Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Σκόπια και «Μακεδονική» εθνογένεση


Ιωάννης Κ. ΝεονάκηςMD, MSc, PhD

Το Σκοπιανό αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα του διχασμού που επήλθε στους λαούς των Βαλκανίων μετά το Διαφωτισμό και την επικράτηση του ρεύματος του εθνικισμού στο χώρο μας, στο χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής. Καθώς ιστορικά τα γεγονότα είναι πιο κοντά σε μάς και στην εποχή μας είναι σχετικά εύκολο να προσεγγίσομε το ζήτημα και να αντιληφθούμε τον τρόπο δράσης και αλληλεπίδρασης των ποικίλων δυνάμεων σε τοπικό και διεθνές επίπεδο και κυρίως τον μηχανισμό με τον οποίο γίνεται η σε βάθος χρόνου καλλιέργεια και ανάπτυξη μιάς «εθνικής» ταυτότητας, και η μόχλευσή της την κατάλληλη στιγμή από τις υπέρτερες δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Ίσως αυτή η προσέγγιση να μάς βοηθήσει να αντιληφθούμε τι έχει γίνει και με μάς τους ίδιους, τους Έλληνες κατά τους τελευταίους δύο αιώνες και ίσως αυτό με τη σειρά του μάς βοηθήσει να απεμπλακούμε από ιδεοληπτικές στρεβλώσεις που μάς καθιστούν υποχείρια ξένων και μάς οδηγούν ανεπίστρεπτα σε συνεχή υποχώρηση και συρρίκνωση. Αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε σε άλλα κείμενά μας.

Θα πρέπει όμως ευθύς εξ αρχής και απολύτως κατηγορηματικά να τονίσω και να ξεκαθαρίσω τη θέση μου ότι ποτέ το όνομα ή παράγωγο του ονόματος «Μακεδονία» δεν θα πρέπει να παραχωρηθεί στο βόρειο κρατίδιο ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον· ούτε ως ανεξάρτητο κράτος, ούτε ως μέρους μιάς ευρύτερης κρατικής οντότητας και σύνθεσης. Μια τέτοια υποχώρηση στο θέμα του ονόματος θα δώσει μεγάλες δυνατότητας μόχλευσης και πλήρους χειραγώγησης των λαών της περιοχής, οι οποίοι με αυτήν τη μεθόδευση αργά ή γρήγορα υποκύπτοντας στις ξένες πιέσεις θα συγκρουστούν μεταξύ τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Ας τα πάρομε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Από την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως το 330 και για περίπου 1500 χρόνια μέχρι δηλαδή περίπου την ίδρυση του Ελληνικού κρατιδίου στις αρχές του 19ου αιώνα, όλοι οι ορθόδοξοι της Ρωμαϊκής και αργότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όλοι ο Ορθόδοξοι του χώρου της καθ’ ημάς Ανατολής, συγκροτούσαν έναν λαό, ένα Γένος, το ευσεβές Γένος των Ρωμηών, το Ρωμαίικο. Φυσικά υπήρχαν πολλές επιμέρους εθνοφυλετικές και γλωσσικές διαφοροποιήσεις, προελεύσεις και παραδόσεις. Όμως όλοι είχαν την αυτοσυνειδησία του ενός ενιαίου σώματος, του ενός ενιαίου Γένους. Οι κάτοικοι ήταν όλοι ρωμηοί και ο πολιτισμός τους ήταν ρωμαίικος στηριζόμενος στην ορθόδοξη παράδοση. Επικρατούσαν παντού (ειδικά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα) τα ελληνικά και σε μικρότερο βαθμό τα λατινικά καθώς και πολλές άλλες τοπικές γλώσσες (αραμαϊκά, βλάχικα, βουλγάρικα, τούρκικα, αλβανικά, σέρβικα κλ).

Στην κοινή αυτοκρατορική μας πατρίδα, τη Ρωμανία, ούτε η γλώσσα, ούτε η εθνοτική προέλευση αποτελούσαν κάποιο σημαντικό διαχωρισμό. Όλοι ήταν ρωμηοί, όλοι είχαν τη συναίσθηση ότι ανήκουν στο ίδιο Γένος, και ότι η πολιτεία τους ήταν η πρώτη και η μόνη συγκροτημένη, χριστιανική πολιτεία επί της γής, μια πολιτεία ορθοδόξων. Πολιτεία η οποία είχε οικουμενικές διαστάσεις και ποτέ δεν οριζόταν από τα όποια σύνορά της. Ακόμα και όταν η κρατική οντότητα καταλύονταν ολοκληρωτικά, το ρωμαίικο συνέχιζε τη ζώσα, αγλαοφανή πορεία του, έχοντας την αυτοσυνειδησία ότι αποτελεί τον Λαό του ζώντος Θεού, τον Νέον Ισραήλ, ο οποίος παρά τις ιστορικές αντιξοότητες δίνει κάθε στιγμή τη μαρτυρία του στον κόσμο, αναπέμποντας συνεχώς το φώς της σωτηριολογικής και εσχατολογικής προοπτικής.

Στη Δύση μετά τον Διαφωτισμό επικράτησε η ιδεολογία του εθνικισμού ως μεσσιανική λύση και πρόοδος. Και μπορεί μεν αυτή να αποτελούσε ίσως μια κάποια λύση ως αντίδραση των λαών της Δύσης στην παπική, φεουδαρχική και κοινωνική καταπίεση, όμως το ρεύμα και η ιδεολογία αυτή δεν είχε κανέναν λόγο να ευδοκιμήσει και στον δικό μας χώρο. Επιβλήθηκε όμως από τις πολιτικές και ακαδημαϊκές ελίτ του τόπου, αρκούντως υποβοηθούμενες και καθοδηγούμενες από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Αυτές οι Δυνάμεις ήθελαν μεν μικρά και ελεγχόμενα από αυτές προτεκτοράτα στην περιοχή, όμως στρατηγικά ακόμα και μόνο η ιδέα της ανασύστασης της Ρωμανίας ήταν (και παραμένει ως σήμερα) εφιάλτης γι’ αυτές. Μια τέτοια ιδέα την πολέμησαν και θα την πολεμούν με κάθε δυνατό τρόπο.

Για τον εθνικισμό, την «εισαγωγή» του στην καθ’ ημάς Ανατολή και στα ολέθρια αποτελέσματα της επικράτησής του έχουμε μιλήσει εκτενώς σε προηγούμενο κείμενό μας. Η εξέλιξη είναι εν πολλοίς γνωστή: η εκμετάλλευση της επανάστασης του 1821, το μικρό προτεκτοράτο στα όρια της κλασικής Ελλάδος, η Βαυαροκρατία, η λυσσαλέα επίθεση στον μοναχισμό και στον ησυχασμό (στην καρδιά δηλαδή της Ορθοδοξίας), η μετατροπή της Εκκλησίας σε απλό σύλλογο, πλήρως υποταγμένο στην κρατική εξουσία και την εξουσία των ξένων, η αποκοπή από την Μητέρα Εκκλησία, και πλέον η συστηματική και μεθοδευμένη προσπάθεια της επιβολής στις συνειδήσεις των ανθρώπων και στον πολιτισμό του τόπου τούτου των εθνικιστικών κριτηρίων και προταγμάτων. There was a complete change of mindset. Όλα πλέον άρχισαν να αναλύονται, νε εξετάζονται και να μεθοδεύονται σε ένα καθαρώς εθνικιστικό πλαίσιο. Ακόμα και η Μεγάλη λεγόμενη Ιδέα εμποτίστηκε και διαστρεβλώθηκε από τέτοιες νοοτροπίες.

Σε λίγο η Ρωσία για τα δικά της συμφέροντα θα δημιουργήσει και θα φουντώσει τον βουλγαρικό εθνικισμό με τα γεγονότα της Βουλγαρικής Εξαρχίας αλλά και τον αραβικό εθνικισμό με τα γεγονότα του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Το ρωμαίικο αποκόπτεται από τη Μητέρα του και διασπάται πολλαπλώς σε μικρά αντιμαχόμενα μεταξύ τους κομμάτια. Διαχωρισμοί δυστυχώς του ενός Γένους με βάση τη γλώσσα και την εθνοτική προέλευση. Ο εθνικισμός έγινε το εργαλείο διαχωρισμού, κατακερματισμού, μόχλευσης και χειραγώγησης των λαών της καθ’ ημάς Ανατολής από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Κανείς επιμέρους λαός δεν είχε τη νηφαλιότητα να αντέξει τις πιέσεις και να αναστοχαστεί την κοινή πορεία και ταυτότητα. Το δραματικό αποτέλεσμα: η αιματηρή πολυδιάσπαση. Πολυδιάσπαση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτά της Γιουγκοσλαβίας, του Μαυροβουνίου, του Κοσόβου και των Σκοπίων. Πολυδιάσπαση πού δυστυχώς πολύ πιθανότατα θα συνεχιστεί και στο εγγύς μέλλον.

Κατά τις δεκαετίες μετά το 1870 και καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει η διεκδικήσιμη Μακεδονία γίνεται μήλον της Έριδος όλων των εθνικισμών της περιοχής και κυρίως του βουλγαρικού και ελληνικού. Η βουλγαρική πλευρά βλέποντας ότι δεν μπορεί να χειριστεί ικανώς το πολυεθνικό των κατοίκων προσανατολίζεται στη δημιουργία αρχικά ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, το οποίο σε δεύτερο χρόνο θα προσαρτήσει. Βασίζει την προπαγάνδα της στην σχεδόν κοινή γλώσσα. Η ελληνική πλευρά βασίζεται στο γεγονός ότι είναι «πιο εγγύς» και «πιο συγγενής» με το Πατριαρχείο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις προβάλει το επιχείρημα ότι οι εντόπιοι είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων του Αλεξάνδρου που απλώς στο πέρασμα των χρόνων έχασαν την γλώσσα τους λόγω των κατακτήσεων της περιοχής από άλλους. Περαιτέρω, κάποιοι κάτοικοι χαρακτήριζαν εαυτούς ως Μακεδόνες με απλά και μόνο γεωγραφική αναφορά, μη θέλοντας να ενταχθούν ούτε στον Βουλγαρικό, ούτε στον Ελληνικό φανατισμό.

Όλα αυτά όμως ήταν απλώς ένα υπόβαθρο, ήταν εντελώς ρευστά και χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις. Η μεγάλη καμπή και αλλαγή του ζητήματος έγινε τη δεκαετία του 1950. Αυτήν την εποχή και εκμεταλλευόμενος αυτό ακριβώς το ρευστό υπόβαθρο ο Τίτο έχοντας βλέψεις επέκτασης προς τα νότια και έξοδο στη Μεσόγειο ιδρύει εκ του μηδενός το κράτος της «Μακεδονίας» και ξεκινάει τον συστηματικό και μεθοδευμένο αγώνα του να φτιάξει το «Μακεδονικό έθνος». Παρότι άθεος γνωρίζει πολύ καλά ότι για να φτιαχτεί ένα ξεχωριστό «έθνος» και μάλιστα εκ του μηδενός, θα πρέπει πρώτα ο λαός να αποκοπεί πλήρως από τη Μητέρα Εκκλησία του, η οποία τον νοηματοδοτεί πνευματικά και τον κρατάει σε ενότητα με το όλο σώμα. Έτσι το πρώτο που φτιάχνει ο Τίτο είναι η σχισματική εκκλησία των Σκοπίων. Ο Τίτο έχει μελετήσει καλά το πώς έδρασαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στις περιπτώσεις που προηγήθηκαν του δικού του εγχειρήματος και κυρίως στην Ελληνική περίπτωση με το πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο και την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Έχει μελετήσει επίσης καλά τον τρόπο που έδρασε η Ρωσία στην περίπτωση της Βουλγαρίας με το σχηματισμό της Βουλγαρικής Εξαρχίας, την αποκοπή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον φοβερό πόλεμο «Βουλγάρων» και «Πατριαρχικών» που ακολούθησε.

Και μετά την αποκοπή της Εκκλησίας το σχέδιο της «εθνογένεσης» απαιτεί την ίδρυση ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων και κέντρων που θα «παράξουν» ενεργούμενα και φορείς των άνομων ιδεών με αποτέλεσμα τα ψεύδη και τα δηλητήρια να αναπαραχθούν και να διαχυθούν στην κοινωνία. Τα πράγματα δρομολογούνται και τίθενται σε μια συστηματική και μεθοδευμένη πορεία με θεραπαινίδες την εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης, τις «επιστήμες» και φυσικά την τέχνη.

Έτσι σε 2-3 γενιές έχει σχηματιστεί πλέον μια «τεκμηριωμένη» και ισχυρή «εθνική» παράδοση και η περαιτέρω χειραγώγηση καθίσταται εύκολη. Σε αυτό εξάλλου το διάστημα των 2-3 γενεών έχουν βιολογικά αποχωρήσει από το προσκήνιο της ιστορίας και οι άνθρωποι που έζησαν και ήξεραν την προηγούμενη κατάσταση, οπότε η νέα εθνική ταυτότητα επικρατεί παντού χωρίς αντιρρήσεις και αντιστάσεις. Και η «εθνική» αυτή ταυτότητα καθίσταται το κατεξοχήν εργαλείο μόχλευσης των λαών από τον Διεθνή Παράγοντα, ο οποίος αναλόγως των συμφερόντων του είτε θα ενισχύει, είτε θα υποστρέφει την ένταση του εθνικού φρονήματος των λαών. Φρόνημα πάντως, το οποίο εκ μέρους των απλών πολιτών ως έκφραση αγάπης προς την πατρίδα είναι απολύτως γνήσιο και ειλικρινές.

Το 1872 με τη Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως η Ορθόδοξη Εκκλησία βλέποντας την επικράτηση του εθνικισμού και τα δεινά που προέκυψαν και αυτά που έποντο, κατεδίκασε ως αίρεση τον εθνοφυλετισμό. Λίγοι όμως από μάς σήμερα θυμούνται τη σημαντική εκείνη απόφαση. Ακόμα λιγότεροι ίσως είναι και αυτοί που μπορούν να προσεγγίσουν με αυτἠν την αντίληψη και αυτήν την προοπτική τα λόγια του Οικουμενικού Πατριάρχη για την επίλυση του Σκοπιανού ζητήματος. Η στρέβλωση και η λήθη που επιβάλει το επικρατούν σύστημα δυστυχώς είναι γενικευμένη. Και κάτω από αυτήν την λήθη και την πίεση που ασκούν το σύστημα και οι ελίτ τίθεται το οδυνηρό ερώτημα: μπορεί να υπάρξει αναστοχασμός, επανεύρεση της ταυτότητάς μας και αλλαγή; Σε αυτούς όμως τους προβληματισμούς θα αναφερθούμε συν Θεώ σε άλλα κείμενά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου