Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ



ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Frank Schaeffer

   Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να εξηγήσω σ' ένα φίλο μου Προτεστάντη γιατί το να πάω να εξομολογηθώ στον πνευ­ματικό μου ιερέα αποτελεί απαραίτητο μέρος της πνευμα­τικής αυτοπειθαρχίας, της προσπάθειας να γίνω όμοιος με τον Χριστό, να αγωνιστώ εναντίον των αμαρτιών μου και να ακολουθήσω την Εκκλησία. Αυτός έδειξε ότι το κατα­νόησε. Είχε δε αρκετούς φίλους από την Νότια Εκκλησία των Βαπτιστών, με τους οποίους πήγαινε μαζί στο κυνήγι. Όλοι αυτοί είχαν συμφωνήσει να είναι «υπεύθυνοι» ο ένας στον άλλο. Δυο φορές περίπου τον χρόνο συγκεντρώνονταν για να «συναντηθούν φιλικά», να διαλεχθούν και «να α­νταλλάξουν σκέψεις» μέσα σε «μία ομάδα αμοιβαίας υπο­στήριξης». Ο φίλος μου το είχε βρει αυτό πολύ χρήσιμο για τη «χριστιανική του ζωή». Και κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσα.
Η φιλία, η συνομιλία με τους φίλους μας, η κοινωνική συναναστροφή, όλα αυτά είναι χωρίς αμφιβολία καλά πράγματα, αλλά όλα αυτά δεν έχουν καμμία απολύτως σχέ­ση με το μυστήριο της εξομολόγησης των αμαρτιών μας σ' έναν ιερέα. Στην εξομολόγηση παίρνουμε την άφεσή μας από εκείνον ο οποίος είναι κατ' ευθείαν διάδοχος από τους Αποστόλους και τον Χριστό, δηλαδή από εκείνον στον ουρανό αυτό που κρατάει ασυγχώρητο στη γη» (Ιω 20,21-23).

Ιδιαίτερα με καταπλήσσει το γεγονός ότι οι κατά τα άλλα συντηρητικοί άνθρωποι στις προτεσταντικές Ομολο­γίες, οι οποίοι για παράδειγμα θα ήταν τρομοκρατημένοι από την ιδέα της αντικατάστασης του τρόπου ζωής σε πα­ραδοσιακές οικογένειες, έχουν από μόνοι τους αντικατα­στήσει την παραδοσιακή οικογένεια του Θεού με μία αυτο-εφευρημένη, εναλλακτική θρησκεία της χαοτικής προσωπο­ποιημένης εμπειρίας˙ εκεί όπου οι ίδιοι δεν είναι υπόλογοι σε κανέναν και «επιτελούν τα δικά τους καθήκοντα» κατά την τέλεια παράδοσή τους, που έχει την αρχή της στη δε­καετία του '60. Ενώ μπορούν να επιχειρηματολογούν ενα­ντίον του χάους της σχετικότητας σε πολλές άλλες περιο­χές της ζωής -για παράδειγμα εναντίον μιας προσέγγισης της σεξουαλικότητας του τύπου «εάν το θεωρείς καλό, να το κάνεις»- στην προσωπική πνευματική τους ζωή έχουν ή­δη αποδεχθεί πολύ κοσμικές αντιλήψεις σχετικά με την προσωπική ηθική υπευθυνότητα.
Και όμως η φωνή της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπάρχει για όλους εκείνους, που επιθυμούν να την προσέξουν και ομιλεί καθαρά για τη μο­ναδική αυθεντία, με την οποία είναι περιβεβλημένη η Εκ­κλησία. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει για την ειδική σχέση των χριστιανών προς τους εξομολόγους τους: «... Τις ασθέ­νειες του σώματος δεν τις αποκαλύπτουν οι άνθρωποι σε όλους, ούτε στους τυχόντες, αλλά σ' εκείνους, που είναι ε­ξασκημένοι για την θεραπεία τους...»10
Η Εκκλησία επεκτείνει το έλεος του Χριστού στους ανθρώπους της, υπακούοντας στην εντολή του Χριστού προς τους Αποστόλους. Αυτή η εντολή μεταδόθηκε στους διαδόχους των Αποστόλων, τους επισκόπους. «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ κάγώ πέμπω υμάς... Αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς˙ αν τίνων κρατήτε κεκράτηνται» (Ιω 20,21-23).
Βασισμένη σ' αυτή τη σοφία της η Ορθόδοξη Εκκλησία αγνοεί σύγχρονες ψυχολογικές ερμηνείες της αμαρτίας, πο­λύ δε περισσότερο ιδέες για συλλογική «άψογη» κοινωνική ενοχή, και αντί για όλα αυτά μας διδάσκει να προσευχόμα­στε ως εξής:
«Εξομολογούμαι σ' εσένα, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, όλα τα κρυπτά και φανερά αμαρτήματα της καρδιάς και του νου μου, τα οποία έχω διαπράξει μέχρι την παρούσα ημέρα. Όθεν ζητώ από εσένα, τον δίκαιο και φιλεύσπλαχνο Κριτή άφεση των αμαρτιών και χάρη για να μην ξαναμαρτήσω».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό της, για να μείνουν οι πιστοί ορφανοί, υπεύθυνοι μόνον για τα ευαίσθητα, ευμετάβλητα συναισθήματά τους και τη συνείδη­σή τους, ακαθοδήγητοι και αποστερημένοι από την απαραί­τητη πειθαρχία, η οποία προέρχεται από την κανονική τήρη­ση του μυστηρίου της εξομολόγησης. Εάν κάποιοι εκκοσμικευμένοι «Ορθόδοξοι» δεν πηγαίνουν κανονικά να εξομολο­γηθούν, αυτό συμβαίνει επειδή εσκεμμένα διαλέγουν προς βλάβη τους να μην αξιοποιούν το προνόμιο της μεγάλης τους κληρονομιάς. Και εάν μερικοί «Ορθόδοξοι» ιερείς δεν επιμένουν ώστε το ποίμνιο τους να οδηγείται στην εξομολό­γηση, αυτό είναι ένα σημάδι της δικής τους προτεσταντοποιημένης διαφθοράς. Ο Μέγας Βασίλειος μίλησε για ολόκλη­ρη την Εκκλησία, όσον αφορά στην παράδοση της εξομο­λόγησης σε έναν ιερέα ή σ' ένα μοναχό πνευματικό πατέρα11.
 «Είναι ανάγκη να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματα σ' εκείνους, που ο Θεός εμπιστεύθηκε την οικονομία των μυ­στηρίων του. Διότι και οι παλαιότεροι που μετανοούσαν, βλέπουμε να το κάνουν αυτό μπροστά στους αγίους. Είναι γραμμένο στο ευαγγέλιο ότι αυτοί εξομολογούνταν τα αμα­ρτήματά τους στον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Στις Πράξεις λέ­γεται ότι εξομολογούνταν στους Αποστόλους, οι οποίοι και τους βάπτιζαν όλους12».
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο ιερέας δεν ισχυρίζεται ότι συγχωρεί τις αμαρτίες με τη δική του δύναμη άλλ' ότι βοηθεί ευγενικά τον αμαρτωλό να πλησιάσει τον Θεό και να ζητήσει συγχώρηση, συμφιλίωση και ένα νέο ξεκίνημα. Η ιδιαίτερη εξουσία του ιερέα βρίσκεται στην δυνατότητα που έχει να ανακηρύξει τον μετανοημένο αμαρτωλό συγχω­ρημένο από τον Θεό. Μ' αυτόν τον τρόπο ο πιστός βοηθείται ενεργητικά να μάθει τις καλές συνήθειες και να αποφεύγει την αμαρτία13. Του προσφέρεται η ελπίδα για να ξαναρχίσει αμέτρητες φορές και η βεβαιότητα ότι έχει σί­γουρα συγχωρηθεί. Επί πλέον δέχεται τον πλούτο πρακτι­κών συμβουλών και από καιρό σε καιρό μία αρκετά συγ­κρατημένη θεοσεβή επίπληξη. Έτσι ήταν κατανοητή η εξο­μολόγηση τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων γράφει: «Ο αμαρτωλός όχι μόνον εξομολογείται τα αμαρτήματά του άλλ' και τα απαριθμεί και παραδέχεται την ενοχή του, διότι δεν θέλει να κρύψει τα σφάλματά του. Όπως ακριβώς ο πυρετός δεν μπορεί να καταπραϋνθεί, όταν ξεσπά, έτσι και η αρρώστεια της α­μαρτίας φλογίζει, όσο είναι κρυμμένη, αλλά εξαφανίζεται, όταν αποκαλύπτεται με την εξομολόγηση»14.
Πόσο πολύτιμο δώρο είναι μία μυστηριακή εξομολόγηση γίνεται πεντακάθαρα φανερό σε εκείνους από μας, που ήρ­θαμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία από περιβάλλοντα μη Ορθόδοξα. Οι «εξομολογήσεις» μας αποτελούνταν κάποτε από ημιεπίσημες, μοναχικές, μουρμουριστές προσευχές επάνω στα μαξιλάρια μας ή σε τυχαίες συγκεντρώσεις για ποιμα­ντικές «συμβουλές» μ' ένα γιατρό της ψυχής, ο οποίος δεν είχε ούτε την ικανότητα ούτε την εξουσία να αποφανθεί.
  Σ' όσους μεγαλώσαμε στις περισσότερες προτεσταντικές «εκκλησίες» δεν μας προσφερόταν ούτε ιερέας ούτε καθο­δήγηση ούτε υπευθυνότητα και ούτε τακτική υπόμνηση για εξομολόγηση. Είχαμε πολύ λίγες ευκαιρίες ή τακτική ενερ­γητική ενθάρρυνση να αυξηθούμε, να μάθουμε και να ξεκι­νήσουμε ανανεωμένοι. Δεν είχαμε τους βίους των αγίων για να μας εμπνεύσουν στην καθημερινή ζωή. Είμασταν απο­στερημένοι από τη σοφή ευσπλαχνία της ιστορικής Εκκλη­σίας. Είμασταν στερημένοι από την συσσωρευμένη ποιμα­ντική σοφία των δύο χιλιάδων χρόνων. Μόνοι και έρημοι, με μόνη βοήθεια την οποιαδήποτε θεολογική ή ψυχολογική ιδιοτροπία, που χρησιμοποιούσε ο πάστοράς μας για να αλλάζει «θεραπευτικά» τη συμπεριφορά μας, είμασταν στε­ρημένοι από το μυστήριο της μετανοίας, το οποίο όλοι οι χριστιανοί το θεωρούσαν δεδομένο καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της Εκκλησίας.
Εμείς είχαμε τη Βίβλο να μας καθοδηγεί αλλά τον περισσότερο χρόνο τον χρησιμοποιού­σαμε συζητώντας για το τι σήμαινε αυτή για μας. Ίσως συνέβαινε σε μας τους ορφανούς Προτεστάντες εκείνο που έλεγε ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, όταν έγραφε ότι «είναι επικίνδυνο να ζης απομονωμένος και ιδιόρρυθμα, χωρίς τη μαρτυρία άλλων και μαζί με ανθρώπους, που είναι άπειροι στον πνευματικό αγώνα»15.
   Η Ιερά Παράδοσις διδάσκει ότι ο Χριστός καλεί τα παιδιά του να ζουν με αγιότητα. Από ευσπλαχνία ο Χριστός θεμελίωσε την Εκκλησία, για να μας βοηθήσει να επιτύχουμε το σκοπό μας, τον προσωπικό αγιασμό, που απαιτεί σκληρό αγώνα, έφ' όσον είμαστε υπεύθυνοι, για να μη στηριζόμαστε σε ευσεβιστικούς κανόνες, που επινόησαν οι θεωρούμενοι Συντηρητικοί. Η Εκκλησία δεν προσδοκά να αγιασθούμε με τις δικές μας φτωχές και μεμονωμένες προσπάθειες. Αντίθετα μας διδάσκει ότι δεν μπορούμε να αυξηθούμε ενώπιον του Θεού, εάν κρύβουμε τις ανεξομολόγητες κρυφές αμαρτίες. Στο γεγονός αυτό αναφέρεται ο άγιος Ιερώνυμος:
«Εάν το φίδι, δηλαδή ο διάβολος, δαγκάσει κάποιον κρυφά, τον μολύνει με το δηλητήριο της αμαρτίας. Και εάν αυτός που δέχθηκε την δαγκωματιά μείνει σιωπηλός και δεν μετανοήσει και δεν θέλει να ομολογήσει το τραύμα του σ' έναν αδελφό και κύριό του, στον πνευματικό του πατέρα και ιερέα, τότε ο αδελφός και κύριος του, ο όποιος κατέχει τον Λόγο, που θα τον θεραπεύσει, δεν μπορεί να τον βοηθήσει αποτελεσματικά. Διότι, εάν ο ασθενής άνθρωπος ντρέπεται να ομολογήσει το τραύμα του στον ιατρό, τότε το φάρμακο δεν θα το θεραπεύσει, αφού είναι ακατάλληλο γι’ αυτό» 16.
  Σήμερα προσφέρεται στούς ανθρώπους το υποκατάστατο της αυθεντικής εξομολόγησης με τη μορφή της ψυχολο­γικής ή ποιμαντικής καθοδήγησης: Αυτό το κίβδηλο ομοίωμα της εξομολόγησης μπορεί επίσης να πάρει τη μορφή της αυτοβοηθούμενης θεραπευτικής ομάδας, των συναντήσεων προσευχής, της κατ' οίκον Βιβλικής μελέτης ή των ωρών «κοινωνίας και επικοινωνίας». Όμως, από την άποψη της Εκκλησίας, αυτές είναι λύσεις πρώτων βοηθειών σ' ένα πολύ σοβαρό τραύμα-αμάρτημα.
Η αποτυχία της ψυχολογίας να βοηθήσει τους ανθρώ­πους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους είναι προφανής στον βεβηλωμένο κόσμο μας, στον οποίο η ψυχοθεραπεία έχει αντικαταστήσει την μυστηριακή εξομολόγηση και τα εκκοσμικευμένα κοινωνικά προγράμματα προσπάθησαν να επινοήσουν αναγκαστικούς, όχι ηθικούς, συντομότερους τρόπους για μια εκκοσμικευμένη κοινωνική ουτοπία17. Ο Καθηγητής της ψυχολογίας William Kilpatrick στο περισπούδαστο βιβλίο του, Psychological Seduction: The Failure of Modern Psychology18, δείχνει ότι υπήρξε μια αύξηση στις κοινωνικές παθολογίες -διαζύγιο, εκτρώσεις, έγκλημα και αντικοινωνική συμπεριφοράς όλων των ειδών-ακριβώς την ίδια εποχή στην ιστορία μας, που η ψυχολο­γία αντικατέστησε την θρησκευτική εξομολόγηση και υπο­βίβασε την αμαρτία σε τίποτε περισσότερο από ένα «ψυχο­λογικό πρόβλημα».

10  Μεγάλου Βασιλείου, Όροι κατ' επιτομήν (370 μ.Χ), Απόκρισις εις την σκθ' ερώτησιν, ΕΠΕ, 274.
11 Ένας Ορθόδοξος χριστιανός είναι ελεύθερος να διαλέξει οποιονδήποτε Ορθόδοξο ιερέα για εξομολόγο του. Αυτός μπορεί να εί­ναι ο τοπικός του ιερέας ή ένας άλλος ιερέας, συνταξιούχος ιερέας, επίσκοπος, ιερομόναχος ή πρωτοπρεσβύτερος. Το σημαντικό είναι να πάει κανείς κατά κανονικά διαστήματα για εξομολόγηση στον ίδιο ιερέα ή ιερομόναχο και να υπακούει σ' ό,τι εκείνος του λέγει.
12 Μεγάλου Βασιλείου, Όροι κατ επιτομήν (370 μ.Χ), Απόκρισις εις την σπη' ερώτησιν, ΕΠΕ 9,358.
13 Βλ. A Dictionary of Greek Orthodoxy, σ. 94-96.
14 St. Ambrose of Milan, On Twelve Psalms (38 1 μ.Χ), The Faith of the Early Fathers, τ. 2, σ. 150.
15 Αγίου Μάρκου τού Ασκητού, Επιστολή προς Νικόλαον μονάζοντα, Φιλοκαλία, τ. πρώτος, σ. 137.
16 St. Jerome, Commentary on Ecclesiastes, Ref. 1375 (388 μ.Χ.), Τhe Faith of the Early Fathers, σ. 196-197.
17 «... Αν και η Ορθόδοξη εξομολόγηση τείνει να είναι μία ανάλυ­ση της ψυχής, δεν είναι μία ιατρική ψυχανάλυση... βλέποντας ότι η αμαρτία είναι μία ηθική αστοχία, η οποία καταλήγει σε συναισθηματι­κή αναστάτωση, η αυθεντία και η προσφορά της εξομολόγησης είναι βέβαιον ότι θα αποδειχθεί  περισσότερο να αποκαθιστά την εσωτερική υγεία, παρά να διορθώνει διαδικασίες οι οποίες απορρέουν από άλλες πηγές και όχι, από  τον λόγο του Θεού» Α Dictionary of Greek Orthodoxy, σ.96.
18 William Kilpatrick, Psychological Seduction: The Failure of Modern Psychology (Nashville, 1983)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ :
 "ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ"
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
4  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου