Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Πώς βλέπουν τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας τρεις μητροπολίτες


Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα αποτελούν αφορμή για διαρκείς ζυμώσεις και συζητήσεις

Συντάκτης: Νόρα Ράλλη

Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο. Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, ειδικά για την Ελλάδα, που και τα δύο μέρη έχουν μακρά ιστορία αιώνων, ακόμη και σήμερα -ή, καλύτερα, πολύ περισσότερο σήμερα- αποτελούν αφορμή για διαρκείς ζυμώσεις και συζητήσεις. Ζητήσαμε από τρεις μητροπολίτες να καταθέσουν τις δικές τους απόψεις, οι οποίες παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.


Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, Ανδρέας Νανάκης*

Το ζητούμενο είναι η διακονία του λαού μας
«Κατ’ αρχήν η Εκκλησία προϋπάρχει της Πολιτείας. Τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα (1821, 1823, 1827) ορίζουν Ελληνες τους πιστεύοντας στον Χριστό. Η εις Χριστόν πίστη ήταν συνδετικός κρίκος όλων όσοι συγκρότησαν το πρώτο Ελληνικό Κράτος. Τη σύνθεσή του, μας την περιγράφει ο Βυζάντιος στο θεατρικό έργο “Βαβυλωνία” (1836). Το Ελληνικό Κράτος και τα άλλα Βαλκανικά Κράτη Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, δημιουργούνται μέσα από μια βίαιη προέλαση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της αρχής των εθνοτήτων στον χώρο της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οχι μόνο η αρχή της κρατικής μας λειτουργίας, αλλά και η εθνική μας ολοκλήρωση, με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις ανταλλαγές των πληθυσμών το 1923, γίνεται με κριτήριο και γνώμονα όχι τη γλώσσα, αλλά τη θρησκευτική ταυτότητα των προσευχητικών συνειδήσεων. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι πήρανε τουρκικές ταυτότητες και ονομάστηκαν Τούρκοι πολίτες. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί έλαβαν τις ελληνικές ταυτότητες.

Συνεπώς το ερώτημα “Σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας” είναι σύνθετο, πολυδαίδαλο και ακανθώδες. Το εθνικό κράτος, όχι βεβαίως μόνο το Ελληνικό, δομεί τις σχέσεις του με την Εκκλησία, μέσα σε μια ασφυκτική πολιτειοκρατία, ενώ το δυναμικότερο λαϊκό κίνημα του 19ου αιώνα είναι αυτό του μοναχού Χριστοφόρου Παπουλάκου. Η πολιτεία στη σχέση της με την Εκκλησία εγκαταλείπει την πολιτειοκρατία και διαμορφώνει μετά το 1923 το σχήμα της “νόμω κρατούσης πολιτείας”. Ομιλούσαν για “διακριτούς ρόλους” Εκκλησίας-Πολιτείας πριν από την πολυδιάστατη, όχι μόνο οικονομική, πολιτική κρίση (απείχε στις τελευταίες εκλογές το 43% του ελληνικού λαού), αλλά και κρίση της συλλογικής μας ταυτότητας ως Ελλήνων. Σήμερα, το μείζον πρόβλημα είναι οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας;

Το ζητούμενο είναι η διακονία του λαού μας. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, υπεύθυνος και αποτελεσματικός με τη λαλούσα σιγή του, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ειρηναίο διακονούν την εθνική ενότητα. Επουλώνει η Εκκλησία, με έναν μισθό που παίρνει ο παπάς, τις πληγές της πείνας, της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της απόγνωσης του λαού μας και της γενιάς των επιστημόνων που μεταναστεύουν, αλλά και των συνανθρώπων μας, των εικόνων του Χριστού, μεταναστών. Συσσίτια, κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, ενδύματα αγάπης, δεκατιανά στα σχολεία και άλλα πολλά συνθέτουν τη διακονία της Εκκλησίας στην Ελληνική Πολιτεία, μαζί με τη διαφύλαξη, συντήρηση και αποκατάσταση των Βυζαντινών Εκκλησιών και εξωκκλησιών.

Ζητούμενο είναι η διακονία του λαού μας και η σύνθεση της ελληνικής μας ταυτότητας. Είδα τον Υπουργό Παιδείας στη χειροτονία του Κεφαλληνίας Δημητρίου να ψιθυρίζει το “Πάτερ ημών…”. Μου είπαν ότι το ίδιο έκανε και στο “Πιστεύω…”. Γνωρίζομε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Ο Πρωθυπουργός της Χώρας, πριν την πρώτη του ορκωμοσία, επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο. Κατανοητός ο συμβολισμός, αλλά και η αναγκαιότητά του. Εύχομαι και προσεύχομαι να γνωρίζει ο Πρωθυπουργός τι σημαίνει για τις ψυχές των εκτελεσθέντων στο σκοπευτήριο της Καισαριανής ένα προσευχητικό τρισάγιο πριν ή μετά την κατάθεση των λουλουδιών. Οι ψυχές των ζουν και θα ζουν αιωνίως, μέσα στον επέκεινα των αισθήσεών μας πνευματικό κόσμο. Oπως ζει και η κάθε ψυχή, ακόμα και όταν τη βασανίζομε με αυτές τις περίφημες πολιτικές κηδείες.

Το ζητούμενο σήμερα μπορεί να είναι οι θεωρίες για το μάθημα των Θρησκευτικών; Σχολεία δυσλειτουργούν, μαθητές υποσιτίζονται και το μάθημα των Θρησκευτικών είναι το πρόβλημα; Είναι ώρα για ιδεολογικές ακροβασίες ή για δημιουργικές συνθέσεις και υπερβάσεις;»

*Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ


Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιερόθεος


Πρέπει να μιλάμε για καθορισμό σχέσεως μεταξύ κρατικής και εκκλησιαστικής διοίκησης

«Γίνεται συνεχώς τώρα τελευταία, λόγος για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, χωρίς να γίνεται κατανοητό σε τι συνίσταται αυτός ο χωρισμός, και γι’ αυτό προκαλείται μεγάλη σύγχυση. Κατ’ αρχάς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για χωρισμό, γιατί κανένας στο Κράτος δεν μπορεί να είναι χωρισμένος από αυτό, όλοι κάποια σχέση πρέπει να έχουν μαζί του.

Κάθε Σύλλογος, κάθε Σωματείο έχει μια νομική συγκρότηση, ένα καταστατικό που δηλώνει τη σχέση που έχει με τα μέλη του και το Κράτος. Κανένας δεν μπορεί να είναι “κράτος εν κράτει”. Ετσι, αντί να ομιλούν για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, πρέπει να ομιλούν για σχέση, καθορίζοντας το είδος της σχέσης. Για παράδειγμα, το Βατικανό είναι Κράτος, αλλά έχει συνάψει κονκορδάτο, που καταγράφει τη σχέση που έχει με το Ιταλικό Κράτος.

Επειτα, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχέση Κράτους και Εκκλησίας, αλλά για καθορισμό σχέσεως μεταξύ κρατικής και εκκλησιαστικής διοίκησης. Γι’ αυτό όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα και δεν διακατέχονται από ιδεολογικές και συνθηματολογικές αγκυλώσεις ομιλούν για οριοθέτηση ή εξορθολογισμό σχέσεων Κρατικής και Εκκλησιαστικής διοίκησης. Αυτή είναι η ακριβής φράση για το θέμα αυτό.

Υπό αυτό το πρίσμα υφίσταται η “διακριτότητα των ρόλων εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης”, όπως επισημαίνεται σαφώς στο 3ο άρθρο του Συντάγματος, το οποίο όμως είναι «υποκείμενο» στο 13ο άρθρο του Συντάγματος, που αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία. Μπορεί μια επιτροπή ειδημόνων από τις δύο πλευρές να εντοπίσει με νηφαλιότητα ελάχιστα θέματα στα οποία μπορεί να γίνη ευκρινέστερη οριοθέτηση των σχέσεων, τα οποία επανειλημμένως έχω εντοπίσει στα κείμενά μου, και τίποτε περισσότερο. Ουσιαστικά είναι οι νόμοι περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος και περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Τίποτε περισσότερο.

Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι επιτρεπτό να τραυματίζεται η ενότητα του λαού μας ούτε από ανεπίτρεπτες συγχύσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις, αλλά ούτε από καθαρή άγνοια».



Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, Παύλος


Οἱ σχέσεις δομήθηκαν ἀπό τήν ἴδια τήν Ἱστορία μας

«Πολλές φορές επιχειροῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε προβλήματα καί καταστάσεις ἐρήμην τῶν προϋποθέσεών τους. Τά ἀντιμετωπίζουμε σάν τεχνικά θέματα ἤ κινούμενοι ὁ καθένας ἀπό τίς ἰδεοληψίες του, ἐρήμην τῆς ζωῆς. Ἕνα ἀπό αὐτά τά θέματα εἶναι τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἀπό τούς περισσότερους τό θέμα τίθεται μέσα ἀπό μιά ἀντίληψη ταπείνωσης, περιθωριοποίησης καί ἐξουθένωσης τῆς Ἐκκλησίας. Μέ μιά διάθεση ἐχθρική ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, ὅπως ξεκάθαρα διαφαίνεται ἀπό τό περιεχόμενο καί τά σχόλια ἀπέναντι σέ ἕνα τέτοιο θέμα. Μέσα ἀπό μιά τέτοια νοοτροπία, οἱ ἀντιρρήσεις τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζονται σάν προσπάθεια διατήρησης τῶν κεκτημένων της.

Οι Σχέσεις εκκλησίας καί Πολιτείας δέν καθωρίσθηκαν σέ κάποιο γραφεῖο, ἀλλά δομήθηκαν μέσα στήν ζωή καί τήν ἱστορία καί αὐτό εἶναι μιά ἰδιαιτερότητα τῆς Πατρίδος μας. Κατ’ ἀρχήν ὅλος ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός πολιτισμός εἶναι κατά βάσιν Θεολογικός. Τό βασικό ἐρώτημα τῶν ἀρχαίων εἶναι ἡ μάχη γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ ποιό εἶναι τό «ὄντως ὄν». Αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Τά περισσότερα θέματα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν τραγωδιῶν εἶναι θέματα θεολογικά μέ κύριο αὐτό πού ἐκφράζει ἡ Ἀντιγόνη γιά τό ἄν ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πειθαρχεῖ στούς νόμους τῶν Θεῶν ἤ τῶν ἀνθρώπων.

Στήν Πατρίδα μας, ἡ Ὀρθόδοξη πίστη ἀπετέλεσε γιά αἰῶνες ὁλόκληρους τό πνευματικό σύνορο πού διαφοροποιοῦσε τούς Ἕλληνες καί ὁ βασικός παράγων ἑνότητος τοῦ λαοῦ μας ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος (διασπορά). Τά περισσότερα ἱστορικά γεγονότα τά ζήσαμε στίς Ἐκκλησίες μας καί στούς Ναούς μας καί οἱ μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγιναν ἀφετηριακά καί γεγονότα καί πηγές ἔμπνευσης γιά τούς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους. Ἔτσι, λοιπόν, αὐτές οἱ σχέσεις ζυμώθηκαν μέσα στήν ζωή καί τήν ἱστορία. Αὐτό εἶναι ἕνα δεδομένο πού ἀφορᾶ τόν δικό μας λαό, χωρίς ἴσως ἄλλο παρόμοιο προηγούμενο.

Σέ ενα συνέδριο ἱστορικῶν, ὅταν ἔγινε ἀναφορά σέ κάποιο δικό μας ἥρωα καί ἱερωμένο, ἕνας Τοῦρκος ἱστορικός εἶπε ἐπιγραμματικά: “Ἐσεῖς ἔχετε πολλούς ἱερωμένους πού θυσιάσθηκεν γιά τήν Πατρίδα σας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε οὔτε ἕνα Χότζα”. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στόν τόπο μας ἔζησε χωρίς τήν κρατική ἐξουσία καί μπορεῖ καί νά ζήσει καί πάλι. Ἡ Ἐκκλησία προστάτευσε ἀντιθέτως τήν Πατρίδα καί τήν Ἑλληνικότητα σέ ἐποχές δίσεκτες γιά τήν Πατρίδα.

Σήμερα τίθεται καί πάλι τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Τό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι ἄν θά ἀγνοήσουμε ὅλη αὐτή τήν προϊστορία τῶν σχέσεων ἤ θά διδαχθοῦμε ἀπό αὐτήν. Κάποιοι σέ αὐτό τόν τόπο νομίζουν ὅτι ἡ ἱστορία ἀρχίζει ἀπό αὐτούς. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἰδεοληψίες πού πάντα στοίχισαν ἀκριβά στήν Πατρίδα.

Μέ δεδομένη τήν ἱστορία, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀναλάβει τήν πρωτοβουλία γιατί ἀγαπᾶ αὐτόν τόν τόπο. Ἐάν τῆς ἐπιβληθεῖ, θά τόν δεχθεῖ, ἔχοντας ὡς ἄλλοθι τήν δύναμη τῆς Ἐξουσίας. Στό βάθος, ἡ Ἐκκλησία θά ὠφεληθεῖ, αὐτός ὁ τόπος ὅμως θά ταλαιπωρηθεῖ. Κάποιοι ἐπικαλοῦνται σάν ἐπιχείρημα τό τί συμβαίνει στήν Εὐρώπη.

Τελικά ὅταν ἡ Εὐρώπη φαίνεται νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἰδεοληψίες μας, εἶναι πρότυπο πρός μίμηση, ἀλλά ὅταν μᾶς πατάει στόν λαιμό εἶναι ἡ κακή; Αὐτή ἡ ἀντίληψη δείχνει μόνο τήν μειονεξία μας. Στήν Εὐρώπη δέν ὑπάρχει ἱστορικό τέτοιων σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού δομήθηκε μέσα στήν ἱστορία. Εἶναι θλιβερό ὅτι κάποιοι στήν Πατρίδα μας ὀνειρεύονται ἕναν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ σκοπό νά ταπεινώσουν τήν Ἐκκλησία, πιστεύοντας ὅτι μποροῦν νά παραγράψουν τήν προσφορά της στό ὄνομα τῆς αὐθαιρεσίας τους καί νά ἐξουδετερώσουν τήν ἐπίδρασή της. Εἶναι αὐτοί πού ἐπιδιώκουν τήν δικαίωση τῶν ἰδεολογιῶν τους ἔστω κι’ ἄν ταλαιπωρηθεῖ ἡ Πατρίδα.

Προσωπικά, δέν φοβάμαι τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἐγώ μπορῶ νά ζήσω καί σάν πρόσφυγας στόν τόπο μου, γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία θά ζῶ μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν ἀλήθεια τῆς ἀληθινῆς μου πατρίδας. Ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Πολιτεία μόνο φθορά τῆς προσπόρισε καί ὄχι ὄφελος. Ἡ μισθοδοσία δέ τοῦ Κλήρου γιά ὅσους τήν ἐπικαλοῦνται ὡς ἐπιχείρημα προέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί προσφέρεται διά τῆς Πολιτείας. Ἄς προσέξουν μόνο ὅσοι ἐπιχειρήσουν νά σπείρουν ἀνέμους μήμως θερίσουν θύελλες".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου