάξω Σταυρούδη. Αυτή ήταν και η πρώτη δημόσια γνωστοποίηση του θαύματος του φουστανελοφόρου αγίου, του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο με μαύρη μελάνι δεξιά και αριστερά της εικόνας: ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΞ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. Ο Γκούκος ολοκλήρωσε το προσκυνητάρι και «θρόνιασε» την εικόνα, η οποία παρέμενε πλέον εκεί, όπως είχε ζητήσει στο ενύπνιο ο άγιος. Και μολονότι το προσκυνητάρι ήταν χτισμένο στο μέσο του ρέματος, τα ορμητικά νερά του χειμώνα άφηναν ανέγγιχτο το μικρό καλύβι του αγίου. 

Μετά από λίγο ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Βρισκόμαστε, πια, στα 1917. Τότε, αγγλικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στον Δρυμό και το Μελισσοχώρι, όπως και στις αγροτικές περιοχές γύρω από τα χωριά αυτά, καθώς και στις πλαγιές του βουνού του Μελισσοχωρίου, για να έχουν εποπτεία του κάμπου του Κιλκίς και της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά. Πίσω από το Μελισσοχώρι, στο παλιό τσιφλίκι Νταουτλί, στο βόρειο τμήμα του σημερινού χωριού Μονόλοφος, εγκαταστάθηκαν άγγλοι στρατιώτες και έχτισαν φυλάκιο. Από την πρώτη νύχτα της εγκατάστασής τους, οι λευκές πέτρες με τις οποίες είχε χτιστεί το προσκυνητάρι στη μέση του ρέματος προσείλκυαν την προσοχή και τις σφαίρες τους. Οι σφαίρες κατά παράδοξο τρόπο γυρνούσαν πίσω, και ανάγκασαν τους άγγλους στρατιώτες να διερευνήσουν την υπόθεση. Τότε, διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για ένα μικρό προσκυνητάρι, που περιείχε μία εικόνα και ένα μικρό καντήλι. Έκπληκτοι οι νεαροί άγγλοι αποφάσισαν να γκρεμίσουν το μικρό προσκυνητάρι και να χτίσουν ένα ναΰδριο, στο οποίο να τοποθετήσουν την εικόνα. Και πράγματι το έκαναν.

Ξεκίνησαν την επομένη κιόλας ημέρα. Η ανθρώπινη ανησυχία συνέχεια της δυσπιστίας του αποστόλου Πέτρου, αλλά και η υπερφυσική παρουσία του αγίου, ανάγκασε τους άγγλους στρατιώτες να ξαναχτίσουν το παρεκκλήσι πέραν της όχθης του ρέματος, για να μην διατρέχει τον παραμικρό κίνδυνο η εικόνα του αγίου. Η ανέγερση του μικρό ναού τους πήρε περίπου μία εβδομάδα. Το βράδυ που τελείωσαν, αποφάσισαν, δίχως λόγο, να μείνουν εκεί. Τότε, διηγούνταν οι άγγλοι στρατιώτες στους μελισσοχωριανούς, έβλεπαν μία σκιά να κοιμάται δίπλα τους και να απαντά στις ερωτήσεις τους! Το πρωί σηκωνόταν η σκιά αυτή και διαπερνώντας την κόγχη που υπήρχε εν είδει ιερού εξαφανιζόταν.

Η φήμη του φουστανελοφόρου αγίου που επιτελεί θαύματα δεν άργησε να διαδοθεί. Καθημερινά σχεδόν κάτοικοι του Δρυμού και του Μελισσοχωρίου μετακινούνταν στο Κουρού-Ντερέ, άναβαν το παρεκκλήσι του, τελούσαν αρτοκλασίες και εναπέθεταν τις ελπίδες τους. Ο μακαριστός πατήρ Δημήτριος Μπουντόκας από το Μελισσοχώρι, διηγούνταν πάντα με δάκρυα πως στον άγιο Γεώργιο χρωστούσε το φως του: όταν ήταν μικρός, σε ηλικία μόλις 40 ημερών προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα και έχασε το φως του. Οι γονείς του δαπάνησαν χρήματα σε γιατρούς στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να αποκαταστήσουν την όραση του παιδιού, αλλά τελικά δεν το κατάφεραν. Σε ηλικία τριών περίπου ετών, ο μικρός Δημήτρης είχε μείνει εντελώς τυφλός. «Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών», έλεγε αργότερα ο ίδιος, «όταν η μακαρίτισσα η μάνα μου με φόρτωσε στο γαϊδουράκι, ανήμερα των αγίων Πέτρου και Παύλου, και με πήγε στον άγιο Γεώργιο στο Κουρού-Ντερέ, προκειμένου να ξενυχτήσουμε εκεί για την εορτή των αγίων δώδεκα Αποστόλων. Μόλις φτάσαμε η μάνα μου έστρωσε χαμηλά μέσα στο ναό και αμέσως με πήρε ο ύπνος. Μέσα στον ύπνο μου την άκουγα που έκλαιγε και μονολογούσε και τρομαγμένος κάποια στιγμή ξύπνησα. Γύρισα στη μάνα μου και τη ρώτησα τι ήταν εκείνο το φως που μόλις και μετά βίας έβλεπα μέσα στο ιερό να τρεμοσβήνει. Εκείνη με φιλούσε και έκλαιγε και φώναζε «είδε το παιδί». Και όταν ξημέρωσε, το φως μου είχε αρχίσει να επανέρχεται και εγώ ξαναείδα. Ήταν ξημέρωμα των αγίων δώδεκα Αποστόλων, 30 Ιουνίου». Ο πατήρ Δημήτριος χειροτονήθηκε διάκονος είκοσι πέντε χρόνια αργότερα από τον μακαριστό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα τον Α΄, στις 30 Ιουνίου, και ένα χρόνο αργότερα, την ίδια ημέρα, πρεσβύτερος.

Στις 18 Δεκεμβρίου του 1947 μία ομάδα νεαρών διασκέδαζε στον Δρυμό σε καφενείο στην πλατεία. Η ώρα ήταν περίπου 21.15, και το αργότερο σε καμιά ώρα οι νεαροί σκέφτονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Τότε ακούστηκε φασαρία και μια ομάδα ανταρτών περικύκλωσε το μαγαζί. Ο αρχηγός τους μπήκε μέσα, ζήτησε από τους νεαρούς να πετάξουν τα όπλα ή τα μαχαίρια που πιθανόν είχαν πάνω τους, και τους μίλησε. Τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν για το καλό της πατρίδας. Κανά δυο κατάφεραν και ξέφυγαν, οι υπόλοιποι, όμως, σαράντα ακολούθησαν τους αντάρτες, πρώτα στις γειτονικές Μάνδρες και μετά στην Κρηστώνη και στο Κιλκίς. Την επόμενη ημέρα το πρωί, οι μάνες των παιδιών, που είχαν χάσει τον ύπνο τους, γύριζαν από παρεκκλήσι σε παρεκκλήσι, άναβαν το καντήλι του και προσεύχονταν για την επιστροφή των παιδιών τους. «Έδωσε ο Θεός και μας φύλαξε, και κανείς μας δεν έπαθε τίποτε», έλεγαν αργότερα. Ο πρώτος που κατάφερε να γυρίσει στο χωριό ήταν ο μακαρίτης Βαγγέλης Παπαευαγγέλου. Το έσκασε το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου και έφτασε με τρύπια την χλαίνη, κουρασμένος και περιδεής στο χωριό το ξημέρωμα της 17ης Ιανουαρίου. Στο μεταξύ οι γυναίκες του χωριού είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στον Θεό. Μία από αυτές, η μακαρίτισσα γιαγιά Βαγγελούδα Χατζή, καταγόμενη από τη Νιγρίτα, αποφάσισε να πάει στον άγιο Γεώργιο στο Κουρού-Ντερέ. Παρακάλεσε τη γειτόνισσά της, Παναγιώτα Μητρακούδη να της ζυμώσει ένα πρόσφορο για να υψώσει και νωρίς το πρωί μαζί με τον παπα Γιάννη Πλόχωρα έφτασαν στον άγιο Γεώργιο. Ύψωσαν το πρόσφορο, προσευχήθηκαν και γύρισαν πίσω. Το ίδιο μεσημέρι, ο γιος της ο Δημήτρης, ήταν πίσω ζωντανός! Τελευταίος από την ομάδα αυτή γύρισε ο δάσκαλος Δημήτρης Παπαευαγγέλου, αδελφός του Βαγγέλη. Καθότι μεγαλύτερος σε ηλικία από όλους τους συλληφθέντες, κατάφερε να το σκάσει τελευταίος: περνώντας μέσα από δάση έφτασε στο Κουρού-Ντερέ, μπήκε μέσα στο ρέμα, βάζοντας ένα καλάμι μονάχα στο στόμα του για να αναπνέει και σύρθηκε μέσα στη λάσπη του ρέματος. Έφτασε στο χωριό στις 23 Απριλίου 1948, ημέρα του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.

Οι διηγήσεις αυτές, που πλέον είχαν πυκνώσει, υπήρξαν η απαρχή της τιμής του αγίου, που με θαυματουργικό τρόπο εμφανίστηκε στην περιοχή μας. Κάθε οικογένεια στον Δρυμό – και δεν είναι υπερβολή – είχε να διηγείται μία τέτοια θαυματουργική παρέμβαση του αγίου στη ζωή της. Πόσο παράδοξη, όμως, είναι η εμφάνιση του αγίου στην περιοχή αυτή; Ήταν σίγουρα μια άγνωστη φυσιογνωμία; 

Ο Δρυμός και το Μελισσοχώρι – για να επικεντρωθώ στα δύο αυτά χωριά – ανήκουν στα πολύ παλιά χωριά της επαρχίας. Αναφορές για την ύπαρξή τους και την οργανωμένη κοινότητα βρίσκουμε ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα σε οικονομικής φύσεως έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, με τίτλους κυριότητας της έγγειας περιουσίας τους. Σε αντίθεση με τον Λαγκαδά, που ήταν στρατιωτικό κέντρο της περιοχής, και την Άσσηρο, που ήταν κέντρο διακομιστικού εμπορίου με χάνια για τα καραβάνια από και προς τη Θεσσαλονίκη, ο Δρυμός και το Μελισσοχώρι ήταν χωριά οργανωμένα, ελληνόφωνα και ορθόδοξα στην ολότητά τους.

Το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων των χωριών αυτών υπήρξε πάντα ακμαίο, με ιδιαίτερη τιμή στο πρόσωπο των αγίων Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Αθανασίου του μεγάλου και κυρίως της Υπεραγίας Θεοτόκου, στους οποίους είχαν αφιερώσει τάματα, εικονοστάσια, παρεκκλήσια και κυρίως τα ονόματά τους. Ιδιαίτερη τιμή απολάμβαναν στα χωριά μας οι τοπικοί άγιοι: ο άγιος Δημήτριος και ο άγιος Νέστορας, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, θεσσαλονικείς και οι τρεις τους, αλλά και ο άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω. Αυτόν τον τελευταίο εικονίζει μια μεγάλη εικόνα στον Δρυμό, ενυπόγραφο δημιούργημα του κουλακιώτη αγιογράφου Σταυράκη Μαργαρίτη, του βασικού εκπροσώπου του κουλακιώτικου αγιογραφικού εργαστηρίου, του δεύτερου ιστορικά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο άγιος, που παριστάνεται ολόσωμος, με μοναχικό σχήμα και ηγουμενική πατερίτσα, με ιλαρό πρόσωπο και ήρεμα χαρακτηριστικά, έγινε με έξοδα του Σταύρου Σταυρούση. Το όνομα του αγίου έχει δοθεί σε αρκετούς άνδρες στον Δρυμό και στο Μελισσοχώρι, που τιμούν αυτόν τον άγιο και γιορτάζουν στις 23 Ιανουαρίου. Νεώτερος, από άποψη αγιοκατάταξης, από τον άγιο αυτό δεν υπάρχει ιστορημένος στα χωριά μας, με μόνη εξαίρεση την αγία νεομάρτυρα Κυράννα από την κοντινή Όσσα, την παλιά Βυσσώκα. 

Η αγία, που μαρτύρησε το 1751 στη Θεσσαλονίκη και τα οστά της μετακομίστηκαν στην ιδιαίτερη πατρίδα της, έτυχε μιας περιορισμένης λατρείας και στον Δρυμό. Κυρίως, όμως, σχετίζεται με τη μετακίνηση πληθυσμών από τα βουνά του Βερτίσκου προς την λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, όταν συμπατριώτες της και κάτοικοι γειτονικών χωριών, φοβούμενοι αντίποινα από τους Τούρκους, διεσπάρησαν στην επαρχία. Η αγία είναι η μοναδική νεομάρτυς η οποία τιμάται στα χωριά μας, και μάλιστα με πολύ περιορισμένη διάδοση. Ο Δρυμός και το Μελισσοχώρι, χωριά παλιά και συντηρητικά στην αποδοχή τιμής νέων αγίων, θα ήταν περίεργο να δεχτούν αγίους στο αγιολόγιό τους εύκολα, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια θαυματουργική ίσως παρέμβασή τους στην τοπική κοινωνία.

Γιατί όμως όλη αυτή η συζήτηση; Αν και οι προφορικές μαρτυρίες αποσιωπούν κάθε πληροφορία για μετακίνηση πληθυσμών στον Δρυμό και στο Μελισσοχώρι πριν από το 1900, η μελέτη του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος παρέχει ασφαλή στοιχεία για άμεση επιρροή από ηπειρωτικά ιδιώματα. Ο καθηγητής Νίκος Κατσάνης έχει υποστηρίξει την ενδιαφέρουσα υπόθεση ότι στον Δρυμό υπήρξαν οικογένειες προερχόμενες από την Ήπειρο, και μάλιστα αυτές που το επίθετό τους λήγει στην κατάληξη –ούσης. Η έγγεια περιουσία αυτών των οικογενειών όπως και οι πατρώες οικείες τους βρίσκονται μάλιστα στα βόρεια του Δρυμού, κάνοντας πιο πιθανή την εισχώρηση αυτών των οικογενειών από την Ήπειρο. Στις οικογένειες αυτές πρέπει να προστεθεί και η οικογένεια Γεροθανάση, που το επίθετο έχει ευρεία διασπορά στην επαρχία, από τον Δρυμό μέχρι τα Βασιλικά, και που μαρτυρείται μεταξύ των οικογενειών που μετακινήθηκαν από του Σούλι.

Πότε όμως έγινε αυτή η μετακίνηση Ηπειρωτών στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά; Και πάλι οι προφορικές μαρτυρίες δεν παρέχουν πληροφορίες, αλλά, αντίθετα, συγχέουν τα πράγματα. Θα πρέπει πάντως να έχουμε στο νου μας ότι το κίνημα του Αλή Πασά και η επιτυχημένη από τουρκικής πλευράς καταστολή του αποτελεί έναν σημαντικό terminum ante quem που πρέπει να τοποθετηθεί αυτή η μετακίνηση. Η εικόνα του αγίου Διονυσίου, που γίνεται με έξοδα του Σταύρου Σταυρούση, χρονολογείται το 1840, και μας επιτρέπει να θεωρήσουμε πως πιθανόν, μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια, οικογένεια προερχόμενη από την Ήπειρο θα μπορούσε να έχει ενταχθεί στην τοπική κοινότητα και να έχει αφιερώσει εικόνα στην Εκκλησία. Ακόμη κι αν η ένταξη οικογένειας από τον Δρυμό στην Ήπειρο δημιουργεί προβληματισμούς, η παρακάτω ιστορία νομίζω ότι είναι αρκετή για να μας πείσει: η μακαρίτισσα πια, Ελένη Σπυριδωνίδου, διηγούνταν ότι ο παππούς της, παππούς Χατζηβασίλης, είχε κοπάδια στην περιοχή της Αλβανίας τα οποία επισκεπτόταν μία ή δύο φορές το μήνα, ενώ η οικογένειά του βρισκόταν στον Δρυμό. 

Κατά συνέπεια, θα πρέπει, με κάθε επιφύλαξη, να θεωρήσουμε πως η πληθυσμιακή αναστάτωση που δημιουργήθηκε στη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο μετά από την καταστολή του κινήματος του Αλή Πασά, αποτελεί ίσως το χρονικό όριο, τον terminum ante quem που θα πρέπει να τοποθετηθεί η εισροή πληθυσμού στην περιοχή.

Πώς θα μπορούσε, τώρα, να συνδεθεί η εισδοχή κατοίκων στην περιοχή του Λαγκαδά με τη μεταφορά της τιμής ενός Αγίου, του οποίου οι εικόνες δημιουργούνται αμέσως μετά από το μαρτύριό του, σχεδόν οργανωμένα – εκτός από την εικόνα του αγιογράφου Ζήκου από τους Χιονιάδες των Ιωαννίνων, ο ιερομόναχος Χρύσανθος Λαϊνάς είχε φροντίσει να συγκεντρώσει πολλές εικόνες του αγίου, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν με τη συνδρομή του – και διασπείρονται την επόμενη πενταετία από τους ηπειρώτες κυρίως αγιογράφους μέχρι και τη Βουλγαρία; 

Το ερώτημα σίγουρα δεν μπορεί να απαντηθεί· μπορεί, όμως, να δημιουργήσει προβληματισμούς που αφορούν τη σχέση που διατηρούσαν οι Ηπειρώτες με τους διεσπαρμένους ανά την περιοχή του Λαγκαδά συντοπίτες τους: η περιοχή της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά, ήταν γνωστή στη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Έμποροι οι περισσότεροι δυτικομακεδόνες και ηπειρώτες, διέρχονταν από καιρού εις καιρόν την περιοχή εκείνη μεταφέροντας οργανωμένα προϊόντα. Στα δημοτικά τραγούδια της Δυτικής Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη και η Βαρδαριά κατέχουν σημαντική θέση, ως τόπος εκτύλιξης γεγονότων: 

Έλα, κόρη μ’, να σμίξουμε, να κοιμηθούμε αντάμα, 
ακόμα απόψε είμαι εδώ, αύριο ταχιά θα φύγω, 
οι κυρατζήδες κίνησαν στη Σαλονίκ’ να πάνε…

Στην πόρτα του Σαλονικιού, κάθετ’ ένας γενίτσαρος 
κι ένα γιανιτσαρόπουλο, βαστά στα χέρια ταμπουρά, 
μαλαματένιο ταμπουρά…

Από τα τρίκουρφα βουνά αμάξι κατεβαίνει, 
αμάξι σιδηρόμαξου, σιδηρουφουρτουμένου, 
τρία αλαφάκια του τραβούν κι δυο καλά μουλάρια,
κι ένας λιβέντης το ‘διωχνε με μια ασημένια βέργα. 
Τραβάτι αλαφάκια μου κι ‘σεις καλά μουλάρια, 
τραβάτι για να φτάσουμε στης Βαρδαριάς τον κάμπο, 
εκεί θα ξεπεζέψουμε, θα κάνουμε καρτέρι… 

Η οικογένεια Σταυρούση, για παράδειγμα, διατηρούσε έξω από τον Δρυμό χάνι. Τέτοια χάνια, που καθημερινά υποδέχονταν τους άπειρους εμπόρους που διέρχονταν εκείνους τους εμπορικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Νιγρίτας και της Βουλγαρίας, ήταν και τόποι συζητήσεων, ανταλλαγής πληροφοριών. Έτσι, δεν θα ήταν καθόλου απίθανο, το μαρτύριο του αγίου να είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ ηπειρωτών της «διασποράς». 

Και η εικόνα; Η εικόνα βρέθηκε στο Κουρού-Ντερέ. Πώς, όμως, βρέθηκε εκεί; Η διαμονή ηπειρωτών σε χωριά της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά, δεν είναι επίσης απίθανο να προσείλκυε ηπειρώτες στην περιοχή αυτή, που έρχονταν για να διαμείνουν κοντά σε συγγενείς τους μετά από το κίνημα του Αλή Πασά. Μια τέτοια περίπτωση είναι η διπλανή Άσσηρος. Την περίοδο 1860-1880 μια ομάδα Ηπειρωτών έφτασαν αρχικά στο Μελισσοχώρι και έπειτα στην Άσσηρο, περνώντας πρώτα από τη Θεσσαλία, παντρεύτηκαν και δημιούργησαν οικογένειες εκεί. Στην Άσσηρο η οικογένεια Κούτλα ευλαβείται τον άγιο Γεώργιο τον φουστανελοφόρο, χωρίς όμως να γνωρίζει τίποτε για τον τρόπο που η τιμή του έφτασε στο χωριό τους. Δεν υπάρχουν, επίσης, στο αρχείο της οικογένειας ούτε εικόνες ούτε και χαλκογραφίες του αγίου, που θα μπορούσαν να συντηρήσουν την τιμή του. 

Η εικόνα που αναπαριστά τον άγιο όρθιοι, να φορά φουστανέλα και φέσι και να περιβάλλεται από χλαμύδα κόκκινη – στοιχείο σύνδεσης με τους πρώτους μάρτυρες του Χριστιανισμού – να κρατά σταυρό στο ένα χέρι και κλώνο στο άλλο, ακολουθώντας την παράδοση εικονογράφησης των νεομαρτύρων. Η εικόνα αυτή που ακολουθεί την παράσταση του αγίου σύμφωνα με αυτή την πρώτη εικονογράφηση – υπενθυμίζω και τη δεύτερη μορφή εικονογράφησης, αυτή του Πέτρου Γεωργιάδη, ιεροψάλτη και αγιογράφου των Ιωαννίνων. Στο παρεκκλήσι υπάρχει και άλλη μία φορητή εικόνα, φτιαγμένη το 1918, που εικονίζει τον άγιο στην ίδια αυτή πρώτη μορφή του.

Ερώτημα τελευταίο: πόσο ανεξάρτητη υπήρξε η τιμή του αγίου; Εξηγούμαι: οι δρυμιώτες και οι μελισσοχωριανοί τιμούσαν τον άγιο στο παρεκκλήσι που ανήγειραν οι άγγλοι στρατιώτες και εναπέθεσαν την εικόνα του. Πότε; Στις 23 Απριλίου, ημέρα τιμής του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Όταν αργότερα πόντιοι πρόσφυγες κατοίκησαν την περιοχή του Μονολόφου και του Αγίου Παντελεήμονα, χωριά που προηγουμένως ανήκαν στην κτηματική περιουσία του Δρυμού και του Μελισσοχωρίου, μετέφεραν τα ιερά της πατρίδας τους στην καινούρια τους γη. Είναι γνωστή η μεγάλη τιμή του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στον Πόντο και, έτσι, ερχόμενοι οι πόντιοι στα χωριά αυτά βρήκαν παρεκκλήσι αφιερωμένο προς τιμήν του. Βρήκαν, όμως, και τους ντόπιους κατοίκους να τιμούν τον άγιο στις 23 Απριλίου και θεώρησαν ότι ο άγιος, που εικονιζόταν στην θαυματουργή εικόνα, ήταν απλά ο πεζός άγιος Γεώργιος. Και όταν πλέον εδαφικά το παρεκκλήσι πέρασε στην κυριαρχία των προσφύγων, τότε ο άγιος παρέμεινε στη συνείδηση των κατοίκων ως μια φουστανελοφόρος μορφή του Τροπαιοφόρου.

Από τότε, κέντρο λατρείας του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου υπήρξε το παρεκκλήσι στο Κουρού-Ντερέ. Ανήμερα της γιορτής του, 23 Απριλίου, οι περισσότερες οικογένειες πήγαιναν στο παρεκκλήσι του και γιόρταζαν εκεί τη γιορτή του. Η Μαριάννα Μητρακούδη διηγείται πώς όταν ήταν κοριτσάκι, τριών – τεσσάρων χρονών, η μάνα της ετοιμάστηκε να πάει να προσκυνήσει τον άγιο στο Κουρού-Ντερέ. Τότε η γιαγιά της την απέτρεψε έντονα, προβάλλοντας ως δικαιολογία την πληθώρα των εργασιών που είχε να επιτελέσει. Η μάνα της υπάκουσε στις επιταγές της πεθεράς της. «Δεν πέρασε πολύ ώρα», διηγείται, «και ένα τεράστιο φίδι, δυο μέτρα, έπεσε από μια αγκριντιά δίπλα μου. Εγώ έπαιζα με τα μαξιλάρια. Η γιαγιά μου με άρπαξε και φωνάζοντας κατέβηκε τις σκάλες. Πώς το έκανα εγώ, έλεγε. Να μην αφήσω τη νύφη μου να πάει στον αϊ-Γιώργη;».

Προτού κλείσω αυτή τη μικρή παρουσίαση, που εν πολλοίς στηρίχτηκε σε πρωτογενές υλικό και μάλλον αποτέλεσε μια πρώτη καταγραφή θαυμάτων και ιστοριών γύρω από τον άγιο Γεώργιο τον νεομάρτυρα, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ένα ακόμη θαύμα, νεώτερο. Μια ομάδα μελισσοχωριτών, με την προτροπή του παπά Δημήτρη Μπουντούκα που αναφέραμε, αποφάσισε να επισκεφτεί «τ’ Γκούκου του παρακκλήσ’» και να τελέσει αρτοκλασία. Τα πρόσφορα είχαν ζυμωθεί με λαδάκι από τις καντήλες του αγίου και από τους αγίους Τόπους. Το βαμβάκι που είχε βουτηχτεί στο λάδι των καντηλών έμεινε στο ζυμάρι και μετά από την αρτοκλασία οι γυναίκες ανέφεραν ότι πιθανόν σε κάποιο κομμάτι του άρτου να βρεθεί ένα μικρό βαμβάκι, με την παράκληση να μην πεταχτεί. Το ίδιο βράδυ μια γυναίκα έδωσε στον γιο της, που από τη γέννησή του είχε εξογκώματα στον φάρυγγα και δυσκολευόταν στην κατάποση να φάει ένα μικρό κομματάκι. Το παιδί αντιλήφθηκε ότι υπήρχε ένα μικρό βαμβάκι μέσα στο κομμάτι και η μητέρα του τον προέτρεψε να το καταπιεί. Όλο το βράδυ το παιδί έβηχε και πονούσε, ένιωθε ότι το βαμβάκι είχε μείνει στον φάρυγγά του. Δεν έδωσαν προσοχή, γιατί βήχας και πόνος ήταν καθημερινά φαινόμενα για το παιδί. Το άλλο πρωί το παιδί σηκώθηκε με τα εξογκώματα να έχουν καταπραϋνθεί και να είναι κόκκινα. Εσπευσμένα πήγαν στους γιατρούς, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πώς τα εξογκώματα δεν υπήρχαν πλέον, και στη θέση τους υπήρχε μόνο μια απλή ουλή, που με τον καιρό έφυγε.

Κάπως έτσι νιώθω σήμερα και εγώ. Σαν τα εξογκώματα του λάρυγγα της μεγάλης παράδοσης του αγίου να έχουν πια καταπραϋνθεί και τα θαυμάσιά του να γίνονται γνωστά, πρώτα στο χωριό του και έπειτα στην οικουμένη ολόκληρη.


Διαβάστε περισσότερα: http://m.tovoion.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου