Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΤΑ ΜΠΟΥΝΙΔΙΑ



Άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου

Γράψαμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἕνα κείμενο γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου. Διαβάζοντάς το, ὁ καθένας καταλαβαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος, οὔτε ἀνέκοψε ἢ τάραξε τὴν πορεία του. Συνεχίζει ὁ ἱερὸς τόπος νὰ ζῆ μέσα στὴν ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ παράδοση. Σεμνὰ εἴπαμε τὸν λογισμό μας, ἀλλὰ δὲν γίνεται νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι γιὰ μᾶς ἡ αἱμοσταγὴς μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κάνει τὴν πορεία της μέσα σὲ εἴκοσι δύο ἑκατομμύρια ἀλλοφύλους καὶ ἀλλοθρήσκους, καὶ κρατιέται στὸ ὕψος της, δὲν θὰ πῶ μὲ διπλωματία, θὰ πῶ μὲ προσευχὴ καὶ προσοχή. Δὲν μπορῶ λοιπὸν ἐγὼ ὁ καλόγερος ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς νὰ λακτίζω τὴν Ἐκκλησία μου. Μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θὰ πῶ τὸν λογισμό μου, χωρὶς νὰ πετάξω πέτρες καὶ αὐθαδιασμοὺς στὴν μάννα μου. Τῆς λέγω ὅτι ἡ διαθήκη ποὺ κάνεις δὲν μᾶς ἀναπαύει, ἀλλὰ σὰν παιδὶ πρὸς μητέρα, καὶ ὄχι σὰν ξεπεσμένο ἀποπαίδι. Λακτίζεται κάθε μέρα ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῆς Ἄγαρ, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ σηκώσω ποτὲ τὸ πόδι μου νὰ κλωτσήσω τὴν μάννα μου. Κάτι λέω, καὶ πονάω. Κάτι προσπαθῶ, καὶ κρύβομαι νὰ μὴ λυπήσω τὴν Ἐκκλησία μου, γιατὶ αὐτὴ μ᾽ ἔμαθε τὶ νὰ πιστεύω καὶ κάτω ἀπὸ τὶς δικές της εὐλογίες κάνω τὴν πορεία μου.

Χάρηκα ποὺ δόθηκε εὐκαιρία στοὺς σοῦπερ ζηλωτὲς καὶ θερμόαιμους τῆς πίστεως καὶ λάκτισαν καὶ κλώτσησαν καὶ ἐξουθένωσαν τὸν λογισμό μας. Καὶ σᾶς ἄνοιξε στόμα καὶ καρδία νὰ θεολογήσετε καὶ νὰ τραγουδήσετε τὰ μεγαλεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἂν νομίζετε ὅτι αὐτὸ κάνει καλὸ στὴν Ἐκκλησία, πολλὴ χαρὰ θὰ ἔχουμε νὰ συνεχίσετε. Ἀναλογισθῆτε ὅμως τὴν θέση μας σ᾽ αὐτὸ τὸ ἅγιο βουνό. Ὅτι ἐμεῖς ποὺ προπορευόμαστε μὲ σημαιοφόρο τὴν Παναγία, ζοῦμε συνεχῶς μεταξὺ σφύρας καὶ ἄκμονος. Μεταξὺ δύο ἰσχυρῶν ρευμάτων, ποὺ ἀγωνίζονται ἐδῶ καὶ χρόνια νὰ μᾶς κατακλύσουν καὶ νὰ μᾶς καταποντίσουν. Τὸ ἕνα εἶναι ὁ ζηλωτισμὸς καὶ τὸ ἄλλο ὁ ἄκρατος φιλελευθερισμός. Δὲν θὰ τὸν πῶ οἰκουμενισμό, ἀλλὰ φιλελευθερισμό.

Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ εἶναι τὸ ἀπέριττο μοναχικὸ τριβώνιο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ μεταξωτό. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ συρτὴ τρύπια παντόφλα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σκαρπίνι καὶ ἡ ἀκριβῆ ὑπόδηση. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀντιστέκονται στὴν εἰσαγωγὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση τοῦ ἁγίου τόπου τούτου καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκεῖνοι ποὺ χαροποιὰ δέχονται κάθε βόλεμα καὶ κάθε εὐκολία στὴν καθημερινὴ ζωή. Ξεχᾶστε το πιὰ ὅτι ὁ μοναχὸς ἔστηνε τὴν καλύβα του μακριὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ κοπιάζη νὰ τὸ μεταφέρη. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ὑπάρχει ἡ παραδοσιακὴ μασίνα καὶ ὁ φοῦρνος ποὺ λειτουργοῦν μὲ τὸ καυσόξυλο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ ὑπὲρ-αὐτόματη ἠλεκτρικὴ κουζίνα-φοῦρνος ποὺ δουλεύει μὲ τὸ κομπιοῦτερ καὶ σοῦ λέγει «θέλει ἀκόμα λίγο τὸ φαγητὸ νὰ γίνη, τοῦ λείπει τὸ ἁλάτι καὶ τὰ νοστιμίδια». Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ὑπάρχει ὁ παραδοσιακὸς ξενώνας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ πολυτελέστατοι ξενῶνες γιὰ τὰ διακεκριμένα πρόσωπα μὲ κουζίνα, μὲ ψυγεῖο, μὲ μπάνιο καὶ μὲ σαμπουάν. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ εὐτελέστερη συγκοινωνία ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὰ ταχύπλοα, καὶ μάλιστα καὶ μοναστηριακά, πολλῶν θέσεων, ποὺ εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται τοῦ Ὄρους συνοδευόμενα ἀπὸ τὶς λιμενικὲς ἀρχές. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ δὲν ἔχουν τὶ νὰ φᾶνε καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ δὲν ξέρουν τὶ νὰ πρωτοφᾶνε. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ὑπάρχει τὸ σοῦρτα καὶ τὸ φέρτα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀγωνιζόμαστε νὰ κρατήσουμε τοὺς μοναχούς μας νὰ μὴν ἐξέρχωνται τοῦ Ὄρους μὲ παραμικρὲς αἰτίες. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ ταπεινὴ διδαχὴ τοῦ μοναχοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ὑπερφίαλη διδασκαλία τῶν Γερόντων τῶν ὑψηλὴν ἐχόντων τὴν ὀφρῦν. «Ἔεε, τί νὰ σᾶς πῆ αὐτὸς ὁ ἡγούμενος; Αὐτὸς ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐλοῦλες, μὲ τ᾽ ἀμπέλια, μὲ τὰ δάση.» Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ὁ δείκτης τῆς ταπεινῆς πορείας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ προφητεῖες, τὰ προορατικὰ χαρίσματα καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ πονοκέφαλου. Μοῦ ἔλεγε ἕνας προσκυνητής:

– Μᾶς εἶπε ἕνας Γέροντας σὲ κάποιο μοναστήρι ὅτι, ὅταν ἔχουμε σκεπάσματα καὶ τρόφιμα, νὰ μὴ ζητοῦμε τίποτε ἄλλο. Ναί, ἀλλὰ αὐτοὶ ἔχουν ἁπλωμένες ἐπιχειρήσεις σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτοὺς δὲν τοὺς πιάνει ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, παρὰ μόνον ἐμᾶς;

– Παιδάκι μου, ἕνας παπᾶς εἶπε στὴν Ἐκκλησία «Ὅποιος ἔχη δύο πουκάμισα νὰ δίνη τὸ ἕνα». Ἐπιστρέφοντας ὁ παπᾶς στὸ πρεσβυτέριο, ζητᾶ ἀπὸ τὴν παπαδιὰ τὸ δεύτερο πουκάμισό του. «- Παπᾶ, ὅπως μᾶς εἶπες στὴν ἐκκλησία, τὸ ἔδωσα. – Ἔ καημένη, αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα γιὰ τὸν ἑαυτό μας· τὰ εἶπα γιὰ τοὺς ἄλλους.»

Ὁ λόγος τοῦ παπᾶ ἔχει αἰώνια ἰσχύ…

Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁ ἀγώνας τῆς μετάνοιας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ κάστανο καὶ τὸ γιλέκο τοῦ ὁσίου τῆς ἐποχῆς μας (δὲν ὀνοματίζω, ἵνα μὴ σκανδαλίζω). Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ οἱ τυράγνιες τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ ὀπτασία μέσα στὸ φῶς. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ οἱ χειράνακτες μοναχοί, μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ βαμβακοχέρηδες μπροστὰ στὰ κομπιοῦτερ τῶν ἐπιχειρήσεων.

Ὁ σημερινὸς ἐρημίτης φέρει χρυσὸ ρολόι στὸ χέρι καὶ στὸ ἄλλο κινητό. Καὶ μὲ λάπτοπ ἐπικοινωνεῖ μὲ πρόσωπα γιὰ πνευματικὴ βοήθεια. Ξεχᾶστε τὸν ἐρημίτη ποὺ δὲν γνώριζε ἢ μᾶλλον εἶχε λησμονήσει στὸ ψυχοχάρτι του τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πεθαμένους, καὶ τοὺς μνημόνευε στὴν ἴδια σειρά. Ἔχουμε βέβαια καὶ προφητικὰ μηνύματα ἀπὸ τὴν Ἀριζόνα τῆς Ἀμερικῆς. Μόνον πολέμους διαμηνύουνε στὸν δύστυχο ἑλληνικὸ λαό. Ὅλοι οἱ ἀσκητὲς ἔγιναν ταξιτζῆδες. Ἁπλώθηκε τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φοβερὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ μᾶλλον πρέπει νὰ ξανάρθη ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸ συμμαζέψη. Ταξιὰ ἀπὸ τὴν στεριά, ταξιὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα, ποῦ εἶναι ἡ ἡσυχία τοῦ τόπου αὐτοῦ; Παντοῦ ἡ τρισκατάρατη εὐκολία ποὺ κατέστρεψε καὶ τὸν κόσμο καὶ τοὺς μοναχούς. Χάθηκε τὸ μέτρο καὶ δὲν θὰ ξαναβρεθῆ. Κατέβασε μπουγάζι ὁ Ἑλλήσποντος καὶ βούλιαξε τὰ καράβια. Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι πιὰ τόπος συναλλαγῆς. Κάνετε μιὰ ἐπίσκεψη στὶς Καρυές, στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἄθωνα, καὶ στὰ σοῦπερ μάρκετ τῶν Μονῶν. Κι ἐλᾶτε, ἐσεῖς ποὺ τὰ ξέρετε ὅλα, νὰ μᾶς πῆτε ποιὰ πόρτα ν᾽ ἀνοίξουμε καὶ ποιὰ πόρτα νὰ κλείσουμε. Δὲν ρέγχουμε. Ἀγρυπνοῦμε, παρακαλοῦμε καὶ δεόμεθα. Ἐλᾶτε ἐσεῖς στὴν θέση μας κι ἐμεῖς κάνουμε στὴν ἄκρια, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ εὐλογημένη γωνιὰ τῆς ζωῆς αὐτῆς. Νοῦν ἔχετε γιὰ τόσα ἄλλα πράγματα. Γι᾽ αὐτὰ ποὺ γράφω δὲν ἔχετε;

Βλιαγκόφτη, σὲ ὑψηλὴ καθέδρα κάθισες. Πρόσεχε μὴν ἀντραλιστῆς καὶ πέσης.

Εἶναι καὶ γιὰ μᾶς δύσκολα τὰ πράγματα. Ζοῦμε μεταξὺ δύο κόσμων, ποὺ ἀγωνιζόμαστε ἡμέρα καὶ νύχτα νὰ κρατήσουμε τὶς ἰσορροπίες. Πέστε καὶ γράψτε ὅ,τι θέλετε. Ἐμεῖς ἐδῶ θὰ μένουμε, θὰ τελοῦμε τὴν θεία Λειτουργία, θὰ καλλιεργοῦμε τὰ μπαΐρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ θὰ προσπαθοῦμε τὰ λουλούδια ποὺ φυτρώνουν στοὺς βράχους καὶ στὰ γκρεμνὰ νὰ μὴ τσαλακωθοῦνε ἀπὸ βέβηλα χέρια. Λυπᾶμαι. Τὰ βατράχια βγαίνουν ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ στὸν παραμικρὸ θόρυβο ξαναβουτᾶνε στὴν λίμνη. Προσπαθῶ νὰ κάθομαι πάντοτε ἔξω ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ ἐκεῖ νὰ φυλάω σκοπιές, χωρὶς νὰ βουτάω στὴν λίμνη. Παρακαλῶ συνεχίστε. Ὁ λόγος σας μᾶς εἶναι πολλὴ σπουδαία διδαχή, τὴν δεχόμαστε. Λίγο ὅμως προσέξτε πῶς στέκεται καὶ στὴν σημερινὴ ἐποχὴ αὐτὸ τὸ ἱερὸ βουνὸ ποὺ λέγεται Ἄθωνας. Σκορπᾶτε πικράγγουρα. Ἐμεῖς θὰ τὰ βουτήξουμε στὸ μέλι τῆς ἡσυχίας καὶ θὰ τὰ κάνουμε γλυκά. Λέγει ὁ λαός: «Μακάριος εἶναι αὐτὸς ποὺ κάνει τὰ πικρὰ γλυκὰ καὶ τὰ ἄγρια ᾽μερωμένα».

Οἱ πέντε ποὺ δὲν ὑπέγραψαν αὐτὸ τὸ χαρτὶ μποροῦνε μέχρι τὸν Αὔγουστο ποὺ θὰ κάνουμε Διπλῆ νὰ μᾶς φέρουν τὸ δικό τους τὸ χαρτί; Τότε θὰ δεχθῶ καὶ θὰ τοὺς παραδεχθῶ ἄνδρες, παλληκάρια τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους τούτου. Ἀλλιῶς, μ᾽ ἀφήνουν ἐλεύθερο νὰ τοὺς ἀποδώσω τοὺς καλύτερους χαρακτηρισμούς. Καὶ ἡ κόττα, ὅταν κάνη τὸ αὐγό, λαλεῖ καὶ λέγει «τὸ ἔκανα». Ἂς λαλήσουν καὶ αὐτοὶ ὅτι τὸ ἔκαναν.

Ἐλᾶτε οἱ δεινοὶ θεολόγοι νὰ βάλετε φρένα καὶ νὰ πατήσετε φρένο στὴν ξεφρενιασμένη αὐτὴ περίοδο τοῦ Ὄρους.

Ὄρος ἅγιον, ὄρος πανώριο, κιβωτὸς ἁγία, σκευοφυλάκειο ἱερό, ποιός μπορεῖ νὰ ρίξη πέπλο, καλύπτρα ἱερὰ στὰ ξεπουπουλιάσματα τῶν διαβιούντων σ᾽ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο; Βάστα, Παναγιά μου, τὸν κλῆρο σου, ποὺ σοῦ ἀνέθεσε ὁ Χριστός, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου