Σάββατο 8 Απριλίου 2017

π. Γεώργιος Μεταλληνός: Μόνος κερδισμένος ὁ Πάπας ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους



Μόνος κερδισμένος ὁ Πάπας ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους

Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν

Ἡ σημερινὴ Ρωμαϊκὴ Κατήχησις γράφει: «Ὁ Πάπας… εἶναι ἡ αἰώνια καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιό τῆς ἑνότητας… Ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία…».
Οἱ σημερινοὶ Διάλογοι μὲ τὸν Παπισμὸ συνεχίζουν τοὺς ἄκαρπους καὶ δυσμενεῖς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἑνωτικοὺς Διαλόγους τῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας ἀπὸ τὸν 11ο μέχρι τὸν 15ο αἰώνα.
Ἡ τραγωδία τῆς διαιρέσεως τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καὶ ἡ ὀδυνηρὴ παράτασή της, ὡς καὶ οἱ καταθλιπτικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς, λειτούργησαν ὡς προϋποθέσεις μιᾶς σειρᾶς προσπαθειῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Ἡ Δύση δὲν εἶχε, ἄλλωστε, ἀντίρρηση στὴν ἑνωτικὴ κίνηση τῶν Ἀνατολικῶν, ἀφοῦ ἡ ἕνωση ἦταν πάντα εὐπρόσδεκτη στοὺς Πάπες γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς κοσμοκρατορίας τους καὶ στὴν Ἀνατολή. Ἡ πρωτοβουλία γιὰ τὶς ἑνωτικὲς αὐτὲς προσπάθειες ἀναλαμβανόταν σχεδὸν πάντοτε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ὑπὸ τὴν πίεση τῆς πορείας τῶν πραγμάτων καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἀνατολὴ ἦταν μόνιμα σὲ μειονεκτικὴ θέση. Ἡ συγκριτικὴ θεώρηση τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν τοῦ Βυζαντίου καὶ τῶν συγχρόνων διαλόγων ὁδηγεῖ στὶς ἀκόλουθες διαπιστώσεις:
α) Πολιτικοὶ οἱ στόχοι τῶν διαλόγων καὶ ἐνδοκοσμικά τα κίνητρα: Οἱ διάλογοι καὶ τότε καὶ σήμερα εἶναι καταδικασμένοι σὲ ἀποτυχία ἀπὸ τὴν γένεσή τους. Στοὺς οὐνιτίζοντες, παλαιοὺς καὶ νέους, ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πίστη, ὡς δυνατότητα σωτηρίας, εἶναι ὑποτονική, ἂν ὄχι ἐνίοτε καὶ δυσδιάκριτη. Κινητήρια δύναμη σ’ αὐτοὺς εἶναι ἡ πολιτικὴ στοχοθεσία τῆς διασώσεως τοῦ....κράτους καὶ τῶν συνδεομένων μὲ αὐτὸ ὑλικῶν συμφερόντων. Αὐτὸ ὅμως εἶναι εὐδιάκριτο καὶ στὶς σημερινὲς σχέσεις. Ἡ διάσωση τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν συμφερόντων καὶ οἱ συνδεδεμένες μὲ αὐτὰ ἐσωτερικὲς πολιτικὲς σκοπιμότητες ἡ καὶ οἱ ἐπιβαλλόμενες ἀπὸ τὴ Νέα παγκόσμια Τάξη κατευθύνουν τὰ πράγματα. Τὰ σχέδια τῆς «Νέας Τάξης» ἐπιβάλλουν καὶ τὴν πορεία τῶν Διαλόγων (διαχριστιανικῶν καὶ διαθρησκειακῶν) πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς «πανθρησκείας». Ἔτσι καθίσταται καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὶς τοπικὲς ἐκφάνσεις της, συνυπεύθυνη γιὰ τὴν ἐξάπλωση καὶ ἑδραίωση τῆς Παγκοσμιοποίησης, ποὺ εἶναι πρῶτα καὶ κύρια ἰδεολογικὴ καὶ πολιτική, καὶ μετὰ οἰκονομική, ὡς ἐπίτευξη τοῦ πλανητικοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς πλανητικῆς κοινωνίας, τοῦ ὁράματος τοῦ New Age.

Οἱ Διάλογοι, συνεπῶς, καὶ τότε καὶ σήμερα, διακονοῦν πολιτικὲς σκοπιμότητες καὶ ὄχι τὴν ἐν Χριστῷ Παναλήθεια. Ἡ ἕνωση γίνεται μέσο καὶ ὄχι σκοπός. Τὸ πρόβλημα ὅμως, καὶ τότε καὶ σήμερα, εἶναι διφυές: α) Ἡ ἀφελὴς στήριξη τῆς ἐλπίδας στὸν παπισμὸ καὶ β) ἡ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὄχι μόνο σύμπραξη, ἀλλὰ καὶ ταύτιση μὲ τὴν παπικὴ πλάνη, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ χρησιμοποιούμενη γιὰ τὴν Παλαιὰ Ρώμη ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ συνιστᾶ, ὅπως ἐπανειλημμένα ἔχει ὑποστηριχθεῖ, ἀπόρριψη de facto τῆς πατερικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἡ ἔντεχνα προβαλλόμενη πίστη καὶ θεολογία ἁπλῶς συγκαλύπτουν τὶς ἀληθινὲς προθέσεις. Ἡ ἀκολουθήσασα ὅμως τὴν φλωρεντιανὴ σύνοδο δουλεία ἀπέδειξε,ὅτι ἡ διάσωση τῆς ὀρθῆς πίστεως, ὡς ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, διασώζει καὶ τὴν συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων.
Ἀπὸ τὸ 1920 οἱ διαχριστιανικὲς σχέσεις ἐντάσσονται στὸ πλαίσιο τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς («Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», «Ὀργανισμὸς Ἡνωμένων Ἐθνῶν») μὲ τὴν παραχθεῖσα ἀπὸ τὸ πολυσυζητημένο Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νέα τακτική. Ἡ πολιτικὴ καὶ διπλωματικὴ ἐμπλοκὴ τῶν σημερινῶν διαλόγων μας μὲ τὴ Νέα Ἐποχὴ καὶ τὰ πλανητικὰ σχέδιά της εἶναι ἐμφανής. Πόσο δὲ μᾶλλον, ποὺ τὸ κράτος τοῦ Βατικανοῦ συμπορεύεται μὲ τὴν παγκόσμια Ὑπερδύναμη καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Πάπας χαρακτηρίζεται ἀπροκάλυπτα ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Τύπο «πλανητάρχης Νὸ 2». Ἡ Ὀρθοδοξία σύρεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ 20ου αἰώνα στὴν στήριξη τῶν στόχων τῆς διεθνοῦς (παγκόσμιας) πολιτικῆς μέσω τῶν διαλόγων καὶ τῆς «Οἰκουμενικῆς Κινήσεως».
Οἱ «βυζαντινοὶ» αὐτοκράτορες προσέφεραν κατὰ κανόνα τὴν ὑποταγὴ στὸν Πάπα. Αὐτὸ γίνεται καὶ σήμερα. Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιαστικότητας τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς Οὐνίας στὸ Balamand (1993) καὶ ἡ συνέχεια τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Λατινικὴ «Ἐκκλησία»;
β) Οἱ Διάλογοι ὑπηρετοῦν τὰ συμφέροντα τοῦ Παπισμοῦ: Οἱ Πάπες χρησιμοποίησαν καὶ χρησιμοποιοῦν τοὺς διαλόγους γιὰ τὴν ἰσχυροποίηση τοῦ κύρους καὶ τῆς ἐξουσίας τους, μὲ τὴν σύμπραξη τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς Ἡγεσίας. Ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα τὸ μέγα σφάλμα τῶν «βυζαντινῶν» προγόνων μας, ἡ ἀπόρριψη δηλαδὴ τῆς προσκλήσεως τῆς ἀντιπαπικῆς συνόδου τῆς Βασιλείας (1431-38), ποὺ ἀνταποκρινόταν στὴν ὀρθόδοξη στήριξη τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Οἱ ἀρνούμενοι τὸν παπικὸ θεσμὸ στὴν Δύση ἤσαν πιστοί, ὡς πρὸς αὐτό, στὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐνσαρκούμενο καὶ ἐκφραζόμενο ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Ἀλλὰ καὶ σήμερα οὐνιτίζοντες Ὀρθόδοξοι στηρίζουν τὸν Παπισμό, ἀνεχόμενοι νὰ χαρακτηρίζει ὁ Πάπας (ὁ προηγούμενος Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ) «ἐλλειμματικὴ» τὴν Ἐκκλησία μας, διότι δὲν δέχεται τὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ τὸ συναφὲς φυσικὰ μὲ αὐτὸ ἀλάθητο. Στηρίζοντας δὲ τὸν Παπισμό, ἀθετοῦν τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν περὶ Παπισμοῦ ὁμολογία τους. Σώζουμε τὸν Παπισμὸ ὡς κοσμικὸ κράτος καὶ χάνουμε τὴν Ὀρθοδοξία!
γ) Οἱ πιστοὶ στὴν πατερικὴ παράδοση πάντα δικαιώνονται: Σ’ ἀντίθεση μὲ τοὺς αὐτοκράτορες καὶ τοὺς ἀποτελοῦντες τὴν οὐνιτίζουσα αὐλή τους, ἡ μερίδα τῶν πατερικῶν Ὀρθοδόξων εἶχε πάντα συνείδηση τῆς ριζικῆς διαφοροποιήσεως καὶ πτώσεως τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν μάλιστα ἀπὸ τὸν ΙΓ αἰώνα ἄρχισαν οὐσιαστικότερες συζητήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν διάσωση καὶ στήριξη τῆς δογματικὸ-κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ζητοῦσαν βάση τῶν συζητήσεων νὰ εἶναι οἱ ἑπτὰ οἰκουμενικὲς σύνοδοι, ὡς ἀρραγὲς θεμέλιό της ἑνότητος.
Εἶναι ἐξ ἄλλου γεγονὸς ὅτι οἱ Ἀνατολικοί, σ’ ἀντίθεση μὲ τὶς σημερινὲς πρακτικές, δὲν συμμετεῖχαν στοὺς διαλόγους θεωρώντας τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ὡς ζητούμενο, ἀλλ’ ὡς ἀπόλυτα καὶ ἀστασίαστα δεδομένο. Τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ κοινὴ πατερικὴ παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας, ἦταν γιὰ τοὺς πατερικοὺς ἡ ἀμετακίνητη βάση. Ἀποφευγόταν κάθε τί, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θέσει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴν μοναδικότητα («Μία») της Ἐκκλησίας. Τὸ διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος ἐπὶ ἴσοις ὄροις» θέτει ἀπ’ ἀρχῆς ἐν ἀμφιβόλω τὴν ἀλήθεια τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ καταξιώνει ὡς ἐκκλησιαστικότητα ἀποδεδειγμένες αἱρέσεις. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ὁ διάλογος τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων δὲν ἦταν κάποιος θεολογικὸς συμψηφισμός, ἀλλὰ ἀπέβλεπε στὴν συνάντηση τῶν δύο πλευρῶν στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια. Εἶναι σαφὴς στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θέση τοῦ ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ: «οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ περὶ τῆς πίστεως». Ὁ θεολογικὸς διάλογος ἔχει χαρακτήρα ἱεραποστολῆς. Εἶναι κλήση στὴν Ἀλήθεια. Μία ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλία, ὅσον ἀφορᾶ στὴν Πίστη, ἦταν ἀδιανόητη, ἐνῶ σήμερα προβάλλεται ὡς ἡ μόνη δυνατότητα ἑνότητας, λόγω τῆς παπικῆς ἀδιαλλαξίας. Οἱ οὐνιτίζοντες Ὀρθόδοξοι ἔχουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι οἱ ὅποιοι συμβιβασμοὶ θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀληθῆ καὶ ἀρραγῆ ἑνότητα.
δ) Τὸ «παπικὸ πρωτεῖο», κύρια καὶ μόνιμη ἔκφραση τῆς παπικῆς ἀλλοτριώσεως: Αὐτὴ ἦταν ἡ συνείδηση τῶν «βυζαντινῶν» Ὀρθοδόξων, ποὺ προσέκρουαν μόνιμα στὴν παπικὴ ἐμμονὴ στὸ πρωτεῖο Jurisdictionis καὶ τὴν ἔντονη προβολή του. Εἶναι δὲ γεγονός, ὅτι τὰ περὶ Πάπα δόγματα (πρωτεῖο, ἀλάθητο, Vicarius Christi κ.λπ.) ἦταν καὶ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση ἑνὸς διαλόγου μὲ τὴν Λατινικὴ «Ἐκκλησία». Τὸ πρωτεῖο, ἐξ ἄλλου, κατὰ τὴν παπικὴ ἐκδοχή του, εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων των ἄλλων καινοτομιῶν της. Ἡ ἀνύψωση δὲ τοῦ Πάπα ὑπὲρ τὶς Συνόδους μένει μέχρι σήμερα ἀμετακίνητη. Ἀρκεῖ νὰ μελετήσει κάποιος τὰ ἀναφερόμενα στὸν Πάπα στὴν ἰσχύουσα σήμερα ἐπίσημη Ρωμαϊκὴ Κατήχηση.
Ἡ μεγαλύτερη δὲ αὐταπάτη εἶναι ἡ ἐπιδίωξη ἐπανερμηνείας τοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο, ὅπως καὶ ἂν χαρακτηρισθεῖ, παραμένει πρωτεῖο, ἀντιεκκλησιαστικὸ καὶ πατερικὰ ἀπαράδεκτο, ὡς φορτισμένο μὲ τὴν πολιτικὴ-κοσμικὴ σημασία του. Ἡ πρόταση, Παπικῶν καὶ Οἰκουμενιστῶν, νὰ γίνει δεκτό το παπικὸ πρωτεῖο ὡς «πρωτεῖον διακονίας», ἀποδεικνύεται ἀπατηλὸ πυροτέχνημα. Διότι ἡ μεγαλύτερη ἔκφραση εἰλικρινείας, διακονίας καὶ φιλαληθείας θὰ ἦταν ἡ ἐπίσημη ἄρνηση ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ ὅλων των παπικῶν καινοτομιῶν, στὸ ἐπίκεντρό τῶν ὁποίων βρίσκονται τὰ εἰδικὰ περὶ Πάπα δόγματα.
Τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ Παπισμοῦ δείχνει ἡ σημερινὴ Ρωμαϊκὴ Κατήχηση: «Ὁ Πάπας, ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ διάδοχός του Ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἡ αἰώνια καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιό τῆς ἑνότητας, ποὺ συνδέει τόσο τοὺς ἐπισκόπους μεταξύ τους ὅσο καὶ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν… Πραγματικὰ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ποιμένας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἀσκεῖ». Καὶ στὴν συνέχεια: «Ὁ σύλλογος ἥ το σῶμα τῶν Ἐπισκόπων δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὡς ἀρχηγό του. Ὁ σύλλογος τῶν ἐπισκόπων ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πάνω σε ὅλη τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπίσημο τρόπο στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». Προστίθεται ὅμως τὸ ἀναιρετικό της Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἡ τουλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτή, ἀπὸ τὸν διάδοχό τοῦ Πέτρου». Εἶναι γεγονός. Ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία, χάριν τῆς ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ ἦταν πρόθυμη νὰ ὑποχωρήσει σὲ θεολογικὰ ζητήματα, ὅπως λ.χ. τὸ Filioque, ποτὲ ὅμως στὰ περὶ πάπα δόγματα (πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο). Καὶ ὅμως κατὰ τοὺς οὐνιτίζοντες Ὀρθοδόξους ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία!
Ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ δαιμονικότερο: εἶναι ἡ προσπάθεια τῶν οὐνιτιζόντων Ὀρθοδόξων νὰ στηρίζουν τὴν ἀπάτη τῆς παπικῆς πλευρᾶς, μὲ τὴν ἀναγνώριση ἐκ μέρους τῶν τοῦ Παπισμοῦ, ὅπως εἶναι σήμερα, ὡς αὐθεντικῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ διάλογος μὲ τὴν Λατινικὴ «Ἐκκλησία» στηρίζεται καὶ σήμερα σὲ σαθρὴ βάση καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ὅποιες ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχιῶν ἐλέγχονται γιὰ τὴν ὀρθοδοξία τους, ἀφοῦ ἀντιμάχονται τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων.
ε) Οἱ μὴ πατερικοὶ ἑνωτικοὶ λειτουργοῦν ὡς «πέμπτη φάλαγξ» στὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας: Τὴν ἀχαρακτήριστη ἀφέλεια τῶν αὐτοκρατόρων καὶ γενικότερά των ἡγετῶν τοῦ Γένους, πού, μυωπάζοντες μπροστὰ στὴν πραγματικότητα, στήριζαν τὶς ἐλπίδες τους στὸ Πάπα, ἐνίσχυαν καὶ ἐν πολλοῖς καθοδηγοῦσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά, κατὰ κανόνα, οἱ λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες τὸ ἴδιον ὄφελος τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας. Κοντὰ στὸν Ἰωάννη Ε Παλαιολόγο ἦταν ἡ (παπικὴ) μητέρα τοῦ Ἄννα τῆς Σαβοΐας καὶ κύριος σύμβουλός του ὁ λατινόφρων Δημήτριος Κυδώνης. Τὸν Ἀνδρόνικο Γ' συμβούλευε καὶ στήριζε ὁ οὐνίτης Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός. Καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ μόνοι, ἀλλ’ οἱ ἐπισημότεροι.Τέτοια πρόσωπα διαμόρφωναν τὴν πολιτικὴ τοῦ Κράτους καὶ τὶς ἐπιλογὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, καθορίζοντας τὴν πορεία τοῦ Γένους στὶς κρισιμότερες ἱστορικὲς στιγμές του. Ὁ Βαρλαὰμ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ προειδοποίησε «τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης» γιὰ τὴν ἄμβλυνση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν ἀντιστάσεων τῶν Ὀρθοδόξων, συνιστώντας στὸν Πάπα τὴν διατήρηση φιλικῶν σχέσεων μὲ τὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας στὴν πίστη. Ἐξ ἄλλου, ὁ Νικαίας Βησσαρίων καὶ ὁ Ρωσίας Ἰσίδωρος, πεπεισμένοι ἑνωτικοὶ καὶ φιλοπαπικοί, ἐνίσχυαν τὴν ἄποψη τοῦ αὐτοκράτορα, ὅτι ἤσαν ἄσκοπες οἱ ἀτελεύτητες θεολογικὲς συζητήσεις, χάριν τῆς ἐπισπεύσεως τῆς συμφωνίας. Ἡ ἴδια ἀδικαιολόγητη σπουδὴ διακρίνει καὶ τὶς σημερινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες.
Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι, γιατί πολεμοῦνται σήμερα, μὲ τόση σφοδρότητα καὶ πάθος, οἱ συνεχιστὲς τῆς στάσεως τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος μάλιστα δὲν ἔζησε τὴν δογματοποίηση καὶ τοῦ παπικοῦ Ἀλαθήτου (1870), ποὺ καθιστᾶ τὰ ἐμπόδια τῶν δικῶν μας ἑνωτικῶν προσπαθειῶν ἀνυπέρβλητα.
Χαρακτηριστικὴ περίπτωση διαχρονικοῦ θεολογικοῦ δωσιλόγου εἶναι ὁ «πατριάρχης» Ἰωάννης Βέκκος, πρωταγωνιστικὴ μορφὴ τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τοῦ 1274. Ὁ Βέκκος ἐνσαρκώνει ἱστορικὰ τὸν ἀσπόνδυλο καιροσκόπο ὅλων τῶν ἑνωτικῶν διαλόγων, ποὺ ἔχει ἐπιφανεῖς συνεχιστὲς καὶ στὴν ἐποχή μας. Φαινομενικὰ ὀρθόδοξος στὴν ἀρχὴ καὶ μάλιστα ἀμύντωρ τῆς παραδόσεως, ταπεινὸς συνοδοιπόρος ἀργότερα καὶ διαστροφέας της. Ὁ Βέκκος προσφέρει σημαντικὴ βοήθεια καὶ σὲ μιὰ ἄλλη ψυχογραφικὴ κατεύθυνση. Ἐπειδὴ καιροσκοπικὸς ἐνωτισμὸς συγκαλύπτει ἄχρι καιροῦ τὸ ἀληθινὸ φρόνημα, εἶναι ἀνάγκη νὰ μὴ παρασυρόμεθα στὴν κατάταξη τῶν Θεολόγων μας ἀπὸ κάποια κείμενα τῆς πρώιμης παραγωγῆς τους, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξα καὶ πατερικά. Κατὰ τὸν ρήτορα Δημοσθένη, ἄλλωστε, «πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβᾶν ἕκαστον τῶν πρὶν ὑπαρξάντων κρίνεται»! Εἶναι ἑπόμενο, συνεπῶς, οἱ ἐξοχότεροι ἑνωτικοὶ νὰ τιμῶνται ἀπὸ τὸν Πάπα. Οἱ δεχόμενοι τιμητικὲς διακρίσεις σήμερα συνεχίζουν τὸ παράδειγμα τοῦ Βησσαρίωνος καὶ τοῦ Ἰσιδώρου, τῶν καρδιναλίων. Μόνιμο παραμένει, συνεπῶς, τὸ πρόβλημα τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων.
στ) Ὁ Παπισμὸς ἀποδεικνύεται πάντα ἀνυποχώρητος καὶ ἀμετανόητος: Καὶ αὐτὸ λόγω τῆς κοσμικῆς-κρατικῆς ὑποστάσεώς του. Ὁ Παπισμός, ὡς κράτος, δὲν ἦταν, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήσει ὡς Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως φαντάζονται οἱ ἀφελεῖς (;) ἐκ τῶν Οἰκουμενιστῶν.
ζ) Τὸ ψευδοεπιχείρημα: Ὁ σημερινὸς Διάλογος μὲ τὴν Παπικὴ «Ἐκκλησία» στηρίζεται σὲ ἕνα ψευδοεπιχείρημα, ποὺ ἀναπαράγεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἑνωτικὴ παράταξη. Καὶ αὐτὸ εἶναι, ὅτι δῆθεν ὁ Παπισμὸς δὲν ἔχει καταδικασθεῖ συνοδικά, δηλ. ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ βάση δὲ αὐτὴ τὴν παραπλανητικὴ διακήρυξη προχώρησαν, χωρὶς φυσικὰ καμμία πανορθόδοξη ἀπόφαση, στὴν ἀναγνώριση de facto τῆς ἐκκλησιαστικότητας τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς συμπεριφορᾶς ἀπέναντι σ’ αὐτὸν καὶ τὸν Πάπα, ὡς ἐκκλησιαστικῶν μεγεθῶν καὶ «τὸν ἕτερον πνεύμονα» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι «φυματικός», μὴ ὑγιὴς δηλαδὴ εἰς τὴν πίστη καὶ πράξη του. Ὅλες οἱ ἀναφορὲς στὸν Πάπα, τόσο στὸν θεολογικὸ διάλογο, ὅσο καὶ στὶς σχέσεις μὲ αὐτὸν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ποὺ ἐπηρεάζει καὶ τὶς ἄλλες ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, ὁ Πάπας ἐκλαμβάνεται ὡς ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, κανονικὸ καὶ ὑπεροχικό, ὡς νὰ εὐρισκόμεθα στὴν πρὸ τοῦ σχίσματος ἐποχή, στὴν περίοδο τῶν ἀρχαίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Μελετώντας ὅμως τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ λαμβάνοντας ὑπόψη τὴ μακρὰ διαδικασία τῶν μετὰ τὸ σχίσμα ἑνωτικῶν προσπαθειῶν, καταλήγουμε στὸ κριτικὸ ἐρώτημα: Μποροῦμε σήμερα νὰ δεχθοῦμε τὴν συνέχεια τῆς ἀρχαίας Πενταρχίας, μὲ «πρώτον τὴ τάξει» τὸν ἐπίσκοπό τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ Παλαιὰ Ρώμη μετὰ τὸ σχίσμα εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἀποσχίσθηκε καί, συνεπῶς, ἐξέπεσε τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας. Κάθε ἐφαρμογή, συνεπῶς, τῶν ἀφορώντων στὴν Πενταρχία τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων στὶς σημερινὲς σχέσεις εἶναι ὄχι μόνον ἐσφαλμένη, ἀλλὰ καὶ προβάλλει τὴν πλήρως ἀθεολόγητη, ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ αὐθαίρετη μεθόδευση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου.
Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας διακεκριμένοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς τῆς ρωμαίικης Ἀνατολῆς θεωροῦσαν ἀναγκαῖο νὰ ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα «τί ἐστι Πάπας», γιὰ νὰ συμπεράνουν τὸν αἱρετικὸ χαρακτήρα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ τοῦ Παπισμοῦ, κάτι ποὺ ἔχει ἀποτυπωθεῖ καὶ στὰ σχετικὰ δογματικοσυμβολικὰ συνοδικὰ κείμενα αὐτῆς τῆς περιόδου.
Συγκεκριμένα ὅμως οἱ ὑπὸ μεγάλων θεολόγων μας χαρακτηριζόμενες ὡς οἰκουμενικὲς σύνοδοι, τοῦ 879 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ οἱ ἡσυχαστικὲς σύνοδοι τοῦ 14ου αἵ. μὲ κορύφωση ἐκείνη τοῦ 1351 (Η καὶ Θ ἀντίστοιχα) ἔχουν καταδικάσει παπικὲς πλάνες/αἱρέσεις. Εἶναι δὲ σημαντικό, ὅτι τῆς ὀνομαστικῆς καταδίκης ἑνὸς πατριαρχικοῦ θρόνου εἶναι πολὺ βαρύτερη ἡ καταδίκη (de facto) τῶν κακοδοξιῶν, τὶς ὁποῖες ὁ θρόνος αὐτὸς «γυμνὴ τὴ κεφαλὴ» ἀποδέχεται καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ κηρύττει.
Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα φυσικά, ἀπογοήτευσε τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα ἡ πρόσφατη «Σύνοδος τῆς Κρήτης» (Ἰούνιος 2016). «Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας ποὺ νὰ μὴ καταδικάζει τὸν παπισμό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας πατέρας καὶ σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας … ποὺ νὰ μὴ καταδικάζει τὶς παπικὲς πλάνες. Εἶναι ὁμόφωνη, ὁμόθυμη καὶ διαχρονικὴ ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ καταδίκη τῶν δoξασιῶν τοῦ παπισμοῦ. Ὅλες αὐτὲς οἱ Συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας διαχρονικὰ παραβίασε καὶ κατεπάτησε βάναυσα ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. (Βλ. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης: Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος; Ἔκδοση Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Σεπτέμβριος 2016, σ. 33).
Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, βαδίζοντες στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων μας ὅλων των αἰώνων, ἐπιμένουμε στὴν ἀρχή, ποὺ ἔθεσε ἡ «’Ἀπάντησις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τῷ 1895 πρὸς τὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ : «Ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσιν ἐστιν ἡ ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν καθεστώς». Κάθε ἑνωτικὴ προσπάθεια, ποὺ δὲν κινεῖται στὰ ὅρια τῆς αἰωνιότητος, ἀλλ’ ἀποβλέπει σὲ «πρόσκαιρον ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (Ἑβρ. 11,25), εἶναι καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία, ὅπως οἱ ἑνωτικὲς προσπάθειες τῶν «βυζαντινῶν» αὐτοκρατόρων.

Ὀρθοδοξος Τύπος, 31/03/2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου