Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΚΡΑ…



ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΚΡΑ…

Το 2008 κυκλοφόρησε στον Βόλο ένα, σχεδόν ‘χειροποίητο’, βιβλιαράκι με τον τίτλο «Το υποκείμενο εκκλησιάζεται» απ’ τις εκδόσεις «Αμέθυστος». Λίγον καιρό μετά την κυκλοφορία του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλία» μια βιβλιοκριτική παρουσίαση του βιβλίου απ’ τον δημοσιογράφο και ποιητή Γιάννη Τσίγκρα. Αυτό στάθηκε και η αφορμή τής γνωριμίας μας, που οδήγησε και σε μια σειρά εξαιρετικών ομολογουμένως ραδιοφωνικών εκπομπών, με τη συμμετοχή και ενός τρίτου φίλου, που το περιεχόμενό τους ‘ανέτρεπε’ εκ βαθέων, όπως ακριβώς και το βιβλίο, τις εκκλησιαστικές παραχαράξεις που συνέβαιναν ήδη, και που τις παρακολουθούσαμε ‘εκ του σύνεγγυς’, στην επονομαζόμενη «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» τής Μητρόπολης Δημητριάδος. Ο φίλος Γιάννης Τσίγκρας ‘εκοιμήθη’ πριν λίγες μέρες. Στη μνήμη του, ως φίλοι στην εδώ και ως αδελφοί, ευχόμαστε, και στην άλλη, την αιώνια εν Κυρίω Ζωή, αναρτούμε εκείνην τη βιβλιοκριτική παρουσίαση…

«Κριτική στο βιβλίο τού Σταύρου Νικολαΐδη “Το υποκείμενο εκκλησιάζεται” – Του Γιάννη Τσίγκρα.

Στις μέρες μας σπανίζει η κυκλοφορία εκείνων των βιβλίων που θα μπορούσαν, σε μια “κοινή ελληνική” να ονομασθούν – και να αναγνωρισθούν πραγματικά ως – ομολογιακά. Βέβαια οι όροι ομολογία-ομολογιακός, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδίδουν αυτό που εντέχνως η Διοικούσα Εκκλησία περνά, μέσω ιερατικών συνάξεων ή “εργαστηρίων θεολογίας” στον κατά κανόνα αγαθό – πλην, στις μέρες μας, καθεύδοντα – λαό του Θεού:
“Να μη ντρέπεσαι να κάνεις το σταυρό σου, να προφέρεις το όνομα του Χριστού μας, να παραδεχθείς άφοβα ότι είσαι Ορθόδοξος”. Τα άλλα σού ζητούν να τα αφήσεις σε όσους γνωρίζουν, στους μεμυημένους, αυτούς που ο Τόμας Στερνς Έλιοτ ονομάζει ειρωνικά “σοφούς προμηθευτές Κυρίου”. Ανερυθρίαστοι προφέρουν ό,τι τον εξαίσιο ορισμό της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού καταργεί: “Σιώπα, προσεύχου, υπάκουε. Η Εκκλησία (δηλαδή εμείς) φροντίζουμε για τη σωτηρία της ψυχής σου”.

Αν δεν το δεχτείς ακολουθείς το δρόμο του αποσυνάγωγου, χωρίς συγχωροχάρτι, χωρίς παραδείσια προοπτική, πρόβατο απολωλός που θα το φάει ο λύκος – κι όχι ο ποιμένας ο οποίος ακόνιζε, ο καϋμένος, προς τούτο τα δοντάκια του.

Ε, λοιπόν όχι. Δεν αποτελεί αυτό ομολογία.

Ομολογία είναι η συνέχεια τού καταγγελτικού (και δια της καταγγελίας αφοριστικού) λόγου των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι δια των αντιρρητικών λόγων και της μαρτυρικής, τις περισσότερες φορές, βιοτής τους, όρισαν το τι και το πώς τής “φιλτάτης Ορθοδοξίας”, αυτό που ονομάζουν, συμφωνώντας, ακρίβεια της πίστεως. Στους ορθολογικούς και, τη πίστει, προτεσταντίζοντες καιρούς μας, όσοι έγραφαν κείμενα ομολογίας ήσαν περισσότερον οξείς και λιγότερο ακριβολόγοι. Οι ανάγκες των καιρών απαιτούσαν την δια της εριστικής ρητορικής εκφορά ενός λόγου που περισσότερο καταγγέλλει, δηλαδή φανερώνει την παρέκκλιση και λιγότερο διερευνά αίτια και συνεπακόλουθά τους, αφετηρίες και διαδρομές, ομοιότητες και εκλεκτικές συγγένειες, μοναχικές πορείες και σχέσεις, σταθερές και εναλλακτικούς τρόπους. Ενός λόγου κατ’ ανάγκην κραυγαλέου και ασθματικού. Το με τον τίτλο “Το υποκείμενο εκκλησιάζεται” πόνημα, ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι 110 σελίδων, δεν ανήκει σ’ αυτήν τη κατηγορία. Πρόκειται για προϊόν έρευνας που υπογράφει ο Σ.Ν. και επιμελούνται οι Β.Ε. και Γ.Κ.

Ο συγγραφέας στην εισαγωγή του αναφέρει – αν και δεν ως τοιαύτη ομολογεί – τη γενεσιουργό του συγγράμματός του στιγμή: “Προσκαλούνται (στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών) εκλεκτοί ομιλητές, μεταξύ των οποίων και Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Waterloo του Καναδά, ο οποίος στο ερώτημα – Πιστεύετε ότι ο θεός των χριστιανών και των Μουσουλμάνων είναι ο ίδιος θεός, αφού το σκέφτεται λίγο, μεταμορφώνει την Ακαδημία στο Βατερλό της θεολογίας – Ναι, είναι ο ίδιος θεός που τη μία φορά ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Ιησού και την άλλη ως βιβλίο, στο Κοράνι”. Ο Σταύρος Νικολαΐδης και οι συνεργάτες του αποφασίζουν να αντιδράσουν. Καταγγέλουν το οικουμενικό προσωπείο των προοδευτικών διαλόγων – με στοιχεία.

Παρουσιάζουν τη “μοντέρνα θεολογία” που αρχίζει από τους Ρώσους διανοουμένους για να καταλήξει στο Bishopoque, τον μοναρχοεπισκοπισμό του Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα, ο οποίος αναπτύσσει ταυτόχρονα την καινοφανή και καταργούσα μιαν “ελίτ πνευματοφόρων” περί του αγιασμού θεωρία, του δασκάλου που αλλού δικαιολογεί (και δεν απλώς αιτιολογεί) το Filioque, του, κατά Γιανναρά, μεγαλύτερου θεολόγου μετά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος ανευλαβώς, και στοχαστικά ναρκισσευόμενος τριαδολογεί – και ενίοτε, για να θυμηθούμε τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς, εν-τριαδολογεί, κυρίως όταν επιλέγει την εις τύπον αναλογία του επισκόπου με τον Θεό-Πατέρα, τον οποίο βλασφήμως ξεχωρίζει ως πρώτο κατά την αξία (κι όχι κατά την αιτία) Πρόσωπο. Φωτίζουν τόσο τη σκηνή όσο και το παρασκήνιο και όσα τεκμηριωμένα αναδεικνύουν στις σχέσεις τους, τα συγκεντρώνουν σε μικρά κείμενα εκλεπτυσμένου λόγου – η μαστοριά είναι του υπογράφοντος το βιβλίο – μεγάλης πυκνότητας και τα διανέμουν στους ακροατές της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών. Πρέπει να αποτελούσε ένα ξάφνιασμα για τους υπεύθυνους του “εργαστηρίου διαλόγου” αυτή η παρέμβαση.

Περίμεναν την μέσα από κραυγές ομολογία μιας άγνοιας και έβρισκαν την αποστομωτική θετική αντίθεση. Ήσαν έτοιμοι να προτάξουν τον πορφυρό μανδύα του κενού τους στη γύμνια της ουσίας των άλλων και έβλεπαν ότι οι παρεμβάσεις των καινούργιων ακροατών παρουσίαζαν τη συνύπαρξη νοήματος και καταλλήλου οχήματός του (λέξεις, σχήματα). Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι ακόμη πιο πυκνό. Μια πολύμοχθη έρευνα για τους κλάδους της “μοντέρνας θεολογίας” και μια παρουσίαση των σημαντικότερων φορέων της. Γιανναράς, Ράμφος, Ζηζιούλας το τρίπτυχο. Και πίσω τους οι πλατωνικοί και νεοπλατωνικοί, τόκοι ή κακοήθη νεοπλάσματα μιας φιλοσοφίας που μάλλον απέχει από την κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή κατά θεόν φιλοσοφία.

Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει και κάποια κείμενα της Πατερικής Γραμματείας ως πηγάς ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. Πρόκειται για μια παλαιά αλλά πάντα επίκαιρη επιστολή του γέροντα Παϊσίου καθώς επίσης και ένα προφητικό αφήγημα από το Γεροντικό για την έρημο της Νιτρίας, το «περί του Αββά Παμβώ». Τέλος ένα εξαιρετικά αποκαλυπτικό απόσπασμα από το ημερολόγιο του Σμέμαν, ένα άγνωστο σε πολλούς κείμενο αγωνίας ενός από τους μεγαλύτερους οικουμενιστές, θεολογούντες φιλοσόφους της εποχής μας. Σ’ αυτό ομολογείται από τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν η απόλυτη ανικανότητά του να βιώσει την πνευματικότητα, η οποία στους Πατέρες είναι φυσική όσο και μια ζωτική του σώματος λειτουργία, η αναπνοή, λόγου χάριν. Ο Σταύρος Νικολαΐδης με έναν ευθύβολα πλάγιο λόγο αποδεικνύει ότι η ετυμολογική ρίζα του ουσιαστικού ειρωνεία, το ρήμα είρω, σημαίνει ομιλώ, δηλαδή αναφέρομαι μέσα από τη γλώσσα. Αλλά ομιλώ σημαίνει και ζω μέσα στον όμιλο ελλόγως – κάτι που αποτελεί τρόπον εκκλησιασμού, ένα βήμα πριν τον Εκκλησιασμό, την διαρκή και εν αγάπη αναφορά στο Λόγο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου