Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη Δημ. Τσελεγγίδη: Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, μία Σύνοδος με έλλειμμα συνοδικότητος και ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας

Διαβάστε παρακάτω το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης του Καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολή ΑΠΘ, κ. Δημ. Τσελεγγίδη στον Διευθυντή Προγράμματος του Ρ/Σ της Πειραϊκής Εκκλησίας κ. Λυκούργο Μαρκούδη.

«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητος καί ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας
Συ­νέν­τευ­ξη
τοῦ Κα­θη­γη­τῆ κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη
στόν κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, Διευθυντή Προγράμματος
τοῦ Ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ Σταθ­μοῦ τῆς Πει­ρα­ϊ­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Ἀ­πο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νο Κεί­με­νο

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
(24-2-2016)

* Στή γρα­πτή ἀ­πό­δο­ση τῆς συ­νεν­τεύ­ξε­ως ἔ­γι­ναν μι­κρές λε­κτι­κές δι­ορ­θώ­σεις

Γε­νι­κά γιά τή Με­γά­λη Σύ­νο­δο

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ πι­στός λα­ός οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­γνο­εῖ τά σχε­τι­κά μέ αὐ­τό, πού ἀ­κοῦ­με συ­νε­χῶς νά λέ­γε­ται: τήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί M­ε­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά μπο­ρού­σα­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὡς Κα­θη­γη­τής Δογ­μα­τι­κῆς πού εἶ­στε, νά μᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε πού, πό­τε καί για­τί πρό­κει­ται να συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Με­γά­λη Σύ­νο­δος;

Κα­θη­γη­τής: Πο­λύ εὐ­χα­ρί­στως, ἀ­φοῦ κα­τ’ ἀρ­χήν σᾶς εὐ­χα­ρι­στή­σω θερ­μά γιά τήν δυ­να­τό­τη­τα, πού μοῦ δί­νε­τε μέ­σῳ τοῦ ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ σταθ­μοῦ σας, νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σω μέ τούς ἐ­κλε­κτούς ἀ­κρο­α­τές αὐ­τοῦ τοῦ σταθ­μοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι, στό μέ­τρο πού τούς γνώ­ρι­σα ἀ­νά τήν Ἑλ­λά­δα, ἔ­χουν ἔν­το­να πνευ­μα­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καί ὑ­γι­ές ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα. Στήν καλ­λι­έρ­γεια αὐ­τοῦ τοῦ φρο­νή­μα­τος συ­νέ­βα­λε καί συμ­βάλ­λει ση­μαν­τι­κά ὁ ἐ­ξαί­ρε­τος ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα σταθ­μός σας. Καί τώ­ρα ἀ­παν­τῶ στό ἐ­ρώ­τη­μά σας.
Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὅ­πως ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πό τού ἐμ­πνευ­στές της, θά συ­νέλ­θει στό Κο­λυμ­πά­ρι τῶν Χα­νί­ων τῆς Κρή­της, κα­τά τήν Πεν­τη­κο­στή τοῦ τρέ­χον­τος ἔ­τους. Καί ἐ­νῶ τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὑ­πάρ­χει με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα ἐ­νη­με­ρώ­σε­ως, ὄ­χι μό­νον τῶν ἁ­πλῶν λα­ϊ­κῶν καί κλη­ρι­κῶν, ἀλ­λά καί πολ­λῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μό­λις πρίν λί­γες ἡ­μέ­ρες ἔ­γι­νε γνω­στή ἡ θε­μα­το­λο­γί­α, πού θά ἀ­πα­σχο­λή­σει τήν Σύ­νο­δο καί «ὁ Κα­νο­νι­σμός Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου». Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν δη­μο­σι­ο­ποι­η­μέ­νων κει­μέ­νων, προ­κύ­πτουν πολ­λά καί καί­ρια ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἀλ­λά καί ἔν­το­νος προ­βλη­μα­τι­σμός γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα καί τόν σκο­πό τῆς Με­γά­λης αὐ­τῆς Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας.


Για­τί Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος καί ὄ­χι Οἰ­κου­με­νι­κή


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον αὐ­τό, πού προ­σπα­θοῦ­με νά μά­θου­με κ. Κα­θη­γη­τά, καί κρα­τῶ αὐ­τό πού μᾶς εἴ­πα­τε: «ὀ­νο­μά­στη­κε ἔ­τσι ἀ­πό τούς ἐμ­πνευ­στές της». Για­τί ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος ὀ­νο­μά­στη­κε Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη; Καί για­τί δέν ὀ­νο­μά­στη­κε Οἰ­κου­με­νι­κή ἤ Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος; Εἴ­χα­με κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α ἀ­πό τούς δι­ορ­γα­νω­τές της; Καί τί ση­μαί­νει στήν πρά­ξη αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη;


Κα­θη­γη­τής: Δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α, ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά εἰ­κά­σει κα­νείς καί, κυ­ρί­ως ὡς ἐ­πι­στή­μων, νά ἀ­να­ζη­τή­σει τήν σκο­πι­μό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τῆς δό­θη­κε ὁ τί­τλος αὐ­τός. Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλ­θει Συ­νό­δου ὡς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης εἶ­ναι μιά προ­βλη­μα­τι­κή καί δι­φο­ρού­με­νη δι­α­τύ­πω­ση. Μέ ἄλ­λα λό­για ἐ­πι­δέ­χε­ται δι­πλῆ ἀ­νά­γνω­ση, ὅ­πως συ­νή­θως σή­με­ρα λέ­γε­ται. Καί τοῦ­το, για­τί δι­α­βά­ζον­τας τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, ὅ­τι ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος ἀ­πε­δί­δε­το στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, ὅ­σα δι­α­τυ­πώ­νον­ται στούς Κα­νό­νες συγ­κε­κρι­μέ­νων Συ­νό­δων, ὅ­πως ἔ­χω ὑ­πό­ψιν μου αὐ­τή τήν στιγ­μή, τῆς Α΄ καί τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὅ­που γί­νε­ται μνεί­α τοῦ γε­γο­νό­τος, ὅ­τι αὐ­τοί οἱ Κα­νό­νες προ­ῆλ­θαν ἀ­πό αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Αὐ­τό ση­μαί­νει στήν πρά­ξη, ὅ­τι τό κῦ­ρος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­το καί ὑ­πο­χρε­ω­τι­κό γιά ὅ­λους τούς πι­στούς, -ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τόν Ὅ­ρο, γιά τήν ἀ­πό­φα­ση δη­λα­δή, ἤ τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­πως εἶ­ναι στήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή-, ἀλ­λά καί γιά τούς Κα­νό­νες αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
Μή ὀ­νο­μά­ζου­σα ὅ­μως τόν ἑ­αυ­τό της Οἰ­κου­με­νι­κή ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς νά φο­βᾶ­ται κά­τι. Καί αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι, πού σχε­τί­ζε­ται ὄ­χι μέ μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἀλ­λά, πάν­τα κα­τά τήν γνώ­μη μου, μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί μά­λι­στα τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­σφαλ­μέ­νη ἄ­πο­ψη, ὅ­τι γιά νά συγ­κλη­θεῖ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, θά πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λά­βει καί τίς ἄλ­λες λε­γό­με­νες «ἐκ­κλη­σί­ες», πού βρί­σκον­ται στήν αἵ­ρε­ση, ὅ­πως εἶ­ναι κυ­ρί­ως ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός καί ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν συ­νέ­βη πο­τέ στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Πο­τέ δέν ἔ­λα­βαν μέ­ρος στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους ὅ­σοι ἀ­πέ­κλι­ναν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σοι δη­λα­δή ἦ­σαν αἱ­ρε­τι­κοί.
Τά λέ­με αὐ­τά, ἐ­πει­δή σέ ἕ­να δογ­μα­τι­κό θέ­μα καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό τῆς μέλ­λου­σας Με­γά­λης Συ­νό­δου, οἱ πα­ρα­πά­νω αἱ­ρε­τι­κοί ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἐκ­κλη­σί­ες». Ἀλ­λά σ’ αὐ­τό τό θέ­μα θά πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με εἰ­δι­κό­τε­ρα, για­τί εἶ­ναι καί τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο καί τό σο­βα­ρό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα θέ­μα­τα.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί εἶ­ναι, νο­μί­ζω κ. Κα­θη­γη­τά, καί τό θέ­μα πού μέ­χρι στιγ­μῆς ἔ­χει συγ­κεν­τρώ­σει καί τίς πρῶ­τες ἀν­τι­δρά­σεις ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι ὄ­χι ἄ­δι­κα, προ­φα­νῶς, ἀ­π’ ὅ,τι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε. Μᾶς εἴ­πα­τε κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἱ­στο­ρι­κά στίς με­γά­λες αὐ­τές Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους συμ­με­τεῖ­χαν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι θά μπο­ρού­σα­με νά το­νί­σου­με, ὅ­τι στήν Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο δέν συμ­με­τέ­χουν οἱ «ἐκ­κλη­σί­ες» πού ἀ­πο­σχί­στη­καν, πχ. οἱ Ἀν­τι­χαλ­κη­δό­νιοι.


Κα­θη­γη­τής: Ἀ­κρι­βῶς, αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τεκ­μή­ριο. Ἤ καί νω­ρί­τε­ρα, σέ ἄλ­λες Συ­νό­δους, δέν συμ­με­τεῖ­χαν Ἀ­ρεια­νοί, Νε­στο­ρια­νοί, Μο­νο­φυ­σῖ­τες κ.τ.λ.


Εἶ­ναι Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Ποι­οί με­τέ­χουν;


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἄ­ρα, βλέ­που­με μί­α, ἴ­σως ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ, δι­ά­θε­ση νά μή θέ­λου­με νά τήν ὀ­νο­μά­σου­με Οἰ­κου­με­νι­κή, για­τί θά ἀν­τι­δρά­σου­νε οἱ «ἀ­δελ­φές ἐκ­κλη­σί­ες». Εἶ­ναι τε­λι­κῶς αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Θά πα­ρευ­ρε­θοῦν δη­λα­δή ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας;


Κα­θη­γη­τής: Ἄλ­λο ἕ­να πρό­βλη­μα, πού κα­θι­στᾶ αὐ­τή τήν Σύ­νο­δο κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά προ­βλη­μα­τι­κή. Στήν Σύ­νο­δο αὐ­τή θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν ὅ­λες οἱ Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, τυ­πι­κά. Καί λέ­με ὅ­τι θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν, για­τί πε­ρι­έρ­γως δέν θά προ­σκλη­θοῦν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς κά­θε, Το­πι­κῆς δη­λα­δή, Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε Το­πι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θά ἀ­πο­στεί­λει 23 Ἐ­πι­σκό­πους, μέ 24ο τόν ἡ­γέ­τη καί Προ­κα­θή­με­νό της. Δέν εἶ­ναι γνω­στό ἀ­κό­μη μέ ποι­ά κρι­τή­ρια θά ἐ­κλε­γοῦν αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τά­σχουν. Ἔ­τσι, ὅ­μως, ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή δέν εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά Πα­νορ­θό­δο­ξη, ἀ­φοῦ κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­πο­κλεί­ον­ται. Μέ ἄλ­λα λό­για, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη. Γι’ αὐ­τό εἶ­πα εἶ­ναι προ­βλη­μα­τι­κή αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α, ἐν σχέ­σει μέ τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς συγ­κλή­σε­ώς της.
Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, γιά νά ποῦ­με τά πράγ­μα­τα μέ τό ὄ­νο­μά τους, εἶ­ναι μί­α δι­ηυ­ρυ­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Δη­λα­δή εἶ­ναι οἱ Προ­κα­θή­με­νοι καί κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι. Βέ­βαι­α, ὑ­πάρ­χουν μι­κρές Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­ριθ­μη­τι­κά, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ Κύ­προς, ὅ­που θά πᾶ­νε ὅ­λοι. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί με­γά­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι π.χ. ἡ Ρω­σι­κή, μέ πά­νω ἀ­πό 350 Ἐ­πι­σκό­πους καί θά πᾶ­νε 24. Δη­λα­δή οἱ ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι τί γί­νον­ται; Εἶ­ναι δευ­τέ­ρας κα­τα­νο­μῆς; Ἐκ­φρά­ζον­ται ἀ­πό αὐ­τούς τούς 24; Εἶ­ναι καί­ρια αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὁ θε­σμός αὐ­τός, τῶν Συ­νό­δων, δη­λα­δή, τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων, θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι νε­ω­τε­ρι­στι­κός καί τε­λεί­ως ἄ­γνω­στος στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­γι­νε γνω­στός, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε, ἀ­πό τόν ση­με­ρι­νό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α «Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων», ὅ­πως εἶ­πα, εἶ­ναι ἀ­μάρ­τυ­ρος καί ἄ­γνω­στος τε­λεί­ως στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Θά μπο­ροῦ­σαν ἐν­δε­χο­μέ­νως κά­ποι­οι νά μᾶς ποῦν ἐ­δῶ, κ.Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι καί κα­τά τό πα­ρελ­θόν, στούς προ­η­γου­μέ­νους αἰ­ῶ­νες, εἶ­χαν γί­νει κά­ποι­ες Σύ­νο­δοι τῶν Πα­τρια­ρχῶν, τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ων του­λά­χι­στον.Ὡ­στό­σο, ὅ­μως, κα­τα­λα­βαί­νου­με αὐ­τό πού μᾶς εἴ­πα­τε, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μιά μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α π.χ. ἡ Κύ­προς ἤ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Τσε­χί­ας καί Σλο­βα­κί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν ἔ­χουν τό­σους Ἐ­πι­σκό­πους, ἐ­νῶ μιά ἀν­τί­στοι­χη Ἐκ­κλη­σί­α με­γά­λη, ὅ­πως ἡ Ρω­σι­κή, ἔ­χει πά­ρα πολ­λούς καί δέν μπο­ροῦν νά συμ­με­τέ­χουν ὅ­λοι. Καί προ­φα­νῶς ὁ κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος, ἔ­χον­τας καί τό ποί­μνιό του, δέν παύ­ει νά εἶ­ναι καί φο­ρέ­ας τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Κα­θη­γη­τής: Αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό πού λέ­τε, για­τί τό πρᾶγ­μα δέν εἶ­ναι κα­θα­ρά ἀ­ριθ­μη­τι­κό. Κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά φέ­ρει τό φρό­νη­μα τῆς Το­πι­κῆς του Ἐκ­κλη­σί­ας. Ποι­ός μπο­ρεῖ αὐ­τό τό φρό­νη­μα νά τό ὑ­πο­τι­μή­σει, νά τό πα­ρα­βλέ­ψει ἤ νά τό ἀ­κυ­ρώ­σει καί ταυ­τό­χρο­να νά μι­λᾶ γιά Με­γά­λη Σύ­νο­δο; Ὅ­πως σω­στά εἴ­πα­τε, προ­η­γου­μέ­νως, ὑ­πῆρ­ξαν καί Σύ­νο­δοι, καί στήν Τουρ­κο­κρα­τί­α ἔ­χου­με τέ­τοι­ες Συ­νό­δους, κά­ποι­ων Πα­τρια­ρχῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νῆλ­θαν καί ἀ­πο­φά­σι­σαν κά­τι, ἀλ­λά ἔ­χου­με στή συ­νέ­χεια ἀ­πο­δο­χή αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, πρίν νά γνω­στο­ποι­η­θοῦν εὐ­ρύ­τε­ρα γιά τό κοι­νό, καί ἀ­πό Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πού δέν συμ­με­τεῖ­χαν, ἐν­δε­χο­μέ­νως, σ’ αὐ­τήν τήν συ­νάν­τη­ση, γιά λό­γους τε­χνι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς καί ἀ­πε­δέ­χθη­σαν ἤ ἀ­πέρ­ρι­ψαν αὐ­τήν τήν ἀ­πό­φα­ση. Δη­λα­δή, συν­θῆ­κες ἱ­στο­ρι­κές μπο­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­ζουν κά­πως τά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά πάν­το­τε πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χουν τά κρι­τή­ρια. Μπο­ροῦ­με σή­με­ρα νά ἐ­πι­κα­λε­στοῦ­με τέ­τοι­ες συν­θῆ­κες, ὅ­ταν τήν ἐ­πο­χή τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων ἡ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­κί­νη­σης εἶ­χε πά­ρα πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, ἐ­νῶ σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα στό δι­ά­στη­μα μιᾶς ἡ­μέ­ρας ἤ ὀ­λί­γων ὡ­ρῶν νά συγ­κεν­τρω­θοῦν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­π’ ὅ­λο τόν κό­σμο;
Αὐ­τό προ­φα­νῶς δέν γί­νε­ται ἐ­ξαι­τί­ας κά­ποι­ων σκο­πι­μο­τή­των, οἱ ὁ­ποῖ­ες σκο­πι­μό­τη­τες ὅ­μως δέν ὁ­μο­λο­γοῦν­ται, εἶ­ναι ἀ­νο­μο­λό­γη­τες. Ὁ κα­θέ­νας ὅ­μως πι­στός, ὡς σκε­πτό­με­νος καί εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά, μπο­ρεῖ νά κά­νει τίς σκέ­ψεις του, νά βγά­ζει τά συμ­πε­ρά­σμα­τά του. Μπο­ρεῖ κά­ποι­α ἀ­π’­αὐ­τά νά εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­να ἀλ­λά κά­τι πλα­νᾶ­ται, τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι δι­α­φα­νές. Ἕ­να πρᾶγ­μα, πού θέ­λω νά πῶ ἐ­π’ αὐ­τοῦ καί θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό, εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­γράμ­μι­ση αὐ­τή πού εἶ­πα, ὅ­τι πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ­σο εἶ­μαι σέ θέ­ση νά γνω­ρί­ζω, θά ἀ­γνο­η­θεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας γιά μιά τέ­τοι­α Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Ἔμ­με­σα πλήν σα­φῶς, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται στήν πρά­ξη ἡ θε­με­λι­ώ­δης ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει μί­α ἰ­σό­κυ­ρη ψῆ­φο, ὄ­χι μό­νο μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους του ἀ­νά τόν κό­σμο, ἀλ­λά καί μέ τόν Προ­κα­θή­με­νό του, τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί μέ τόν πρῶ­το στά «πρε­σβεῖ­α τι­μῆς», δη­λα­δή τόν Πρό­ε­δρο αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
Αὐ­τό εἶ­ναι τό Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε ἄλ­λο πα­ρα­πέμ­πει στό πα­πι­κό, συγ­κεν­τρω­τι­κό καί ἀ­πνευ­μά­τι­στο σύ­στη­μα, θά μπο­ρo­ῦ­σα νά τό πῶ με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.


Ἀ­κύ­ρω­ση τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας,
τῆς Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο πέ­στε μας λί­γο, πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α, γιά νά λη­φθοῦν οἱ ἀ­πο­φά­σεις σ’ αὐ­τή τήν μέλ­λου­σα Με­γά­λη Σύ­νο­δο;


Κα­θη­γη­τής: Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἔρ­θου­με με­τά, ἀ­πό πλευ­ρᾶς δι­α­δι­κα­σί­ας, για­τί ἐ­κεῖ­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν πρέ­πει νά ἀν­τι­πα­ρέλ­θου­με αὐ­τή τήν στιγ­μή εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ τρό­πος αὐ­τός κα­τ’ ἀρ­χήν τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας, μέ τήν ἐ­πι­λο­γή ὁ­ρι­σμέ­νων Ἐ­πι­σκό­πων, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­κυ­ρώ­νει οὐ­σι­α­στι­κά στήν πρά­ξη τόν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας. Δη­λα­δή, μι­λᾶ­με ὄ­χι γιά κά­τι πε­ρι­θω­ρια­κό, ἀλ­λά κα­τε­ξο­χήν πνευ­μα­τι­κό, χω­ρίς τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἐ­κεῖ­νο πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀ­κυ­ρώ­νε­ται μέ ἄλ­λα λό­για, ἄν θέ­λε­τε νά σᾶς τό πῶ καί δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε, ποῦ προ­σκρού­ει μί­α τέ­τοι­α μέ­θο­δος στήν πρά­ξη.


Μί­μη­ση Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ-Προ­τε­σταν­τι­σμοῦ


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τό το­πο­θε­τεῖ­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τό πού ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε εἶ­ναι, ὅ­τι στήν οὐ­σί­α ἀν­τι­γρά­φου­με αὐ­τό, πού τό­σα χρό­νια κα­τη­γο­ροῦ­με, ὅ­τι κά­νει ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός.


Κα­θη­γη­τής: Ναί, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἔ­χει καί τήν ἐ­ξή­γη­σή του. Δη­λα­δή, τά τε­λευ­ταῖ­α ἑ­κα­τό χρό­νια, -καί θά πρέ­πει νά ἔρ­θου­με καί σ’ αὐ­τό τό θέ­μα-, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α φαί­νε­ται στήν πρά­ξη νά ἐ­κτρέ­πε­ται ἀ­πό τόν τρό­πο τῆς δι­κῆς της Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καί νά μι­μεῖ­ται τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό, καί κα­τά πε­ρί­πτω­ση τόν Προ­τε­σταν­τι­σμό. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, τό ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μι­μεῖ­ται τόν τρό­πο τόν συγ­κεν­τρω­τι­κό, τόν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, ὅ­ταν κά­ποι­ος χά­σει τήν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή βί­ω­ση, δέν ἔ­χει πλέ­ον τήν βε­βαι­ό­τη­τα γι’ αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί τό­τε ἐ­ξαν­τλεῖ ἀν­θρω­πί­νως αὐ­τές τίς δυ­να­τό­τη­τες σέ μιά πει­θαρ­χί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι κα­θα­ρά ἐ­ξω­τε­ρι­κή καί ἀν­θρώ­πι­νη. Γι’ αὐ­τό καί ἡ πει­θαρ­χί­α αὐ­τή θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι εἶ­ναι σπου­δαί­α, ἀ­φοῦ εἶ­ναι και­σα­ρι­κοῦ τύ­που. Καί αὐ­τό συμ­βαί­νει πρα­κτι­κῶς σέ ὑ­παρ­ξια­κό ἐ­πί­πε­δο, ὅ­ταν ἐ­κλεί­ψει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­ταν δη­λα­δή δέν βι­οῦ­ται αὐ­τό, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ψά­χνει γιά ὑ­πο­κα­τά­στα­τα. Καί τό τρα­γι­κό εἶ­ναι, ὅ­τι αὐ­τό ἔ­γι­νε θε­σμι­κά στή Δύ­ση, στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Ἀ­να­ζη­τή­θη­κε δη­λα­δή ὁ Καί­σα­ρας στό πρό­σω­πο τοῦ Πά­πα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή μιᾶς κο­σμι­κοῦ τύ­που πει­θαρ­χί­ας.
Σή­με­ρα θαυ­μά­ζε­ται αὐ­τό εὐ­ρύ­τε­ρα, ἀλ­λά θαυ­μά­ζε­ται ἀ­πό ἐ­κεί­νους, πού ἔ­χα­σαν τήν χα­ρι­σμα­τι­κή σχέ­ση μέ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ὁ ἐγ­γυ­η­τής αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, κα­τά τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Λη­σμο­νεῖ­ται ὅ­μως ἀ­κό­μη, ὅ­τι κε­φα­λή καί φε­ρέγ­γυ­α Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, δη­λα­δή ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι στήν πρά­ξη πο­λύ σο­βα­ρά, καί φα­νε­ρώ­νουν ἕ­να ἔλ­λειμ­μα ὄ­χι ἁ­πλῶς γνω­σι­ο­λο­γι­κοῦ - θε­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Βε­βαί­ως, ἱ­στο­ρι­κά θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά δώ­σει τήν ἑρ­μη­νεί­α: Ναί. Τόν προ­η­γού­με­νο αἰ­ῶ­να οἱ θε­ο­λό­γοι καί μελ­λον­τι­κοί ἡ­γέ­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἴ­χα­νε πά­ει στή Δύ­ση γιά νά μορ­φω­θοῦν-πα­ρα­μορ­φω­θοῦν- θε­ο­λο­γι­κά καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί, κα­τά τό λα­ϊ­κό, «μ’ ὅ­ποι­ον δά­σκα­λο κα­θί­σεις, τέ­τοι­α γράμ­μα­τα θά μά­θεις», προ­σπά­θη­σαν αὐ­τοί οἱ ἡ­γέ­τες κα­τά και­ρούς νά κά­νου­νε, θε­σμι­κά, μί­α σύν­θε­ση με­τα­ξύ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως καί Πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί τῆς Δυ­τι­κῆς αὐ­τῆς ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νης ζω­ῆς. Καί αὐ­τή τήν στιγ­μή δέν μι­λῶ κα­θό­λου θε­ω­ρη­τι­κά. Γι’ αὐ­τά, τά ὁ­ποῖ­α λέ­γω, μι­λοῦν τά ἴ­δια τά κεί­με­να τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τά τόν 20ό αἰ­ῶ­να. Καί μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με πιό συγ­κε­κρι­μέ­να ἐ­π’ αὐ­τοῦ, για­τί φαί­νε­ται ἀ­πό τίς δι­α­κη­ρύ­ξεις τῶν προ­σώ­πων αὐ­τῶν, ὅ­τι κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἐκ­φρα­στές τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας καί τῆς θε­σμι­κῆς ἔκ­φρα­σης τῆς Ἀ­να­το­λῆς εἶ­ναι.


Τρό­πος ψη­φο­φο­ρί­ας-Ποῦ βρί­σκε­ται ἡ Ἀ­λή­θεια


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Πραγ­μα­τι­κά ἡ ἀ­λή­θεια πο­νά­ει κ. Κα­θη­γη­τά, καί εἶ­ναι μιά ἀ­λή­θεια πού μᾶς προ­βλη­μα­τί­ζει. Για­τί ἄν ἀ­π’ αὐ­τόν τόν λό­γο ξε­κι­νή­σα­με καί σι­γά σι­γά φθά­σα­με ἐ­δῶ πού φθά­σα­με σή­με­ρα, τό­τε πρέ­πει νά θλι­βό­μα­στε, για­τί πραγ­μα­τι­κά ὑ­πάρ­χει ἔλ­λει­ψη τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς Χά­ρι­τος, ὅ­πως μᾶς εἴ­πα­τε. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι ἀ­πό ἐ­κεῖ ξε­κι­νᾶ­νε καί τε­λει­ώ­νουν τά πάν­τα. Ὅ­μως, ἐ­μεῖς θά συ­νε­χί­σου­με τά ἐ­ρω­τή­μα­τα, για­τί πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη ἡ δι­κή σας ση­με­ρι­νή βο­ή­θεια πρός ὅ­λους.
Ξε­κι­νά­ει λοι­πόν ἡ δι­α­δι­κα­σί­α - ἡ τε­λι­κή εὐ­θεί­α τῆς Συ­νό­δου. Μᾶς εἴ­πα­τε νω­ρί­τε­ρα, ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή τήν ἔλ­λει­ψη πού θά ὑ­πάρ­χει στή συμ­με­το­χή ὅ­λων τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Καί ταυ­τό­χρο­να θά ὑ­πάρ­χουν ἐ­πι­λεγ­μέ­νοι -δέν ξέ­ρω μέ ποι­όν τρό­πο θά ἀ­πο­φα­σί­σει ἡ κά­θε Ἐκ­κλη­σί­α, ποι­οί θά εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τέ­χουν μέ τόν Προ­κα­θή­με­νο. Αὐ­τοί θά ἔ­χουν λό­γο στή Σύ­νο­δο; Θά ψη­φί­σουν τε­λι­κά αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­ταν θά βρε­θοῦ­νε στή Σύ­νο­δο; Πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α στά θέ­μα­τα, πού θά πρέ­πει νά συ­ζη­τη­θοῦν; Σ’ αὐ­τά τά θέ­μα­τα πού ἔ­χουν, μέ­χρι στιγ­μῆς του­λά­χι­στον, δεῖ τό φῶς τῆς δη­μο­σι­ό­τη­τας;


Κα­θη­γη­τής: Ὅ­πως κι ἐ­σεῖς τό θέ­σα­τε ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά, δέν ἔ­χει ἀ­να­κοι­νω­θεῖ καί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­νη­μέ­ρω­ση σέ κά­ποι­ο Κεί­με­νο ἐ­πί­ση­μο ἀ­πό τήν Ε΄ αὐ­τή Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη, πού ἔ­γι­νε στό Σαμ­πε­ζύ τῆς Γε­νεύ­ης ἀ­πό 10-17/10/2015. Δέν ἔ­χουν δο­θεῖ ἀρ­χές καί κρι­τή­ρια καί προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν ὁ­ποί­ων θά γί­νει αὐ­τή ἡ ἐ­πι­λο­γή, γιά νά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α. Ἡ ψη­φο­φο­ρί­α θά γί­νει πα­ρα­δό­ξως, καί αὐ­τό εἶ­ναι πρω­το­τυ­πί­α στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, μό­νον ἀ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους. Δη­λα­δή, εἴ­μα­στε 15 Ἐκ­κλη­σί­ες; Θά ὑ­πάρ­χουν 15 ψῆ­φοι, οἱ ὁ­ποῖ­ες θά συ­νο­ψί­ζουν τήν θε­τι­κή ἤ ἀρ­νη­τι­κή θέ­ση τῶν 24 Ἐ­πι­σκό­πων τῆς κά­θε Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας – κα­τά πλει­ο­νο­ψη­φί­α, βε­βαί­ως. Καί τό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρο βέ­βαι­α: Για­τί γί­νε­ται ἔ­τσι καί για­τί δέν ἐκ­φρά­ζον­ται ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­πως εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως;
Νο­μί­ζω ὅ­τι, με­τά ἀ­πό ὅ­σα εἶ­πα, μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βει κα­νείς τήν ὑ­πο­τί­μη­ση, πού γί­νε­ται ἐκ μέ­ρους τοῦ ἑ­κά­στο­τε Πρώ­του, ὡς Προ­κα­θη­μέ­νου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τήν ἔκ­φρα­ση τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Θε­ω­ρεῖ­ται δη­λα­δή, ὅ­τι ἡ ψῆ­φος αὐ­τῶν πού μει­ο­ψή­φι­σαν, πού ἦ­ταν λι­γό­τε­ροι δη­λα­δή, δέν με­τρά­ει. Κι αὐ­τό εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά φρι­κα­λέ­ο, για­τί, ὅ­πως γνω­ρί­ζε­τε, ἔ­χω γρά­ψει δύ­ο Ἐ­πι­στο­λές, ὅ­που συμ­πυ­κνω­μέ­να, ἔ­χω μί­α ἀ­πο­τί­μη­ση τῶν κει­μέ­νων. Θά ἐ­πα­νέλ­θου­με ὅ­μως καί σ’ αὐ­τά. Στίς Ἐ­πι­στο­λές ὅ­μως αὐ­τές λέ­ω λοι­πόν, ὅ­τι ἡ ψῆ­φος αὐ­τή τοῦ κά­θε Ἐ­πι­σκό­που ἔ­χει βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σί­α καί δέν μπο­ρεῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά νά ἀ­γνο­η­θεῖ καί νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡ­ςἐ­πι­μέ­ρους θέ­μα τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Σ’ αὐ­τό ὅ­μως θέ­λω νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στή συ­νέ­χεια.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί θά ἐ­πα­νέλ­θου­με σί­γου­ρα. Ἄ­ρα, λοι­πόν, κά­θε Ἐκ­κλη­σί­α μί­α ψῆ­φος, ὅ­σες Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, τό­σες θά εἶ­ναι οἱ ψῆ­φοι.


Κα­θη­γη­τής: Στήν πε­ρί­πτω­ση βέ­βαι­α πού, προ­σέξ­τε, ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ Κα­νο­νι­σμοῦ, μί­α Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει ἀρ­νη­τι­κή ψῆ­φο ὡς πρός ἕ­να θέ­μα πού θά τε­θεῖ, -για­τί θά τί­θεν­ται ξε­χω­ρι­στά τά θέ­μα­τα-, τό­τε αὐ­τό τό θέ­μα δέν θά περ­νά­ει, ἐ­πει­δή πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­μο­φω­νί­α. Καί ἡ δι­κή μου ἡ λο­γι­κή λέ­ει τό ἑ­ξῆς: Για­τί ἡ μί­α ψῆ­φος, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται διά τοῦ Προ­κα­θη­μέ­νου, ὡς ψῆ­φος τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας, ὅ­ταν εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή, ἀ­κυ­ρώ­νει τό θέ­μα, καί δέν τό ἀ­κυ­ρώ­νει ἡ ψῆ­φος ἑ­νός Ἐ­πι­σκό­που; Δη­λα­δή, γιά νά πᾶ­με λί­γο πί­σω στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, ἡ ψῆ­φος τοῦ Μ. Ἀ­θα­να­σί­ου τό­τε, ἄς τό ποῦ­με ἔ­τσι, πού ἐ­ξέ­φρα­ζε τόν Πα­τριά­ρχη του, ἄν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι ἦ­ταν ἡ σω­στή καί ὅ­λες οἱ ἄλ­λες ἦ­ταν λά­θος, δέν θά ἔ­πρε­πε νά λη­φθεῖ ὑ­πό­ψη, δι­ό­τι δέν ἀ­πη­χοῦ­σε τήν πλει­ο­ψη­φί­α; Αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α εἶ­ναι τε­λεί­ως κο­σμι­κή, καί αὐ­τά πού λέ­γω τά ἐν­νο­ῶ, ἐ­πει­δή ἡ ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­πως στόν κό­σμο, ὑ­πό­θε­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας – τί θά ποῦν οἱ πολ­λοί. Αὐ­τό τό λέ­ει ἡ Δη­μο­κρα­τί­α.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, ἡ ἴ­δια ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Γιά ποι­ό λό­γο; Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Ἄ­ρα, ὑ­πο­τί­θε­ται, ὅ­τι οἱ με­τέ­χον­τες Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ» καί ὡς ἔ­χον­τες «νοῦν Χρι­στοῦ» εἶ­ναι σέ θέ­ση, νά δι­α­κρί­νουν τό ὀρ­θό ἀ­πό τό ἐ­σφαλ­μέ­νο. Για­τί, ἔ­τσι εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κά. Γι’ αὐ­τό ἡ Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δος εἶ­πε: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν». Καί τό «ἡ­μῖν», φυ­σι­κά -νά τό προ­σέ­ξου­με καί αὐ­τό- δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ», οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν ἀ­κυ­ρω­θεῖ τώ­ρα, δέν φαί­νον­ται που­θε­νά.
Καί ἀ­να­φέ­ρον­ται κά­ποι­οι ἀ­πό τόν χῶ­ρο αὐ­τόν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­λα­βαν καί ἐ­ξέ­φρα­σαν τό πῶς θά γί­νει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, στόν Ἅ­γιο Ἰ­γνά­τιο τόν Θε­ο­φό­ρο. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος ὁ Θε­ο­φό­ρος ὅ­μως λέ­ει, ὅ­τι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ τούς Πρε­σβυ­τέ­ρους βρί­σκον­ται σέ μιά ἁρ­μο­νί­α -ὅ­πως εἶ­ναι οἱ χορ­δές σέ μιά κι­θά­ρα-, προ­κει­μέ­νου νά ὑ­πάρ­ξει συμ­φω­νί­α. Ἄ­ρα, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ποῦ καί πό­τε ἐκ­φρά­ζε­ται πλή­ρως ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά αὐ­τός ὁ λα­ός;
Προ­σω­πι­κά, ἔ­κα­να ἕ­να γκά­λοπ καί ρώ­τη­σα κά­ποι­ους ἀν­θρώ­πους, καί ὄ­χι τυ­χαί­ους, καί δι­α­πί­στω­σα, ὅ­τι δέν γνω­ρί­ζουν οὔ­τε ποῦ, οὔ­τε πό­τε, οὔ­τε για­τί, οὔ­τε πῶς θά ψη­φί­σουν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, οὔ­τε ποι­ά εἶ­ναι ἡ θε­μα­το­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου. Για­τί ὅ­λα αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἔ­γι­ναν ἐν κρυ­πτῷ καί για­τί γί­νον­ται τό­σο βε­βι­α­σμέ­να; Για­τί δέν γνω­στο­ποι­ή­θη­καν, ὅ­πως γνω­στο­ποι­οῦν­ται ἄλ­λα πράγ­μα­τα; Για­τί δέν δό­θη­κε αὐ­τός ὁ χρό­νος, πρίν ἤ κα­θο­ρι­στεῖ ὁ τρό­πος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά γί­νει; Καί τό πλη­ρο­φο­ροῦν­ται αὐ­τό τό γε­γο­νός, ὅ­πως τό βλέ­που­με, καί Ἐ­πί­σκο­ποι καί ἐ­πί­ση­μοι ἀν­τι­πρό­σω­ποι ἀ­πό κά­ποι­ο κέν­τρο, πού ἀ­πο­φαί­νε­ται τό πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α; Δέν ἦ­ταν δη­λα­δή μιά συλ­λο­γι­κή ἀ­πό­φα­ση τῆς βά­σης; Καί τό πιό ἁ­πλό: Γνω­ρί­ζου­με, ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν ἰ­σό­τι­μο ψῆ­φο. Ἄν ἔ­χουν ἰ­σό­τι­μο ψῆ­φο, δέν μπο­ροῦν νά κλη­θοῦν αὐ­τοί ἐ­ρή­μην τοῦ ὅ­λου προ­βλη­μα­τι­σμοῦ, νά ψη­φί­σουν ἤ νά μήν ψη­φί­σουν. Ἄ­ρα, δέν ἔ­γι­ναν μέ τρό­πο δι­α­φα­νῆ οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες μέ­χρι τώ­ρα.


Ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ἡ Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή


Καί, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζω καί στίς Ἐ­πι­στο­λές μου, δέν εἶ­ναι ἀ­κό­μη πο­λύ ἀρ­γά. Τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἰ­ά­σι­μα. Πῶς; Ἐ­φό­σον τώ­ρα ἐ­νη­με­ρω­θοῦν ὅ­λοι, καί ὅ­ταν λέ­ω ὅ­λοι, ἐν­νο­ῶ τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κλῆ­ρος καί λα­ός ἀ­πό κοι­νοῦ. Δι­ό­τι, ὅ­ταν θά πά­ρουν αὐ­τές τί­ς ἀ­πο­φά­σεις οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι αὐ­τοί Ἐ­πί­σκο­ποι, ἤ ἄν θέ­λε­τε ἡ ἐ­λίτ αὐ­τή πού θά κλη­θεῖ ἐ­κεῖ, νο­μί­ζε­τε ὅ­τι στήν πρά­ξη μπο­ρεῖ νά τίς ἐ­φαρ­μό­σει ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο μέ­σα του τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο; Δέν μπο­ρεῖ νά δε­χθεῖ πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να, πού «πάν­το­τε ὑ­πό πάν­των ἐ­πι­στεύ­θη­σαν» στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Δη­λα­δή, ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ» κι αὐ­τοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι κε­κα­θαρ­μέ­νοι. Καί μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός μο­να­χός, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­σκη­τής, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός πι­στός, καί νά πεῖ, πώς αὐ­τά δέν στοι­χοῦν στήν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἄ­ρα ὁ κά­θε πι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νος τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», ὁ ὁ­ποῖ­ος ­θά βλέ­πει δι­α­χρο­νι­κά τί «ὑ­πό πάν­των ἐ­πι­στεύ­θη», ἀν­τι­στοί­χως, θά δε­χθεῖ τό ὀρ­θό καί θά ἀ­πορ­ρί­ψει τό ἐ­σφαλ­μέ­νο. Καί αὐ­τό δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να μεῖ­ζον θέ­μα, ἕ­να μεῖ­ζον πρό­βλη­μα γιά τήν σκο­πι­μό­τη­τα τοῦ νά συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος καί νά πά­ρει κά­ποι­ες ση­μαν­τι­κές ἀ­πο­φά­σεις. Γιά ποι­ό λό­γο; Φυ­σι­κά γιά τό κα­λό.
Δέν εἶ­ναι ὅ­μως θέ­μα δι­α­κη­ρύ­ξε­ων αὐ­τά. Εἶ­ναι θέ­μα πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡ­μῶν -χω­ρίς ἐ­ξαί­ρε­ση- τῶν βε­βα­πτι­σμέ­νων πι­στῶν ὑ­πάρ­χει. Ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση, ὅ­μως, τῆς Χά­ρι­τος αὐ­τῆς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν τή­ρη­ση τῶν προ­δι­α­γρα­φῶν αὐ­τῆς τῆς Βα­σι­λεί­ας, πού εἶ­ναι οἱ ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Κι αὐ­τό δέν εἶ­ναι προ­νό­μιο κα­νε­νός πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­ποι­ον ἄλ­λο στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Δη­λα­δή, μί­α Σύ­νο­δος θά μι­λή­σει ὄ­χι σέ ὑ­πη­κό­ους, ἀλ­λά σέ ὁ­μό­τι­μα μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Προ­σέξ­τε, μή θε­ω­ρη­θεῖ αὐ­τό προ­τε­σταν­τι­κῷ τῷ τρό­πῳ. Δέν κα­ταρ­γοῦ­με τήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δέν ἀμ­φι­σβη­τοῦ­με, ὅ­τι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι θά πά­ρουν τίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές, δι­ό­τι αὐ­τοί εἶ­ναι ἐν­τε­ταλ­μέ­νοι ἐκ­φρα­στές της. Ἀλ­λά, εἶ­ναι ἐκ­φρα­στές της στήν πρά­ξη, ὅ­ταν ζοῦν αὐ­τή τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν προ­σφέ­ρουν στήν ση­με­ρι­νή συγ­κυ­ρί­α μέ τά συγ­κε­κρι­μέ­να προ­βλή­μα­τα. Ὅ­ταν δι­α­βά­σει ὅ­μως κα­νείς τήν θε­μα­το­λο­γί­α, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με, βλέ­πει ἐ­ξ ἀν­τι­κει­μέ­νου τί κεῖ­ται. Δη­λα­δή, ὅ­τι αὐ­τοί ὄ­χι μό­νο ἐκ­φρα­στές τῆς Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν εἶ­ναι σέ κά­ποι­α ση­μεῖ­α, ἀλ­λά εἶ­ναι ἐκ­φρα­στές τοῦ ἀλ­λο­τρί­ου πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο θά ἔ­πρε­πε νά κα­τα­δι­κά­ζε­ται μέ τόν πλέ­ον σα­φῆ τρό­πο. Καί ὄ­χι νά γί­νε­ται εἰ­σή­γη­σις ὑ­πέρ αὐ­τοῦ. Θά γί­νω πιό συγ­κε­κρι­μέ­νος, ὅ­ταν τά ἐ­ρω­τή­μα­τα θά ὁ­δη­γή­σου­νε σ’ αὐ­τό τό θέ­μα.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σᾶς ἀ­κοῦ­με, κ. Κα­θη­γη­τά, τό­ση ὥ­ρα νά μᾶς μι­λᾶ­τε, καί ἡ σκέ­ψη μας, θέ­λον­τας καί μή, πά­ει ὄ­χι στούς Κα­νό­νες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά στούς κα­νό­νες τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Ἕ­νω­σης. Πῶς παίρ­νον­ται δη­λα­δή οἱ ἀ­πο­φά­σεις, πῶς συ­νε­δριά­ζει τό Συμ­βού­λιο τῶν Ὑ­πουρ­γῶν ἤ τῶν ἡ­γε­τῶν μέ τήν εἰ­δι­κή πλει­ο­ψη­φί­α ἤ τήν ὁ­μο­φω­νί­α -για­τί νο­μί­ζω, ὅ­τι τε­λι­κά αὐ­τό ἀν­τέ­γρα­ψαν στήν οὐ­σί­α. Για­τί ἀν­τί νά πᾶ­με πί­σω καί νά δοῦ­με τί ἔ­κα­ναν οἱ Σύ­νο­δοι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, πή­γα­με ἕ­να βῆ­μα πιό μπρο­στά. Καί θαρ­ρῶ, πώς ξε­πε­ρά­σα­με καί τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό -πά­νω στό θέ­μα τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας πού εἴ­πα­τε.
Καί ἀ­πό τή­ν ἄλ­λη, μᾶς εἴ­πα­τε μό­λις τώ­ρα, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς, ὅ­τι ὅ­λοι μας λά­βα­με ἐ­ξί­σου τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού βα­πτι­στή­κα­με καί ὅ­τι ὅ­λοι εἴ­μα­στε φο­ρεῖς αὐ­τοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε ἐκ­φρα­στές του. Αὐ­τό μοιά­ζει νά ἀ­γνο­εῖ­ται δυ­στυ­χῶς, τρα­γι­κά, ἀ­πό τούς Ἐ­πι­σκό­πους σή­με­ρα. Καί μά­λι­στα βλέ­που­με στίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές, ἔ­τσι πώς δη­μο­σι­εύ­τη­καν, νά ὑ­πάρ­χει καί μί­α δή­λω­ση-το­πο­θέ­τη­ση, ὅ­τι, προ­σέξ­τε, για­τί αὐ­τό πού θά πά­ρει ὡς ἀ­πό­φα­ση ἡ Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν θά χω­ρᾶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό κα­νέ­ναν.


Κα­θη­γη­τής: Ναί. Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό ἔ­χω ἀ­παν­τή­σει ἤ­δη σέ Ἐ­πί­στο­λή μου, λέ­γον­τας ὅ­τι τό πρᾶγ­μα αὐ­τό δέν πι­στο­ποι­εῖ­ται οὔ­τε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής. Καί δέν εἶ­ναι ἡ μό­νη πε­ρί­πτω­ση· εἶ­ναι καί ὁ Ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐ­κεῖ, πώς ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α καί ἁ­γί­α­σε σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν τήν ἐ­ξέ­θε­σαν. Ἄ­ρα, ὅ­πως εἶ­πα καί προ­η­γου­μέ­νως, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά εἶ­ναι θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί μιά ἄλ­λη πα­ρά­με­τρος αὐ­τῆς τῆς ἀ­πει­λῆς, τῆς ἔμ­με­σης ἀ­πει­λῆς, πού εἴ­πα­τε προ­η­γου­μέ­νως καί ὑ­πάρ­χει πράγ­μα­τι στό κεί­με­νο, δέν λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη τό γε­γο­νός, ὅ­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α -καί ὅ­ταν λέ­ω Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­νο­ῶ πάν­τα τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α- τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ πά­πας ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως ἐ­κεῖ, οὔ­τε φυ­σι­κά ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ὅ­μως, τό θέ­μα δέν εἶ­ναι αὐ­τό. Τό θέ­μα εἶ­ναι τί λέ­γει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, ὅ­ταν συ­νέρ­χε­ται. Καί ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α μᾶς πα­ρα­πέμ­πει καί σέ Λη­στρι­κές Συ­νό­δους. Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­στω καί μέ τόν ἐ­πι­λε­κτι­κό αὐ­τό τρό­πο. Θά σᾶς ἔ­λε­γα, ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να αὐ­τά εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».


Με­θο­δο­λο­γί­α


Προ­κει­μέ­νου νά μι­λή­σου­με γιά τήν «νο­μι­μό­τη­τα» τοῦ κύ­ρους αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, θά ποῦ­με λί­γα πράγ­μα­τα γιά τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε νά δοῦ­με πῶς λει­τούρ­γη­σαν οἱ Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι. Ὅ­σα βλέ­που­με στή με­θο­δο­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου, μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν σί­γου­ρα στόν πα­πι­σμό. Τό ζη­τού­με­νο εἶ­ναι, ἄν ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται, ἔ­χουν τήν ἀ­να­φο­ρά τους σέ ὅ­σα δι­α­χρο­νι­κά ὑ­πε­στη­ρί­χθη­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ὀ­φεί­λουν ἀ­πό πλευ­ρᾶς με­θο­δο­λο­γί­ας, γιά νά τό πῶ τώ­ρα, πρῶ­τα νά ἀ­να­φερ­θοῦν σ’ αὐ­τή τήν Ἀ­λή­θεια δι­α­χρο­νι­κά, καί με­τά νά ποῦν αὐ­τό, πού θά ποῦν. Καί ὄ­χι νά θέ­τουν αὐ­θαί­ρε­τα ἕ­να θέ­μα, ὡς νά προ­έ­κυ­ψε διά παρ­θε­νο­γεν­νή­σε­ως γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν, γιά τό ὁ­ποῖ­ο μά­λι­στα νά εἶ­ναι κε­κλημ­μέ­νοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὡς νῦν Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά ἀ­πο­φαν­θοῦν ἐ­π’ αὐ­τοῦ. Τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Θά γί­νω ὅ­μως πιό σα­φής στή συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω πώς τώ­ρα εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, κ. Κα­θη­γη­τά, νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με λί­γο στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θοῦν, ἤ μᾶλ­λον –γιά νά τό ποῦ­με πιό σω­στά- στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά ψη­φι­στοῦν, για­τί μᾶς λέ­νε, ὅ­τι τά θέ­μα­τα αὐ­τά τά ἔ­χουν προ­συ­ζη­τή­σει τίς προ­η­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες, ἔ­χουν κα­τα­στα­λά­ξει σέ κεί­με­να, πού εἶ­ναι κοι­νῶς ἀ­πο­δε­κτά. Ἄ­ρα, ἀ­πο­μέ­νει νά τά ψη­φί­σουν.


Κα­θη­γη­τής: Ναί. Κα­ταρ­χήν νά ποῦ­με, ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι. Δι­ό­τι αὐ­τοί πού τά προ­α­πε­φά­σι­σαν, εἶ­ναι οἱ «δι­ο­ρι­σμέ­νοι» ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Καί λέ­ω «δι­ο­ρι­σμέ­νοι», μέ τήν ἑ­ξῆς νο­η­μα­το­δό­τη­ση: ὅ­τι δέν λει­τούρ­γη­σαν κα­τά συ­νο­δι­κό τρό­πο, ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Δη­λα­δή νά συ­νέλ­θουν οἱ κα­τά Τό­πους Ἱ­ε­ραρ­χί­ες, νά ἀ­πο­φα­σί­σουν καί νά ἐγ­χει­ρί­σουν στόν ἀν­τι­πρό­σω­πό τους τήν ἀ­πό­φα­ση τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­π’ αὐ­τοῦ, γιά νά τήν δι­α­κο­μί­σει στήν Προ­συ­νο­δι­κή Δι­ά­σκε­ψη, πού γί­νε­ται ἡ συ­ζή­τη­ση καί με­τά νά φέ­ρει πί­σω τήν ὅ­ποι­α συ­νο­λι­κή ἀ­πό­φα­ση, γιά νά τήν ἀ­πο­τι­μή­σει καί πά­λι ἡ Το­πι­κή Ἱ­ε­ραρ­χί­α, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­κο­μι­στεῖ στή συ­νέ­χεια στό συν­το­νι­στι­κό κέν­τρο, πού εἶ­ναι τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.
Μί­λη­σα γιά «δι­ο­ρι­σμέ­νους» Ἐ­πι­σκό­πους. Θά μοῦ πεῖ­τε, ἐ­κλεγ­μέ­νοι δέν εἶ­ναι ἀ­πό τήν Σύ­νο­δο; Ναί, ἐ­κλεγ­μέ­νοι, ἀλ­λά δέν λει­τουρ­γοῦν μέ­σα στό συ­νο­δι­κό πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Πῆ­γαν δη­λα­δή στήν Ε’ Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Συν­δι­ά­σκε­ψη ἀ­πό 10-17 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ ΄15 στό Σαμ­πε­ζύ τῆς Γε­νεύ­ης, μα­ζί μέ τούς Προ­κα­θη­μέ­νους, καί ὅ­λοι μα­ζί, τρό­πον τι­νά, νο­μι­μο­ποί­η­σαν αὐ­τό, πού εἶ­παν οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποί τους, χω­ρίς ὅ­μως νά ἔ­χουν ἐ­ξου­σι­ο­δό­τη­ση οἱ ἴ­διοι ἀ­πό τίς Ἱ­ε­ραρ­χί­ες τους. Αὐ­τή ἡ μέ­θο­δος θυ­μί­ζει Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό καί θά ἔ­λε­γα καί γε­νι­κώ­τε­ρα, τώ­ρα, ἀ­φο­ρι­στι­κά, ὅ­τι ἡ ὅ­λη δι­ορ­γά­νω­ση ἀ­κο­λού­θη­σε τήν πρα­κτι­κή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου. Ἄλ­λω­στε, δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός, ὅ­τι καί ὁ ση­με­ρι­νός πά­πας ἐκ­φρά­στη­κε μέ τά κα­λύ­τε­ρα λό­για καί ἔ­χει τίς κα­λύ­τε­ρες προσ­δο­κί­ες ἀ­πό τήν μέλ­λου­σα αὐ­τή Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Καί ὅ­ταν ἀ­κού­ει κα­λά λό­για ἀ­πό τόν πά­πα ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πρέ­πει τό λι­γό­τε­ρο νά προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιά τήν σκο­πι­μό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν λό­γων του. Νά ὑ­πάρ­χει του­λά­χι­στον ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους μιά ἐ­πι­φύ­λα­ξη, ὅ­τι μᾶλ­λον δέν πά­ει κα­λά ἡ ὑ­πό­θε­ση αὐ­τή. Για­τί ἄν πά­ει κα­λά καί ὅ­πο­τε πά­ει κα­λά κά­τι ὀρ­θό­δο­ξο, κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἐ­παί­νους εἶ­χε στό πα­ρελ­θόν, καί τό εἴ­δα­με αὐ­τό στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν Φλω­ρεν­τί­α. Μέ ρω­τή­σα­τε ὅ­μως, ποι­ά εἶ­ναι τά θέ­μα­τα, πού ἐ­πι­σή­μως ὁ­ρί­στη­καν ἀ­πό τήν Ε’ Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί νά μᾶς πεῖ­τε κι­ό­λας, κ. Κα­θη­γη­τά, ἄν θά εἶ­ναι μό­νο αὐ­τά τά θέ­μα­τα ἤ ὥ­σπου νά γί­νει ἡ Σύ­νο­δος, θά μποῦν καί ἄλ­λα.


Κα­θη­γη­τής: Ἐ­πι­σή­μως, ὑ­πῆρ­ξε αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α τῆς ἡ­με­ρη­σί­ας δι­α­τά­ξε­ως. Ἀλ­λά, σ’ ἕ­να ζων­τα­νό σῶ­μα ὑ­πο­τί­θε­ται, ὅ­τι μπο­ρεῖ νά προ­κύ­ψει κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο νά εἶ­ναι σο­βα­ρό­τα­το ὡς θέ­μα. Π.χ. νά τε­θεῖ κα­τ’ ἀρ­χήν κά­τι πο­λύ λο­γι­κό καί, ἐ­φ’ ὅ­σον γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν πλει­ο­ψη­φί­α, μπο­ρεῖ νά συ­ζη­τη­θεῖ. Τό νά ἀ­πο­κλεί­ον­ται ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ὅ­μως σ’ ἕ­να ζων­τα­νό σῶ­μα αὐ­τές οἱ δυ­να­τό­τη­τες, νο­μί­ζω, ὅ­τι δέν θυ­μί­ζει ὀρ­θό­δο­ξη ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Τό πα­ρα­κάμ­πτου­με ὅ­μως αὐ­τό τό θέ­μα καί ἐρ­χό­μα­στε στήν θε­μα­το­λο­γί­α. Αὐ­τά πού δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­καν ὡς θέ­μα­τα, συ­ζη­τοῦν­ταν συ­στη­μα­τι­κῶς ἐ­δῶ καί πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια, ἀ­πό τό ’61 καί ἑ­ξῆς. Ὑ­πῆρ­χαν αὐ­τές οἱ προ­συ­νο­δι­κές κ.λπ., καί ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν­ταν αὐ­τά τά θέ­μα­τα καί ὄ­χι μό­νο. Ὑ­πῆρ­χαν καί ἄλ­λα θέ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἦρ­θαν σ’ αὐ­τόν τόν κα­τά­λο­γο, ἐ­πει­δή ἀ­πορ­ρί­φθη­καν ἀ­πό τίς Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες. Ὅ­μως κά­τω ἀ­πό ποι­ούς ὅ­ρους; Πῶς τέ­θη­καν; Πῶς ἔ­φθα­σαν νά γί­νουν ἀ­πο­δε­κτά τε­λι­κῶς τά θέ­μα­τα, πού γνω­ρί­ζου­με; Δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά τά Πρα­κτι­κά τῶν συ­ζη­τή­σε­ων αὐ­τῶν. Χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν ἀ­πόρ­ρη­τα. Μοῦ θυ­μί­ζει καί αὐ­τό κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο μό­νον ὀρ­θό­δο­ξο δέν εἶ­ναι. Δέν θέ­λω νά τό σχο­λιά­σω αὐ­τό. Δεί­χνου­νε πάν­τως, ὅ­τι δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­νε τήν δι­α­φά­νεια καί τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό, ἁ­πλῶς, γιά νά μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει. Τή στιγ­μή αὐ­τήν, δέν θέ­λω νά γί­νω ἐ­γώ ἕ­νας ἀ­ξι­ο­λο­γη­τής καί νά μεμ­φθῶ πρό­σω­πα καί πράγ­μα­τα, ἀλ­λά ἡ αὐ­το­γνω­σί­α δέν θά μᾶς κά­νει κα­κό. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὅ­ταν δέν ἀ­κο­λου­θεῖ­ται αὐ­τή ἡ δι­α­φά­νεια, γεν­νῶν­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί ἀ­κο­λου­θεῖ­ται αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α, ὅ­ταν μά­λι­στα εἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι ἐ­φαρ­μό­ζε­ται στήν πρά­ξη ἀ­πό κο­σμι­κούς φο­ρεῖς ἤ ἀ­πό θρη­σκευ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός, ἀλ­λά μέ κο­σμι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό;


Θέ­μα­τα τῆς Συ­νό­δου


Τό πρῶ­το ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά εἶ­ναι «τό Αὐ­τό­νο­μο καί ὁ τρό­πος ἀ­να­κη­ρύ­ξε­ώς του».
Ἕ­να ἄλ­λο εἶ­ναι «τό Ζή­τη­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Δι­α­σπο­ρᾶς».
Ἕ­να τρί­το θέ­μα εἶ­ναι οἱ «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Καί αὐ­τό εἶ­χε ἄλ­λες πε­ρί­ερ­γες δι­α­τυ­πώ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­δει­χναν τόν πραγ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του καί γιά λό­γους εὐ­νο­ή­τους, δη­λα­δή γιά νά μή προ­κα­λοῦν του­λά­χι­στον οἱ δι­α­τυ­πώ­σεις ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἦρ­θε τε­λι­κά σέ αὐ­τή τήν μορ­φή, ἐ­νῶ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο, ὅ­πως θά δοῦ­με στήν συ­νέ­χεια, ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό ξέ­νο, τό ἀλ­λό­τριο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας μας.
Ἕ­να τέ­ταρ­το θέ­μα εἶ­ναι «ἡ Ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συγ­χρό­νῳ κό­σμῳ». Εἶ­ναι ἕ­να κοι­νω­νι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, θά λέ­γα­με, θέ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Τό θέ­μα τῆς Νη­στεί­ας


Ἕ­να πέμ­πτο θέ­μα εἶ­ναι «ἡ Σπου­δαι­ό­της τῆς νη­στεί­ας καί ἡ τή­ρη­σις αὐ­τῆς σή­με­ρον», ἕ­να πε­ρί­ερ­γο θέ­μα, θά ἔ­λε­γα. Για­τί, ποι­ός ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς νη­στεί­ας καί τήν τή­ρη­σή της σή­με­ρα; Μό­νον κά­ποι­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι μᾶλ­λον δέν ἔ­χουν τό φρό­νη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀλ­λά ἔ­χω τήν προ­σω­πι­κή ἄ­πο­ψη, ὅ­τι αὐ­τά εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­τα πράγ­μα­τα καί δέν θά ἔ­πρε­πε νά πά­ρου­με ἀ­πο­φά­σεις γιά τά αὐ­το­νό­η­τα. Ὅ­μως, ἴ­σως δέν εἶ­ναι τό­σο αὐ­το­νό­η­το. Καί φαί­νε­ται αὐ­τό πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­ταν γνω­ρί­ζει κα­νείς, πῶς φτά­σα­με σέ αὐ­τό τό θέ­μα, σέ κά­ποι­ες ἄλ­λες δι­α­τυ­πώ­σεις, σέ κά­ποι­ες ἄλ­λες προ­τά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες τε­λι­κά ἀ­περ­ρί­φθη­σαν, γιά νά λε­χθεῖ τε­λι­κῶς, σχε­δόν τό αὐ­το­νό­η­το.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, ὅ­τι στό συγ­κε­κρι­μέ­νο θέ­μα ἡ ἀρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­ση ἦ­ταν ἡ ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση τῆς νη­στεί­ας καί ἔ­φτα­σε στα­δια­κά νά γί­νει ἡ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς νη­στεί­ας.


Κα­θη­γη­τής: Ἔ­τσι. Χαί­ρο­μαι τε­λι­κά πού τό λέ­τε ἐ­σεῖς, για­τί κά­ποι­α πράγ­μα­τα δέν θέ­λω νά τά πῶ, ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὅ­μως δη­μι­ουρ­γοῦν­ται εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα. Μά, τί θά μᾶς πεῖ­ ἡ Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος; Ὅ­τι ἡ νη­στεί­α ἦ­ταν ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο ἀ­κό­μη, ὅ­τι ἡ νη­στεί­α κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἀ­πό τόν Χρι­στό ἤ ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Κα­νό­νες μι­λοῦν γι’ αὐ­τό; Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή σή­με­ρα εἶ­ναι γνω­στή. Ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἔ­χου­με τόν οἰ­κο­νό­μο, τόν πνευ­μα­τι­κό μας ὁ­δη­γό, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά πε­ρί­πτω­ση, ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά, μέ τήν δι­ά­κρι­ση τῶν πνευ­μά­των πού ἔ­χει, θά μᾶς πεῖ τό σω­στό. Τό ἄλ­λο κεῖ­ται ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς. Ἐ­ξ ἀν­τι­κει­μέ­νου ἰ­σχύ­ει γιά ὅ­λους… Ναί, γεν­νῶν­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα ἐ­δῶ. Ἔ­τσι, γιά νά ἔ­χου­με θέ­μα­τα ἤ θέ­λου­με νά πε­ρά­σου­με κά­τι ἄλ­λο τήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή; Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα μό­νο κο­σμι­κά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρή­σει κα­νείς, ὅ­τι θά εἶ­ναι ἐ­πι­τυ­χί­α, ἄν λε­χθεῖ δη­λα­δή κά­τι σέ μιά κα­τεύ­θυν­ση νε­ω­τε­ρι­στι­κή. Θά πέ­σει, τό­τε, ἀ­πό μό­νο του. Καί τό χει­ρό­τε­ρο, φο­βοῦ­μαι, μή­πως ἐ­ξευ­τε­λι­στεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας μέ μί­α λη­στρι­κή Σύ­νο­δο. Μέ μί­α Σύ­νο­δο δη­λα­δή, πού νά μήν ἐκ­φρά­ζει τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, δι­α­χρο­νι­κά, τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας.


Τό θέ­μα τοῦ Γά­μου


Καί νά τε­λει­ώ­σω μέ ἕ­να ἕ­κτο θέ­μα, πού εἶ­ναι τά κω­λύ­μα­τα τοῦ γά­μου...


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Τοῦ γά­μου τῶν ἱ­ε­ρέ­ων ἤ τοῦ γά­μου γε­νι­κά;


Κα­θη­γη­τής: Ὄ­χι, τοῦ γά­μου γε­νι­κά, πού συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει βέ­βαι­α καί τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καί τῶν μο­να­χῶν. Καί ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει μιά ὁ­λό­κλη­ρη φι­λο­λο­γί­α, πρίν κα­τα­λή­ξου­με ἐ­δῶ. Ἀλ­λά καί πά­λι στήν Ἐ­πι­στο­λή μου κά­νω μί­α κρι­τι­κή γιά κά­ποι­α εἰ­σή­γη­ση, πού ἐ­πι­τρέ­πει, δη­λα­δή κά­νει μιά πρό­τα­ση, νά ἐ­πι­τρέ­πε­ται ὁ μι­κτός γά­μος, ἐ­νό­σω, νω­ρί­τε­ρα τί­θε­ται ὁ Κα­νό­νας, σύμ­φω­να μέ τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι τε­λεί­ως ξε­κά­θα­ρο, ὅ­τι δέν ἱ­ε­ρο­λο­γεῖ­ται ὁ μι­κτός γά­μος. Δη­λα­δή, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει γά­μος ὀρ­θο­δό­ξου μέ ἑ­τε­ρό­δο­ξο. Καί λέ­ει ἐ­κεῖ κά­ποι­ο «ἀλ­λά», τό ὁ­ποῖ­ο «ἀλ­λά» εἶ­ναι καί προ­σβλη­τι­κό ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῶς, δι­ό­τι ἄν ὁ Κα­νό­νας εἶ­ναι αὐ­τός, τί «ἀλ­λά»; Σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις λέ­ει ἡ πρό­τα­ση, ὅ­ταν δη­λώ­σει ὁ ἑ­τε­ρό­δο­ξος ὅ­τι τά παι­διά του θά βα­πτι­στοῦν καί τά λοι­πά, τό­τε μπο­ρεῖ νά ἱ­ε­ρο­λο­γη­θεῖ αὐ­τός ὁ γά­μος. Κι ἐ­γώ ρω­τῶ, ἔ­τσι, ρη­το­ρι­κά: κι ἄν αὐ­τός ὁ ἑ­τε­ρό­δο­ξος δέν θέ­λει νά κά­νει παι­διά, ἔ­χει νο­μι­μο­ποι­η­θεῖ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά τό μυ­στή­ριο; Ἔ­χει γί­νει δη­λα­δή μυ­στή­ριο εἰς Χρι­στόν καί εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν; Ἑ­νός ἑ­τε­ρο­δό­ξου; Ἐ­άν δέν κά­νει παι­διά, πα­ρ’ ὅ­τι θέ­λει νά κά­νει, πά­λι, ἐ­νῶ πα­ρα­μέ­νει τό πρό­βλη­μα, αὐ­τός θά ἔ­χει ὡς κοι­νό πα­ρα­νο­μα­στή τήν νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ γά­μου του; Καί αὐ­τό μπο­ρεῖ νά τό λέ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Αὐ­τό εἶ­ναι τρίκ. Κι αὐ­τά νο­μί­ζω, ὅ­τι μπο­ροῦν νά τά εἰ­ση­γοῦν­ται δι­κη­γό­ροι. Ὄ­χι ὅ­μως ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τήν στιγ­μή κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὡς προ­με­τω­πί­δα τί­θε­ται ὁ Κα­νό­νας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί μά­λι­στα Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
Ἀλ­λά τό πρό­βλη­μα βρί­σκε­ται καί στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ Κει­μέ­νου. Δέν εἶ­ναι ἔ­τσι, ἐ­πει­δή τό λέ­ει ἁ­πλῶς ἡ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, ὅ­τι δη­λα­δή δέν εἶ­ναι νο­η­τό, ἀλ­λά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με καί θε­ο­λο­γι­κά καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά. Ἀ­φοῦ ὁ γά­μος εἶ­ναι εἰς Χρι­στόν καί εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν, γεν­νᾶ­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: πῶς θά γί­νει αὐ­τή ἡ ἀ­να­φο­ρά στόν Χρι­στό καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τός εἶ­ναι ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς ἑ­τε­ρό­δο­ξος; Πῶς μπο­ρεῖ νά εἰ­σέρ­χε­ται δι’ ἄλ­λης ὁ­δοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί νά γί­νε­ται τό μυ­στή­ριο; Μυ­στή­ρια ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας δέν γί­νον­ται. Ἐν­τός Ἐκ­κλη­σί­ας γί­νον­ται γιά τούς πι­στούς. Δέν γί­νον­ται γιά τούς μή πι­στούς. Δη­λα­δή, ἄν τέ­τοι­α πράγ­μα­τα πε­ρά­σουν, σᾶς λέ­γω, ὅ­τι αὐ­τά τά πράγ­μα­τα δέν μπο­ροῦν νά ἰ­σχύ­σουν στήν πρά­ξη.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Φο­βοῦ­μαι, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι αὐ­τή ἡ δι­α­τύ­πω­ση γί­νε­ται -καί μα­κά­ρι ἐ­γώ νά μήν κα­τα­λα­βαί­νω σω­στά- γιά νά ἀ­μνη­στεύ­σει τήν πρα­κτι­κή, πού εἴ­χα­με μέ­χρι τώ­ρα στόν Δυ­τι­κό Ὀρ­θό­δο­ξο χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο.


Κα­θη­γη­τής: Ἔ­τσι. Πο­λύ εὔ­στο­χα τό εἴ­πα­τε αὐ­τό. Δη­λα­δή, αὐ­τή τή στιγ­μή με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν γί­νον­ται κά­ποι­α κα­κῶς, ὡς ἔ­κτρο­πα καί γί­νον­ται ἀ­νε­κτά σέ κά­ποι­ο βαθ­μό. Αὐ­τό πράγ­μα­τι συμ­βαί­νει. Δέν μπο­ροῦ­με νά τό ἀρ­νη­θοῦ­με. Ἀλ­λά εἶ­ναι φο­βε­ρό, νά νο­μι­μο­ποι­εῖς αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι σω­στό. Εἶ­ναι σάν νά λέ­με, ὅ­τι σ’ ἕ­να γά­μο χρι­στι­α­νι­κό ὑ­πάρ­χει καί μιά παλ­λα­κί­δα, ὑ­πάρ­χει δη­λα­δή μί­α μοι­χεί­α. Δέν ὑ­πάρ­χουν χρι­στι­α­νι­κοί γά­μοι, πού τούς συμ­βαί­νει αὐ­τό; Ναί, συμ­βαί­νει, ἀλ­λά κα­τά πα­ρέκ­κλι­ση, καί οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­κυ­ρώ­νει τό γά­μο μιά τέ­τοι­α πρά­ξη. Νά ἔρ­θου­με, τώ­ρα, νά ποῦ­με ἐ­μεῖς, ὅ­τι ἐ­πει­δή ἡ ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι ἔ­τσι κι ἔ­τσι, θά νο­μι­μο­ποι­ή­σου­με αὐ­τό γιά με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις; Ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις πού ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά πα­ρα­βι­ά­ζε­ται ἡ ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ «οὐ μοι­χεύ­σεις» καί «πᾶς ὁ βλέ­πων... ἤ­δη ἐ­μοί­χευ­σε»;
Ἔ­τσι, μέ αὐ­τή τή λο­γι­κή, φτά­σα­με καί στό θέ­μα τῶν ὁ­μο­φυ­λο­φί­λων. Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ὅ­τι συ­ζη­τή­θη­κε κι αὐ­τό τό θέ­μα. Για­τί εἶ­ναι τε­λεί­ως ξε­κά­θα­ρο τό γε­γο­νός, ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι πα­ρά τήν φύ­ση. Ὁ Θε­ός δέν δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ­μο­φυ­λό­φι­λους. Δέν δη­μι­ούρ­γη­σε τρί­το φύ­λο, κα­τά τό κοι­νῶς λε­γό­με­νο. Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν ἔ­χει καμ­μί­α νο­μι­μο­ποί­η­ση θε­σμι­κή αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Ἄλ­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ συμ­πά­θεια, ἡ βο­ή­θεια τήν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νά πα­ρά­σχει κα­νείς πνευ­μα­τι­κῶς, νά τούς δεῖ ὡς ἀ­σθε­νεῖς, καί στόν γά­μο δη­λα­δή καί σέ ἄλ­λα τέ­τοι­α θέ­μα­τα. Ἀλ­λά αὐ­τό ἤ­δη γί­νε­ται μέ­σω τῶν Κα­νό­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή ἡ θε­ρα­πευ­τι­κή πρό­σβα­ση στόν πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­σθε­νῆ. Σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση ὅ­μως νά μή νο­μι­μο­ποι­οῦ­με τήν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἀ­σθέ­νειας αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει βι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά πνευ­μα­τι­κό. Δη­λα­δή, εἶ­ναι δυ­να­τό νά φέ­ρου­με τό πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας νά συ­ζευ­χθεῖ μέ τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο; Εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­δύ­να­το αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Ποι­ά σχέ­ση «Χρι­στοῦ πρός Βε­λί­αρ»; Ποι­ά σχέ­ση «φω­τός πρός σκό­τος;» Μά, γι’ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τό φῶς τοῦ κό­σμου, τό ἁ­λά­τι τῆς γῆς... Καί φυ­σι­κά, ὅ­πως λέ­ει εὔ­στο­χα ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, τό ἁ­λά­τι δέν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιά τά σά­πια, γιά τίς σά­πι­ες τρο­φές, ἀλ­λά γιά τίς ὑ­γι­εῖς. Ὁ νο­ῶν νο­εί­τω.


«Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α»


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, ἐν­δέ­χε­ται σ’ αὐ­τήν τήν το­πο­θέ­τη­ση γιά τά κω­λύμ­μα­τα τοῦ γά­μου καί γιά τό πῶς μπο­ροῦν νά γί­νον­ται μι­κτοί γά­μοι, νά ἔ­χου­με ἐμ­μέ­σως ἀλ­λά σα­φῶς τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς «Βα­πτι­σμα­τι­κῆς» πλέ­ον πε­ρί­φη­μης «Θε­ο­λο­γί­ας»; Ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν minimum πλή­ρω­ση τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων, ὅ­τι ἔ­χου­νε βα­πτι­στεῖ ἀ­κό­μα καί οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι;


Κα­θη­γη­τής: Κοι­τᾶξ­τε, ἐ­πει­δή μι­λή­σα­τε γιά minimum, θά σᾶς πῶ ὅ­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α, κυ­ρί­ως στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, τό minimum εἶ­ναι πο­λύ. Δέν εἶ­ναι ὅ­πως εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πό αὐ­τήν. Δη­λα­δή μέ τό νά πεῖς στόν ἄλ­λον, ὅ­τι εἶ­ναι βα­πτι­σμέ­νος, ἔ­χεις πεῖ τό μέ­γι­στο πρᾶγ­μα, δη­λα­δή ὅ­τι αὐ­τός ἔ­χει τήν ὑ­ψί­στη τι­μή νά εἶ­ναι μέ­λος τοῦ μυ­στη­ρια­κοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Δη­λα­δή ἔ­χει μυ­στή­ριο, για­τί μό­νο διά τοῦ μυ­στη­ρί­ου μπο­ρεῖς νά ἐν­τα­χθεῖς ἐ­κεῖ. Ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα ὅ­λα εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­τα. Με­τά, πῶς τόν ἀ­πο­κλεί­εις αὐ­τόν ἀ­πό τήν με­το­χή τοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος; Τό βλέ­που­με στό μυ­στή­ριο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, πῶς τά ἔ­χου­με ἐ­μεῖς στήν Πα­ρά­δο­σή μας συγ­κεν­τρω­μέ­να. Βα­πτί­ζε­σαι, μυ­ρώ­νε­σαι, παίρ­νεις τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί κοι­νω­νεῖς. Ἔ­λη­ξε τό θέ­μα τῆς ζω­ῆς. Ἔ­χεις τήν πλη­ρό­τη­τα τοῦ πράγ­μα­τος. Ἐ­πι­λε­κτι­κά δέν γί­νε­ται στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, νά εἶ­ναι κα­νείς καί νά μήν εἶ­ναι.
Τά ὅ­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πο­λύ σα­φῆ καί συμ­πί­πτουν τά κα­νο­νι­κά της ὅ­ρια μέ τά χα­ρι­σμα­τι­κά της ὅ­ρια. Δέν μπο­ρεῖ νά ἔ­χει κα­νείς λί­γο Πνεῦ­μα Ἅ­γιο. Πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν κά­νω δι­α­λέ­ξεις, μέ ρω­τοῦν αὐ­τό: Οἱ Δυ­τι­κοί δέν ἔ­χουν λί­γη Χά­ρη; Καί ἀ­παν­τῶ ἐ­γώ, ὅ­τι λί­γη Χά­ρη ἔ­χου­με ἐ­μεῖς, οἱ πι­στοί, κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ. Τό πλή­ρω­μα τῆς Θε­ό­τη­τος σω­μα­τι­κῶς ὑ­πάρ­χει μό­νο στό Χρι­στό. Ἐ­μεῖς «ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος Αὐ­τοῦ ἐ­λά­βο­μεν...». Αὐ­τό τό λί­γο τῆς Χά­ρι­τος εἶ­ναι τό λί­γο φῶς, πού παίρ­νου­με ἀ­πό τό Χρι­στό, τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως εἶ­ναι ἄ­κτι­στο φῶς. Τό ὅ­τι τώ­ρα λέ­γω, ὅ­τι δέν ἔ­χουν τήν Χά­ρη, καί τό λέ­γω ὡς δογ­μα­το­λό­γος με­τά βε­βαι­ό­τη­τος, τό λέ­ω, ἐ­κτός τῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των μου, καί ἐ­πί πρα­κτι­κοῦ πε­δί­ου. Οἱ ἴ­διοι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι δη­λα­δή βε­βαι­ώ­νουν, ὅ­τι ἡ Χά­ρη αὐ­τή, λί­γη ἤ πολ­λή, δέν μέ ἀ­πα­σχο­λεῖ, εἶ­ναι κτι­στή. Οἱ Δυ­τι­κοί λέ­νε ἀ­λή­θεια σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση, γιά τό τί εἶ­ναι αὐ­τό πού ἔ­χουν, δη­λα­δή ὅ­τι εἶ­ναι κτι­στό. Καί τό λέ­νε αὐ­τό ὄ­χι ὡς ἔ­τυ­χε, ἀλ­λά δογ­μα­τι­κά δι­α­τυ­πω­μέ­νο· πού ση­μαί­νει σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ὅ­τι δέν ἔ­χουν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­κτί­στου Χά­ρι­τος, δη­λα­δή δέν ἔ­χουν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου. Για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πού μᾶς κά­νει κοι­νω­νούς ἄ­με­σα καί προ­σω­πι­κά μέ τόν Θε­ό, δη­λα­δή μέ τήν ἄ­κτι­στη Θε­ό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­α δέν τήν παίρ­νου­με, ἐ­πει­δή εἴ­μα­στε κα­λοί ἤ ἐ­πει­δή κά­νου­με κα­λές πρά­ξεις, ἀλ­λά για­τί με­τέ­χου­με στή ζω­ή τοῦ Θε­οῦ μέ μυ­στη­ρια­κό τρό­πο. Καί τό πρῶ­το εἰ­σα­γω­γι­κό μυ­στή­ριο εἶ­ναι τό Βά­πτι­σμα.
Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­α «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α». Λέ­τε τώ­ρα γιά τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, ἄν ἔ­χουν βά­πτι­σμα ἤ ὄ­χι. Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, θά ποῦ­με, ὅ­τι δέν ἔ­χουν τόν τύ­πο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος. Ἔ­χουν ράν­τι­σμα ἤ ἐ­πί­χυ­ση νε­ροῦ οἱ ἄν­θρω­ποι. Ψε­κα­σμό ἔ­χουν. Δη­λα­δή, δέν ἔ­χουν τήν τρι­πλῆ κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως μᾶς λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, εἶ­ναι ὁ θά­να­τος, ἡ μαρ­τυ­ρί­α, ἡ ὁ­μο­λο­γί­α ὅ­τι πε­θαί­νου­με ἐ­μεῖς κα­τά τήν ἁ­μαρ­τί­α καί ἀ­νι­στά­με­θα μέ τήν ἀ­να­στη­μέ­νη ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν τη­ροῦν, δη­λα­δή, οἱ Δυ­τι­κοί ἀ­κό­μη καί τόν ἐ­ξω­τε­ρι­κό τύ­πο.
Ἡ δέ ἀ­να­φο­ρά στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα εἶ­ναι σέ ἄλ­λο Θε­ό. Τό F­i­l­i­o­q­ue, κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, μι­λῶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά αὐ­τή τή στιγ­μή, εἶ­ναι κα­τα­τε­θει­μέ­νο στήν πί­στη τῶν Δυ­τι­κῶν. Τό F­i­l­i­o­q­ue ἀ­κυ­ρώ­νει τόν ἄ­κτι­στο χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί κα­θί­στα­ται κτίσμα. Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν θέ­λω νά τό ἀ­να­λύ­σω αὐ­τό πε­ρισ­σό­τε­ρο, για­τί δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος. Ἤ­δη ἔ­χου­νε εἰ­σά­γει τό κτι­στό μέ­σα στό ἄ­κτι­στο. Ἄλ­λω­στε, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας οἱ Δυ­τι­κοί, ὅ­τι ἡ Χά­ρη τοῦ Βα­πτί­σμα­τος εἶ­ναι κτι­στή, πά­λι τό ἴ­διο πρᾶγ­μα κά­νουν, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀν­τι­φα­τι­κό. Ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, ὅ­τι ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό μιά ἄ­κτι­στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κτι­στή ἐ­νέρ­γεια. Για­τί ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι κά­τι, πού ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μᾶς μό­νο· εἶ­ναι κα­θε­αυ­τήν φυ­σι­κή ἐ­νέρ­γεια τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.
Πῶς λοι­πόν νά δε­χτοῦ­με τήν «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α»; Γιά πα­ρά­δειγ­μα, κα­θέ­νας πού πι­στεύ­ει σ’ ἕ­να Θε­ό, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο λέ­ει, ὅ­τι εἶ­ναι τρί­α πρό­σω­πα, δέν ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι καί Ὀρ­θό­δο­ξος. Οὔ­τε κα­θέ­νας, πού μι­μεῖ­ται με­ρι­κῶς τό μυ­στή­ριο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με, ὅ­τι τε­λεῖ ἕ­να μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ εἶ­ναι ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­πο­δέ­χε­ται ὅ­λες τίς ἄλ­λες αἱ­ρε­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις, τά ἄλ­λα δόγ­μα­τα δη­λα­δή, πού τόν ἀ­πο­κό­πτουν οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ἀ­πό Αὐ­τήν. Δέν γί­νον­ται αὐ­τά. Για­τί; Για­τί στά μυ­στή­ρια τε­λε­τουρ­γός εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ὡς Αὐ­το­α­λή­θεια. Ὅ­ταν ἐ­σύ κό­πτεις κά­τι ἀ­πό τήν Ἀ­λή­θεια, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­πε­ρί­τμη­τος κα­θ’ ἑ­αυ­τήν, εἶ­σαι ἐ­κτός τῆς Ἀ­λη­θεί­ας καί κα­τά συ­νέ­πεια ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί αὐ­τό δέν τό λέ­ω ἐ­γώ, τό λέ­νε τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Κά­θε αἱ­ρε­τι­κός αὐ­τό τό πρᾶγ­μα ἔ­κα­νε.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἀρ­κε­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες πή­ρα­με σή­με­ρα, ἀλ­λά ἔ­χου­με ἀ­φή­σει πά­ρα πολ­λά ση­μαν­τι­κά στοι­χεῖ­α, πού πρέ­πει νά τά κου­βεν­τι­ά­σου­με, για­τί εἶ­μαι σί­γου­ρος, ὅ­τι τά ἐ­ρω­τή­μα­τα εἶ­ναι ἀ­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρα. Ἦ­ταν ἡ εἰ­σα­γω­γή σή­με­ρα. Καί θά σᾶς πα­ρα­κα­λέ­σου­με νά μᾶς κά­νε­τε αὐ­τήν τήν τι­μή, ἀλ­λά καί τήν με­γά­λη χά­ρη, νά συ­νε­χί­σου­με αὐ­τήν τήν συ­ζή­τη­ση πρός χά­ριν ὅ­λων μας.


Κα­θη­γη­τής: Νο­μί­ζω, ὅ­τι δέν εἶ­ναι χά­ρη, ἀλ­λά ὑ­πο­χρέ­ω­ση, για­τί ἀ­φή­σα­με πά­ρα πολ­λά πράγ­μα­τα χω­ρίς ἀ­παν­τή­σεις. Καί εἶ­ναι εὔ­λο­γο, νά ἀ­να­μέ­νε­ται αὐ­τό ἀ­πό τό κοι­νό, τοῦ ὁ­ποί­ου μᾶλ­λον ἀ­νοί­ξα­με τήν ὄ­ρε­ξη.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με.




ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟ ΜΕ­ΡΟΣ
(25-2-2016)
Εἰ­σα­γω­γι­κά γιά τά θέ­μα­τα τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς λέ­γα­με καί στήν προ­η­γού­με­νη ρα­δι­ο­φω­νι­κή μας συ­νάν­τη­ση, ἀ­νοί­ξα­με τήν ὄ­ρε­ξη τοῦ κοι­νοῦ. Καί πο­λύ κα­λά κά­να­με, θε­ω­ρῶ, για­τί εἶ­ναι πολ­λά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα καί πο­λύ με­γά­λο τό ἐν­δι­α­φέ­ρον. Για­τί μέ­χρι στιγ­μῆς, ὅ­λοι ζού­σα­με στό ἀ­πό­λυ­το σκο­τά­δι. Ἐ­μεῖς προ­σπα­θοῦ­με, λοι­πόν, μέ αὐ­τήν τήν εὐ­και­ρί­α πού μᾶς δί­νε­τε ἐ­σεῖς, ν’ ἀ­νά­ψου­με μι­κρές σπί­θες. Καί μα­κά­ρι αὐ­τές οἱ μι­κρές σπί­θες νά μᾶς φω­τί­σουν μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ καί νά λάμ­ψει στό τέ­λος ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως μᾶς λέ­γα­τε στήν προ­η­γού­με­νη ρα­δι­ο­φω­νι­κή μας συ­νάν­τη­ση, εἶ­ναι πάν­το­τε ἡ πλει­ο­ψη­φοῦ­σα, για­τί εἶ­ναι ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός μας.
Μι­λᾶ­με λοι­πόν γιά τή Μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­να­με ἀρ­κε­τές ἀ­να­φο­ρές στήν προ­η­γού­με­νη ρα­δι­ο­φω­νι­κή μας ἐ­πι­κοι­νω­νί­α γιά τή Σύ­νο­δο αὐ­τή, γιά τό πῶς προ­έ­κυ­ψε, τί θά συ­ζη­τή­σει, ποι­ά εἶ­ναι τά θέ­μα­τά της. Κι ἐ­κεῖ ἀ­κρι­βῶς εἴ­χα­με στα­μα­τή­σει. Στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θοῦν. Ἦ­ταν ἕ­ξι αὐ­τά τά θέ­μα­τα, ὅ­πως μᾶς εἴ­πα­τε: α) Τό Αὐ­τό­νο­μο καί ὁ τρό­πος ἀ­να­κη­ρύ­ξε­ώς του, β) Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο, γ) Ἡ ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας στό σύγ­χρο­νο κό­σμο, δ) Ἡ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς Νη­στεί­ας καί ἡ τή­ρη­σή της σή­με­ρα, ε) Τά κω­λύ­μα­τα τοῦ Γά­μου καί στ) Τό ζή­τη­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Δι­α­σπο­ρᾶς. Αὐ­τά λοι­πόν εἶ­ναι τά συμ­φω­νη­μέ­να θέ­μα­τα, πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θοῦν ἔ­τι πε­ραι­τέ­ρω καί νά ψη­φι­σθοῦν.


Σχέ­ση τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου
μέ τίς προ­η­γού­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές


Ὅ­μως αὐ­τό, πού μᾶς μέ­νει, καί πού οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, ἀ­πό τό λί­γο πού μπο­ρεῖ νά ἔ­χουν ἀ­σχο­λη­θεῖ, γνω­ρί­ζουν, εἶ­ναι ὅ­τι πάν­το­τε, ὅ­ταν συ­νερ­χό­ταν μιά Με­γά­λη Σύ­νο­δος, κα­λοῦν­ταν, ὅ­πως μᾶς λέ­γα­τε καί σεῖς στήν προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μας, νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει ὅ­λες τίς προ­η­γού­με­νες­Συ­νό­δους, γιά νά μπο­ρέ­σει στή συ­νέ­χεια νά προ­χω­ρή­σει ἕ­να βῆ­μα πα­ρα­πέ­ρα. Αὐ­τή λοι­πόν ἡ Σύ­νο­δος, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει, θά μπο­ροῦ­σε νά κα­το­νο­μά­σει μέ κά­θε ἀ­κρί­βεια καί νά ἀ­πο­δε­χθεῖ τήν πί­στη τῶν προ­η­γού­με­νων Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων; Καί ἐν προ­κει­μέ­νῳ, ὀ­φεί­λει νά κα­το­χυ­ρώ­σει τόν πα­νορ­θό­δο­ξο χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς πί­στε­ώς μας, ὅ­πως αὐ­τός ἐκ­φρά­στη­κε σ’ αὐ­τές πού ὀ­νο­μά­ζον­ται σή­με­ρα -ἔ­στω καί ἀ­νε­πι­σή­μως – ὀ­γδό­η καί ἐ­νά­τη Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας;


Κα­θη­γη­τής: Εἶ­ναι πο­λύ ὡ­ραῖ­ες οἱ ἐ­ρω­τή­σεις σας καί εὐ­χα­ρί­στως θά ἀ­παν­τή­σω. Ἄν ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τή Σύ­νο­δος ἔρ­θει πραγ­μα­τι­κά, ἔ­στω καί μέ αὐ­τή τή σύν­θε­ση, τήν ὁ­ποί­α κρι­τι­κά­ρα­με προ­η­γου­μέ­νως, νά δι­εκ­δι­κή­σει, δί­και­α ὅ­μως, τόν τί­τλο τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου, θά πρέ­πει νά κά­νει καί τά δύ­ο αὐ­τά πράγ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φερ­θή­κα­τε. Θά πρέ­πει δη­λα­δή προ­η­γου­μέ­νως νά φα­νεῖ στήν πρά­ξη –κι αὐ­τό θά κρι­θεῖ ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις της - σύμ­φω­νη ἀ­πο­λύ­τως μέ τίς προ­η­γού­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Κά­τι, πού ση­μαί­νει στήν πρά­ξη, ὅ­τι θά πρέ­πει νά ἀ­να­φερ­θεῖ μί­α πρός μί­α στίς Συ­νό­δους αὐ­τές καί στό τί ἔ­χουν ἀ­πο­φα­σί­σει, καί νά δεί­ξει τήν κα­τά­φα­σή της σ’ αὐ­τές τίς ἀ­πο­φά­σεις καί νά κα­τα­κυ­ρώ­σει στή συ­νέ­χεια καί θε­σμι­κά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη, πού ἐ­ξέ­φρα­σε οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ἡ Σύ­νο­δος τοῦ 879-80 ἐ­πί Με­γά­λου Φω­τί­ου. Πρέ­πει νά ποῦ­με, ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή, ἐ­πι­σή­μως, μέ τήν πα­ρου­σί­α καί τῶν Δυ­τι­κῶν Ἐ­πι­σκό­πων, κα­τα­δί­κα­σε ἀ­πε­ρί­φρα­στα τό f­i­l­i­o­q­ue. Ἀλ­λά αὐ­τό τό κα­τα­δί­κα­σε καί ἡ Σύ­νο­δος τοῦ 1351, ἡ ὁ­ποί­α δι­καί­ω­σε τόν ἡ­συ­χα­σμό καί τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πε­ρα­μύν­θη­κε τοῦ ἀ­κτί­στου χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ θεί­ου Φω­τός καί τῆς θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος, γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λή­σα­με προ­η­γου­μέ­νως, καί τῆς ὁ­ποί­ας τόν χα­ρα­κτῆ­ρα ἀμ­φι­σβη­τοῦν συ­νο­δι­κῶς οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί μέ ἀ­πό­φα­ση τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
Δη­λα­δή, γιά νά μι­λή­σου­με πιό ἁ­πλά. Δέν γί­νε­ται ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή νά εἶ­ναι καί νά θέ­λει νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη ἔ­τσι αὐ­τό­νο­μα, ἐ­πει­δή ἔ­τσι αὐ­το­ο­νο­μά­στη­κε. Θά πρέ­πει νά δι­και­ώ­σει τό ὄ­νο­μά της, πι­στο­ποι­ών­τας αὐ­τήν τήν ταυ­τό­τη­τά της μέ τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, ἀλ­λά καί μέ ἐ­κεῖ­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν Οἰ­κου­με­νι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, Πα­νορ­θό­δο­ξο. Καί λέ­γω μέ ἔμ­φα­ση, ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα οὔ­τε μί­α Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, οὔ­τε ἕ­νας Ἐ­πί­σκο­πος -ἐ­γώ του­λά­χι­στον που­θε­νά δέν τό ἄ­κου­σα αὐ­τό ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη- πού νά ἀμ­φι­σβη­τεῖ τίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές τοῦ 879-80 ἐ­πί Με­γά­λου Φω­τί­ου, πού ἀ­φο­ροῦν τό f­i­l­i­o­q­ue, ἤ τίς ἀ­πο­φά­σεις, πού ἔ­λα­βε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τό 1341-51. Καί κυ­ρί­ως ἡ τε­λευ­ταί­α αὐ­τή Σύ­νο­δος ἔ­δω­σε θε­σμι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς ἀ­λή­θειας, πού βί­ω­νε ὁ Ἡ­συ­χα­σμός τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη, ἡ ὁ­ποί­α βε­βαί­ως ἀ­λή­θεια ἐ­βι­οῦ­το καί στό πα­ρελ­θόν καί βι­οῦ­ται καί σή­με­ρα. Κα­τά συ­νέ­πεια, θά κά­νει κά­τι τό αὐ­το­νό­η­το, ὅ­ταν τήν ἐ­πι­κυ­ρώ­σει. Δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­γνο­ή­σει τίς Συ­νό­δους αὐ­τές, για­τί, ἄν τίς ἀ­γνο­ή­σει, γεν­νᾶ­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα, μή­πως δέν τίς ἀ­πο­δέ­χε­ται, ὡς πρός τήν πί­στη. Ἄν ἀ­να­φερ­θεῖ στήν πί­στη καί αὐ­τῶν τῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ση­μά­δε­ψαν τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α τῶν νε­ω­τέ­ρων χρό­νων, δη­λα­δή με­τά τίς γνω­στές ἑ­πτά Οἰ­κου­με­νι­κές, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, ὅ­τι καί μέ αὐ­τή τήν προ­βλη­μα­τι­κή της σύν­θε­ση ἐ­ξέ­φρα­σε τήν συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δι­α­χρο­νι­κά.


«Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας
πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον»


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Αὐ­τό θά ἦ­ταν πο­λύ πα­ρή­γο­ρο γιά ὅ­λους μας καί ἐν­δε­χο­μέ­νως θά ἔ­παυ­αν καί πολ­λά ἄλ­λα ἐ­ρω­τή­μα­τα, προ­βλη­μα­τι­κοί συλ­λο­γι­σμοί, ἀλ­λά καί κρι­τι­κή, πού δέ­χε­ται αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος. Νά ἐ­πα­νέλ­θου­με, λοι­πόν, ἀ­κρι­βῶς στά θέ­μα­τα αὐ­τῆς τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου. Μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος, μᾶς τό το­νί­ζε­τε ἰ­δι­αι­τέ­ρως, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, πού δι­εκ­δι­κεῖ τόν χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου, δη­λα­δή τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς, δέν θά πρέ­πει νά ἀ­σχο­λη­θεῖ καί μέ κά­ποι­ο σο­βα­ρό θέ­μα τῆς πί­στε­ώς μας; Για­τί ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά πού ἔ­χου­με, ποι­ό θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, ὅ­τι εἶ­ναι τό σο­βα­ρό θέ­μα τῆς πί­στε­ώς μας; Ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ο δογ­μα­τι­κό πρό­βλη­μα στά θέ­μα­τα, πού τέ­θη­καν στή Σύ­νο­δο, ἡ ὁ­ποί­α πρό­κει­ται νά συ­νέλ­θει;


Κα­θη­γη­τής: Ναί, ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­ο δογ­μα­τι­κό ζή­τη­μα καί αὐ­τό τί­θε­ται στό θέ­μα, πού ἔ­χει τί­τλο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Ἐ­δῶ, τί­θε­ται ἕ­να κα­τε­ξο­χήν δογ­μα­τι­κό θέ­μα, πού ἔ­χει ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα. Ἀ­να­φέ­ρε­ται, δη­λα­δή, στήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στό τί εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θε­αυ­τήν. Καί στό θέ­μα αὐ­τό, εἰ­δι­κῶς, ἀ­να­φέρ­θη­κα ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα στήν πρώ­τη μου Ἐ­πι­στο­λή, πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, μέ κοι­νο­ποί­η­σή της σέ ὅ­λους τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῆς χώ­ρας, μέ τήν ἡ­με­ρο­μη­νί­α 3/2/16, δη­λα­δή πρίν ἀ­πό λί­γες μέ­ρες, ἡ ὁ­ποί­α δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό κά­ποι­ους καί στό δι­α­δί­κτυ­ο. Τήν Ἐ­πι­στο­λή μου αὐ­τή τήν ἔ­χω μπρο­στά μου καί μπο­ρῶ νά σᾶς δι­α­βά­σω τά κύ­ρια ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά μου καί τήν τε­λι­κή ἀ­πο­τί­μη­σή μου, πού εἶ­ναι νά ἀ­πο­συρ­θεῖ πλή­ρως τό κεί­με­νο αὐ­τό, ἐ­πει­δή εἰ­ση­γεῖ­ται τήν θε­σμι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νά μᾶς τό δι­α­βά­σε­τε. Θά ἐν­δι­έ­φε­ρε πά­ρα πο­λύ, για­τί ὄν­τως ἔ­χουν προ­κλη­θεῖ καί οἱ πρῶ­τες ἀν­τι­δρά­σεις ἀ­κρι­βῶς σ’ αὐ­τό τό κεί­με­νο, πού πά­σχει ἀ­πό δογ­μα­τι­κῆς ἀ­πό­ψε­ως.


Κα­θη­γη­τής: Ναί. Καί τά σχό­λια καί οἱ ἀν­τι­δρά­σεις, στίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρε­σθε, πρέ­πει νά σᾶς πῶ, ὅ­τι ἔ­φτα­σαν καί στά δι­κά μου αὐ­τιά, εὐ­ή­χως. Δη­λα­δή, ἐ­κτι­μή­θη­κε θε­τι­κά αὐ­τή ἡ πα­ρέμ­βα­ση. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φω στήν Ἐ­πι­στο­λή αὐ­τή, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἶ­πα, δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­κε, ὁ­πό­τε δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι τό ἀ­πόρ­ρη­το: «Τό κεί­με­νο αὐ­τό», γρά­φω, «ἐμ­φα­νί­ζει κα­τά συρ­ρο­ή τήν θε­ο­λο­γι­κή ἀ­συ­νέ­πεια, ἀλ­λά καί τήν ἀν­τί­φα­ση. Ἔ­τσι, στό ἄρ­θρο 1 δι­α­κη­ρύσ­σει τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, θε­ω­ρών­τας αὐ­τήν –πο­λύ σω­στά– ὡς τήν «Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α». Ὅ­μως, στό ἄρ­θρο 6 πα­ρου­σιά­ζει μιά ἀν­τι­φα­τι­κή πρός τό πα­ρα­πά­νω ἄρ­θρο (1) δι­α­τύ­πω­ση. Ση­μει­ώ­νε­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὅ­τι «ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἱ­στο­ρι­κήν ὕ­παρ­ξιν ἄλ­λων Χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν μή εὑ­ρι­σκο­μέ­νων ἐν κοι­νω­νί­ᾳ με­τ’ αὐ­τῆς». Στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, τό κεί­με­νο ὑ­παι­νίσ­σε­ται τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς καί τήν παν­σπερ­μί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν.
«Ἐ­δῶ γεν­νᾶ­ται τό εὔ­λο­γο θε­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: Ἄν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «ΜΙΑ», κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας (Ἄρ­θρο 1), τό­τε, πῶς γί­νε­ται λό­γος γιά ἄλ­λες Χρι­στι­α­νι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες; Εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι αὐ­τές οἱ ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες εἶ­ναι ἑ­τε­ρό­δο­ξες». Ἡ λέ­ξη ‘‘ἑ­τε­ρό­δο­ξο­ς’’ εἶ­ναι μί­α κομ­ψή, εὐ­γε­νι­κή ἔκ­φρα­ση τοῦ ‘‘αἱ­ρε­τι­κό­ς’’. Για­τί, ἑ­τέ­ρα δό­ξα γιά τόν Θε­ό εἶ­ναι ἡ αἵ­ρε­ση.
«Οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξες ὅ­μως «ἐκ­κλη­σί­ες» δέν μπο­ροῦν νά κα­το­νο­μά­ζον­ται κα­θό­λου ὡς «ἐκ­κλη­σί­ες» ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἐ­πει­δή δογ­μα­τι­κῶς θε­ω­ρού­με­να τά πράγ­μα­τα, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γιά πολ­λό­τη­τα «ἐκ­κλη­σι­ῶν», μέ δι­α­φο­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα καί μά­λι­στα σέ πολ­λά θε­ο­λο­γι­κά θέ­μα­τα. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἐ­νό­σω οἱ «ἐκ­κλη­σί­ες» αὐ­τές πα­ρα­μέ­νουν ἀ­με­τα­κί­νη­τες στίς κα­κο­δο­ξί­ες τῆς πί­στε­ώς τους, δέν εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ὀρ­θό νά τούς ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα –καί μά­λι­στα θε­σμι­κά– ἐ­κτός τῆς «Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας».
Στό ἴ­διο ἄρ­θρο (6) ὑ­πάρ­χει καί δεύ­τε­ρη σο­βα­ρή θε­ο­λο­γι­κή ἀν­τί­φα­ση. Στήν ἀρ­χή τοῦ ἄρ­θρου αὐ­τοῦ ση­μει­ώ­νε­ται τό ἑ­ξῆς: «Κα­τά τήν ὀν­το­λο­γι­κήν φύ­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­της αὐ­τῆς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά δι­α­τα­ρα­χθῇ». Στό τέ­λος, ὅ­μως, τοῦ ἴ­διου ἄρ­θρου γρά­φε­ται, ὅ­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν συμ­με­το­χή της στήν Οἰ­κου­με­νι­κή Κί­νη­ση ἔ­χει ὡς «ἀν­τι­κει­με­νι­κόν σκο­πόν τήν προ­λεί­αν­σιν τῆς ὁ­δοῦ τῆς ὁ­δη­γού­σης πρός τήν ἑ­νό­τη­τα».
Ἐ­δῶ, τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: Ἐ­φό­σον ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη, τό­τε τί εἴ­δους ἑ­νό­τη­τα Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἀ­να­ζη­τεῖ­ται στό πλαί­σιο τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς Κι­νή­σε­ως; Μή­πως ὑ­πο­νο­εῖ­ται ἡ ἐ­πι­στρο­φή τῶν Δυ­τι­κῶν χρι­στια­νῶν στή ΜΙΑ καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α; Κά­τι τέ­τοι­ο, ὅ­μως, δέν δι­α­φαί­νε­ται ἀ­πό τό γράμ­μα καί τό πνεῦ­μα σύ­νο­λου τοῦ Κει­μέ­νου. Ἀν­τί­θε­τα, μά­λι­στα, δί­νε­ται ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει δε­δο­μέ­νη δι­αί­ρε­ση στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί οἱ προ­ο­πτι­κές τῶν δι­α­λε­γο­μέ­νων ἀ­πο­βλέ­πουν στήν δι­α­σπα­σθεῖ­σα ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Θε­ο­λο­γι­κή σύγ­χυ­ση προ­κα­λεῖ μέ τήν ἀ­σά­φειά του καί τό ἄρ­θρο 20, τό ὁ­ποῖ­ο λέ­γει: «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται πάν­το­τε ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν κα­νο­νι­κῶν κρι­τη­ρί­ων τῆς ἤ­δη δι­α­μορ­φω­μέ­νης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως (κα­νό­νες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων)­».
Ὅ­μως, οἱ Κα­νό­νες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης κά­νουν λό­γο γιά τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση συγ­κε­κρι­μέ­νων αἱ­ρε­τι­κῶν, πού ἐκ­δη­λώ­νουν ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά προ­σχώ­ρη­ση στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀλ­λά, ἀ­πό τό γράμ­μα καί τό πνεῦ­μα τοῦ θε­ο­λο­γι­κῶς κρι­νο­μέ­νου κει­μέ­νου ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, ὅ­τι δέν γί­νε­ται κα­θό­λου λό­γος γιά ἐ­πι­στρο­φή τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων στήν Ὀρ­θό­δο­ξη καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀν­τί­θε­τα, στό κεί­με­νο θε­ω­ρεῖ­ται τό Βά­πτι­σμα τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων ἐκ προ­οι­μί­ου –καί χω­ρίς Πα­νορ­θό­δο­ξη ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἀ­πό­φα­ση– ὡς δε­δο­μέ­νο. Μέ ἄλ­λα λό­για, τό Κεί­με­νο υἱ­ο­θε­τεῖ τήν «βα­πτι­σμα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α». Ταυ­τό­χρο­να, ἀ­γνο­εῖ­ται σκο­πί­μως τό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός, ὅ­τι οἱ σύγ­χρο­νοι ἑ­τε­ρό­δο­ξοι τῆς Δύ­σε­ως (Ρ/λι­κοί καί Προ­τε­στάν­τες) ἔ­χουν ὄ­χι ἕ­να, ἀλ­λά σω­ρεί­α δογ­μά­των, πού δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας (ἐ­κτός τοῦ f­i­l­i­o­q­ue, κτι­στή Χά­ρη τῶν μυ­στη­ρί­ων, πρω­τεῖ­ο, ἀ­λά­θη­το, ἄρ­νη­ση τῶν εἰ­κό­νων καί τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων κ.ἄ.­).
Εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά ἐ­γεί­ρει καί τό ἄρ­θρο 21, ὅ­που ση­μει­ώ­νε­ται, ὅ­τι «ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α.­.. ἐ­κτι­μᾶ θε­τι­κῶς τά ὑ­π’ αὐ­τῆς (ἐνν. τῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς «Πί­στις καί Τά­ξις») ἐκ­δο­θέν­τα θε­ο­λο­γι­κά κεί­με­να.­.. διά τήν προ­σέγ­γι­σιν τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ἐ­δῶ, θά πρέ­πει νά πα­ρα­τη­ρή­σου­με, ὅ­τι τά Κεί­με­να αὐ­τά δέν κρί­θη­καν ἀ­πό τίς Ἱ­ε­ραρ­χί­ες τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Αὐ­τό εἶ­ναι θε­με­λια­κό, δι­ό­τι ἀ­κυ­ρώ­νει στήν οὐ­σί­α τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Τά Κοι­νά Κεί­με­να τοῦ Π.Σ.Ε.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἀ­να­φέ­ρε­σθε στά Κεί­με­να πού ἦ­ταν στούς Δι­α­λό­γους τοῦ Π.Σ.Ε.


Κα­θη­γη­τής: Ἀ­κρι­βῶς. Τά Κεί­με­να αὐ­τά εἶ­ναι με­τέ­ω­ρα. Τά δι­α­χει­ρί­ζον­ταν κά­ποι­οι ἀν­τι­πρό­σω­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­παν τίς ἀ­πό­ψεις τους, ὑ­πέ­γρα­ψαν τά Κεί­με­να ἐξ ὀ­νό­μα­τος τῶν Το­πι­κῶν βέ­βαι­α Ἐκ­κλη­σι­ῶν, πλήν ὅ­μως οἱ Ἱ­ε­ραρ­χί­ες τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν δέν εἶ­χαν ἰ­δέ­α, ποι­ές ἦ­ταν οἱ ἀ­πο­φά­σεις, πού πάρ­θη­καν μέ τίς ὑ­πο­γρα­φές τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων τους. Καί σᾶς τό λέ­ω αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το γιά τέ­τοι­α Κεί­με­να, μέ τούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἑλ­λά­δος. Καί αὐ­τοί δέν ἐ­γνώ­ρι­ζαν κἄν τήν προ­βλη­μα­τι­κή τῶν συ­ζη­του­μέ­νων θε­μά­των.
Ἀ­κού­γον­ται αὐ­τά πο­λύ πα­ρά­δο­ξα σή­με­ρα, σέ μιά ἐ­πο­χή τῆς πλη­ρο­φό­ρη­σης. Ἀλ­λά καί αὐ­τοί οἱ ἴ­διοι οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι ἐ­νο­χλή­θη­καν πο­λύ, ὅ­ταν δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­καν τά Κεί­με­να, ἐ­πει­δή δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­καν οἱ ὑ­πο­γρα­φές τους. Αὐ­τοί οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι εἶ­παν καί ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτα ἐξ ἐ­πό­ψε­ως Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας. Θε­ω­ρή­θη­κε, ὅ­μως, ἀ­φε­λῶς, ἀ­πό πολ­λούς Ἐ­πι­σκό­πους μας, ὅ­τι αὐ­τά γί­νον­ται στό πλαί­σιο τῶν κοι­νω­νι­κῶν, δι­πλω­μα­τι­κῶν καί ἄλ­λων σχέ­σε­ων, καί νό­μι­σαν, ὅ­τι ἔ­τσι θά δι­αι­ω­νί­ζον­ται συ­νε­χῶς.
Νά, τώ­ρα ὅ­μως, πού ἦρ­θαν στό πιά­το μας. Εἶ­ναι ἀ­πο­φά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὑ­πο­γρά­φη­καν στό πα­ρελ­θόν μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο. Ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες ἀ­πο­φά­σεις, καί χει­ρό­τε­ρες ἀ­πό αὐ­τές, πού ἔ­χουν παρ­θεῖ στό πλαί­σιο τοῦ Π.Σ.Ε., πού κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­τε­λῶς ὡς ἀ­πό­ψεις καί τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ἔ­χει τίς ὑ­πο­γρα­φές κά­ποι­ων Ἐ­πι­σκό­πων της, πλήν ὅ­μως εἶ­ναι κα­θα­ρά αἱ­ρε­τι­κές, για­τί δέν ἐκ­φρά­ζουν τήν Ὀρ­θό­δο­ξη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Δέν τέ­θη­καν ἐ­πί τά­πη­τος, δέν ἦρ­θαν πρός συ­ζή­τη­ση στίς Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες. Καί αὐ­τό δέν ἔ­γι­νε μό­νο, ἐ­πει­δή τό Ὀρ­γα­νω­τι­κό Κέν­τρο δέν τίς ἔ­φε­ρε. Εἶ­ναι καί εὐ­θύ­νη, δέν μέμ­φο­μαι, λέ­ω τά πράγ­μα­τα ἐ­δῶ ὅ­πως εἶ­ναι, τῶν Το­πι­κῶν μας Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ἱ­ε­ραρ­χῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἀ­παί­τη­σαν, ὡς ὄ­φει­λαν, τήν συ­ζή­τη­ση ἐ­π’ αὐ­τῶν καί τήν ἀ­πό­φαν­σή τους θε­τι­κῶς ἤ ἀρ­νη­τι­κῶς. Δέν θά πῶ, τί ἔ­πρε­πε νά ἀ­πο­φα­σί­σουν, ἀλ­λά τί ἔ­πρε­πε θε­σμι­κῶς, ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῶς νά πρά­ξουν. Για­τί ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Ἐ­πι­σκό­που εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νη ἀρ­ρή­κτως μέ τή συ­νο­δι­κό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει χρι­στο­λο­γι­κό καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα.


Εἶ­ναι δε­σμευ­τι­κά αὐ­τά τά Κεί­με­να;


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, πά­νω σέ αὐ­τό πού μᾶς λέ­τε, αὐ­τά τά Κεί­με­να, ἔ­τσι ὅ­πως υἱ­ο­θε­τή­θη­καν ἤ μᾶλ­λον ὅ­πως ὑ­πο­γρά­φη­καν, για­τί δέν υἱ­ο­θε­τή­θη­καν τε­λι­κά, ἀ­φοῦ δέν συ­ζη­τή­θη­καν, εἶ­ναι δε­σμευ­τι­κά γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α;


Κα­θη­γη­τής: Πο­λύ ὡ­ραῖ­ο τό ἐ­ρώ­τη­μά σας. Δι­α­βά­ζον­τας κα­νείς Κεί­με­να, πού κυ­κλο­φο­ροῦν στόν λε­γό­με­νο οἰ­κου­με­νι­κό χῶ­ρο, ἀ­πό τούς οἰ­κου­με­νι­στές ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἐκ­πλήσ­σε­ται μέ μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, για­τί δέν κά­νου­με τίς ἀ­να­με­νό­με­νες ἀ­πό αὐ­τούς προ­ό­δους -μέ ἀρ­νη­τι­κό πρό­ση­μο βε­βαί­ως ἐ­δῶ οἱ πρό­ο­δοι- μέ βά­ση τίς ὑ­πο­γρα­φές, πού ἔ­χου­με βά­λει. Καί θε­ω­ρού­με­θα ἀ­να­κό­λου­θοι, ἐ­πει­δή οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐκ­προ­σω­ποῦν οἱ ἐν λό­γω ἐκ­πρό­σω­ποι, δέν εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νες νά προ­χω­ρή­σουν πρός αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση. Γι’ αὐ­τό καί πι­έ­ζον­ται ἀ­πό πολ­λές δυ­νά­μεις, ἀ­κό­μη καί κο­σμι­κές. Καί τό ἐκ­πλη­κτι­κό εἶ­ναι, ὅ­τι ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν δέν γνω­ρί­ζει κἄν αὐ­τές τίς ἀ­πο­φά­σεις ἤ δέν θέ­λη­σε νά τίς συ­ζη­τή­σει, ὑ­πο­τι­μών­τας αὐ­τήν τήν πρα­κτι­κή, τήν ὁ­ποί­α βέ­βαι­α υἱ­ο­θέ­τη­σε τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί μέ βά­ση αὐ­τήν προ­ω­θεῖ αὐ­τά τά Κεί­με­να. Οἱ ἴ­δι­ες οἱ Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες νό­μι­σαν, ὅ­τι μπο­ροῦν νά ἀ­δι­α­φο­ροῦν, ἀ­φοῦ δέν τούς ἀγ­γί­ζουν ἀ­κό­μη οἱ ὑ­πο­τι­θέ­με­νες γι’ αὐ­τούς δε­σμεύ­σεις.
Ὅ­μως, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα. Κά­πο­τε θά μᾶς ζη­τη­θεῖ ἡ εὐ­θύ­νη γιά τήν ὑ­πο­γρα­φή τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων μας. Βε­βαί­ως, τό κυ­ρί­αρ­χο σῶ­μα πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α καί μπο­ρεῖ, ὅ­ταν ἀ­σχο­λη­θεῖ, καί ὀ­φεί­λει νά ἀ­σχο­λη­θεῖ τό συν­το­μό­τε­ρο, νά πεῖ τήν ἀ­πο­ψή της καί νά τήν στεί­λει στό Συν­το­νι­στι­κό Κέν­τρο, πού εἶ­ναι τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, γιά νά ὑ­πάρ­χει μέ τόν τρό­πο αὐ­τό μί­α ἀ­πό­φα­ση, ἡ ὁ­ποί­α νά ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Θά σᾶς πῶ ἕ­να ἁ­πλό πα­ρά­δειγ­μα ἐ­δῶ, ἔ­τσι γιά νά γί­νου­με πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νοι: Τό 1993, στό B­a­l­a­m­a­nd τοῦ Λι­βά­νου, ἔ­γι­νε ἕ­να κεί­με­νο. Τό κεί­με­νο αὐ­τό κα­τ’ ἀρ­χήν εἶ­ναι ἐ­παί­σχυν­το.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Τό πρῶ­το πού ἐ­πέ­βα­λε το­μές.


Κα­θη­γη­τής: Ναί, ἦ­ταν τό χει­ρό­τε­ρο Κεί­με­νο πού μπο­ροῦ­σε νά ὑ­πάρ­ξει, για­τί δί­νει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα καί νο­μι­μό­τη­τα στά μυ­στή­ρια τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, τά ὁ­ποῖ­α θε­ω­ρεῖ ἰ­σό­τι­μα μέ τά δι­κά μας. Τό μό­νο πού δι­α­φέ­ρει δη­λα­δή ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­πό τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, εἶ­ναι ἡ ἐλ­λειμ­μα­τι­κή της αὐ­τή Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, πού ἀ­φο­ρᾶ τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τοῦ Πά­πα. Ὅ­λα τά ἄλ­λα εἶ­ναι κοι­νά. Ὅ­μως αὐ­τό κυ­κλο­φο­ρεῖ εὐ­ρέ­ως διά τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, ὅ­τι εἶ­ναι φρό­νη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί αὐ­τό πι­στο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τίς ἐ­πι­σκέ­ψεις τοῦ Πά­πα καί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχου, μέ τίς συμ­προ­σευ­χές πού κά­νουν· για­τί ἔ­τσι νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται, νο­μί­ζουν δη­λα­δή πώς νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται, αὐ­τές οἱ ἐ­νέρ­γει­ές τους. Ὅ­μως, δέν λαμ­βά­νε­ται ὑ­π’­ό­ψη, ἐ­πει­δή δέν γνω­ρί­ζουν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, πώς ἕ­ξι Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες δέν πῆ­ραν μέ­ρος στή σύ­να­ξη αὐ­τή, στήν ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή. Αὐ­τές εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, τῆς Σερ­βί­ας, τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, τῆς Γε­ωρ­γί­ας, τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καί τῆς Τσε­χί­ας. Ἀλ­λά, καί μί­α νά μήν ἔ­παιρ­νε μέ­ρος, μέ βά­ση τόν Κα­νο­νι­σμό αὐ­τό, θά ἔ­φτα­νε νά τήν ἀ­κυ­ρώ­σει. Πα­ρά τό γε­γο­νός, ὅ­τι ὄ­χι μό­νο δέν πα­ρέ­στη­σαν, ἀλ­λά ἄ­σκη­σαν καί κρι­τι­κή. Θυ­μᾶ­μαι πώς τό­τε ἐκ­πρό­σω­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἦ­ταν ὁ μα­κα­ρι­στός κα­θη­γη­τής π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος δέν θέ­λη­σε νά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θεῖ, ἐ­ξαι­τί­ας ἀ­κρι­βῶς τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου αὐ­τοῦ τοῦ Κει­μέ­νου.
Τό­τε, λοι­πόν, ἐ­γρά­φη­σαν κρι­τι­κές καί ἀ­πορ­ρί­φθη­καν οὐ­σι­α­στι­κά αὐ­τές οἱ θέ­σεις ἀ­πό τήν γρη­γο­ροῦ­σα συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μι­λά­ω γιά τήν Ἑλ­λά­δα, ὅ­που γνω­ρί­ζω, ὅ­τι ἔ­τσι ἔ­γι­ναν τά πάγ­μα­τα. Τε­λι­κά ὅ­μως κυ­κλο­φο­ροῦν, σάν νά εἶ­ναι ἕ­να Κοι­νό Κεί­με­νο, πού ὑ­πε­γρά­φη ἀ­πό ὅ­λες τίς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες. Δη­λα­δή, γιά νά ποῦ­με τά πράγ­μα­τα μέ τό ὄ­νο­μά τους -για­τί ὑ­πάρ­χει πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση ἐ­σκεμ­μέ­νη καί με­θο­δευ­μέ­νη. Τά λέ­με, τά λέ­με, τά λέ­με αὐ­τά, πού δέν εἶ­ναι σω­στά, γιά νά πι­στευ­θοῦν μέ τήν ὑ­πε­ρα­πλου­στευ­μέ­νη σκέ­ψη, ὅ­τι, ἀ­φοῦ κυ­κλο­φο­ροῦν τό­σο πο­λύ, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. Βέ­βαι­α, αὐ­τή εἶ­ναι μιά με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Νέ­ας Τά­ξης Πραγ­μά­των, ἀλ­λά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζου­με τί γί­νε­ται στό σπί­τι μας· καί τό σπί­τι μας εἶ­ναι αὐ­τό. Κά­ποι­οι, χω­ρίς ἐ­μᾶς, καί μή θε­ω­ρη­θεῖ αὐ­τό προ­τε­σταν­τι­κό, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, ἀ­πο­φα­σί­ζουν γιά μᾶς. Ἀ­πο­φα­σί­σθη­καν αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, μέ τά ὁ­ποῖ­α δέν συμ­φω­νοῦ­με, δέν ἐ­ρω­τη­θή­κα­με, καί ὅ­μως πρα­κτι­κά προ­χω­ροῦν, ὡς ἐ­άν νά ἤ­μα­σταν σύμ­φω­νοι.
Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι με­τέ­ω­ρα αὐ­τή τήν στιγ­μή. Αὐ­τό θέ­λω νά πῶ σ’ αὐ­τήν τήν ἐκ­πομ­πή. Καί αὐ­τά τά ὑ­πο­τι­μή­σα­με, για­τί ὁ προ­σα­να­το­λι­σμός μας εὐ­ρύ­τε­ρα, ὡς πι­στῶν, εἶ­ναι κο­σμι­κός, ἀ­σχο­λού­μα­στε μέ τά βι­ο­τι­κά, ἔ­χου­με τόν σκο­τα­σμό μας κ.τ.λ. καί δέν δί­νου­με τή ση­μα­σί­α πού πρέ­πει σ’ αὐ­τά. Ἔρ­χον­ται, ὅ­μως, καί θά ἔρ­χον­ται στό πιά­το μας, για­τί ἐ­ξήγ­γει­λε ἡ πα­ροῦ­σα Σύ­νο­δος, ὅ­τι ἡ θε­μα­το­λο­γί­α της πρός τό πα­ρόν εἶ­ναι αὐ­τή, ἀλ­λά ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται στή συ­νέ­χεια νά κά­νει καί ἄλ­λες τέ­τοι­ες Ἅ­γι­ες καί Με­γά­λες Συ­νό­δους, γιά νά φέ­ρει καί τά ὑ­πό­λοι­πα θέ­μα­τα, πού εἶ­ναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­να. Ἄ­ρα, τά πράγ­μα­τα μᾶς λέ­γον­ται ξε­κά­θα­ρα αὐ­τή τή στιγ­μή. Θά ἔρ­θουν ἐ­κεῖ­να, στά ὁ­ποῖ­α βά­λα­νε κά­ποι­οι ὑ­πο­γρα­φές, ἀλ­λά θά ἔρ­θουν κι ἐ­κεῖ­να, τά ὁ­ποῖ­α κά­ποι­οι δέν τά ὑ­πο­γρά­ψα­νε. Δέν ξέ­ρω μέ ποι­όν τρό­πο. Μπο­ρεῖ νά ἀ­γνο­η­θεῖ τό γε­γο­νός, ὅ­τι δέν τά ἔ­χουν ὑ­πο­γρά­ψει ὅ­λοι, ἀλ­λά θά ἔρ­θουν αὐ­τά τά θέ­μα­τα. Ἑ­πο­μέ­νως, δέν μπο­ροῦ­με νά τά πα­ρα­βλέ­που­με αὐ­τά ἤ νά μήν λέ­με τήν ἱ­στο­ρί­α τους καί νά τά ὡ­ραι­ο­ποι­οῦ­με.
Κοι­τάξ­τε, εἶ­ναι ἐκ­πλη­κτι­κό πώς ἡ ἴ­δια ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή καί ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ἀλ­λά καί οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­στές δέν ὡ­ραι­ο­ποι­οῦν πο­τέ τήν ἀ­λή­θεια. Βλέ­πε­τε, οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­στές μι­λοῦ­νε εἰς βά­ρος τῶν Ἀ­πο­στό­λων, γιά τίς ἀ­συ­νέ­πει­ες καί τά λά­θη τους. Καί οἱ ἁ­μαρ­τί­ες κά­ποι­ων ἀν­θρώ­πων λέ­γον­ται μέ τό ὄ­νο­μά τους. Ἄ­ρα, δέν ὑ­πάρ­χει ὡ­ραι­ο­ποί­η­ση. Ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἄ­κτι­στη καί εἶ­ναι τέ­τοι­α, πού δέν φο­βᾶ­ται τήν ἀ­λή­θεια. Ἑ­πο­μέ­νως, σ’ αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση θά πρέ­πει νά κι­νεῖ­ται καί ἡ θε­σμι­κή ἔκ­φρα­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συ­νό­λῳ της.
Θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε, ὅ­μως, νά συμ­πλη­ρώ­σω τήν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ Κει­μέ­νου αὐ­τοῦ, ὅ­πως κα­τα­τί­θε­ται στήν Ἐ­πι­στο­λή μου: «Τέ­λος στό ἄρ­θρο 22 δί­νε­ται ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος προ­δι­κά­ζει τό ἀ­λά­θη­το τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών της», κι αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο, στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φερ­θή­κα­με λι­γά­κι στήν προ­η­γού­με­νη συ­ζή­τη­ση, «ἐ­πει­δή θε­ω­ρεί ὅ­τι ἡ δι­α­τή­ρη­ση τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­α­σφα­λί­ζε­ται μό­νο διά τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­κα­θεν διά τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἁρ­μό­διο καί ἔ­σχα­το κρι­τή πε­ρί τῶν θε­μά­των τῆς πί­στε­ως». Ἐ­δῶ, ἐ­κτός χει­ρο­γρά­φου, νά πῶ, ὅ­τι ὑ­παι­νίσσ­σε­ται σα­φῶς -καί σέ ἕ­να ἄλ­λο ση­μεῖ­ο εἶ­ναι πο­λύ ἐμ­φα­νέ­στε­ρο-, ὅ­τι θά ὑ­πάρ­ξουν κά­ποι­οι πού θε­ω­ροῦν­ται ζη­λω­τές, θά λέ­γα­με φον­τα­μεν­τα­λι­στές, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν θά δε­χθοῦν ἐν­δε­χο­μέ­νως αὐ­τές τίς ἀ­πο­φά­σεις. Κι αὐ­τοί θά πρέ­πει νά προ­σέ­ξουν, για­τί τούς βά­ζει μπρο­στά στήν ἱ­στο­ρι­κή τους εὐ­θύ­νη, ἔ­ναν­τι τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό εἶ­ναι φρι­κα­λέ­ο, ἐξ ἐ­πό­ψε­ως Ὀρ­θο­δό­ξου. Αὐ­τό θά μπο­ροῦ­σε νά τό πεῖ μό­νο ἕ­νας Πά­πας, μό­νον οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί. Δη­λα­δή, προ­δι­κά­ζει τό ἀ­λά­θη­το καί κα­τα­δι­κά­ζει τήν ὅ­ποι­α ἀν­τί­δρα­ση, ἐκ προ­οι­μί­ου. Ἄν, ὅ­μως, αὐ­τή ἡ ἀν­τί­δρα­ση στοι­χεῖ στήν γρη­γο­ροῦ­σα συ­νεί­δη­ση καί εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», ἄν δη­λα­δή αὐ­τή εἶ­ναι ἐ­κεί­νη, πού ἐκ­φρά­ζει τόν ἅ­γιο Μᾶρ­κο τόν Εὐ­γε­νι­κό, θά ποῦ­με, ὅ­τι αὐ­τοί πού τήν ἐκ­φρά­ζουν τί­θεν­ται ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας; Ἤ ὅ­τι δι­α­σα­λεύ­ουν τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν ὁ­ποί­α ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­τα­νε οἱ λα­τι­νό­φρο­νες; Ἐ­δῶ, φτά­σα­με στήν ἀ­να­τρο­πή τῶν πραγ­μά­των.
Γι’ αὐ­τό, θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά σᾶς πῶ τήν κρι­τι­κή, πού ἀ­σκῶ ἐ­π’ αὐ­τοῦ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἄρ­θρου. Στό ἄρ­θρο αὐ­τό πα­ρα­γνω­ρί­ζε­ται τό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός, ὅ­τι στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­σχα­το κρι­τή­ριο εἶ­ναι ἡ γρη­γο­ροῦ­σα δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α στό πα­ρελ­θόν ἐ­πι­κύ­ρω­σε ἤ θε­ώ­ρη­σε λη­στρι­κές ἀ­κό­μη καί Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Ὅ­ταν δη­λα­δή ἡ δογ­μα­τι­κή αὐ­τή συ­νεί­δη­ση - καί ὅ­ταν λέ­με δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση μπο­ρῶ νά πῶ ὅ­τι εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι δη­λα­δή αὐ­τό τό λει­τουρ­γοῦν μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με, καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ - ὅ­ταν αὐ­τή, λοι­πόν, εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, αὐ­τή εἶ­ναι πού μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιά αὐ­τή τήν συ­νέ­χεια, καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κά τό πι­στο­ποι­οῦ­με καί ἐ­μεῖς ὡς ἐ­πι­στή­μο­νες.
Τό συ­νο­δι­κό σύ­στη­μα, γιά νά ἐ­πα­νέλ­θω στήν Ἐ­πι­στο­λή, ἀ­πό μό­νο του, δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά, θά λέ­γα­με δη­λα­δή μα­γι­κά, τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νον, ὅ­ταν οἱ συ­νο­δι­κοί Ἐ­πι­σκο­ποι, αὐ­τοί δη­λα­δή πού λαμ­βά­νουν μέ­ρος στήν Σύ­νο­δο, ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, δη­λα­δή τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό. Ὁ­πό­τε ὡς συν-ο­δι­κοί -ὡς αὐ­τοί δη­λα­δή πού πη­γαί­νουν ἐ­πί τῆς ὁ­δοῦ πού εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, μα­ζί μέ τόν Χρι­στό- εἶ­ναι στήν πρά­ξη «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Καί αὐ­τό ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καί ἱ­στο­ρι­κῶς-ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶς.
Καί τώ­ρα νά κά­νω τή γε­νι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση τοῦ Κει­μέ­νου: «Μέ ὅ­σα γρά­φον­ται καί ὅ­σα ὑ­πο­νο­οῦν­ται σα­φῶς στό πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι οἱ ἐμ­πνευ­στές καί οἱ συν­τά­κτες του ἐ­πι­χει­ροῦν μιά θε­σμι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ-οἰ­κου­με­νι­σμοῦ μέ μιά ἀ­πό­φα­ση Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου. Αὐ­τό ὅ­μως θά ἦ­ταν κα­τα­στρο­φι­κό γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Γι’ αὐ­τό προ­τεί­νω, τα­πει­νῶς, τήν κα­θο­λι­κή ἀ­πό­συρ­σή του». Νο­μί­ζω, ὅ­τι ἐκ­φρά­ζο­μαι μέ πο­λύ ἐ­πι­εί­κεια γιά τήν ἀ­πό­συρ­ση. Θά ἔ­λε­γα, ἔ­ξω ἀ­πό τά δόν­τια, ὅ­τι θά πρέ­πει νά ὑ­πάρ­ξει κα­τα­δί­κη αὐ­τοῦ τοῦ Κει­μέ­νου, ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀ­πό­συρ­ση. Ἀλ­λά τό λι­γό­τε­ρο ἀ­πό­συρ­ση. Ὄ­χι ἀ­να­θε­ώ­ρη­σή του. Δέν ἔ­χει κά­τι πού νά μπο­ρεῖ νά ἀ­να­θε­ω­ρη­θεῖ, κα­τά τήν γνώ­μη μου. Ἀ­να­φέ­ρο­μαι πάν­το­τε στά οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρα τμή­μα­τα αὐ­τοῦ τοῦ Κει­μέ­νου.
Αὐ­τό τό Κεί­με­νο γιά λό­γους δογ­μα­τι­κούς, ἀ­φοῦ ἔρ­χε­ται ὡς θέ­μα, θά πρέ­πει νά κα­τα­δι­κα­στεῖ. Για­τί; Για­τί εἰ­ση­γεῖ­ται τήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση τῆς συ­νει­δή­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς τῆς Μό­νης, Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς, τό ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­δό­ξως ὁ­μο­λο­γεῖ­ται, ἐ­νῶ στήν συ­νέ­χεια ἀ­κυ­ρώ­νε­ται. Αὐ­τό εἶ­ναι, κα­τά τήν γνώ­μη μου, ὁ γνή­σιος Οἰ­κου­με­νι­σμός. Ὅ­λα νά χω­ροῦν. Ἀν­τι­φα­τι­κά πράγ­μα­τα. Δη­λα­δή, σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μέ τά ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα νά ὑ­πάρ­χου­νε καί νά συ­νυ­πάρ­χουν, ὄ­χι ἁ­πλῶς κα­τά ἀ­νο­χήν, πού οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ὑ­πάρ­χουν καί συ­νυ­πάρ­χουν, ἀλ­λά νά θε­ω­ροῦν­ται ἕ­να, μέ νο­μι­μο­ποί­η­ση μιᾶς οὐ­σι­α­στι­κά Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ἀ­φοῦ θά εἶ­ναι Πα­νορ­θό­δο­ξη, Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη. Πρᾶγ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι φρι­κα­λέ­ο καί μό­νο νά τό σκέ­φτε­ται κα­νείς, ὅ­τι δη­λα­δή μπο­ρεῖ νά ἔ­χει αὐ­τό τό πρᾶγ­μα νο­μι­μο­ποί­η­ση. Για­τί, βέ­βαι­α, κά­νει τά πά­νω κά­τω.
Ἐ­δῶ, γιά νά πῶ καί κά­τι αἰ­σι­ό­δο­ξο, μιά καί ἀν­τη­χοῦν αὐ­τά κά­πως ἀ­παι­σι­ό­δο­ξα, δέν πρό­κει­ται εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων νά πε­ρά­σει κά­τι τέ­τοι­ο στήν πρά­ξη. Για­τί τό λέ­ω αὐ­τό; Καί τό λέ­ω μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο. Για­τί, ἐ­άν πε­ρά­σει αὐ­τό, ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἡ ἴ­δια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός ὡς κε­φα­λή, ἔν­δο­ξη θε­αν­θρώ­πι­νη κε­φα­λή αὐ­τοῦ τοῦ Σώ­μα­τος, μᾶς εἶ­πε, ὅ­τι θά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰ­ῶ­νος, καί τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας Του θά ὑ­πάρ­χει καί θά Τήν κα­θο­δη­γεῖ εἰς πᾶ­σαν τήν ἀ­λή­θειαν. Ἄ­ρα, ἐκ προ­οι­μί­ου, εἴ­μα­στε αἰ­σι­ό­δο­ξοι ρε­α­λι­στι­κά. Για­τί; Για­τί εἴ­μα­στε «ἑ­πό­με­νοι τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι» καί συν­τασ­σό­μα­στε μέ τό λό­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ ἱ­δρυ­τοῦ - Αὐ­τοῦ τοῦ Θε­αν­θρώ­που - τοῦ Σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, κ. Κα­θη­γη­τά, πώς ἱ­στο­ρι­κά αὐ­τό ἔ­χει ἀ­πο­δει­χθεῖ σέ πε­ρι­ό­δους μέ πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες καί πα­ρέ­μει­νε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, ὅ­πως ἦ­ταν, μέ τήν ἑ­νό­τη­τα, πού τώ­ρα προ­σπα­θοῦ­με νά τήν ἀ­να­ζη­τή­σου­με ἤ νά τήν ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρί­σου­με.­..


Κα­θη­γη­τής: Γι’ αὐ­τό καί πρα­κτι­κῶς, μέ­χρι σή­με­ρα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἔ­χει ἁ­γί­ους· ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νους πρω­τί­στως ἀ­πό αὐ­τήν τήν δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἔρ­χε­ται κα­τό­πιν τυ­πι­κῶς ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἐν Συ­νό­δῳ νά ἐ­πι­ση­μο­ποι­ή­σει. Γι’ αὐ­τό ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θο­δο­ξοι δέν ἁ­γι­ο­ποι­οῦ­με, ἀλ­λά ἁ­γι­ο­κα­τα­τάσ­σου­με ἐ­πι­σή­μως μέ μιά λη­ξι­αρ­χι­κή πρά­ξη αὐ­τό, τό ὁ­ποῖ­ο ἤ­δη ὑ­φί­στα­ται. Πῶς γί­νε­ται ἕ­να βρέ­φος πού γεν­νι­έ­ται καί στήν συ­νέ­χεια ὑ­πάρ­χει γιά τήν πο­λι­τεί­α τυ­πι­κῶς; Οὐ­σι­α­στι­κῶς ὑ­πάρ­χει, οὐ­δείς μπο­ρεῖ νά τό ἀμ­φι­σβη­τή­σει, ἀλ­λά ὀ­φεί­λει νά ὑ­πάρ­χει καί ἡ ἐ­πί­ση­μη λη­ξι­αρ­χι­κή πρά­ξη γιά τήν τυ­πι­κή κα­το­χύ­ρω­ση.


Στά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως πρέ­πει νά μι­λᾶ­με


Στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας δη­λα­δή δέν ἔ­χου­με πρό­βλη­μα. Δέν παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει ὁ Ἅ­γιος, ὡς Ἅ­γιος καί νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δι’ αὐ­τοῦ. Καί αὐ­τό εἶ­ναι τό οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο μέ­ρος. Ἔ­τσι, γιά νά ξέ­ρου­με τί εἶ­ναι μί­α Σύ­νο­δος, καί τί εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ ζω­ή, καί τό Θε­αν­θρώ­πι­νο αὐ­τό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιά νά μήν ἔ­χου­με οὔ­τε πε­ρι­δε­ᾶ συ­νεί­δη­ση, οὔ­τε νά φο­βό­μα­στε. Καί προ­σέξ­τε, ἐ­πει­δή ἔ­χω ἀ­κού­σει ἐκ­φρά­σεις -δέν ξέ­ρω σέ ποι­ά ἔ­κτα­ση κυ­κλο­φο­ροῦν, ἀλ­λά τό ἄ­κου­σα σέ πολ­λά μέ­ρη- νά μήν μι­λοῦν, λέ­νε, οἱ πι­στοί γιά αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, γιά τά ὁ­ποῖ­α τώ­ρα μι­λοῦ­με ἐ­μεῖς, για­τί αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τά­κρι­ση. Σᾶς τό λέ­γω ὡς κα­θη­γη­τής τῆς Δογ­μα­τι­κῆς. Αὐ­τό εἶ­ναι ὐ­πο­χρέ­ω­σή μας καί δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τά­κρι­ση. Τό νά μι­λοῦ­με γιά ἐ­κεῖ­να, πού ἀ­φο­ροῦν τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἄν ἔ­χουν ἄ­με­ση ἀ­να­φο­ρά, ἄν φω­το­γρα­φί­ζουν ἤ κα­το­νο­μά­ζουν πρό­σω­πα, αὐ­τό εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­σή μας. Λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος σέ σχό­λιό του στήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λή: «πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν.­.. ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν». Δη­λα­δή, δέν κά­νου­με ἄ­κρι­τα ὑ­πα­κο­ή, ἀλ­λά ἐ­ξε­τά­ζου­με μέ βά­ση αὐ­τήν τήν γρη­γο­ροῦ­σα συ­νεί­δη­ση, ἄν αὐ­τά πού λέ­γον­ται ἀ­πό πρό­σω­πα ἤ καί θε­σμό, ὁ­λό­κλη­ρη Σύ­νο­δο, συ­νά­δουν μ’ αὐ­τά, πού εἶ­πε ὁ Χρι­στός καί δι­α­χρο­νι­κῶς ὑ­πάρ­χουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α διά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί διά τῆς συμ­φω­νί­ας τῶν Πα­τέ­ρων.
Αὐ­τά ὅ­μως, πού μᾶς εἰ­ση­γοῦν­ται οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι οἰ­κου­με­νι­στές, καί τό λέ­γω αὐ­τό με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, ὄ­χι μό­νο δέν συμ­φω­νοῦν, ἀλ­λά εἶ­ναι καί ἀν­τί­θε­τα, ὅ­πως οἱ συμ­προ­σευ­χές τους. Οἱ Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι ὁ­ρί­ζουν τήν κα­θαί­ρε­ση καί τόν ἀ­φο­ρι­σμό αὐ­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι τά κά­νουν. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α, ποι­οί εἶ­ναι αὐ­τοί. Τό ἄν αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν ἔ­χει γί­νει ἀ­κό­μη, εἶ­ναι θέ­μα τυ­πι­κό, ὅ­πως εἶ­πα καί γιά τήν ἁ­γι­ο­κα­τά­τα­ξη. Ἀν­τι­στοί­χως, ἰ­σχύ­ει καί ἐ­δῶ τό ἴ­διο πρᾶγ­μα.
Ἄ­ρα, ἡ κα­τά­κρι­ση ἀ­να­φέ­ρε­ται, λέ­γει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, στό βί­ο. Δέν θά ἀ­σχο­λεῖ­σαι μέ τόν βί­ο τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας τοῦ ἄλ­λου, ἄν τυ­χόν αὐ­τός δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός κ.τ.λ. Για­τί ἐ­κεῖ­νο εἶ­ναι κα­τά­κρι­ση. Κρι­τής εἶ­ναι μό­νον ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος γνω­ρί­ζει κ.τ.λ. Δέν θά σφε­τε­ρι­στοῦ­με, δη­λα­δή, αὐ­τό τό δι­καί­ω­μα τό μο­να­δι­κό, πού ἔ­χει ὁ Χρι­στός. Γιά τά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως ὅ­μως ὀ­φεί­λου­με νά μι­λή­σου­με. Καί μά­λι­στα μᾶς τό λέ­ει καί ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός: «ὅ­στις ὁ­μο­λο­γή­σει ἐν ἐ­μοί»· ἄ­ρα, μέ ἐ­νερ­γό τήν πα­ρου­σί­α Του μέ­σα μας, δη­λα­δή ὁ Χρι­στός ὁ­μο­λο­γεῖ τό­τε. Δη­λα­δή, ἐ­άν δέν τό κά­νου­με, δέν ση­μαί­νει ὅ­τι εἴ­μα­στε εὐ­σε­βεῖς, ἐ­πει­δή δέν θέ­λου­με νά μι­λᾶ­με καί δέν θέ­λου­με νά ξέ­ρου­με καί δέν θέ­λου­με νά ἐ­νη­με­ρω­νό­μα­στε γιά αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά θά κρι­θοῦ­με, για­τί δέν δί­νου­με τήν πρέ­που­σα ὁ­μο­λο­γί­α. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α ἡ θέ­ση τῶν κρι­νο­μέ­νων αὐ­τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Γιά φαν­τα­στεῖ­τε, μέ αὐ­τήν τήν συλ­λο­γι­στι­κή νά γι­νό­ταν τό ἴ­διο πρᾶγ­μα, ἐ­πει­δή ὁ Ἄ­ρει­ος ἦ­ταν κλη­ρι­κός, ἐ­πει­δή ὁ Νε­στό­ριος ἦ­ταν Πα­τριά­ρχης. Καί πά­ει λέ­γον­τας. Δέν κά­νου­με τί­πο­τε αὐ­θαί­ρε­το, εἶ­ναι νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νο καί ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, στόν ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­πέμ­πει καί ὁ ἅ­γιος Χρυ­σό­στο­μος, ἐ­πί­σης λέ­ει: «καί ἐ­γώ ὁ ἴ­διος ἄν ἔρ­θω καί σᾶς πῶ δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­πό αὐ­τά πού σᾶς εἶ­πα, ἤ καί ἄγ­γε­λος ἐξ οὐ­ρα­νοῦ, ἀ­νά­θε­μα ἔ­στω». Αὐ­τός εἶ­ναι Βι­βλι­κός λό­γος. Δέν χω­ρά­ει σμί­κρυν­ση. Δέν χω­ρά­ει στρογ­γύ­λε­μα, οὔ­τε μπο­ροῦ­με νά τόν δοῦ­με σχε­τι­κῶς. Εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος.
Ἔ­τσι λοι­πόν, αὐ­τά πού λέ­με, τά λέ­με με­τά λό­γου γνώ­σε­ως. Καί δέν εἶ­ναι φα­να­τι­σμός, αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο λές, νά τό λές εὐ­θαρ­σῶς, ὅ­ταν συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι ἡ πί­στη καί ἡ ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀρ­κεῖ νά τό λές τεκ­μη­ρι­ω­μέ­να. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, φον­τα­μεν­τα­λι­σμός καί φα­να­τι­σμός εἶ­ναι ἡ ἰ­δε­ο­λη­ψί­α. Ὅ­ταν ἁ­πλῶς λές μιά ἰ­δε­ο­λο­γί­α, μιά ἄ­πο­ψη ἀ­τεκ­μη­ρί­ω­τα καί χρη­σι­μο­ποι­εῖς μά­λι­στα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή της τήν βί­α. Ἐ­μεῖς, προ­φα­νῶς, δέν ἔ­χου­με καμ­μιά σχέ­ση μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο. Εὐ­θαρ­σῶς, βέ­βαι­α, μπο­ρεῖ νά φω­νά­ζου­με κι­ό­λας, ἀλ­λά αὐ­τό δέν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μέ ἐ­γω­ϊ­σμό. Για­τί δέν μι­λοῦ­με γιά μᾶς, μι­λοῦ­με γιά τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί μι­λοῦ­με, ἄν θέ­λε­τε, καί γιά τήν ταυ­τό­τη­τά μας, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐν Χρι­στῷ.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Εἶ­ναι ἱ­ε­ρή μας ὑ­πο­χρέ­ω­ση λοι­πόν αὐ­τό. Νά μι­λοῦ­με γιά θέ­μα­τα πί­στε­ως. Νά μήν σκύ­βου­με τό κε­φά­λι, οὔ­τε νά μποῦ­με σ’ αὐ­τό τό πνεῦ­μα τῶν τε­λευ­ταί­ων πολ­λῶν ἐ­τῶν στήν Ἑλ­λά­δα δυ­στυ­χῶς, τοῦ ὠ­χα­δελ­φι­σμοῦ, κι ἐ­γώ τώ­ρα θά πῶ, ἐ­γώ θά κά­νω, εἶ­μαι σέ θέ­ση ἐ­γώ νά ξέ­ρω; Μᾶς εἴ­πα­τε ὅ­μως ἕ­να πο­λύ ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα μέ τούς ἁ­γί­ους μας. Ὅ­τι πρῶ­τα ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ κό­σμου, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι αὐ­τή πού πι­στο­ποι­εῖ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα, καί ἔρ­χε­ται ἀρ­γό­τε­ρα καί ἡ πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄν ἔρ­θει τε­λι­κά, νά τήν κα­τα­χω­ρή­σει καί ἐ­πι­σή­μως. Εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο θέ­μα.


Κα­θη­γη­τής: Ἔ­τσι θά ἔ­πρε­πε νά ἐ­νερ­γή­σει καί ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος, ἄν θέ­λει νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη.


Ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λες «Ἐκ­κλη­σί­ες καί Ὁ­μο­λο­γί­ες»;


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἐν­δε­χο­μέ­νως νά εἶ­ναι ἁ­πλῶς μί­α συ­νέ­λευ­ση αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, ἄν τε­λι­κά γί­νει.­.. Κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, ἀ­να­φερ­θή­κα­με προ­η­γου­μέ­νως, καί νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νά τό το­νί­σου­με λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­τι πρέ­πει νά ψά­χνου­με ἀ­κρι­βῶς τίς πη­γές τῶν προ­βλη­μά­των, γιά νά κα­τα­λα­βαί­νου­με λί­γο κα­λύ­τε­ρα, πῶς δη­μι­ουρ­γοῦν­ται τά προ­βλή­μα­τα. Τό Κεί­με­νο αὐ­τό τό προ­βλη­μα­τι­κό, πού τί­θε­ται πρός συ­ζή­τη­ση ἤ πρός ἔγ­κρι­ση στή μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δο, ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ «Ἐκ­κλη­σί­ες καί Ὁ­μο­λο­γί­ες». Μι­λᾶ­με γιά μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κή καί ἐ­σφαλ­μέ­νη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή θε­ώ­ρη­ση ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Πό­τε, ὅ­μως, ἐμ­φα­νί­στη­κε γιά πρώ­τη φο­ρά αὐ­τή ἡ ἐ­σφαλ­μέ­νη θε­ώ­ρη­ση στήν ἱ­στο­ρί­α μας;


Κα­θη­γη­τής: Αὐ­τό ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον πράγ­μα­τι ἱ­στο­ρι­κό· νά δεῖ κα­νείς, ὅ­τι δέν ἔ­χου­με μπρο­στά μας κά­τι πού ἦρ­θε διά παρ­θε­νο­γεν­νή­σε­ως. Ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος αἰ­ώ­νας, πού κυ­ο­φό­ρη­σε αὐ­τά τά πράγ­μα­τα. Πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται μέ τίς Πα­τρι­αρ­χι­κές Ἐγ­κυ­κλί­ους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, κα­τά τόν 20ό αἰ­ῶ­να. Συγ­κε­κρι­μέ­να, τό ἔ­τος 1902 ἐκ­δί­δε­ται μιά Ἐγ­κύ­κλιος, τό 1904 ἄλ­λη καί ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τε­ρη εἶ­ναι τό 1920 ἀ­πό τόν Πα­τριά­ρχη Με­λέ­τιο Με­τα­ξά­κη. Τί γί­νε­ται στίς Ἐγ­κυ­κλί­ους αὐ­τές; Οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι, κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο, νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται ὡς «ἐκ­κλη­σί­ες» μέ τήν ἔκ­φρα­ση «ἀ­να­δεν­δρά­δες» τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ δέν­δρου. Δη­λα­δή, ὑ­πάρ­χου­με ἐ­μεῖς καί ὑ­πάρ­χουν καί «ἀ­να­δεν­δρά­δες», πού βγαί­νουν ἀ­πό τήν ἴ­δια ρί­ζα. Ἀ­ρα, εἶ­ναι ἀ­πό τό ἴ­διο δέν­δρο. Ἑ­πο­μέ­νως, ἔ­χου­νε νο­μι­μό­τη­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως. Ἔ­τσι, μέ ἔμ­με­σο τρό­πο, εἰ­ση­γοῦν­ται, γιά πρώ­τη φο­ρά, τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν χρι­στια­νῶν τῆς Δύ­σε­ως.


Ὅ­λα εἶ­ναι με­θο­δευ­μέ­να


Δη­λα­δή, αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο λε­γε­ται στό Κεί­με­νο, δέν ἦρ­θε ξαφ­νι­κά. Κυ­ο­φο­ρή­θη­κε ὅ­λο αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα. Με­τά τό 1920 ἔ­χου­με προ­σπά­θει­ες, γιά νά γί­νει αὐ­τή ἡ «Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος» ἀ­πό τούς συγ­κε­κρι­μέ­νους αὐ­τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Στήν συ­νέ­χεια, κα­τε­ξο­χήν ὁ Πα­τριά­ρχης Ἀ­θη­να­γό­ρας ἔ­κα­νε ὅ­λα αὐ­τά τά ἀ­νοίγ­μα­τα πρός αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση, ἔ­χον­τας αὐ­τή τή συ­νεί­δη­ση. Καί ὁ κα­η­μός ὅ­λος ἤ­τα­νε, νά δώ­σου­με τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα αὐ­τή στούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς καί τούς Προ­τε­στάν­τες. Νά εἶ­ναι νό­μι­μοι. Δέν κα­τορ­θώ­θη­κε ὅ­μως αὐ­τό ἱ­στο­ρι­κά. Ὑ­πῆρ­χε μιά προ­σπά­θεια νά γί­νει ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή τό 1925, γιά νά συμ­πέ­σουν μέ τήν πρώ­τη Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο, 1600 χρό­νια με­τά, καί στή συ­νέ­χεια τό 1928, τό 1935 νο­μί­ζω, καί δι­ά­φο­ρες ἄλ­λες, κα­τά δι­α­στή­μα­τα, ἡ­με­ρο­μη­νί­ες. Τε­λι­κῶς, τό πρᾶγ­μα ἔ­φτα­σε ὡς σή­με­ρα, μέ τίς πρω­το­βου­λί­ες, ἐ­ξί­σου καί στήν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς κα­τεύ­θυν­ση τοῦ Πα­τριά­ρχου Ἀ­θη­να­γό­ρα, τοῦ νῦν Πα­τριά­ρχου Βαρ­θο­λο­μαί­ου, μέ τίς ἴ­δι­ες με­θό­δους, μέ κα­τά πό­δας, θά ἔ­λε­γα, ἀν­τι­γρα­φή αὐ­τῆς τῆς με­θο­δο­λο­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει νά κά­νει τί­πο­τε μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη δι­α­φα­νῆ πρα­κτι­κή.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νά ποῦ­με κά­τι, γιά νά βο­η­θή­σου­με λί­γο τό ἀ­κρο­α­τή­ριο καί ὅ­λους μας. Εἴ­πα­τε, ὅ­τι ξε­κί­νη­σε μέ κά­ποι­ες Ἐγ­κυ­κλί­ους. Πού ση­μαί­νει, ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να Κεί­με­νο, πού στέλ­νει ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης, ἄς ποῦ­με, στίς ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες.


Κα­θη­γη­τής: Πρός ἐ­νη­μέ­ρω­ση.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Πρός ἐ­νη­μέ­ρω­ση.­.. καί δι­α­βού­λευ­ση.­..ποι­ός ξέ­ρει.­..


Κα­θη­γη­τής: .­..Ζύ­μω­ση στίς συ­νει­δή­σεις.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἄ­ρα, οὔ­τε αὐ­τό ἦ­ταν δε­σμευ­τι­κό Κεί­με­νο οὔ­τε ἦ­ταν κά­τι ὡς ἀ­πό­λυ­τα δογ­μα­τι­κό, πού θά ’­πρε­πε νά τό ἀ­κο­λου­θή­σουν.


Κα­θη­γη­τής: Δογ­μα­τι­κό εἶ­ναι τό πε­ρι­ε­χό­με­νο, δι­ό­τι ἀ­να­φέ­ρε­ται στό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά δέν ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­τι­κό, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ὅ­τι δέν συ­ζη­τή­θη­κε, δέν υἱ­ο­θε­τή­θη­κε, πα­ρά μό­νον μέ ἕ­ναν πλά­γιο τρό­πο ἔ­γι­νε μιά πρα­κτι­κή ἐκ μέ­ρους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, τήν ὁ­ποί­α σύν­το­μα ἀ­κο­λού­θη­σαν καί τά ἄλ­λα Πα­τρι­αρ­χεῖ­α. Εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ἀν­τί­λη­ψη, ἡ ὁ­ποί­α λέ­ει, ἐ­μεῖς θά τό κά­νου­με πρά­ξη καί με­τά θά ἔρ­θει ἡ ἱ­στο­ρί­α μέ­σα ἀ­πό συγ­κε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα, γιά νά νο­μι­μο­ποι­ή­σει καί θε­σμι­κά αὐ­τό, τό ὁ­ποῖ­ο ἤ­δη τρέ­χει ὡς ζω­ή τώ­ρα ἐ­δῶ. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν ἔ­χει καμ­μιά νο­μι­μό­τη­τα, ἐξ ἐ­πό­ψε­ως Ὀρ­θο­δό­ξου. Ἡ νο­μι­μό­τη­τα ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πό τήν συ­νο­δι­κό­τη­τα, τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή δη­λα­δή αὐ­τή λει­τουρ­γί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ὅ­λα αὐ­τά, τά ὁ­ποῖ­α μέ­χρι τώ­ρα ἦ­ταν ἄ­τυ­πα, δη­λα­δή οὐ­σι­α­στι­κά με­τέ­ω­ρα, ἔρ­χον­ται τώ­ρα νά νο­μι­μο­ποι­η­θοῦν. Αὐ­τό, ὅ­μως, κά­νει τά πράγ­μα­τα πο­λύ σο­βα­ρά. Για­τί, θά μοῦ πεῖ­τε, ἄν ἡ ἀ­πό­φα­ση τῆς Συ­νό­δου εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­νη; Θά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ μί­α κα­τά­στα­ση, ἡ ὁ­ποί­α θά εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό αὐ­τήν πού ὑ­πάρ­χει αὐ­τή τή στιγ­μή, ἄν δέν εἶ­ναι στή σω­στή κα­τεύ­θυν­ση. Γι’ αὐ­τό, θε­ω­ρῶ κι ἐ­γώ σκό­πι­μο ἐκ μέ­ρους μου νά ἀν­τα­πο­κρι­θῶ σ’ αὐ­τό τό προ­σκλη­τή­ριο, πού μοῦ κά­να­τε, προ­κει­μέ­νου νά δώ­σω αὐ­τή τή συ­νέν­τευ­ξη, ἐ­πει­δή τό θέ­μα εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά σο­βα­ρό. Βε­βαί­ως, ἔ­χει καί πολ­λές ἄλ­λες πτυ­χές καί δέν εἶ­μαι ἐ­κεῖ­νος, πού δι­εκ­δι­κῶ τήν ἀ­πάν­τη­ση σέ ὅ­λα τά θέ­μα­τα καί μέ πλη­ρό­τη­τα· θά βρε­θοῦν κι ἄλ­λοι ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά κά­νουν τά πε­ραι­τέ­ρω βή­μα­τα.


Τί θά γί­νει, ἄν κά­ποι­οι δι­α­φω­νή­σουν


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Συ­νε­πῶς, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, μέ ὅ­λα αὐ­τά πού μᾶς λέ­τε καί μέ πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­κοῦ­με, καί κά­νον­τας καί μί­α σύν­δε­ση μέ ὅ­σα εἴ­χα­με πεῖ στήν προ­η­γού­με­νη ρα­δι­ο­φω­νι­κή μας ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, θά ἤ­θε­λα νά σᾶς ρω­τή­σω: τί θά γί­νει, ἄν κά­ποι­οι ἀ­πό τούς Ἐ­πι­σκό­πους, πού θά με­τέ­χουν στίς ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ες τῶν κα­τά Τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν, δη­λα­δή στίς ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ες τῶν 24 Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, δέν συμ­φω­νή­σουν στά πρός ψή­φι­ση θέ­μα­τα καί μά­λι­στα μέ ὅ­σα ἔ­χουν δογ­μα­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ὅ­πως αὐ­τό πού πρό ὀ­λί­γου κου­βεν­τι­ά­σα­με; Ἔ­χει προ­βλε­φθεῖ κά­τι συγ­κε­κρι­μέ­νο στόν τρό­πο λει­τρουρ­γί­ας τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης Συ­νό­δου;


Κα­θη­γη­τής: Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο τό ἐ­ρώ­τη­μα. Ἔ­χει προ­βλε­φθεῖ. Ὁ Κα­νο­νι­σμός, δη­λα­δή, Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, πα­ρα­πέμ­πει τό ζή­τη­μα αὐ­τό πού θέ­τε­τε στήν Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α γιά τήν ἐ­πί­λυ­σή του. Ἡ προ­τει­νό­με­νη αὐ­τή λύ­ση ὅ­μως, ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθε, εἶ­ναι προ­βλη­μα­τι­κή καί ἀ­νάρ­μο­στη γιά τό χα­ρα­κτῆ­ρα μιᾶς Συ­νό­δου, πού θέ­λει νά λέ­γε­ται καί νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη. Στή δεύ­τε­ρη Ἐ­πι­στο­λή μου πρός τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, μέ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 10/2/2016, ἀ­παν­τῶ στό ἐ­ρώ­τη­μά σας αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φα­με τά ἑ­ξῆς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πρός τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α μας. Καί θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά σᾶς τά δι­α­βά­σω. Λέ­γε­ται λοι­πόν ἐ­κεῖ σέ ἕ­να τμῆ­μα: «Στό Ἄρ­θρο αὐ­τό βλέ­που­με, ὅ­τι ἡ ὁ­μο­φω­νί­α τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στή μί­α ψῆ­φο κά­θε Το­πι­κῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ ἐ­πι­μέ­ρους δι­α­φω­νί­ες -ἐ­φό­σον αὐ­τές συμ­βαί­νει νά ἀ­πο­τε­λοῦν μει­ο­ψη­φί­α, στό πλαί­σιο τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν- ἀ­φή­νον­ται ὡς «ἐ­σω­τε­ρι­κή ὑ­πό­θε­σή τους», πρᾶγ­μα πού εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτο γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο, ὅ­ταν μά­λι­στα συμ­βαί­νει τό θέ­μα τῆς δι­α­φω­νί­ας νά εἶ­ναι γιά δογ­μα­τι­κή ὑ­πό­θε­ση. Καί ἡ πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ πι­θα­νή. Λό­γου χά­ρη, τό θέ­μα τῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας καί τῆς ταυ­τό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού πραγ­μα­τεύ­ε­ται τό Κεί­με­νο: «ΣΧΕ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΥ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙ­ΠΟΝ ΧΡΙ­ΣΤΙ­Α­ΝΙ­ΚΟΝ ΚΟ­ΣΜΟΝ», εἶ­ναι θέ­μα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό, δη­λα­δή κα­τε­ξο­χήν δογ­μα­τι­κό. Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἐ­πι­τρε­πτό, ἕ­να Κεί­με­νο πού προ­ω­θεῖ­ται πρός ἔγ­κρι­ση, ἀ­πό τή μί­α με­ριά νά εἰ­ση­γεῖ­ται οὐ­σι­α­στι­κά τήν Προ­τε­σταν­τι­κή θε­ω­ρί­α τῶν «κλά­δων» (ὅ­τι δη­λα­δή μί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά ἔ­χει πολ­λούς κλά­δους, πού ἔ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα) -νο­μι­μο­ποι­ών­τας μέ τήν ἀ­πο­δο­χή του τήν ὕ­παρ­ξη πολ­λῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν μέ πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα- καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὁ «Κα­νο­νι­σμός Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου» αὐ­τῆς νά ἀ­γνο­εῖ στήν πρά­ξη τούς ἐν­δε­χό­με­νους μει­ο­ψη­φοῦν­τες Ἱ­ε­ράρ­χες τῶν ἐ­πι­μέ­ρους Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί νά μήν λαμ­βά­νει σο­βα­ρώ­τα­τα ὑ­πό­ψη τίς θε­ο­λο­γι­κές το­πο­θε­τή­σεις τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ώς τους.
Κι ἐ­δῶ γεν­νᾶ­ται τό εὔ­λο­γο θε­ο­λο­γι­κό καί δογ­μα­τι­κό ἐ­ρώ­τη­μα: Πῶς θά ὁ­μο­λο­γη­θεῖ στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἡ Μί­α πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «ἐν ἑ­νί στό­μα­τι καί μιᾷ καρ­δί­ᾳ»; Πῶς θά μπο­ρέ­σουν οἱ Συ­νο­δι­κοί Πα­τέ­ρες νά ποῦν «ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν», ὅ­πως τό εἴ­πα­νε στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο; Πῶς θά ἀ­πο­δεί­ξουν, ὅ­τι ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ», ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζουν οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ὡς γνω­στόν, ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων». Ἐ­δῶ λέ­με αὐ­τό, πού εἴ­πα­με καί στήν προ­η­γού­με­νη ἐκ­πομ­πή, ἀλ­λά θά τό ἐ­πα­να­λά­βου­με, για­τί ἔ­χει πά­ρα πο­λύ με­γά­λη ση­μα­σί­α. «Ἡ Ἀ­λή­θεια κα­θε­αυ­τήν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Για­τί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὑ­πο­στα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α δη­λα­δή. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, μέ τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση. Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ἀ­φή­σει σέ κα­τώ­τε­ρα συ­νο­δι­κά σώ­μα­τα τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κά σο­βα­ρό θέ­μα τῆς ἐν­δε­χό­με­νης δι­α­φω­νί­ας τῶν μει­ο­ψη­φούν­των Ἐ­πι­σκό­πων σέ δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται, ὡς ἀ­νώ­τα­το συ­νο­δι­κό σῶ­μα, νά ἐ­πι­λη­φθεῖ αὐ­τοῦ τοῦ θέ­μα­τος ἄ­με­σα, για­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά ὑ­πάρ­χει ὁ­ρα­τός ὁ κίν­δυ­νος τοῦ σχί­σμα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τή στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς πού ἡ Με­γά­λη αὐ­τή Σύ­νο­δος φι­λο­δο­ξεῖ νά ἐ­πα­να­βε­βαι­ώ­σει τήν ὁ­ρα­τή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας». Κι ἔ­τσι κλεί­νει κι αὐ­τή ἡ Ἐ­πι­στο­λή.
Δη­λα­δή, μέ ἄλ­λα λό­για, θέ­λω νά πῶ ἐ­δῶ, πώς οἱ μει­ο­ψη­φοῦν­τες αὐ­τοί Ἐ­πί­σκο­ποι σέ δογ­μα­τι­κό θέ­μα δέν εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση πε­ρι­φε­ρεια­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα. Δι­ό­τι αὐ­τό θά ἐ­ξα­κο­λου­θή­σουν νά τό ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, καί ὄ­χι μό­νο αὐ­τοί, ἀλ­λά καί ἡ Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, τήν ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζουν, ἐν­νο­ῶ τήν Μη­τρό­πο­λή τους καί ὄ­χι μό­νο. Τί θά γί­νει σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση; Θά πλα­νᾶ­ται μέ­χρι τό­τε ἡ ὅ­ποι­α ἀ­πό­φα­ση θά πά­ρει ἡ Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α; Καί νά πά­ρει ἀ­πό­φα­ση ἡ Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, πά­λι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι αὐ­τοί μπο­ρεῖ νά ἐ­φε­ση­βά­λουν τήν κα­τα­δί­κη τους, ἄν εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή π.χ. σέ Μεί­ζο­να Σύ­νο­δο. Μά, ἡ Μεῖ­ζον Σύ­νο­δος εἶ­ναι πα­ροῦ­σα. Αὐ­τό, ἄν ἀ­φε­θεῖ δι­α­δι­κα­στι­κά, θά πά­ρει χρό­νο, κι ἄν πά­ρει χρό­νο, θά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ με­γά­λη ἀ­να­στά­τω­ση καί γιά τήν ἀ­ξι­ο­πι­στί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου, γιά τίς ἀ­πο­φά­σεις πού πῆ­ρε, ἀλ­λά καί τό θέ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας θά τε­θεῖ ἐκ τῆς βά­σε­ως ἐν ἀμ­φι­βό­λῳ. Ποι­ός ἔ­χει τώ­ρα δί­κιο, οἱ λί­γοι ἤ οἱ πολ­λοί; Καί τί θά πεῖ, ὅ­τι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἐ­νήρ­γη­σαν θε­σμι­κά; Τό θε­σμι­κό ἐ­νερ­γεῖ μη­χα­νι­στι­κά, μα­γι­κά; Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι συ­νῆλ­θαν ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ πολ­λοί Ἐ­πί­σκο­ποι; Ὄ­χι σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ. Τό ἀ­πέ­δει­ξε ἡ ἱ­στο­ρί­α, ὅ­τι δη­λα­δή ὑ­πάρ­χουν πο­λύ Με­γά­λες Σύ­νο­δοι, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἦ­ταν λη­στρι­κές.


Ποι­ά εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια


Κα­τά συ­νέ­πεια, ὅ­πως εἴ­πα­με, ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να πρό­σω­πα. Καί τό ἔ­δει­ξε αὐ­τό ἡ ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως εἶ­πα καί στήν προ­η­γού­με­νη ἐκ­πομ­πή, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου καί τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας. Ὅ­πως συμ­βαί­νει, δη­λα­δή, νά εἶ­ναι κά­ποι­ες μο­νά­δες ἅ­γιοι καί ὅ­μως ὁ λα­ός, πού ἔ­χει κρι­τή­ριο γιά τήν ἐ­πί­λυ­ση σο­βα­ρῶν θε­μά­των, εἴ­τε προ­σω­πι­κῶν εἴ­τε εὐ­ρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κῶν, οἰ­κο­γε­νεια­κῶν ἤ ἐ­θνι­κῶν, κα­τα­φεύ­γει σ’ αὐ­τούς τούς ἁ­γί­ους, γιά τούς ὁ­ποί­ους δέν ἐ­ξε­τά­ζει, ἄν εἶ­ναι ἱ­ε­ρω­μέ­νοι ἤ δέν εἶ­ναι ἱ­ε­ρω­μέ­νοι, ἄν ἔ­χου­νε κά­ποι­α ἐ­ξου­σί­α ἤ δέν ἔ­χου­νε, ἄν εἶ­ναι ἐγ­γράμ­μα­τοι ἤ λό­γιοι. Ἔ­χου­με μά­λι­στα τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια αὐ­τήν τήν πρό­κλη­ση τῶν ὀ­λι­γο­γραμ­μά­των Ἁ­γί­ων, ἡ ὁ­ποί­α θυ­μί­ζει ἀ­πο­στο­λι­κή ἐ­πο­χή, ὅ­που οἱ ἀ­γράμ­μα­τοι ἀ­πό­στο­λοι ἦ­ταν οἱ πάν­σο­φοι, πού ἄλ­λα­ξαν τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Οἰ­κου­μέ­νης.
Ἔ­τσι βλέ­που­με, ὅ­τι ἐ­κεῖ πού δέν μπό­ρε­σαν νά μᾶς ἀ­παν­τή­σουν οἱ λό­γοι καί τά βι­βλί­α καί ἡ ἐ­πί τό­σα ἔ­τη ἐ­να­σχό­λη­σή μας μέ αὐ­τά τά θέ­μα­τα, μᾶς ἀ­πάν­τη­σαν αὐ­τοί οἱ ἅ­γιοι μέ τρό­πο κα­τα­λυ­τι­κό, πού ἡ καρ­διά μας μᾶς πλη­ρο­φό­ρη­σε ὑ­παρ­ξια­κά, ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, πού λέ­γε­ται ἀ­πό αὐ­τούς. Καί τό λέ­ω αὐ­τό ἐξ ἰ­δί­ας ἐμ­πει­ρί­ας, ἐ­πει­δή εἶ­χα τήν εὐ­λο­γί­α, νά γνω­ρί­σω του­λά­χι­στον αὐ­τούς τούς δύ­ο πρός τό πα­ρόν ἁ­γι­ο­κα­τα­τα­χθέν­τες νε­ο­φα­νεῖς Ἁ­γί­ους, τόν Ἅ­γιο Πα­ΐ­σιο καί τόν Ἅ­γιο Πορ­φύ­ριο. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λοι, γιά τούς ὁ­ποί­ους δέν χω­ρά­ει κα­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἀμ­φι­βο­λί­α στή συ­νεί­δη­σή μας, ὅ­τι εἶ­ναι ἅ­γιοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι. Αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο νά τό προ­σέ­ξου­με ἰ­δι­αί­τε­ρα, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας στήν πρά­ξη.


Ποι­ός εἶ­ναι τε­λι­κά ὁ σκο­πός τῆς συγ­κλή­σε­ως τῆς Συ­νό­δου


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά δι­α­φο­ρά, πού ὅ­ταν τήν προ­σέ­ξου­με λί­γο, ὅ­πως λέ­γε­τε κι ἐ­σεῖς, μᾶς δί­νει τίς ἀ­παν­τή­σεις καί μᾶς ξε­χω­ρί­ζει πλή­ρως τά πράγ­μα­τα. Μέ ὅ­λα αὐ­τά, πού σᾶς ἀ­κοῦ­με, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, νά μᾶς λέ­τε, εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτο τό ἐ­ρώ­τη­μα, πού γεν­νᾶ­ται: Ποι­ός εἶ­ναι ὁ σκο­πός, τε­λι­κά, τῆς συγ­κλή­σε­ως αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου; Πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­ταν, ὅ­πως δι­α­βά­σα­με, μό­νον ἡ ἔ­ναρ­ξη καί ἡ λή­ξη, οἱ δύ­ο αὐ­τές πα­νη­γυ­ρι­κές συ­νε­δριά­σεις, θά εἶ­ναι ἀ­νοι­κτές, ἐ­νῶ ὅ­λες οἱ ἄλ­λες θά εἶ­ναι κε­κλει­σμέ­νων τῶν θυ­ρῶν, λές καί τά θέ­μα­τα, πού θά συ­ζη­τη­θοῦν, εἶ­ναι ἑ­πτα­σφρά­γι­στα μυ­στι­κά καί δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζουν κα­νέ­ναν. Θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με κά­τι ἐ­π’ αὐ­τοῦ;


Κα­θη­γη­τής: Ναί, ἀ­σφα­λῶς καί θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, καί μᾶλ­λον νά ὑ­πεν­θυ­μί­σω κά­τι, πού ἤ­δη ἔ­χω πεῖ: Ἡ γνώ­μη μου γιά τόν σκο­πό συγ­κλή­σε­ως αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου συμ­πυ­κνώ­νε­ται στήν ἀ­πο­τί­μη­ση, πού κα­τα­θέ­τω στήν πρώ­τη μου Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α. Νά σᾶς τήν δι­α­βά­σω πά­λι, για­τί εἶ­ναι μέ τρό­πο ἔ­τσι συ­νο­πτι­κό γραμ­μέ­νο. «Οἱ ἐμ­πνευ­στές λοι­πόν καί συν­τά­κτες τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου κει­μέ­νου ἐ­πι­χει­ροῦν σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση μιά θε­σμι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Συγ­κρη­τι­σμοῦ-Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ μέ μιά ἀ­πό­φα­ση Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου». Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Δη­λα­δή, τί θέ­λω νά πῶ; Γι’ αὐ­τό γί­νε­ται αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, γιά νά νο­μι­μο­ποι­ή­σει τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό. Θά τό ἀν­τι­στρέ­ψω ἐ­γώ, για­τί κα­τά τήν ἄ­πο­ψή μου ἔ­πρε­πε, ἄρ­γη­σε κι­ό­λας, νά γί­νει αὐ­τή ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος ἤ μιά Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος. Ἀλ­λ’ ὡς θε­μα­το­λο­γί­α της, κα­τε­ξο­χήν, θά ἔ­πρε­πε νά ἔ­χει τήν κα­τα­δί­κη τοῦ Συγ­κρη­τι­σμοῦ, τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, εἴ­τε εἶ­ναι Ὀρ­θο­δό­ξων Οἰ­κου­με­νι­σμός εἴ­τε εἶ­ναι Οἰ­κου­με­νι­σμός Δυ­τι­κοῦ τύ­που. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ὁ κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής εἶ­ναι ἡ σχε­τι­κο­ποί­η­ση τῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Καί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά πε­ρί­ερ­γο γιά μέ­να, πῶς νά σᾶς τό πῶ, ἡ λέ­ξη πού μοῦ βγαί­νει εἶ­ναι θρά­σος, νά τί­θε­ται τέ­τοι­ο θέ­μα πρός ἐ­πι­κύ­ρω­ση, ἐ­νῶ θά ἔ­πρε­πε νά ἔλ­θει αὐ­τό τό θέ­μα μό­νο πρός κα­τα­δί­κη. Ἐ­πει­δή τα­λα­νί­ζει ἕ­ναν αἰ­ῶ­να ἤ­δη τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας καί κιν­δυ­νεύ­ου­με νά χά­νου­με πά­ρα πολ­λούς πι­στούς μέ­σα σ’ αὐ­τήν τήν σχε­τι­κο­ποί­η­ση τῶν πάν­των, ἡ ὁ­ποί­α γί­νε­ται βέ­βαι­α στό πλαί­σιο τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης. Γιά νά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση σέ ὅ­λα τά ἐ­πί­πε­δα -οἰ­κο­νο­μι­κό, κοι­νω­νι­κό, πο­λι­τι­κό κ.τ.λ- πρέ­πει νά ἐ­πι­κρα­τή­σει καί στή θρη­σκεί­α. Καί τό πρῶ­το βῆ­μα αὐ­τή τή στιγ­μή εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ὁ χρι­στι­α­νι­κός. Δη­λα­δή, νά τά βροῦ­με μέ ἕ­να m­i­n­i­m­um δογ­μα­τι­κό -ἄν καί δέν μπο­ρεῖ νά γί­νον­ται, ὅ­πως ἔ­λε­γε καί ὁ ἅ­γιος Πα­ϊ­σιος, ἐκ­πτώ­σεις στό δόγ­μα. Νά κά­νου­με, δη­λα­δή, κά­ποι­ες πα­ρα­χω­ρή­σεις, προ­κει­μέ­νου νά συμ­φω­νή­σου­με, νά νο­μι­μο­ποι­η­θεῖ αὐ­τή ἡ πα­ρου­σί­α, δι­α­μυ­στη­ρια­κά ὅ­μως, σάν νά εἴ­μα­στε ἕ­να οἱ χρι­στια­νοί, εἴ­τε Ὀρ­θό­δο­ξοι εἴ­τε Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί εἴ­τε Προ­τε­στάν­τες. Καί σ’ ἕ­να δεύ­τε­ρο πλά­νο, πού ἤ­δη κυ­ο­φο­ρεῖ­ται μέ­σω τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων, μέ τίς μο­νο­θε­ϊ­στι­κές λε­γό­με­νες θρη­σκεῖ­ες, δη­λα­δή τόν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό καί τό Ἰσ­λάμ.
Τό δεύ­τε­ρο πλά­νο εἶ­ναι αὐ­τό, ὅ­που -ση­μει­ω­τέ­ον- ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο ἔ­χει, καί φαί­νε­ται αὐ­τό ἤ­δη, ὁ Πά­πας, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά εἶ­ναι ὁ ἡ­γέ­της, για­τί ἕ­ναν θά πρέ­πει νά ἔ­χει ἡ παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση, δέν θά συ­ναλ­λάσ­σε­ται μέ πολ­λούς. Καί βλέ­πει κα­νείς διά γυ­μνοῦ ὀ­φθαλ­μοῦ αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Σᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζω τό Κοι­νό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας, τό ὁ­ποῖ­ο προ­συ­πο­γρά­ψα­με, πού κά­νει λό­γο τό­σο πο­λύ γιά τό πρω­τεῖ­ο τοῦ Πά­πα, πῶς πρέ­πει νά νο­η­θεῖ, καί πού, σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, φαί­νε­ται νά εἰ­ση­γεῖ­ται, νά τό ἀ­πο­δε­χθοῦ­με ἐ­μεῖς. Ἀλ­λά κι ἄν ἀ­κό­μα δέν τό ἀ­πο­δε­χτοῦ­με αὐ­τό πρός τό πα­ρόν, θά πρέ­πει νά ἔ­χου­με Πρῶ­το, για­τί ἄν δέν ἔ­χου­με Πρῶ­το, κιν­δυ­νεύ­ει ἡ ἑ­νό­τη­τά μας, ὅ­πως μᾶς λέ­ει τό Κεί­με­νο τό­σο σα­φῶς καί ἀ­θε­ο­λό­γη­τα. Νά ἔ­χου­με δη­λα­δή τόν Πρῶ­τον ἄ­νευ ἴ­σων. Αὐ­τό εἶ­ναι φρι­κτό. Ποι­οί εἶ­ναι οἱ ἴ­σοι, ἤ μᾶλ­λον οἱ ὑ­πο­τι­θέ­με­νοι μή ἴ­σοι, κα­τ’ αὐ­τούς πού τό εἰ­ση­γοῦν­ται; Οἱ ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι.
Κι αὐ­τό τό βλέ­που­με στήν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τῆς τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, γιά νά φτά­σου­με σ’ αὐ­τήν τήν Σύ­νο­δο. Γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά τίς ὅ­ποι­ες συ­ζη­τή­σεις ἔ­γι­ναν σέ κά­ποι­ο βαθ­μό, προ­κει­μέ­νου νά υἱ­ο­θε­τη­θοῦν Δί­πτυ­χα ἤ ὄ­χι, καί ἄλ­λα πού δέν πέ­ρα­σαν τε­λι­κά. Κι αὐ­τά εἶ­χαν ἕ­ναν ἅ­ξο­να, πού λε­γό­ταν Πρω­τεῖ­ο, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­δι­α­νό­η­το γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, για­τί σ’ Αὐ­τήν ὑ­πάρ­χουν μό­νο «πρε­σβεῖ­α τι­μῆς», τί­πο­τε ἄλ­λο. Ἀλ­λά τό Πρω­τεῖ­ο, κο­σμι­κά θε­ω­ρού­με­νο, χρει­ά­ζε­ται νά τό ἔ­χει δυ­στυ­χῶς καί ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως νο­μί­ζουν οἱ ἐμ­πνευ­στές αὐ­τοῦ τοῦ Κει­μέ­νου. Καί αὐ­τό τό πρᾶγ­μα φά­νη­κε καί στή δι­ορ­γά­νω­ση αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου· καί ὑ­πάρ­χει πολ­λή γκρί­νια καί πολ­λές ἀμ­φι­σβη­τή­σεις γι’ αὐ­τό τό θέ­μα. Σᾶς λέ­ω, ἁ­πλῶς, ὅ­τι δέν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαῖ­ο στή συγ­κυ­ρί­α αὐ­τή, ὅ­τι θέ­λουν ἕ­ναν Οἰ­κου­με­νι­σμό χρι­στι­α­νι­κό μέ ἡ­γέ­τη τε­λι­κά τόν Πά­πα, πού δέν τόν ἀμ­φι­σβη­τεῖ, ὅ­πως φαί­νε­ται, τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, πα­ρά τίς ὅ­ποι­ες δογ­μα­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις, καί στή συ­νέ­χεια ἕ­ναν Οἰ­κου­με­νι­σμό τῶν μο­νο­θε­ϊ­στι­κῶν θρη­σκει­ῶν, μέ ἀ­πώ­τε­ρο στό­χο τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό ὅ­λων τῶν θρη­σκει­ῶν τοῦ κό­σμου.
Εἶ­ναι φαν­τα­σί­ες αὐ­τά, πού λέ­ω; Ὄ­χι. Εἶ­ναι πρά­ξεις ἱ­στο­ρι­κές. Ἐμ­φα­νί­ζε­ται πά­λι ὁ Πά­πας, νά «κα­πε­λώ­νει» καί αὐ­τήν τήν ἐκ­δή­λω­ση τῆς λε­γο­μέ­νης Οἰ­κου­με­νι­κῆς προ­σευ­χῆς. Θυ­μη­θεῖ­τε Ἀ­σί­ζη κ.τ.λ., ὅ­που καί εἰ­δω­λο­λά­τρες ἀ­κό­μη, ἄν­θρω­ποι, πού σα­φῶς ὁ­μο­λο­γοῦν τό σα­τα­νᾶ καί τά ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, συμ­προ­σεύ­χον­ται, πρᾶγ­μα πού εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­στέ­ο ἀ­πό Κα­νό­νες Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, καί μέ πα­ρου­σί­α ὀρ­θο­δό­ξων μά­λι­στα. Αὐ­τά δέν πρέ­πει νά μᾶς ἀ­φή­νουν ἀ­δι­ά­φο­ρους, ὡς πρός τή σκο­πι­μό­τη­τα τοῦ ἄ­ξο­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὁ­δη­γεῖ σέ μί­α παν­θρη­σκεί­α, ὅ­που ἕ­νας θά εἶ­ναι ἡ­γέ­της, δη­λα­δή ὁ Πά­πας. Καί αὐ­τό θά εἶ­ναι τό­τε δι­α­χει­ρί­σι­μο, ὡς φαι­νό­με­νο θρη­σκευ­τι­κό, στό πλαί­σιο μιᾶς παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νης ἠ­λε­κτρο­νι­κά κα­τευ­θυ­νο­μέ­νης κοι­νω­νί­ας μέ τή γνω­στή Παγ­κό­σμια Δι­α­κυ­βέρ­νη­ση, ὅ­πως λέ­γε­ται, ὅ­που θά εἶ­ναι ἕ­να κέν­τρο καί γιά τά οἰ­κο­νο­μι­κά καί γιά τά ἐ­θνι­κά καί τά λοι­πά. Ἄ­ρα, εἶ­ναι ἕ­να ὅ­ρα­μα, τό ὁ­ποῖ­ο πρίν ἀ­πό με­ρι­κά χρό­νια, ἴ­σως, νά μήν μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ. Τώ­ρα ὅ­μως εἶ­ναι αἰ­σθη­τό, τό κα­τα­λα­βαί­νου­με.
Ἔ­τσι, λοι­πόν, αὐ­τήν τήν Σύ­νο­δο θά πρέ­πει νά τήν συ­σχε­τί­σου­με μέ αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση. Καί τό λέ­ω αὐ­τό κα­θα­ρά ἐ­πι­στη­μο­νι­κά. Ὅ­ταν βλέ­πω, δη­λα­δή, νά ζη­τᾶ μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος τή νο­μι­μο­ποί­η­ση τῶν λε­γο­μέ­νων ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν ὡς Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τό καί μό­νο ἀν­τί­κει­ται σέ Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, δη­λα­δή στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­που λέ­γε­ται, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α. Ἀλ­λά, ἄν εἶ­ναι Μί­α, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πολ­λές μέ δι­α­φο­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα κ.τ.λ. Ἄ­ρα, τί κά­νου­με; Τήν πρώ­τη ἀ­πό­κλι­ση ἀ­πό τό Σύμ­βο­λο. Αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλό πρᾶγ­μα, πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά τό κά­νει; Ὄ­χι. Ὅ­ποι­ος τό κά­νει, λέ­νε οἱ Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι, αὐ­τός νά κα­τα­δι­κά­ζε­ται καί νά ἐκ­πί­πτει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί νά κα­θαι­ρεῖ­ται, ἄν εἶ­ναι κλη­ρι­κός. Καί τό ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν αὐ­τό ὅ­λες οἱ Σύ­νο­δοι, μέ­χρι καί τήν ἑ­βδό­μη. Πρᾶγ­μα πού ση­μαί­νει, ὅ­τι, εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ ἡ πί­στη τῶν προ­η­γου­μέ­νων Συ­νό­δων, ἡ ὁ­ποί­α κα­τα­δι­κά­ζει αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, πού εἰ­ση­γεῖ­ται αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος.
Γι’ αὐ­τό τό «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι» εἶ­ναι πο­λύ πρα­κτι­κό. Δη­λα­δή, ὅ­ταν θά ποῦ­με, ὅ­τι ἀ­πο­δε­χό­μα­στε τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α, ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, ὅ­τι ἔ­χει τήν ἑ­νό­τη­τά της δε­δο­μέ­νη ἀ­πό τόν Θε­ό. Αὐ­τό εἶ­ναι τό «ἵ­να ὦ­σιν ἕν», καί αὐ­τό πραγ­μα­τώ­νε­ται σέ προ­σω­πι­κό καί εὐ­ρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κό ἐ­πί­πε­δο, μέ­σα στό πλαί­σιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, διά τοῦ ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νου Πνεύ­μα­τος. Δέν εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Μί­α, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με ἁ­πλῶς βα­πτι­στεῖ. Δέν εἴ­μα­στε κι ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἕ­να, ὅ­ταν αὐ­τό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με, δέν τό ἔ­χου­με ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σει μέ τήν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, ὥ­στε νά ἔ­χου­με τήν κοι­νή ἄ­κτι­στη δό­ξα. Για­τί ὁ Χρι­στός, στήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χή, δέν εἶ­πε αὐ­το­νο­μη­μέ­να «ἵ­να ὦ­σιν ἕν», δη­λα­δή, ἐ­γώ σᾶς δί­νω αὐ­τήν τήν εὐ­χή, ἀλ­λά «τήν δό­ξαν ἥν δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς ἵ­να ὦ­σιν ἕν, κα­θώς ἡ­μεῖς» (ὁ Πα­τέ­ρας δη­λα­δή μέ τόν Υἱ­ό). Ἄ­ρα, ἡ ἄ­κτι­στη αὐ­τή δό­ξα, πού ἔ­χουν ὁ Πα­τέ­ρας μέ τόν Υἱ­ό, πού δέν τήν δέ­χον­ται ὡς ἄ­κτι­στη οἱ Δυ­τι­κοί, ὅ­ταν εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη με­τα­ξύ μας -γι’ αὐ­τό προ­σεύ­χε­ται ὁ Χρι­στός, νά τη­ρή­σου­με τίς προ­δι­α­γρα­φές αὐ­τές, πού εἶ­ναι ἡ τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν- τό­τε θά εἶ­ναι βι­ω­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Ἄν ἑ­πο­μέ­νως ἐ­μεῖς ἐκ προ­οι­μί­ου, δογ­μα­τι­κῶς, ἀρ­νού­μα­στε αὐ­τήν τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί βά­ζου­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἄλ­λους, πού δέν ὁ­μο­λο­γοῦ­νε αὐ­τήν τή Χά­ρη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο τό μέ­σο, ἄν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά πῶ τή λέ­ξη μέ­σο, πού μᾶς ἑ­νο­ποι­εῖ με­τα­ξύ μας, ἀ­κυ­ρώ­νου­με τήν ἴ­δια τήν ἑ­νό­τη­τά μας. Για­τί ἡ ἄ­κτι­στη θεί­α δό­ξα μᾶς ἑ­νο­ποι­εῖ μέ τόν ἴ­διο τό Θε­ό, μέ τό Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, καί ἔ­τσι γι­νό­μα­στε ἕ­να Πνεῦ­μα πρῶ­τα μέ τό Θε­ό καί με­τά γι­νό­μα­στε ἐ­ξαι­τί­ας αὐ­τοῦ ἕ­να σῶ­μα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό με­τα­ξύ μας. Ἄλ­λω­στε, καί ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι, δέν γι­νό­μα­στε ἕ­να με­τα­ξύ μας, ἐ­πει­δή βα­πτι­ζό­μα­στε, για­τί δέν ἐ­νερ­γεῖ ἔ­τσι μη­χα­νι­στι­κά αὐ­τό τό Πνεῦ­μα, πα­ρά ὅ­ταν ἔ­χει καί τή συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου μας. Κι ὅ­ταν λέ­με συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου, ἐν­νο­οῦ­με τή­ρη­ση ἐν­το­λῶν. Κι ὅ­ταν λέ­με τή­ρη­ση ἐν­το­λῶν, ἐν­νο­οῦ­με κα­τε­ξο­χήν αὐ­τῶν πού ὅ­ρι­σε, δι­ευ­κρί­νι­σε δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς δογ­μα­τι­κούς Ὅ­ρους. Ὅ­ταν πα­ρα­βαί­νου­με, λοι­πόν, τόν δογ­μα­τι­κό Ὅ­ρο, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α, καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀ­μέ­σως εἴ­μα­στε τό λι­γό­τε­ρο με­τέ­ω­ροι, γιά νά μήν πῶ τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο, πού μπο­ρεῖ ὁ κα­θέ­νας μας νά σκε­φτεῖ. Ἔ­τσι, λοι­πόν, τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά σο­βα­ρά. Εἶ­ναι μιά ὑ­πό­θε­ση αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, ἡ ὁ­ποί­α πρέ­πει πο­λύ νά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει, καί ἴ­σως πρέ­πει νά ποῦ­με καί ποι­ά θά πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ στά­ση μας, για­τί τό θέ­μα δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς νά ἀ­κού­σου­με, ἀλ­λά καί ὡς ἁ­πλοί πι­στοί τί κα­λού­με­θα νά κά­νου­με.

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω ὅ­τι αὐ­τά, πού λέ­γα­με, ἦ­ταν τό­σο ση­μαν­τι­κά, πού δέν γι­νό­τα­νε νά σᾶς δι­α­κό­ψου­με, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, καί σᾶς δε­σμεύ­ου­με νά συ­νε­χί­σου­με στήν ἐ­πό­με­νη συ­νάν­τη­σή μας...


ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
(26-2-2016)
Εἰ­σα­γω­γι­κά


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Θά ἔ­χου­με τήν εὐ­και­ρί­α καί πά­λι νά κου­βεν­τι­ά­σου­με μέ τόν ἀ­γα­πη­τό μας Κα­θη­γη­τή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς, τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, καί νά ἐ­νη­με­ρω­θοῦ­με γιά τή μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιά μί­α Σύ­νο­δο, πού θά πρέ­πει ὅ­λοι μας νά ξέ­ρου­με τί γί­νε­ται, τί συμ­βαί­νει, καί νά κα­τα­λά­βου­με τί κιν­δύ­νους μπο­ρεῖ νά ἐγ­κυ­μο­νεῖ ἤ ὄ­χι. Ἐ­κεῖ­νο, πού εἶ­ναι πιό ση­μαν­τι­κό ὅ­μως, κι αὐ­τό θά προ­σπα­θή­σου­με σή­με­ρα νά κά­νου­με, εἶ­ναι νά βροῦ­με καί τί ὀ­φεί­λου­με νά πρά­ξου­με ὅ­λοι μας, κα­θώς πο­ρευ­ό­μα­στε πρός τήν πε­ρί­ο­δο, ὅ­που ἔ­χει ὁ­ρι­στεῖ νά συγ­κλη­θεῖ αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, τήν ἑ­βδο­μά­δα δη­λα­δή τῆς Πεν­τη­κο­στῆς φέ­τος.
Δέν ἔ­χου­με νά ποῦ­με τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ὅ­λους σας. Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κά με­γά­λο τό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί χαι­ρό­μα­στε, για­τί ἔ­τσι ἔ­πρε­πε. Θά με­τα­δο­θοῦν οἱ συ­ζη­τή­σεις αὐ­τές καί πά­λι ἀ­πό τό ρα­δι­ό­φω­νο τῆς Πει­ρα­ϊ­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά εἶ­στε σί­γου­ροι, για­τί χρει­ά­ζε­ται ὅ­λοι μας νά προ­σεγ­γί­σου­με τό θέ­μα, νά κα­τα­λά­βου­με καί νά εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι νά πρά­ξου­με τό σω­στό, αὐ­τό πού ἐ­πι­βάλ­λει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη συ­νεί­δη­σή μας. Ἡ σκο­πι­μό­τη­τα, λοι­πόν, τῆς Συ­νό­δου εἶ­ναι ἕ­να ζη­τού­με­νο, ἀλ­λά καί τί γί­νε­ται ἀ­πό κεῖ καί με­τά. Συ­ζή­τη­ση λοι­πόν, τρί­τη μέ­ρα σή­με­ρα, μέ τόν Κα­θη­γη­τή τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς κ. Τσε­λεγ­γί­δη.


Σκο­πός τῆς συγ­κλή­σε­ως τῆς Συ­νό­δου


Κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, στήν προ­η­γού­με­νη δεύ­τε­ρη ρα­δι­ο­φω­νι­κή μας ἐκ­πομ­πή καί συ­ζή­τη­ση εἴ­χα­με κλεί­σει μέ τήν ἀ­πάν­τη­σή σας στό ἐ­ρώ­τη­μα, ποι­ός εἶ­ναι τε­λι­κά ὁ σκο­πός τῆς συγ­κλή­σε­ως αὐ­τῆς τῆς Με­γά­λης καί Ἁ­γί­ας Συ­νό­δου, πού πρό­κει­ται νά συ­νέλ­θει. Καί δέν ξέ­ρω, ἄν σᾶς δώ­σα­με τό χρό­νο νά τε­λει­ώ­σε­τε πλή­ρως τήν ἀ­πάν­τη­σή σας σ’ αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα. Μή­πως θά θέ­λα­τε κά­τι νά προ­σθέ­σε­τε, γιά νά πε­ρά­σου­με στά ἑ­πό­με­να ἐ­ρω­τή­μα­τα;


Κα­θη­γη­τής: Ναί. Εὐ­χα­ρι­στῶ γιά τήν εὐ­και­ρί­α, πού μοῦ δί­νε­τε, για­τί ἔ­μει­να μέν στήν ἀ­πο­τί­μη­ση τοῦ Κει­μέ­νου, πού κα­τα­θέ­τω στήν Ἐ­πι­στο­λή μου, ἀλ­λά ἤ­θε­λα νά πῶ καί κά­τι ἐξ ἀν­τι­θέ­του. Ἐ­νῶ δη­λα­δή ὁ σκο­πός, ὅ­πως ἀ­πό τούς ἴ­διους τούς ἐμ­πνευ­στές τῆς Συ­νό­δου κα­τα­τί­θε­ται, εἶ­ναι νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει τήν ὁ­ρα­τή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας κυ­ρί­ως αὐ­τοῦ τοῦ θέ­μα­τος, θε­ω­ρῶ ὅ­τι μᾶλ­λον θά δι­χά­σει καί θά προ­κα­λέ­σει τά­σεις σχι­σμά­των. Αὐ­τό δη­λα­δή τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πει­λεῖ ἡ Σύ­νο­δος νά μή γί­νει, γιά νά μήν ἀμ­φι­σβη­τη­θεῖ ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν, πρέ­πει νά πα­ρα­τη­ρή­σου­με, ὅ­τι μᾶλ­λον δέν θά τό πε­τύ­χει, ἐ­πει­δή αὐ­τό δέν γί­νε­ται μέ ἀ­πει­λές, αὐ­τό προ­κύ­πτει ὡς καρ­πός ἀ­πο­δο­χῆς. Ὅ­ταν, δη­λα­δή, θά ὑ­πάρ­ξουν κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι, πού δέν θά συμ­φω­νή­σουν δογ­μα­τι­κῶς μέ αὐ­τό πού προ­τεί­νε­ται, ἐ­γώ λέ­γω προ­σω­πι­κῶς καί ἕ­νας νά εἶ­ναι, πού θά δι­α­φω­νή­σει, ἀρ­κεῖ. Ἀλ­λά κι ἄν δέν ὑ­πάρ­χει κι αὐ­τός ὁ ἕ­νας, θά τολ­μή­σω νά πῶ, ἀ­κό­μη κά­τι πα­ρα­πά­νω. Μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι κά­ποι­ος ἐ­κτός τῆς Συ­νό­δου, δη­λα­δή εἴ­τε Ἱ­ε­ράρ­χης εἴ­τε καί ἁ­πλός μο­να­χός εἴ­τε καί ἁ­πλός λα­ϊ­κός, γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­σω τήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου. Δη­λα­δή, δέν ἀμ­φι­σβη­τοῦ­με τό θε­σμι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν ἀ­κυ­ρώ­νου­με ὅ­μως, δέν δι­και­ού­μα­στε νά ἀ­κυ­ρώ­νου­με σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση, καί τόν χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα της, πού μπο­ρεῖ νά μι­λή­σει μέ­σα ἀ­πό ἕ­ναν ἁ­πλό πι­στό. «Καί λί­θοι κε­κρά­ξον­ται». Δέν μπο­ροῦν νά ἐ­πι­βλη­θοῦν αὐ­τά στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δί­κην πα­πι­σμοῦ. Δέν γί­νε­ται ἠ­λε­κτρο­νι­κή κα­ρα­τό­μη­ση στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, για­τί εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί λει­τουρ­γεῖ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας.


Θά εἶ­ναι δε­σμευ­τι­κές οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου;


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό εἶ­ναι τό με­γά­λο ζη­τού­με­νο. Καί βέ­βαι­α στή Σύ­νο­δο αὐ­τή θά εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κή ἀ­να­ζή­τη­ση τε­λι­κά: ἐ­άν θά μι­λᾶ­με γιά τήν Ἀ­λή­θεια, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τήν ἀ­να­δεί­ξα­τε καί τίς προ­η­γού­με­νες φο­ρές, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, γιά τήν Ἀ­λή­θεια τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή, γιά τό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, ἤ γιά τίς ὅ­ποι­ες ἀ­λή­θει­ες θέ­λου­με νά τίς ἑρ­μη­νεύ­ου­με καί νά τίς κό­βου­με, νά τίς ρά­βου­με στά μέ­τρα μας. Αὐ­τή λοι­πόν ἡ Ἀ­λή­θεια, ἔ­τσι ὅ­πως θά ἐκ­φρα­στεῖ, ἔ­τσι ὁ­πως ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ἔ­χει τε­θεῖ, δέν θά πρέ­πει νά ἀμ­φι­σβη­τη­θεῖ. Ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἡ Σύ­νο­δος, βγαί­νουν κά­ποι­ες ἀ­πο­φά­σεις ἤ ψη­φί­ζον­ται κά­ποι­α ἀ­πό αὐ­τά τά κεί­με­να. Θε­ω­ρεῖ­τε, ὅ­τι τό κύ­ρος τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς θά εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό; Θά εἶ­ναι, δη­λα­δή, δε­σμευ­τι­κές καί ὑ­πο­χρε­ω­τι­κές, γιά ὅ­λες ἀ­νά τήν οἰ­κου­μέ­νη Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς;


Κα­θη­γη­τής: Ὅ­πως εἶ­πα, ἡ ὀ­νο­μα­σί­α πού ἔ­χει δώ­σει σέ αὐ­τήν τή Σύ­νο­δο ἡ Ὀρ­γα­νω­τι­κή Ἐ­πι­τρο­πή δι­εκ­δι­κεῖ οἰ­κου­με­νι­κό κύ­ρος. Εἶ­ναι μά­λι­στα πε­ρί­ερ­γο, ὅ­τι ἀ­πει­λεῖ, πώς ἄν δέν γί­νουν ἀ­πο­δε­κτές οἱ ἀ­πο­φά­σεις της, θά ὑ­πάρ­ξουν σχί­σμα­τα. Θά ἔ­λε­γα, ὅ­τι τήν εὐ­θύ­νη γι’ αὐ­τά τά σχί­σμα­τα τήν ἀ­φή­νει σ’ ὅ­σους ἀμ­φι­σβη­τοῦν τίς ἀ­πο­φά­σεις της. Ὅ­μως, ἄν οἱ ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές δέν εἶ­ναι σύμ­φω­νες μέ ὅ­λες τίς προ­η­γού­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, δέν ἔ­χουν, ἐκ τῶν πραγ­μά­των, κα­νέ­ναν δε­σμευ­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα γιά κα­νέ­ναν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πό τούς πι­στούς. Ἐν­νο­ῶ, βε­βαί­ως, τούς πι­στούς, πού θά εἶ­ναι στήν πρά­ξη «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι». Καί αὐ­τή ἡ «ἀ­κο­λου­θί­α» φαί­νε­ται διά λό­γων καί πρά­ξε­ων.



Ποι­ά ἡ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα συγ­κλή­σε­ως τῆς Συ­νό­δου


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Πε­ρι­μέ­νου­με, λοι­πόν, αὐ­τήν τήν «ἀ­κο­λου­θί­α», ὅ­πως εἴ­πα­τε, διά λό­γου καί πρά­ξε­ων. Καί τώ­ρα, θά θέ­λα­με, με­τά ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά πού σᾶς ἀ­κοῦ­με νά μᾶς λέ­τε, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, νά μᾶς πεῖ­τε, ποι­ά ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά εἶ­ναι τε­λι­κά ἡ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα στή σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς.


Κα­θη­γη­τής: Κοι­τᾶξ­τε, ὅ­λο τό πρᾶγ­μα φαί­νε­ται νά κα­τευ­θύ­νε­ται πρός μιά θε­σμι­κή νο­μι­μό­τη­τα μέ Πα­νορ­θό­δο­ξο κύ­ρος. Μέ­χρι σή­με­ρα, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­ται, εὐ­καί­ρως ἀ­καί­ρως, οἱ οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀ­πό­ψεις ἀ­πό τήν συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀλ­λά καί ἀ­π’ τούς πε­ρισ­σό­τε­ρους Πα­νε­πι­στη­μια­κούς Κα­θη­γη­τές τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί ὄ­χι μό­νον ἀ­πό αὐ­τούς, ὅ­πως εἶ­μαι σέ θέ­ση νά γνω­ρί­ζω. Πλήν ὅ­μως, δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μί­α ἕ­ως τώ­ρα θε­σμι­κή κα­το­χύ­ρω­ση τῶν ἀ­πό­ψε­ων αὐ­τῶν ἀ­πό μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο καί, κα­τά τή γνώ­μη μου, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται αὐ­τήν τήν στιγ­μή.


Νά μήν συγ­κλη­θεῖ ἡ Σύ­νο­δος


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ὁ σκο­πός, λοι­πόν, εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια νά θε­σμο­θε­τη­θοῦν, νά νο­μι­μο­ποι­η­θοῦν, ὅ­πως μᾶς εἴ­πα­τε, ὅ­λα αὐ­τά τά Κεί­με­να, πού κα­τά και­ρούς ἔ­χουν βγεῖ στήν δη­μο­σι­ό­τη­τα ἤ ἔ­χουν συμ­φω­νη­θεῖ στό πλαί­σιο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Μι­λή­σα­με γιά τό σκο­πό, γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα. Ἐ­σεῖς θε­ω­ρεῖ­τε, ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ἡ σύγ­κλη­ση μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου καί μέ τά θέ­μα­τα ἔ­τσι, ὅ­πως ἔ­χουν ἐκ­φρα­στεῖ;


Κα­θη­γη­τής: Θά σᾶς ἀ­παν­τή­σω εὐ­θέ­ως καί αὐ­τά, πού θά πῶ, θά τά τεκ­μη­ρι­ώ­σω, κα­τά τή γνώ­μη μου. Ἡ ἄ­πο­ψή μου εἶ­ναι, ὅ­τι τό κα­λύ­τε­ρο πρᾶγ­μα, πού εὔ­χο­μαι, εἶ­ναι νά μήν συγ­κλη­θεῖ. Τήν ἔ­χω ἀ­κού­σει αὐ­τή τήν εὐ­χή ἀ­πό πολ­λούς σο­βα­ρούς Ἐ­πι­σκό­πους, τό­σο στήν Ἑλ­λά­δα ὅ­σο καί στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ποι­ός εἶ­ναι ὁ λό­γος αὐ­τῆς τῆς γνώ­μης; Εἶ­ναι, ὅ­τι ἡ σύγ­κλη­σή της θά δη­μι­ουρ­γή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα ἀ­π’ αὐ­τά πού φι­λο­δο­ξεῖ νά λύ­σει. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή σχε­δόν, ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό τή θε­μα­το­λο­γί­α της, σχε­δόν λέ­ω ὄ­χι τε­λεί­ως, δέν ἀ­κο­λου­θεῖ τήν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς πρός τή σύν­θε­σή της καί ὡς πρός τή θε­μα­το­λο­γί­α της. Τό τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό, πού σχε­τί­ζε­ται μέ τή σύν­θε­σή της, προ­δι­κά­ζει, κα­τά τήν προ­σω­πι­κή μου γνώ­μη, τήν πα­τα­γώ­δη ἀ­πο­τυ­χί­α της, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἄν οὐ­σι­α­στι­κά αὐ­το­α­ναι­ρε­θεῖ, ὡς πρός τίς ἐ­σφαλ­μέ­νες δογ­μα­τι­κά νε­ω­τε­ρι­στι­κές της θέ­σεις, ἄν ἀρ­νη­θεῖ δη­λα­δή αὐ­τά, πού εἰ­ση­γεῖ­ται. Τά ὅ­σα ὀρ­θά ὑ­πο­στη­ρί­ζον­ται στή θε­μα­το­λο­γί­α της, γιά νά μήν εἴ­μα­στε ὑ­περ­βο­λι­κοί, για­τί ὑ­πάρ­χουν κι αὐ­τά, εἶ­ναι τό­σο αὐ­το­νό­η­τα ἀ­π’ τή μέ­χρι τώ­ρα ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε νά μή δι­και­ώ­νε­ται ἡ ἐ­πί τό­σα χρό­νια πο­λυ­έ­ξο­δη καί κω­πι­ώ­δης αὐ­τή προ­ε­τοι­μα­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἴ­πα­με, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, ἔ­χει του­λά­χι­στον 55 χρό­νια.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια μιᾶς προ­ε­τοι­μα­σί­ας, πού πέ­ρα­σε ἀ­πό πολ­λά στά­δια ἐν­δε­χο­μέ­νως. Θά ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρον, ὅ­πως λέ­γα­με καί στίς προ­η­γού­με­νες συ­ζη­τή­σεις μας, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, νά μα­θαί­να­με τά Πρα­κτι­κά. Πῶς ἀ­πό τή μί­α θε­μα­τι­κή ἔ­φθα­σαν στήν ἄλ­λη, ἤ πῶς τε­λι­κά ἔ­φθα­σαν στή ἐ­πι­και­ρο­ποί­η­ση τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου;

Τό πνεῦ­μα καί τό φρό­νη­μα τῶν πρω­τερ­γα­τῶν
τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου


Κα­θη­γη­τής: Κι αὐ­τό, ὄ­χι γιά ἄλ­λο λό­γο -ἔ­τσι κου­τσομ­πο­λιοῦ θά λέ­γα­με- ἀλ­λά γιά νά δοῦ­με τό πνεῦ­μα, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο δι­έ­πον­ταν αὐ­τοί οἱ συν­τά­κτες ἤ οἱ εἰ­ση­γη­τές αὐ­τῶν τῶν θε­μά­των. Ὅ­ταν ἀ­να­θε­ω­ροῦν, ὅ­ταν βά­ζουν στό πε­ρι­θώ­ριο κά­ποι­α θέ­μα­τα, ποι­ά ἦ­ταν τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα αὐ­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­φω­νοῦ­σαν μέ αὐ­τά.
Ἔ­χει τε­ρά­στια ση­μα­σί­α, νά δεῖ κα­νείς κα­τα­γραμ­μέ­νο αὐ­τό τό φρό­νη­μα. Καί ἐ­πει­δή ὑ­πάρ­χουν κρι­τή­ρια καί προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κές, γιά νά ἀ­πο­τι­μή­σει κα­νείς αὐ­τό τό πνεῦ­μα, νο­μί­ζω, ὅ­τι καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κά - θε­ο­λο­γι­κά θά ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον, νά τά δεῖ κα­νείς αὐ­τά τά κεί­με­να. Βε­βαί­ως, ἔ­χου­με ὑ­π’ ὄ­ψιν μας κά­ποι­α πράγ­μα­τα ἀ­πό τίς προ­η­γού­με­νες Πα­νορ­θό­δο­ξες, πράγ­μα­τα πού ἄλ­λα­ξαν θε­μα­το­λο­γι­κά, ἄλ­λα­ξαν λε­κτι­κά. Γνω­ρί­ζου­με, ἐ­πει­δή ἔ­γι­ναν στήν ἐ­πο­χή μας, ποι­οί λί­γο πο­λύ τά εἰ­ση­γή­θη­καν. Γνω­ρί­ζου­με ποι­οί εἶ­ναι αὐ­τοί καί για­τί τε­λι­κῶς ἔ­γι­νε αὐ­τός ὁ συμ­βι­βα­σμός. Καί ἄν εἶ­ναι δυ­να­τόν -κα­τά τήν ἄ­πο­ψή μου- νά γί­νον­ται σέ καί­ρια θέ­μα­τα δογ­μα­τι­κά τέ­τοι­οι συμ­βι­βα­σμοί. Πάν­τα θυ­μᾶ­μαι τήν ρή­ση τοῦ Πα­τρός Πα­ϊ­σί­ου, ὅ­τι τά δόγ­μα­τα δέν μπαί­νουν στήν Ε­ΟΚ, στά δόγ­μα­τα δέν γί­νον­ται ἐκ­πτώ­σεις.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἄ­ρα, οὔ­τε χω­ρᾶ ἡ γλώσ­σα τῆς δι­πλω­μα­τί­ας σ’ αὐ­τά τά θέ­μα­τα.


Κα­θη­γη­τής: Προ­φα­νῶς.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Για­τί μοιά­ζουν αὐ­τά τά Κεί­με­να, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τό τό προ­βλη­μα­τι­κό Κεί­με­νο, νά δι­πλω­μα­τί­ζουν ἐ­πι­κίν­δυ­να. Ὅ­πως λέ­ει καί χα­ρι­τω­μέ­να ἕ­να γε­ρον­τά­κι, «δι­πλω­μα­τί­α ση­μαί­νει νά ἔ­χεις δύ­ο μά­τια καί νά βλέ­πεις πό­τε ἀ­πό δῶ, πό­τε ἀ­πό κεῖ» καί νά τά στρογ­γυ­λεύ­εις.


Κα­θη­γη­τής: Ὄ­χι ἁ­πλῶς αὐ­τό, ἀλ­λά δι­πλω­μα­τί­α εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­ση­μη ἔκ­φρα­ση τῆς ὑ­πο­κρι­σί­ας. Τά δύ­ο μά­τια τῆς δι­πλω­μα­τί­ας εἶ­ναι κά­τι ἀν­τί­στοι­χο μέ τήν δι­ψυ­χί­α, τήν ὁ­ποί­α κα­τα­δι­κά­ζει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή. Που­θε­νά ὁ Χρι­στός δέν μᾶς ἔ­δω­σε ἐν­το­λή δι­πλω­μα­τί­ας καί που­θε­νά τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο δέν ὀ­νο­μά­ζε­ται δι­πλω­μα­τι­κό, ἀλ­λά ὀ­νο­μά­ζε­ται «εὐ­θές».


Οἱ σύγ­χρο­νοι ἅ­γιοι γιά τήν Με­γά­λη Σύ­νο­δο καί τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Μι­λή­σα­τε, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, γιά τά πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου. Νω­ρί­τε­ρα, εἴ­πα­τε κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο καί μεῖς ἀ­κοῦ­με πολ­λές φο­ρές νά τό εὔ­χον­ται ὁ­λό­καρ­δα ἀρ­κε­τοί, νά μήν συγ­κλη­θεῖ τε­λι­κά αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, για­τί φο­βοῦν­ται, ὅ­τι θά εἶ­ναι πρό­κλη­ση πε­ρισ­σο­τέ­ρων προ­βλη­μά­των πα­ρά θά ἐ­πι­τευ­χθοῦν λύ­σεις. Θά θέ­λα­με, νά μᾶς πεῖ­τε ἀ­πό τή δι­κή σας ἐμ­πει­ρί­α, κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος σύγ­χρο­νος Ἅ­γιος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀ­φοῦ μι­λᾶ­με γιά τά τε­λευ­ταῖ­α πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου, πού νά εἶ­χε ἐκ­φρα­στεῖ σα­φῶς γιά τή σύγ­κλη­σή της.


Κα­θη­γη­τής: Εὐ­χα­ρι­στῶ. Αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι καί­ριο ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη, ὅ­τι θά δώ­σει μιά φε­ρεγ­γυ­ό­τη­τα καί σέ ἐ­κεῖ­να, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­πα, κα­τά τή γνώ­μη μου. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα ἀ­πό αὐ­τά πού εἶ­πα, δέν ἀ­πο­τε­λοῦν γνώ­μη μου, ἀλ­λά εἶ­ναι αὐ­τό, πού κεῖ­ται καί εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το. Σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις μί­λη­σα αὐ­θόρ­μη­τα, δι­α­κιν­δύ­νευ­σα τή γνώ­μη μου. Θά πρέ­πει νά σᾶς πῶς ὅ­μως, ἐ­πει­δή τά θέ­μα­τα αὐ­τά εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ σο­βα­ρά, αὐ­τή ἡ γνώ­μη μου δέν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τή στιγ­μή, πού μέ ρω­τή­σα­τε. Εἶ­ναι πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α τά ἔ­χω βα­σα­νί­σει μέ­σα μου καί τά ἔ­χω ἀ­να­ζη­τή­σει, ὡς πρός τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῶν ἀ­παν­τή­σε­ών τους, στά πρό­σω­πα ἁ­γί­ων, τούς ὁ­ποί­ους συ­νέ­βη νά ἔ­χω γνω­ρί­σει, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα. Ναί, εἴ­μα­στε εὐ­τυ­χεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, πού ἔ­χου­με σή­με­ρα ἁ­γί­ους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­βη νά ἔ­χουν ἁ­γι­ο­κα­τα­τα­χθεῖ κι­ό­λας, ὁ­πό­τε τό κῦ­ρος τους πλέ­ον εἶ­ναι ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σέ σχέ­ση μ’ αὐ­τό, πού λέ­γα­με στήν προ­η­γού­με­νη ρα­δι­ο­φω­νι­κή μας συ­νάν­τη­ση, γιά τήν κα­τά­τα­ξη μέ τήν ἐ­πί­ση­μη πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Κα­θη­γη­τής: Ἔ­τσι, ναί, για­τί ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι αὐ­τή, πού ἁ­γι­ο­κα­τα­τάσ­σει καί, ἀ­πό πλευ­ρᾶς λη­ξι­αρ­χι­κῆς πρά­ξε­ως, τό κά­νει θε­σμι­κά καί μί­α Σύ­νο­δος. Ἄν θε­λή­σου­με νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με κα­τα­λε­πτῶς στά πρό­σω­πα αὐ­τά, δέν θά μᾶς ἔ­φθα­νε ἡ ὥ­ρα, πού ἔ­χου­με γιά τήν ρα­δι­ο­φω­νι­κή ἐκ­πομ­πή. Γι’ αὐ­τούς ὅ­μως, πού κά­πως γνω­ρί­ζω, θά πῶ λί­γα πράγ­μα­τα καί θά πα­ρα­πέμ­ψω ἁ­πλῶς.


Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς


Πρῶ­τα θά πῶ γιά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖ­νο Πό­πο­βιτς. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος συ­νέ­βη νά εἶ­ναι καί ὁ­μό­τε­χνός μου, Κα­θη­γη­τής δη­λα­δή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Βε­λι­γρα­δί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρίν ἀ­πό 45 χρό­νια -ὑ­πο­γραμ­μί­στε το αὐ­τό- ἀν­τι­τά­χθη­κε σέ αὐ­τά ἀ­κρι­βῶς, πού ἐ­πι­χει­ρεῖ νά κά­νει ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος, για­τί ἔ­τσι ὀ­νο­μα­ζό­ταν καί τό­τε ἐ­πί Πα­τριά­ρχου Ἀ­θη­να­γό­ρου καί στή συ­νέ­χεια. Καί μά­λι­στα εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κό τό γε­γο­νός, ὅ­τι ἐ­πι­ση­μαί­νει αὐ­τά, τά ὁ­ποῖ­α λέ­με κι ἐ­μεῖς.
Καί γιά νά σᾶς πῶ ἔ­τσι -μέ δυ­ό λό­για- τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ πράγ­μα­τος, πού μοῦ ’­κα­νε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση. Τήν Ἐ­πι­στο­λή του-Ὑ­πό­μνη­μα, πού ὑ­πέ­βα­λε στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου τῆς Σερ­βί­ας, τήν δι­ά­βα­σα ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων, δη­λα­δή αὐ­τές τίς θέ­σεις μου τίς εἶ­χα καί χω­ρίς νά δι­α­βά­σω τήν Ἐ­πι­στο­λή του. Ἦ­ταν ὅ­μως πο­λύ με­γά­λη ἡ χα­ρά μου, ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σα, ὅ­τι τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α καί ἐ­γώ ἀ­πό τήν δι­κή μου θέ­ση καί με­λέ­τη καί συ­νεί­δη­ση ἔ­χω πεῖ, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τά ἴ­δια μέ αὐ­τά, τά ὁ­ποῖ­α με­λέ­τη­σα. Λέ­ει λοι­πόν ἐ­κεῖ ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος, ὅ­τι κά­θε νέ­α Με­γά­λη ἤ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δέν θά εἶ­ναι οὔ­τε Ἁ­γί­α οὔ­τε Οἰ­κου­με­νι­κή οὔ­τε Η΄, ἄν προ­η­γου­μέ­νως δέν δε­χθεῖ τίς προ­γε­νέ­στε­ρες Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους καί τίς ἀ­σά­λευ­τες ἀ­πο­φά­σεις τους. Βλέ­πε­τε, ὅ­τι ἀ­κό­μη κι ἄν θέ­λει νά πα­ρα­κάμ­ψει τή λε­γο­μέ­νη Η΄ καί Θ΄ καί θε­λή­σει αὐ­τή νά λε­χθεῖ ὡς τέ­τοι­α, θά πρέ­πει ὑ­πο­χρε­ω­τι­κῶς νά ἀ­πο­δε­χτεῖ καί ρη­τῶς τίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές. Για­τί βλέ­που­με στά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­τι κά­θε ἑ­πό­με­νη δέν λέ­ει, ὅ­τι ἁ­πλῶς ἀ­πο­δέ­χε­ται τίς ἀ­πο­φά­σεις. Τίς δι­α­βά­ζουν τίς ἀ­πο­φά­σεις, καί τίς κα­τα­δί­κες τίς δι­α­βά­ζουν. Καί συμ­φω­νοῦν ἐ­π’ αὐ­τῶν. Ἄ­ρα, ἔ­χου­με ἕ­να πο­λύ βα­σι­κό στοι­χεῖ­ο, πού εἴ­πα­με προ­η­γου­μέ­νως, καί τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει τή ση­μα­σί­α του, ὅ­τι προ­σα­να­το­λί­ζει ὡς πρός τίς θέ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες θά ἐκ­φρα­στοῦν.
Καί τό­τε, ἀ­κό­μη, προ­ε­τοι­μά­ζε­το ἡ μέλ­λου­σα Με­γά­λη Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος μέ τήν ἴ­δια με­θο­δο­λο­γί­α. Θέ­λε­τε νά σᾶς πῶ, ποι­ός εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός αὐ­τῆς τῆς με­θο­δο­λο­γί­ας; Ἐ­μέ­να μοῦ βγῆ­κε αὐ­θόρ­μη­τα, ἐ­πει­δή εἴ­δα­με καί δι­α­βά­σα­με τά Πρα­κτι­κά τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νεί­ου Συ­νό­δου, ὅ­τι εἶ­ναι δη­λα­δή σχο­λα­στι­κή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α. Τί μᾶς λέ­ει ὁ Ἅ­γιος; Προ­ε­τοι­μά­ζε­ται μέ κα­θα­ρά σχο­λα­στι­κο­προ­τε­σταν­τι­κή θε­μα­το­λο­γί­α. Τό σχο­λα­στι­κή ἀ­φο­ρᾶ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­σμό. Ἀλ­λά καί ἡ προ­τε­σταν­τι­κή θε­μα­το­λο­γί­α, ὅ­πως εἴ­δα­με, ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση δη­λα­δή τῶν Προ­τε­σταν­τῶν, εἶ­ναι τό ζη­τού­με­νο ἀ­πό τούς Προ­τε­στάν­τες. Οἱ Προ­τε­στάν­τες ἔ­χουν τήν ἀ­γω­νί­α τῆς ἑ­νό­τη­τας αὐ­τῶν τῶν ἰ­δί­ων, δι­ό­τι πο­λυ­δι­α­σπῶν­ται δια­ρκῶς. Καί φτά­σα­με τώ­ρα ἐ­μεῖς στό ση­μεῖ­ο, τή βο­ή­θεια πρός αὐ­τούς νά τήν ἐκ­φρά­σου­με μέ ἕ­να ἐν­τε­λῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτο τρό­πο, υἱ­ο­θε­τών­τας ὅ­λους αὐ­τούς, μέ τίς ἀν­τι­φά­σεις με­τα­ξύ τους, ὡς «ἐκ­κλη­σί­ες», ἤ τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό μέ τέ­τοι­ες ἀ­πο­κλί­σεις. Ἡ θε­μα­το­λο­γί­α, λοι­πόν, εἶ­ναι σχο­λα­στι­κή καί προ­τε­σταν­τι­κή καί ὄ­χι εὐ­αγ­γε­λι­κή καί ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε πάν­τα ὡς σκο­πό της τήν σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καί τοῦ κό­σμου.
Προ­σέξ­τε τώ­ρα κα­τά λέ­ξη τί λέ­ει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος: «Τό ὀρ­θο­δο­ξό­τε­ρον εἶ­ναι νά μή συγ­κλη­θεῖ κα­θό­λου ἡ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος», οὐ­σι­α­στι­κά τῆς δί­νει αὐ­τό τό νό­η­μα, δι­ό­τι αὐ­τό φι­λο­δο­ξεῖ νά εἶ­ναι, «ἤ νά μή συμ­με­τά­σχει κά­ποι­ος σ’ αὐ­τήν». Αὐ­τό δέν τό εἶ­πα ἐ­γώ. Εἰ­ση­γεῖ­ται, δη­λα­δή, ὁ Ἅ­γιος τή μή συμ­με­το­χή Ἱ­ε­ραρ­χῶν σ’ αὐ­τήν. Δη­λα­δή, νά πέ­σει ἀ­πό μό­νη της, μέ τή μή συμ­με­το­χή. Ἐ­μεῖς ἔ­χου­με αὐ­τήν τήν πρα­κτι­κή σή­με­ρα; Ἐν μέ­ρει τήν ἔ­χου­με. Ὑ­πάρ­χουν δύ­ο θέ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἔρ­χον­ται πρός συ­ζή­τη­σιν καί στά ὁ­ποῖ­α δέν με­τέ­χει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Γε­ωρ­γί­ας καί τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας. Ἡ μή συμ­με­το­χή, ὅ­μως, ση­μαί­νει δι­α­φω­νί­α. Ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως μι­λή­σα­με γιά συμ­φω­νί­α ὡς πρός τίς ἀ­πο­φά­σεις, γεν­νᾶ­ται τώ­ρα ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα: Πῶς, πα­ρά ταῦ­τα, ἔρ­χον­ται κά­ποι­α θέ­μα­τα, ἀ­φοῦ ὁ­ρι­σμέ­νοι δι­α­φω­νοῦν;
Ἀλ­λά σᾶς λέ­γω τώ­ρα, ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ τί λέ­ει ὁ Ἅ­γιος: Ἄν δέν πᾶ­νε κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι στή Σύ­νο­δο, ὁ­πό­τε δέν θά εἶ­ναι εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρις, ἤ ἄν πᾶ­νε καί φύ­γου­νε, δι­ό­τι δι­α­φω­νοῦν καί δέν θέ­λουν νά εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἡ δι­α­φω­νί­α τους λε­κτι­κή ἤ μέ μει­ο­ψη­φί­α, ἡ δυ­να­μι­κή αὐ­τή ἀ­που­σί­α τους ἀ­πό αὐ­τήν, θά δη­μι­ουρ­γή­σει τό πρό­βλη­μα τῆς νο­μι­μό­τη­τάς της. Ἔ­τσι, γιά νά μήν πα­ρε­ξη­γη­θῶ. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω. Ἡ πρό­τα­ση εἶ­ναι τοῦ Ἁ­γί­ου. Συμ­φω­νῶ καί ἐ­γώ, ἀλ­λά δέν ἦ­ταν δι­κή μου ἡ πρό­τα­ση. Αὐ­τό δέν τό εἶ­χα σκε­φθεῖ. «Τί δύ­να­ται νά πε­ρι­μέ­νει κα­νείς ἀ­πό μί­αν τοια­ύτην Οἰ­κου­με­νι­κήν Σύ­νο­δον;­», δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ Ἅ­γιος, «ἕν μό­νον: σχί­σμα­τα καί αἱ­ρέ­σεις καί δι­α­φό­ρους ἄλ­λας συμ­φο­ράς. Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ βα­θεῖ­α μου αἴ­σθη­σις καί ἡ πλή­ρης ὀ­δύ­νης ἐ­πί­γνω­σις. Δι’ αὐ­τό πα­ρα­κα­λῶ καί ἱ­κε­τεύ­ω τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, νά ἀ­πό­σχει ἀ­πό τήν συμ­με­το­χήν εἰς τήν προ­ε­τοι­μα­σί­αν τῆς Συ­νό­δου καί ἀ­πό τήν συμ­με­το­χήν εἰς τήν Σύ­νο­δον».
Σᾶς δι­ά­βα­σα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μεῖ­α. Θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με σέ μί­α ὡ­ρια­ία ἐκ­πομ­πή, για­τί αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να Ὑ­πό­μνη­μα δε­κα­πέν­τε σε­λί­δων, καί ἴ­σως -ἄν βροῦ­με εὐ­και­ρί­α- εἶ­ναι κα­λό νά τό θυ­μή­σου­με σ’ ὅ­λους, για­τί εἶ­ναι ad h­oc. Ἕ­να πρός ἕ­να, ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἱ­στο­ρί­α -προ­ϊ­στο­ρί­α θά λέ­γα­με τώ­ρα- τῆς Συ­νό­δου, πῶς ἔ­φτα­σε ἐ­κεῖ, μέ ποι­ές με­θό­δους, μέ ποι­ούς τρό­πους, ποι­ά με­θο­δο­λο­γί­α κ.τ.λ. καί ὅ­λα αὐ­τά θά ἦ­ταν πο­λύ δι­α­φω­τι­στι­κά. Βέ­βαι­α, ἐκ προ­οι­μί­ου σᾶς λέ­ω, ὅ­τι εἶ­ναι μέ­σα στό πνεῦ­μα πού κι­νη­θή­κα­με καί ἐ­μεῖς, ἀλ­λά ἄλ­λο εἶ­ναι νά ἀ­κού­ει κα­νείς τά λό­για ἑ­νός Ἁ­γί­ου.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Κι ὅ­λα αὐ­τά, πρίν ἀ­πό σα­ράν­τα πέν­τε χρό­νια.


Κα­θη­γη­τής: Κι ὅ­λα αὐ­τά, πρίν σα­ράν­τα πέν­τε χρό­νια. Τί θέ­λου­με νά ποῦ­με μέ αὐ­τό; Σέ σα­ράν­τα πέν­τε χρό­νια, ἔ­χου­με προ­σθή­κη χει­ρο­τέ­ρων πραγ­μά­των καί, ἑ­πο­μέ­νως, θά εἶ­χε νά πεῖ ὁ Ἅ­γιος ἀ­κό­μη πιό πολ­λά καί πιό αὐ­στη­ρά πράγ­μα­τα.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἀ­πό ὅ­σα γνω­ρί­ζου­με, κ. Κα­θη­γη­τά, τό­τε ἡ Εἰ­σή­γη­ση τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς- πού ἤ­τα­νε ἕ­νας Κα­θη­γη­τής καί ἤ­τα­νε ἐ­ξο­ρι­στος στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Τσέ­λι­ε- ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτή ἀ­πό τήν Σύ­νο­δο; Δι­ό­τι τό­τε ἦ­ταν καί ὁ Κομ­μου­νι­σμός.


Κα­θη­γη­τής: Ἀ­κρι­βῶς. Καί αὐ­τά ἔ­χου­νε ση­μα­σί­α. Λέ­ει, δη­λα­δή, ὅ­τι δέν πρέ­πει νά γί­νει ἡ Με­γά­λη Σύ­νο­δος καί γιά τόν πρό­σθε­το λό­γο, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν Ἐκ­κλη­σί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες τε­λοῦν ὑ­πό ἀ­θε­ϊ­στι­κά κα­θε­στῶ­τα καί, ἑ­πο­μέ­νως, θά ἔλ­θουν στή Σύ­νο­δο, ὑ­πό ἐ­πι­τή­ρη­ση, τρό­πον τι­νά· αὐ­τό εἶ­ναι τό ὑ­πο­νο­ού­με­νο. Ἀ­φή­νω, ὅ­τι στρέ­φε­ται καί κα­τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρω­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α τό 1969 ἀ­πε­φά­σι­σε τήν I­n­t­e­r­c­o­m­m­u­n­io, δη­λα­δή τήν μυ­στη­ρια­κή δι­α­κοι­νω­νί­α μέ τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τήν συμ­με­το­χή τους, εἶ­πε ὅ­τι, ἐ­πει­δή κα­τα­πα­τή­θη­καν δόγ­μα­τα καί Κα­νό­νες, δέν θά πρέ­πει νά ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Θε­ός μιά τέ­τοι­α ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή φρι­κα­λε­ό­τη­τα. Τήν σύγ­κλη­ση δη­λα­δή μιᾶς Οἰ­κου­με­νι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα Συ­νό­δου μέ πα­ρου­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρω­σί­ας πα­ρα­κα­λῶ, για­τί δι­έ­πρα­ξε αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, δη­λα­δή τήν δι­α­κοι­νω­νί­α.
Φαν­τα­στεῖ­τε, τώ­ρα, τί θά ἔ­λε­γε με τή θε­μα­το­λο­γί­α πού ἔ­χου­με ἐ­μεῖς. Ὄ­χι δη­λα­δή γιά κά­ποι­ους Ρώ­σους, πού δι­έ­πρα­ξαν κά­τι τέ­τοι­ο καί τό ἀ­νέ­στει­λαν στή συ­νέ­χεια, ἀλ­λά γι’ αὐ­τούς οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χου­νε μιά πο­λυ­μορ­φί­α αἱ­ρε­τι­κῶν θέ­σε­ων. Για­τί αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, μιά πο­λύ­μορ­φη αἵ­ρε­ση. Ὁ ἴ­διος ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος, πού μί­λη­σε γιά τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό, ὡς πα­ναί­ρε­ση. Αὐ­τό, βε­βαί­ως, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου φα­να­τι­κό. Τό λέ­ω ἐξ ἀ­πό­ψε­ως ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς -ἐ­πει­δή ἀ­σχο­λή­θη­κα καί τό δι­δά­σκω-, ἀ­φοῦ ἔ­χει πολ­λές ἐ­πί μέ­ρους αἱ­ρέ­σεις, γιά τίς ὁ­ποῖ­ες θά ἤ­θε­λα νά πῶ, ὅ­τι καί μιά ἀ­π’ αὐ­τές θά ἀρ­κοῦ­σε, γιά νά μήν ἔ­χου­με καμ­μί­α σχέ­ση μα­ζί τους. Μέ τό καμ­μιά σχέ­ση, ἐν­νο­ῶ σ’ αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση, ὄ­χι τό νά μή συ­ζη­τᾶ­με μα­ζί τους, προ­κει­μέ­νου οἱ ἄν­θρω­ποι νά κα­τα­νο­ή­σουν τό ὀρ­θό, ἄν θέ­λουν. Ὄ­χι ὅ­μως νά τούς θε­ω­ρή­σου­με ὡς «ἐκ­κλη­σί­α», πα­ρά ταῦ­τα, ἐ­νῶ δη­λα­δή ἐμ­μέ­νουν σ’ αὐ­τά, πού πι­στεύ­ουν, καί ἐ­νό­σω δέν ζη­τοῦν νά ἔρ­θουν στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἁ­πλῶς, ζη­τοῦν τήν ἀ­να­γνώ­ρι­σή τους ὡς ἀ­λη­θι­νή Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ὅ­πως εἶ­ναι π.χ. ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἀλ­λά αὐ­τό νο­εῖ­ται Βι­βλι­κά, ὡς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ἡ οὖ­σα ἐν Ἑλ­λά­δι, ἐν Ρω­σί­ᾳ» κ.λπ., ὅ­πως τό λέ­ει δη­λα­δή ἀ­κρι­βῶς ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν Κο­ρίν­θῳ…­». Μι­λᾶ­με πάν­τα γιά Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α, γιά τήν Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α πα­ροι­κεῖ σέ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη.
Ἐ­δῶ, ὅ­μως, δέν πρό­κει­ται πε­ρί αὐ­τῆς τῆς ταυ­τό­τη­τας, ἀ­φοῦ, ἀ­πό πλευ­ρᾶς πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, ἀ­πέ­χει πόρ­ρω, καί μά­λι­στα, ὅ­σο περ­νοῦν τά χρό­νια –μιά καί ἀ­να­φερ­θή­κα­με στά 45 χρό­νια-, ἔ­χουν αὐ­ξη­θεῖ πο­λύ αὐ­τές οἱ αἱ­ρέ­σεις. Εἶ­ναι ἐκ­πλη­κτι­κό, δη­λα­δή, τό πῶς τόλ­μη­σαν αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι νά βά­λουν τήν ὑ­πο­γρα­φή τους γιά αὐ­τήν τήν θε­μα­το­λο­γί­α καί μό­νο, πῶς μπό­ρε­σαν νά τήν εἰ­ση­γη­θοῦν. Για­τί, ἐ­κεῖ στήν Εἰ­σή­γη­ση, φαί­νον­ται καί οἱ προ­θέ­σεις σου. Εἰ­ση­γεῖ­σαι αὐ­τό, πού θέ­λεις νά ψη­φι­σθεῖ. Καί δέν μπο­ρῶ νά τό συλ­λά­βω, νο­η­τι­κά, αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Δέν μοῦ κά­θε­ται μέ κα­νέ­ναν τρό­πο μέ­σα μου, πῶς ἕ­νας Ὀρ­θό­δο­ξος εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να τό­σο ἀν­τορ­θό­δο­ξο πρᾶγ­μα, πού ἀ­φο­ρᾶ τό πιό καί­ριο καί λε­πτό ση­μεῖ­ο τῆς πί­στε­ώς μας, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δη­λα­δή, ὡς Μί­α.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Αὐ­τό εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἕ­να εὔ­λο­γο ἐ­ρώ­τη­μα. Δέν ξέ­ρω, ἄν μπο­ροῦ­με νά δώ­σου­με ἀ­πάν­τη­ση, δέν εἴ­μα­στε καί σέ θέ­ση μᾶλ­λον νά δώ­σου­με ἀ­πάν­τη­ση, ἀλ­λά εἶ­ναι κα­λό, πού τό θέ­τε­τε τό ἐ­ρώ­τη­μα. 


Κα­θη­γη­τής: Ἀ­πάν­τη­ση κα­νο­νι­κά, θε­ο­λο­γι­κά, ὑ­πάρ­χει. Κα­θε­τί, τό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται, ἔ­χει τό ὑ­πό­βα­θρό του στήν καρ­διά μας. Ἀλ­λά ἀ­φῆ­στε, νά μή συ­ζη­τή­σου­με γι’ αὐ­τό τό θέ­μα αὐ­τή τή στιγ­μή, για­τί τώ­ρα μι­λᾶ­με γιά πράγ­μα­τα, πού τρέ­χουν καί ὄ­χι γιά τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, πού ὁ­δή­γη­σαν, ἄν καί αὐ­τό θά ἄ­ξι­ζε πο­λύ τόν κό­πο. Ἀρ­κεῖ νά σᾶς πῶ, ὅ­τι τό δόγ­μα συμ­πυ­κνώ­νει τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, καί ὅ­ταν δέν ὑ­πάρ­χει ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, τό­τε θέ­λου­με ἀλ­λό­τρια δόγ­μα­τα, γιά νά στε­γά­ζουν αὐ­τή τή ζω­ή, δη­λα­δή τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη ζω­ή. Καί αὐ­τό εἶ­ναι τρα­γι­κό νά τό εἰ­ση­γού­μα­στε ἐ­μεῖς. Ἐν­τά­ξει, τό λέ­νε οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι· ἐν­τά­ξει, κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ἀ­τε­λῶς, ἐκ­προ­σω­πη­μέ­νο ἀ­κό­μη καί ἀ­πό πο­λύ ὑ­ψη­λά στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α πρό­σω­πα, ἀλ­λά νο­μί­ζω μέ­σα σ’ ἕ­να πλαί­σιο ἀ­νο­χῆς. Καί οἱ πι­στοί, ἀ­να­μέ­νον­τας καί προ­σευ­χό­με­νοι, τό ἄ­φη­ναν νά τα­κτο­ποι­η­θεῖ κά­ποι­α μέ­ρα, θε­σμι­κά. Ἀλ­λά σᾶς εἶ­πα, ἐ­γώ πε­ρί­με­να νά γί­νει αὐ­τή ἡ Μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, ἀλ­λά γιά νά τά κα­τα­δι­κά­σει αὐ­τά, ὄ­χι νά τά υἱ­ο­θε­τή­σει. Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἔκ­πλη­ξή μου.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Αὐ­τή εἶ­ναι τό­τε καί ἡ ἔκ­πλη­ξη τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ου­στί­νου.


Κα­θη­γη­τής: Ναί. Γι’ αὐ­τό καί εἰ­ση­γεῖ­ται ἁ­πλῶς νά μή γί­νει κα­θό­λου. Για­τί, κοι­τᾶξ­τε, τόν ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι. Ἐ­γώ εἶ­πα κομ­ψά, νά ἀ­πο­συρ­θεῖ τό θέ­μα, γιά νά μήν κά­νω μά­θη­μα σέ Ἐ­πι­σκό­πους. Ἀλ­λά τώ­ρα, μιά καί τό συ­ζη­τᾶ­με εὐ­ρέ­ως καί ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­κρο­α­τῶν μας δη­μο­σί­ᾳ, πρέ­πει νά πῶ, ὅ­τι δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ὅ­τι μπῆ­κε τό θέ­μα αὐ­τό καί ὅ­τι δέν θά εἶ­ναι μό­νο αὐ­τό. Δη­λα­δή, αὐ­τά τί­θεν­ται πρός συ­ζή­τη­ση, φυ­σι­κά, καί δι­όρ­θω­ση ἤ ἀ­πόρ­ρι­ψη, σέ μιά τε­λι­κή συμ­φω­νί­α. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ξέ­ρει κα­νείς τήν ὅ­λη αὐ­τή προ­ϊ­στο­ρί­α, φο­βᾶ­ται καί γιά ἄλ­λα πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν φαί­νον­ται κα­θα­ρά καί μπο­ρεῖ ἐ­κεῖ νά κυ­ρι­αρ­χή­σουν. Μέ τέ­τοι­ες προ­δι­α­γρα­φές, ὅ­λα εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­να.
Γι’ αὐ­τό, ἡ σύ­στα­σή του ἦ­ταν νά μή γί­νει ἡ Σύ­νο­δος. Καί θυ­μᾶ­μαι τό­τε, ὅ­τι ἤ­μουν φοι­τη­τής, ὅ­ταν τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα αὐ­τό, ὄ­χι ἀ­πό κεί­με­νο ἀλ­λά ἀ­κου­στι­κά, καί εἶ­πα τήν ἔκ­φρα­ση: «καί πῶς γνω­ρί­ζει ὁ π. Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς, ὅ­τι δέν θά ἐ­νερ­γή­σει τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ;». Ὡς φοι­τη­τής τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, πού ἤ­μουν, δέν εἶ­χα τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις νά τό κα­τα­λά­βω. Τώ­ρα, ὅ­μως, πού βλέ­πω καί γνω­ρί­ζω τά πράγ­μα­τα, ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι, ὅ­τι δέν μπο­ρεῖ νά κυ­ρι­αρ­χή­σει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ὅ­ταν δέν εἶ­ναι ἐ­νερ­γό στίς καρ­δι­ές μας. Του­λά­χι­στον, μέ­χρι τή δι­α­τύ­πω­ση φαί­νε­ται, ὅ­τι δέν ἐκ­φρά­ζε­ται τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο. Θά μπο­ροῦ­σε βε­βαί­ως νά ἐκ­φρα­σθεῖ ἐ­κεῖ πέ­ρα μέ­σα στή Σύ­νο­δο, ὑ­πό τήν προ­ϋ­πό­θε­ση, ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἤ­δη ἐ­νερ­γό στίς καρ­δι­ές κά­ποι­ων, πού θά κλη­θοῦν ἐ­κεῖ «κα­τά λά­θος»; Θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε ἐν­τός εἰ­σα­γω­γι­κῶν νά τό πῶ, «ἀ­πό κά­ποι­ους», οἱ ὁ­ποῖ­οι θά ξε­φύ­γουν τίς ἐν­δε­χό­με­νες με­θο­δεύ­σεις; Εἰ­κα­σί­α κά­νω. Δέν εὔ­χο­μαι, νά κά­νουν τέ­τοι­ες με­θο­δεύ­σεις, για­τί δέν ἔ­χει γί­νει γνω­στός ὁ τρό­πος. Εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρις Ἐ­πί­σκο­ποι. Ποι­οί; Οἱ «ἄ­ρι­στοι»; Καί ποι­οί εἶ­ναι οἱ ἄ­ρι­στοι; Καί πῶς με­τρᾶ­τε τό ἄ­ρι­στο; Εἶ­ναι οἱ λο­γι­ό­τε­ροι; Οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κό­τε­ροι; Ἐ­δῶ, πῆ­γαν ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος καί ὁ Ἅ­γιος Σπυ­ρί­δων στήν Α’ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο καί, ὡς ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι, ἔ­παι­ξαν κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο. Ἐ­ξί­σου, ὅ­πως συ­νέ­βα­λε ὁ Ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν λο­γι­ό­τα­τος.
Τό θέ­μα δέν εἶ­ναι, πό­σα γράμ­μα­τα ξέ­ρου­με ἤ πό­σο εὐ­φυ­εῖς κα­τά κό­σμον εἴ­μα­στε, ἀλ­λά ἄν ἔ­χου­με τήν εὐ­φυ­ΐ­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι ἡ σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ, καί ἡ ὁ­ποί­α δέν ἐκ­φρά­ζε­ται, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ Ἀπ. Παῦ­λος, μέ πε­ρί­τε­χνα λό­για. Ἀλ­λά ἐ­νερ­γών­τας τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἐκ τῶν ἀ­κο­λου­θούν­των ση­μεί­ων, πει­θώ­με­θα γιά τοῦ λό­γου τό ἀ­σφα­λές. Ὅ­πως δη­λα­δή στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος. Μέ τί κρι­τή­ρια θά ἔ­βγα­ζε κα­νείς ἀ­πό τό σύλ­λο­γο τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τόν ἀ­γράμ­μα­το ποι­μέ­να, ἄν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ Οἰ­κου­με­νι­κή ἐ­κεί­νη Σύ­νο­δος τήν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή αὐ­τή ἐ­πι­λε­κτι­κή στά­ση ἔ­ναν­τι τῶν συ­νέ­δρων; Ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ ἕ­ναν πο­λύ ἁ­πλό τρό­πο, μ’ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα θαυ­μα­τουρ­γι­κό, ἔ­δει­ξε τήν τρι­α­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λά καί ὁ τρό­πος πού φέρ­θη­κε ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ἐ­πι­βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α, γιά νά μήν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε σέ λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἐ­νῶ ὁ τρό­πος του, ὡς γνω­στόν, ἦ­ταν –κο­σμι­κά θε­ω­ρού­με­νος- κα­τα­δι­κα­στέ­ος.
Ἀλ­λά, εἶ­πα πρό ὀ­λί­γου, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν κι ἄλ­λοι ἅ­γιοι στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι μᾶς βο­ή­θη­σαν, σέ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, νά κα­τα­νο­ή­σου­με καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, δηλ. τή χα­ρι­σμα­τι­κή πλευ­ρά, τήν ἴ­δια αὐ­τή ἀ­λή­θεια. Ἕ­νας τέ­τοι­ος εἶ­ναι ὁ π. Φι­λό­θε­ος Ζερ­βᾶ­κος. Ἔ­χου­με πολ­λά σχε­τι­κά κεί­με­να δι­κά του, καί νο­μί­ζω, ὅ­τι οἱ πάν­τες τά γνω­ρί­ζουν.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νά ποῦ­με, ὅ­τι στή συ­νεί­δη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τήν τι­μή τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος μέ ὅ­σα ἔ­χουν ση­μει­ω­θεῖ καί ἔ­χουν κα­τα­γρα­φεῖ. Ἀ­πο­μέ­νει ἡ πρά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἄν καί ὅ­πο­τε γί­νει ἤ καί πο­τέ.


Ἅ­γιος Πα­ΐ­σιος


Κα­θη­γη­τής: Ναί. Δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ ἁ­γι­ο­κα­τά­τα­ξη.Ἔ­χου­με καί τόν π. Πα­ΐ­σιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γρα­ψε μί­α Ἐ­πι­στο­λή πρός τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα, ὅ­ταν ἔ­κα­νε ἐ­κεῖ­να τά ἀ­νοίγ­μα­τα, καί εἶ­πε ὁ Ὅ­σιος πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κά καί στά ὁ­ποῖ­α συμ­φω­νῶ. Καί μή γνω­ρί­ζον­τας τήν Ἐ­πι­στο­λή αὐ­τή τή συγ­κε­κρι­μέ­νη, ἐκ­φρα­ζό­μουν κι ἐ­γώ μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο καί ἀ­πο­ροῦ­σα, πῶς ἔ­κα­να ἕ­να πρᾶγ­μα, πού πο­τέ, νω­ρί­τε­ρα, δέν τό εἶ­χα σκε­φτεῖ. Γιά νά κα­τα­λά­βε­τε, θά σᾶς δι­α­βά­σω ἕ­να ἐ­λά­χι­στο τμῆ­μα αὐ­τῆς τῆς Ἐ­πι­στο­λῆς πρός τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα: «Φαν­τά­ζο­μαι ὅ­τι θά μέ κα­τα­λά­βουν ὅ­λοι», ἔ­γρα­φε, «ὅ­τι τά γρα­φό­με­νά μου δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά ἕ­νας βα­θύς μου πό­νος διά τήν γραμ­μήν καί κο­σμι­κήν ἀ­γά­πην, δυ­στυ­χῶς, τοῦ πα­τέ­ρα μας κ. Ἀ­θη­να­γό­ρα. Ὅ­πως φαί­νε­ται, ἀ­γά­πη­σε μί­αν ἄλ­λην γυ­ναῖ­κα μον­τέρ­να, πού λέ­γε­ται Πα­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ό­τι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Μη­τέ­ρα μας δέν τοῦ κά­μνει καμ­μί­αν ἐν­τύ­πω­σι, ἐ­πει­δή εἶ­ναι πο­λύ σε­μνή. Αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη, πού ἀ­κού­σθη­κε ἀ­πό τήν Πό­λι, βρῆ­κε ἀ­πή­χη­σι σέ πολ­λά παι­διά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πό­λεις. Ἄλ­λω­στε αὐ­τό εἶ­ναι καί τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς μας: ἡ οἰ­κο­γέ­νεια νά χά­ση τό ἱ­ε­ρό νό­η­μά της ἀ­πό τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­γά­πες, πού ὡς σκο­πό ἔ­χουν τήν δι­ά­λυ­σιν καί ὄ­χι τήν ἕ­νω­σιν». Ὁ λό­γος του εἶ­ναι πα­ρα­βο­λι­κός. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς οἰ­κο­γέ­νεια: «Μέ μιά τέ­τοι­α πε­ρί­που κο­σμι­κή ἀ­γά­πη καί ὁ Πα­τριά­ρχης μας φθά­νει στή Ρώ­μη. Ἐ­νῶ θά ἔ­πρε­πε νά δεί­ξη ἀ­γά­πη πρῶ­τα σέ μᾶς τά παι­διά του καί στή Μη­τέ­ρα μας Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τός, δυ­στυ­χῶς, ἔ­στει­λε τήν ἀ­γά­πη του πο­λύ μα­κριά. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν νά ἀ­να­παύ­ση μέν ὅ­λα τά κο­σμι­κά παι­διά, πού ἀ­γα­ποῦν τόν κό­σμον καί ἔ­χουν τήν κο­σμι­κήν αὐ­τήν ἀ­γά­πην, νά κα­τα­σκαν­δα­λί­ση ὅ­μως ὅ­λους ἐ­μᾶς, τά τέ­κνα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, μι­κρά καί με­γά­λα, πού ἔ­χουν φό­βο Θε­οῦ.­.. Με­τά λύ­πης μου ἀ­πό ὅ­σους φι­λε­νω­τι­κούς ἔ­χω γνω­ρί­σει, δέν εἶ­δα νά ἔ­χουν οὔ­τε ψί­χα πνευ­μα­τι­κή οὔ­τε φλοι­ό.
Ξέ­ρουν ὅ­μως, νά ὁ­μι­λοῦν γιά ἀ­γά­πη καί ἑ­νό­τη­τα, ἐ­νῶ οἱ ἴ­διοι δέν εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι μέ τό Θε­ό, δι­ό­τι δέν τόν ἔ­χουν ἀ­γα­πή­σει».
Δέν θέ­λω νά μα­κρη­γο­ρή­σω. Νο­μί­ζω, ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τά τά λί­γα, εἶ­ναι πο­λύ σα­φές τό πνεῦ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­τρός. Γιά ὅ­σους ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται νά τήν ἀ­να­ζη­τή­σουν αὐ­τήν τήν Ἐ­πι­στο­λή, ἡ ὁ­ποί­α γρά­φτη­κε στίς 23 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1969, μπο­ροῦν νά τήν βροῦ­νε.


π. Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­της
«ἄνωθεν ἀποκάλυψη»


Στή συ­νέ­χεια, θά πῶ κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει νά κά­νει μέ προ­σω­πι­κή κα­τά­θε­ση. Συν­δε­ό­μου­να ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες μέ τόν π. Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ἦ­θος καί τό φρό­νη­μα εἶ­ναι ἐ­γνω­σμέ­να. Εἶ­ναι ἐ­γνω­σμέ­νο, ἐ­πί­σης, ὅ­τι εἶ­χε κι αὐ­τός «πνευ­μα­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση». Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μέ­να, πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να μέ τήν πρό­θε­ση, νά θέ­σω κά­ποι­α ἐ­ρω­τή­μα­τα πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να, μέ μί­α ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή σει­ρά, καί χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό δι­κό μου λε­ξι­λό­γιο. Καί ὅ­ταν πή­γαι­να κον­τά του, χω­ρίς νά τοῦ θέ­σω κἄν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε μέ αὐ­τήν τή δι­α­δο­χή τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των πού εἶ­χα καί μέ τό λε­ξι­λό­γιό μου. Τό λέ­ω, ὡς προ­σω­πι­κή πεί­ρα. Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι και­νο­φα­νές. Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε καί μέ πολ­λούς ἄλ­λους.
Κά­πο­τε, λοι­πόν, νε­α­ρός τό­τε κα­θη­γη­τής στή Θε­ο­λο­γι­κή, μι­λᾶ­με τώ­ρα πρίν ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια, τοῦ εἶ­πα τό ἑ­ξῆς. Ἐ­πει­δή καί στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό κλῖ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­θεῖ, εἶ­χα κά­ποι­α ἔν­το­να προ­βλή­μα­τα καί ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πα νά ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται ἀ­πό σε­βα­στούς, κα­τά τά ἄλ­λα, κα­θη­γη­τές. Φυ­σι­κά, τό­σο ἡ συ­νεί­δη­σή μου ὅ­σο καί οἱ γνώ­σεις μου ἀν­τι­δροῦ­σαν μέν, ἤ­θε­λα ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή μου θέ­ση, νά ἔ­χω καί τήν χα­ρι­σμα­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση, πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­να καί σέ πά­ρα πολ­λά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
Τόν ρώ­τη­σα, λοι­πόν, ἐ­πί τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου, μή­πως μπο­ρεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγ­μα εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός. Μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί χω­ρίς καμ­μί­α δυ­σκο­λί­α: «Αὐ­τήν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, παι­δί μου, μοῦ τήν ἔ­χει κά­νει κι ἕ­νας ἀ­κό­μη νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό σέ­να. Ἐ­γώ, ἐ­δω­πέ­ρα ἐ­πά­νω, βρί­σκο­μαι σα­ράν­τα χρό­νια στά βρά­χια. Ἔ­χω ξε­χά­σει καί τά ἑλ­λη­νι­κά μου»- ση­μει­ω­τέ­ον τε­λεί­ω­σε σχο­λαρ­χεῖ­ο - «ἀλ­λά μ’ αὐ­τό τό θέ­μα δέν ἔ­χω ἀ­σχο­λη­θεῖ. Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἔ­πρε­πε νά τό ἀ­παν­τή­σω, ἀ­φοῦ δέ­χτη­κα ἐ­ρώ­τη­μα καί δέν εἶ­χα κα­μί­α γνώ­μη πά­νω στό θέ­μα, πῆ­γα στό κελ­λί μου καί προ­σευ­χή­θη­κα καί ρώ­τη­σα τόν Χρι­στό νά μέ πλη­ρο­φο­ρή­σει τί εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός. Πῆ­ρα τήν ἀ­πάν­τη­σή του, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ἔ­χει πνεῦ­μα πο­νη­ρί­ας καί κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα». Καί τόν ρώ­τη­σα, πῶς ἀ­κρι­βῶς πι­στο­ποι­ή­θη­κε αὐ­τό. Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε, πώς «με­τά τήν προ­σευ­χή γέ­μι­σε τό κελ­λί μου ἀ­πό ἀ­φό­ρη­τη δυ­σω­δί­α, ἡ ὁ­ποί­α μοῦ ἔ­φερ­νε ἀ­σφυ­ξί­α στήν ψυ­χή, δέν μπο­ροῦ­σα νά ἀ­να­πνεύ­σω πνευ­μα­τι­κά». Τόν ρώ­τη­σα, ἄν αὐ­τό ἦ­ταν ἕ­να ἔ­κτα­κτο γε­γο­νός γι’ αὐ­τόν ἤ ἄν ἔ­τσι τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ Χρι­στός σέ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις καί μέ βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «σέ ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις, πού εἶ­ναι μπλεγ­μέ­νες μέ μά­για, μέ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση, στήν ὁ­ποί­α μέ εἰ­σά­γει. Με­ρι­κές φο­ρές ὑ­πάρ­χει καί λε­κτι­κή ἀ­πάν­τη­ση, ἀλ­λά στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση καί ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη τή βε­βαι­ό­τη­τα, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός δέν ἔ­χει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἀλ­λά τό πνεῦ­μα τό ἀ­κά­θαρ­το».
Αὐ­τό πού λέ­γω αὐ­τή τή στιγ­μή, θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ὅ­τι ἔ­χει χα­ρα­κτῆ­ρα ἐν­τυ­πώ­σε­ων. Σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ, ὅ­τι χά­ρη­κα πά­ρα πο­λύ, ἐ­πει­δή αὐ­τό, πού εἶ­πε σέ μέ­να προ­σω­πι­κά, τό εἶ­δα κα­τα­γραμ­μέ­νο καί ἀ­πό τήν εὐ­λα­βῆ συ­νο­δεί­α του, πού δη­μο­σί­ευ­σε ἕ­ναν τι­μη­τι­κό Τό­μο γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του, τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καί τά λό­για του. Πι­στο­ποι­εῖ­ται λοι­πόν καί ἀ­πό ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­γώ τό δι­ε­σταύ­ρω­σα καί μέ ἄλ­λους ἀ­ξι­ό­πι­στους θε­ο­λό­γους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­βη νά τό ἀ­κού­σουν προ­σω­πι­κά. Δέν τό ἔ­χω πεῖ δη­μο­σί­ᾳ μέ­χρι τώ­ρα, ἀλ­λά τό ἔ­φε­ραν ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα, πού μέ ἀ­ναγ­κά­ζουν νά τό πῶ. Βε­βαί­ως, αὐ­τό ἔ­παι­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο στήν στά­ση μου ἀ­πέ­ναν­τι στόν Οἰ­κου­με­νι­σμό. Ἐ­γώ, βε­βαί­ως, ὡς κα­θη­γη­τής, ὡς ἐ­πι­στή­μων, ὀ­φεί­λω σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση νά τό ἀ­να­κρί­νω τό θέ­μα μέ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά κρι­τή­ρια καί νά τεκ­μη­ρι­ώ­νω τήν ἄ­πο­ψή μου ἐ­πι­στη­μο­νι­κά καί αὐ­τό κά­νω καί στά μα­θή­μα­τά μου, βῆ­μα πρός βῆ­μα. Ὅ­μως θε­ω­ρῶ, πώς ἡ κα­τά­θε­ση αὐ­τή εἶ­ναι ση­μαν­τι­κή, για­τί γί­νε­ται μέ τρό­πο χα­ρι­σμα­τι­κό ἀ­πό ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν γνω­ρί­ζει κά­τι γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τό τό πρό­βλη­μα, δέν ἔ­χει δι­α­βά­σει, δέν ἔ­χει ἀ­κού­σει, ἀλ­λά κα­τα­θέ­τει τήν ἄ­με­ση πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α του. Νο­μί­ζω, ὅ­τι μι­λοῦν ἐ­δῶ τά ἴ­δια τά πράγ­μα­τα.

Πῶς πρέ­πει νά ἐ­νερ­γή­σου­με;


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἔ­χου­με λοι­πόν τούς Ἁ­γί­ους μας, τούς σύγ­χρο­νους Γέ­ρον­τες, σύγ­χρο­νες ἁ­γι­α­σμέ­νες μορ­φές, πού τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια μί­λη­σαν γι’ αὐ­τά, πού ἔρ­χε­ται τώ­ρα νά μι­λή­σει ἡ Σύ­νο­δος, πού μέλ­λει νά συγ­κλη­θεῖ. Ἐ­μεῖς προ­σπα­θή­σα­με, κ. Κα­θη­γη­τά, μέ τήν δι­κή σας βο­ή­θεια, νά προ­σεγ­γί­σου­με ἕ­να θέ­μα, πού εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ με­γά­λο καί, δυ­στυ­χῶς, γιά τό ὁ­ποῖ­ο οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χου­με πλή­ρη με­σά­νυ­χτα. Ἦ­ταν, θε­ω­ρῶ, πο­λύ ση­μαν­τι­κά, ὅ­σα μᾶς εἴ­πα­τε, ἔ­στω καί σ’ αὐ­τόν τόν πι­ε­σμέ­νο ρα­δι­ο­φω­νι­κά χρό­νο. Θά ἤ­θε­λα, ὅ­μως, νά σᾶς ρω­τή­σω, πῶς θά ἐ­πι­θυ­μού­σα­τε νά λει­τουρ­γή­σει αὐ­τή ἡ ἐ­νη­μέ­ρω­ση, αὐ­τή ἡ πλη­ρο­φό­ρη­ση, πού προ­σπα­θή­σα­με νά λά­βου­με ἀ­πό ἐ­σᾶς, στίς καρ­δι­ές τῶν ἀ­κρο­α­τῶν μας, ἀλ­λά καί ὅ­λων μας;


Κα­θη­γη­τής: Εὐ­χα­ρι­στῶ πά­ρα πο­λύ γι’ αὐ­τήν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, για­τί θά ἔ­χει, κα­τά τήν γνώ­μη μου, ἀ­πο­φα­σι­στι­κή ση­μα­σί­α ἡ στά­ση μας με­τά τήν πλη­ρο­φό­ρη­ση. Ἡ πλη­ρο­φό­ρη­ση δέν ἔ­χει ἐγ­κε­φα­λι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα. Δέν ἔ­χει τήν ἔν­νοι­α, ὅ­τι εἶ­πα ἐ­γώ αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, γιά νά μά­θουν οἱ ἀ­κρο­α­τές κά­τι, πού ἁ­πλῶς δέν γνώ­ρι­ζαν. Καί κα­θέ­νας φι­λο­μα­θής φυ­σι­κά θέ­λει νά γνω­ρί­ζει, ἀ­φοῦ ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­πως λέ­ει καί ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «φύ­σει τοῦ εἰ­δέ­ναι ὀ­ρέ­γε­ται», δη­λα­δή θέ­λει ἐκ φύ­σε­ώς του νά μα­θαί­νει. Ἐ­δῶ, ὑ­πάρ­χει μιά πο­λύ πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νη σκο­πι­μό­τη­τα. Του­λά­χι­στον ἐκ μέ­ρους μου, πού εἶ­πα αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, μέ αὐ­τό τό ὕ­φος καί μέ αὐ­τόν τόν τό­νο.


Ἀ­νάγ­κη προ­σευ­χῆς


Προ­σω­πι­κά, θά ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα ἡ πλη­ρο­φό­ρη­ση αὐ­τή νά ὁ­δη­γή­σει ὅ­λους μας σέ κα­θη­με­ρι­νή, τα­πει­νή, ἐν με­τα­νοί­ᾳ προ­σευ­χή, ὥ­στε νά μή δι­α­σα­λευ­θεῖ ἡ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι δε­δο­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὅ­πως εἴ­πα­με σέ προ­η­γού­με­νη ἐκ­πομ­πή, ἡ ἑ­νό­τη­τα εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη ἄ­νω­θεν, δέν τήν κά­νου­με ἐ­μεῖς, ἀλ­λά τήν ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με, με­τέ­χου­με ἤ δέν με­τέ­χου­με στήν ἑ­νό­τη­τα. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ὑ­πό­θε­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Κα­θέ­νας, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τέ­χει στό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐ­νερ­γῶς, αὐ­τός εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­τσι, στήν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­ναι ὅ­λος ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός, τά ἑ­κα­τομ­μύ­ρια καί τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν Ἀγ­γέ­λων καί ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι οἱ Ἅ­γιοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν δι­α­πρέ­ψει στήν ἐ­πί­γεια ζω­ή, τη­ρών­τας τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ δο­ξα­σμέ­νη πλευ­ρά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐ­μεῖς συ­νι­στοῦ­με τήν στρα­τευ­μέ­νη. Ἡ ἑ­νό­τη­τα, λοι­πόν, εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη. Τό «ἵ­να ὦ­σιν ἕν», πού εἶ­ναι ἡ Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή τοῦ Χρι­στοῦ, ἔ­χει τό νό­η­μα, νά μᾶς κα­λέ­σει, πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να σέ ἑ­νό­τη­τα, διά τῆς τη­ρή­σε­ως τῶν ἐν­το­λῶν Του, ὄ­χι διά τῆς ἁ­πλῆς ἀ­πο­δο­χῆς μιᾶς δι­δα­σκα­λί­ας. Ἀλ­λά μέ τρό­πο μυ­στη­ρια­κό, χα­ρι­σμα­τι­κό, νά γί­νου­με ἕ­να μέ τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί ὅ­λους αὐ­τούς τούς Ἁ­γί­ους, διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι αὐ­τό θά γί­νει, ὅ­ταν τη­ροῦ­με τίς ἐν­το­λές καί με­τέ­χου­με ἐ­νερ­γά καί ἀ­κα­τά­κρι­τα στά θε­ουρ­γά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί εἰ­δι­κό­τε­ρα στό Μυ­στή­ριο τῆς Με­τα­νοί­ας, τῆς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας.
Ὅ­ταν με­τέ­χου­με ἐ­νερ­γά καί εἶ­ναι ἐ­νερ­γό ἐν ἡ­μῖν τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά φω­τί­σει καί νά συγ­κρα­τή­σει αὐ­τούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι κι­νοῦν­ται μέ τρό­πο ἀ­θέ­μι­το μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας -τό λέ­ω ἀ­θέ­μι­το, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ὅ­τι δέν τη­ροῦν­ται οἱ προ­δι­α­γρα­φές τῶν Συ­νό­δων, πού γνω­ρί­ζου­με-, ὥ­στε νά τούς φω­τί­σει. Καί θά τούς φω­τί­σει σί­γου­ρα, για­τί ὡς Ἐ­πί­σκο­ποι εἶ­ναι εἰς τό­πον καί τύ­πον Χρι­στοῦ, μό­νον ἐ­φ’ ὅ­σον ἔ­χουν καί οἱ ἴ­διοι αὐ­τό τό πνεῦ­μα τῆς με­τα­νοί­ας, δι­ό­τι «τα­πει­νοῖς δί­δω­σι χά­ριν» ὁ Θε­ός, μᾶς δι­α­βε­βαί­ω­σε ὁ Χρι­στός. Κα­τά συ­νέ­πεια, ζη­τᾶ­με αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, νά γί­νει οἰ­κεῖ­ο καί σ’ αὐ­τούς, πού θά ἐκ­φρα­στοῦν θε­σμι­κά. Ἀλ­λά, ἡ προ­σευ­χή μας εἰ­σα­κού­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό μό­νον, ὅ­ταν εἶ­ναι ἔμ­πο­νη, ὅ­πως μᾶς ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί ὁ Ἅ­γιος Πα­ΐ­σιος. Γιά νά γί­νει, ὅ­μως, ἔμ­πο­νη, πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θοῦ­με ἐ­μεῖς μέ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη στήν θέ­ση αὐ­τῶν τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, πού κα­λοῦν­ται νά ἐκ­φρά­σουν τήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Νά εὐ­χη­θοῦ­με λοι­πόν μέ πό­νο, ἐ­πει­δή οἱ ἀ­πο­φά­σεις πού κα­λοῦν­ται αὐ­τοί νά πά­ρουν, θά ἀ­φο­ροῦν ὅ­λο τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Νά εὐ­χό­μα­στε, ὅ­μως, καί γιά τούς ἐ­περ­χο­μέ­νους στό μέλ­λον Ἱ­ε­ράρ­χες, νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἡ φω­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, νά ἀ­να­παύ­ουν τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο. Καί αὐ­τό δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει, ἄν δέν βγά­λου­με τά μπά­ζα, πού ἔ­χου­με μέ­σα μας. Καί τά μπά­ζα βγαί­νου­νε διά τῆς με­τα­νοί­ας, μέ τήν αὐ­το­ε­πί­γνω­ση δη­λα­δή, τήν ὁ­ποί­α δί­δει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ὅ­τι εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι, πού τό ζη­τᾶ­με. Καί, ἐ­φ’ ὅ­σον τό ζη­τᾶ­με ἐν ἐ­πι­γνώ­σει τῆς ἀ­νε­πάρ­κειάς μας καί βρε­θοῦ­με σ’ αὐ­τήν τήν δι­α­δι­κα­σί­α, πού εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως, τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς συ­νει­δη­τῆς με­το­χῆς μας στό μυ­στή­ριο τῆς ζω­ῆς καί τῆς ἑ­νό­τη­τας, πού εἶ­ναι ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, τό­τε θά ἔ­χου­με καί τόν ἀ­να­με­νό­με­νο καρ­πό.
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­πε, πώς ὁ Ἀν­τί­χρι­στος θά ἔρ­θει, ὅ­ταν θά τό θε­λή­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι, για­τί εἶ­πε: «ἐ­γώ ἐ­λή­λυ­θα ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι τοῦ πα­τρός μου, καί οὐ λαμ­βά­νε­τέ με· ἐ­άν ἄλ­λος ἔλ­θῃ ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι τῷ ἰ­δί­ῳ, ἐ­κεῖ­νον λήμ­ψε­σθε» (Ἰ­ω. 5, 43). Αὐ­τό τί ση­μαί­νει; Ὅ­τι δέν θά ἔρ­θει, ἄν δέν τόν θέ­λε­τε. Τί σχέ­ση ἔ­χει αὐ­τό, πού λέ­ω, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση; Ἔ­χει τήν ἑ­ξῆς σχέ­ση: Ἄν οἱ καρ­δι­ές μας δέν θέ­λουν τά ἀλ­λό­τρια, ἀλ­λά θέ­λουν τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή κα­τά­θε­ση στήν Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τές οἱ καρ­δι­ές πού τό θέ­λουν, θά συ­νερ­γή­σουν, ὥ­στε ὁ Θε­ός νά ἀλ­λά­ξει τά πράγ­μα­τα. Αὐ­τή τή στιγ­μή θε­ω­ρῶ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μιά σκο­το­δί­νη. Ἐκ τοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος μι­λῶ γιά σκο­το­δί­νη. Για­τί ἕ­νας νοῦς κα­θα­ρός δέν μπο­ρεῖ νά εἰ­ση­γεῖ­ται αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, πού δι­α­βά­ζου­με σέ ὁ­ρι­σμέ­να Κεί­με­να πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση ἀ­πό τή μέλ­λου­σα Με­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζου­με μέ κά­θε σα­φή­νεια, ὅ­τι δέν μπο­ροῦ­με νά πη­γαί­νου­με κα­λά στήν ἐν Χρι­στῷ ζω­ή μας, ὅ­ταν σφάλ­λου­με σέ δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα. Τό θέ­μα αὐ­τό εἶ­ναι δογ­μα­τι­κό. Δέν μπο­ροῦ­με νά σφάλ­λου­με στό δογ­μα­τι­κό θέ­μα καί νά ἔ­χου­με, κα­τά τά ἄλ­λα, τήν ψευ­δαί­σθη­ση, ὅ­τι ἔ­χου­με ἤ ὅ­τι μπο­ροῦ­με νά ἔ­χου­με ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Δέν γί­νον­ται συμ­βι­βα­σμοί στά δόγ­μα­τα. Τό ὀρ­θό δόγ­μα συμ­πυ­κνώ­νει καί προσ­δι­ο­ρί­ζει τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἑ­νό­τη­τά μας λοι­πόν κιν­δυ­νεύ­ει, ὅ­ταν πρα­κτι­κῶς δέν εἴ­μα­στε «ἑ­πό­με­νοι τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Καί τό­τε εἶ­ναι, πού ἔ­χου­με πρα­κτι­κῶς ἔ­παρ­ση, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τήν ὅ­ποι­α τα­πει­νο­λο­γί­α μας. Εἴ­μα­στε τα­πει­νοί πραγ­μα­τι­κά, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τόν τό­νο τῆς φω­νῆς μας, ὅ­ταν πραγ­μα­τι­κῶς εἴ­μα­στε «ἑ­πό­με­νοι τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».­ Ὅ­ταν, δη­λα­δή, ψη­φί­ζου­με πράγ­μα­τα, πού δέν εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», μέ ὅ­ποι­α ἥ­πια καί γλυ­κιά φω­νή κι ἄν λέ­γε­ται αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, εἶ­ναι ἕ­παρ­ση, εἶ­ναι πνεῦ­μα ἀ­λα­ζο­νεί­ας, εἶ­ναι πνεῦ­μα τοῦ πο­νη­ροῦ καί δέν εἶ­ναι τό πνεῦ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Αὐ­τό, ἄς τό προ­σέ­ξου­με, για­τί δέν ἀ­φο­ρᾶ μό­νον αὐ­τούς, πού θά ἀ­πο­φα­σί­σουν, ἀλ­λά καί ἐ­μᾶς προ­σω­πι­κά. Για­τί λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἕ­να σῶ­μα, πού ἔ­χει μέ­λη συν­δε­ό­με­να ὀρ­γα­νι­κά με­τα­ξύ τους. Ὅ­ταν πά­σχει τό ἕ­να μέ­λος, συμ­πά­σχουν τά ἄλ­λα. Δέν μπο­ροῦ­με δη­λα­δή ἐ­μεῖς δί­κην μιᾶς ἐ­ξου­σι­ο­δο­τή­σε­ως τοῦ Ἐ­πι­σκό­που μας, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, νά ἐκ­προ­σω­πη­θοῦ­με ἐ­κεῖ ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιά τό πρᾶγ­μα, πῶς ἔ­χει, πῶς πραγ­μα­τώ­νε­ται. Ἄν ἔ­χου­με πραγ­μα­τι­κά σχέ­ση ἑ­νό­τη­τας στό μυ­στη­ρια­κό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἄν κυ­ρια­ρχεῖ δη­λα­δή τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἄν «ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡ­μῶν ἐ­στίν» ἐ­νερ­γῶς, τό­τε θά πο­νᾶ­με, τό­τε δέν θά μπο­ροῦ­με νά κοι­μη­θοῦ­με κά­ποι­ες ὧ­ρες, για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πρό­βλη­μα ἔ­τσι, ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά μας.
Καί οἱ Πα­τέ­ρες μας, για­τί αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας, βρί­σκον­ται σέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λη θέ­ση. Δέν ἐ­ξε­τά­ζω ἐ­γώ τίς ὅ­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις κ.τ.λ. Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι αὐ­τή. Καί ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐ­τή εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λη. Ἐ­μεῖς μπο­ροῦ­με νά ἐ­νι­σχύ­σου­με στό μέ­τρο, πού ἡ προ­σευ­χή μας θά ἀ­κού­γε­ται. Καί θά ἀ­κού­γε­ται ἡ προ­σευ­χή μας, ὅ­ταν θά ἔ­χου­με αὐ­τήν τήν μαρ­τυ­ρί­α τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, ὅ­τι ἀ­να­παύ­ε­ται ἐν ἡ­μῖν τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον. Ὅ­ταν ἔ­χου­με δη­λα­δή πνεῦ­μα ἡ­γε­μο­νι­κό, πνεῦ­μα εὐ­θές ἐν­τός μας, ὥ­στε καί ἐ­κεῖ νά ἐκ­φρα­σθεῖ αὐ­τό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο. Τό­τε μό­νο μπο­ροῦ­με νά ἐ­νερ­γοῦ­με προ­σευ­χη­τι­κά σω­στά ὑ­πέρ τοῦ κοι­νοῦ σώ­μα­τος, δη­λα­δή μέ τρό­πο θε­ρα­πευ­τι­κό.
Ὁ­πό­τε σέ τε­λευ­ταῖ­α ἀ­νά­λυ­ση, γιά νά κλεί­σω, ἄν δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου καί γί­νει αὐ­τή, τε­λι­κῶς πα­ρά ταῦ­τα, ἐ­μεῖς θά προ­σευ­χό­μα­στε καί θά εὐ­χό­μα­στε νά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ Χά­ρη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­τι­μή­θη μέ τό ἀ­νε­κτί­μη­το αἷ­μα τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­αν­θρώ­που. Δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­φή­σει ὁ Χρι­στός τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Πρός στιγ­μή ὅ­μως, αὐ­τό νά τό προ­σέ­ξου­με, μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ, ἄν οἱ καρ­δι­ές μας δέν ἐκ­ζη­τοῦν τόν Χρι­στό. Ἄν δέν ἔ­χου­με πό­θο γι’ αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα μα­ζί Του ἐ­μεῖς, ἀλ­λά καί ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι οἱ βα­πτι­σμέ­νοι, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες μας, μπο­ρεῖ νά βρε­θοῦ­με σέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δο­κι­μα­σί­α.
Ἑ­πο­μέ­νως, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τρα­πεῖ ἡ ὅ­ποι­α λη­στρι­κή, θά λέ­γα­με, καί ἄ­κυ­ρη, στή συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πό­φα­ση. Βε­βαί­ως, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν κιν­δυ­νεύ­ει μέ ὅ­σα λέ­με ἐ­μεῖς, οὔ­τε βε­βαί­ως, μέ ὅ­σα λέ­με, πᾶ­με νά σώ­σου­με τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἐ­κεί­νη, πού μᾶς σώ­ζει, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς κε­φα­λῆς Της καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀλ­λά πρέ­πει νά ἀ­να­λά­βου­με καί ἐ­μεῖς τίς εὐ­θύ­νες μας. Μήν ποῦ­με π.χ. με­τά ἀ­πό τό­σα, πού λέ­χθη­καν: «ἄ, ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα εἶ­ναι αὐ­τά» καί ρί­ξου­με πέ­τρα ἀ­να­θέ­μα­τος σέ ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν δι­α­χει­ρί­στη­καν ἤ δέν δι­α­χει­ρί­ζον­ται κα­λά τήν ὑ­πό­θε­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι μέ­λη καί μά­λι­στα τε­τι­μη­μέ­να ἱ­ε­ραρ­χι­κῶς, μέ­σα σέ αὐ­τό τό Σῶ­μα. Πρέ­πει ἡ προ­σευ­χή μας νά ἀρ­χί­ζει ἀ­πό ἐ­κεῖ, ἄν θέ­λε­τε, για­τί αὐ­τούς ἔ­βα­λε ὁ Χρι­στός ποι­μέ­νες μας. Καί γνω­ρί­ζει ὁ Χρι­στός, για­τί ἔ­βα­λε αὐ­τούς, κα­τά τήν καρ­δί­α μας, νά εἶ­ναι ἐ­κεῖ πού εἶ­ναι, ὡς ποι­μέ­νες. Μπο­ροῦ­με, ὅ­μως, νά ἀλ­λά­ξου­με τά πράγ­μα­τα, ὅ­πως τά ἄλ­λα­ζαν οἱ ἀ­λη­θι­νοί Προ­φῆ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔμ­παι­ναν μπρο­στά στήν ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ. Θυ­μη­θεῖ­τε τόν Προ­φή­τη Μω­ϋ­σῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τήν στά­ση του καί τήν προ­σευ­χή του ζη­τοῦ­σε τήν ἀλ­λα­γή τῆς βου­λῆς τοῦ Θε­οῦ καί γι­νό­ταν. Ὁ ἀ­λη­θι­νός Προ­φή­της στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού στή θέ­ση του -κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο- μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε καί μεῖς, σέ κά­ποι­ο βαθ­μό, ἀ­κό­μη καί ὅ­ταν ξέ­ρει τήν ἀρ­νη­τι­κή ἐκ­δο­χή μιᾶς ὑ­πο­θέ­σε­ως, κά­τι, δη­λα­δή, πού τό εἶ­πε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὅ­τι θά γί­νει, θά Τοῦ ζη­τή­σει νά μήν γί­νει. Κι ἄν Τοῦ ζη­τή­σου­με ἐ­μεῖς μέ πό­νο ἀ­γά­πης γιά τούς ἄλ­λους, θά τό ἀ­να­στεί­λει ὁ Θε­ός αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, ὅ­πως τό ἔ­κα­νε στήν Νι­νευ­ή, ὅ­πως τό ἔ­κα­νε ἱ­στο­ρι­κά καί σέ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή.
Καί μέ αὐ­τό νά κλεί­σω, εὐ­χα­ρι­στών­τας τούς ἀ­γα­πη­τούς ἀ­κρο­α­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν τήν ὑ­πο­μο­νή νά μέ ἀ­κού­σουν, για­τί ἔ­χω κα­τα­λά­βει, ὅ­τι ἴ­σως ἔ­χω κα­τα­χρα­στεῖ τόν χρό­νο σας. Ἀλ­λά εἶ­ναι καί ὁ δι­κός μου ὁ κα­η­μός αὐ­τός, αὐ­τά πού μα­θαί­νω καί αὐ­τά πού ζῶ στόν χῶ­ρο πού δι­α­κο­νῶ, νά πε­ρά­σουν εὐ­ρύ­τε­ρα πρός τά ἔ­ξω.
Καί ἐκ­φρά­ζω γιά ἀ­κό­μη μιά φο­ρά τήν βα­θειά μου εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί τίς εὐ­χα­ρι­στί­ες μου: Πρῶ­τον στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς ἔ­δω­σε αὐ­τήν τήν εὐ­και­ρί­α, για­τί δέν ἦ­ταν δι­κή μου ἡ πρω­το­βου­λί­α. Δεύ­τε­ρον, νά εὐ­χα­ρι­στή­σω τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ, ὁ ὁ­ποῖ­ος στε­γά­ζει ὅ­λην αὐ­τήν τήν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί ἐ­πει­δή ἡ ἀ­γά­πη του δέν κλεί­νε­ται μέ­σα στά γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια τῆς Μη­τρο­πό­λε­ώς του καί, ὅ­πως πλη­ρο­φο­ροῦ­μαι ἀ­πό τόν κό­σμο, μέ τήν δο­ρυ­φο­ρι­κή μά­λι­στα αὐ­τή σύν­δε­ση, γί­νον­ται ἀ­κου­στά τά λό­για τοῦ Θε­οῦ καί ἡ δι­κή μας συμ­βο­λή, στό μέ­τρο τῶν δυ­να­το­τή­των μας, ἀ­νά τήν ὑ­φή­λιο. Καί χαι­ρό­μα­στε μέ τήν χα­ρά ἐ­κεί­νων, πού μᾶς πλη­ρο­φο­ροῦν, ὅ­τι οἰ­κο­δο­μοῦν­ται, χαί­ρον­ται καί πε­ρι­μέ­νουν νά ἀ­κού­σουν αὐ­τές τίς ἐκ­πομ­πές.
Καί πά­λι σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ καί σᾶς κ. Μαρ­κού­δη, προ­σω­πι­κά, γιά τόν κό­πο σας, ἀλ­λά καί γιά τίς ἐ­ρω­τή­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ προ­κά­λε­σαν καί ἐ­μέ­να, νά ἀ­να­φερ­θῶ σέ πτυ­χές, τίς ὁ­ποῖ­ες δέν εἶ­χα σκε­φθεῖ νω­ρί­τε­ρα, ἀλ­λά οἱ ὁ­ποῖ­ες ἤ­τα­νε πο­λύ ση­μαν­τι­κές καί θά λη­φθοῦν ὑ­π’ ὄ­ψιν ἀ­πό τό σε­βα­στό καί ἀ­γα­πη­τό ἀ­κρο­α­τή­ριό μας.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι οἱ εὐ­χα­ρι­στί­ες εἶ­ναι ἀ­πό τήν δι­κή μας πλευ­ρά πρός ἐ­σᾶς, για­τί πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τές τίς ὧ­ρες πού πε­ρά­σα­με μα­ζί καί σᾶς ἀ­κού­γα­με, μᾶς βο­η­θή­σα­τε νά προ­σεγ­γί­σου­με αὐ­τό τό σπου­δαῖ­ο θέ­μα. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι ὅ­λα ὅ­σα εἴ­πα­με, συμ­πυ­κνώ­νον­ται στίς τε­λευ­ταῖ­ες σας φρά­σεις, ὅ­τι θά πρέ­πει προ­σευ­χη­τι­κά καί ἐν με­τα­νοί­ᾳ νά στα­θοῦ­με στόν Θε­ό μας μπρο­στά, καί νά ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σου­με αὐ­τό τό με­γά­λο ὅ­πλο, τό ὁ­ποῖ­ο πραγ­μα­τι­κά τό ἔ­χου­με ξε­χά­σει. Για­τί, ἀ­ναμ­φί­σβη­τη­τα, κα­τά τόν λα­ό οἱ ἄρ­χον­τες καί οἱ πο­λι­τι­κοί καί οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί. Καί ἐ­πει­δή καί ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε πο­λύ ἀ­δι­ά­φο­ροι καί μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν, γι’ αὐ­τό βλέ­που­με νά ἔρ­χον­ται τέ­τοι­α θέ­μα­τα πρός συ­ζή­τη­ση καί νά ἐ­πη­ρε­ά­ζουν τήν ζω­ή μας καί τήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀλ­λά μᾶς δώ­σα­τε, νο­μί­ζω, τόν κα­νό­να, πού εἶ­ναι καί τό μό­νο ἀ­νί­κη­το ὅ­πλο πού ἔ­χου­με.


Κα­θη­γη­τής: Γιά νά πῶ καί τήν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη, ἐ­πει­δή αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος γί­νε­ται γιά τήν ὁ­ρα­τή ἔκ­φρα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρός Θε­οῦ, μήν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ σέ κα­νέ­ναν ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα τώ­ρα ἐν­δε­χο­μέ­νως χαλ­κεύ­ε­ται ἤ σφυ­ρη­λα­τεῖ­ται, καί ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να πρᾶγ­μα ζη­τού­με­νο σέ ἔκ­δο­ση Προ­τε­σταν­τι­κοῦ ἤ Δυ­τι­κοῦ τύ­που. Εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη ὀν­το­λο­γι­κῶς ἡ ἑ­νό­τη­τα ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό, μέ τήν ἵ­δρυ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Σᾶς εἶ­πα, ἄλ­λω­στε, τήν δο­ξα­σμέ­νη πλευ­ρά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν δι­κή μας ἔν­τα­ξη σ’ αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα. Ἀλ­λά ἡ ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή εἶ­ναι καί σέ μᾶς ζη­του­μέ­νη, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης βι­ώ­σε­ώς της. Αὐ­τή ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη βί­ω­ση εἶ­ναι ὁ ἀ­γώ­νας μας, αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κλή­ση μας, ὥ­στε νά φα­νε­ρω­θεῖ αὐ­τή ἡ ἄ­κτι­στη δό­ξα, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς κά­νει ἕ­να πνεῦ­μα.
Βε­βαί­ως, ἔ­χει τε­ρά­στια ση­μα­σί­α, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως, ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρη, για­τί αὐ­τή εἶ­ναι τό ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς καί νο­η­μα­το­δό­τη­σης καί κρί­σε­ως τῆς ποι­ό­τη­τος τῆς ἴ­διας μας τῆς ζω­ῆς. Ἄ­ρα, πρῶ­τα ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι τό δόγ­μα καί ἡ βί­ω­σή του. Ὅ­λα μπο­ροῦ­νε νά μᾶς τά πά­ρου­νε, τήν ἑ­νό­τη­τά μας ὅ­μως μέ τόν Χρι­στό δέν μπο­ρεῖ νά μᾶς τήν πά­ρει κα­νέ­νας, ἔ­στω κι ἄν κά­νει κι­μά τό σῶ­μα μας. Τήν ψυ­χή μας δέν μπο­ρεῖ νά μᾶς τήν χω­ρί­σει ἀ­πό τόν Χρι­στό. Κι αὐ­τό εἶ­ναι δω­ρε­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί δέν εἶ­ναι κα­τόρ­θω­μα ἤ ἐ­πι­τυ­χί­α ἑ­νός φο­ρέ­α, ἔ­στω καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ, ὅ­πως εἶ­ναι στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση μί­α συ­νο­δι­κή ἔκ­φρα­ση. Λοι­πόν δέν χρει­ά­ζε­ται νά ὑ­πάρ­χει αὐ­τός ὁ φό­βος.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Μ’­αὐ­τό λοι­πόν τό ἀ­γω­νι­στι­κό φρό­νη­μα, μ’ αὐ­τήν τήν πί­στη καί τήν πε­ποί­θη­ση στό δόγ­μα μας, πού γιά μᾶς εἶ­ναι ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, ὅ­πως μᾶς τήν πε­ρι­γρά­ψα­τε, σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πά­ρα πο­λύ καί ἐλ­πί­ζω νά ἔ­χου­με τήν εὐ­και­ρί­α νά τά ξα­να­ποῦ­με, ὄ­χι τό­σο ἐ­πει­δή πά­λι θά ἔ­χου­με ἀ­πο­ρί­ες, πού σί­γου­ρα θά ἔ­χου­με, γι’ αὐ­τήν τήν Σύ­νο­δο, ἀλ­λά κυ­ρί­ως γιά νά ἀν­τλή­σου­με πλη­ρο­φο­ρί­α, ἐ­νη­μέ­ρω­ση καί οὐ­σι­α­στι­κή γνώ­ση γιά θέ­μα­τα, πού ἅ­πτον­ται τῆς ἴ­διας τῆς ψυ­χῆς μας. Κ. Κα­θη­γη­τά, σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με πά­ρα πο­λύ.


Κα­θη­γη­τής: Πα­ρα­κα­λῶ. Ὁ Θε­ός νά δώ­σει.


Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἀ­μήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου