Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

«Κρύψε τὴ σημαία ἢ Εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοί»



«Ἔκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς, λαοὺς ἐκλόνησε, πνέον ἀπειλῆς καὶ δυσφημίας θεοστυγοῦς· ὅμως τρεῖς Παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε, θυμὸς θηριώδης, οὐ πῦρ βρόμιον·(…) »
                                   Καταβασίες Ἑορτῆς Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ, Ὠδὴ ζ’
της Αθανασίας Μαυρομμάτη
Τὸ μόνο ποὺ δὲν ὑπολόγισαν ὡς συνήθως ἦταν ὁ πλέον ἀστάθμητος γι’ αὐτοὺς παράγοντας. Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. 8 Σεπτεμβρίου 2018. Ὁ πιστὸς λαὸς τὴν ἔχει μαζί του. Κριτὴς κι ἀφέντης εν’ ὁ Θεὸς καὶ δραγουμάνος του ὁ λαός.
Ἐπιζῶντες καὶ ἐπιζῶσαι ἀπὸ τὸ συλλαλητήριο τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ Σαββάτου τῆς 8ης Σεπτεμβρίου 2018, ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ἔχουμε τὴν ὑποχρέωση νὰ καταθέσουμε τὴν μαρτυρία μας γι’ αὐτὸ ποὺ ζήσαμε, αὐτὸ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μας, ποὺ ἀκούσαμε, ποὺ νιώσαμε στὸ πετσί μας. Καὶ κυρίως γι’ αὐτὸ ποὺ ἀφουγκρασθήκαμε γύρω μας, μέσα μας, στὴν καρδιά μας καὶ στὴν καρδιὰ τῶν γεγονότων. Αὐτὰ τὰ τελευταῖα μᾶς τυραννοῦν, μᾶς πικραίνουν ἀλλὰ καὶ μᾶς δίνουν παράδοξα δύναμη καὶ ἐλπίδα. Κι ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψει τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα,(….). Καὶ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή.

Ἀνεβήκαμε ξανὰ στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ Ἀθήνα, γιὰ δεύτερη φορὰ μετὰ τὸ συλλαλητήριο τῆς 25ης Ἰανουαρίου. Νέος δρόμος, οἱ ἀγαπημένες ἐπίπεδες ἐκτάσεις. Μιὰ εὐθεῖα. «Βέροια-Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα-Ὄλυμπος.». Τὸ βουνὸ τῶν Θεῶν. Πόσες φορές, ἡ ἴδια, μυθικὴ τότε διαδρομή, μὲ τραῖνο. Φοιτήτρια. Ἕνα μῆνα στὴν κολλητή μου, φεστιβὰλ Θεσσαλονίκης, 1985, Κάστρα, φῶς. Δὲν συμφωνεῖ ἡ κολλητὴ τώρα μ’ αὐτὸ ποὺ κάνω, ἀλλὰ ἐπιμένει νὰ μὲ φιλοξενεῖ-πάντα. Ἡ ἀγάπη, ὑπερτέρα τῆς ἀπόψεως. Τριάντα χρόνια μετά. Εἶμαι πενηντάρα πιά, «σηκώνω ἐγὼ τὰ δῶρα τῆς γιορτῆς». Πρέπει νὰ τὰ σηκώσω ψηλά.Τὰ δῶρα ποὺ κλέβουν. Εἶναι ἡ σειρά μου. Τελευταία στιγμή, Σάββατο πρωΐ, βουτᾶμε τὸ ἁμάξι καὶ βοὺρ γιὰ τὴν ἀκριβὴ Μακεδονία. Μαζὶ μὲ τὴν Νατία.

Πρὸς Παραλία Θεσσαλονίκης. Λίγο πρὶν τὶς ἑπτὰ τὸ ἀπόγευμα. Κατεβαίνουμε πεζῇ ἀπὸ τὴν Ὀλυμπιάδος, ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἄνω Πόλης. Μὲ τὴν σημαία, ἐκείνη, τὴν γαλανόλευκη. Ἂν θυμᾶσαι. Τῆς πατρίδας μου ἡ σημαία ἔχει χρῶμα γαλανό. Ἡ φίλη εἶναι ἀπὸ τὴν Γεωργία, πιὸ Ἑλληνίδα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Νατία-Φωτεινή. Αὔριο γιορτάζουμε ἐδῶ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Νατία. Δεκατρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ σᾶς. Εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης καὶ τῶν λοιπῶν Νεομαρτύρων, τὸν ξέρεις τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο; Αὐτὸν ποὺ δὲν ἔφυγε ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔφυγαν. Τὸν μόνο ποὺ ἔμεινε. «Σεβασμιώτατε, σώσατε ἑαυτόν! Ἐπιβιβασθεῖτε, παρακαλῶ, ἐπὶ τοῦ ἀναχωροῦντος ἀτμοπλοίου μαζί μας. Φύγετε!» (ἀρχιεπίσκοπος τῶν Καθολικῶν, 25 Αὐγούστου 1922. «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου ἀλλὰ καὶ χρέος τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νὰ παραμείνῃ μὲ τὸ ποίμνιόν του». «ΟΧΙ! Παράδοσις τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι ἡ φυγὴ ἐν ὄψει κινδύνου, ἀλλ᾽ ὁ ἀγὼν μέχρις ἐσχάτων καὶ ἡ θυσία. Ἐὰν μὲν ὁ ἐχθρὸς φεισθῇ τοῦ ποιμνίου μου, ποῖος θὰ τὸ περιθάλψη; Ἐὰν δὲ σφαγῇ πῶς ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ ἐπιζήσω; Εἴτε τὸ ἕνα εἴτε τὸ ἄλλο, ἡ θέσις μου εἶναι ἐδῶ, μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό μου».

Ὦ, γιορτάζει αὔριο, ὥρα Ἑσπερινοῦ. Μαζὶ μὲ τοὺς λοιποὺς Νεομάρτυρες τῆς Σμύρνης. Κι ἦταν, μαζὶ μὲ τὸν Καστοριᾶς, τὸν Γερμανὸ Καραβαγγέλη καὶ τοὺς λοιποὺς Ἱεράρχες, ὁ Ἱεράρχης τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ὁ πρώην Δράμας Χρυσόστομος. Ἔτσι τὸν ἀποχαιρέτησαν, Νατία, στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Δράμας, πορευόμενον πρὸς τὴ Σμύρνη, πρὸς τὸ μαρτύριο: «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγοὺς καὶ μᾶς ἔκαμες λιοντάρια. Μεῖνε ἥσυχος. Θὰ γίνη τὸ θέλημά σου.».
Θεσσαλονίκη. Πόλη Ἁγίων καὶ Ἡρώων. Ἁγιοτόκος καὶ ἠρωοτόκος. Ἡ πόλη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ Νέστορος κατὰ τοῦ Λυαίου. Τῆς ἄνισης πάλης. «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Ὁδὸς Ἁγίου Δημητρίου, Ἴωνος Δραγούμη, Παύλου Μελᾶ, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Πρωτοχριστιανική, πρωτοβυζαντινή. Μ’ αὐτὲς τὶς ἀπίστευτες ἐκκλησιές της, ἐκεῖ ποὺ ἀκουμπᾶ ἡ ψυχὴ γιὰ πάντα. Ροτόντα. Ἁγία Σοφία. Ἅγιος Δημήτριος.Ἑπτὰ ὁλόσωμα λείψανα Ἁγίων σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς. Ποὺ σοῦ φουλάρουν τὴ βενζίνη τῆς ψυχῆς κι ἀντέχεις. Ὁ ἀμύθητος πλοῦτος καὶ ἡ δύναμη τῆς Πόλης. Ἡ ἀσπίδα της.
Κατεβαίνουμε τὴν Ἴωνος Δραγούμη. Νὰ μὴν πέσουμε πάνω στὸ ΠΑΜΕ καὶ τὰ συνδικάτα. Καὶ στοὺς «ἀντιεξουσιαστές»(;). Ἡ Ἑλληνικὴ σημαία εἶναι μεγάλη καὶ παρότι τὴν ἔχουμε τυλιγμένη, εἶναι μακρὰν ὁρατή.
«Κρύψε τὴ σημαία». Αὐτοσαρκαζόμαστε μὲ τὴ Νατία κατεβαίνοντας. Δὲν κρύβεται ἡ σημαία. Ἡ σημαία φωνάζει. Δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ κυκλοφορεῖς στὴν Ἑλλάδα, στὸν τόπο σου, στὴν ἀγαπημένη πόλη μὲ μιὰ σημαία ἑλληνικὴ στὸ χέρι καὶ νὰ νιώθεις ἀθῷος. Ἔτσι δὲν εἶναι; Τόσοι καραδοκοῦν. Τὸ πέτυχαν ἄραγε αὐτό; Tὸ πέτυχαν; Σκέφτομαι καὶ ἀνατριχιάζω.
Ἀντιστέκομαι στὴ φριχτὴ σκέψη μὲ τ’ ἀστεῖα. «Κρύψε τὴ σημαία». Ἔχουμε φτάσει πιὰ στὴν Ἀριστοτέλους τὴν λατρευτή. Δὲν γερνᾶμε ἐδῶ. Ξανανιώνουμε. Κόσμος κατεβαίνει στὴν παραλία. Ὁδὸς Νίκης, πρὸς Λευκὸ Πύργο. Ὥρα 19.00 καὶ κάτι.
Κάπου εἴδαμε πρίν, στὸν ἐρχομό, κρεμασμένα ὡς μπουγάδα τὰ ἀστέρια τῆς ἀστερόεσσας. Ἡ Νατία νομίζει πὼς εἶναι ἀστεράκια ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ποὺ τοὺς μείνανε καὶ βαρεθῆκαν νὰ τὰ βγάλουνε. «Ὄχι Νατία, δὲν εἶναι Χριστούγεννα. Ἀπόκριες εἶναι».
Ὅλο καὶ γεμίζει ἡ παραλία. Νέοι, μεσήλικες, ζευγάρια ἡλικιωμένων, οἰκογένειες μὲ παιδιά,ἀρκετὰ σὲ καρότσια, ἱερεῖς, πάλι νέοι, πολλοὶ νέοι. Ὅλο καὶ πυκνώνουν. Ἀκόμα ὁ οὐρανὸς εἶναι καθαρός. Ἡ ἀτμόσφαιρα ὅμως μυρίζει μπαρούτι. Ἔχουμε-ἴσως- λίγο χρόνο γιὰ μερικὲς φωτογραφίες.
Καὶ στὴ μέση χαραγμένον ἕναν κάτασπρο σταυρό. Προχωροῦμε μπρός. Θέλουμε νὰ βροῦμε κάποιο κέντρο, κάποια κοινὴ ἑστία. Ἔχει κοντὰ στὸ Λευκὸ Πύργο στηθεῖ μιὰ τέτοια «ἑστία», ἠχητικά, κάποιος μιλᾶ σ’ ἕνα μικρόφωνο, πασχίζει νὰ δώσει ἕναν τόνο. Μᾶς γίνεται γρήγορα σαφὲς ὅτι εἴμαστε ἀσύντακτοι, ὅτι θὰ λειτουργήσουμε ἔτσι ἐδῶ, σκορπισμένοι σὲ μιὰ τεράστια ἀκτῖνα, μὲ διαρκῶς νέες ἀφίξεις ἀνθρώπων, μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία παντοῦ, μὲ πολὺ πόνο, μὲ πολλὴ πίστη, μὲ βαθὺ παράπονο, μὲ ὅλο τὸ δίκιο, μὲ ὅλες τὶς κεραῖες τῆς ψυχῆς τῆς κοινῆς τεντωμένες, ν’ ἀκοῦν τὸν βρυχηθμὸ τοῦ τέρατος, τὸν ρόγχο αὐτοῦ ποὺ ξεψυχᾶ, τὴν σιωπὴ τὴν ἐκκωφαντικὴ αὐτοῦ ποὺ γεννιέται.
Ἔχουμε φτάσει μακρύτερα ἀπὸ τὸν Πύργο. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀλεξάνδρου μᾶς ὑποδέχεται. Ὅλο καὶ μακρύτερα, νὰ βροῦμε κάποιαν ἄκρη. Ἀπέχουμε μακρὰν ἀπὸ τὸ Βελλίδειο, μακρὰν τῆς ΔΕΘ. Οὕτως ἢ ἄλλως. Ὁ Τσίπρας μέσα τὸ παίζει… διαδηλωτικότερος τῶν διαδηλωτῶν. «Ἀνεπιθύμητος». Ὁ κόσμος φωνάζει. Ἄλλοτε ρυθμικά, πολλοὶ μαζί, σὲ μιὰ κορύφωση, ἄλλοτε κατὰ μόνας. Βλέπω γυναῖκες νέες, γυναῖκες μεγαλύτερες, ὅλων των ἡλικιῶν, ἄλλες μὲ ντουντούκα στὸ χέρι, ἄλλες νὰ ξεσποῦν, μιὰ νὰ προτρέπει : «Τραγουδᾶτε δυνατά!». Τὸ τραγούδι ἕνα εἶναι. Τὸ Μακεδονία Ξακουστή. Καὶ Στὴ Μακεδονία τοῦ Παλιοῦ Καιροῦ. Τῆς Δικαιοσύνης Ἥλιε Νοητέ.
Λέει ἡ Νατία: «Ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος ἐδῶ, μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, νὰ φωνάζει συνθήματα! Νιώθεις πὼς εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοί!».Ἡ ζεστὴ στιγμὴ τοῦ νὰ ἀναγνωρίζεις ἀνθρώπους–φίλους σὲ ἠλεκτρονικὲς ὁμάδες. Νάτοι. Ἐδῶ εἶναι ὅλοι. Ἐδῶ κι οἱ Κρητικοί. Κι ὅλοι οἱ πατριωτικοὶ χῶροι καὶ τὸ κίνημα Ἄρδην, ἕνα παλληκάρι μᾶς δίνει μιὰ διακήρυξη. Κάτω προκηρύξεις. Ζεσταινόμαστε. Ἡ ἀτμόσφαιρα ὅμως, εἴπαμε, μυρίζει μπαρούτι. Ἤδη ἔχουνε πέσει οἱ πρῶτες «ντουφεκιές». Ἀκούγονται. Ἀρχίζει νὰ φτάνει κόσμος ἀπὸ μπροστά, ἀπὸ τὸ Βελλίδειο, ἀπὸ τὴνἜκθεση,μπαρουτοκαπνισμένος. Νὰ φέρνει τὰ μαντάτα, εἴτε λεκτικὰ εἴτε μὲ τὴν ὄψη του. Ἀνησυχῶ ἀλλὰ δὲν φοβᾶμαι. «Δὲν σᾶς φοβόμαστε!». Στὴν παραλία Νίκης τὰ καφὲ εἶναι γεμάτα. Ἡ ἀποχαύνωση καλὰ κρατεῖ.
Κυματίζει μὲ καμάρι, δὲν φοβᾶται τὸν ἐχθρό. Ποιὸς εἶναι ὁ ἐχθρός; Ὁ ἐχθρὸς εἶναι ἐντός των τειχῶν. Ιntra muros. Ἀδέρφια, εἴμαστε ἄοπλοι. Ἑάλω ἡ Πόλις; Ὄχι. Ἡ Παναγία εἶναι ἀκόμα ἐδῶ.
Νέοι κρότοι. Τὰ ἄσπρα σύννεφα ἔρχονται κοντά. Γύρω μας ἐμφανίζονται ἄνθρωποι μὲ κόκκινα μάτια, μπαρουτοκαπνισμένοι. Φθάνουν παλικάρια ἀπὸ μπροστά. Βαρᾶνε, λέει. Ρίχνουν χημικὰ ἀβέρτα. Καρκίνος, ληγμένα, φωνάζει ἕνα παιδί. Κάποιοι σχολιάζουν: «Αὐτὰ δὲν εἶναι σὰν τὰ ἄλλα! Εἶναι δημοκρατικὰ χημικά. Οἰκολογικά!». Ὁ κόσμος δυσφορεῖ. Ξεσπᾶ. Ἀκούγονται κραυγές, βρισιές. Ἐκστομίζονται καὶ κατάρες. «Προδότες! Προδότες!». Κάποιες γυναῖκες ξεσποῦν. «Δὲν σᾶς φοβόμαστε!».
Νέο κύμα χημικῶν. Βαροῦν μέσα στὸ πλῆθος. Μέσα στὴ θάλασσα. Μὲ βεληνεκές, νὰ πλήξουν τὸν κόσμο, στὸ ψαχνό, νὰ διαλύσουν τὴ συγκέντρωση. Θέλουν νεκρούς; Πετοῦν στὸν ἀέρα, φαίνονται ἄσπρες καμπυλωτὲς γραμμές. Ἄσπρη φριχτὴ κορδέλα θανάτου ποὺ ξετυλίγεται στὸν οὐρανό. Ἔρχεται ἀπὸ πιὸ μπροστὰ κόσμος καψαλισμένος. Τοὺς δίνουμε Maalox, προσπαθοῦμε ν’ ἀνοίξουμε τὸν ὀρό. Φθάνει τὸ ΕΚΑΒ. Πολλοὶ φοροῦν μάσκες, ἄλλοι αὐτοσχέδιες, ἄλλοι νοσοκομειακές. Ἄλλοι εἶναι πασαλειμμένοι μὲ λευκὲς κηλίδες Μaalox παντοῦ. Ὑπάρχουν γονεῖς μὲ μωρὰ στὸ καρότσι. Πετοῦν ξανὰ χημικά. Ὁ κόσμος ἀπωθεῖται. Ὁ στόχος τους εἶναι νὰ μᾶς ἀπωθήσουν ὅλους, νὰ ἐκκενώσουν τὴν παραλία. Δὲν τοὺς ἀρκεῖ νὰ μὴν πλησιάσουμε τὸ Βελλίδειο. Θέλουν τώρα νὰ φυγαδεύσουν τὸν ἐκλεκτό τους, τὸν ἐκφυλισμένο ρωμαῖο ποὺ σηκώνουν στοὺς ὤμους οἱ πραιτωριανοί. Ἀρχαία τραγωδία. Τραγικότητα. «Εἶναι τὸ τέλος τους». Ἕνα καθεστὼς ποὺ ξεψυχᾶ, ἀργά, βασανιστικά, μέσα στὴν ἀποφορά του. Μιὰ δύσκολη, ἴσως βίαιη γέννα. Τὸ ὀδυνηρὸ τέλος μιᾶς μακρᾶς παρακμῆς. «Δὲν σᾶς φοβόμαστε!». Δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύση ἀπὸ τὸ νὰ προχωρήσουμε. Νὰ ἐφεύρουμε τὴν συνέχεια. Δύσκολη γέννα. Ἐνηλικίωση. Ὁ λαὸς ἦταν στὴ ΔΕΘ. Εἰς πεῖσμα ὅλων.
« Ἀπὸ ποῦ θὰ τὸν πάνε;», ρωτᾶ μιὰ κυρία. «Δυὸ δρόμοι εἶναι». Γύρω πολλὲς κοπέλες, πολλοὶ μὰ πάρα πολλοὶ νέοι. Κρατοῦμε τὴ σημαία ψηλά. Ἔχω ξεχάσει τὰ κασκὸλ ποὺ ἔφερα μαζί μου ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ λόγους προστασίας. Ἀκόμα καῖνε τὰ δακρυγόνα του Συντάγματος παραμονὴ τῆς Ἐθνικῆς Προδοσίας. Μὲ τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾶ πένθιμα, αὐτή μόνη. Τυλίγω τὸ πρόσωπό μου μὲ τὸ μόνο ποὺ μπορῶ: τὴν σημαία. Ἡ σημαία μὲ προστατεύει καλύτερα ἀπ’ ὅλα.
«Πα-ραι-τή-σου! Πα-ραι-τή-σου!». «Δημοψήφισμα!».Τὰ δακρυγόνα πέφτουν βροχή. Στὴ μέση τοῦ πλήθους, μὲς στὸν Θερμαϊκό. Ἐκεῖ, κάποια καράβια τύπου Καραϊβικῆς ἐπαγγέλλονται μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χαμὸ μισάωρη κρουαζιέρα μὲ φόντο τὴν φλεγόμενη Θεσσαλονίκη. Παρατηρῶ τὰ φῶτα, τοὺς ἐπιβάτες ποὺ κάθονται ἀμέριμνα καὶ πίνουν τὸ ποτὸ τους μετὰ μουσικῆς μὲ θέα ἕνα… βαλλόμενο πλῆθος, δεκάδες χιλιάδες ἀνθρώπους διάσπαρτους σὲ ὅλη τὴν παραλία τῆς Θεσσαλονίκης: ἐμᾶς! Στὸν νοῦ μου ἔρχεται ἐναργέστατα ἡ εἰκόνα τῆς φλεγόμενης παραλίας τῆς Σμύρνης, οἱ ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης ἐρχόμενοι Ἕλληνες καὶ ἡ φοβερὴ εἰκόνα τῶν ἀδρανούντων καὶ κοπτόντων χείρας ἀπεγνωσμένων, πληρωμάτων καὶ πλοίων τῶν «συμμάχων». Ὡς πρόβατα ἐπὶ σφαγῇ ἤχθημεν. Κατάρες ἀπὸ παντοῦ-δυστυχῶς. Ὦ, ποῖος φόβος τότε. Σὰν τὶς φοβερὲς κατάρες τῶν ἀλλοφρόνων Σμυρνιῶν ὑπὸ τοὺς ἤχους τῶν ὁποίων ἐφυγάδευσε ἑαυτὸν ὁ Ἀριστείδης Στεργιάδης, μοιραῖος Ἐφιάλτης ποὺ ἐγκατέλιπε στὴν τύχη της τὴν Μικρασία. «Προδότες! Προδότες!», ξεσπᾶ ξανὰ ὁ κόσμος, μὲ τὶς νέες ριπὲς ποὺ φωτίζουν τὴν νύχτα καὶ τὸ δικό τους σκοτάδι. Τραγικότητα ἁπτὴ παντοῦ, στὸ ξεψύχισμα τῆς στιγμῆς.
Ὁ κόσμος στιγμιαῖα ἀπωθεῖται, ἀλλὰ ἐπανέρχεται. Εἶναι ἀποφασισμένος. Μόνος του, προδομένος ἀπ’ ὅλους, ἀλλὰ ἀποφασισμένος. Γιατί ἔχει Δίκιο. Καὶ εἶναι τραγικὰ μεγαλειῶδες αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτεται μπρός μας, αὐτὸ ποὺ ὅλοι μαζὶ λειτουργοῦμε: τὸ προχώρημα τῆς Ἱστορίας ἀπὸ ἕναν λαὸ ἀκέφαλο, χωρὶς ἡγέτες, προδομένο ἀπὸ παντοῦ, ἀπ’ ὅλες τὶς πάντες, μὲ τὴν Παναγιά του λαβωμένη, τὴν χτυπήσανε κι αὐτὴ οἱ ἄθλιοι, ἀλλὰ πάντα ἐκεῖ, ὁλόκληρη.
Νέο κῦμα χημικῶν. Ἄνθρωποι πεσμένοι κάτω. Γονεῖς προσπαθοῦν νὰ συνεφέρουν τὰ παιδιά τους, παιδιὰ πέντε μὲ ὀκτὼ χρόνων. Τουλάχιστον τρεῖς περιπτώσεις μπροστά μου, ἕνα ἀγοράκι τυλιγμένο μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία, ἀσθμαῖνον, ἕνα ξανθὸ κοριτσάκι. Πνιγμένα στὰ χημικά. Πολλοὶ «τραβοῦν» τὰ συμβάντα. Τοὺς παροτρύνουμε. Ἕνα ἀγόρι ἔρχεται ἀπὸ μπροστά. Ζητᾶ νὰ τοῦ κάνουμε τόπο πίσω ἀπὸ τὴ σημαία, ν’ ἀλλάξει τὴν μπλούζα του. Φοβᾶται μήπως τὸν πάρουν φωτογραφία γυμνό, ὅπως λέει. Ἀρνεῖται εὐγενικὰ τὴν προσφορὰ τῆς πανάκειας τοῦ Maalox, ἔχει ἤδη ἐφοδιαστεῖ. Μπαρουτοκαπνισμένος κι αὐτός, ἕνα ἁπλό, εὐγενικὸ παιδί. Τί γίνεται μπροστά; Βαρᾶνε, λέει. Μὲ γκλόμπς. Ἀδιακρίτως, νέους, γέρους, παιδιά, ὅ, τι βροῦν. Στὸ ψαχνό. Ἁπλὰ δὲν κάνουν, λέει, συλλήψεις. Τοῦ κάνει ἐντύπωση.
Νέο κῦμα ριπῶν, νέα ὑποχώρηση. Ἡ παρτίδα σκληραίνει. Ἔχουμε ἤδη ὑποχωρήσει πίσω ἀπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, πίσω ἀπὸ τὸν Πύργο. Γυρνῶ καὶ κοιτῶ τὸ ἄγαλμα. Τὸν Μεγαλέξαντρο. Ζεῖ ὁ βασιλιὰς Ἀλέξανδρος; Ζεῖ καὶ βασιλεύει. Ἡ ἀδεφή του ἡ Γοργόνα. Ἡ μνήμη. Δὲν καταλαβαίνει αὐτὴ ἀπὸ ρεὰλ πολιτίκ. Χτυπᾶ μὲ τὴ μία καὶ κατακρημνίζει τὸ καράβι τῶν προδοτῶν.
Μὲς στὴ νύχτα ὁ Ἀλέξανδρος. «Τὸν προσμένουν κίνδυνοι καὶ χωσιές». «Στὰ σκοτεινὰ βαδίζουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε». Τελευταῖος Σταθμός. «Κι οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀλῆτες». Ἀκροδεξιούς. Φασίστες. Τραμπούκους. «Ἀδέρφια μου, φασίστες, ρατσιστές, τραμποῦκοι, φασίστες, ρατσιστές!!! ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΛΑΕ!».
Ρίχνουν στὸ Δημοτικὸ Θέατρο. Ρίχνουν παντοῦ. Πᾶμε πίσω κι ἀκόμα πιὸ πίσω. Ἡ νύχτα ἔχει σκεπάσει τὴ χώρα γιὰ τὰ καλά. Ὁ οὐρανὸς εἶναι κόκκινος. Πυρράζει στυγνάζων. Ὑποκριταί, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι; Χτύπησαν ἕνα ἀσθενοφόρο τὰ ΜΑΤ. Ὁ κόσμος φωνάζει. «Κάτω ἡ Χούντα!». Περνᾶ ἕνα ἁμάξι, κάποιος μὲ ντουντούκα, φωνὴ βοῶντος. Νὰ συσπειρωθεῖ ὁ κόσμος. Ὁ καθεὶς προσπαθεῖ. Ἄπελπις ἐλπίς. Τὸ προνόμιο τῆς ἀπογνώσεως. Βαθιὰ πίκρα καὶ παράλογη, παράτολμη ἐλπίδα μαζί. Τραγικὴ ἐλπίδα.
Γύρω στὶς ἕντεκα. Ξαφνικά το πλῆθος ἀρχίζει νὰ τρέχει πάλι. Ἀπωθούμαστε βιαίως. Μᾶς κυνηγοῦν ἐπὶ τῆς Λεωφόρου Νίκης, μᾶς καταδιώκουν κανονικά. Ὁ κόσμος τρέχει γρήγορα γύρω μου, κίνδυνος να ποδοπατηθούμε, κάποιοι φωνάζουν «Ὄχι πανικός, Προσοχή! Ὄχι πανικός!». Κάποιοι σπρώχνουν κάδους ἀπορριμμάτων. Φωνὲς ἀκούγονται πρός τους… καθήμενους θαμῶνες τῶν καταστημάτων τῆς παραλίας, «Σηκωθεῖτε ἀπάνω ρέ, Καὶ σεῖς τοῦ συστήματος εἶστε! Δὲν ντρέπεστε ρέ, νὰ κάθεστε ἐκεῖ!». Δὲν μπορῶ νὰ χωνέψω ὅτι καταδιώκομαι στὴν παραλία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία. Κρατῶ τὴν σημαία καὶ βαδίζω. Δὲν θέλω νὰ τρέξω, ἀδυνατῶ νὰ τὸ δεχτῶ. Δίπλα μου τρέχει ἕνα παληκάρι μὲ τὴν Ποντιακὴ Στολή. Γιατί μᾶς κυνηγοῦν; Τώρα δὲν ρωτᾶμε, τώρα τρέχουμε, μοῦ κάνει. Εἶναι πίσω τα χημικά. Σπασίματα ἀκούγονται. Σπάζουν μπροστά μου. Ἡ φίλη μου μὲ τραβάει, Τρέχα, Ἀθανασία. Συνειδητοποιῶ ἀστραπιαῖα ὅτι τὸ χτύπημα εἶναι κοντά. Θὰ μὲ χτυπήσουν στὸ κεφάλι(;). Στρίβουμε τρέχοντας στὴν Καρόλου Ντήλ, κάθετα στὴ Νίκης καὶ συνεχίζουμε ὅσο ἀντέχουμε, κάθιδρες, μέχρι ποὺ καταρρέουμε στὰ σκαλιὰ μιᾶς πολυκατοικίας. Δίπλα ἕνας πενηντάρης ἄστεγος μᾶς πιάνει τὴν κουβέντα. Περνᾶ ἕνας ἄντρας, κοιτᾶ τὴ σημαία κι ὕστερα ἐμᾶς: «Μὴν πᾶτε πρὸς Ἐγνατία. Εἶναι ἐκεῖ αὐτὰ τὰ παρτάλια καὶ θὰ σᾶς τσακίσουν στὸ ξύλο». Καὶ ἀπὸ ποῦ νὰ πᾶμε; Ὀλυμπιάδος μένουμε. Ἀπὸ κάτω τὰ ΜΑΤ μὲ τὰ δακρυγόνα, ἀπὸ πάνω τ’ ἄλλα πιόνια. Οὐκ ἔστιν ὁδός. «Ἐλᾶτε μαζί μου νὰ σᾶς βγάλω ἀπ’ ἀλλοῦ». Χίλιες εὐχαριστίες στὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ταλαιπωροῦμε, ἐκείνη τὴν ὥρα φθάνει τὸ θεόσταλτο ταξί. Σωριαζόμαστε μέσα. Σκέφτομαι παραδόξως τὴ λέξη «παρτάλια», φιλολογικὸ βίτσιο. Ὁ νέος ταξιτζής, πατικωμένος ἀπὸ τὴ Σημαία, ρίχνει τὴν εὐθύνη που φέρουν τὰ… παρτάλια στοὺς… Πακιστανούς… «Μὰ στὴν Ἑλλάδα νὰ μὴν μπορεῖς νὰ κρατήσεις τὴν σημαία σου; Καλά, ἐσεῖς ποῦ ἤσασταν; Τί, συλλαλητήριο;». Ἡ φίλη, παρὰ τὸν πανικὸ ποὺ τῆς ἐπιτέθηκε, δὲν ἀντέχει. Κοιταζόμαστε καὶ γελᾶμε. «Εἴμαστε ἀκόμα ζωντανές». Ὁ ταξιτζής, ἀπτόητος, ἐπιβιβάζει ἄλλες δυὸ κυρίες. Ἡ μπροστινὴ κοντεύει νὰ ἐμβολισθεῖ ἀπὸ τὴ σημαία. Ἦταν μέσα στὴ ΔΕΘ, στὰ περίπτερα. Φθάνουμε Ὀλυμπιάδος. «Σᾶς εὐχαριστοῦμε ποὺ τιμήσατε τὴν πόλη μας», λέει ἡ κυρία, ἀποχαιρετώντας μας. Εὐγενές, πλὴν κωμικό. Ὀλυμπιάδος τῆς Διακονίσσης… Ὀλυμπιάς, «τὸν ἑαυτὸν μὴ ἀδικοῦντα οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται». Σηκώνω τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό. Πυρράζει στυγνάζων. Σήμερα πλέον, μνήμη τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης τοῦ Ἐθνομάρτυρος, τοῦ καὶ Μακεδονομάχου Ἱεράρχη, τοῦ πρώην Δράμας Χρυσοστόμου. «Σηκώνει τὸ δεξὶ χέρι ποὺ τοῦ ἀπόμεινε νὰ εὐλογήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν λυντσάρουν. Τοῦ τὸ κόβουν κι αὐτό». Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγοὺς καὶ μᾶς ἔκαμες λιοντάρια. Μεῖνε ἥσυχος. Θὰ γίνει τὸ θέλημά σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου