Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΠΟΛΗ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗΝΟΦΙΛΗ» ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ο Πατριάρχης Γερμανός Α΄ σε ρωσική εικόνα του 18ου αιώνα
αρχιμ. Παντελεήμων – Γ. Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Βυζαντινολόγος

23.5.2015

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΠΟΛΗ
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗΝΟΦΙΛΗ» ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

(εισήγηση στο 36ο Πανελλήνιο ιστορικό Συνέδριο, θεσσαλονίκη 22-24.5.2015)

Η εκτίμηση ότι παρατηρείται μία υποτονική παρουσία πολλών παραδοσιακών λογο­τε­χνικών ει­δών προσδίδει, κατά την άποψη αρκετών ιστορικών, στον 7ο και 8ο αι. τον χαρακτηρι­σμό τους ως Σκοτεινών Αιώνων (650-850), δηλ. αιώ­νων δια­νο­ητικού σκότους και απαιδευσίας την ο­ποία ο Βυζαντινός κόσμος υπο­τί­θε­ται ότι υπέστη όπως συνέβη με τον Δυτικό Μεσαίωνα1. Α­κό­μη περισσότερο, κατὰ την κρί­ση του Κ. De­mo­en μάλιστα, δεν παρατηρείται μόνον έλλειψη ι­στο­ρικών πη­γών κατά την εν λόγω πε­ρίοδο, αλλὰ είναι προφανές ότι υπέστη οπισθοδρόμηση και ο εν γένει πολιτισμός, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά την λογοτεχνικὴ και καλλιτε­χνι­κὴ μόρ­φω­ση2. Πιστεύεται δηλ. ότι κατά την περίοδο αυτή δεν καλλιεργή­θη­καν τα γράμ­­­ματα και σχεδόν έσβησε κάθε ίχνος πνευματικής κινήσεως, καθώς επίσης και το ενδι­α­φέ­ρον για την παραγωγὴ της κο­σμι­κής γραμματείας εξαφανίσθηκε πα­ντελώς3 και οποι­α­­δήποτε αξιόπιστη είδη­ση για παιδεία και διδασκαλία στο Βυ­ζα­ντινὸ κράτος α­που­σι­ά­ζει4.

Η αρχή της αντιλήψεως αυτής μπορεί να ανιχνευθεί στο πασίγνωστο έργο του Άγ­γλου ιστο­ρικοῦ E. Gibbon5, αλλὰ στην διάδοσή της συνετέλεσε περισσότερο η ανά­­λο­γη διατύπωση στον πρόλογο της Ιστορίας της Βυζαντινης Λογοτεχνίας του Karl K­ru­­mbacher6. Παρομοίες απόψεις είχε και ο Ρώσος ιστορικὸς A. Vasiliev στην Ιστο­ρία του, με την διαφορά ότι εμφανιζεται πε­ρισ­­σότερο συντηρητικός και πε­­ριορίζει την χρονική περίοδο στο διάστημα ενός αιώνος, δηλ. με­τα­ξύ των ετών 610-7177. Ο A. Kazhdan διαιρεί το διάστημα 650-850 σε ένα μεγαλύτερο σε διάρκεια, 650-775, αλλὰ με πτωχότερη συγγραφικὴ παραγωγὴ σε σχέσει με το ε­πό­­μενο, το οποίο είναι συντο­μώ­τερο χρονικώς, 775- 850, αλλὰ με πλουσι­ώ­τερη συγ­γρα­φικὴ δραστη­ριό­τη­τα8.

Στην ίδια τροχιά κινείται στο έργο του και ο J. F. Haldon, ο οποίος αναφέρει ότι ση­μει­ώ­θη­κε, μετὰ το 620 και ως τις αρχές του 9ο αι., σχεδὸν πλήρης εξα­φά­­νιση των κο­σμικών λο­γο­τε­­χνικών μορφών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, όπως ε­πίσης ότι αυ­τή η περίοδος δεν πα­ρουσιάζει κανένα δείγμα γεωγραφικής, ούτε φι­λοσοφικής, ούτε φι­λο­λογικής λογοτεχνίας9.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η θεωρία, διότι περί θεωρίας πρόκειται όπως θα φανεί πα­ρακάτω, για την Μεγάλη Σιγή απέσπασε την παραδοχὴ πολλών ε­ρευ­νη­­τών στο πρόσφατο πα­­­ρελ­­θόν, αλλὰ σήμερα οι απόψεις αυτές δεν γίνονται πλέον απο­δε­κτές με τόσο ενθουσιασμό τόσο από την Ελληνικὴ αλλά και την ξε­νό­γλωσση βι­βλι­ο­γραφία. Απὸ περίπου πεντηκο­ντα­ε­τί­ας έχει ανατραπεί το κλί­μα και έχει αρχίσει υ­πό το φως νεωτέρων μελετών και διαπι­στώ­σεων μία τάση ε­παν­εκτιμήσεως και δι­α­φο­ρετικής αντιμετωπίσεως του θέματος10.

Ενώ, όμως, οι ερευνητές αναφέρονται με γενικότητες για μία περιόδο, η οποία ό­πως είδαμε κυ­μαί­νε­ται για άλλους από έναν και για άλλους μέχρι δύο αιώνες, ε­λάχιστα προβλη­μα­τί­ζονται πώς να δικαιολογήσουν την ανάκαμψη μετά από τόσα πολλά χρόνια σιωπής. Μήπως τε­λικά δεν πρόκειται για μία αιφνίδια έκρη­­ξη τον 9ο αι., αλλά για την αναζωπύρωση μίας φωτιάς που σι­γό­καιε όλα αυτά τα χρόνια κι όταν προ­έ­κυ­ψαν οι καταλλήλες συνθηκες και οι άν­θρω­ποι εκ­δη­­λώ­­θηκε με όλα τα λαμπρά επα­κό­λουθα. Μετά από τόσο σκοτάδι πώς προ­έ­­κυψε τόσο φως; Πάντως, ό­ταν τα ζώ­πυ­ρα υπάρχουν, ζήτημα χρόνου είναι η ανα­ζωπύρωσή τους 11.

Στην παρούσα ανακοίνωση δεν θα ασχοληθούμε με σύνολη την περίοδο την α­πο­κα­­λούμενη της Μεγάλης Σιγής ή των Σκοτεινών Αιώνων, αλλά θα περιο­ρι­σθού­με στις τε­­λευ­ταίες δεκαετίες του 7ου και τις πρώτες του 8ου, δηλ. στην α­μέ­σως πριν την Ει­κο­­­νο­μαχία εποχή. Πολιτικά, η εποχή αυτή κα­λύ­πτεται από τις βα­­σιλείες του τε­λευ­ταίου διαδόχου του Η­ρα­κλεί­ου, του Ιουστινιανού Β´ του Ρι­νότμητου (685-695, 705-711) και των ενδιαμέσων σφετε­ρι­στών Λεοντίου (685-698) και Τι­βε­ρίου Β´ Αψι­μά­ρου (698-705) για να περάσουμε στην συνέ­χει­α για λίγο στις βασιλείες του Βαρ­δάνη-Φιλιππικού (711-713), του Αρτέμιου-Ανα­στασίου Β´ (713-715) και τέλος του Θε­ο­δο­σίου Γ´ (715-717), με τον οποίο κλεί­νει μία εποχή και αν­οί­γει μί­α άλλη με τον ιδρυτή της Ι­σαυρικής, ή Συρικής, δυναστείας, Λέοντα Γ´ (717-741). Tα χρό­­νια αυτά αποδει­κνύ­ονται πολύ τα­ρα­γμε­́να και ασταθή για την βυζαντινή αυτοκρα­το­ρία και χα­ρα­κτηρίζονται από έντο­­νη πολιτική αβαβαιότητα, στρατιωτικά πραξικοπήματα, συνω­μο­­σί­ες και πολύ βία. Τον απόηχο της γε­νικώτερης ακαταστασίας σε όλα τα επίπεδα της ζωής της αυτο­κρατο­ρί­ας αποδίδει η πα­ρα­τή­­ρηση του πατριάρχη Νικηφόρου, μισό αι­ώ­να περίπου μετά την εποχή που μελετάμε (~780): «ἐπεὶ οὖν πυ­κναὶ τῶν βα­σι­­λέων ἐπαναστάσεις ἐγένο­ντο καί ἡ τυραννὶς ἐκράτει τά τε τῆς βα­σιλείας καὶ τῆς πόλεως κατη­μ­ελεῖτο καί διέπιπτε πρά­γματα, ἔτι μὴν καὶ ἡ τῶν λόγων ἠφα­ν­ίζετο παίδευσις καὶ τὰ τα­κτι­κὰ διελύετο»12, η οποία περισσότερο σκοπό έχει να πλή­ξει τους τελευταίους Ει­κο­νομάχους αυτοκράτορες παρά να αποτυπώσει την πραγμα­τι­κό­τητα της προγε­νέ­στερης εποχής13.

Πέρα, όμως, από τα προβλήματα αυτά και τις όποιες αλλοιώσεις και αλλα­γές μπο­ρούσαν να επιφέρουν στον βίο των ανθρώπων κατά το μάλλον ή ήττον κά­ποιες στα­θερές στην ζωή τους συν­έ­χι­σαν να επιβιώνουν. Η μικροϊστορία των κοι­νω­νιών δεν έ­παυσε να πορεύεται έστω και με εμπόδια. Ο πολιτισμός ποσοτι­κώς μπορεί να υποχω­ρεί, αλλά αυτό δεν συνδέεται αναγκαστικά και με την ποι­οτική υποχώρηση. Νέα έργα μπο­ρεί να μη γράφτηκαν σε μεγάλο αριθμό, αλ­λά το αναγνω­στικό κοινό πα­ρέ­μεινε το ί­διο δίχως να υποστεί σημαντική μεί­ωση.

Την περίοδο αυτή το βασικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν γνωρίζει αλλαγές και συν­ε­­χί­ζει να πα­ρέχει στοιχειώδη εκπαίδευση σε ένα σοβαρό αριθμό μαθητών και ανώ­τερη μόρ­φωση σε όσους φιλοδοξούν να σταδιοδρομήσουν στην αυτοκρατορική υπη­ρε­σία14.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Ειδικά για την ιστοριογραφική δρα­στη­ρι­ό­τη­τα επι­ση­­μαί­νε­ται ότι τόσο ο Θεοφάνης ο Ομολογητής όσο και ο πατριάρχης Νικη­φό­ρος κα­τά την συγγρα­φή του έργου τους δεν στηρίχθηκαν σε προφορικές μαρ­τυ­ρίες, αλλά σε γραπτές που δεν μας έχουν παραδοθεί, όπως ο Τραϊανός Πα­τρί­κιος15 και ο Μέγας Χρο­νο­γρά­φος16. Συν­ε­πώς, στον τομέα της ιστοριο­γρα­­φίας δεν ση­μειώθηκε κανένα χά­σμα, αλ­λά αντί­θετα υπήρξε α­δί­α­κοπη συνέ­χει­α δεδομέ­νου μάλιστα ότι ένας μεγά­λος αριθμός έρ­γων δεν έχει παραδοθεί17. Στην λογο­τε­χνί­α έχουμε τον Γεώργιο Χοι­ρο­βοσκό, διάκονο και χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Κπόλεως (δεύ­τε­ρο μισό 8ου αι.) από τον οποίο μας έχει διασωθεί ένα «Ὑπό­μνη­­μα εις τους Ψαλμούς»18. Παρά τον τίτλο δεν πρό­κειται για μία σε βάθος ερ­­­­­μηνεία των Ψαλ­μών, αλλά για γλωσσική επεξερ­γα­σία του κει­μένου τους. Πρό­κειται για «επιμερισμό» της γλώσσας των Ψαλμών, δηλ. ένταξη της κάθε λέξης στο μέρος του λόγου όπου ανήκε, ανα­ζήτηση της σημασίας της, της ε­τυ­μο­λο­γίας της, της ορθογραφίας της και τέλος της προ­σω­δίας της. Πρό­κει­ται για κα­ταγραφή των σχε­τι­κών παραδόσεών του από μαθητή ή μαθητές του. Επί­σης μαρ­τυρούνται, και σε κάποιο ποσο­στό τους σώζονται, μαθήματά του με την μορ­φή «σχο­λίων από φωνής» δηλαδή από την προ­φο­­ρική διδασκαλία. Πρό­κει­ται για τα: «Πε­ρί προσωδίας», «Περί τέχνης Διονυσίου του Θρα­­κ­ός», «Περί ο­νο­ματικών και ρη­μα­τικών κανόνων Θε­οδοσίου του Αλεξαν­δρέως», «Περί ορ­θο­γρα­­φίας», «Περί μετρικής Η­φαιστίωνος», «Πε­ρί τρό­πων ποιητικών», «Περί ονο­μα­­τικού του Η­­ρω­διανού», «Περί ρηματικού του Απο­λ­λω­νίου». Τα εγχει­ρίδια της γραμματικής του ήταν τα πιο δι­αδε­δο­μένα στο βυζαντινό σχολείο19. Στα χει­ρό­γρα­­φα αναφέρε­ται και ως «γραμ­­­μα­τι­κός και οι­­κουμενικός διδάσκαλος»· έτσι, λοι­πόν, ο τε­λευ­ταίος τίτλος του οι­κουμενικού διδα­σκά­­λου, τον συν­δέει με κα­θη­γη­τι­κή θέση στην Σχολή του ανω­τάτου εκπαι­δευ­τικού ιδρύματος της Κπόλεως, προ­φα­νώς αυτοκρατορικού, αφού ακόμη δεν είχε συσταθεί η σχε­τική του Πα­τρι­αρ­χείου20.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η παραγωγή νέων έργων όσο η ύπαρξη νέ­ων αναγνω­στών, κάτι που δεν φαίνεται να αλλάζει από τις παλαιότερες, καλές επο­χές21.

Πέρα, όμως, από τις παραπάνω διαθέσιμες πληροφορίες, όλως απρόσμενα δι­α­πι­στώ­νουμε ότι μπορούμε να συμπληρώσουμε τις όποιες ελλείψεις ειδήσεων για την πνευ­ματική κατά­στα­ση της εποχής αυτής εμμέσως από τις μαρτυρίες των διαφόρων ξένων που βρέθηκαν για σπουδές στην Βα­σι­λεύουσα, κυρίως Αρ­με­­­νίων, και συνδέθηκαν με την λεγόμενη «ελληνόφιλη» μετα­φρα­­­στι­κή σχο­λή. Χρη­σιμότατες πληροφορίες αντλού­­μαι από εκεί όπου φαίνεται, κατά τήν άποψη πολλών, ότι επικρατούσε «με­γά­λη σιγή» των γραμμάτων.

Η «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή

Η λεγόμενη «ελληνόφιλη» μεταφραστική σχολή αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και σο­βαρό κε­φά­­λαιο της πρώιμης, 6ος-8ος αι., πνευματικής κινήσεως της Βυζα­ντι­νής αυτοκρατορίας, η ο­ποί­α ελάχιστα έχει με­λε­τη­θεί συνδυαστικά από τους ι­στο­ρικούς της παιδείας και των γραμ­μά­των22. Η αφετηρία της, αν μπο­­ρού­σα­με να πού­με κάτι τέτοιο, μάλλον ο πυρήνας της εντοπίζεται πρωτίστως στην Α­λε­ξάν­­δρεια και εν συνε­χεία στην Κπολη, διότι συνδέεται κυρίως με τον μεγάλο φι­λό­σοφο και πο­λυ­επι­στή­μο­να της εποχής τον διάσημο Στέφανο τον Αθηναίο ή Α­λε­ξαν­δρέα και τον κύκλο του. Ο Στέφανος ο Αθηναίος ή Α­λε­ξανδρέας κατόπιν προ­σκλή­σεως του αυτο­κρά­τορος Ηρα­κλείου, με την υπόδειξη του πατριάρχου Σεγίου, μετακινήθηκε α­πό την Αλεξάνδρεια στην Κπολη προκειμένου να ανα­λά­βει την διεύθυν­ση του Πανδιδα­κτη­ρίου σε κά­ποιο χρόνο μεταξύ 620 και 630 και έτσι μετέφερε ό­λη την «σχολή» του στην Βασι­λεύ­­ουσα23.

Το κύριο χαρακτηριστικό της σχολής, με την ευρύτερη έννοια, είναι ότι μηχα­νι­κά απο­δίδει κατά λέξη το ελληνικό κείμενο που μεταφράζει24. Διακρίνεται σε τέσσερις διαδοχικές περιό­δους, ή ομάδες. Στην πρώτη φάση, διαπιστώνονται μεταφράσεις θε­μά­των που αφορούν κυρίως έργα γραμματικής, ρητορικής, έργα του Φίλωνος του Α­λε­ξανδρέως και αποδιδόμενα στον Φίλωνα, καθώς επίσης αντιαιρετικά θεολογικά έργα και λογοτεχνικά. Στην δεύτερη, ανήκουν μετα­φρά­σεις που περι­λαμ­βάνουν πο­λε­μι­κά κείμενα, μονοφυσιτικά, που αντιστρατεύονται την σύνοδο της Χαλκη­δόνος, κυρίως την εποχή του Νεοχαλκηδονισμού, και υπο­μνήματα στο έργο του Αρι­στο­τέλη α­πό τον πορφύριο και τον Ιάμβλιχο. Στην τρί­τη ομάδα ανήκουν οι μεταφρά­σεις των έ­ρ­­γων του νεοπλατωνικού Δαυίδ του Α­νικήτου25, κάποιων ΨευδοΑριστοτελικών και με­ρι­­κών Πλα­­­τω­νικών έργων, μία συλ­λογή ιστοριών που αποδίδονται στον Νόννο τον Πανο­πο­λίτη, έ­να έρ­γο του Ευτυχούς σχετικά με την αναίρεση της Νεστοριανικής διδασκαλίας και τέλος με­ρι­κά φι­λοσοφικά έργα περί Φύσεως κάποιου αγνώστου Ζήνωνος, και μερικά άλλα ανώ­νυ­μα φι­λοσοφικά έργα στωικής υφής.

Στην τέταρτη ομάδα ανήκουν οι μεταφράσεις της Εξαημέρου του Γεωργίου Πισί­δη, τα Φαι­νόμενα του Αράτου, η Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτη Σχο­λα­στι­­κού, τα έργα του Διο­νυ­σίου Αρεοπαγίτου, κείμενα του Μ. Αθανασίου, του Νε­με­σίου και του Γρηγορίου Νύσσης.

Ας σημειωθεί ότι πολλά από τα παραπάνω έργα σώζονται μόνον στην αρμενική με­τά­φρα­ση μίας και έχουν χαθεί τα πρωτότυπα. Επείδη, λοιπόν, η μεταφρα­στι­κή πρα­κτι­κή που ακο­λου­θεί­ται στην «ελληνόφιλη σχολή» είναι η κατά γράμ­μα μετάφραση και όχι η νοη­μα­τική από­δοση μπορούμε έτσι με αρκετή ευκο­λί­α να εικάσουμε το α­πωλεσθέν ελληνικό πρω­τότυπο.

Στον κύκλο του Στεφάνου, στην Αλεξάνδρεια, θα πρέπει να ενταχθεί ο συγγρα­φέας και μετα­φραστής Δαυίδ Ανίκητος26. Μία αινιγματική προσωπικότητα, για την οποία ε­λάχιστα είναι γνωστά, με συνέπεια να τοποθετείται η δράση του ανά­με­σα στον 5ο μέ­χρι τον 7ο αι., παρόλα αυτά με αξιοσημείωτη επίδραση στα γράμ­ματα και την σκέ­ψη της Αρμενίας27. Σώζονται φιλοσο­φι­κά έρ­γα, ερμηνευτικά σε έργα του Αρι­στο­τέλη28.

Μεταξύ τών άλλων, προ­βεβλημένα μέλη αυτού του κύκλου είναι ο Ανανίας του Σι­ράκ και ο Στέφανος του Σιουνίκ ή Συνής για τους οποίους αξίζει τον κόπο να κά­νου­με ιδιαίτερη μνεία.

Ανανίας του Σιράκ

Από την αυτοβιογραφία του Ανανία του Σιράκ (610–685) μαθαίνουμε ότι όταν έ­φθασε από την Αρμενία στην Θεοδοσιούπολη και ανα­ζητούσε κατάλληλο διδά­σκαλο για να διδαχθεί τις θετικές επι­στή­­μες, βρέθηκε ένας μορφω­μέ­νος άν­θρω­πος και τον παρέπεμψε σε κάποιον Θεό­δο­το στην Τετάρτη Αρμενία. Ό­­ταν εξα­ντλή­θηκε ο κύ­κλος των μαθημάτων εκεί και σκεφτόταν για περαι­τέρω σπουδές να μεταβεί την Κπο­λη τό­τε ο διδά­σκα­λός του υπέδειξε τον Τυχικό στην Τρα­πε­ζούντα29, εφάμιλλο των μεγά­λων διδασκάλων της Κπό­­λεως και μάλιστα γνώστη και της Αρμενικής. Ο Τυχικός είχε σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια, στην Ρώμη και στην Κπολη. Ε­πί­σης, είχε σπου­δάσει, με μεγάλη επι­τυ­χία, φιλοσοφία για αρκετά χρόνια στην Αθήνα κο­ντά σε ένα δι­άσημο φιλόσοφο, δεν αναφέρεται όνομα, και τελικά επέστρεψε στην Τραπε­ζού­ντα ό­­που και ανέ­λαβε την διδα­σκα­λία σε δική του σχολή. Μετά από μερικά χρόνια, όταν πέ­θανε ο δι­­δά­σκαλος του Τυχικού στην Αθήνα, όλοι οι εναπομείναντες μαθητές προσ­έ­­βλε­ψαν σε αυ­τόν ως τον κα­ταλ­λήλοτερο διάδοχο· ο ίδιος ο αυτο­κρά­το­ρας, μά­λι­στα, του έστει­λε ε­πί­­ση­μη πρόσ­κλη­­­ση για την ανά­­λη­ψη της έδρας, αλλά ο Τυ­χι­κός αρ­­νή­θη­κε λέ­γο­ντας ότι έχει κάνει όρ­κο στον Θεό να μην εγκα­τα­λείψει ποτέ την πόλη του, την Τραπεζούντα.

Εδώ γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Τυχικός σπούδασε στην Κπολη, αφού ο αυτο­κρά­το­ρας τον κά­λε­σε πίσω στην Κπολη, όπου προηγουμένως και ο διδάσκαλος του Τυ­χι­κού δί­δασκε30. Πιθανο­λο­γείται βάσιμα ότι ο διδάσκαλος του Τυχικού στην Α­θή­να κοντά στον οποίο μαθήτευσε, ίσως και στην Αλεξάνδρεια, ήταν ο Στέφανος ο Αθηναίος ή Α­λε­ξανδρέας, μαθητής του Ιωάννου Φι­λο­πόνου31.

Ο Ανανίας, αν και δεν έζησε στην Κπολη, μεταφύτευσε στην Αρμενία το εκ­παι­­δευ­τι­κό σύ­στημα του Βυζαντίου όπως το έζησε από τον δι­δά­σκαλό του, ο ο­ποί­ος πάλι ε­φάρμοζε ό, τι έζησε στην Αλε­ξάν­δρεια και στην Κπολη32. Το έργο του Ανανία είναι πο­­λύπλευρο33, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τις επι­στη­μο­νικές διατριβές του34.

Στέφανος μητροπολίτης Σουνίκ, ή Συνής

Ένας άλλος διάσημος λόγιος της Αρμενικής Εκκλησίας ο Στέφανος, αργότερα μητροπολίτης Σουνίκ, ή Συνής, βρέθηκε για σπουδές στην Κπολη, όπου και δι­έ­πρεψε.

Ο Στέφανος, γιος ανώτερου κληρικού, γεννήθηκε περί το 680 ή 685 στην πολή Δβιν και έ­λα­βε την πρώτη μόρφωση στην εκεί πατριαρχική σχολή35. Στην συνέ­χεια τα­­ξίδεψε στην Δύση για ευρύ­τε­ρες σπουδές. Σε κάποιο μέρος της Βυζαντινής επι­κρά­τειας, κατά την μετάβασή του από την Αρ­μενία, κάπου στην Χαλδία36, μα­θή­τευσε δίπλα σε έναν μοναχό όπου διδάχθηκε Ελ­­λη­νικά, Λατινικά και Ρη­το­ρική. Κατά μίαν ανα­φορά του Mxit‛ar Ayri­va­nec᾽i (13ος αι.), με την συνο­δεία ενός άλλου μο­­να­χού, του Γρη­γο­­ρίου Oρτζίκ, περί το 710 επι­­­σκέ­φθηκαν την Α­­θήνα για θεολογι­κές και φι­λο­σο­φι­κές σπουδές37. Επίσης, υ­πάρ­­­­χει και η μετα­γε­νέστερη μαρτυρία του Ste­p‘a­nos Orbelean (αρχές 14ος αι.) ότι επι­σκέ­φθηκε και την Ρώμη προς ανα­­ζή­τηση ελ­ληνι­κών χειρογράφων, κάτι που ελέ­γχεται ως υ­περ­βο­λή και σύγ­χι­ση μεταξύ της Νέ­ας και Πα­λαιάς Ρώμης38. Γεγονός, πάντως, εί­ναι ότι μεταξύ 712 και 718 βρέθηκε στην Κπο­λη, όπου σε συνεργασία με κά­ποι­ο Δαυίδ, μέ­λους της αυτο­κρα­τορικής αυλής, ο οποίος ανα­φέ­ρε­ται ως ύπατος και κη­νά­ριος39, δηλ. ε­πί της βα­σιλι­κής τρα­πέ­­ζης, μετέ­φρασε το σώμα των Α­ρεο­πα­­γι­τικών έργων. Κα­τά μί­α κα­τα­γραφή στον κο­λο­­φώ­να του χφ. φαίνεται ότι η μετάφραση ολο­κλη­­ρώ­θη­­κε κατά το έτος 6620 από κτίσεως κόσμου, δηλ. στο δεύ­τερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φι­λιπ­πικού40. Ε­πί­σης, μετέ­φρα­σε στο βρα­χύ διάστημα της βασι­λεί­ας του Αρτε­μί­ου- Ανα­στα­σίου (Ιούνιος 713- Φε­βρου­­άριος 715), τα «Σχόλια πε­­ρί τῆς Ἐνα­θρω­πή­σεως τοῦ Μο­νο­γενοῦς» και μερι­κές Επι­στο­λές του Κυ­ρίλ­λου Α­λε­ξαν­­δρεί­ας41 και κα­τά το πρώ­το έτος της βασι­λεί­­ας του Λέ­­ο­ντος Γ´, το έργο του Γρη­γο­ρίου Νύσσης «Π­ερὶ κα­τασκευῆς τοῦ ἀν­θρώ­­που» και του Νε­­μέ­σιου Εμέσης «Περί τῆς φύ­σεως τοῦ ἀ­ν­θρώπου»42.

Ο Δαυίδ προ­φα­νώς ήταν Χαλκηδόνιος στην πί­στη43. Η συνεργασία του Στε­φά­νου με τον Δαυίδ αποδεικνύει ότι ο δεύτερος εισήγαγε τον Στέφανο στον κύκλο της λεγόμενης «ελληνόφιλης» σχολής των Αρμενίων και γρή­γορα καρποφόρησε πλου­σίως44. Ένα επιπλέον στοι­χείο που αναδεικνύει το εύρος των δρα­στη­ρι­ο­τή­των της παραπάνω «σχολής» είναι η σύνδεση που είχε με το πε­ρι­βάλλον αυτό ο πα­τρι­άρ­­χης Γερμανός Κπολέως και για αυτό πιστεύω ότι ο τελευ­ταί­ος ήταν το πλέ­ον κατάλληλο πρόσωπο το οποίο θα σύνδεσε τον άγνωστο Αρ­μέ­νιο νεαρό με τον κύ­κλο των λο­γί­ων της «ελληνόφιλης σχολής» της Κπολέως και μάλιστα με τον προ­εξάρ­χο­ντα αυτής τον ύπατο Δαυίδ.

Η αρχή των σχέσεων του Στεφάνου με τον Γερμανό δεν μπορεί να εντο­­πι­σθεί χρο­νικά. Δύ­σκο­­λα, πάντως, θα δεχόμουν ότι η γνωριμία των δύο ανδρών συνέβη μό­νον με­τά την εκλογή του δευτέρου στον πατριαρχικό θρόνο, δηλ. κατά το δεύ­τε­ρο έτος της βασι­λεί­ας του Ανα­στα­σίου- Αρτεμίου, στις 11 Αυγούστου του 715, όπως υπο­στη­­ρί­ζε­­ται από μερικούς ερευνητές45. Κα­τά την γνώμη μου, η γνωριμία τους πρέπει να συν­έ­βη νωρίτερα, ίσως ευθύς με την εγκα­τά­στασή του στην Κπο­λη, όταν δηλ. συν­δέ­­­θηκε με την αρμενική παροικία της πόλεως και τον φι­λολογικό κύκλο της «ελ­ληνό­­φι­λης» σχολής και άρχισε η συνερ­γα­σία του με τον αυ­το­κρα­το­ρικό αξιωμα­τού­χο, κηνάριο Δαυίδ.

Αν η πρώτη βεβαι­ωμένη μετάφραση ο­λο­κλη­ρώ­θηκε κατά το δεύτερο έτος της βα­σιλείας του Βαρ­δά­νη-Φι­λιπ­­πικού (712)46, τότε μου φαί­νεται απί­θανο να μην αντι­λή­φθηκε το πα­ρα­μι­κρό για την δογματική αλλαγή που επέ­βαλε ο πα­ρα­πά­νω αυ­­τοκρά­το­ρας και την μο­­νο­θε­λητική σύνο­δο, σιλέντιο, που συγκάλεσε το 712, αλ­­λά και τα πρό­σω­πα που συμμετείχαν στα δρώ­με­να της ε­πο­χής, Γερ­μανό Κυ­ζί­κου, Αν­δρέ­α Κρή­της κ.α. Επειδή, λοιπόν, θεωρώ πολύ πιθανή την πα­ραπάνω εκ­δοχή, πι­­­στεύω ότι με τον πατριάρχη Γερμανό θα συν­δέ­θη­κε πολύ νω­ρίς και θα πρέ­­πει να αναπτύχθη­καν α­μέ­σως αμοιβαία αισθήματα εκτι­μή­σεως και να εγκα­­­­­θι­­δρύ­θηκε μί­α στενή σχέση φιλίας και συν­­εργασίας μεταξύ των δύο λογίων αν­­δρών, αν κρί­­νου­με από τις μαρ­τυ­ρί­ες που είναι διά­σπαρ­τες στους βιο­γρά­φους. Ε­κτός των άλ­­λων, ανα­­φέ­ρουν εμφα­ντι­κά ότι παρακο­λου­θούσε τις λει­τουρ­γίες που τε­­λού­σε ο Γερ­­­μα­νός στην Αγία Σο­φία47, με την υπο­γράμ­μιση μά­λι­στα ότι δεν συμ­­­με­τεί­χε στο Κοινό Ποτήριο, διότι, όπως ση­μει­ώ­νουν, είχε δη­λώ­σει ότι δεν μπορεί να κά­νει κά­­τι τέ­τοιο δίχως την άδεια του Κα­θολι­κού του, μιας και οι δύο Εκκλησίες δεν ευ­­ρί­σκο­νταν σε εκ­κλη­σι­αστική κοινωνία48. Προφανώς, ο Στέφανος θα ήταν πα­ρών σε πολ­λές από τις ομιλίες που εκφώνησε ο πατριάρχης Γερ­μανός στον ναό της Αγίας Σο­φίας, πα­ρόμοιες με αυτές δια­σώθηκαν49. Α­κό­μη, θεωρώ μάλλον βεβαίο ότι θα γνωρίσθηκε και θα συν­δέ­θη­­­κε με τον Ανδρέα Κρήτης και τον κύκλο της Πα­ναγίας των Βλα­χερ­νών50.

Εκείνο, όμως, το οποίο τεκμηριώνει, κατά την άποψή μας, αναμφίβολα τις σχέ­σεις, την πνευ­­μα­τι­κή συγγένεια και την ψυχική περιχώρηση των δύο ανδρών, εί­ναι το συγγραφικό τους έργο. Ο Γερ­μανός φαίνεται ότι επέδρασε καταλυτικά στην εν γένει θεολογική και συγ­γρα­­­φι­κή παραγωγή του Στεφάνου, αφού ο τελευ­ταί­ος πα­ρα­κο­λουθεί και μιμεί­ται πιστά το έργο του Γερμανού.

Με έκπληξη, λοιπόν, πα­­ρα­τη­ρεί κανείς μία αντι­­στοιχία με­ταξύ των έργων του Γερ­­μανού και του Στε­φά­νου· του πρώτου ως πρώτο­τυ­πες συγγραφές και του δευτέ­ρου ως νέες μετα­φρά­σεις. Ο Γερμανός έγραψε σχόλια στο Αρεοπαγιτικό έργο51, ερ­μη­­νεία στη Θ. Λει­τουρ­γία52 και το έργο «Περί ὅρων ζωῆς»53. Ο Στέ­φα­νος μετέ­φρα­σε ό­­λο το Αρεοπαγιτικό έργο54, στο οποίο έγραψε και σχό­λια55, επίσης έγραψε υπόμνημα στο Ωρολόγιο56 και τέλος, μετέφρασε το έργο του Γρη­γο­ρίου Νύσ­σης, «Περί κατα­σκευ­ής τοῦ ἀνθρώπου»57, καθώς και του Νεμεσίου Εμέ­σης, «Περί τῆς φύσεως τοῦ ἀν­­θρώ­­που»58, τα οποία απηχούνται στο πα­ρα­πά­νω έργο «Περί ὅρων ζω­ῆς» του Γερ­μανού.

Εργογραφία Στεφάνου επισκόπου Συνής και η μετάφραση των Αρεοπαγιτικών έργων

Με βάση τις διάσπαρτες μαρτυρίες πρσπάθησα να οργανώσω έναν κατάλογο των έργων του Στεφάνου επισκόπου Συνής ή Σιουνίκ: αρμενική μετάφραση του Α­ρε­ο­πα­­γιτικού έργου· αρμενική μετάφραση των σχο­λί­ων, Ιωάννου Σκυθο­πο­λί­του, στο Α­ρε­ο­παγιτικό έργο· αρμενική μετάφραση του έρ­­γου του Γρηγορίου Νύσ­σης, «Περί κα­τα­σκευής τοῦ ἀνθρώπου»· αρμενική με­τά­φρα­ση του έργου του Νε­μεσίου Εμέσης, «Πε­ρί της φύσεως τοῦ ἀνθρώπου»· αρ­με­νι­κή με­τάφραση πέντε Ομιλιών του Μ. Α­θανασίου πατριάρχου Αλεξανδρείας· αρμε­νι­κή με­τά­φρα­ση Επιφανίου Κύπρου59· αρ­μενική με­τά­φραση του έργου του Κυρίλλου Α­λε­­­­ξα­νδρείας «Περί Τρι­ά­δος»· Υ­πό­μνη­μα στο Ωρολόγιο· Υπόμνημα στα Τέσ­σε­ρα Ευ­­αγγέλια· Υπόμνημα στο Ιώβ· Υ­πό­­μνημα στον Εζεκιήλ· Υπόμνημα στην Έξοδο· Υ­­πόμνημα στο Λευιτικό60.

Από την εργογραφία του Στεφάνου θα μείνω στην μετάφραση των Αρεοπα­γι­τικών έργων. Το Αρεοπαγιτικό έργο61 στην Αρμενική γραμματεία εμφα­νί­ζεται για πρώ­τη φορά με μερικά περιορισμένα μεταφρασμένα αποσπάσματα, προ­ερ­χό­μενα μάλ­­­λον από κά­ποι­ο αν­θο­λό­γιο, στο έργο Σφραγίδα της Πίστεως, στις αρχές του 7ου αι62.

Η μετάφραση του Στεφάνου που είναι και η πρώτη, στις αρ­χές 8ου αι. αποκτά ι­δι­αίτερη α­ξί­α, διότι συμπλη­ρώνει τα κενά για την ιστο­ρία της διαδόσεως και της με­τα­βι­βά­σεως του Αρεοπαγιτικού έργου, είτε αυτού­σι­ου, εί­τε με τα σχό­λια, είτε άνευ, του Ιω­άν­νου Σκυθοπολίτου ή του Μαξίμου Ομο­λο­γη­τού63. Η αρμενική με­τά­φραση, λοι­πόν, έχει από μόνη της την δική της αξία για την ιστορία του κει­μένου των αρεο­πα­γι­τικών έργων, και τούτο διότι στην μέ­χρι τού­δε έρευνα δεν έχει ληφθεί υπόψη προ­κειμένου να διευρενηθεί το αρχικό, ά­νευ σχο­λίων, κείμενο του Διο­νυ­σί­ου Αρεο­πα­γί­τη64.

Καταρχήν, η έρευνα έχει αποδείξει ότι η μετάφραση του αρεοπαγιτικού έργου, η ο­ποία έ­γινε στην Κπολη από τον Στέφανο, από κοινού με τον Δαυίδ τον κη­νά­ριο65, έλαβε υπόψη της ένα χφ, ίσως και πε­ρισσότερα, παραγωγής κάποιου εργα­στη­ρίου της Κπό­λεως66 και προσο­μοι­ά­ζει με αυτό που δωρή­θη­κε από τον Μιχαήλ Γ´ στον Λου­δο­βίκο Ευσεβή το 827 (Parisinus 437)67 δηλ. ά­νευ σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπο­λί­του ή Μαξίμου Ομο­λογητού68· επιβεβαιώνεται έτσι, λοι­πόν, το γε­­γονός ότι κυ­κλο­φορούσαν στην Κπολη εκ παραλλήλου τα δύο κείμενα, δηλ. το ά­νευ και το μετά σχολίων69.

Ο Στέφανος μετέφρασε επίσης και σχό­λια στο Αρεοπαγιτικό έργο, προφανώς από το σώμα των σχολίων του Ιωάννη Σκυθοπολίτη με την μορφή κατένας ή ση­μειώσεων στο περιθώριο, στην ώα, και όχι ως συνεχές κείμενο70. Αξιοπρόσεκτο εί­ναι ότι επι­λεκτικά έχουν μεταφρασθεί τα σχόλια που συνάδουν με την Αντιχαλκηδόνια δι­δα­σκα­λία της Αρμενικής Εκκλησίας και έ­χουν παραληφθεί όλα εκείνα που ανα­φέρονται στις δύο φύσεις του Χριστού, όπως δι­ατυ­πώ­νε­ται στην Ορ­­θόδοξη δι­δα­σκαλία μετά τον όρο την Δ´ Οικουμενικής συνόδου (451). Η επιλογή αυτή δεν πρέπει να απο­τε­λού­σε πρωτοβουλία του Στε­φά­νου, αλ­λά μάλλον χρη­σιμοποίησε κάποιο σώμα σχο­λίων που κυκλοφορούσε στα πε­­ρι­βάλ­λο­ντα των Αντι­χαλ­κηδονίων της Κπόλε­ως. Το ίδιο συμβαίνει και με την Συριακή μετάφρα­ση του Φωκά, γεγονός που οδηγεί στην σκέ­­ψη ότι θα πρέπει να υ­πήρχε σχετικό «μονο­φυ­σιτικό» ή καλύτερα Αντι­χαλ­κη­δο­νικό αντι­γρα­φικό εργα­στήριο στην Κπολη71. Η Αρ­με­νική μετάφραση δεν έ­χει τον πρό­­λογο του Ιωάννη Σκυ­θο­πολίτου ή του Γεωργίου Σκυθο­πολί­του ούτε τα τρία ανώ­νυμα σχό­λι­α τα οποία α­πο­δί­δο­νται στον Ιωάννη Φι­λό­­πο­νο72·

Η τεχνική της μεταφράσεως, την οποία χρησιμοποιεί ο Στέφανος δεν θα μπο­ρούσε να είναι άλλη από αυτή της «ελλη­νό­­φιλης» σχολής, της οποίας αναδει­κνύ­ε­ται μάλι­στα κορυφαίος εκπρόσωπος73.

Επιλογικά

Η μελέτη της παραγωγής της «ελλη­νό­­φιλης» σχολής των Αρμενιών έχει τερά­στι­α σημασία για την ιστορία της λογοτεχνίας και της παιδείας στο Βυζάντιο, δι­­ότι συμβαίνει εν πολλοίς στο κλίμα της Κπόλεως και χρησιμοποιεί χειρό­γρα­φα από τα αντιγραφικά εργαστήριά της, πράγμα που αποδεικνύει την έντονη πνευ­­μα­τι­κή δρα­στη­ριότητα σε μία εποχή που κατά τα άλλα θεωρείται «σκο­τεινή». Δεν εί­ναι δυνατόν μόνον να μεταφράζονται στην αρμενική γλώσσα τόσα πολλά και ποικίλα έργα αν δεν υπήρχαν ταυτόχρονα και οι ανάλογοι λο­γο­τε­χνικοί ή φιλολογικοί κύκλοι που θα ενέ­πνεαν και θα υποστήριζαν το όλο εγχεί­ρη­­μα. Η παράδοση του Στεφάνου Αθηναίου ή Α­λε­ξανδρέα αδιάκοπα συνέχιζε να αρδεύει την πνευματική παραγωγή και να παράγει προϊόντα υψηλής πολιτι­στι­­­κής αξίας, τα οποία διαχέονταν εντός και εκτός συνόρων της Βυζαντινής αυτο­κρα­τορίας, όσο φυσικά η κοινωνία ήταν απερίσπαστη και μπο­ρούσε να «φιλο­κα­λεί».

Το τελευταίο, μάλιστα, παράδειγμα του Στεφάνου Σουνίκ ή Συνής είναι απο­φα­­σι­στι­κό για να ανατρέψει την όποια φιλολογία περί «σκοτεινών αιώνων», ή πε­­ρί «μεγάλης σιγής των γραμμάτων» κατά την προεικονομαχική περίοδο, διότι συμπλέ­κονται ο νέ­η­λυς εξ Αρμενίας Στέφανος, ο Κωνσταντινουπολίτης Αρ­­μέ­νιος Δα­υίδ, ύπατος και κηνάριος, ο πατριάρχης Γερμανός Κπόλεως, ο Αν­δρέας Κρή­της και πολλοί άλλοι περισσότερο ή λιγώτερο, σε έναν λογοτεχνικό κύκλο με τε­ρά­στιες πνευματικές φι­λο­δοξίες.

Στην διατύπωση, πάντως, τελεσίδικης απόφανσης σχετικά με την σκοτεινότητα ή μη των προει­κονομαχικών αιώνων, εκτός των παραπάνω, θα πρέπει εν πολλοίς να συνυ­πο­λογισθεί και η μεγάλη πο­λι­τικο-κοινωνική αναστάτωση που επήλθε στην Ανατολή με τις Αραβικές κα­τα­κτήσεις και στην Βαλκανική με τις Σλα­βικές επιδρομές· θα χρει­α­σθούν πολ­λά χρόνια και αρκετοί δραστήριοι αυτο­κρά­το­ρες για να επανέλθει η κοι­νωνία σε μία σχετική μακροχρόνια ηρεμία, απα­ραί­τη­τη προϋπόθεση για να επιστρέ­ψουν οι άνθρωποι απερίσπαστοι στα ειρηνικά τους έργα και να αρχίσουν να «φιλο­λο­γούν».

Για τους Αρμενίους, όμως, η μοίρα επεφύλασσε άλλες εξελίξεις· θα ζήσουν για πολ­λούς αιώνες με τα πνευ­ματικά αποθέματα που κατόρθωσαν να συνάξουν τα «κα­λά» χρόνια της εποχής των δύο Στεφάνων, αφού η Αραβική επιρροή α­μέ­σως ή εμ­μέσως επέβαλε την απομάκρυν­ση από τον Βυζαντινό κόσμο και ό, τι σχε­τι­ζό­ταν με αυτό74· θα ζήσουν με τις αναμνήσεις και τις μεταφράσεις της «ελλη­νό­φι­λης» σχο­λής.


1. Βλ. B. Hemmerdinger, «La culture grecque classique du VIIe au IXe siècle», Byzantion 34 (1964) 125-133.


2. K. Demoen, «Culture et rhétorique dans la controverse iconoclaste», Byzantion 68 (1998) 311-346.


3. Βλ. D. Gutas, Greek Thought and Arabic Culture: The Graeco-Arabic Translation Mo­ve­ment in Ba­g­­h­dad and Early Abbasid Society (2nd-4th/8th-10th), London 1998, σ. 177.


4. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, Α΄, Αθήνα 2001, σ. 59.


5. E. Gibbon, A History of the Decline and Fall of the Roman Empire, V, London 1788-1789, σ. 511.


6. K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, A΄, Aθήνα 1897, σ. 20.


7. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), A΄, Aθήνα 1995, σ. 293.


8. A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (650-850), Aθήνα 1999, σ. viii, ix.


9. J. F. Haldon, Byzantium in the Seventh Century: The Transformation of a Culture, κεφ. 11, “Forms of Representation: Language, Literature and the Icon”, Cambridge, 1990, σ. 425, 427.


10. Περισσότερα για την θεωρία της Μεγάλης Σιγής των γραμμάτων στο Βυζάντιο· βλ. Ν. Τω­μαδάκης, «Η δή­θεν Μεγάλη Σιγὴ των γραμμάτων εν Βυζαντίῳ (650-850)» (Αρχαι­ο­γνω­σία και πνευματικαὶ εκ­δη­λώσεις), ΕΕΒΣ 38 (1974) 5-26· ο ίδιος, «Απὸ της Μεγάλης Σιγής εις τον Φώτιον και τους εστεμ­μέ­νους ποιητάς», μέρ. δ΄, στο Συλ­λά­βος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων, Αθήναι 1961, σ. 301-336. Για τις θέ­σεις του Τωμαδάκη βλ. τις παρατήρησεις του Α. Καρπόζηλου, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρο­νο­­­γράφοι, Α´, Αθήνα 1997, σ. 611 σημ. 2, ότι δεν δίδει συγκεκριμένες απα­ντή­σεις στα καίρια ερω­τή­μα­τα σχετικά με την συνέχεια ή την δι­ακοπή των πο­λι­τι­κών και κοινωνικών θεσμών της ύστερης αρ­χαι­ότητας στο Μέσο βυζαντινό κρά­τος· περισσότερα για το θέμα μας στις σ. 610-616· Ε. Κουντούρα-Γα­λά­κη, Ο Βυζαντινὸς κλή­ρος και η κοινωνία των Σκοτεινων Αιώνων, [ΕΙΕ], Α­θή­­να 1996, σ. 30. Α­κό­μη, βλ. D. A. Za­kythinos, «La grande brèche dans la tradition historique de l’ Hel­lé­ni­sme du septième au ne­uvième siècle», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, Γ΄, Αθήναι 1966, σ. 300-327· P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, Αθήνα 32001, σ. 71-101· M. A. Hoffman, «The History of Anthro­p­o­­logy Revisited, A Byzantine Viewpoint», American Anthropologist 75 (1973) 1347-1357· R. Bro­w­­n­i­ng, Medieval and Modern Greek, Cambridge 1983, σ. 55· W. Treadgold, «The Break in Byzantium and the Gap in Byzantine Studies», Byzantinische Fo­rschungen 15 (1990) 289-316· ο ίδιος «The Re­vival of Byza­n­ti­ne Learning and the Re­vi­val of the Byzantine State», The American Historical Re­vi­ew 84 (1979) 1245-1266· A. Ca­meron, «Byzantium and the Past in the Seventh Century: The Se­ar­ch for Re­definition», στο The Seventh Century: Change and Continuity, J. Fontaine, J. Hil­lgarth (εκδ.), London 1992, σ. 250-276· D. J. Sahas, «Cultural Interaction du­ri­ng the U­mayyad Period. The ‘Circle’ of John of Damascus», ARAM 6 (1994) 35-66· E. Chry­sos, «Illuminating Darkness by Candlelight: Li­te­rature in the Dark Ages», στο Actes du Collo­que I­n­ternational Philo­lo­gique Nicosie- Chypre 2000, Paris 2002, σ. 13-24.


11. Πρόχειρα, βλ. P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, Αθήνα 32001.


12. C. Mango, (εκδ.), Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History, (CFHB 13), Washington 1990 σ. 52.


13. Για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Βαλκανική και στην Μ. Ασία· βλ. Π.-Γ. Τσορ­μπατζόγλου, Εικονομαχία και κοινωνία στα χρόνια του Λέοντος Γ´ Ισαύρου. Συμβολή στην διερεύνηση των αιτίων, Κατερίνη 2002, σ. 149-206.


14. Βλ. Για μία συνο­λική θεώρηση· βλ. N. M. Kalogeras, Byzantine Childhood Educa­ti­on and its Social Role from the Sixth Century until the End of Iconoclasm (αδημ.διδ.διατρ.), Chicago 2000· H. Mago­u­lias, «Education and Learning in the sixth and seventh Centuries as viewed in the Lives of Saints», Greek Orthodox Theological Review 21 (1976) 11-124· A. Tihon, «Enseignement Scientifique à By­za­nce», Organon 24 (1989) 89–108· A. Marko­pou­los, «Teachers and Textbooks in Byzantium Ninth to Eleventh Centuries», στο Networks of Learning. Per­spe­cti­ves on Scholars in Byzantine East and Latin West, c. 1000–1200, S. Ste­ckel, N. Gaul, M. Grünbart (εκδ.), Be­r­lin–Münster 2014, σ. 3-13, ιδιαιτέρως σημ. 2· R. Tho­mson, «Constantinople and Early Armenian Lite­ra­ture», στο Armenian Con­sta­ntinople, R. G. Hovannisian, S. Payaslian (εκδ.), Costa Mesa, CA 2010, σ. 32. Πρβλ. Α. Μαρκό­που­λος, «Από τη δομή του βυζαντινού σχολείου. Ο δάσκαλος, τα βιβλία και η εκπαιδευτική δι­α­­­δικασία», Neograeca Bo­hemica 10 (2010) 5–13.


15. Σύμφωνα με την Σούδα, ο Τραϊανός, ήταν πατρίκιος και ήκμασε στα χρόνια της βα­σι­λεί­ας του Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711). Έγραψε ένα χρονικό, που ήταν «πολύ αξιο­θαύ­μα­στο» (Σούδα, T 901). Η Σούδα τον περιγράφει ως «πολύ πιστό Χριστιανό, και πολύ ορθό­δο­ξο». Το χρονικό πιστεύεται ότι κάλυπτε την περίοδο από τα τέλη του 7ου αι. (ίσως το 668), μέχρι περίπου το 713 ή το 720, και πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε από τον Θεο­φά­νη τον Ομο­λο­γητή και τον πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ ως πηγή για το έργο τους· βλ. C. Mango, R. Scott (εκδ.), The Chronicle of Theophanes Confessor. Byza­n­ti­ne and Near Eastern history AD 284-813, Oxford 1997, σ. liv, lvvvviii-xc.


16. Βλ. L. M. Whitby, «The Great Chronographer and Theophanes», BMGS 8 (1982) 1-20· Mango, R. Scott, The Chronicle of Theophanes Confessor, όπ.π.


17. Βλ. W. Treadcold, «The Break in Byzantium and the Gap in Byzantine Studies», BF 14 (1990) 308-309· Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρο­νο­­­γράφοι, όπ.π., σ. 613.


18. Βλ. «Georgios Choiroboskos (#2200)», στο Prosopographie der mittelbyzantinischen, Zeit: I. Abteilung (641–867), 2. Band: Georgios (#2183)- Leon (#4270), F. Winkelmann, R.-J. Lilie, Cl. Lu­dwig, Th. Pratsch, Il. Ro­cho­w (εκδ.), Berlin- N. York 2000, σ. 7-8.


19. Βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε´, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 521-522· H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Β´, [ΜΙΕΤ], Αθήνα 1992, σ. 377, 381, 393, 409.


20. Βλ. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, όπ.π., σ.81-83.


21. Πολύ κατατοπιστική μελέτη για την κατάσταση της αναγνώσεως και του βιβλίου στο Βυ­ζα­ντίο είναι του G. Ca­val­lo, Η ανάγνωση στο Βυζαντίο, (= Lire a Byzance, Paris 2006), Α­θή­να 2008.


22. Βλ. Α. Terian, «The Hel­le­ni­zing School: Its Time, Place, and Scope of Activites Re­co­­­n­­si­de­red», στο East of Byzanti­um: Syria and Arme­nia in the Formatine Period. Dumbarton O­aks Symposium 1980, Wa­shi­ngton, D.C. 1982, σ. 183, σημ. 78.


23. Για τον Στέφανο Αθηναίο ή Αλεξανδρέα· βλ. H. Usener, De Ste­pha­no A­le­xa­n­d­r­i­­no, Bonn 1880· A. Lumpe, «Stephanos von Alexan­dria und Kaiser Herakleios», Classica Me­d­iaevalis. Di­s­ser­ta­tiones 9 (1973) 150-59· ο ίδιος, «Stephanos von Alexandria (Stephanus Philosophus)», Biographisch-Bi­bli­ogra­phi­sches Kirchenlexikon, τ. 10, Herzberg 1995, στηλ. 1406-1409· W. Wolska- Con­­­us, «Stephanus d’ A­thè­nes et Stephanus d’ Alexandrie. Essai d’ identification et de biogra­phie», REB 47 (1989) 5-89· Le­merle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, όπ.π., σ. 77-80, ιδιαιτέρως σημ. 29. Η παραγωγή του Στε­φάνου είναι τεράστια και πο­λυ­­με­ρής· έχει ασχοληθεί με θέματα λογο­τε­χνίας, φιλοσοφίας, ιατρικής, χη­μείας, αστρονομίας και έτσι εξηγείται η πολυθεματική πα­ρα­γω­γή των μαθητών του και όσων εμπνεύ­σθηκαν από την «σχολή» του· βλ. E. Chauvon, Étude sur le Com­me­ntaire a­stro­nomique de Ste­pha­nos d’ A­lexandrie, Louvain 1979–1980. Ακόμη, βλ. M. Pa­pa­tha­nas­siou, «Ste­pha­nus of A­le­xan­dria: Pha­r­mace­u­tical Notions and Cosmology in his Al­che­mi­cal Work», Ambix 37 (1990) 121­-133, 38 (1991) 112 (ad­de­nda)· η ίδια, «Stephanus of A­lexandria: On the Structure and Date of His Alchemical Work», Me­dicina nei se­coli 8 (1996) 247-266· η ίδια, «Στεφάνου: Aπο­τε­λε­σματική πραγματεία ή το Ω­ρο­σκό­πιο του Ι­σλάμ», στο Οι Επιστήμες στον Ελληνικό κό­σμο, [ΚΝΕ/ΕΙΕ], Αθήνα 1997, σ. 107–117· η ίδια, «L’ oe­uvre alchi­mique de Sté­phanos d’ Alexandrie: Structure et tran­sfor­mations de la ma­tière, uni­té et pluralité, l’ éni­gme des phi­lo­sophes», στο L’ alchimie et ses racines phi­lo­so­phiques. La tradition grecque et latradition a­ra­be, Cr. Vi­ano (εκδ.), Paris 2005, σ. 113–133· η ίδια, «Stephanos of Alexandria: A Fa­mous Byza­nti­ne Scholar, Al­che­mist and A­stro­lo­ger», στο The Occult Sciences in Byzantium, P. Magdalino, M. Mavroudi (εκδ.), Geneva 2006, σ. 163-203· M. Roueché, «The Defi­ni­ti­o­ns of Philosophy and a New Fragment of Ste­pha­nus the Philosopher», JÖB 40 (1990) 107-128· ο ίδιος, «Stephanus the alexandrian phi­lo­sopher, the kanon and a seventh-century mil­len­ni­um», Journal of the Warburg and Cour­ta­uld Institutes 74 (2011) 1-30· ο ίδιος, «Stephanus the Philosopher and Ps. E­li­as: a Case of Mi­­staken Identity», BMGS 36 (2012) 120-138. Για τις σχέσεις Ι­­­­­ω­­­άν­νου Φιλοπόνου και Στε­φάνου· βλ. R. Va­n­co­urt, Les Derniers Commentateurs a­le­xa­n­d­r­ins d' Aristote. L' é­co­le d' Olym­pio­dore. Étienne d' Alexandrie, Facultés Catholiques, Lille, 1941· H. Blume­n­t­hal, «John Phi­loponus and Ste­pha­nus of A­lexandria: Two Neo­pla­to­nic Ch­r­i­stian Commentators on Ari­sto­tle?», στο Ne­o­pla­to­nism and Chri­­sti­an Tho­u­ght, D. J. O’ Me­ara (εκδ.), Albany NY 1982, σ. 54- 66, υποσημ. σ. 244-246· πρβλ. F. de Haas, Jo­hn Ph­i­lo­ponus' new definition of prime matter: aspects of its background in ne­o­­plato­nism and the ancient com­me­­ntary tra­dition, Leiden 1997. Στην Κπολη ο Στέφανος συνδέθηκε με τον δι­ά­σημο γιατρό Θε­όφιλο (603 ή 610-641) γνωστό με τον τίτλο του Πρωτοσπαθάριου, από το τιμητικό α­ξίωμα που απέκτησε υ­πηρετώντας ως αρ­χί­ατρος στην αυλή του αυτοκράτορα Η­ρά­κλειου. Φαίνεται ότι οι δυο τους συνεργάστηκαν και στην συγγραφή. Από το περιβάλλον αυτό αναδείχθηκαν πολλοί μα­θη­τές και συνεργάτες, οι οποίοι συνέχισαν την παράδοση της «σχολής»· βλ. W. Conus-Wolska, «Les commentaires de Stephanos d'Athènes au Prognostikon et aux Apho­ri­smes d' Hi­p­po­crate: de Galien à la pratique scolaire alexandrine», REB 50 (1992) 5-86· η ίδια, «Stephanos d' A­the­̀nes (d'Ale­xa­­­n­drie) et Théophile le Prôto­spa­thai­re, commentateurs des Aphorismes d'Hippocrate, sont-ils indé­pendants l'un de l'autre?,» REB 52 (1994) 5-68.


24. Για την μεταφραστική τεχνική της εποχής· γενικά, βλ. A. Rigolio, «Tran­sla­ti­on of Greek Texts in Late Antiquity», στο Encyclopedia of Ancient Greek Language and Li­n­­guistics, G. K. Giannakis, (εκδ.), 3, Leiden 2014, σ. 436-41· A.-M. Lewis, «Latin translations of Greek literature- the testimony of Latin authors», L' antiquité classique 55 (1986) 163-174· S. Brock, «Aspects of Translation Te­ch­ni­que in Antiquity», GRBS 20 (1979) 69-87. Για την «ελληνόφιλη σχολή» και την παραγωγή της· βλ. Thomson, The Ar­menian Ve­r­s­i­on of the Wo­r­ks at­tri­buted to Dionysius the Areo­pa­gi­­te, (μετφρ.), σ. VIII σημ. 3· S. La Por­ta, The A­r­menian Scholia on Di­­on­y­sius the Areopagite. Studies on their literary and ph­i­lo­logical tra­dition, (CSCO 625), Louvain 2008 σ. 1, 88-123 και σημ. 3. Πρβλ. Ch. Mercier, «L' É­co­le hellénistique dans la littérature armé­nienne», Revue des Étu­des Αrmé­n­i­ennes 13 (1978-1979) 59-74· A. Terian, «The Hel­l­enizing School. Its Time, Place and Sco­pe of Activities Re­­considered», στο N. Garsoian, T. Ma­thews, R.W. Thomson (εκδ.), E­­ast of Byzan­ti­um: Sy­­ria and Ar­me­nia in the Formative Per­iod, (Dumbarton Oaks, Center for Byzantine Studies), Washington, DC 1982, σ. 175-186· V. Ca­l­zolari, M. Nichanian, «L’ É­co­le hellénisante», στο Âges et usages de la langue ar­­mé­ni­enne, M. Nichanian (εκδ.), Paris 1989, σ. 110- 130· G. Muradyan, «Notes on Some Linguistic Chara­cte­ri­­stics of the He­l­le­nizing Translations», Le Muséon 112 (1999) 65-71· η ίδια, Grecisms in Ancient Armenian, Leuven 2012· η ίδια, «The Hellenizing School», στο Armenian Philology in the Modern Era: From Manuscript to Digital Text, V. Calzolari, M. Stone (εκδ.), [Brill], Leiden- Boston 2014, σ. 321-348. Ακόμη, βλ. στον τόμο Studies on the an­­ci­­ent Armenian version of Philo's works, S. Mancini Lom­bar­di, P. Po­ntani (εκδ.), Le­i­den- Boston 2011, τις μελέτες: G. Mu­ra­dyan, «The Ar­me­nian Version of Philo Ale­xan­dri­nus. Trans­la­tion Technique, Bibli­cal Ci­ta­­tions», σ. 51-85· P. Pontani, «Saying (al­most) the Same Thing. On Some Relevant Differences between Gre­ek-Language Ori­gi­nals and their Armen­i­an Tra­nslations», σ. 125-154· M. E. Shirinian, «Philo and the Book of Cau­ses by Grigor Aba­sean», σ. 155-189. Για την επίδραση των έργων αυτών στην ευ­ρύ­τερη Αρ­με­νική γραμ­­­­μα­τεία, βλ. P. Cowe, «Ge­ne­ric and Methodological Deve­lop­ments in Theology in Caucasia From the Fourth to Eleventh Ce­n­turies Within an East Chri­sti­an Context», στο Il Caucaso: Cerniera fra Culture dal Me­di­terraneo alla Pe­rsia (secoli IV –XI), Spoleto 1996, σ. 669- 673· ο ίδιος, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 32, σημ. 15. Ακόμη, βλ. την παρατήρηση της V. Calzolari: «O­ver the centuries Armenians maintained close and direct contacts with the Greek culture, by which they were deeply influenced. During the so-called ‘Dark Ages’ of Byzantium’s in­tel­le­ctual life, Armenia played an im­por­tant role in the preservation of Greek cultural heritage, as much as the neighbouring Syriac speaking world, in particular for the transmission of Gre­ek philosophical scholarship. The old centers of translations of Late Antique Ar­menia as well as the scriptoria and the libraries attached to the monastic schools of medieval Armenia co­n­tri­buted considerably to the reception and dissemination of the Greek scientific texts. These texts were first read and stu­died directly in Greek at the schools in which they were used as textbooks, and later translated into Ar­me­ni­an, consequently contributing to the formation of a distinctive Armenian cursus studiorum. This lecture deals wi­th the Armenian ancient tran­s­lations of Greek philosophical texts and pays particular attention to: 1) the rela­ti­o­nships between the syllabus of the Neoplatonic schools of Athens and Alexandria in Late Antiquity (5th-6th c.), and the Armenian philosophical corpus; 2) the works (Greek and Armenian) of David, the “Invin­ci­ble” phi­lo­so­pher and the tradition of the “continuous commentaries” on A­ri­stotelian logic in Armenia: De­fini­ti­ons and Di­vi­­sions of Philosophy (Prolegomena Phi­losophiae), Commentary on Porphyry's Isagoge, Commentary on Ari­stotle's Categories, Com­me­ntary on Aristotle's First Analytics. More generally, the lecture focuses on the wa­ys in whi­ch Greek thought was transmitted into the Armenian tradition, as well as on the circulation of ideas and cultural exchanges between East and West in the late Antiquity», στο http://cems.ceu.edu/events/2013-01-31/david-the-invincible-and-the-transmission-of-greek-phi­­lo­sophy-in-armenia-in-late-a.


25. Βλ. παρακάτω σημ. 26, 27.


26. Βλ. B. Contin, «Il Corpus Davidicum armeno nella tradizione neoplatonica e nello svi­lup­po del pensiero arme­no», Mediaeval Sophia, e-review 1 (2007) 31-35, στο www.mediaeval so­phia. it.


27. Βλ. J.-P. Mahé, «David l'Invincible dans la tradition arménienne», στο Simplicius com­me­n­taire sur les categori­es, I. Hadot (εκδ.), Leiden 1990, σ. 189-207· V. Calzolari, J. Barnes (εκδ.), L’œuvre de David l’invincible et la transmission de la pensée Gecque dans la tradition Arménienne et Syriaque, Leiden- Boston 2009, ιδιαιτέρως τα κεφ. J. Barnes, «Da­v­id and the Greek Tradition», σ. 3-14· V. Cal­zolari, «David et la tradition arménienne», σ. 15-36· S. Arevshatyan, «David the Invincible in Armenia and other Countries: the Fate of his Legacy», σ. 175-180.


28. Car­lo­zari: «Τhe works (Greek and Armenian) of David, the “Invin­ci­ble” phi­lo­so­pher and the tradition of the “continu­ous commentaries” on Aristotelian logic in Armenia: De­fini­ti­ons and Di­vi­­sions of Philosophy (Prolegomena Phi­lo­sophiae), Commentary on Porphyry's Isagoge, Commentary on Ari­stotle's Categories, Commentary on Ari­sto­tle's First Analytics», όπ.π., σημ. 24. Ακόμη, M. Papazian: «Ιt suggests that the Armenian commentator was familiar with the Stephanus commentary and made exten­si­ve use of it in composing his own com­men­ta­ry. And this should not surprise us, since Stephanus appears to have had an Armenian con­ne­ction. According to Wolska-Conus, in her article ‘Stephanus d’Athènes et Stephanus d’ A­­le­­xa­ndrie. Essai d’identification et de biographie’ (REB 47(1989), the Ale­xan­drian Stephanus who wrote the com­mentaries on Aristotle is identical to the medical commentator Stephanus of Athens. If this is the case, then Ste­phanus was born in Athens in the mid-500s, studied at Ale­xandria, was for a time a student of John Phi­loponus and an ad­he­rent of monophysitism, and subsequently was appointed to a chair at Constantinople where he was the teacher of Ty­chi­kos, himself the teacher of Anania Shirakatsi. It is tempting to sug­gest that perhaps the Ar­me­nian De Interpretatione commentary is the product of a philo­so­phical school or milieu in Armenia that is later than and distinct from that associated directly with Alexandria, David, and the school of Olympiodorus, and dependent instead on Stepha­nus and his students at Co­n­stantinople. This would account for the many si­milarities with the Stephanus commentaries and the absence of any borrowings from the remnants of the O­ly­m­pi­odorus commentary. It may also account for the linguistic features of the Armenian com­me­n­tary that set it apart from the standard David corpus. It is my hope that further work on this commentary and its re­la­tion to the other ancient commentaries will allow us to assess the plausibility of the very te­ntative thesis that I present today», στο «A Me­di­e­val Ar­me­nian Commentary on the De Interpretatione», στο https://www.academia.edu/11510745/A_Medieval_Armenian_Commentary_on_the_De_Interpretatione.


29. Η μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αναδεικνύει την Τραπεζούντα ως ένα μορφωτικό κέ­ντρο αντα­γω­νιστικό της Κπόλεως.


30. Βλ. F. Co­ny­be­are, (με­­τάφρ.), «Ananias of Shirak (A.D. 600-650). Auto­biography», BZ 6 (1897) 572-574· H. Berberian, «Autobiographic d'Anania Sirakac'i», Revue des Études Ar­mé­niennes 1 (1964) 189-194· R. H. Hewsen, «Science in Seventh-Century Armenia: Ana­ni­as of Sirak», Isis 59 (1968) 32-35· Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινὸς Ουμανισμός, όπ.π., σ. 77-80, ιδιαιτέρως σημ. 31, 32· J.-P. Mahé, «Qua­dri­vi­um et cursus d’études au VIIe siècle en A­r­ménie et dans le monde byza­n­tin d’après le "K’nnikon" d’ An­a­nia Si­ra­kac’i», TM 10 (1987) 159-206· J. Greppin, «Comments on Early Armenian Knowledge of Botany as Re­ve­a­led in the Geography of Ananias of Shirak», Journal of the American Oriental Society 115 (1995) 679- 684. Α­κόμη, βλ. Χ. Μπαρτικιάν, Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, Θεσ­σαλονίκη 1981, σ. 60-64· M. Roueché, «Byzantine Philosophical Texts of the Seventh Cen­tu­ry», JÖB 23 (1974) 61-76· ο ίδιος, «A Middle Byzantine Handbook of Logic Terminology», JÖB 29 (1980) 71-98. Πρβλ. Wolska- Con­­­us, «Stephanus d’ A­thè­nes et Stephanus d’ Alex­a­n­drie», όπ.π., σ. 20-24.


31. Για τον Στέφανο Αθηναίο ή Αλεξανδρέα, βλ. παραπάνω σημ. 23.


32. Βλ. P. Lemerle, “Note sur les données historiques de l' Autobiographie d' Anania de Shi­rak», Revue des Études Ar­méniennes 1 (1964) 105-202· Hewsen, «Science in Seventh-Century A­r­me­nia: Ananias of Sirak», όπ.π., 32-35· Wolska- Con­­­us, «Stephanus d’Athènes et Step­h­a­nus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 20- 33· G. Cavallo, «Theodore of Tarsus and the Gre­ek cul­tu­re of his time», στο Archbishop Theodore: Comm­e­morative Stu­di­es on His Life and Influence, M. Lapidge (εκδ.), Cam­bridge 1995, επανέκδ. 2006, σ. 54-63· Papatha­na­siou, «Stephanos of A­l­e­xandria: A Famous Byzantine Scholar, Al­che­mist and Astrologer», όπ.π., σ. 164, σημ. 2· R. Thomson, «Consta­n­tino­ple and E­a­rly A­r­­­menian Literature», στο Ar­me­nian Consta­nt­i­no­ple, R. G. Hovan­ni­si­an, S. Payaslian (εκδ.), Costa Mesa, CA 2010, σ. 33· T. Greenwood, «A Reassessment of the Life and Ma­the­matical Problems of Anani Ši­ra­­­kac'i», Re­vue des Études Arméniennes 33 (2011) 131-186.


33. Στην αρχή της βιογραφίας του, ο Ανανίας, αναφέρει ότι ασχολήθηκε με την συλλογή έρ­γων της αρμενικής λο­­­­γο­τεχνίας και προφανώς εννοεί ότι έγραψε, ή εξέδωσε κείμενα. Ένα με­γά­λο μέρος αυτών στην πορεία κυκλο­φό­­­­­ρησαν με ονομάτα άλλων, ή ανώνυμα, με συνέπεια, τελικά, να είναι υπο­πολ­λα­πλάσιος ο αριθμός των έργων που αποδίδονται στον Ανανία· βλ. He­­wsen, «Science in Seventh-Ce­n­tury Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 45· Ma­­­hé, «Qu­a­­­­dri­­vi­um et cursus d’études au VIIe siècle en Arménie et dans le monde byza­n­tin d’après le "K’n­ni­k­on" d’ An­a­nia Si­ra­kac’i», όπ.π., σ. 164-166· Wolska- Con­­­us, «Stephanus d’ A­thè­nes et Stephanus d’ Ale­xa­n­d­ri­e», όπ.π., σ. 24· M. Stone, R. Ervine (εκδ.), The Armenian Text of Epiphanius of Salamis' On Weights and Me­a­sures, (CSCO), Louvain 2000, σ. 29-33. Το ύφος του Ανανία είναι αρκετά συνοπτικό, με εμ­φα­νή σημάδια της ελ­ληνικής επιρ­ροής όπως άλ­λωστε σε όλους τους Αρμενίους συγγραφείς της εποχής του, αν και δεν είναι τόσο αι­σθητή σε αυτόν, όσο στους άλλους της εποχής του, ή δύο αιώνες νωρίτερα· βλ. H. Thorossian, Hi­st­oi­re de la lit­terature Armenienne des or­i­gi­nes jusqu'a nos jours, Paris 1951, σ. 107. Για τις επιρροές, βλ. την παρατήρηση του Hewsen: «Xr­lo­pean has addressed himself to the problem of the sources with so­me attention and has found that Ananias was heavily influenced by Elise's An Interpretation of Cre­a­tion by an Interpretation of the Categories of Ari­sto­tle by an unknown author, and by the works of David Anhaxt, who, be­gin­ning with Aristotle's views, criticized Plato, Pyr­rho, and Porphyry and thereby firmly established neo-Platonism in Armenian thought», στο, «Science in Se­venth-Century Armenia: Ananias of Sirak», όπ.π., σ. 40.


34. Αστρονομικά, μαθηματικά, γεωγραφικά· βλ. Hewsen, «Science in Seventh-Century A­r­me­nia: Ana­ni­as of Si­rak», όπ.π., σ. 40-45· Wolska- Con­­­us, «Stephanus d’ A­thè­nes et Ste­pha­nus d’ Alexandrie», όπ.π., σ. 24-33.


35. Ο Στέφανος είναι γνωστός στην Βυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία από μία επιστολή την ο­ποί­α του είχε απευθύνει ο Γερμανός Κπόλεως και η οποία διασώζεται στην Ελληνική Πατρο­λο­γία σε λατινική μετάφραση. Πέρα από την επιστολή αυτή υπάρχει εκτενής αλλη­λο­γρα­φί­α με­τα­ξύ των δύο ανδρών, η ο­ποία σώζεται στην Αρμενική Βίβλο των Επιστολών, (Girk' T'ght'ots'], Tiflis 1901, σ. 358-395. Για τον Στέ­φανο, την αλληλογραφία και το έργο του· βλ. Π.-Γ. Τσορ­μπα­τζό­γλου, «Γερ­μα­νός πατριάρχης Κπόλε­ως (±650-730) και Στέφανος μητροπολίτης Συνής ή Σι­ου­νίκ (±685-735)», Βυζαντιακά, προσε­χώς, όπως οι πηγές και τα σχετικά προβλήματα. Για την ζω­­ή και την δράση και Στεφάνου μητροπο­λί­του Σουνίκ διαθέτουμε, πέρα από τις πα­ρα­πάνω επι­­στολές, το βασικό έργο (14ος) αι. του Step‛annos Ōrbē­lean, ο οποίος έγραψε για την ι­στο­ρί­α της επισκοπής του Σου­νίκ ή Συνής και εκεί αναφέρεται για τον βίο και την δράση του ενδό­ξου προκατόχου του· κριτ. έκδ. από K. Shahnazarean, Paris 1859· γαλλ. με­τάφρ. από Μ. Bros­set, Histoire de la Sio­unie, St. Petersburg 1864· αγγλ. μετάφρ. από R. Be­drosian, Hi­­story of the State of Sisakan, Ι, ΙΙ, Long Branch, N. Jersey 2012 την οποία και χρησι­μο­ποι­ού­με στο παρόν. Άλλες πηγές, το τρίτο βιβλίο του Movsēs Dasxu­ranc'i, αγγ. μεταφρ. C. F. J. Do­­wsett, The History of the Caucasian Alba­nians, London 1961· το έργο του Kirakos Ga­n­dza­kets'i, (κριτική έκδ. από K.A. Melik'-Ohan­janyan, Erevan 1961), γαλλ. μετάφρ. από M. Brosset, «Histoire de l’Armé­nie par le vartabed Kiracos de Gantzac», στο Deux histo­ri­ens arméniens, St. Petersburg 1870, σ. 1-194· αγγλ. μετάφρ. από R. Bedrosian, History of the Arme­nians, N. York 1986· το έργο του Mxit‛ar of Ayrivank‛, «Record of the History of the Mo­st Blessed, Holy and Glorious Patriarch Stephen the Bishop of Siwnik»’, στο Garegin Tēr-Yo­vsēp‛eanc‛, Mxit‛a Ayrivanec‛i: Noragiwt arja­na­­grut‛iwn ew erker [Mxit‛ar of Ayrivank‛: Ne­­w­ly Discovered Inscription and Works], Jerusalem 1931. Για μία σύνο­ψη και αξιολόγηση των πηγών, βλ. S. Gero, Icono­­cl­asm of Leo III, Lou­vain 1973, appe­n­dix C, «Ste­phen of Si­wnik in Byzantium», σ. 143-149· M. D. Findikyan, (έκδ.-με­τάφρ.), The commentary on the Arme­nian daily of­fi­ce by bishop Step'anos Siwnec'i (d. 735): critical edition and tra­n­sla­tion with textual and litu­rgical ana­ly­sis, (OCA), Roma 2004, σ. 40-57· Ι. Dorfmann- Lazarev, «Travels and Stu­dies of Stephen of Siw­nik (c.685–735): Re­de­fining Ar­me­nian Orthodoxy Under Islamic Rule», στο He­resy and the Making of Euro­pe­an Culture. Medieval and Mo­dern P­er­spe­ctives, Α. Roach, J. Si­m­pson (εκδ.), [Ashgate], Farnham 2013, σ. 357-368· S. La Porta, «Purging John of Scythopolis. A Miaphysite Reda­ction of the Scholia on the Corpus Dion­y­­siacum and its Armenian Version», Le Muséon 126 (2013) 55 σημ. 61, 56 σημ. 65· M. Papazian, Stepanos Siwnetsi: Comme­n­ta­ry on the Four Evan­ge­lists, [SIS Publica­tions], N. York 2014, σ. 9-17.


36. Ο βασικός οδικός άξονας επικοινωνίας Αρμενίας-Κπόλεως διερχόταν απο την εσωτερική πλευ­ρά των ο­ρει­νών όγκων του Πόντου, δηλ. της Χαλδίας, της Παφλαγονίας της Βιθυνίας για να καταλήξει στην Νίκαια, και μέσω Νικομήδειας στην Κπολη. Πιθανότατα ο μακρύς αυτός δρό­μος είχε αφετη­ρία το Δούβιο των Βυζα­ντι­­ν­ών, το αρμενικό Dwin. Με συνολικό μήκος, σύμφωνα με τις αποστά­σεις που πα­ρα­θέτει ένα αρμενικό Ο­δο­ι­πο­ρικό του 10ου αι. ήταν 875 αρ­μενικά μίλια, και ο δρόμος αυτός διερχόταν από την Θεοδοσιούπολη, την μυ­­στη­ριώδη «συ­νο­ριακή τάφρο», η οποία είναι δύσκολο να εντοπιστεί, την Κο­λώ­νεια, την Νεοκαισάρεια, την Αμά­σεια, τη Γάγγρα και την Άγκυρα και κα­τέ­λη­γε στην Κων­στα­ντινούπολη· βλ. H. A. Manandian, The Trade and Cities of Armenia in Re­la­­tion to An­cient World Trade, αγγλ. μτφρ. N. G. Garsoian, Lisbon 1965, σ. 163. Μί­α σει­ρά συν­δέ­σεων στον ά­ξο­­να Βορρά-Νότου έφερναν σε επαφή τους παράλιους οικισμούς του Πόντου με τις αρ­τη­ρίες της ενδο­χώ­ρας και στην συνέχεια με τις μεγάλες πόλεις του εσωτερικού, ακολουθώντας συνήθως τις κοιλάδες των πο­ταμών. Οι συν­δέ­σεις αυ­τές ήταν οι εξής: από την Σινώπη προς την κοιλάδα της Άμνιας, από τις Παύρες κατά μή­κος του πο­ταμού Άλυ, από την Αμισό κατά μήκος του ποταμού Ίριδος προς τη Μα­γνό­πολη και την Αμά­σει­α, από το Οιναίον προς τη Νεοκαισάρεια και πε­ραι­τέρω την Σεβάστεια· από την Κε­ρασούντα προς την Κο­λώνεια και περαιτέρω στην Νι­κό­πο­λη και τον ποταμό Ευφράτη ή την Σεβάστεια, από την Τρίπολη και την Τρα­πεζούντα προς τα Σάταλα (Κάμαχο) και περαιτέρω τη Θεοδοσιούπολη, από το Ρι­ζαί­ον προς τη Θε­ο­δο­σι­ού­πο­λη, από τις Α­θή­νες προς την Συσπιρίτιδα και το Φαράγ­γιον. Σημαντικότερες α­πό τις προ­­ανα­φε­ρό­μενες συν­δέ­σεις ήταν αυτές που κατέληγαν στην Α­μι­σό και την Τραπεζούντα· βλ. A. Br­y­er, D. Winfield, The By­zantine Mo­numents and To­pography of Pontos, Ι, Washington D. C. 1985, σ. 39 κε. Για το οδικό δίκτυο, βλ. Δ. Δρα­κούλης, Η πε­ριφερειακή ορ­γάνωση των οι­­­κι­σμών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτο­κρα­τορίας κατά την πρώιμη βυ­ζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι), Β´, Ποντική-Ανατολική-Αιγυπτιακή, [ΚΒΕ], Θεσσα­λο­νί­κη 2010, σ. 5-7, χάρτες Δ. 4.α, β· 4 Δ. 4.1.8-10· ο ίδιος, «Συμβολή στη μελέτη της Επαρχίας Βιθυνίας κατά την πρώι­μη βυζαντινή πε­ρίοδο», στο Φιλοτιμία. Τιμητικός τόμος για την Ομό­τιμη Καθηγήτρια Αλκ­μή­­νη Ζα­φρά­κα, Θεσ­σα­λονίκη 2011, σ. 147- 172· J. Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισα­γω­γή στην Ιστορική Γεωγραφία της Α. Μεσο­γεί­ου στη Βυ­ζαντινή Επο­χή, Θεσ­σα­λο­νίκη 2005, σ. 99, 101, εικ. 7· Οδικό Δίκτυο στη Μ. Ασία (Βυζά­ντι­ο): http://asiaminor.ehw.gr/.


37. Η σύνδεση του Στεφάνου με την Αθήνα, πιστεύω ότι σχετίζεται περισσότερο με την ιδι­αί­τε­ρη εκτί­μησή του για το Αρεοπαγιτικό έργο, ως μεταφραστής και σχολιαστής, παρά ως αυ­το­πρό­σωπη επί­σκε­ψη στην πάλαι ποτέ πό­λη της σοφίας. Η ακτινοβολία της Αθήνας, πάντως, παραμένει αμείωτη στο διε­θνές στερέωμα ακόμη την εποχή αυ­τή· όσοι δεν γνωρίζουν την κα­τάσταση στην οποία έχει περιπέσει η Αθήνα στους μετά τον Ιου­στι­­­νιανό αι­ώ­νες ανα­παράγουν την φήμη του παρελθόντος. Όπως οι Αρμένιοι έτσι και οι Λατίνοι της Ρώμης θε­ωρούν θετικό στοι­χείο ότι κάποιος από την Ανατολή έχει σπουδάσει στην Αθήνα όπως ο Θε­ό­δω­ρος ο Ταρ­σέ­­­ας μετέπειτα αρχιε­πί­σκο­πος Αγγλίας· βλ. Π.- Γ. Τσορμπα­τζό­γλου, «Θε­ό­δωρος αρ­χιεπίσκοπος Καντέρ­μπου­ρυ (Canterbury). Ένας Έλ­ληνας από την Ταρσό της Κι­λι­­κί­ας στην Αγγλία, (668-690). Παρατηρήσεις και επι­ση­­μάνσεις στον βίο και την δράση του», ΕΕΘ­ΣΑ­ΠΘ/Τμήμα Πο­ι­μαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας 14 (2009) 231-235· Α. Kal­de­l­­­lis, The Christian Parthenon. Classicism and Piligrimage in Byzantine Athens, Cam­bri­dge 2009, σ. 67-67.


38. Βλ. Gero, Iconoclasm of Leo III, όπ.π., σ. 146–147. Ο βιογράφος του Στεφάνου προ­φα­νώς έχει υπό­ψη του την αυτοβιογραφία του Ανανία του Σιράκ (600-650) την οποία και μι­μεί­ται. Για τον Ανανία, βλ. παραπάνω οικείο τόπο.


39. Κηνάριος, ή ἐπί τῆς τραπέζης· βλ. Kenarios, ODB, 2, σ. 1120· W. Seibt, «Kinarios- ein “neuer” Wü­r­de­nträ­ger an Hof des Byzantinischen Kaisers», Handēs Amsōreay 88 (1974) 369- 380. Πρβλ. Μ. Γερο­λυ­­μά­του, «Βα­­σι­λι­κά κτήματα, βασιλικά εργοδόσια. Σχετικά με την τροφοδοσία και τον ανεφοδιασμό του Ι. Πα­λα­τίου, (9ος- 11ος αι.», Βυζαντινά Σύμμεικτα 17 (2005) 87-110, ιδιαιτέρως σ. 88. Υπάρχει και σχετική σφραγίδα, βλ. Za­cos-Vegleri, I, αρ. 600. Ακόμη, βλ. R. Thomson, «Les Voyageurs arméniens à Byzance et leur connais­sance du grec», στο Voyages et voyageurs à By­zance et en Occident du VIe au XIe siècle, A. Dierkens, J.-M. Sa­­n­sterre (εκδ.), Genève 2000, σ. 108-110· La Porta, «Purging John of Scy­tho­polis», σ. 48, 59 και σημ. 17, 81. Δύ­σκο­λα μπορεί να ταυτισθεί ο αναφερό­με­νος Δαυίδ με άλλα συνώνυμα πρόσωπα της εποχής· βλ. V. In­gli­si­an, Die armenische Literature, Lei­de­n-Koln 1963, σ. 170-173· W. Thomson, A Bibliography of Classi­cal Ar­me­­nian Literature to 1500 A.D., (Corpus Christia­no­rum), Turnhout 1995, σ. 107-111· Findi­ky­an, The co­m­me­n­ta­ry on the Armenian daily office by bishop Step'anos Siwnec'i, όπ.π., σ. 34. Ο Ste­p‘a­nos Orbelean, αναφέρει ότι συνερ­γά­σθηκαν επίσης οι δύο τους στην εκπόνηση ενός υπομνήματος στην Γένεση· βλ. παραπάνω σημ. 35· M. Pa­pa­zi­an, «O­ri­gen's Commen­ta­ries as Sources for Step'anos Siwnec'i's Commentary on the Gospels», Le Museon 117 (2004) 511.


40. Ολοκλήρωσε την μετάφραση του Διονυσίου το δεύτερο έτος της βασιλείας του Βαρδάνη-Φιλιπ­πικού, σύμ­φωνα με την καταγραφή στον κολοφώνα του χφ. αρ. 73 της Bodleian Li­bra­ry, βλ. S. Ba­ro­nian, F. C. Conybe­a­re, Catalogue of the Armenian Manuscripts in the Bodleian Library, Oxford 1918, αρ. 73, στ. 169-170. Των χφφ. Jerusalem MSS 451, 1120, 1328, 1386 και Jerusalem MS 270 B σ. 3· βλ. Terian, «The Hel­le­ni­zing School: Its Time, Pla­ce, and Scope of Activites Re­co­­­n­­sidered», όπ.π., σ. 182, σημ. 68· Dor­fma­n­n-Lazarev, «Tra­vels and Studies of Stephen of Siw­nik», όπ.π., σ. 362 σημ. 35, 363 σημ. 41. Για μία συν­ο­­λική θεώρηση, βλ. R. W. Thomson, Armenian Version of the Works Attri­buted to Dio­n­ysius the Areo­pagite, (CSCO 488), Lo­u­vain 1987 και η μεταφρ. (CSCO 489), Lo­u­vain 1987, εισαγωγή σ. VII-XV και πα­ρα­κά­τω στο παράρτημα.


41. Στον κολοφώνα των χφφ. αρ. 69 και 70 της Bodleian Library υπάρχει σχετική σημείωση· βλ. Gero, Icono­­cl­asm of Leo III, όπ.π., σ. 148.


42. Στον κολοφώνα των χφφ. αρ. Jerusalem MSS 1862 (Νεμέσιος), και 390 (Γρηγόριος) υπάρχει σχε­τι­κή μαρ­τυ­ρία· βλ. Terian, «The Helle­ni­zing School», όπ.π., σ. 182, σημ. 69.


43. Βλ. V. Artujunova- Fidanian, «The Etho-Confessional Self-Awareness of Armenian Chal­ce­doni­ans», Revue des Études Arméniennes 21 (1988-1989) 345-363, ιδιαιτέρως σ. 348-355.


44. Βλ. Papazian, Stepanos Siwnetsi: Commentary on the Four Evangelists, όπ.π., σ. 9- 10 και ο ίδιος, ση­μει­­­ώ­νει, «Whi­le more research must be done to support a stronger case, one may surmise that the Ar­me­nian Hel­le­nizing School was essentially an offshoot of what may be called the “School of Ste­pha­nus of Athens” in Co­n­stan­tino­ple, remnants of which Stepanos of Siwnik may have come into contact wi­th during his sojourn in Co­n­­stanti­nople in the early eighth century», The sources of Stepanos of Siwnik's Commentary on the Gospels, σ. 7, στο

https://www.academia.edu/850264/The_sources_of_Stepanos_of_Siwniks_Commentary_on_the_Go­spels. Πε­ρισ­σότερα για την «ελληνόφιλη σχολή» και την παραγωγή της, βλ. πα­ρα­πά­νω οικείο τόπο.


45. Βλ. παραπάνω σημ. 4-6.


46. Βλ. παραπάνω σημ. 40.


47. Μία εικόνα της λαμπρότητος των ακολουθιών της Μεγάλης Εκκλησίας διασώζεται στον Βίο Στεφάνου του Νέ­­ου· βλ. M.-F. Auzépy, (έκδ.- γαλλ. μετάφρ.), La Vie d' Étienne le Jeune par Étienne le Diacre, (Birmingham Byzantine and Ot­­to­man Monographs 3), Aldershot 1997, σ. 94-96.


48. Βλ. Book of Letters, σ. 418· Bedrosian, S. Orbelean, History of the State of Sisakan, όπ.π., σ. 70· Le Syna­xaire, σ. 768. Πρλ. Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Ste­phen of Siw­nik», όπ.π., σ. 366 σημ. 62 και σ. 367 σημ. 69. Η παρατήρηση αυτή, μάλλον, υπηρετεί τις μεταγενέστερες εκ­κλησι­αστικές σκοπιμότητες και λιγώτερο την πράξη στα χρόνια του Στεφάνου, αφού ο Δαυίδ ύπατος και κηνάριος ήταν Χαλκηδόνιος, όπως πολλοί, αν όχι όλοι, οι Αρμένιοι του κύκλου της «ελληνόφιλης» σχολής και δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός· βλ. παρακάτω σημ. 74.


49. Για το ομιλητικό έργο του Γερμανού Κπόλεως· βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε´, Θεσσα­λο­νίκη 1992, σ. 349- 350, 381· Κ. Σταυριανός, Ο ά­γιος Γερ­μα­νός Α´ ο Ο­μο­­­λο­γητής πατριάρχης Κων­σταντινουπόλεως. Συμ­­­βο­λή στην πε­ρί­οδο της Ει­κο­νομαχίας, Αθήνα 2003, σ. 88-105· Α. Kazdan, The Hi­story of Byzantine Litte­ra­­tu­re, Ι, [ΕΙΕ/ΙΒΕ], Αθήνα 1999, σ. 59-64. Πρβλ. Π.- Γ. Τσορμπατζόγλου, «Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740) και ο πι­θα­νός χρόνος συγγραφής του Με­γά­λου Κα­νό­­νος (CPG 8219)», Βυζαντινά 24 (2004) σ. 16-17, σημ. 40· M.-F. Auzépy, «Les patriarches: Germain et Constantin», στο L’ Ha­gio­gra­p­hie et l’ Iconoclasme Byzantin. Le cas de la Vie d’Étienne le Jeune, [Ashgate], Aldershot 1999, σ. 289- 300.


50. Βλ. Τσορμπα­τζό­γλου, «Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740)», όπ.π., σ. 7-42· ο ίδιος, «Η Εκ­κλη­­σιαστική πο­λιτική του Βαρδάνη- Φι­λιπ­πικού», όπ.π., σ. 278-286· M.-F. Auzépy, «Les ho­mé­lies d’André de Crète», στο L’ Hagiographie et l’ Iconoclasme Byzantin, όπ.π., σ. 131-144.


51. Σε κώδικες της Βατικανής Βιβλιοθήκης (371, 372, 374, 376) αναφέρονται σχόλια του Γερμανού στον Δι­ο­νύ­σιο Αρεοπαγίτη. Ο αντιγραφέας, όμως, επειδή γνωρίζει την ύπαρξη των και σχολίων του Μαξίμου του Ο­μο­­λο­γητού κάνει εξαρχής την διευκρίνηση: «ὅσα μέν ἔχουσι τόν ἀριθμόν σχόλια εἰσί Γερμανοῦ πα­τριάρχου· ὅσα ἄ­νευ ἀρι­θ­μοῦ, Μαξίμου μοναχοῦ», παρά ταύ­τα στην ώα σημειώνει: «συγχώ­ρη­σον, ἀδελφέ, ὅτι ἐγώ τῶν δύο ἕνα ἀριθμό τέταχα τοῦ βι­βλίου», PG 87-88. Η παρατήρηση αυτή δη­λώ­νει ότι σε κάποια αρχική μορφή ο Γερ­μανός είχε χρη­σιμοποιήσει ως βάση των σχολίων του ένα χφ του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, στο οποίο εί­χε ενσω­μα­τω­μένο τα σχόλια τα αποδιδόμενα στον Μάξιμο (Group II, 2)· παρομοίως συμ­βαίνει και με τον σχολι­α­σμό του Ανδρέα Κρή­της (Group II, 1). Bλ. B. Suchla, (εκδ.),
Corpus Dionysiacum, IV, 1, Ioannis Scythopo­li­tani pro­logus et scho­lia in Dionysii Areopagitae librum «De divinis nominibus» cum additamentis interpretum aliorum, 
Berlin- N. York 2011, σ. 43-44, 50-51· La Porta, «Purging John of Scy­thopolis», σ. 46- 47.


52. «Ἱστορία Ἐκκλησιαστική καί μυστική θεωρία», PG 98, 384-453. Βλ. Χρήστου, Πατρο­λο­γία, όπ.π., σ. 348-349, 381· Σταυριανός, Άγιος Γερμανός Α´, όπ.π., σ.109-110· St. Parsons, «The Historia Ecclesia­sti­ca of Ger­ma­­nus I of Constantinople», Εκκλησία και Θεολογία 3 (1982) 5- 66· Kazhdan, The History of Byzantine Lit­te­ra­tu­re, όπ.π., σ. 67-70. Πρβλ. Dorfmann-Lazarev, «Travels and Studies of Stephen of Siw­nik», όπ.π., σ. 365 σημ. 55.


53. PG 98, 89A-132D. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, όπ.π., σ. 348· Σταυριανός, Άγιος Γερ­μα­νός Α´, όπ.π., σ.107-108· C. Garton, L. Westerink, On Predestined Terms of Life, Buffalo, NY 1979. Ακόμη, βλ. P. Mayendorff, St. Germanus of Constantinople on the Divine Li­turgy. The Greek text with tranlation, intro­du­ction and com­me­ntary, Crestwood, NY 1984. Πρβλ. Bishop Auxentios, J. Thornton, «Three By­zantine Com­me­ntaries on the Divine Li­tur­gy: A Comparative Treatment», GOThR 32 (1987) 35-57.


54. Βλ. R. W. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», Acta Jutla­n­di­ca 27 (1982) 115- 124 (=Stu­dies in Armenian Literature and Christianity, XIII, [Va­ri­or­um], Alder­shot 1994)· ο ίδιος, Arme­ni­an Version of the Works Attributed to Dionysius the Areopagite, (CSCO 488), Lo­u­vain 1987 και η μεταφρ. (CSCO 489), Lo­u­vain 1987. Α­κό­μη, βλ. Udo R. Jeck, «Philosophophische grun­d­be­griffe des Ps.-Di­o­ny­sius Areo­pa­gita in al­tar­menischer version», στο Denys l' A­r­éopagite et sa po­sté­rité en O­r­i­ent et en Oc­ci­­de­nt. Actes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y­sa­bel De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 200-223· S. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus of Wo­rks Attributed to Dionysius the Areopa­gi­te in the Medieval Armenian Spiritual Tra­di­tion», The Journal of the Faculty of Religious Studies, MacGill University 35 (2007) 211-226· ο ίδιος, «Two Vi­si­ons of Mysticism: The Corpus Dionysiacum and the Book of Lamentation», Revue Théo­lo­gique de Kaslik 3-4 (2009-2010) 243-257· ο ίδιος, «Purging John of Scy­tho­­polis», όπ.π., 48, και πα­ρα­πά­νω σημ. 22. Πρβλ. S. Arevsatyan, «David l’ Arménien et Denys l’ Aréopagi­te», στο L' A­r­ménie et By­za­nce: histoire et cu­l­ture, N. Garsoïan (εκδ.), Paris 1996, σ. 1-5.


55. Βλ. S. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the Areopagite. Studies on their Li­te­rary and Phi­lolo­gi­cal Tradition, (CSCO 625), Lo­u­vain 2008, ιδιαιτέρως σ. 130, σημ. 50.


56. Βλ. M. D. Findikyan, The Commentary on the Armenian Daily Office by Bishop Ste­p`a­nos Siwnec`i (735): Cri­tical Edition and Translation with Textual and Liturgical Analysis, (OCA 270), Rome 2004, εισα­γω­γι­κά περί του συγγραφέως, σ. 40-57. Ακόμη, βλ. M. Findikyan, «Bishop Stepanos Siwneci: A Source for the Stu­dy of Medieval Armenian Li­tur­gy», Ostkirchliche Studien 44 (1995) 171-196.


57. ΡG 44, 124-256. Βλ. Thomson, A Bibliography of Classi­cal Armenian Literature, όπ.π., σ. 201· M. Grigore­an, Step‘anos Siwnec‘i, Beirut 1958, στο http://rbedrosian.com/awriters_bios08.htm. Για τον Γρη­γόριος Νύσσης και έργο του «Περί κα­τα­σκευ­­­ής τοῦ ἀνθρώπου»· βλ. Π. Χρή­στου, Ελληνική Πα­τρο­λογία, Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 166-167, 186-192.


58. ΡG 40, 483-818. Βλ. Thomson, Bibliography of Classi­cal Armenian, όπ.π.· Grigorean, όπ.π. Για τον Νεμέσιο και το έργο του, βλ. Π. Χρήστου, Ελ­ληνική Πατρολογία, Γ´, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 294-298· Χ. Κο­ντά­κης (πρό­λογος), Γ. Πλεξίδας (εισαγ.-με­τφρ.-σχόλ.), Νεμέσιος Εμέσης, Περί φύσεως αν­θρώ­που, Θεσσαλονίκη 2006.


59. Βλ. M. Stone, R. Ervine, The Armenian Text of Epiphanius of Salamis' On Weights and Measures, (CSCO 583), Louvain 2000.


60. Σε πολλά μεταγενέστερα ερμηνευτικά υπομνήματα της Αγίας Γραφής υπάρχουν ανα­φο­ρές από τους συντάκτες ότι λαμβάνουν υπόψη τους τα έργα του Στεφάνου, δίχως όμως ακρι­βείς παραπομπές· βλ. V. Nersessian, The Bi­ble in the Armenian Tradition, London 2001, σ. 41-44· Papazian, The sources of Stepa­nos of Siwnik's Com­mentary on the Gospels, όπ.π., σ. 2. Στα ερμηνευτικά έργα του ο Στέφανος χρησιμοποιεί εξαντλητικά, πολλές φο­ρές κατά λέ­ξη, τον Ωριγένη, καθόλου παράξενο αν ενθυμηθούμε ότι η αρχή της «ελληνόφιλης» σχολής εντο­πί­ζεται στην Αλεξάνδρεια και στον Στέφανο τον Αθηναίο ή Αλεξανδρέα όπου κυριαρχεί ο Ωριγένης· βλ. M. Papa­zi­an, «Origen's Commen­ta­ries as Sources for Step'anos Siwnec'i's Commentary on the Gospels», Le Museon 117 (2004) 507-525.


61. Πρώτη εμφάνιση του αρεοπαγιτικού έργου παρατηρείται στις αρχές του 6ου αι.· πρόχειρα βλ. Π.-Γ. Τσορ­μπα­τζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικώνς έργων στη σύνοδο του Λατερανού (649) και στην Στ´ Οικουμενική σύνοδο», Θε­ο­λο­­γία 79 (2008) 383-399· P. Rorem, J. Lamoreux, John of Scy­tholopis and the Dionysian Corpus, Ox­ford 1998, σ. 18-22.


62. Βλ. Χ. Μπαρτι­κι­άν, Το Βυζάντιον εις τας Αρμενικάς πηγάς, [ΚΒΕ], Θεσσαλονίκη 1981, σ. 192-201, ό­που και τα περιεχόμενα του βιβλίου· J. Lebon, «Les citations patristiques gre­c­ques du "Sceau de la Foi"», Revue d’ Histoire Ecclesiastique 25 (1929) 5-32· Thomson, Bi­bliography of Classical Arme­ni­an, όπ.π., σ. 196. Για περισσότερα, βλ. R. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dion­ysi­us Are­op­a­gi­­ta», Acta Jutlandica 27 (1982) 115 (=Studies in Armenian Literature and Christianity, XIV, [Va­­riorum], Alder­shot 1994)· La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius the A­r­e­o­pa­gi­­te, όπ.π., σ. 1· ο ί­διο­ς, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., 61 σημ. 86. Εδώ θα πρέπει να κάνω μία αναγκαία επι­σή­μανση· έχει πα­ρα­­τη­­ρηθεί ότι τα ελληνικά κείμενα που μεταφράζονται και έ­χουν αντιαρει­ανική στό­­χευση, από τους μεταφραστές λαμβάνουν αντιχαλ­κη­δόνια πολεμική δι­­ά­στα­ση· βλ. R. Thomson, «The Trans­fo­r­ma­tion of Athanasius in Arme­nian Theology», Le Muséon 78 (1965) 47-68 (=Studies in Ar­me­nian Literature and Christianity, XIII, [Va­ri­o­rum], Alder­shot 1994)· Porta, «Purging John of Scy­tho­polis», όπ.π., σ. 61-62, σημ. 86, 88· Cowe, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 32, σημ. 15. Άλ­λα έργα, τα οποία ήταν ανε­πί­δεκτα πα­ρερ­μηνείας δεν με­τα­­φρά­σθη­καν ποτέ, ή σε με­ταγενέστερη εποχή όταν δεν υπήρχαν ο­­ρατές θεο­λο­­γι­κές σκο­πι­μό­τητες· παράδει­γμα για το πρώτο αποτελεί ο Λεόντιος ο Βυζάντιος και για το δεύ­τε­ρο η παντελής α­πουσία από τους αρ­με­νικούς κώδικες του κατά Λου­κάν Ευ­αγ­γε­λίου πριν τον 12ο αι. της πε­ρικοπής που περιλαμβάνει την προ­σευχή του Xρι­στού στην Γε­σθη­μα­νή, ό­που αναφέρεται ότι, «καί ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι α­ἵμα­τος καταβαί­νο­ντες ἐπὶ τὴν γῆν» (22, 44), και η οποία κατ ᾽ εξοχήν είχε χρη­σιμοποιηθεί από το Mά­ξι­μο Ο­μο­λογητή στην αντιμονο­θελη­τι­κό του αγώνα προς επίρρωση του επιχει­ρή­ματος της υπάρξεως και ανθρωπίνου θε­λήματος στον Χριστό· βλ. Cowe, «Armenian Christology», όπ.π., σ. 34 σημ. 25, 48, σημ. 103. Για την ερ­μη­νεία, βλ. PG 91, 65-70· Maximus the Confessor, “Op­u­­sculum 6: On the Two Wills of Christ in the Agony of Ge­thse­ma­ne,” στο On the Cosmic My­stery of Jesus Christ, P. Blowers, R. Wilken (μεταφρ.), Cre­st­wo­od, N.Y 2003, σ. 173-176.

63. PG 4, 16-433, 527-576. Στις αρχές της δεκα­ε­τίας του 530 θα εμ­φα­νισθούν και τα πρώτα Σχόλια. Τα Σχό­λια του Ιωάννου Σκυθοπολίτη έχουν αναμιχθεί από παλαιά με τα α­ντί­στοιχα του Μαξίμου Ομο­λο­γη­τού, ώστε να φαίνεται αδύνατη η διάκρισή τους, αλλά με την βο­­ήθεια των μετα­φρά­σεων που προ­ϋπάρχουν των σχολίων στα συριακά θεωρείται πλέον δυ­νατός ο διαχωρισμός· βλ. τις ενστάσεις του Per­czel, «Once again on Dionysi­us the Areo­pa­gi­te and Leontius of Byzantium», όπ.π., σ. 67. Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ταυτότητα του Ιωάννου συγγραφέως των Σχολίων, δε­δο­μένου ό­τι μαρ­τυ­ρούνται δύο ομώνυμα πρόσωπα με διάφορα, όμως, προ­σω­νύμια, ο ένας ως επί­­σκοπος και ο άλ­λος ως σχολαστικός, δικηγόρος· έτσι, λοιπόν, δέχονται τον Ιω­άν­νη ως επί­σκο­πο Σκυ­θοπόλεως, οι P. Ro­rem, J. Lamoreux, John of Scytholopis and the Dionysian Corpus, Ox­ford 1998, σ. 25-26· απεναντίας ο Χρή­στου αναγνωρίζει αυτόν ως σχολαστικό (δι­κη­γό­ρο) Σκυθοπολίτη· βλ. όπ.π., σ. 183-185. Πρβλ. Γ. Φλω­ρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί πατέρες του έκτου, εβδόμου και ογδόου αιώνα, Θεσ­σα­λονίκη 1993, σ. 342. Για τον χρόνο συντάξεως των Σχολίων γενικά υπάρχει σύμπτωση, οι πρώτοι δέ­χο­­νται το διάστημα 537-542 (σ. 36-39) και ο Χρήστου τα έτη μετά το 532 (σ. 186). Τα Σχό­λια στο Αρεοπαγιτικό έργο από τον Ιω­άν­νη συνε­τέλε­σαν τα μέγιστα στην ακώλυτη απο­δο­χή του Δι­ο­νυσίου από τους ορ­θό­δοξους κύ­κλους, καθότι ο Σκυθοπολίτης, όχι μόνον διασα­φή­νισε κι ερμήνευ­σε πολ­λά από τα αμ­φι­βα­λό­μενα και δυ­να­τόν να παρεξηγηθούν στοιχεία. Η θε­­ολογία του Διονυσίου σε πολλά ση­μεία δεν είναι σαφής, ή μάλλον αρκετά αμφιλεγόμενη· έτσι, λοι­πόν, ο σχο­λι­ασμός του Ιω­άν­νου ουσιαστικά ήταν η ορθό­δοξη ερ­μη­νεί­α των διφο­ρού­μενων ση­μεί­ων και η εναρμόνιση με την θεολο­γία των συνόδων της Νί­και­ας και της Χαλ­­κηδόνας. Ε­κεί­νος πάντως που ε­πέβαλε πάντως αμετάκλητα την ορθο­δοξία του Διο­νυ­σίου αναμ­φι­βόλως ήταν ο Μά­­ξι­μος ο Ομολογητής· βλ. J. Pe­lican, The Christian Tradition: A History of the De­ve­l­o­p­m­ent of Doctrine, Β΄, Chicago 1974, σ. 65-66· ο ί­διος, «The place of Maximus Con­fessor in the hi­sto­­­ry on Christian thought», στο Actes de Symposium sur Maxime le Confesseur, F. He­in­zer, Ch. Schö­n­­born (ε­κδ.), Fri­bourg 1982, σ. 396 κε· ο ίδιος, «Introduction», στο Maximus Co­n­fessor. Selected Writings, N. Y­o­rk 1985, σ. 6-7· ο ίδιος, «The Odyssey of Di­onysian Spi­ri­tu­ali­ty», σ. 16-2· R. Wallis, (Ne­­o­platonism, Lo­n­­don 21995), =ελλην. μτφρ., Νεοπλα­των­ι­σμός, Θεσ­σαλονίκη 2002, σ. 253- 254· P. Rorem, «The Doctrinal Co­ncerns the First Dion­ys­i­an Scholiast, John of Scy­tho­polis», στο Denys l' A­r­éopagite et sa postérité en O­ri­ent et en Oc­­ci­de­nt. Actes du Colloque International Paris 21-24 Sep­tembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Pa­ris 1997, σ. 188-200· Rorem, Lamoreaux, John of Scy­thopolis, όπ.π., σ. 77- 83· P. Alle­n, B. Neil, Sc­ri­pta sa­eculi VII. Vitam Ma­ximi Confessoris illu­stra­ntia una cum Latina inter­pre­ta­ti­one Anastasii B­ibliothecarii, [Cor­pus Christianorum 39], Turnout-Lou­vain 1999, σ. ΧΙ-ΧΙΙ· πρβλ. Χρή­στου, όπ. π., σ. 77· I. Perczel, «The Chri­s­t­o­­logy of Pseudo-Dionysius the Areopa­gi­te: The Fourth Letter in its In­direct and Direct Text Tra­ditions», Le Muséon 117 (2004) 409- 446· V. Vra­nic, «The Christology of the Fo­u­r­th Letter of Pseudo-Di­onysius A­r­e­­opagite- Chalcedonian or Mo­no­­phy­si­te», στο https://www. academia. edu/1044267.

64. Βλ. La Porta, «Purging John of Scythopolis», όπ.π., σ. 48 σημ. 18. Η πρώτη μετάφραση έ­γινε στα συ­­ρι­ακά από τον Σεργίο, επίσκοπο Θεοδοσιουπόλεως (+536), ή Ρεσαΐνα και μά­λιστα πριν την έκδοση των Σχο­λίων του Ιωάννη Σκυ­θο­πολίτη· έ­τσι, λοιπόν, διασώζει την πρώ­τη μορφή του κειμένου πριν την με­τα­γε­­νέ­στε­ρη σύμ­μι­ξη με τα σχόλια των Ιωάννη Σκυθο­πο­λίπη και Μαξίμου Ομολογητού· βλ. P. Ser­wo­od, «Ser­gi­us of Reshaina and the Syriac Ver­s­i­­ons of the Pseudo-Denis», Sacris Erudiri 4 (1952) 180,183· P. Rorem, «The Doctrinal Co­n­­ce­rns the First Dionysian Scholiast, John of Scy­tho­polis», στο Denys l' A­r­éopa­gi­te et sa po­sté­ri­té en O­rient et en Occident. A­c­tes du Colloque International Paris 21-24 Septembre 1994, Y­. De A­ndia (εκδ.), Pa­ris 1997, σ. 188-200· Ro­rem, Lamo­raux, John of Schy­tho­polis, όπ.π., σ. 37-39· πρβλ. H. Hugonnard-Roche, «Aux origines de l’ exé­gè­ce o­ri­e­ntale de la lo­gique d’ Ari­sto­te: Sergius de Res‘aina (+536), médecin et phi­lo­sophe», Jou­r­nal A­si­atique 277 (1989) 5-6· ο ί­δι­ος, «Note sur Sergius de Res‘aina, traducteur du grec en sy­­ri­aque et comme­nta­te­ur d’ Ari­sto­te», στο The An­c­­i­ent Tradition in Christian and Islamic Hellenism. Studies on the Transmission of Greek Phi­lo­sophy and Sciences, de­dicated to H. J. Dros­sa­art Lulofs on his 90th birthday, G. Endress, R. Kruk (εκδ.), Leiden 1997, σ. 121-125· Χρή­στου, Πα­τρο­λογία, Ε´, όπ.π., σ. 236-237· D. Goutas, (Greek Th­o­u­ght, Arabic Culture, London 1998), Η αρχαία Ελ­λη­­νική σκέψη στον Αραβικό κόσμο, Αθήνα 2001, σ. 29-30. Για το έργο του Σερ­γίου· βλ. P. Sher­wood, (εκδ.-μτφρ.), «Mimro de Serge de Rešayna sur la vie spiri­tue­l­le», L’ Orient Syrien 5 (1960) 433-457· 6 (1961) 95-115, 121-156· I. Perczel, «Sergius of Re­sha­­in­a’s Syri­a­c Tra­n­­s­la­tion of the Dionysian Corpus: So­me Preliminary Rema­rks», C. Baf­fi­oni (εκδ.), στο La dif­fu­sione del­l’eredità cla­ssica nell’età tardo-antica e me­dievale. Filologia, storia, dottrina. Atti del Semi­na­rio nazi­o­nale di studio (Na­po­li-Sorrento, 29-31 Οtto­bre 1998), Alessandria 2000, σ. 79-94· ο ίδιος, «The Ea­r­liest Sy­riac Reception of Diony­sius», στο Re-thi­n­king Dionysius, S. Coakley, Ch. Stang, (εκδ.), Oxford, 2009, σ. 27-42. Σχεδόν δύ­ο αι­ώνες με­τά την μετά­φρα­ση του Σεργίου, ο Φω­κάς βαρ Σέρ­γιος πε­ρί το 708 –για τον χρό­­νο της με­τα­­φρά­­σε­ως, βλ. S. Brο­ck, «Ja­c­­ob of Edessa’s discourse on the Μy­ron», Oriens Christianus 63 (1979) 21– ε­πει­δή θε­ω­ρού­σε ελ­λιπή την με­τάφραση του πρώτου φι­λοπό­νη­σε μια νέα στα συ­ρι­α­κά από το σχο­λι­­­α­σμένο, ό­πως υφίσταται σή­με­ρα, κείμενο του Διο­νυ­σί­ου· βλ. Ser­wo­od, όπ.π., σ. 181-182· J. M. Hornus, «Le cor­­pus di­­ony­sien en sy­ri­a­que», Parole de l’ O­ri­ent 1 (1970) 69-93· G. Wiessner, «Zur Hand­schriftenu­ber­li­efü­rung der sy­­risch­en Fas­­­­s­ung des Cor­pus Dio­ny­si­a­cum», Nachrichten der Akademie der Wissenscha­ften in Göt­tin­gen: I. Phil­o­­­lo­gi­sch-hi­sto­ri­sche Klasse 3 (1970) 165-216· M. van Esbroeck, «La triple préface sy­riaque de Phocas», στο De­nys l' Aré­o­pagite et sa postérité en O­r­­i­­e­nt et en Occident. Actes du Colloque In­­ter­­­na­­tional Pa­ris 21-24 Se­p­tembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 167-186. Οι παραπάνω μετα­φρά­σεις στα συ­ρια­κά δι­­ευ­κολύνουν τα μέ­­­γιστα στον δια­χω­ρι­σμό του αρχικού κει­μέ­νου των αρε­οπα­γιτικών συγγραμ­μά­των από τα με­τα­­γενέ­στερα σχό­λια, ό­πως έδειξε η B. R. Su­chla, «Die sogena­n­nten Maximus-Scholien des Cor­­pus Di­on­y­­si­a­cum A­r­e­­opagi­ti­cum», Nachr­i­chten der Akademie der Wis­sen­scha­ften in Göttingen: I. Phi­l­ologisch-hi­sto­­rische Klasse 3 (1980) 31-66· η ίδια, «Die Überlieferung des Pro­log und Scho­lien des Joh­a­n­­nes von Sky­tho­polis z­um gri­echi­s­c­hen Corpus Dionysiacum Areopa­gi­ticum», Stu­dia Pa­tri­st­i­ca 18,2 (1989) 79-83· G. Heil, A.M. Ritter, Co­rpus Dionysiacum, I, Berlin 1991, σ. 38-54. Με βάση τις πα­ρα­πάνω έ­ρευνες μια πι­θα­νή όψη του πρώ­του κει­μένου του αρεοπαγιτικού σώματος προ­τεί­νουν οι Ro­rem, Lamo­reaux, John of Scy­tho­polis, όπ.π., σ. 264-277. Οι δύο με­τα­φράσεις, συριακή και αρμενική έχουν ανεξάρτητες πορείες, δίχως καμμία σχέση ό­πως έ­δειξαν οι J. M. Hornus, «Le cor­pus di­­ony­sien en sy­ri­a­que», Parole de l’ Orient 1 (1970) 69-93· G. Wiessner, «Zur Hand­schriftenu­ber­li­efürung der sy­­risch­en Fas­s­ung des Co­r­pus Dio­ny­sia­­cum», Nachrichten der Akademie der Wissenscha­ften in Göt­tingen: I. Phil­o­­­lo­gi­sch- hi­sto­ri­sche Klasse 3 (1970) 165-216· Tho­m­son, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areo­pa­gi­ta», όπ.π., σ. 117, σημ. 16.

65. Βλ. παραπάνω σημ. 39.

66. Βλ. S. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus Areopagite in Medieval Ar­me­nia», The Jo­u­r­nal of the Faculty of Religious Studies, McGill University 35 (2007), 212 σημ. 4· ο ίδιος, «Purging John of Scy­­tho­po­lis», Le Muséon 126 (2013) 49, 54, 55- 62, 63.

67. Το χφ. αυτό, Parisinus 437, απετέλεσε την βάση της μεταφράσεως του Ιωάννη Σκώτου Ε­ρι­γένη, μέσα 9ου αι., για χάρη του Φράγκου μονάρχη Καρόλου του Φαλακρού (843-877). Η μετάφραση του Εριγένη α­πε­­τέ­λεσε την πρώτη συνολική επαφή της Δύσεως με το α­ρε­ο­πα­γι­τικό έργο· βλ. W. Bers­c­hin, (Gr­i­e­ch­i­sch- La­te­i­ni­sches Mittelalter: Von Hieronymus zu Nik­o­laus of Kues, Bern- Mü­nchen 1980)= Ελληνικά γράμ­­μα­τα και λατινικός με­σαί­­ωνας. Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικό­λα­ο Κου­σα­νό, Θεσ­σα­λονίκη 1998, σ. 185-190· P. Ro­rem, Eri­u­gena’s Comme­nta­ry on the Dionysian Celestial Hierarchy, Toronto 2005· T. Budde, The Ve­rsio Dionysii of John Scottus Eriugena. A Study of the Manuscript Tradi­ti­on and Influence of Eriugena’s Translation of the Corpus Areopagiticum From the 9th thro­u­gh the 12th century, (ανεκ. διδ. διατρ.), Uni­ver­sity of Toronto 2011. Στην συνέχεια, ο Ανα­στά­σιος Βι­βλι­ο­θη­κά­ριος θα φιλοπονήσει μία νέα με­τά­φρα­ση από χφ. που εμπεριείχε και τα σχόλια του Ι­ω­­άν­νη Σκυ­θο­πολίτη και Μα­ξίμου Ομολογητού· βλ. B. R. Su­chla, «Ana­sta­sius Bibli­o­thecarius und der Dionysius Are­opagita Latinus», Archiv für mittelal­ter­li­che Philoso­phie und Kultur 6 (2000) 23-31· R. Forrai, The In­terpreter of the Popes. The Translation Pro­je­ct of Anastasius Bi­blio­the­carius, (ανεκ.διδ.διατρ.), Bu­da­pest 2008, σ. 84, 85-88· η ίδια, «The Notes of Ana­sta­sius on Eriu­ge­na's Tra­n­s­lation of the Corpus Di­ony­sia­c­um», The Journal of Medieval Latin 1 (2008) 74-100.

68. Βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., 115-124, σημ. 15· ο ί­διος, The Ar­menian Version of the Wo­r­ks attributed to Dionysius the Areo­pa­gi­­te, όπ.π., σ. VIII, σημ. 3· La Porta, The Armenian Scholia of Dionysius the Areoapite, όπ.π., σ. 1. Η αρμενική μετά­φρα­ση του Α­ρε­­ο­πα­γιτικού έρ­­γου από τον Στέφανο έχει εκ­δο­­θεί μαζί με αγγλική μεταφρ. από τον R.W. Tho­m­son, The Ar­menian Ve­r­sion of the Wo­r­ks attributed to Dionysius the Areopagite, [CSCO 488/αρμεν. κεί­μ., 489/αγγλ. μτφρ.], Lo­u­vain 1987· πρβλ. Udo R. Jeck, «Philo­so­pho­phische grundbegriffe des Ps.-Di­o­nysius Areopa­gi­ta in alta­rme­ni­scher ver­si­on», στο Denys l' A­r­éopagite et sa postérité en O­r­i­ent et en Occi­de­nt. Actes du Colloque Inter­na­ti­o­nal Paris 21-24 Septembre 1994, Y. De Andia (εκδ.), Paris 1997, σ. 200-223· La Porta, «Purging John of Scy­tho­po­lis», όπ.π., 48.

69. Βλ. Suchla, Eine Redaction, όπ.π., σ. 182· Rorem- Lamoreaeux, John of Schythopolis, όπ.π., σ. 2· La Po­r­ta, «Purging John of Scythopolis», σ. 48- 49· Forrai, The Interpreter of the Popes, όπ.π., σ. 85 σημ. 265.

70. Βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ. 115· La Porta, «Purging Jo­hn of Scythopolis», όπ.π., σ. 49 σημ. 21,61 σημ. 86. Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία και η διάδοση των σχο­λίων· βλ. Thomson, «The Armenian version of Ps. Dionysius Areopagita», όπ.π., σ 119- 121· La Porta, The Ar­me­nian Scholia on Dionysius the Areopagite, όπ.π., σ. 2-3, 25. Δεν έχει α­κό­μη μελετηθεί η χρονολογική εν­σω­­μά­τωση των Σχολιών του Στεφάνου από τους διαφόρους με­τα­φρα­στές· βλ. La Porta, The Armenian Scholia on Diony­si­us the Areopagite, όπ.π., σ. 21­-30, ιδιαιτέρως σημ. 50.

71. Βλ. La Porta, «The Reception and Influence of the Corpus Areopagite», όπ.π., σ. 212 σημ. 4· ο ίδιος, «Purging John of Scy­tho­polis», όπ.π., σ. 49, 54, 55- 62, 63.

72. Βλ. La Porta, The Armenian Scholia on Dionysius of Areopagite, όπ.π., σ. 130-145· ο ίδιος, «Pur­gi­ng John Schthopolis», όπ.π., σ. 49-52.

73. Βλ. παραπάνω οικείο τόπο.

74. Βλ. W. E. Kaegi, Byzantium and the Ear­ly I­slamic Conquests, ανατύπ. ανατυπ. Cam­bridge 1995· ο ί­διος, «Confronting Islam: emperors versus caliphs, (641-c.850», στο The Ca­m­bridge of the Byzantine Empire c. 500-1492, J. Shepard (εκδ.), Cambridge 2008, σ. 365- 395· M. Gil, A History of Palestine, 634-1099, Cam­bridge 1991· H. Kennedy, The Armies of the Caliphs Mi­litary and Society in the Early Islamic State, London 2001· ο ίδιος, The Pro­­phet and the Age of the Ca­lip­ha­tes: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Ce­ntury, Harlow 22004. Η Αντι­χαλ­κηδόνια στάση της Αρμενικής Εκκλησίας κα­θίσταται αμε­τά­κλητη με την πατριαρχεία του Ιω­­­άν­νη του Οτζούν (717-728) και την σύνοδο του Μα­τζικέρτ (726) κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις της ενώσεως τους Ιακωβίτες Δυ­τικούς Σύ­ρους, την ο­ποί­α υπέγραψαν οι Αρμένιοι υπό την πίεση του χαλίφη Ομάρ. Η ένωση αυτή υ­πη­ρε­τούσε σαφώς πο­λι­τικούς στό­χους, τους οποίους επέβαλε ο νέος επικυριάρχος, οι Άραβες, με σκο­­πό να υπάρ­χει σαφής δι­α­χωρισμός των Χρι­στι­ανών του χαλιφάτου από τους υπο­λοί­πους της Βυ­ζαντινής αυ­­τοκρατορίας· βλ. N. Garsoïan, «St. John of Ojun», στο Dictionary of the Mid­dle Ages, 7, σ. 125, N. York 1986· J.-P. Mahé, «L’Église arménienne de 611 à 1066», στο Histoire du Chr­i­sti­anisme, G. Dagron κ.α. (εκδ.), 4, Paris 1993, σ σ. 478- 480· R. Tho­mson, Bibliography of Classical Armenian Literature to 1500 AD, Turnhout 1995, σ. 218-219· A. Mar­di­ros­sian, Le Livre des canons armé­ni­ens (Ka­no­nagirk’ hayoc’) de Yovha­n­nēs Aw­jnec’i. É­gli­­se, droit et société en Arménie du IVe au VIIIe siècle, (CSCO 606), Leuven 2004· Findikyan, The com­me­ntary on the Armenian daily office by bishop Ste­p'anos Siw­n­ec'i, όπ.π., σ. 34, 119-246. Για την σύνοδο του Μαντζι­κέρτ, βλ. N. A­do­ntz, Armenia in the period of Ju­sti­nian, tran­sla­ted and annotated by N.G. Garsoian, Louvain, 1970, σ. 262-263· W. Hage, Die syrisch-jakobitische Kirche in frühislamischer Zeit, Wiesbaden 1966, σ. 79-80· Ma­hé, «L’ É­glise arménienne de 611 à 1066», όπ.π., σ. 481-486.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου