Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Αρχαιοελληνική και χριστιανική θεώρηση του θανάτου


Γιώργος Κρανιδιώτης
Η αρχαιοελληνική και η χριστιανική θεώρηση της επίγειας ζωής, του θανάτου και της μεταθανάτιας κατάστασης του ανθρώπου παρουσιάζουν, κατ΄ αρχήν, θεμελιώδεις διαφορές. Εν τούτοις, από τη μεταξύ τους διαλεκτική σχέση, προέκυψαν, στην πορεία του χρόνου, βασικές αντιλήψεις, που διεπότισαν το Δυτικό άνθρωπο.
Στη ραψωδία λ της ομηρικής Ὀδύσσειας, την ονομαστή Νέκυια, αναφαίνονται τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο. Ο Άδης είναι ένας ἀτερπὴς (λυπηρός) χῶρος[1]ένας ἠερόεις (σκοτεινός) ζόφος[2]όπου οι ψυχές των νεκρών κατοικούν ως εἴδωλα[3] (φαντάσματα), εἴκελα σκιῇ ἢ καὶ ὀνείρῳ[4] (ομοιώματα σκιάς ή ονείρου). Ο Αχιλλέας, στους παρηγορητικούς λόγους του Οδυσσέα, απαντά: «βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν»[5] (μετάφραση: «θα προτιμούσα να είμαι πάνω στη γη και να δουλεύω με μισθό σε άλλον, άνδρα άκληρο, που να μην έχει μεγάλο βιος, παρά να βασιλεύω σε όλους τους αφανισμένους νεκρούς»).
Στον Όμηρο, η άνευ όρων κατάφαση της επίγειας ζωής και η απαξίωση της μεταθανάτιας κατάστασης συνδυάζονται με το ηρωικό ιδεώδες. Καλός θάνατος είναι ο ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης. Ο ομηρικός ήρωας δέχεται το θάνατο ως αναπόσπαστο επιστέγασμα της ηρωικής ζωής και, συνάμα, ως αναπόφευκτο κακό, από το οποίον ούτε οι θεοί μπορούν να τον σώσουν. Πολλές φορές, προγιγνώσκει το μοιραίο τέλος του (όπως ο Αχιλλέας), αλλά βαδίζει προς αυτό αδιαμαρτύρητα, με γενναιότητα, ενδιαφερόμενος, κυρίως, για την υστεροφημία του[6].
Κατά την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο, εποχή διαμόρφωσης και ακμής της πόλεως, το ομηρικό ηρωικό ιδεώδες τροποποιείται ουσιωδώς, για να προσαρμοσθεί στο αξιακό σύστημα της καινούριας πολιτειακής θέσμισης. Ο άνθρωπος είναι, πλέον, πολίτης. Τουτέστιν, η ατομική του υπόσταση ορίζεται και νοηματοδοτείται από την ένταξη και ενεργό συμμετοχή του σε μια πολιτική κοινότητα. Η δε προσωπική του ύπαρξη και ευδοκίμηση είναι αδιαχώριστες από την επιβίωση και ευημερία της πόλης. Η αυταπάρνηση και η αφοσίωση ολόκληρης της ζωής του πολίτη στα κοινά συμφέροντα της πατρίδας συνιστούν την πρωτίστη αρετή του. Καλός θάνατος είναι, και πάλι, ο θάνατος στον πόλεμο· αλλά, το ατομικιστικό και ανταγωνιστικό υπόβαθρο του ομηρικού ηρωικού ιδεώδους έχει εκτοπισθεί από τη συλλογικότητα.  Ο άνθρωπος πεθαίνει ευτυχισμένος, όταν πέφτει, μαχόμενος με αυτοθυσία, εντός των γραμμών της φάλαγγας, μαζί με τους συμπατριώτες του, υπερασπιζόμενος μέχρις εσχάτων τις πατρογονικές εστίες[7].
Τα παραπάνω συμπυκνώνονται, με απαράμιλλη γλαφυρότητα, στο θαυμάσιο διάλογο μεταξύ του Σόλωνος και του Κροίσου, τον οποίο διηγείται ο Ηρόδοτος. Ο Αθηναίος σοφός, ερωτηθείς από το βασιλέα της Λυδίας ποίος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, από όσους είδε, κατά τις μακρές περιπλανήσεις του, υποδεικνύει τον Τέλλο τον Αθηναίο:  «Τέλλῳ ... τελευτὴ τοῦ βίου λαμπροτάτη ἐπεγένετο· γενομένης γὰρ Ἀθηναίοισι μάχης πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας ἐν Ἐλευσῖνι, βοηθήσας καὶ τροπὴν ποιήσας τῶν πολεμίων ἀπέθανε κάλλιστα, καί μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ τε ἔθαψαν αὐτοῦ τῇ περ ἔπεσε καὶ ἐτίμησαν μεγάλως»[8] (μετάφραση: «Στον Τέλλο … το τέλος της ζωής υπήρξε λαμπρότατο· διότι, όταν έγινε μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, αφού έσπευσε σε βοήθεια και έτρεψε τους εχθρούς σε φυγή, πέθανε με τον καλύτερο θάνατο. Και οι Αθηναίοι τον έθαψαν, δημοσία δαπάνη, στο σημείο όπου έπεσε, και τον τίμησαν πάρα πολύ»).
Μάλιστα, η υπέρ της πατρίδος ανδραγαθία στους πολέμους αποτελεί μία κοινωνική αρετή που δικαιώνει τους θανόντες, καλύπτοντας τα ατομικά τους ελαττώματα και τις βλάβες που, ιδιωτικά ο καθένας, προξένησαν στην πόλη.Τούτο υποστηρίζει ο Περικλής στον Επιτάφιο: «καγρ τος τλλα χεροσι δκαιον τν ς τος πολμους πρ τς πατρδος νδραγαθαν προτθεσθαι: γαθγρ κακν φανσαντες κοινς μλλον φλησαν κ τν δων βλαψαν»[9] [μετάφραση: «διότι, και για αυτούς που στα άλλα (στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής τους) υπήρξαν κακοί, είναι δίκαιο να προτάξουμε (να προκρίνουμε ως σπουδαιότερη), την υπέρ της πατρίδος ανδραγαθία στους πολέμους: γιατί, με αγαθό αφανίζοντας το κακό, ωφέλησαν την πατρίδα, μετέχοντας στην κοινή δράση, περισσότερο απ’ ό,τι την έβλαψαν ιδιωτικά, λόγω των ατομικών τους κακιών»].
Ως γνωστόν, η πρώτη ιδέα του χριστιανισμού είναι η νίκη επί του θανάτου. Στην Καινή Διαθήκη, ο θάνατος απεικονίζεται ολοκληρωτικά ηττημένος[10]. Κατά τον Παύλο, η Ανάσταση του Χριστού είναι η απαρχή της αναστάσεως όλων των νεκρών: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[11] (μετάφραση: «Τώρα, όμως, ο Χριστός έχει αναστηθεί, κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών»). Στην πατερική γραμματεία, η συντριβή του θανάτου αναγγέλλεται θριαμβικά. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραπέμποντας στον Ησαΐα[12], αναφωνεί: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος. …  Ἐσκύλευσε τὸν ᾅδην, ὁ κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην. ... ὁ ᾅδης … ἐπικράνθη … καὶ γὰρ κατηργήθη … ἐνεπαίχθη … ἐνεκρώθη … καθηρέθη … ἐδεσμεύθη. … Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾅδη τὸ νῖκος; … Ἀνέστη Χριστός καὶ ζωὴ πολιτεύεται. … καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος»[13] [μετάφραση: «Κανένας να μη φοβάται το θάνατο· διότι μας ελευθέρωσε ο θάνατος του Σωτήρα. … Σκύλεψε (λαφυραγώγησε) τον άδη, αυτός που κατέβηκε στον άδη. … ο άδης … πικράθηκε … γιατί  καταργήθηκε … εμπαίχθηκε … νεκρώθηκε … καθαιρέθηκε … ρίχθηκε στα δεσμά. … Πού είναι θάνατε το κεντρί σου; Πού είναι άδη η νίκη σου; … Αναστήθηκε ο Χριστός και η ζωή είναι ελεύθερη … και νεκρός κανένας στο μνήμα»]. Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει:  «Σήμερον κ νεκύων Χριστς μέγας, οσιν μίχθη, / γρετο, καθανάτου κέντρον πεσκέδασε, / Καζοφερος πυλεώνας μειδήτου ΐδαο / Ρήξατο, καψυχας δκεν λευθερίην»[14].(μετάφραση: «Σήμερα, ο μέγας Χριστός, από τους νεκρούς, με τους οποίους συναναστράφηκε, / εγέρθηκε, και το κεντρί του θανάτου διασκόρπισε, / και τους ζοφερούς πυλώνες του αγέλαστου άδη / έσπασε, και στις ψυχές έδωσε την ελευθερία»).
Εν αντιθέσει προς την ελληνική σκέψη, στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, ο θάνατος δε συνιστά φυσικό και αναγκαίο γεγονός, στοιχείο συστατικό της κοσμικής ολότητας· ούτε έχει ιδία υπόσταση, αλλά εισέρχεται στον κόσμο «διὰ τῆς ἁμαρτίας»[15]. Πρόκειται για μία δύναμη αντίπαλη προς την ορισθείσα από το Δημιουργό συμπαντική τάξη, παράγωγη της αρνήσεως του Θεού από τον άνθρωπο[16]. Στην Παλαιά Διαθήκη, αναφέρεται:«ὁ θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ' ἀπωλείᾳ ζώντων»[17] (μετάφραση: «ο θεός δε δημιούργησε το θάνατο, ούτε ευχαριστιέται με την απώλεια των ζωντανών»).
Όμως, στο χριστιανισμό, η νίκη επί του θανάτου συμπλέκεται με την υποτίμηση της επίγειας και την υπερτίμηση της μέλλουσας, μετά θάνατον, ζωής. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα του Παύλου: «Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες»[18](μετάφραση: «Γνωρίζουμε ότι, αν η επίγεια σκηνή όπου κατοικούμε, δηλαδή το σώμα μας, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από το Θεό και όχι από ανθρώπινα χέρια. Και γι’ αυτό στενάζουμε, ευρισκόμενοι μέσα στο φθαρτό τούτο σώμα, ποθώντας σφοδρά να ενδυθούμε  την ουράνια κατοικία μας»).
Αυτός ο αναπροσανατολισμός της ανθρωπίνης υπάρξεως από το ενθάδε στο επέκεινα, για να ολοκληρωθεί, χρειαζόταν μία σύστοιχη φιλοσοφική ανθρωπολογία, και η χριστιανική σκέψη την ανέπτυξε, υπό την επιρροή της αρχαίας φιλοσοφίας – κυρίως, της πλατωνικής – υιοθετώντας τον, άγνωστο στη Βίβλο, δυϊσμό σώματος – ψυχής[19]. Γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «Ἄλλο γάρ ἐσμεν ἡμεῖς αὐτοί͵ καὶ ἄλλο τὰ ἡμέτερα, … . Ἡμεῖς μὲν οὖν ἐσμεν ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς͵ … · ἡμέτερον δὲ τὸ σῶμα͵ καὶ αἱ διὰ τούτου αἰσθήσεις· …  πρόσεχε σεαυτῷ͵ τουτέστι· τῇ ψυχῇ σου … . Ἐξέτασον σεαυτὸν τίς εἶ͵ γνῶθι σεαυτοῦ τὴν φύσιν· ὅτι θνητὸν μέν σου τὸ σῶμα͵ ἀθάνατος δὲ ἡ ψυχή͵ καὶ ὅτι διπλῆ τίς ἐστιν ἡμῶν ἡ ζωή· … Ὑπερόρα σαρκός͵ παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς͵ πράγματος ἀθανάτου»[20] [μετάφραση: «Διότι άλλο είμαστε εμείς καθ’ εαυτούς, και άλλο είναι τα ανήκοντα σε εμάς, … . Εμείς, λοιπόν, είμαστε η ψυχή και ο νους, … · ανήκον δε σε εμάς είναι το σώμα και οι διαμέσου αυτού αισθήσεις· … πρόσεξε τον εαυτό σου, τουτέστι την ψυχή σου … . Ερεύνησε τον εαυτό σου ποιος είσαι, γνώρισε τη φύση του εαυτού σου· ότι είναι θνητό μεν το σώμα σου, αθάνατη δε η ψυχή, και ότι διπλή είναι η ζωή μας· … Παράβλεψε (περιφρόνησε) τη σάρκα, γιατί παρέρχεται· επιμελήσου την ψυχή, πράγμα αθάνατο»]. Ο δυϊσμός σώματος – ψυχής συνδέεται θεωρητικά και συμπορεύεται ιστορικά με μια σειρά συναφών δυϊσμών: ύλη – πνεύμα, ορατό – αόρατο, αισθητό – νοητό, και ούτω καθ’ εξής. Στο χριστιανισμό, όπως και σε σύμπασα την ιδεαλιστική μεταφυσική, η οντολογική και γνωσιολογική πρωτοκαθεδρία θα δίδονται πάντοτε στην ψυχή και το πνεύμα.  
Ο Σωκράτης και ο Πλάτων διασπούν τη συνέχεια της αρχαιοελληνικής παράδοσης, προβαίνοντας σε μία αντιστροφή της τάξης του ομηρικού κόσμου.Η περίφημηαλληγορία του σπηλαίου, στο 7ο βιβλίο της Πολιτείας[21],συνιστά το αρνητικό της Νέκυιας. Όπως παρατηρεί η HannahArendt, όχι η μεταθανάτια ζωή, όπως στον ομηρικό Άδη, αλλά η καθημερινή επίγεια ζωή τοποθετείται σε ένα «σπήλαιο», σε έναν κάτω κόσμο· η ψυχή δεν είναι η σκιά του σώματος, αλλά το σώμα η σκιά της ψυχής· και η δίχως νόημα φασματική κίνηση, που αποδίδεται από τον Όμηρο στη νεκρή κατάσταση της ψυχής στον Άδη, αποδίδεται τώρα στις δίχως νόημα πράξεις των ζωντανών ανθρώπων, οι οποίοι, όντας δεσμώτες, δεν βγαίνουν από το σπήλαιο της επίγειας ύπαρξής τους, για να αντικρίσουν τις επουράνιες αιώνιες ιδέες. Πρόκειται για μία αντιστροφή με κοσμοϊστορικές επιπτώσεις στην εξέλιξη της δυτικής σκέψης[22].
Κατά την πλατωνική διδασκαλία, ο φιλόσοφος πορεύεται προς το θάνατο με θάρρος, ἅσμενος (χαίροντας)ἀγόμενος από την ἀγαθὴν ἐλπίδα ότι, ἀπαλλαττόμενος (αφού απαλλαγεί) από το σώμα – και τις ἐπιθυμίες, την ταραχή,το θόρυβο και την ἀφροσύνη που συνδέονται με τούτο –, θα δει, στον Άδη, καθαρῶς, αὐτὰ (αυτά καθ΄ εαυτά) τὰ πράγματα, δηλαδή θα κατακτήσει αυτό που πάντοτε επιθυμούσε σφοδρά, την αληθή γνώση των όντων (φρόνηση)[23]· καιθα απολαύσει τα μέγιστα ἀγαθά, ήτοι τις παλαιόθεν εξιστορούμενες μεταθανάτιες ανταμοιβές των ενάρετων ανθρώπων [«εὔελπίς εἰμι εἶναί τι τοῖς τετελευτηκόσι καί, ὥσπερ γε καὶ πάλαι λέγεται, πολὺ ἄμεινον τοῖς ἀγαθοῖς ἢ τοῖς κακοῖς»[24] (μετάφραση: «είμαι γεμάτος ελπίδα ότι υπάρχει κάτι για εκείνους που έχουν πεθάνει, και, όπως λέγεται από παλιά, πολύ καλύτερο για τους αγαθούς απ΄ ό,τι για τους κακούς»)].
Εν κατακλείδι, ο πλατωνισμός και ο χριστιανισμός συμπίπτουν στην προσδοκία μιας μέλλουσας ζωής τελειότερης, καλύτερης, ασυγκρίτως μακαριότερης της παρούσας, και στη θέαση του θανάτου ως ευεργεσίας και ως γεννήσεως σε άλλη βιοτή, όπου ο Θεός (ή το όντως Ον) κατοπτάνεται πρόσωπο προς πρόσωπο. Η διδασκαλία αυτή, αν ληφθεί κατά τρόπο μονομερή και υπερβολικό, απαξιώνει την παρούσα ζωή, το εδώ και τώρα, αναβιβάζοντας τη μέλλουσα, μετά θάνατον, ζωή, η οποία θεωρείται σαν η όντως ζωή.

[1] Όμηρος, Ὀδύσσεια, λ 94. 
[2] Αυτόθι,λ 155.
[3] Αυτόθι,λ 83.
[4] Αυτόθι,λ 207.
[5] Αυτόθι,λ 489-91.
[6] A.Van Hooff, Ancient euthanasia: 'good death' and the doctor in the graeco-Roman world. SocialScience & Medicine 2004, 58:977-8.
[7] Αυτόθι,978.
[8] Ηρόδοτος, Ἱστορίαι,Α 30.
[9] Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, Β 42.
[10] J. Bowker, Ο θάνατος και οι θρησκείες (The meanings of death), μετάφραση Μ. Κονομή - Α. Λογιάκη, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2006, σ. 151.
[11] Παύλος, Προς Κορινθίους Α΄, 15, 20.
[12] Ησαΐας, 14, 9 & 53, 12.
[13] Ιωάννης Χρυσόστομος, Κατηχητικὸς ες τὸ γιον Πάσχα,PG 59, 721-4.
[14] Γρηγόριος Θεολόγος, Ποιήματα εἰς ἑαυτὸν 38,PG37, 1328.
[15] Παύλος, Προς Ρωμαίους, 5, 12.
[16] Α. Σμέμαν, σχατος χθρς καταργεται θάνατος (DeathWhereis Thy Sting?),μετάφραση Β. Αργυριάδη, Εκδόσεις Ἐν Πλῷ, Αθήνα, 2006, σ. 39.
[17] Σοφία Σολομώντος, 1, 13.
[18] Παύλος, Προς Κορινθίους Β΄, 5, 1-2.
[19] J. Bowker, ένθα ανωτέρω, σ. 153.
[20] Μέγας Βασίλειος, Εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτ,PG 31, 204.
[21] Πλάτων, Πολιτεία, 514a – 518b.
[22] H. Arendt, Η ανθρώπινη κατάσταση (The human condition),μετάφραση Σ. Ροζάνη - Γ. Λυκιαρδόπουλου, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1986, σσ. 395-6.
[23] Πλάτων, Φαίδων, 66b-68b.
[24] Αυτόθι,63c.
*Ο κ. Γιώργος Κρανιδιώτης είναι γιατρός.
Ο ζωγραφικός πίνακας ("Επιτύμβιο") που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιάννη Μόραλη.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου