Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αθηνά Σγούρου



Γεν­νή­θη­κε τό 1879 στό Χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ φτω­χούς ἀλ­λά πο­λύ τί­μιους καί πι­στούς. Ὁ πα­τέ­ρας της λε­γό­ταν Χρι­στό­δου­λος Σγοῦ­ρος καί ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος Βυ­ζαντι­νῆς οἰ­κο­γέ­νειας πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ ἀ­πό αἰ­ῶ­νες στήν Κέρ­κυ­ρα. Ἡ μάν­να της λε­γό­ταν Κων­σταντί­να Γραμ­μέ­νου. Προερ­χό­ταν ἀπό πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια.
Ἀ­πό τά πρῶ­τα της χρό­νια ἔ­ζη­σε τήν με­γά­λη φτώ­χεια, τήν στέ­ρη­ση καί τόν θά­να­το μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού ἔ­φε­ραν στόν κό­σμο οἱ γο­νεῖς της μό­νο πέντε ἐ­πέ­ζη­σαν καί ἀ­πό αὐ­τά ἕ­να ἦ­ταν σω­μα­τι­κά ἀ­νά­πη­ρο καί ἕ­να δι­α­νο­η­τι­κά. Τί­πο­τε δι­κό τους δέν εἶ­χαν ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να μι­κρό σπι­τά­κι πού ἔ­με­ναν.

Τά λί­γα κτη­μα­τά­κια πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν ἦ­ταν ξέ­να, ἀρ­χοντι­κά καί ἔ­δι­ναν με­γά­λο με­ρί­διο ἀ­πό τήν σο­δειά τους στούς κα­τό­χους.
Εἶ­χαν ὅ­μως πο­λλή πί­στη, ἐλ­πί­δα καί ἀ­γά­πη στόν Θε­ό. Ὁ πα­τέ­ρας της οὐ­δέ­πο­τε βλα­σφή­μη­σε γιά τήν δυ­στυ­χί­α του καί γι­ά τούς θα­νά­τους τῶν παι­δι­ῶν του. Ἀντί­θε­τα εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τόν Θε­ό πού τά παι­διά του ἀ­ξι­ώ­νο­νταν νά γί­νουν Ἄγ­γε­λοι.
Ἡ Ἀ­θη­νᾶ ὡς πι­ό με­γά­λη (δεύ­τε­ρη κα­τά σει­ρά), ἐ­πω­μί­στη­κε καί αὐ­τή τό βά­ρος καί τήν φροντί­δα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της ἀ­πό ἡ­λι­κί­ας πέντε ἐ­τῶν. Ἡ μάν­να της ξε­νο­δού­λευ­ε καί τῆς ἄ­φη­νε ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη νά φροντί­ση τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της. Δέν εἶχε μέ τί νά τά τα­ΐ­ση καί λυ­πό­ταν πού τά ἔ­βλε­πε πει­να­σμέ­να καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τά χορ­τά­ση. Δύ­σκο­λοι και­ροί, φτώ­χεια καί ἀ­νέ­χεια.
Σέ ἡ­λι­κί­α ἑ­πτά ἐ­τῶν πή­γαι­νε καί αὐ­τή μέ τήν μάν­να της στήν ξέ­νη δου­λειά, πού ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἦ­ταν τό­σο σκλη­ρή ἐ­νῶ ἡ ἴδια βρι­σκό­ταν σέ τό­σο τρυ­φε­ρή ἡ­λι­κί­α.
Ὅ­μως ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α εἶ­χε ζῆ­λο καί ἄκου­γε μέ προ­σο­χή καί ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν (ἰδί­ως ὁ πα­τέ­ρας της) γι­ά τόν Θε­ό, τούς Ἁ­γί­ους, γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί πα­ρά­δο­σή μας. Ἔτσι ἔγι­νε φο­ρέ­ας καί βί­ω­νε τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἠ­θι­κῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μας.
Παντρεύ­τη­κε σέ με­στή ἡ­λι­κί­α (27 ἐ­τῶν). Ὁ γά­μος της ἔ­γι­νε με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες καί ἐ­πει­σό­διο πού πο­λύ τήν στε­νο­χώ­ρη­σε. Στό σπί­τι πού μπῆ­κε βρῆ­κε πο­λύ ἐ­χθρι­κό κλῖ­μα ἀ­πέ­ναντί της, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἄν­δρα της δέν ἤ­θε­λε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά τήν κά­νη νύ­φη της ἐ­πει­δή ἦ­ταν πο­λύ φτω­χή. Δυ­στυ­χῶς καί ὁ ἄν­δρας της πολ­λές φο­ρές στήν πο­ρεί­α τοῦ γά­μου τους πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πό τούς δι­κούς του. Ἡ στε­νο­χώ­ρια της καί ἡ κα­κή με­τα­χεί­ρι­ση ἦ­ταν καί ἀ­φορ­μή νά ἀ­πο­βά­λη τό πρῶ­το παι­δί της. Κα­τά τήν ἀ­πο­βο­λή αὐ­τή ἔ­πα­θε με­γά­λη αἱ­μορ­ρα­γί­α καί ὁ για­τρός πού κλή­θη­κε δέν κα­τώρ­θω­σε νά τήν βο­η­θή­ση. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε νά ἔχη πέ­σει σέ κῶ­μα ἀ­πο­φάν­θη­κε ὅ­τι δέν θά ζή­σει για­τί εἶ­χε πά­ρει τήν πο­ρεία πρός τόν θά­να­το. Ἡ ἀ­να­πνο­ή της ἐ­λά­χι­στη, τό πρό­σω­πό της κί­τρι­νο, τό σῶ­μα πα­γω­μέ­νο καί οἱ ὧ­ρες περ­νοῦ­σαν μέ ἀ­γω­νί­α. Ἀ­πό τό πρω­ΐ μέ­χρι ἀρ­γά τό ἀ­πό­γευ­μα στήν ἴ­δια κα­τά­στα­ση. Ἡ μία ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές της προ­σευ­χό­ταν.
Ξαφ­νι­κά τήν εἶ­δαν νά ἀ­νοι­γο­κλεί­νη τά μά­τια της, νά ζω­η­ρεύ­η τό πρό­σω­πό της, νά κι­νῆ­ται τό σῶ­μα της, καί ν᾿ ἀρ­χί­ζη νά μι­λά­η. Τά πρῶ­τα λό­για της ἦ­ταν: «Ποῦ εἶ­μαι; Ποῦ βρί­σκο­μαι; Για­τί ἦρ­θα πά­λι ἐ­δῶ;». Σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν ὅ­λοι. Θαῦ­μα! Πῶς ξα­να­ζωντά­νε­ψε; Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἐντε­λῶς, ἀ­να­στέ­να­ξε βα­θιά. «Ἄχ, για­τί νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἤ­μουν;».
«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:
‒Ἀ­θη­νᾶ, μή φο­βᾶ­σαι, ἔ­λα μα­ζί μου, πᾶ­με ἀ­πό ἐ­δῶ.
‒Ποῦ μέ παίρ­νεις; τόν ρώ­τη­σα.
‒Ἔ­λα καί θά δῆς. Σι­γά–σι­γά βρε­θή­κα­με σέ φῶς. Ἔ­τσι εἶ­δα κι αὐ­τόν πού μέ συ­νώ­δευε. Ἦταν ἕ­νας λαμ­πε­ρός νέ­ος καί εἶ­χε μί­α φο­ρε­σιά ἄ­σπρη. Συ­να­ντή­σα­με ἕ­να με­γά­λο πορ­τό­νι (ἔ­τσι ἔ­μοια­ζε) πρός τήν Ἀ­να­το­λή. Πε­ρά­σα­με μέ­σα. Ἄ! Τί φῶς ἦ­ταν αὐ­τό πού εἶ­δα! Πι­ό πο­λύ ἀ­πό μέ­ρα με­ση­μέ­ρι. Καί τί εἴ­δα­νε τά μά­τια μου ἐ­κεῖ μέ­σα! Δέν­δρα πολ­λά καί λου­λού­δια ἀπ᾿ ὅ­λα τά χρώ­μα­τα στο­λί­ζα­νε αὐ­τόν τόν τό­πο. Ὅ­λα κα­θα­ρά, ἄ­στρα­φταν καί οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκο­νταν ἐ­κεῖ. Ὅ­λοι μέ τά γι­ορ­τι­νά τους σάν νἄ­τα­νε πα­νη­γύ­ρι. Τά πρό­σω­πά τους χα­ρού­με­να καί στέκονταν κα­τά σει­ρές ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί τρα­γου­δοῦ­σαν. Πολ­λοί μοῦ μι­λοῦ­σαν, μέ χαι­ρε­τοῦ­σαν. “Κα­λῶς τήν Ἀ­θη­νᾶ”, μοῦ ἔ­λε­γαν. Καί ἐ­γώ ἤ­μουν πο­λύ χα­ρού­με­νη, κα­θώς περ­νοῦ­σα μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τούς τούς ἀν­θρώ­πους καί μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α λου­λού­δια. Ρώ­τη­σα καί ἐ­γώ αὐ­τόν πού μέ ἔ­παιρ­νε:
‒Ποῦ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ;
‒Ἄ! Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε στόν Πα­ρά­δει­σο καί ὅ­λοι αὐ­τοί πού βλέ­πεις ἐ­δῶ, εἶ­ναι οἱ ψυ­χές πού ὅ­ταν ἦ­ταν στήν ζω­ή εἶ­χαν ἀ­γά­πη καί ἔ­κα­ναν κα­λά ἔρ­γα. Νά, αὐ­τοί εἶ­χαν αὐ­τή τήν ἀ­ρε­τή, οἱ ἄλ­λοι τήν ἄλ­λη.
»Ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ φῶς, ὅ­λο καί πι­ό ὄ­μορ­φα ἦ­ταν τά πάντα καί πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­ρού­με­να. Δέν ἤ­ξε­ρα τί νά πῶ, ἔ­τσι ρώ­τη­σα πά­λι.
‒Δέν μοῦ λές, ἄν­θρω­πέ μου, ὅ­λες οἱ ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν πε­θαί­νουν, ὅ­λες ἐ­δῶ ἔρ­χονται;
‒Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, ἂν θέ­λης πᾶ­με νά ἰ­δῆς ποῦ εἶ­ναι καί οἱ ἄλ­λες ψυ­χές.
»Μέ μιᾶς βρε­θή­κα­με σάν σέ σού­ρου­πο καί ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με τό­σο σκο­τεί­νι­α­ζε. Μπή­κα­με σ᾿ ἕ­να πορ­τό­νι σκοῦ­ρο, πού ἦ­ταν πρός τήν Δύ­ση. Καί τί νά δοῦ­με ἐ­κεῖ! Ἀν­θρώ­πους, ἄλ­λους πε­σμέ­νους κά­τω, ἄλ­λους ση­κω­μέ­νους νά βογ­γᾶ­νε, νά κλαῖ­νε, γυ­ναῖ­κες μέ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά νά πα­ρα­δέρ­νωνται καί μί­α βρώ­μα πού δέν ἄντε­χα. Προ­χω­ρού­σα­με καί ὅ­λο χει­ρό­τε­ρα. Ἐ­δῶ βλέ­πα­με πολ­λούς πού ἦ­ταν μέ­σα σέ ἀ­κα­θαρ­σί­ες καί ἄλ­λους μέ­σα σέ φω­τιά νά καί­γωνται.
‒Μά για­τί νἆ­ναι ἔ­τσι αὐ­τοί ἐ­δῶ; ρώ­τη­σα.
‒Ἄ, Ἀ­θη­νᾶ μου, αὐ­τές ἐ­δῶ εἶ­ναι οἱ ψυ­χές αὐ­τῶν πού ἔ­κα­ναν τήν τά­δε ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­κεῖ­νοι ἐ­κεῖ ἔ­κα­ναν ἄλ­λες καί δέν με­τε­νό­η­σαν, γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θαν ἐ­δῶ. Ἔ­τσι μοῦ ἔ­λε­γε γι­ά ὅ­λους.
»Πι­ό πέ­ρα τί νά δῶ! Μέ­σα ἀ­πό ἕ­να πο­λύ με­γά­λο λάκ­κο νά βγαί­νουν καί νά πε­τι­οῦνται πά­νω κά­τι σάν σκου­πί­δια πού πά­λι ξα­νά­πε­φταν μέ­σα.
‒Καί αὐ­τό τί εἶ­ναι; ρώ­τη­σα.
‒Αὐ­τά πού ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σ᾿ αὐ­τό τό βά­ρα­θρο εἶ­ναι οἱ πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λές ψυ­χές πού καί­γο­νται.
»Μ᾿ ἔ­πια­σε ἀ­να­τρι­χί­λα καί ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω, για­τί πο­λύ πό­νε­σα πού ἔ­βλε­πα αὐ­τά. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σα κά­ποι­ον νά φω­νά­ζη σ᾿ αὐ­τόν πού μ᾿ ἔ­παιρ­νε:
‒Πά­ρε τήν Ἀ­θη­νᾶ ἀ­πό ἐ­κεῖ. Για­τί τήν ἔ­φε­ρες σ᾿ αὐ­τόν τόν τό­πο νά στε­νο­χω­ρη­θῆ; Νά φύ­γη γρή­γο­ρα. Βγή­κα­με πά­λι στό φῶς, καί ἐ­κεῖ μοὖρ­θε ἡ πε­ρι­έρ­γεια καί τόν ρώ­τη­σα:
‒Μά ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ, ἄν­θρω­πέ μου, πού εἶ­σαι ὅ­λο κοντά μου, καί ποῦ μέ γνω­ρί­ζεις;
‒Εἶ­μαι Ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ πού παίρ­νω τίς ψυ­χές αὐ­τῶν πού πε­θαί­νουν.
‒Ἔ, τό­τε θά ξέ­ρεις καί γι­ά τήν ψυ­χή τῆς Νι­κο­λέτ­τας (μιᾶς γνω­στῆς μου) ποῦ ἐ­πῆ­γε.
‒Αὐ­τή δέν πῆ­γε κα­λά, για­τί δέν ἔ­κα­νε ψυ­χι­κό (ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) πο­τέ της.
‒Καί ἡ ψυ­χή τῆς Χα­ρί­κλειας (μιᾶς ἄλ­λης γνω­στῆς μου) ποῦ πῆ­γε;
‒Ἄ, αὐ­τή ἐ­πῆ­γε λαμ­πά­δα στόν Θε­ό.
»Ρώ­τη­σα καί γι᾿ ἄλ­λες ψυ­χές ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἤ­ξε­ρα καί μοῦ ἀ­παντοῦ­σε ὅ­τι ἄλ­λες πῆ­γαν σέ κα­λό μέ­ρος καί ἄλ­λες σέ ἄ­σχη­μο.
‒Καί μέ­να ποῦ θά μέ πά­ρεις, τοῦ λέ­ω.
‒Ἐ­σύ θά γυ­ρί­σεις πά­λι, μοῦ ἀ­πήντη­σε, για­τί σέ φω­νά­ζουν καί δέν ἔ­χω δι­ο­ρί­α νά σέ κρα­τή­σω ἄλ­λο.
»Καί ἔ­τσι μέ μιᾶς τόν ἔ­χα­σα καί βρέ­θη­κα πά­λι ἐ­δῶ».
Πολ­λοί τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν, δέν τήν πί­στευ­αν, τῆς ἔ­λε­γαν ὅ­τι ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἡ ἴ­δια ἐ­πέ­με­νε: «Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἐ­γώ τὄ­ζη­σα αὐ­τό». Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο, δι­ό­τι πέ­ρα­σαν ἑ­βδο­μή­κοντα χρό­νια καί με­τά τό θυ­μό­ταν μέ ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες, παρ᾿ ὅ­λο πού χρει­α­ζό­ταν πά­νω ἀ­πό μί­α ὥ­ρα νά τό ἀ­φη­γη­θῆ σέ ὅ­λη του τήν ἔ­κτα­ση μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα, χω­ρίς νά προ­σπα­θῆ νά πεί­ση. Ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη ἦ­ταν ἡ βέ­βαι­η πί­στη της γι­ά τήν ἐ­που­ρά­νια ζω­ή. Τό με­γά­λο ἰ­σό­βιο ἐν­δι­α­φέ­ρον της καί ὁ ἀ­γώ­νας της γι­ά τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α της γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἡ λα­χτά­ρα της νά μι­λά­η καί νά ἀ­κού­η γι­ά τόν Χρι­στό μας, τήν Πα­να­γί­α μας, τούς Ἀγ­γέ­λους, τούς Ἁ­γί­ους˙ ὁ πό­θος της καί ἡ σί­γου­ρη ἐλ­πί­δα της γι­ά τήν Ἀ­νά­στα­ση, (πο­τέ της ὅ­σο ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν δέν ἔ­χα­σε τό Ἑ­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κυ­ρια­κῆς) καί τέ­λος οἱ ἔ­γνοι­ές της, οἱ εὐ­χές καί οἱ προ­σευ­χές γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Ὡς ἄν­θρω­πος κι αὐ­τή εἶ­χε τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά της καί ἐλ­λεί­ψει πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ­δη­γοῦ καί λό­γῳ ἄ­γνοι­ας μπο­ρεῖ νά δι­έ­πρατ­τε μι­κρά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ὅ­μως ἡ ἔ­μπρα­κτη ἀ­γά­πη της γι­ά τόν Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους τά ἐ­λά­φρυ­νε ὅ­λα.
Δέν μπο­ροῦ­σε νά χορ­τά­ση, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δί­πλα της πει­νά­ει, οὔ­τε νά κοι­μη­θῆ, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δέν ἔ­χει κρεβ­βά­τι νά μεί­νη. Μέ­σα στήν πο­λυ­με­λῆ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν σκάν­δα­λο καί εὐ­λο­γί­α. Ὅ­,τι μά­ζευ­ε τό σκόρ­πι­ζε χω­ρίς νά λο­γα­ριά­ζη τήν γκρί­νια καί τίς ἀντι­δρά­σεις τῶν ἄλ­λων. Πο­τέ ὅ­μως δέν τούς ἔλει­ψαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα οὔ­τε κα­τά τήν κα­το­χι­κή καί με­τα­κα­το­χι­κή φτώ­χεια.
Στό σπί­τι της δε­χό­ταν καί φι­λο­ξε­νοῦ­σε ὅ­λους ὅ­σοι βρί­σκονταν ἄ­στε­γοι στό χω­ριό ἢ στό Λι­βά­δι τοῦ Ρό­πα, ὅ­που εἶ­χε ἕ­να σπι­τά­κι καί ἔ­με­νε ἐ­πο­χια­κά. Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό σπί­τι της, ἔ­φα­γαν καί κοι­μή­θη­καν σέ δύ­σκο­λους καί σέ ἐμ­πό­λε­μους και­ρούς Σέρ­βοι, Ἑ­βραῖ­οι, Ἰ­τα­λοί, πρό­σφυ­γες τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, ζη­τιᾶ­νοι, γυ­ρο­λό­γοι, πλα­νό­διοι, ἔμ­πο­ροι, μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κό­μη τσιγ­γᾶ­νοι, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοί καί ψυ­χο­πα­θεῖς.
Ἡ καρ­διά της δέν ἔ­κα­νε δι­ά­κρι­ση, ἔ­βλε­πε τόν κά­θε ἄν­θρω­πο ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη. Ἔκα­νε ψυ­χι­κό χω­ρίς νά ἀ­πο­βλέ­πη σέ ἀντα­μοι­βή. Δέν φο­βή­θη­κε πο­τέ οὔ­τε σκέ­φθη­κε μή­πως κιν­δυ­νεύ­ση ἀ­πό τούς κά­θε εἴ­δους ἀν­θρώ­πους πού φι­λο­ξε­νοῦ­σε. Σκε­φτό­ταν ἁ­πλά καί πί­στευ­ε στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­με­νε στό Λι­βά­δι (δυ­ό ὧ­ρες μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό), τό σπί­τι της γι­νό­ταν τό μό­νο ἀ­πο­κούμ­πι γιά κά­θε χω­ρια­νό καί μή πού ξέ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­πό κα­κο­και­ρί­α. Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν σχε­δόν ἔ­ρη­μο. Τί νά τούς δώ­ση νά φᾶ­νε; Δέν με­ρι­μνοῦ­σε. «Ἔ­χει ὁ Θε­ός», ἔ­λε­γε. Ἡ ἀ­γά­πη πάντα οἰ­κο­νο­μά­ει. Λί­γο κα­λαμ­πο­κί­σιο ἀ­λεύ­ρι γι­ά μί­α κου­λού­ρα στήν χό­βο­λη, μέ λί­γο ρύ­ζι μέ θρούμ­πα καί δυ­ό­σμο θά χόρ­ται­ναν ὅ­σοι κι ἂν ἦ­ταν. Καί ὅ­ταν ἡ καρ­διά της λα­χτα­ροῦ­σε νά προ­σφέ­ρη καί κά­τι ἄλ­λο ἀλ­λά δέν εἶ­χε, συ­νέ­βαι­νε με­ρι­κές φο­ρές καί τό ἑ­ξῆς ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Ἔρ­χονταν οἱ γά­τες ἀ­πό τόν κάμ­πο πού κυ­νη­γοῦ­σαν καί τῆς ἔ­φερ­ναν πό­τε ὀρ­τύ­κια, πό­τε λα­γου­δά­κια, πού ἀ­φοῦ τά σκό­τω­ναν, τά ἄ­φη­ναν στά πό­δια της νι­α­ου­ρί­ζοντας. Τό πε­ρί­ερ­γο ἦ­ταν ὅ­τι δέν τῆς ἔ­φε­ραν πο­τέ ἀ­κά­θαρ­το.
Ἐ­κεῖ στό Λι­βά­δι ἀ­ξι­ώ­θη­κε καί ἑ­νός ὁ­ρά­μα­τος. Ἐ­νῶ στε­κό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε σέ μί­α στιγ­μή τόν οὐ­ρα­νό νά ἀ­στρά­φτη. Νό­μι­σε ὅ­τι θά βρέ­ξει. Ὅ­μως τό φῶς με­γά­λω­νε καί ἔ­φε­ξε ὅ­λος ὁ κάμ­πος σάν νά ἦ­ταν μέ­ρα. Τό φῶς, ὅ­πως ἔ­λε­γε, προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό κά­τι πού ἔ­βλε­πε στόν οὐ­ρα­νό πού ἔμοιαζε σάν ὁ­λό­φω­το ἅρ­μα σέ σχῆ­μα πο­λυ­ε­λαί­ου. Κα­θώς περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι της ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βη ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά του. Τό πα­ρα­κο­λού­θη­σε μέ­χρι πού χά­θη­κε στίς πλα­γι­ές ἑ­νός λό­φου. (Κα­νείς ἄλ­λος ἀ­πό τήν γύ­ρω πε­ρι­ο­χή δέν τό εἶ­δε, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ὀ­κτώ χρόνων πού ἔ­βο­σκε τά πρό­βα­τα). Σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἐ­ξη­γή­ση. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὁ λο­γι­σμός τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γι­ά τό χε­ρου­βι­κό ἅρ­μα πού πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι, τόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη, πού οἱ ἄν­θρω­ποι τό εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί ἔ­με­νε χρό­νια ἀ­λει­τούρ­γη­το.
Ζοῦ­σε μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα. Ἔ­νιω­θε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ κοντά της καί εἶ­χε πά­ντα χα­ρά. Εἶ­χε ὅ­μως καί πει­ρα­σμούς καί πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες στήν ζω­ή της. Ὁ ἄν­δρας της δέν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν νευ­ρι­κός, βλα­σφη­μοῦ­σε καί αὐ­τή πλη­γω­νό­ταν.
Νέ­ος με­τά ἀ­πό ἕ­να ἀ­τύ­χη­μα ἔ­χα­σε ἐντε­λῶς τό φῶς του καί ἡ ἴ­δια ἔ­πρε­πε νά ὑ­πο­μεί­νη τήν σο­βα­ρή αὐ­τή ἀ­να­πη­ρί­α καί τίς συ­να­κό­λου­θες πα­ρα­ξε­νι­ές του. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί ἔ­μει­νε πα­ρά­λυ­τος. Ἡ κό­ρη της εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἀ­νά­πη­ρη ἀλ­λά ἦ­ταν καί αὐ­τή ἰ­δι­ό­τρο­πη, ἀ­νυ­πά­κο­η καί ἀ­τύ­χη­σε πο­λύ στόν γά­μο της. Ὁ γυι­ός της μι­κρός ἦ­ταν πο­λύ φι­λά­σθε­νος. Τρεῖς φο­ρές κιν­δύ­νευ­σε νά πε­θά­νη. Ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τίς προ­σευ­χές της τόν γλύ­τω­σε καί τοὔ­δω­σε καί πολ­λά παι­διά.

SGOYROY1

Ἡ ἴ­δια εἶ­χε πάντα προ­βλή­μα­τα μέ τήν ὑ­γεί­α της πού τήν βα­σά­νι­ζαν μέ­χρι τό τέ­λος της. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά δέν γόγ­γυ­σε πο­τέ. Πάντα εὐ­χό­ταν. Ἔ­κλαι­γε με­τά κλαι­όντων καί ἔ­χαι­ρε με­τά χαι­ρόντων. Προ­σευ­χό­ταν γι­ά ὅ­λον τόν κό­σμο, γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους, πρίν κοι­μη­θῆ κά­θε βρά­δυ. Ἡ προ­σευ­χή της κρα­τοῦ­σε ἀρ­κε­τή ὥ­ρα.
Τε­λευ­ταῖα αὐ­τό πού τήν στε­νο­χω­ροῦ­σε πο­λύ ἦ­ταν ὅ­τι δέν εὕ­ρι­σκε νά κά­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Οἱ ἄν­θρω­ποι πλέ­ον δέν εἶ­χαν ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως πα­λαι­ά καί οἱ ζη­τιά­νοι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν. Πῶς θά χόρ­ται­νε ὅ­μως χω­ρίς νά δώ­ση τί­πο­τε; Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τήν εὐ­σπλα­χί­σθη­κε καί τῆς ἔ­στελ­νε ζη­τιά­νους. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­ΐ ἀ­πό τό σπί­τι της, στήν πόρ­τα τῆς ἔ­κα­ναν ὑ­πο­δο­χή κά­θε εἶ­δος ζώ­ων. Σκύ­λοι, γά­τες, κό­τες, πε­ρι­στέ­ρια, σπουρ­γί­τια. Ὅ­λα τήν συ­νώ­δευ­αν στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ, σέ ὅ­λα κά­τι εἶ­χε νά δώ­ση, ὅλα κα­τα­λά­βαι­ναν τήν ἀ­γά­πη της, δέν τήν φο­βό­νταν, ἔ­τρω­γαν μέ­σα ἀ­πό τά χέ­ρια της, ἀ­κό­μη καί αὐ­τά τά σπουρ­γί­τια πού δέν πλη­σιά­ζουν σέ ἄν­θρω­πο. Κοί­τα­ζε καί στά πό­δια της μή­πως ὑ­πάρ­χουν μυρ­μή­γκια νά τά τα­ΐ­ση κι αὐ­τά, καί χαιρό­ταν τό­σο πο­λύ, σάν τήν Εὔ­α στόν Πα­ρά­δει­σο.
Τά τέ­λη της ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κά καί εἰ­ρη­νι­κά, ὄ­χι ὅμως καί ἀ­νώ­δυ­να. Ἕ­να πρωΐ ση­κώ­θη­κε με­τά ἀ­πό μέ­ρες πού εἶ­χε μεί­νει ἄρ­ρω­στη στό κρεβ­βά­τι, νά τα­ΐ­ση τά που­λιά πού τῆς χτυ­ποῦ­σαν τό τζά­μι καί φώ­να­ζαν, ἔ­πε­σε καί κτύ­πη­σε. Ἔ­κτο­τε πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε.
Ζή­τη­σε τόν πα­πᾶ νἄρ­θη νά τήν δι­α­βά­ση για­τί ἔτσι πί­στευ­ε ὅ­τι θά γι­νό­ταν κα­λά. Ὁ πα­πᾶς ὅ­μως δέν ἦρ­θε ἐγ­καί­ρως. Ὅ­ταν ἦρ­θε τοῦ εἶ­πε μό­λις τόν εἶ­δε: «Τώ­ρα, πα­πᾶ μου, εἶ­ναι ἀρ­γά πού ἦρ­θες, ἐ­γώ θά φύ­γω ἀ­πό­ψε».
Τήν τε­λευ­ταί­α αὐ­τή μέ­ρα, 11 Φε­βρου­α­ρί­ου 1976, ἑορ­τή τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας καί τοῦ ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου εἶ­χε πολ­λούς πό­νους ἀλ­λά καί μί­α γα­λή­νια χα­ρω­πή προ­σμο­νή. Ἀ­πό τό πρω­ΐ ἄρ­χι­σε νά πα­ραγ­γέλ­νη τά τῆς κη­δεί­ας της. Τί ροῦ­χα θά τῆς φο­ροῦ­σαν, πῶς καί ποι­οί θά τήν ἔντυ­ναν, πῶς θά τήν κτέ­νι­ζαν, ποι­οί πα­πά­δες θἄρ­χονταν κ.λ.π.
Με­τά κά­λε­σε νἄρ­θουν οἱ γει­τό­νισ­σες καί ἡ νύ­φη της, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α, ἀ­φοῦ τήν χαι­ρέ­τη­σε, ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση, ἂν πο­τέ τήν εἶ­χε πι­κρά­νει. Ἐ­πί­σης καί ὅσους ἐ­πή­γαι­ναν νά τήν δοῦν, ἕ­ναν–ἕ­ναν τούς χαι­ρε­τοῦ­σε καί ζη­τοῦ­σε τήν συγ­χώ­ρη­σή τους. Πρός τό σού­ρου­πο ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α της με­γά­λω­σε. Εἶ­πε νά προ­σευ­χη­θοῦν στόν Θε­ό νά τήν πά­ρη γρή­γο­ρα, νά μήν τήν ἀ­φή­ση ὅ­λη νύ­χτα. Δέν πί­στε­ψαν οἱ συγ­γε­νεῖς της ὅ­τι θά ἔ­φευ­γε ἐ­κεί­νη τή νύ­χτα. Εἶ­πε στή νύ­φη της νά ξυ­πνή­ση καί τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά δέν τήν πί­στε­ψε ἐ­πει­δή τήν ἔβλε­πε νά ἔχη τά λο­γι­κά της καί τήν ὁμι­λί­α της. Ἐκοι­μή­θη πρίν ἀπό τίς δύ­ο καί τά τε­λευ­ταῖ­α της λό­για ἦ­ταν: «Ὄ­μορ­φα–ὄ­μορ­φα».
Ὀ­κτώ ὧ­ρες πού ἔ­μει­νε μέ­σα στό φέ­ρε­τρο τό σῶ­μα της ἦ­ταν ζε­στό ἀ­κό­μη. Τό πρό­σω­πό της γα­λή­νιο, ρο­δα­λό, χα­μο­γε­λα­στό καί ἀ­ρ­ρυ­τί­δω­το, σάν πρό­σω­πο κο­ρι­τσιοῦ καί ὄ­χι αἰ­ω­νό­βιας γρι­ού­λας 97 ἐ­τῶν.
Ὁ Κύ­ριος ἂς ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή της, ὅ­πως καί ἐ­κεί­νη ἐ­λέ­η­σε καί ἀ­νέ­παυ­σε τόν Ἴ­διο στό πρό­σω­πο κά­θε δει­νο­πα­θοῦντος ἀν­θρώ­που.
Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: enromiosini.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου