Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Εκκλησία και φιλοσοφία στον νεοελληνικό διαφωτισμό: Μία κριτική στον Π. Κονδύλη



του Μιχάλη Μερακλή, ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφου και φιλόλογου

Έχουν γρα­φει πολ­λα για την κα­ταρ­χήν αρ­νη­τι­κή στά­ση που τή­ρη­σε η Εκ­κλη­σί­α α­πέ­να­ντι στο κί­νη­μα του Δια­φω­τι­σμού, γε­νι­κό­τε­ρα α­πέ­να­ντι στο ά­νοιγ­μα προς τα φώ­τα της Ευ­ρώ­πης. Έ­χουν γρα­φεί τό­σα πολ­λά, ώ­στε έ­χει μάλ­λον δια­μορ­φω­θεί μια πε­ποί­θη­ση, ό­τι η αρ­νη­τι­κή αυ­τή στά­ση υ­πήρ­ξε α­πό­λυ­τη.

Α­ντι­στι­κτι­κά ε­πι­χει­ρώ ε­δώ τον με­τρια­σμό της ε­ντύ­πω­σης αυ­τής, με την πα­ρά­θε­ση τεκ­μη­ρί­ων που συ­νη­γο­ρούν, ό­πως νο­μί­ζω, υ­πέρ μιας δια­φο­ρε­τι­κής (ας μην πω α­ντί­θε­της) εκ­δο­χής.

Έ­χω και σε άλ­λα ση­μεί­α υ­πεν­θυ­μί­σει, ό­τι οι κλη­ρι­κοί υ­πήρ­ξαν ο­πα­δοί ή, κα­λύ­τε­ρα, α­πό τους πρω­τα­γω­νι­στές του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Ο εκ­δό­της του Λό­γιου Ερ­μή (Λ.Ε.), ο Άν­θι­μος Γα­ζής, δεν ή­ταν η μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση – κά­θε άλ­λο. Ο έ­νας α­πό τους δύ­ο δια­δό­χους του στην έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού, ο Θε­ό­κλη­τος Φαρ­μα­κί­δης, ή­ταν ε­πί­σης κλη­ρι­κός (ο άλ­λος, ο Κων­στα­ντί­νος Κοκ­κι­νά­κης, ή­ταν έ­μπο­ρος). Α­νά­με­σά τους συ­γκα­τα­λέ­γο­νται και μο­να­χοί. Ο Γα­ζής π.χ. πλη­ρο­φο­ρεί (Λ.Ε., 1814-1815, σ. 93), ό­τι τα μο­να­στή­ρια στην Α­θή­να “ε­σύ­στη­σαν έ­τι και φι­λο­σο­φι­κόν σχο­λεί­ον, των ο­ποί­ων οι η­γού­με­νοι και οι πε­ρί αυ­τούς μο­να­χοί, αι­σθαν­θέ­ντες τα α­πό της φι­λο­σο­φί­ας κα­λά, οι­κεί­α προ­αι­ρέ­σει, πλη­ρώ­νου­σι τον ε­τή­σιον μι­σθόν του φι­λο­σό­φου δι­δά­σκα­λου”. Και κα­τα­λή­γει: “Εί­θε να ε­μι­μού­ντο το κα­λόν τού­το πα­ρά­δειγ­μα και ό­λοι οι η­μέ­τε­ροι Εκ­κλη­σια­στι­κοί! Και τη α­λη­θεί­α τό­τε ευ­δο­κι­μή­σει το γέ­νος, ό­ταν οι Ιε­ρείς φι­λο­σο­φή­σω­σιν ή οι φι­λό­σο­φοι ιε­ρα­τεύ­σω­σιν.” (ό.π., σ. 132)

Η “Εκ­κλη­σί­α της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ως των Γραι­κών”, στο Λι­βόρ­νο, α­πό πα­λιά συ­ντη­ρού­σε “δι’ ι­δί­ων αυ­τής ε­ξό­δων” τρεις νέ­ους ο­μο­γε­νείς για να σπου­δά­ζουν “εις τας κυ­ριω­τέ­ρας και κα­λυ­τέ­ρας της Ι­τα­λί­ας Α­κα­δη­μί­ας”. Αυ­τό κά­νει και το 1816 με τους “εν Λι­βόρ­νω Γραι­κούς της Α­να­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας” κα­λώ­ντας, σε συ­νε­ννό­η­ση με τις “σχο­λές” της Α­θή­νας, των Ιω­αν­νί­νων και της Χί­ου, α­πό έ­να για κα­θε­μιά, βε­βαιω­μέ­να ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό νέ­ο, για τε­τρα­ε­τείς σπου­δές, “ό­που θέ­λουν κα­τα­γί­νου­νται για να τε­λειο­ποι­η­θώ­σιν εις τα μα­θή­μα­τα της Γε­ω­γρα­φί­ας, Λο­γι­κής, Με­τα­φυ­σι­κής, Φυ­σι­κής Ι­στο­ρί­ας, Μα­θη­μα­τι­κών, Α­στρο­νο­μί­ας, Βο­τα­νι­κής, Χη­μεί­ας, Α­να­το­μί­ας και Φυ­σιο­λο­γί­ας, εις τους ο­ποί­ους διό­λου δεν α­πα­γο­ρεύ­ο­νται τα της Ια­τρι­κής και Χει­ρουρ­γί­ας μα­θή­μα­τα”. Μπο­ρούν α­κό­μα, αν υ­πάρ­χει η κλί­ση, “να σπου­δά­σω­σιν οι νέ­οι, α­ντί των ει­ρη­μέ­νων ε­πι­στη­μών, την Αρ­χι­τε­κτο­νι­κήν, Γλυ­πτι­κήν και Ζω­γρα­φι­κήν” (Λ.Ε., 1816, σελ. 200-201).

Στη σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση των ε­πι­τρό­πων της Εκ­κλη­σί­ας δια­βά­ζου­με στην τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο: “Αύτη, φίλ­τα­τοι ο­μο­γε­νείς, η μι­κρά συ­νει­σφο­ρά γί­νε­ται υ­πέρ την δύ­να­μίν μας δια τα υ­περ­βο­λι­κά της Εκ­κλη­σί­ας μας έ­ξο­δα και α­δια­κό­πους βο­η­θεί­ας και ε­λε­η­μο­σύ­νας, προς τους καθ’ η­μέ­ραν ε­δώ ερ­χο­μέ­νους πτω­χούς και δυ­στυ­χού­ντας ο­μο­γε­νείς μας, ό­μως να βο­η­θή­σω­μεν και εκ του υ­στε­ρή­μα­τός μας α­πε­φα­σί­σα­μεν, ό­χι μό­νον δια να κά­μω­μεν το α­παι­τού­με­νον χρέ­ος μας, αλ­λά και να σας εν­θαρ­ρύ­νω­μεν προς την έν­δο­ξον των κοι­νω­φε­λών α­γώ­νων σας ε­ξα­κο­λού­θη­σιν.” (ό.π., σελ. 103).

“Ο έ­ρως της παι­δεί­ας” δια­βά­ζου­με στο Λ.Ε. (1818, σελ. 463), “α­νά­πτει ε­πί μάλ­λον και δια­δί­δε­ται εις την Ελ­λά­δα, και ο α­ριθ­μός των εις την διά­δο­σιν αυ­τήν συ­ντε­λού­ντων μέ­σων αυ­ξά­νει κα­θη­με­ρι­νώς. τα σχο­λεί­α πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, οι σο­φοί δι­δά­σκα­λοι πλη­θύ­νο­νται, βι­βλιο­θή­και συ­στή­νο­νται και οι πλού­σιοι έ­μπο­ροι, πα­τριω­τι­κώ κι­νού­με­νοι ζή­λω, α­νοί­γου­σι προ­θύ­μως τους θη­σαυ­ρούς των (…) το ιε­ρα­τεί­ον συ­ντρέ­χει και συμ­βου­λεύ­ει και η κοι­νή Μή­τηρ, η με­γά­λη Εκ­κλη­σί­α, ευ­λο­γεί, ε­φο­ρεύ­ει και διοι­κεί σο­φώς των τέ­κνων της τα έρ­γα”.

Το πε­ριο­δι­κό κη­ρύσ­σει “τα ευαγ­γέ­λια”, πλη­ρο­φο­ρεί ευ­φό­συ­να για τον εν­θρο­νι­σμό, για τρί­τη φο­ρά, στον “οι­κου­με­νι­κόν πα­τριαρ­χι­κόν θρό­νον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως” του Γρη­γο­ρί­ου, ο ο­ποί­ος γνώ­ρι­ζε “εκ πεί­ρας” ό­τι “μό­νη η παι­δεί­α στε­ρε­ώ­νει την θρη­σκεί­αν εις τα έ­θνη”, γι’ αυ­τό “ε­φρό­ντι­σε κα­τά τας προ­λα­βού­σας ε­πο­χάς δια την διά­δο­σιν της ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας”. Στην πρώ­τη πα­τριαρ­χί­α του “ε­σύ­στη­σε το ελ­λη­νι­κόν τυ­πο­γρα­φεί­ον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως”, στη δεύ­τε­ρη “ε­φρό­ντι­σε πε­ρί συ­στά­σε­ως και α­νε­γέρ­σε­ως σχο­λεί­ων ελ­λη­νι­κών καθ’ ό­λον το γέ­νος” (Λ.Ε., 1819, σελ. 113 κ.ε.). Σε ε­πό­με­νο τεύ­χος της ί­διας χρο­νιάς (του Μα­ΐ­ου) α­φιε­ρώ­νε­ται και “Ω­δή ο­φει­λο­μέ­νη εις τον Πα­να­γιώ­τα­τον, θειό­τα­τον και Οι­κου­με­νι­κόν πα­τριάρ­χην κύ­ριον κύ­ριον Γρη­γό­ριον”, α­πό τον κρυ­πτώ­νυ­μο Ν.Δ. (σελ. 309-310). α­πο­σπώ τους στί­χους:

Η της Εκ­κλη­σί­ας Μού­σα, και η θύ­ρα­θεν (η κο­σμι­κή) αυ­τή,
Ή­δη ευ­τυ­χώς σκο­πεύ­ουν,
Την α­μά­θειαν το­ξεύ­ουν.

Πα­ρα­πέ­μπω (σ’ αυ­τήν την α­πλώς εν­δει­κτι­κή πα­ρά­θε­ση πα­ρα­δειγ­μά­των) και σε ε­γκύ­κλιο συ­νο­δι­κό γράμ­μα (1819, 6 & 9), ό­που ε­ξαί­ρε­ται η “κα­θο­μι­λου­μέ­νη διά­λε­κτος” ως “χα­ρα­κτη­ρι­στι­κόν του Ελ­λη­νι­κού και Χρι­στια­νι­κού γέ­νους”, το ο­ποί­ο πρέ­πει να μεί­νει “κα­θα­ρόν και α­κέ­ραιον”, και χαι­ρε­τί­ζε­ται η ί­δρυ­ση “κοι­νής σχο­λής των Ελ­λη­νι­κών μα­θη­μά­των ε­πί κοι­νή ε­πι­δό­σει των ε­κεί ο­μο­γε­νών”, ε­νώ ζη­τεί­ται η συν­δρο­μή α­πό ό­σους “α­δελ­φούς” μπο­ρούν.
Με­λέ­τη­μά του παι­δα­γω­γι­κό ο Κων­στα­ντί­νος Κού­μας το τε­λειώ­νει ως ε­ξής: “Υ­μέ­τε­ρον εί­ναι το έρ­γον, ΓΡΗ­ΓΟ­ΡΙΕ ΚΛΕΙ­ΝΕ, εις τον ο­ποί­ον ε­νε­πί­στευ­σεν η θεί­α Πρό­νοια την ευ­τυ­χί­αν και σω­τη­ρί­αν του ορ­θο­δό­ξου πλη­ρώ­μα­τος(…). Ε­κτέ­λε­σον το λα­μπρό­τα­τον τού­το έρ­γον, και αι­νέ­σου­σί σε πά­σαι αι γε­νε­αί” (Λ.Ε., 1819, σελ. 748). Για τον Γρη­γό­ριο εί­ναι βέ­βαιος ο Κού­μας, ό­τι θα συ­στή­σει, μορ­φώ­νο­ντας α­νά­λο­γα, “θε­ο­λο­γι­κά σχο­λεί­α”, απ’ τα ο­ποί­α θα προ­κύ­ψει γε­νι­κό­τε­ρη βο­ή­θεια, για­τί θα πά­ψουν οι παι­δα­γω­γοί “των κοι­νών σχο­λεί­ων” να δι­δά­σκουν στα παι­διά “ν’ α­να­γινώ­σκω­σι μη­χα­νι­κώς την Ο­κτώ­η­χον και το Ψαλ­τή­ριον, τρί­βο­ντες εις αυ­τά ι­κα­νόν μέ­ρος του χρό­νου της η­λι­κί­ας των” (σελ. 740).

Ο για­τρός Πέ­τρος Η­πή­της, σε γράμ­μα του α­πό την Ο­δησ­σό, ό­που τον ε­ντυ­πω­σί­α­σε η δρα­στη­ριό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής πα­ροι­κί­ας, γρά­φει στον Κο­πι­τάρ: “Προ­χθές ε­δέ­χθην ε­πι­στο­λήν εκ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως δη­λω­τι­κήν, ό­τι εις την Άν­δρον ε­σύ­στη­σε σχο­λεί­ον ο Ιε­ρο­λο­γιώ­τα­τος δι­δά­σκα­λος Σα­μου­ήλ, το ο­ποί­ον ε­προι­κί­σθη πα­ρά του Πα­να­γιω­τά­του μας Πα­τριάρ­χου με το Μο­να­στή­ριον των Τρ(ο)ω­μαρ­χιών ο­νο­μα­ζό­με­νον. Ε­πει­δή δε ε­ξεύ­ρω, ό­τι υ­πε­ρα­γα­πάς τους Γραι­κούς, και ε­πι­θυ­μείς την εις τα κα­λά προ­κο­πήν των, και εις τού­το προ­θυ­μεί­σαι, ό­σον δύ­να­σαι, να τους συν­δρά­μης και με λό­γον και με έρ­γον, διά τού­το σ’ ε­μπε­ρι­κλεί­ω το πε­ρί ταύ­της της α­φιε­ρώ­σε­ως2 ίσον α­πα­ράλ­λα­κτον του συ­νο­δι­κού Σι­γι­λί­ου δια να κη­ρύ­ξης, ό­τι τοιού­τος η­μίν έ­πρε­πεν Αρ­χιε­ρεύς, και διά να α­πο­στο­μώ­σης τους ό­σους φλυα­ρούν, ό­τι οι υ­πη­ρέ­ται του Πα­τρός των φώ­των α­γα­πούν το σκό­τος, διά να μην φαί­νο­νται τά­χα αι ρυ­τί­δες των” (Λ.Ε., 1818, σελ. 588).

Α­πό την άλ­λη με­ριά, κο­σμι­κοί δια­φω­τι­στές κά­νουν φα­νε­ρή τη διά­θε­ση και την πρό­θε­σή τους σύ­μπλευ­σης με την Εκ­κλη­σί­α στο έρ­γο τους. Δί­νω και ε­δώ με­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα. Το 1812 εκ­δί­δο­νται στη Βιέν­νη τρεις Φυ­σι­κές: του Κού­μα, του Βαρ­δα­λά­χου, του Δη­μή­τριου Δάρ­βα­ρη. Και οι τρεις, ο­μο­λο­γεί­ται, “σκο­πού­σιν εν ταυ­τώ να πο­λε­μή­σω­σι την ά­λο­γον δει­σι­δαι­μο­νί­αν του ό­χλου”. Στον Λό­γιον Ερ­μή πα­ρα­τί­θε­ται ο­λό­κλη­ρο α­πό­σπα­σμα α­πό το προ­οί­μιο της Φυ­σι­κής του Δάρ­βα­ρη, ό­που κα­τα­δι­κά­ζο­νται τέ­τοιες δει­σι­δαι­μο­νι­κές προ­λή­ψεις (για βρυκό­λα­κες, κο­μή­τες κ.λπ.). Ω­στό­σο ζη­τεί­ται η συν­δρο­μή των “ιε­ρο­κη­ρύ­κων”, α­φού τέ­τοιες προ­λή­ψεις εί­ναι α­ντί­θε­τες “και στην ιε­ράν η­μών θρη­σκεί­αν” (1817, σελ. 581. σημ. [των εκ­δο­τών] α’3).
Οι εκ­δό­τες του πε­ριο­δι­κού δεν πα­ρα­λεί­πουν κά­θε τό­σο να το­νί­ζουν τον θε­τι­κό ρό­λο της Εκ­κλη­σί­ας (και της Θεί­ας Πρό­νοιας) στην κα­τα­πο­λέ­μη­ση της α­μά­θειας, που ε­κτρέ­φει τη δει­σι­δαι­μο­νί­α: “αν και το Γέ­νος πά­σχη πολ­λά και δει­νά, των ο­ποί­ων αρ­χή και ρί­ζα εί­ναι η α­μά­θεια, μ’ όλον τούτο η Θεί­α Πρό­νοια δεν το ε­γκα­τέ­λι­πε πα­ντά­πα­σιν, αλ­λά κι­νεί κα­τά και­ρούς τοιού­τους ευερ­γε­τι­κούς άν­δρας” -ό­πως εί­ναι οι φί­λοι και φο­ρείς των ι­δε­ών του Δια­φω­τι­σμού (Λ.Ε., 1818, σελ. 84).

Ε­πι­γραμ­μα­τι­κά το­νί­ζει την α­νά­γκη σύ­μπλευ­σης και συ­ντο­νι­σμού σχο­λεί­ων και Εκ­κλη­σί­ας ο Κων­στα­ντί­νος Α­σώ­πιος, στην Τερ­γέ­στη, τον Α­πρί­λιο του 1817: “εις την ση­με­ρι­νήν η­μών κα­τά­στα­σιν άλ­λο δεν ε­μπο­ρού­μεν να πρά­ξω­μεν, ί­να πο­λι­τι­σθώ­μεν, ό­σον το δυ­να­τόν, πα­ρά τα δύ­ο ταύ­τα να ε­πι­με­λη­θώ­μεν, τον ιε­ρό άμ­βω­να και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τα σχο­λεί­α” –α­φού δεν μπο­ρού­με, λέ­ει στη συ­νέ­χεια, να έ­χου­με θέ­α­τρο και δι­κα­στή­ρια (η υ­πο­γράμ­μι­ση δι­κή μου) (Λ.Ε., 1817, σελ. 366).

Και ο Πε­τρά­κης Ηπή­της σε ο­μι­λί­α του ε­να­ντί­ον της δει­σι­δαι­μο­νί­ας, –στην ο­ποί­α πα­ρα­θέ­τει πλεί­στες ό­σες, σε λει­τουρ­γί­α τό­τε, πρα­κτι­κές λα­ϊ­κής ια­τρι­κής, συ­να­φείς δο­ξα­σί­ες κ.λπ.– ζη­τά­ει α­πό τον ιε­ρο­κή­ρυ­κα να συ­στρα­τευ­θεί στον α­γώ­να για την κα­τα­πο­λέ­μη­σή της (Λ.Ε., 1816, σελ. 403, κ.ε.) (…).
Θέ­λω να κλεί­σω το κε­φά­λαιο για την εκ­κλη­σί­α με τον Πα­να­γιώ­τη Κον­δύ­λη κα­τε­ξο­χήν, με το βι­βλί­ο του για τον Νε­ο­ελ­λη­νι­κό Δια­φω­τι­σμό4, ε­ξε­τα­ζό­με­νου α­πό τη σκο­πιά της φι­λο­σο­φί­ας. Μι­λά­ει για τις φι­λο­σο­φι­κές ι­δέ­ες του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού, στο βαθ­μό ό­που α­να­γνω­ρί­ζει κά­ποιαν α­ξί­α, με δε­δο­μέ­νη, κα­τά την κρί­ση του συγ­γρα­φέ­α, τη “γε­νι­κή κα­χε­ξί­α” του κι­νή­μα­τος (ο λό­γος εί­ναι πά­ντα για τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση), α­πό την πλευ­ρά της φι­λο­σο­φι­κής προ­ό­δου και προ­σφο­ράς, σε α­ντί­θε­ση με ό­,τι συ­νέ­βη στην Ευ­ρώ­πη, ό­που ση­μειώ­θη­κε “η πλή­ρης α­να­καί­νι­ση της μορ­φής της φι­λο­σο­φί­ας, α­νοί­γο­ντας τον δρό­μο της ά­με­σης ε­πα­φής με τις ευ­ρύ­τε­ρες ε­κεί­νες κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες, που προ­βάλ­λουν στο πνευ­μα­τι­κό προ­σκή­νιο με­τά την κα­τάρ­ρευ­ση της ι­δε­ο­λο­γι­κής κυ­ριαρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας” (σελ. 11 και 16).

Κα­τά τον Κον­δύ­λη, το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Δια­φω­τι­σμού συ­νί­στα­ται σ’ αυ­τόν τον ε­κτο­πι­σμό της εκ­κλη­σια­στι­κής – θρη­σκευ­τι­κής – δογ­μα­τι­κής σκέ­ψης και ε­πι­βο­λής και με βά­ση αυ­τό το κρι­τή­ριο α­ντι­με­τω­πί­ζει και τον νε­ο­ελ­λη­νι­κό Δια­φω­τι­σμό, δια­πι­στώ­νο­ντας την “κα­χε­ξί­α” και την “ήτ­τα” του, α­φού η Εκ­κλη­σί­α και η ε­ξου­σί­α της πα­ρέ­μει­νε α­λώ­βη­τη. Τη δια­φο­ρά αυ­τή του νε­ο­ελ­λη­νι­κού α­πό τον Ευ­ρω­πα­ϊ­κό Δια­φω­τι­σμό θε­ω­ρεί λοι­πόν ως υ­στέ­ρη­ση, α­πο­τέ­λε­σμα εν­δη­μού­σας υ­πα­νά­πτυ­ξης του ελ­λη­νι­κού χώ­ρου, στον ο­ποί­ον ά­ρα δεν ή­ταν δυ­να­τό να πα­ρα­κο­λου­θη­θεί η συ­ντε­λε­σμέ­νη στη Δύ­ση πρό­ο­δος. Δεν φαί­νε­ται να τον α­πα­σχο­λεί κα­θό­λου το ζή­τη­μα, μή­πως η δια­φο­ρά αυ­τή δεν εί­ναι υ­στέ­ρη­ση, ι­στο­ρι­κή α­δυ­να­μί­α πρό­σλη­ψης ό­σων συ­νέ­βαι­ναν έ­ξω, αλ­λά, α­ντί­θε­τα, μια κρι­τι­κή, ε­πι­λε­κτι­κή, δυ­να­μι­κή α­φο­μοί­ω­σή τους, ευ­συ­νεί­δη­τη στρα­τη­γι­κή προ­σαρ­μο­γή ή και α­νά­πλα­σή τους, σύμ­φω­να με τις ι­στο­ρι­κές-πο­λι­τι­σμι­κές α­νά­γκες και α­παι­τή­σεις του ελ­λη­νι­κού χώ­ρου.
Η βά­ση του Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού δεν ή­ταν ε­πι­στη­μο­νι­κή και φι­λο­σο­φι­κή (πιο πά­νω έ­δει­ξαν τα πα­ρα­θέ­μα­τα5 πως η φι­λο­σο­φί­α, που ο Κον­δύ­λης με έμ­φα­ση και έ­ντα­ση ε­πι­κα­λεί­ται, έ­χει έ­να ι­διαί­τε­ρο, πρα­κτι­κής σκέ­ψης και ζω­ής πε­ριε­χό­με­νο). Ή­ταν ρο­μα­ντι­κή και δυ­νά­μει ε­πα­να­στα­τι­κή. Ο ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός έ­πλα­σε με τα υ­λι­κά της Ευ­ρώ­πης κά­τι άλ­λο, δι­κό του. Γι’ αυ­τό και δεν “α­πο­θε­ο­λο­γι­κο­ποι­ή­θη­κε”, συ­νυ­πήρ­ξε με τη “θε­ο­λο­γί­α” την ο­ποί­α χρεια­ζό­ταν.

Με τα κρι­τή­ρια που θέ­τει ο Κον­δύ­λης α­πο­φαί­νε­ται, ό­πως εί­πα, ό­τι “ο ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός δεν βγή­κε νι­κη­τής α­πό τη μά­χη ό­που έ­δω­σε”. Ό­μως ήτ­τα, αν δε­χθού­με –ό­πως και πρέ­πει, νο­μί­ζω– πως ο ρό­λος του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού στην προ­ε­τοι­μα­σί­α της Ε­πα­νά­στα­σης δεν υ­πήρ­ξε α­σή­μα­ντος, δεν νο­εί­ται.

Ο­πωσ­δή­πο­τε τις ε­ξέ­χου­σες στιγ­μές του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού α­να­γνω­ρί­ζει ο Κον­δύ­λης στα πρό­σω­πα ε­κεί­να τα ο­ποί­α, εν­στερ­νι­ζό­με­να στον έ­να ή τον άλ­λο βαθ­μό τις προ­ό­δους της δυ­τι­κής φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης, –πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νης ε­κεί, πά­ντα, σε πλή­ρη ρή­ξη με την Εκ­κλη­σί­α, την “πα­λιά με­τα­φυ­σι­κή” και την εν γέ­νει “πα­ρα­δο­σια­κή” σκέ­ψη– τις πέ­ρα­σαν στα προ­γράμ­μα­τά τους: Ευ­γέ­νιος Βούλ­γα­ρης, Δη­μή­τριος Κα­ταρ­τζής, Ιώ­ση­πος Μοι­σιό­δαξ, Βε­νια­μίν Λέ­σβιος, Χρι­στό­δου­λος Πα­μπλέ­κης, Α­θα­νά­σιος Ψα­λί­δας, Δα­νι­ήλ Φι­λιπ­πί­δης, Νι­κη­φό­ρος Θε­ο­τό­κης, Νι­κό­λα­ος Ζερ­ζού­λης (πβ. σ. 114), Ρή­γας, Νε­ό­φυ­τος Βάμ­βας, Με­θό­διος Αν­θρα­κί­της και βέ­βαια Κο­ρα­ής.

Αλ­λά και στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές, ό­που η πρό­σλη­ψη του δυ­τι­κού (γαλ­λι­κού) Δια­φω­τι­σμού υ­πάρ­χει και κα­τά τον Κον­δύ­λη, εί­ναι με­ρι­κή ή δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη, που ση­μαί­νει κατ’ αυ­τόν α­νε­πάρ­κεια ή α­ντι­φα­τι­κό­τη­τα. Π.χ. “ο ε­κλε­κτι­σμός του Βούλ­γα­ρη, μο­λο­νό­τι α­πό τη μια συμ­βάλ­λει ου­σια­στι­κά στην υ­πέρ­βα­ση του δογ­μα­τι­κού α­ρι­στο­τε­λι­σμού, α­πό την άλ­λη χρη­σι­μεύ­ει στην άμ­βλυν­ση των α­ντι­θέ­σε­ων α­νά­με­σα στο πα­λιό και στο και­νούρ­γιο, ε­πι­βο­η­θώ­ντας έ­τσι την ε­πι­βί­ω­ση του πρώ­του” (σελ. 22). Και βέ­βαια αυ­τή η ε­πι­βί­ω­ση του πα­λιού εί­ναι κα­τά τον Κον­δύ­λη κά­τι κα­κό – δεν πι­στεύ­ει σε μια σκό­πι­μη δη­μιουρ­γι­κή σύν­θε­ση, έ­ναν συ­γκε­ρα­σμό του πα­λιού με το και­νούρ­γιο. Α­νά­λο­γη πα­ρα­τή­ρη­ση κά­νει, για να δώ­σω κι έ­να δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα, για τον Ιώ­ση­πο Μοι­σιό­δα­κα, μο­λο­νό­τι αυ­τός έ­χει “πλή­ρη συ­νεί­δη­ση της νέ­ας κα­τά­στα­σης, που δη­μιούρ­γη­σε στον χώ­ρο της φι­λο­σο­φί­ας η φυ­σι­κή ε­πι­στή­μη του 17ου αι.” (σελ. 28).

Η ί­δια το­πο­θέ­τη­ση, σε ε­λα­φρές πα­ραλ­λα­γές, γί­νε­ται για ό­λους, ό­σους ξε­χώ­ρι­σε: τα έρ­γα τους πε­ριέ­χουν πα­λι­νω­δί­ες και α­ντι­φά­σεις. Ε­πι­μέ­νω ω­στό­σο στην ά­πο­ψη, ό­τι η “α­ντι­φα­τι­κό­τη­τα” αυ­τή του νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού συ­νι­στά τον δυ­να­μι­σμό του, ο­ρί­ζει έ­να νέ­ο προ­τει­νό­με­νο πρό­τυ­πο για τη δια­μόρ­φω­ση ε­νός νέ­ου πο­λι­τι­σμού στο α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νο, αύ­ριο, απ’ τη μα­κραί­ω­νη δου­λεί­α, έ­θνος, ε­νός σχή­μα­τος και τρό­που ζω­ής στο νέ­ο ξε­κί­νη­μα της ι­στο­ρί­ας του.

Θα μπο­ρού­σε κα­νείς α­κό­μα να υ­πο­στη­ρί­ξει ό­τι, α­ντί­θε­τα, μια μεί­ζων α­ντί­φα­ση –ό­πως προ­κύ­πτει α­πό μια ση­μα­ντι­κήν α­πο­σιώ­πη­ση– διέ­πει την ί­δια τη συλ­λο­γι­στι­κή του Κον­δύ­λη: οι πιο πολ­λοί α­πό ε­κεί­νους, που ο ί­διος τους ξε­χω­ρί­ζει ως τα πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ο­δευ­τι­κά πνεύ­μα­τα στον χώ­ρο των δια­φω­τι­στών, εί­ναι ε­νταγ­μέ­νοι ε­πί­ση­μα στην Εκ­κλη­σί­α: εί­ναι κλη­ρι­κοί, ιε­ρω­μέ­νοι (στη ση­μεί­ω­ση 16 της σε­λί­δας 51 α­να­φέ­ρε­ται, πως η πρώ­τη δη­μο­σιευ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση του Locke έ­γι­νε α­πό έ­ναν ιε­ρο­μό­να­χο, τον Ζα­κυν­θη­νό Ιω­άν­νη Λί­τι­νο).

Το δε­δο­μέ­νο αυ­τό ο Κον­δύ­λης ε­πι­χει­ρεί συ­στη­μα­τι­κά να το ε­ξου­δε­τε­ρώ­σει με τον ι­σχυ­ρι­σμό, ό­τι ο­ποιεσ­δή­πο­τε α­να­κο­λου­θί­ες ε­κεί­νων στην ορ­θή κα­τεύ­θυν­ση του δια­φω­τι­σμού ο­φεί­λο­νται σε πιέ­σεις που α­σκή­θη­καν α­πό την Εκ­κλη­σί­α. Π.χ. “Ο Ιώ­ση­πος δεν φτά­νει, βέ­βαια, ί­σα­με τον α­πο­κλει­σμό της με­τα­φυ­σι­κής α­πό την ‘υ­γι­ή’ του φι­λο­σο­φί­α, ό­μως οι ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ει­ρω­νι­κές του α­πο­στρο­φές σε σχέ­ση με τους ‘πο­μπώ­δεις’ και ‘με­γα­λο­πρε­πείς’ τί­τλους της (‘θεί­ον τι μά­θη­μα’, ‘φι­λο­σο­φί­α γε­νι­κή’, ‘ε­πι­στή­μη ε­πι­στη­μών’ κ.λπ.) α­φή­νουν να εν­νο­η­θεί ό­τι ο δι­σταγ­μός του αυ­τός ο­φεί­λε­ται σε ευ­νό­η­τες ό­σο και πιε­στι­κές σκο­πι­μό­τη­τες” (σελ. 30)!

“Το αί­τη­μα της στε­νής σύν­δε­σης της φι­λο­σο­φί­ας με τις μα­θη­μα­τι­κές και φυ­σι­κές ε­πι­στή­μες έ­μει­νε ζω­ντα­νό ί­σα­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού”, γρά­φει ο Κον­δύ­λης (σελ. 31), πα­ρα­τη­ρώ­ντας στη συ­νέ­χεια πως το αί­τη­μα αυ­τό “το ξα­να­βρί­σκου­με εμ­φα­τι­κά δια­τυ­πω­μέ­νο” στον Βε­νια­μίν Λέ­σβιο, ιε­ρω­μέ­νο, ως γνω­στόν, που “δεν α­πέ­φυ­γε την κλή­ση του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη για να α­πο­λο­γη­θεί πά­νω στις ι­δέ­ες του”, ω­στό­σο στη Φυ­σι­κή του πρε­σβεύ­ει και “α­ντι­τεί­νει το αί­τη­μα της ε­λεύ­θε­ρης, δηλ. αυ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νης και αυ­το­ε­λεγ­χό­με­νης φι­λο­σο­φι­κής έ­ρευ­νας” (σελ. 32). Μπο­ρού­σε λοι­πόν να “α­ντι­τεί­νει”. Και εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει μπο­ρού­σε να φύ­γει, να βγά­λει τον ιε­ρο­μο­να­χι­κό τρί­βω­να. Δεν τον έ­βγα­λε. Για­τί; Δεν εί­ναι εύ­λο­γο έ­να τέ­τοιο ε­ρώ­τη­μα;

Την α­πό­φα­σή του να πο­λε­μή­σει ο Πα­μπλέ­κης τη δει­σι­δαι­μο­νί­α, την ο­ποί­α ε­ντού­τοις δεν θέ­λει με τί­πο­τα να ταυ­τί­σει με την α­θε­ΐ­α, ο Κον­δύ­λης θα την ε­ξη­γή­σει με το ί­διο ε­πι­χεί­ρη­μα της α­στυ­νό­μευ­σης: “Νο­μί­ζο­ντας, ό­πως και ο Κα­ταρ­τζής, ό­τι η α­πε­ρί­φρα­στη α­πόρ­ρι­ψη της α­θε­ΐ­ας του ε­ξα­σφα­λί­ζει το ε­πι­θυ­μη­τό άλ­λο­θι α­πέ­να­ντι στην Εκ­κλη­σί­α, ο Πα­μπλέ­κης –με προ­φα­νείς σκο­πούς– α­φιε­ρώ­νει την α­νά­λυ­ση που α­κο­λου­θεί στην κα­τα­πο­λέ­μη­ση της δει­σι­δαι­μο­νί­ας” (σελ. 33, βλ. και σελ. 34-35). Η α­κοί­μη­τη αυ­τή α­στυ­νό­μευ­ση έ­χει γί­νει κοι­νός τό­πος στο βι­βλί­ο του Κον­δύ­λη. Κά­θε πε­ρί­πτω­ση δια­φο­ρο­ποί­η­σης α­πό τη γραμ­μή του ευ­ρω­πα­ϊ­κού Δια­φω­τι­σμού κρί­νε­ται, μο­νό­το­να, ως προ­ϊ­όν τέ­τοιας α­σφυ­κτι­κής πί­ε­σης (πα­ρα­πέ­μπω, ό­χι ε­ξα­ντλη­τι­κά, και στις σε­λί­δες 50, 55, 81, 83, 89, 92, 132, 141, 214).

Νο­μί­ζω πά­ντως ό­τι το πρό­βλη­μα δεν λύ­νε­ται τό­σο α­πλά. Ό­χι μό­νο για­τί, α­κό­μα κι αν δε­χθού­με τις πιέ­σεις και τις α­πει­λές, πα­ρα­μέ­νει το γε­γο­νός, ό­τι ο χώ­ρος της Εκ­κλη­σί­ας α­να­δει­κνύ­ε­ται σ’ ό­λη τη διάρ­κεια του Δια­φω­τι­σμού φυ­τώ­ριο και προ­ο­δευ­τι­κών –με το πνεύ­μα που θα ή­θε­λε και ο Κον­δύ­λης– ι­δε­ών και των φο­ρέ­ων τους, αλ­λά και για­τί πα­ρέ­με­ναν στους κόλ­πους της –χω­ρίς προ­φα­νώς να τους α­να­γκά­ζει να πα­ρα­μεί­νουν, το α­ντί­θε­το θα ή­ταν πιο λο­γι­κό– και με­τά την πί­ε­ση που δέ­χο­νταν (κά­πο­τε μά­λι­στα έ­ντο­νη, ό­πως για τον Με­θό­διο Αν­θρα­κί­τη ή τον Χρι­στό­δου­λο Πα­μπλέ­κη). Θέ­τω ξα­νά το ε­ρώ­τη­μα: Για­τί; Μή­πως για­τί αυ­τή η, τρό­πον τι­νά, πα­λι­νω­δί­α δεν ή­ταν πα­ρά μια ει­λι­κρι­νής, α­πό τα βά­θη της συ­νεί­δη­σης, προ­σπά­θεια να συν­δυα­σθούν αυ­τά που ο ευ­ρω­πα­ϊ­κός Δια­φω­τι­σμός έ­κρι­νε αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­με­να, να συ­γκε­ρα­σθούν σε μια νέ­α, αλ­λιώς προ­ο­δευ­τι­κή σύν­θε­ση, τα θε­ω­ρού­με­να ό­λως α­ντί­θε­τα – φυ­σι­κές και μα­θη­μα­τι­κές ε­πι­στή­μες και “με­τα­φυ­σι­κή”;

Πα­ρα­θέ­τω και μιαν α­να­φο­ρά του Κον­δύ­λη στον Κο­ρα­ή: “ο Κο­ρα­ής α­κο­λου­θεί την τα­κτι­κή, που ή­δη συ­να­ντή­σα­με στους Κα­ταρ­τζή και Πα­μπλέ­κη και που πα­ρα­μέ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή για το κύ­ριο (α­στι­κό) ρεύ­μα του δυ­τι­κού Δια­φω­τι­σμού: η α­θε­ΐ­α α­πορ­ρί­πτε­ται α­πε­ρί­φρα­στα, αλ­λά ως α­ντί­τι­μο ζη­τεί­ται η κα­τα­πο­λέ­μη­ση της ‘δει­σι­δαι­μο­νί­ας’, δηλ. η α­πο­κο­πή του πα­ρα­δο­σια­κού χρι­στια­νι­σμού α­πό τη ‘σχο­λα­στι­κή’ και η προ­σαρ­μο­γή του στο η­θι­κό και κοι­νω­νι­κό πρό­γραμ­μα των δια­φω­τι­στών. Η ‘λο­γι­κή λα­τρεί­α του Θε­ού’ πρέ­πει να α­πο­τε­λέ­σει, κα­τά τον Κο­ρα­ή, τη βά­ση για τη συμ­φω­νί­α φι­λο­σο­φί­ας και (α­να­νε­ω­μέ­νης) θρη­σκεί­ας” (σελ. 38-39). Ξαφ­νι­κά πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, ό­τι και στον δυ­τι­κό (τον α­στι­κό) Δια­φω­τι­σμό η α­θε­ΐ­α α­πορ­ρί­πτε­ται, μά­λι­στα α­πε­ρί­φρα­στα, ε­νώ βέ­βαια κα­τα­πο­λε­μεί­ται η δει­σι­δαι­μο­νί­α, και πως την τα­κτι­κή αυ­τή α­κο­λου­θεί και ο Κο­ρα­ής (αλ­λά και ο Κα­ταρ­τζής και ο Πα­μπλέ­κης –δεν εί­ναι λοι­πόν μό­νο οι πιέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας που ε­νερ­γούν δρα­στι­κά;). Βέ­βαια ή­ταν δύ­σκο­λο να α­πο­δο­θεί η “μέ­ση ο­δός”, ό­σον α­φο­ρά και την φι­λο­σο­φί­α του Κο­ρα­ή, στους ί­διους ε­σω­τε­ρι­κούς λό­γους (πιέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας), για­τί αυ­τός δεν θα εί­χε ε­πι­τέ­λους τί­πο­τα να φο­βη­θεί και το έ­δει­ξε πολ­λές φο­ρές το θάρ­ρος της γνώ­μης του. Ο ί­διος ο Κον­δύ­λης στην πα­ρα­πά­νω σε­λί­δα α­να­φέ­ρει, σε υ­πο­ση­μεί­ω­ση, ό­σα γρά­φει ο Κο­ρα­ής στα προ­λε­γό­με­να των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων “για τους μο­να­χούς και τους ευ­γε­νείς ως τους δύ­ο στύλους ο­λι­γαρ­χι­κών πο­λι­τευ­μά­των”.

Ναι, το πιο ορ­θό εί­ναι να πα­ρα­τη­ρή­σουμε, δί­νο­ντας μά­λι­στα έμ­φα­ση στην πα­ρα­τή­ρη­ση αυ­τή, πως ο Κο­ρα­ής εί­ναι ο κα­τε­ξο­χήν κή­ρυ­κας της –στη­ριγ­μέ­νης στην ί­δια την ι­στο­ρί­α και την πο­λι­τι­σμι­κή πα­ρά­δο­ση των Ελ­λή­νων– μέ­σης ο­δού. Κι αν αυ­τός μι­λού­σε για γλώσ­σα, αυ­τό δεν ση­μαί­νει, ό­τι δεν εν­νο­ού­σε τη μέ­ση ο­δό διευ­ρυ­μέ­νη σ’ ό­λο το πο­λι­τι­σμι­κό φά­σμα: η γλώσ­σα εί­ναι ο βα­σι­κός φο­ρέ­ας του πο­λι­τι­σμού.

Τα ί­δια τα πραγ­μα­τι­κά δε­δο­μέ­να υ­πο­χρε­ώ­νουν κά­πο­τε τον Κον­δύ­λη να κλί­νει προς μια τέ­τοιαν α­να­γνώ­ρι­ση. Α­κό­μη και για τον υ­λι­σμό –ως πρό­βλη­μα της φι­λο­σο­φί­ας– γρά­φει: “Το πρό­βλη­μα του υ­λι­σμού στη φι­λο­σο­φί­α του ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού παίρ­νει (…) δύ­ο ό­ψεις: α­πό τη μια έ­χου­με να κά­νου­με με τη ρη­τή α­πο­κή­ρυ­ξη του υ­λι­σμού (δηλ. της ο­ντο­λο­γι­κής αυ­το­νο­μί­ας της ύ­λης), ό­χι μό­νον α­πό φό­βο μπρο­στά στην υ­λι­κή δύ­να­μη της θε­ο­λο­γι­κής κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης, αλ­λά κι α­πό τη συ­νει­δη­τή α­πο­δο­χή της πα­ρα­δο­σια­κής σύν­δε­σης πνεύ­μα­τος και η­θι­κών α­ξιών. κι α­πό την άλ­λη πρέ­πει να δια­πι­στώ­σου­με τη δει­λή, και κά­πο­τε α­συ­νεί­δη­τη, διείσ­δυ­ση θέ­σε­ων, ά­με­σα ή έμ­με­σα, υ­λι­στι­κών σε κεί­με­να που α­πό πρώ­τη ό­ψη δεν δί­νουν κα­μιά τέ­τοια ε­ντύ­πω­ση” (η υ­πο­γράμ­μι­ση εί­ναι δι­κή μου) (σελ. 61-62).

Ο­πωσ­δή­πο­τε την α­δυ­να­μί­α του νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμού εν προ­κει­μέ­νω (που εί­ναι και “ήτ­τα” έ­να­ντι του δυ­τι­κού Δια­φω­τι­σμού) ε­ντο­πί­ζει ο Κον­δύ­λης σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση, στο γε­γο­νός, ό­τι ο πρώ­τος δεν α­πέ­βα­λε τον θε­ό α­πό τη θε­ω­ρί­α της φύ­σης, α­πό την κο­σμο­λο­γι­κή φι­λο­σο­φί­α του. Α­κό­μα και ο στε­νά πιε­σμέ­νος α­πό το εκ­κλη­σια­στι­κό κα­τε­στη­μέ­νο Πα­μπλέ­κης έ­χει μια συ­νει­δη­τή “α­ντι­υ­λι­στι­κή το­πο­θέ­τη­ση”, “με (με­ρι­κή) ε­ξαί­ρε­ση τον Ψα­λί­δα” (σελ. 68-69).

Εί­ναι φα­νε­ρό, ό­τι ο Κον­δύ­λης δέ­χε­ται τη φι­λο­σο­φί­α μο­νο­σή­μα­ντα και μο­νο­διά­στα­τα, σε στε­νό ε­να­γκα­λι­σμό (μέ­χρι ταυ­τί­σε­ως) με την ε­πι­στή­μη, δη­λα­δή με τη φυ­σι­κή και τα μα­θη­μα­τι­κά. Ό­μως μό­νο αυ­τή εί­ναι η φι­λο­σο­φί­α; Και εν τοιαύ­τη πε­ρι­πτώ­σει για­τί χρειά­ζε­ται; Αν ή­ταν έ­τσι, ό­λες τις α­πα­ντή­σεις θα τις έ­δι­νε η ε­πι­στή­μη – με α­πο­τέ­λε­σμα πολ­λά ε­ρω­τή­μα­τα να μέ­νουν α­να­πά­ντη­τα (η σχε­δόν βέ­βαι­η α­πά­ντη­ση του Κον­δύ­λη θα ή­ταν πως α­πα­ντή­σεις που δεν δί­νει η ε­πι­στή­μη, πα­ρά “μια πα­ρα­δο­σια­κή με­τα­φυ­σι­κή”, εί­ναι ά­χρη­στες, δεν είναι α­πα­ντή­σεις).

Ε­ντού­τοις υ­πάρ­χει και η άλ­λη φι­λο­σο­φί­α. Και στον χώ­ρο του Δια­φω­τι­σμού του νε­ο­ελ­λη­νι­κού. Ό­πως την εκ­φρά­ζει π.χ. ο Κα­ταρ­τζής. Α­ντι­γρά­φω α­πό τον Κον­δύ­λη, α­πό την α­νά­λυ­ση των το­πο­θε­τή­σε­ων και αρ­χών του σχε­τι­κά με το πρό­βλη­μα του υ­λι­σμού: “Ό­ποιος (…) πα­ραι­τεί­ται α­πό την υ­πε­ραι­σθη­τή γνώ­ση του όντος αδιαφορεί και για την εξίσου υπεραισθητή γνώση των η­θι­κών α­ξιών και δεν δέ­χε­ται αρ­χές ρυθ­μι­στι­κές των αν­θρώ­πι­νων πρά­ξε­ων, ‘για τού­το ό­λα εί­ναι θε­μι­τά γι’ αυ­τόν, κι ό­λα τα κά­μνει, αν τον α­φή­σουν’, χω­ρίς να έ­χει συ­νει­δη­σια­κές τύ­ψεις και νιώ­θο­ντας χα­ρά που ε­πι­στρέ­φει σε μια ζω­ώ­δη κα­τά­στα­ση δί­χως έλ­λο­γους πε­ριο­ρι­σμούς” κ.λπ. (σελ. 69). Το “υ­πε­ραι­σθη­τό”, λοι­πόν, το­πο­θε­τη­μέ­νο στο κέ­ντρο της κο­σμο­λο­γί­ας του Κα­ταρ­τζή, έ­στω κι αν ο Έλ­λη­νας στο­χα­στής δεν πα­ραι­τεί­ται α­πό την α­στυ­νο­μι­κή ερ­μη­νεί­α τέ­τοιων δυ­ι­στι­κών, ας πού­με, φαι­νο­μέ­νων: “ο­νο­μα­στι­κά α­πο­δο­κι­μά­ζο­νται ε­δώ ο Rousseau και ο Voltaire, και στ’ α­λή­θεια δυ­σκο­λευό­μα­στε να πού­με τι εί­ναι πι­θα­νό­τε­ρο, αν δη­λα­δή ο Κα­ταρ­τζής α­γνο­ού­σε σε τό­ση έ­κτα­ση το πραγ­μα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο των έρ­γων τους ή αν ή­θε­λε με μια πα­νη­γυ­ρι­κή α­πο­κή­ρυ­ξη δια­βό­η­των –για την Εκ­κλη­σί­α– δια­φω­τι­στών να ε­ξα­σφα­λί­σει τί­τλους χρι­στια­νι­κής ορ­θο­φρο­σύ­νης αρ­κε­τούς για να του δώ­σουν ε­λευ­θε­ρί­α κι­νή­σεων σε το­μείς α­με­σό­τε­ρου πρα­κτι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος (τον εκ­παι­δευ­τι­κό λ.χ.)” (σελ. 69-70).

Τε­λι­κά θέ­λει να θε­ω­ρή­σει ό­λους αυ­τούς τους Έλ­λη­νες δια­φω­τι­στές πε­ρί­που κρυ­πτα­θέ­ους, που κα­τα­φεύ­γουν α­πό σκο­πι­μό­τη­τα σε μια δή­λω­ση α­πο­κή­ρυ­ξης της α­θε­ΐ­ας, για να βρουν την η­συ­χί­α τους! Κι αυ­τό για­τί υ­πάρ­χει μια εμ­μο­νή στην ι­δέ­α, ό­τι ο δυ­τι­κός Δια­φω­τι­σμός εί­ναι το α­πο­κλει­στι­κό και δε­σμευ­τι­κά α­πό­λυ­το πρό­τυ­πο και μέ­τρο, σύμ­φω­να προς το ο­ποί­ο πρέ­πει να κρι­θεί και να βαθ­μο­λο­γη­θεί ο νε­ο­ελ­λη­νι­κός, ο ο­ποί­ος “δεν εί­ναι πα­ρά η θα­μπή α­ντα­νά­κλα­ση του δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κού, και ο ε­σω­τε­ρι­κός του δια­φο­ρι­σμός συ­ντε­λεί­ται κι αυ­τός –πα­ρά την ευ­νό­η­τη ι­διο­μορ­φί­α της κοι­νω­νι­κής του αι­τιο­λο­γί­ας– σε α­ντι­στοι­χί­α ή α­να­λο­γί­α με τα ρεύ­μα­τα ι­δε­ών, στα ο­ποί­α δια­κλα­δί­ζε­ται κι ο δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κός” (σελ. 132). Εί­ναι κρί­μα που, ε­νώ ο Κον­δύ­λης α­να­γνω­ρί­ζει –τη θε­ω­ρεί μά­λι­στα “ευνόητη”– την “ι­διο­μορ­φί­α της κοι­νω­νι­κής αι­τιο­λο­γί­ας” και τον ρό­λο της για την πρό­σλη­ψη του δυ­τι­κού Δια­φω­τι­σμού α­πό τους Έλ­λη­νες δια­νο­ού­με­νους, δεν α­πέ­δω­σε τε­λι­κά κα­μιά ση­μα­σί­α στη δυ­να­τό­τη­τα που εύ­λο­γα εί­χε, η κοι­νω­νι­κή αυ­τή ι­διο­μορ­φί­α, να ε­πι­φέ­ρει βα­θύ­τε­ρες με­τα­βο­λές, δο­μι­κές εν πολ­λοίς, στο προ­σλαμ­βα­νό­με­νο ι­δε­ο­λο­γι­κό υ­λι­κό. Ω­στό­σο και μό­νο η με­τα­κί­νη­σή του “α­να­το­λι­κό­τε­ρα” –για να μην α­να­φέ­ρω ξε­ρά τυ­πι­κά το α­ντι­θε­τι­κό αλ­λά και δυ­να­μι­κά συ­νε­νού­με­νο δί­πο­λο Εκ­κλη­σί­ας και Αρ­χαιό­τη­τας– α­να­με­νό­ταν να δια­φο­ρο­ποι­ή­σει κα­θο­ρι­στι­κά το υ­λι­κό αυ­τό, ώ­στε να α­να­δει­χτεί μια ου­σιώ­δης πα­ραλ­λα­γή του αρ­χι­κού υ­πο­δείγ­μα­τος.

Προ­σω­πι­κά δεν θα εί­χα α­ντίρ­ρη­ση να συμ­φω­νή­σω μ’ αυ­τό που λέ­ει ο Κον­δύ­λης στα “Ει­σα­γω­γι­κά”, πως “η ‘ελ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α’ ως α­διά­σπα­στη συ­νέ­χεια θε­μά­των και τά­σε­ων με ει­δο­ποιά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­πο­τε­λεί κε­νό λό­γο, ο ο­ποί­ος ω­στό­σο σή­με­ρα βρί­σκει κι αυ­τός συ­χνά κά­ποιαν α­πή­χη­ση κο­ντά στα άλ­λα α­νι­στό­ρη­τα φλη­να­φή­μα­τα των δια­φό­ρων κα­τευ­θύν­σε­ων του ‘ελ­λη­νο­κε­ντρι­σμού’” (σελ. 10). Αλλά αυ­τή η εκ­δο­χή δεν είναι και η μό­νη που δια­τυ­πώ­νε­ται κα­τά τη θε­ώ­ρη­ση της ελ­λη­νι­κής ι­στο­ρί­ας –συ­νή­θως ό­μως αυ­τή η εκ­δο­χή, την ο­ποί­α ο Κον­δύ­λης γε­νι­κεύ­ει, δια­τυ­πώ­νε­ται α­πό α­σχο­λού­με­νους, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο, με τη μια ή την άλ­λη μορ­φή πο­λι­τι­κής ρητορείας, στα κράσπεδα ή και εκτός επιστήμης και ιστορίας. Την ιστορία άλλωστε γενικά, ποιος λίγο, ποιος πολύ, διαχειριζόμαστε οι περισσότεροι όχι με την αναγκαία προσοχή και “βάσανον”, συνειδητά ή και υποσυνείδητα.

Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου