Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Ένα πορτοφόλι μ’ ένα παλιό γράμμα



Μια αληθινή ιστορία,
που γράφτηκε στο Reader’s Digest το 1985
από τον Arnold Fine


Καθώς περπατούσα για το σπίτι μια παγωμένη ημέρα, σκόνταψα πάνω σε ένα πορτοφόλι που κάποιος έχασε στο δρόμο. Το σήκωσα και κοίταξα στο εσωτερικό του μήπως βρω κάποια ταυτότητα για να εντοπίσω τον ιδιοκτήτη του. Αλλά το πορτοφόλι είχε μόνο δυο χαρτονομίσματα μέσα και ένα τσαλακωμένο γράμμα που έμοιαζε να είναι εκεί χρόνια.

Ο φάκελος ήταν σχισμένος και το μόνο που φαινόταν καλά ήταν η διεύθυνση του αποστολέα. Άρχισα να ανοίγω το γράμμα σε μια προσπάθεια να βρω κάποιο στοιχείο. Τότε είδα την ημερομηνία – 1924. Το γράμμα είχε γραφτεί πριν σχεδόν 60 χρόνια!

Ήταν γραμμένο από γυναίκα, όπως μαρτυρούσε ο όμορφος καλλιτεχνικός χαρακτήρας των γραμμάτων και το μικρό λουλούδι στο πάνω αριστερό μέρος του μπλε χαρτιού. Ο παραλήπτης ήταν κάποιος Michael και η αποστολέας του εξηγούσε πως δεν μπορεί να βλέπονται πια, γιατί το απαγόρευε η μητέρα της. Αυτή όμως θα τον αγαπούσε για πάντα. Είχε την υπογραφή, Hannah.


Ήταν ένα όμορφο γράμμα και αναρωτήθηκα αν μπορούσα να βρω τον ιδιοκτήτη του. Το όνομα Michael δεν ήταν αρκετό. Ίσως αν καλούσα τις πληροφορίες και έβρισκαν το τηλέφωνο μέσω της διεύθυνσης που είχα του αποστολέα.

‘‘Παρακαλώ, είπα, αυτό είναι κάτι ασυνήθιστο που σας ζητώ. Προσπαθώ να βρω τον ιδιοκτήτη ενός πορτοφολιού που βρήκα στον δρόμο. Υπάρχει τρόπος να μου πείτε το τηλέφωνο για την διεύθυνση που υπάρχει πάνω σε έναν φάκελο μέσα στο πορτοφόλι;’’

Η χειρίστρια πρότεινε να μιλήσω με την υπεύθυνη, η οποία δίστασε λίγο και μετά μου είπε:

‘‘Λοιπόν, υπάρχει ένα τηλέφωνο σε αυτήν την διεύθυνση, αλλά δεν μπορώ να σας το πω’’.

Αυτή όμως προσφέρθηκε να τηλεφωνήσει η ίδια, να εξηγήσει την υπόθεση και να ρωτήσει αν ήθελαν να επικοινωνήσουν μαζί μου.

Μετά από λίγα λεπτά η τηλεφωνήτρια μου απάντησε.

‘‘Έχω κάποιον που θέλει να μιλήσει με εσάς’’.

Ρώτησα τη γυναίκα από την άλλη μεριά της γραμμής αν γνώριζε κάποια Hannah. Αναφώνησε και είπε πως αγόρασαν αυτό το σπίτι από μια οικογένεια που είχε μια κόρη που την έλεγαν Hannah. Αλλά αυτό ήταν πριν 30 χρόνια.

‘‘Θυμάμαι πως η Hannah έπρεπε να βάλει τη μητέρα της σε γηροκομείο πριν μερικά χρόνια. Ίσως αν έρθετε σε επαφή με αυτό, θα μπορέσετε να βρείτε την κόρη της’’.

Η γυναίκα μού έδωσε το όνομα του γηροκομείου και εγώ τηλεφώνησα. Μου είπαν ότι η ηλικιωμένη είχε πεθάνει αλλά είχαν ένα τηλέφωνο της κόρης.

Ευχαρίστησα και πήρα το τηλέφωνο. Η γυναίκα που απάντησε από την άλλη μεριά είπε, πως η Hannah είναι τώρα σε γηροκομείο και η ίδια.

Η όλη ιστορία μού φάνηκε χαζή. Γιατί να κάνω τόση φασαρία για να βρω τον ιδιοκτήτη ενός πορτοφολιού που είχε δυο χαρτονομίσματα και ένα γράμμα 60 χρονών;

Παρ’ όλα αυτά, τηλεφώνησα στο γηροκομείο της Hannah και ο άνδρας που απάντησε στο τηλέφωνο είπε:

‘‘Ναι, η Hannah μένει μαζί μας’’.

Αν και ήταν 10 η ώρα το βράδυ, ρώτησα αν μπορούσα να την επισκεφτώ.

‘‘Λοιπόν’’, είπε αυτός διστακτικά, ‘‘αν είστε τυχερός, θα βλέπει τηλεόραση στο καθιστικό’’.

Τον ευχαρίστησα και πήγα εκεί με το αυτοκίνητο. Η νυχτερινή νοσοκόμα και ο φρουρός με υποδέχτηκαν στην πόρτα. Ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο του μεγάλου κτιρίου. Στο καθιστικό η νοσοκόμα με σύστησε στη Hannah.

Ήταν μια γλυκειά ηλικιωμένη γυναίκα με ασημένια μαλλιά, ένα ζεστό χαμόγελο και μια λάμψη στα μάτια. Είπα για το πορτοφόλι και της έδειξα το γράμμα. Μόλις είδε τον μπλε φάκελο, πήρε μια βαθειά ανάσα και είπε:

‘‘Νεαρέ μου, αυτό το γράμμα ήταν η τελευταία επαφή που είχα ποτέ με τον Michael’’.

Για μια στιγμή κοίταξε αλλού βυθισμένη σε σκέψη και μετά είπε απαλά:

‘‘Τον αγαπούσα πολύ. Αλλά ήμουν μόνο 16 χρονών και η μητέρα μου θεωρούσε πως ήμουν πολύ μικρή. Ήταν τόσο ωραίος. Έμοιαζε στον Sean Connery. Ναι’’, συνέχισε, ‘‘ο Michael Goldstein ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Εάν τυχόν τον δεις, πες του ότι τον σκέφτομαι συχνά’’.

Δίστασε λίγο, σχεδόν δαγκώνοντας τα χείλη της…

‘‘Πες του πως ακόμα τον αγαπώ. Ξέρεις, δεν παντρεύτηκα ποτέ. Κανείς δεν ήταν αρκετά καλός για να πάρει τη θέση του!…’’

Ευχαρίστησα την Hannah και χαιρέτησα. Στο ισόγειο ο φρουρός με ρώτησε αν η ηλικιωμένη με βοήθησε. Του είπα:

‘‘Τουλάχιστον έχω ένα επίθετο τώρα. Αλλά θα το αφήσω για λίγο. Πέρασα μια ολόκληρη ημέρα προσπαθώντας να βρω τον κάτοχο του πορτοφολιού’’.

Είχα βγάλει το πορτοφόλι, ένα απλό δερμάτινο καφέ πορτοφόλι με μια κόκκινη ρίγα στο πλάι. Όταν ο φρουρός το είδε είπε:

‘‘Ένα λεπτό! Αυτό είναι το πορτοφόλι του κυρίου Goldstein. Θα το αναγνώριζα παντού. Αυτός πάντα το χάνει. Θα πρέπει να το έχω βρει στον διάδρομο τουλάχιστον τρεις φορές’’.

‘‘Ποιος είναι ο κύριος Goldstein;’’ ρώτησα και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν.

‘‘Είναι ένας από τους γέρους στον 8ο όροφο. Αυτό είναι σίγουρα το πορτοφόλι του. Θα πρέπει να το έχασε σε κάποια από τις βόλτες του’’.

Τον ευχαρίστησα, γύρισα πίσω τρέχοντας και είπα στη νοσοκόμα τί μου είπε ο φρουρός. Μπήκαμε στο ασανσέρ μαζί. Ευχόμουν να ήταν ξύπνιος ο κύριος Goldstein.

Στον όγδοο όροφο η νοσοκόμα είπε:

‘‘Νομίζω πως θα είναι στο καθιστικό. Του αρέσει να διαβάζει τη νύχτα. Είναι ένας γλυκός ηλικιωμένος’’.

Μπήκαμε στο μοναδικό δωμάτιο που είχε φως και εκεί, ένας άνδρας διάβαζε ένα βιβλίο. Η νοσοκόμα τον πλησίασε και τον ρώτησε αν είχε χάσει το πορτοφόλι του. Ο κύριος Goldstein έβαλε το χέρι στην τσέπη του και είπε με έκπληξη:

‘‘Ω! Λείπει!’’

‘‘Αυτός ο ευγενικός κύριος βρήκε το πορτοφόλι και ρωτάει αν είναι δικό σας’’.

Έδωσα το πορτοφόλι στον κύριο Goldstein. Αυτός το είδε, χαμογέλασε με ανακούφιση και είπε:

‘‘Ναι, αυτό είναι! Θα πρέπει να μου έπεσε από την τσέπη μου το απόγευμα. Θέλω να σε ανταμείψω’’.

‘‘Όχι, ευχαριστώ’’, είπα. ‘‘Αλλά πρέπει να σας πω κάτι. Διάβασα το γράμμα με την ελπίδα να βρω τον κάτοχο του πορτοφολιού’’.

Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του.

‘‘Διάβασες το γράμμα;’’

‘‘Όχι μόνο το διάβασα, αλλά νομίζω πως ξέρω και πού είναι η Hannah’’, είπα.

Ξαφνικά χλόμιασε.

‘‘Η Hannah; Ξέρεις πού είναι; Είναι καλά; Είναι τόσο όμορφη όσο ήταν; Σε παρακαλώ χίλιες φορές, πες μου!’’ με ικέτευε.

‘‘Είναι πολύ καλά… και το ίδιο όμορφη όπως όταν την γνώριζες’’, είπα απαλά.

Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:

‘‘Μπορείς να μου πεις πού είναι; Θέλω να της τηλεφωνήσω αύριο’’.

Μου άρπαξε το χέρι και είπε:

‘‘Ξέρεις κάτι, κύριε; Την αγαπούσα τόσο πολύ, που όταν πήρα το γράμμα, η ζωή μου τελείωσε για πάντα. Δεν παντρεύτηκα ποτέ.. Ακόμη την αγαπώ’’.

‘‘Κύριε Goldstein’’, είπα, ‘‘ελάτε μαζί μου’’.

Πήραμε το ασανσέρ και κατεβήκαμε στον τρίτο όροφο. Οι διάδρομοι είχαν λιγοστό φως και μόνο στο καθιστικό ήταν αναμμένα κάποια φώτα. Η Hannah έβλεπε τηλεόραση.

Η νοσοκόμα πήγε κοντά της.

‘‘Hannah’’, είπε σιγά, δείχνοντας τον Michael, που περίμενε μαζί μου στην πόρτα, ‘‘τον γνωρίζεις αυτόν τον άνδρα;’’

Αυτή έβαλε τα γυαλιά της καλύτερα, κοίταξε για ένα λεπτό, αλλά δεν είπε κουβέντα. Ο Michael είπε απαλά, σχεδόν ψιθυριστά:

‘‘Hannah, εγώ είμαι ο Michael! Με θυμάσαι;’’

Τότε αυτή είπε με κομμένη την ανάσα:

‘‘Michael! Δεν το πιστεύω! Εσύ; Michael! Εσύ είσαι;’’

Αυτός βάδισε αργά προς το μέρος της και αγκαλιάστηκαν. Εγώ και η νοσοκόμα αφήσαμε τα δάκρυά μας να τρέχουν ποτάμι στο πρόσωπό μας.

‘‘Βλέπετε’’, είπα, ‘‘βλέπετε τί κάνει ο Κύριος; Αν είναι γραφτό να γίνει, θα γίνει’’.

Τρεις εβδομάδες αργότερα πήρα ένα τηλεφώνημα στο γραφείο μου από το γηροκομείο.

‘‘Μπορείτε την Κυριακή να έρθετε για να παρευρεθείτε σε έναν γάμο; Η Hannah και ο Michael παντρεύονται!’’

Ήταν μια όμορφη τελετή και όλοι οι τρόφιμοι του γηροκομείου είχαν βάλει τα καλά τους ρούχα. Η Hannah φορούσε ένα ανοιχτό μπεζ φόρεμα και ήταν πολύ όμορφη. Ο Michael φορούσε ένα μπλε σκούρο κουστούμι και φαινόταν τόσο κομψός. Με έκαναν κουμπάρο.

Το γηροκομείο τούς έδωσε δικό τους δωμάτιο. Αν θέλατε να δείτε μια 76άχρονη νύφη και έναν 79άχρονο γαμπρό να κάνουν σαν έφηβοι, τότε έπρεπε να τους δείτε.

Το τέλειο τέλος μιας ιστορίας αγάπης που κράτησε σχεδόν 60 χρόνια!

Μια αληθινή ιστορία, που γράφτηκε στο Reader’s Digest το 1985, από τον Arnold Fine.

‘‘Ό,τι είναι γραφτό να γίνει θα γίνει’’. Δεν συμφωνείτε; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου