Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες»



Του Ιερομονάχου Σεραφείμ Ρόουζ*

Η εποχή μας είναι μια πνευματικά ανισόρροπη εποχή, στην οποία πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί βρίσκονται «κυμαινόμενοι και παρασυρόμενοι από κάθε άνεμο της διδασκαλίας, μέσα στη δολιότητα των ανθρώπων, μέσα στην πανουργία τους προς το σκοπό της μεθοδικής παραπλάνησης» (Εφεσ. 4:14). 
Φαίνεται πραγματικά να έχει έρθει ο καιρός όπου οι άνθρωποι «δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά θα συσσωρεύσουν δασκάλους σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, επειδή θα αισθάνονται γαργαλισμό στ’ αυτιά τους, και από μεν την αλήθεια θα αποστρέψουν την ακοή τους, θα τραπούν δε προς τους μύθους.» (Β’ Τιμοθ. 4:3-4).

Διαβάζει κανείς με κατάπληξη για τις τελευταίες πράξεις και διακηρύξεις του Οικουμενιστικού κινήματος. Στο πιο λεπτό επίπεδο, Ορθόδοξοι θεολόγοι που αντιπροσωπεύουν την αμερικανική διαρκή Συνδιάσκεψη Ορθοδόξων Επισκόπων και άλλα επίσημα Ορθόδοξα Σώματα διεξάγουν «διαλόγους» με Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες κι εκδίδουν «κοινά ανακοινωθέντα» με θέματα όπως η Θεία Ευχαριστία, η πνευματικότητα, και τα παρόμοια – χωρίς καν να πληροφορούν τους ετεροδόξους ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία του Χριστού στην οποία όλοι είναι προσκεκλημένοι, ότι μόνο τα δικά της Μυστήρια είναι χορηγοί χάριτος, ότι η Ορθόδοξη πνευματικότητα μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από αυτούς που την ξέρουν εμπειρικά μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι όλοι αυτοί οι «διάλογοι» είναι μια συμβατική καρικατούρα της γνήσιας χριστιανικής συνομιλίας – μιας συνομιλίας που έχει σκοπό τη σωτηρία ψυχών. Πράγματι, πολλοί από τους Ορθοδόξους που συμμετέχουν σ’ αυτούς τους «διαλόγους» ξέρουν ή υποπτεύονται ότι δεν υπάρχει χώρος για Ορθόδοξη μαρτυρία, ότι η ίδια η ατμόσφαιρα του οικουμενιστικού «φιλελευθερισμού» ακυρώνει οποιαδήποτε αλήθεια μπορεί να ειπωθεί σ’ αυτούς· αλλά σωπαίνουν, γιατί το «πνεύμα των καιρών» σήμερα είναι συχνά δυνατότερο από τη φωνή της Ορθόδοξης συνείδησης. (Βλ. «Diakonia», 1970, Νο 1, π. 72· Θεολογική τριμηνιαία έκδοση του αγίου Βλαδιμήρου, 1969, νο 4, σ. 225, κτλ.).

Σε πιο εκλαϊκευμένο επίπεδο, οργανώνονται οικουμενιστικές «συνδιασκέψεις» και «συζήτηση», συχνά με έναν «Ορθόδοξο ομιλητή» ή ακόμα με την τέλεση μιας «Ορθόδοξης Λειτουργίας». Η προσέγγιση σ’ αυτές τις «συνδιασκέψεις» είναι συχνά τόσο ερασιτεχνική, και η γενική στάση σε αυτά έχει τέτοια έλλειψη σοβαρότητας, που αντί να προάγουν την «ενότητα» που επιθυμούν αυτοί που τις προωθούν, ουσιαστικά χρησιμεύουν στο να αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας αδιάβατης αβύσσου μεταξύ της αληθινής Ορθοδοξίας και της οικουμενιστικής νοοτροπίας. (Βλ. Sobornost, Χειμώνας 1978, σελ. 494-8 κ.λπ.)

Στο επίπεδο της δράσης, οι οικουμενιστές ακτιβιστές επωφελούνται από το γεγονός ότι διανοούμενοι και θεολόγοι είναι διστακτικοί και δίχως ρίζες στην Ορθόδοξη θεολογία, και χρησιμοποιούν τα ίδια τους τα λόγια σχετικά με τη «θεμελιώδη συμφωνία» πάνω σε μυστηριακά και δογματικά σημεία ως δικαιολογία για επιδεικτικά οικουμενιστικές πράξεις, μη εξαιρουμένης της μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας σε αιρετικούς.

Και αυτή η κατάσταση σύγχυσης δίνει με τη σειρά της μια ευκαιρία για οικουμενιστές ιδεολόγους στο πιο εκλαϊκευμένο πεδίο, να εκφέρουν κενές διακηρύξεις που υποβιβάζουν βασικά θεολογικά θέματα στο επίπεδο φτηνής κωμωδίας, όπως όταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας επιτρέπει στον εαυτό του να πει: «Σας ρωτά ποτέ η γυναίκα σας πόσο αλάτι πρέπει να βάλει στο φαγητό; Ασφαλώς όχι. Έχει το αλάθητο. Αφήστε τον Πάπα να το έχει επίσης, αν θέλει» (Hellenic Chronicle, 9 Απριλίου 1970).

Ο πληροφορημένος και συνειδητός Ορθόδοξος Χριστιανός μπορεί να ρωτήσει: Που θα τελειώσουν όλα αυτά; Δεν υπάρχει όριο στην προδοσία, τη νόθευση και την αυτοκαταστροφή της Ορθοδοξίας;

Δεν έχει ακόμα παρατηρηθεί πολύ προσεκτικά που οδηγούν όλα αυτά, αλλά λογικά το μονοπάτι είναι ξεκάθαρο. Η ιδεολογία πίσω από τον οικουμενισμό, η οποία έχει εμπνεύσει οικουμενιστικές πράξεις και διακηρύξεις όπως οι παραπάνω, είναι ήδη μια καλά προσδιορισμένη αίρεση: Η Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει, κανείς δεν κατέχει την αλήθεια, η Εκκλησία οικοδομείται μόλις τώρα.

Αλλά δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να δούμε ότι η αυτοκαταστροφή της Ορθοδοξίας, της Εκκλησίας του Χριστού, είναι ταυτόχρονα η αυτοκαταστροφή του ίδιου του Χριστιανισμού· ότι αν καμμιά εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Χριστού, τότε ούτε ο συνδυασμός όλων των αιρέσεων θα είναι η Εκκλησία, όχι με την έννοια με την οποία την ίδρυσε ο Χριστός. Και αν όλα τα «χριστιανικά» σώματα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, τότε όλα μαζί είναι σχετικά με άλλα «θρησκευτικά» σώματα, και ο «χριστιανικός» οικουμενισμός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μόνο μια συγκρητιστική παγκόσμια θρησκεία.

Αυτός είναι πραγματικά ο ανυπόκριτος σκοπός της μασονικής ιδεολογίας, η οποία έχει εμπνεύσει το οικουμενιστικό κίνημα, και αυτή η ιδεολογία διακατέχει τώρα τόσο πολύ αυτούς που συμμετέχουν στο οικουμενιστικό κίνημα ώστε ο «διάλογος» και η τελική ένωση με τις μη χριστιανικές θρησκείες έχουν φτάσει να είναι το λογικό επόμενο βήμα για το νοθευμένο Χριστιανισμό του σήμερα. Τα ακόλουθα είναι λίγα από τα πολλά πρόσφατα παραδείγματα που θα μπορούσαν να δοθούν, και δείχνουν το δρόμο για ένα οικουμενιστικό μέλλον έξω από το Χριστιανισμό.

1. Στις 27 Ιουνίου του 1965 έγινε στο San Francisco μια «Συνέλευση θρησκειών για την Παγκόσμια ειρήνη», σε σχέση με την 20ή επέτειο από την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε αυτή την πόλη. Ενώπιον 10.000 θεατών, Ινδουϊστές, Βουδιστές, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Προτεστάντες, Καθολικοί και Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι αναφέρθηκαν στον «θρησκευτικό» ίδρυμα για την παγκόσμια ειρήνη, και ύμνοι όλων των πίστεων ερμηνεύθηκαν από μια χορωδία με 2000 μέλη «από κάθε πίστη».

2. Η Ελληνική Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής, σε επίσημη δήλωση της 19ης συνέλευσης Κλήρου και Λαού (Ιούλιος 1968, Αθήνα) δήλωσε: «Πιστεύουμε ότι το Οικουμενικό κίνημα, παρ’ ότι έχει χριστιανική προέλευση, πρέπει να γίνει μια κίνηση όλων των θρησκειών που να πλησιάζουν η μια την άλλη».

3. Το «Temple of Understanding, Inc» («Ναός της Κατανόησης, Inc.»), ένα αμερικανικό ίδρυμα που συστήθηκε το 1960 ως ένα είδος «Συνδέσμου των ενωμένων θρησκειών», με σκοπό να «χτίσει το συμβολικό ναό σε πολλά μέρη του κόσμου» (ακριβώς σύμφωνα με το σκοπό της Μασονίας), έχει συγκαλέσει πολλές «διασκέψεις κορυφής». Στην πρώτη, στην Καλκούτα του 1968, ο Λατίνος Τραππιστής Thomas Merton (ο οποίος κατά τύχην σκοτώθηκε από ηλεκτροπληξία στη Μπανγκόγκ καθώς επέστρεφε από αυτή τη συνδιάσκεψη) δήλωσε: «Είμαστε ήδη μια νέα ενότητα. Αυτό που πρέπει να κερδίσουμε είναι η αρχική μας ενότητα». Στη δεύτερη διάσκεψη κορυφής, στη Γενεύη τον Απρίλιο του 1970, ογδόντα αντιπρόσωποι από δέκα θρησκείες συναντήθηκαν για να συζητήσουν θέματα όπως «Το σχέδιο της δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινότητας θρησκειών». Ο Γενικός Γραμματέας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), Δρ Eugene Carson Blake, εκφώνησε λόγο καλώντας τους ηγέτες όλων των θρησκειών σε ενότητα· και στις 2 Απριλίου μια «άνευ προηγουμένου» υπερομολογιακή λειτουργία και προσευχή έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του αγίου Πέτρου. Ο Προτεστάντης πάστορας Babel την περιγράφει ως «μια πολύ μεγάλη μέρα στην ιστορία των θρησκειών», κατά την οποία «ο καθένας προσευχήθηκε στη δική του γλώσσα και σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας που εκπροσωπούσε», και κατά την οποία «οι πιστοί όλων των θρησκειών κλήθηκαν να συνυπάρξουν στη λατρεία του ίδιου Θεού». Η λειτουργία τελείωσε με το «Πάτερ ημών» (La Suisse, 3 Απριλίου 1970). Διαφημιστικό υλικό που στάλθηκε από το «Ναό της Κατανόησης» αποκαλύπτει ότι στη δεύτερη συνδιάσκεψη, στις Ηνωμένες Πολιτείες το φθινόπωρο του 1971, ήταν παρόντες Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, και ότι ο μητροπολίτης Αιμιλιανός, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, είναι μέλος της «Διεθνούς Επιτροπής» του Ναού. Οι «διασκέψεις κορυφής» δίνουν στους Ορθοδόξους αντιπροσώπους την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε συζητήσεις με σκοπό «τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας θρησκειών», να «επισπεύσουν την πραγματοποίηση του ονείρου της ανθρωπότητας για ειρήνη και κατανόηση», σύμφωνα με τη φιλοσοφία των «Vivecananda, Ramakrishna, Ghandi, Schweitzer», και των ιδρυτών των διαφόρων θρησκειών· ομοίως οι αντιπρόσωποι συμμετέχουν σε «χωρίς προηγούμενο» υπέρ-ομολογιακές λειτουργίες και προσευχές, όπου «καθένας προσεύχεται σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας που εκπροσωπεί». Είναι να αναρωτιέται κανείς τι βρίσκεται στην ψυχή ενός Ορθοδόξου Χριστιανού που συμμετέχει σε τέτοιες συνδιασκέψεις και προσεύχεται μαζί με Μουσουλμάνους, Εβραίους και ειδωλολάτρες.

4. Στην αρχή του 1970 το ΠΣΕ ήταν χορηγός σε μια συνδιάσκεψη στο Ajaltoun του Λιβάνου, μεταξύ Ινδουϊστών, Βουδιστών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, και μια συνδιάσκεψη που ακολούθησε στη Ζυρίχη με εικοσιτρείς «θεολόγους» του ΠΣΕ διακήρυξε τη ανάγκη για «διάλογο» με τις μη χριστιανικές θρησκείες. Στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa τον Ιανουάριο αυτού του χρόνου, ο μητροπολίτης Βηρυττού George Khodre (Αντιοχειανή Ορθόδοξη Εκκλησία) σοκάρισε ακόμα και πολλούς Προτεστάντες αντιπροσώπους, όταν όχι απλώς κάλεσε για «διάλογο» με αυτές τις θρησκείες, αλλά άφησε πολύ πίσω την Εκκλησία του Χριστού και ποδοπάτησε δεκαεννιά αιώνες χριστιανικής παράδοσης, καλώντας τους Χριστιανούς να «ερευνήσουν την αυθεντική πνευματική ζωή των αβάπτιστων» και να εμπλουτίσουν την εμπειρία τους με «τον πλούτο μιας διεθνούς θρησκευτικής κοινότητας» (Religious News Service), γιατί «είναι μονάχα ο Χριστός, που εκλαμβάνεται ως φως όταν η χάρη επισκέπτεται έναν Βραχμάνο, ένα Βουδιστή, ή ένα Μουσουλμάνο που διαβάζει τις δικές του Γραφές» (Christian Century, 10 Φεβρουαρίου 1971).

5. Η Κεντρική Επιτροπή του ΠΣΕ στη συνάντησή της στην Addis Ababa τον Ιανουάριο του 1971, αποδέχθηκε και ενθάρρυνε την πραγματοποίηση συναντήσεων μεταξύ εκπροσώπων άλλων θρησκειών όσο συχνά γίνεται, καθορίζοντας ότι «στο παρόν στάδιο μπορεί να δοθεί προτεραιότητα στους διμερείς διαλόγους συγκεκριμένης φύσης». Σε συμφωνία με αυτή την κατευθυντήρια γραμμή, ένας σημαντικός «διάλογος» μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προγραμματίστηκε για το μέσον του 1972, με την ανάμειξη 40 περίπου αντιπροσώπων και από τις δύο πλευρές, όπου περιλαμβάνεται και αριθμός Ορθοδόξων αντιπροσώπων (Al Montada, Ιαν – φεβρ. 1972, σελ. 18).

6. Το Φεβρουάριο του 1972, άλλο ένα οικουμενιστικό γεγονός «χωρίς προηγούμενο» συνέβη στη Νέα Υόρκη όπου, σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο της Νέας Υόρκης Ιάκωβο, για πρώτη φορά στην ιστορία, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία (Ελληνική Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής) συγκάλεσε επίσημο θεολογικό «διάλογο» με τους Εβραίους. Σε δυο μέρες συζητήσεων επιτεύχθηκαν συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν σχετικά με τα συμπτώματα των μελλοντικών «διαλόγων με τις μη χριστιανικές θρησκείες»: οι Έλληνες «θεολόγοι» συμφώνησαν «να επαναθεωρήσουν τα λειτουργικά τους κείμενα, ώστε να βελτιώσουν αναφορές στους Εβραίους και τον Ιουδαϊσμό, όταν αυτές είναι αρνητικές ή επιθετικές» (Religious News Service). Δεν γίνεται ακόμα προφανέστερος ο σκοπός του «διαλόγου»; να «αναμορφωθεί» η Ορθοδοξία, με σκοπό να γίνει προσαρμόσιμη στις θρησκείες αυτού του κόσμου.

Αυτά τα γεγονότα είναι η αρχή του «διαλόγου με τις μη χριστιανικές θρησκείες» στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τέτοια γεγονότα πολλαπλασιάστηκαν, και «χριστιανικές» (ακόμα και «Ορθόδοξες») συζητήσεις και λατρεία με εκπροσώπους μη χριστιανικών θρησκειών έφτασαν να γίνονται δεκτές ως ένα κανονικό μέρος της σύγχρονης ζωής.

Ο «διάλογος με τις μη χριστιανικές θρησκείες» έχει γίνει μέρος της διανοουμενίστικης κουλτούρας της εποχής· αντιπροσωπεύει το παρόν στάδιο του οικουμενισμού στην πρόοδό του προς ένα παγκόσμιο θρησκευτικό συγκρητισμό.

Ας κοιτάξουμε τώρα στη «θεολογία» και το σκοπό αυτού του επιταχυνόμενου «διαλόγου» και ας δούμε πόσο διαφέρει από τον «χριστιανικό» οικουμενισμό που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα.

* Από το βιβλίο "Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου