Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Ημερίδα με επίκεντρο τις Σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας



Το θέμα των σχέσεων του Κράτους με την Εκκλησία υπό το πρίσμα της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος βρέθηκε στο επίκεντρο ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) με διοργανωτές τη Μονή Βλατάδων, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και τις Κοσμητείες της Θεολογικής και Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Σε μήνυμα του που αναγνώστηκε, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισήμανε το γεγονός ότι όλα τα Συντάγματα της Ελλάδας ψηφίζονται εις το όνομα της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, κατοχυρώνουν ως επικρατούσα θρησκεία του ελληνικού λαού την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τη θέση και την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Άγιον Όρος, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, ενώ στις επαρχίες της Θράκης, της Μακεδονίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου την υπό προϋποθέσεις και όρους επιτροπική διοίκηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Στον χαιρετισμό της η υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά είπε ότι 43 χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έχουμε την έναρξη ενός νέου κύκλου στην ελληνική Πολιτεία και αναφέρθηκε στους άξονες που έθεσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στον διάλογο για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Στον άξονα που αφορά στις σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας τόνισε ότι σε αυτόν διατυπώνεται ρητά καταρχήν η αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως κρατούσα θρησκεία της χώρας και σημείωσε: «Πρέπει να αποκλείσουμε τους κινδύνους που εγκυμονούν οι ακραίες τοποθετήσεις. Να θωρακίσουμε και με αυτόν τον τρόπο την πολύτιμη σχέση που διέπει την πολιτεία και την Ορθοδοξία».

Σε γραπτό μήνυμα του, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος παρατήρησε ότι «ενίοτε η προσέγγιση του θέματος για τις Σχέσεις του Κράτους με την Εκκλησία επιχειρείται με ένα τρόπο ρηχό, επιδερμικό και ερασιτεχνικό και άλλοτε και λίγο ύποπτος και συγκεχυμένος στο πλαίσιο κάποιων αποπροσανατολιστικών σκοπιμοτήτων, ενδεχομένως».

Η αναπληρώτρια πρύτανης του ΑΠΘ Παρασκευή Αργυροπούλου-Πατάκα χαρακτήρισε «καίριας σημασίας» τον διάλογο για τη θέση της Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι και πρόσθεσε: «Οποιαδήποτε συζήτηση πρέπει να κινείται γύρω από το σταθερό και αδιαπραγμάτευτο άξονα της θρησκευτικής ελευθερίας της επικρατούσας θρησκείας, αλλά και όλων ανεξαιρέτως των δογμάτων και θρησκευμάτων που φιλοξενεί η σύγχρονη κοινωνία μας».

«Το ζητούμενο είναι να βρεθεί ένας τρόπος ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που θα βοηθήσει το κοινωνικό σύνολο να λειτουργήσει καλύτερα. Να διερευνηθεί δηλαδή το ποια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να λύσει μια ενδεχόμενη μεταρρύθμιση των σχετικών με την εκκλησία άρθρων του Συντάγματος», είπε ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου και συνέχισε: «Από καθαρά χριστιανική άποψη είναι σίγουρο πως οποιαδήποτε αναθεώρηση που θα στοχεύει σε κάποιου είδους χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα την Εκκλησία σε μια πολύ πιο γνήσια έκφραση της χριστιανικής πίστης της, απαλλαγμένη από όλες τις παρενέργειες που προκαλεί ο εναγκαλισμός της με την κρατική εξουσία. Από πολιτική, όμως, άποψη τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι τόσο απλά, αν ληφθεί υπόψη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητα από τη σχέση που έχει κανείς με αυτή, εκφράζει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πολιτισμικά το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού, πιστών και απίστων».

«Χρειάζονται προτάσεις που δίνουν έμφαση στην ενίσχυση των κανονιστικών γνωρισμάτων της θρησκευτικής ελευθερίας και εστιάζουν στη διατήρηση ενός ήπιου πολιτειοκρατικού συστήματος στις σχέσεις του ελληνικού κράτους προς την επικρατούσα Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία», τόνισε ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Γιώργος Δέλλιος και συμπλήρωσε: «Απαράγραπτος παραμένει σε κάθε περίπτωση ο σεβασμός των εκκλησιαστικών κοινοτήτων και θρησκευμάτων της επικράτειας, καθώς και του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 13 του ελληνικού Συντάγματος και του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ευάγγελος Βενιζέλος παρατήρησε στην αρχή της ομιλίας του ότι «εάν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις πολιτικής συναίνεσης για να συγκροτηθεί η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εάν δεν υπάρχει η πολιτική νηνεμία και ο στοχασμός που απαιτείται για να επικοινωνήσεις με την ιστορία, τότε καλύτερα είναι να αποφύγεις την αναθεώρηση του Συντάγματος, γιατί μπορεί να έχεις μια συνταγματική τερατογένεση».

Ως προς τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας υπογράμμισε ότι «η τυχόν μη αναθεώρηση του άρθρου3 του Συντάγματος δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι περιορίζεται το άρθρο13, το οποίο είναι θεμελιώδης διάταξη του Συντάγματος μη υποκείμενη σε αναθεώρηση, κατοχυρωμένη πλήρως σε διεθνές επίπεδο και, άρα, σε καμιά περίπτωση το άρθρο 3 δεν συνιστά περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας».

Από την άλλη τόνισε πως «εάν ανακινήσει κανείς της κολυμπήθρα του Σιλωάμ του άρθρου 3 και θίξει το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είτε κανονικά είτε νομικά, τότε έχει βλάψει ένα τεράστιο αγαθό που λέγεται διεθνής υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

«Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να προστεθεί μια ερμηνευτική δήλωση η οποία θα λέει ότι το άρθρο 3 δεν συνιστά περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, ώστε να μην υπάρχει κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα», συνέχισε ο Κ. Βενιζέλος και προσέθεσε: «Θα παρουσιάζονται πάντα ερμηνευτικά προβλήματα και θα τα βλέπουμε πάντα υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλιώς δεν υπάρχει λύση στα θέματα αυτά, διότι αλλιώς η Ελλάδα γίνεται αποσυνάγωγη διεθνώς και υπέχει διεθνή ευθύνη. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η επιλογή που έχουν κάνει ιστορικά τα Συντάγματα μας, με τις κατά καιρούς παραλλάζουσες διατυπώσεις του άρθρου 3, είναι μία ιστορικά αναγκαία αλλά πλήρης και εντυπωσιακή αναγνώριση της θέσης και της ιδιαιτερότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μία οργανωμένη προσπάθεια απόλυτης συμφιλίωσης του κανονικού και του πολιτειακού δικαίου, μιας σχέσης που κατά καιρούς έχει δοκιμαστεί με πάρα πολύ αρνητικές επιπτώσεις και για την Εκκλησία και για την Πολιτεία. Όλα αυτά τα διδάγματα πρέπει να με μας κάνουν να είμαστε οπαδοί του απόλυτου σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας, γιατί αυτό θα προστατέψει, τελικά, σε μια κρίσιμη περίσταση την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και, βεβαίως, πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού το ειδικό καθεστώς κατά το Σύνταγμα του Οικουμενικού Θρόνου».

N.Ρούμπος

Την πρόταση για ένα «καινοτόμο Σύνταγμα» παρουσίασε ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Γιάννης Κτιστάκις, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά: «Το ισχύον Σύνταγμα άντεξε τη δοκιμασία των μνημονίων για τη χρεοκοπία της χώρας όμως που έφερε τα μνημόνια φταίει και το Σύνταγμα γι αυτό και έχει ωριμάσει μία τολμηρή αναθεώρηση η οποία θα θέσει τέρμα στα κακώς κείμενα και θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας από την κρίση και πιο μακροπρόθεσμα την ανάκαμψη». Στο άρθρο 13 του Συντάγματος πρότεινε να προστεθεί μια νέα διάταξη η οποία θα λέει ότι «το Κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο, νόμος ρυθμίζει τις σχέσεις του Κράτους με τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική παρουσία της κάθε μιας στη χώρα» και επισήμανε πως το τελικό αποτέλεσμα των προτάσεων αφορά ένα ανεξίθρησκο ελληνικό Κράτος.

Χαιρετισμό στην ημερίδα απηύθυνε ο πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Αθανάσιος Καραθανάσης, ενώ εισηγήσεις παρουσίασαν ο διδάκτωρ Αναστάσιος Βαβούσκος, ο Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης, οι καθηγητές Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Δημήτριος Νικολακάκης και ο σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Θεόδωρος Παπαγεωργίου.

Γράφτηκε από τον/την analitis.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου