Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Ομιλία στο Αποστολικό ανάγνωσμα της KΑ’ Κυριακής (Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom (†))



(Γαλ. 2, 16-20)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς και τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ σημερινὴ ἐπιστολὴ δὲν εἶναι σαφὴς ἀπὸ κάθε ἄποψη, καὶ νομίζω ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτήν. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ὑπῆρξε ἕνας ζηλωτὴς τοῦ νόμου, πολὺ αὐστηρός μαθητὴς τῆς Συναγωγῆς, ὑπογραμμίζει εἶναι ὅτι κάνοντας ἁπλὰ τὰ πράγματα ποὺ προστάζει ὁ νόμος δὲν σωζόμαστε, ἐπειδὴ σωτηρία δὲν σημαίνει να εἶναι κάποιος δίκαιος, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· «ἔκανα ὅ,τι πρόσταξες», ἀλλὰ σωτηρία σημαίνει νὰ ἔλθουμε σὲ τέτοια σχέση μὲ τὸ Θεὸ ὥστε, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ξανὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Νόμος θὰ πρέπει να βρίσκεται στὴν καρδιά μας, μέσα μας, νὰ εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ φύση. Ἁπλά τὸ νὰ τηροῦμε τὸν νόμο μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει δίκαιους ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ ἔχουμε κάνει ὅ,τι μᾶς ἔχει δοθεῖ σὰν ἐντολή, καὶ θὰ μᾶς ἔχει φέρει στα σύνορα τῆς ζωῆς.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐννοοῦσε ὅταν σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Νόμος εἶναι ὅπως ἕνας δάσκαλος. Γνωρίζουμε τὶ εἶναι ὁ δάσκαλος ἀπὸ τὴν συνηθισμένη μας ἐμπειρία· εἶναι κάποιος ποὺ, ὅταν εἴμαστε μικροί μᾶς παίρνει, μᾶς διδάσκει βῆμα βῆμα μέχρι να γίνουμε ἀρκετὰ ὥριμοι γιὰ νὰ κάνουμε χωρὶς ἐκεῖνον καὶ νὰ γίνουμε ἱκανοὶ, μὲ ὥριμο καὶ ὑπεύθυνο τρόπο, νὰ μποῦμε στὴν ζωὴ ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Τέτοιος ἦταν ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· βάζοντας σὲ πειθαρχία τοὺς Ἱσραηλῖτες, καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔμπαιναν κάτω ἀπὸ τὸν Νόμο, τοὺς προετοίμασε ὅλους νὰ ἔλθουν στὸ σημεῖο ν’ ἀναλάβουν πλήρη τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ζωή.
Καὶ τότε, ἔρχεται ὁ Χριστὸς. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει ἐπίσης ἐντολὲς, ἀλλὰ ἔχουν ἄλλη ποιότητα. Ὁ ἴδιος λέει ὅτι ὅταν θὰ ἔχετε φέρει εἰς πέρας ὅ,τι σᾶς ἔχω πεῖ, ν’ ἀναγνωρίσετε, νὰ ὁμολογήσετε ὅτι παραμένετε ἀκόμη ἀνάξιοι ὑπηρέτες. Ἐπειδὴ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, τὸ μυστήριο τῆς ἐλευθερίας δὲν βρίσκεται στὸ «πράττειν» ἀλλὰ στὸ «γίγνεσθαι».
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τῆς Χριστιανοσύνης γράφει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι γιὰ νὰ εἴμαστε ὑπάκουοι στὸν Θεὸ: κάποιος μπορεῖ νὰ ὑποτάσσει τὸ θέλημα του ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῆς τιμωρίας, ἄλλος μπορεῖ νὰ ὑπακούει ἐπειδὴ ἐλπίζει νὰ ἀνταμοιφθεῖ, κάποιος μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος ἤ μισθωτός. Ἀλλὰ καμιά ἀπὸ αὐτὲς τὶς καταστάσεις δὲν μᾶς φέρνει κοντὰ στὸν Διδάσκαλο μας. Ὑπάρχει μονάχα ἕνας τρόπος ποὺ κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσεις μαζί Του: εἶναι ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς γιοῦ ποὺ τόσο ἀγαπάει, τόσο τιμᾶ τὸν Πατέρα του ὥστε κάθε λόγος Του, κάθε συμβουλή, κάθε ἐντολὴ, κάθε παράδειγμα εἶναι γι’ αὐτὸν δρόμος πρὸς τὴν ὡριμότητα, ἕνας τρόπος γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός του, μὲ τὸ νὰ γίνεται κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἔφερε σ’ ἐμᾶς τὸν νόμο τῆς ἐλευθερίας· ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν εἴμαστε πιὰ δοῦλοι μισθωτοί, καλούμαστε νὰ γίνουμε υἱοὶ καὶ θυγατέρες τοῦ Ὑψίστου. Αὐτὸ θέλει να πεῖ ὁ Παῦλος ὅταν λέει ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ κάποιο τρόπο καταργεῖ τὶς ἐντολὲς, τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀλλὰ δὲν καταλύει τὸν Νόμο, δὲν ἁμαρτάνει ἀπέναντί του – τὸν ὑπερβαίνει μὲ τὸ νὰ εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ζωὴ ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας ὅταν ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο ποὺ ἕνας ὁδηγὸς, ἕνας ἀνθρώπινος ὁδηγὸς, ἕνας ὁδηγὸς ποὺ ὑπόκειται στὴν ἁμαρτία δὲν εἶναι πλέον ἀρκετός.
Τί ἐννοεῖ ὁ Παῦλος ὅταν λέει ὅτι δὲν ζεῖ πλέον ἐκεῖνος – ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς που ζεῖ μέσα του; Ὅλοι μας γνωρίζουμε κάτι πάνω σ’ αὐτό: ὅταν σεβόμαστε πολὺ κάποιον, ὅταν ἀγαπᾶμε κάποιον, ταυτιζόμαστε μὲ τὸ ἄλλο πρόσωπο στὴν σκέψη, στὴν καρδιά, στὴν θέληση, στοὺς τρόπους του – ὄχι ὅτι μιμούμαστε τὸ ἄλλο πρόσωπο, ἀλλὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ συναγωνιστοῦμε, νὰ γίνουμε ἄξιοί του. Καὶ αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ Παῦλος. Ἀνακάλυψε τὸν Χριστὸ σὰν τὸν Θεό του· τὸν ἀνακάλυψε σὰν τὸν δάσκαλο τῆς ζωῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ ἔχει ξεκινήσει στὴν γῆ στὶς καρδιές ἐκείνων ποὺ ἀνακαλύπτουν ποιὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Χριστός, καὶ ἐκεἰνων ποὺ γίνονται ἀγγελιοφόροι Του, ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Οὐράνιας Βασιλείας, ἄνθρωποι ποὺ τοὺς στέλνει στὸν κόσμο γιὰ νὰ φέρουν μήνυμα ἀπελευθέρωσης.
Τὸ γνωρίζουμε ἐπίσης κατὰ περιόδους ἀπὸ παραδείγματα τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων. Θυμᾶμαι ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ ἕνα στρατόπεδο συγκέντρωσης ὅπου ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου και τοῦ συνεχιζόμενων δεινῶν ἦταν τὸ μερτικὸ του και μοῦ εἶπε· «τὴν στιγμὴ ποὺ ἀπελευθερώθηκα, συνειδητοποίησα ὅτι ξαναγεννήθηκα· ὅ,τι εἴμουν εἶχε πεθάνει στὸ στρατόπεδο· ἡ καινούργια ζωὴ ποὺ μοῦ δόθηκε ἦταν ἕνα δῶρο, καὶ δὲν ἦταν δική μου, ἦταν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔπρεπε νὰ ζήσω ἔτσι ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ζοῦσε μέσα μου, θὰ ἐνεργοῦσε μέσα ἀπὸ μένα, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶμαι τὰ μάτια Του, και τ’ αὐτιά Του, ἡ συμπόνοια, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀλήθεια Του». Συμβαίνει ἐπίσης σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονται στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου, γνωρίζοντας ὅτι πρόκειται νὰ πεθάνουν καὶ γιὰ κάποιο ἀνθρώπινα ἀκατανόητο λόγο, θεραπεύονται. Μερικοὶ τὸ ξεχνοῦν, ἀλλὰ μερικοὶ συνειδητοποιοῦν ὅτι ἄν τώρα εἶναι ζωντανοί, δὲν εἶναι ἐξαιτίας τῆς δύναμης τῆς δικῆς τους ζωῆς, δὲν πρόκειται γιὰ τὴν συνέχεια τῆς προηγούμενης ζωῆς τους – εἶναι μιὰ νέα ζωὴ ποὺ τοὺς προσφέρεται, καὶ αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ πρέπει νὰ τὴ ζήσουν μὲ νέους ὅρους, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ἔχουν ζήσει.
Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ, ἐπειδὴ ὅλοι μας συνεχῶς ἐπαναλαμβάνουμε στὶς λιτανείες μας· «ἄς παραδόσουμε τον ἑαυτὸ μας, καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ὅλη τὴ ζωή μας στὸν Χριστὸ, τὸν Θεό μας». Συχνὰ τὸ σκεφτόμαστε αὐτὸ σὰν νὰ λέγαμε· «ἄς στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον γιὰ νὰ ἔχουμε ἀσφάλεια, ἄς θέσουμε τὴ ζωή μας στὴν φροντίδα Του, ἄς ἐγκαταλείψουμε τοὺς ἑαυτούς μας σ’ Ἐκεῖνον ὑπολογίζοντας νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ κάθε ἀντιξοότητα». Δὲν ἔχει ὅμως αὐτὴ τὴ σημασία· σημαίνει ὅτι γενναιόδωρα, μὲ θάρρος, μὲ ὅλη τὴν καρδιά, μὲ μιὰ θέληση ποὺ ξεπερνᾶ τὸ θέλημα μας νὰ κάνουμε τὸ καλὸ καὶ τὴν ροπή μας πρὸς τὸ κακό, λέμε στὸν Χριστό· «δὲν θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου – θέλω νὰ ζήσω τὴ δική Σου ζωή! Δὲν θέλω νὰ ζήσω σύμφωνα μὲ τοὺς δικοὺς μου κανόνες – θέλω νὰ ζήσω σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα Σου!»
Αὐτὸ ἦταν ποὺ ὁ Παῦλος ἀντιλήφθηκε ὅταν συνάντησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀνακάλυψε ὅτι Αὐτὸς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ καταδιώξει, νὰ καταστρέψει, ἦταν στὴν πραγματικότητα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ καθένας μας θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχει κατανοήσει καιρὸ πρίν, ἐπειδὴ ὅλοι μας ἔχουμε βαπτιστεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐπάνω στὸν καθένα μας διαβάστηκε ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου ποὺ λέει ὅτι πεθαίνουμε στὸν δικὸ Του θάνατο, καὶ στὴν δική Του ἀνάσταση θὰ ἐγερθοῦμε ξανὰ, ὅτι πεθαίνουμε γιὰ ὅ,τι δὲν εἶναι ἄξιο τῆς θείας κλήσης μας. Καὶ τώρα, μὲ μιὰ πράξη θέλησης καὶ πίστης ποὺ εἶναι πράξη ὑποταγῆς καὶ ἐμπιστοσύνης, σκοπεύουμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἔτσι ποὺ ἡ ζωὴ Του θὰ πρέπει νὰ μᾶς διαποτίσει, νὰ μᾶς πληρώσει, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὅ,τι θὰ πρέπει νὰ γίνουμε, ζώντας μέ πίστη, μὲ θάρρος, τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀποκάλυψή Του στὸν κόσμο.
Ἄς σκεφτοῦμε ξανὰ και ξανὰ αὐτὸ τὸ μπερδεμένο κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς πρὸς τοὺς Γαλάτες, γιὰ νὰ δοῦμε ποῦ ἀνήκουμε· καὶ ἄν δὲν ἀνήκουμε ἐκεῖ ὅπου ἡ θεία μας κλίση μᾶς καλεῖ νὰ εἴμαστε, ἄς πάρουμε τὴν ἀπόφαση, ν’ ἀναλάβουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ νὰ τὸν θέσουμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

(Πηγή και Ἀπόδοση κειμένου: agiazoni.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου