ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
......
ΘΕΜΑ:
Πρόγραμμα Σπουδών
Σχετ:
Τα με αρ. πρωτ. 15/03-02-15 έγγραφό σας
Σας διαβιβάζουμε το Απόσπασμα Πρακτικού 15/23-03-2015 του
Δ.Σ, του Ι.Ε.Π., που αφορά την ανάσχεση της εφαρμογής του Προγράμματος Σπουδών
του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Με εντολή Προέδρου,
Ο Διευθυντής της Διοικητικής Υπηρεσίας
Κωνσταντίνος Καλπάκας
Συνημμένα:
σελίδες 08 (οκτώ)
***
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Απόσπασμα Πρακτικού 15/23-03-2015
Σήμερα 23 Μαρτίου 2015, ημέρα Δευτέρα και ώρα 12:30, στο
γραφείο του Προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Τσόχα 36 Αθήνα,
συνεδρίασε το Διοικητικό Συμβοΰλιο, υπό την προεδρία του Προέδρου του
Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π) και Προέδρου του Διοικητικού
Συμβουλίου κ. Σωτηρίου Γκλαβά.
Παρόντες: Στη συνεδρίαση παρευρίσκονται μετά
από πρόσκληση, ο Αντιπρόεδρος του Ι.Ε.Π. κ. Ιωάννης Κουμέντος και τα μέλη του
Διοικητικού Συμβουλίου κ.κ.: Ιωάννης Αντωνίου, Παρασκευάς Γιαλούρης, Ηλίας
Ματσαγγούρας και Γεώργιος Τύπας.
Απουσιάζει λόγω άλλης υπηρεσιακής απασχόλησης ο κ.
Θεμιστοκλής Παναγιωτόπουλος.
Χρέη Γραμματέως ασκεί η κ.
Κυριακή Σημαιοφορίδου, αποσπασμένη
εκπαιδευτικός στο Ι.Ε.Π.
Αφού διαπιστώνεται απαρτία, αρχίζει η συνεδρίαση.
ΘΕΜΑΤΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ
ΔΙΑΤΑΞΗΣ
………………………..………………………………………………………………………………………………..
Θέμα: «Απάντηση στην
επιστολή της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ) προς τον Πρόεδρο του ΙΕΠ με θέμα
«Ανάσχεση της εφαρμογής του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος των
Θρησκευτικών»
Ο Πρόεδρος ενημερώνει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου
ότι οι κ.κ. Σταύρος Γιαγκάζογλου & Παύλος Μάραντος, Προϊστάμενοι των
Γραφείων Έρευνας Σχεδιασμού & Εφαρμογών Α & Β, έχουν καταθέσει προς
έγκριση την παρακάτω εισήγηση (αρ. πρωτ.: 986/13-03-2015):
…………………………………………………………………………………………………………………………..
Ακολουθεί συζήτηση επί του θέματος των μελών του
Διοικητικού Συμβουλίου.
Το Διοικητικό
Συμβούλιο, ομόφωνα, αποφασίζει να δοθεί στην Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) η
ακόλουθη απάντηση:
1. Ο χαρακτήρας της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο νέο ΠΣ του
Λυκείου
Ο σχεδιασμός του
νέου Προγράμματος Σπουδών
(ΠΣ) στα Θρησκευτικά Λυκείου λαμβάνει υπόψη:
α. Τη γενική και την ειδική σκοποθεσία της Εκπαίδευσης,
σύμφωνα με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο απορρέει από το Σύνταγμα της
Ελλάδας και τους βασικούς νόμους νια την Εκπαίδευση και ειδικότερα νια το
Λύκειο.
β. Τις επιστημονικές προτάσεις της σύγχρονης
θρησκειοπαιδαγωγικής, όπως προκύπτουν από ελληνικές και ευρωπαϊκές έρευνες σε
συνδυασμό με τις νέες θεωρίες μάθησης και διδακτικής μεθοδολογίας.
γ. Τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά των (μετ)εφήβων μαθητών,
την προγενέστερη γνώση και τα μαθησιακά επιτεύγματα τους, τις εμπειρίες που
κομίζουν από το περιβάλλον στο οποίο ζουν και επιπλέον τις προσδοκίες και τις
ιδιαίτερες ανάγκες τους στο μαθησιακό πεδίο του Μαθήματος των Θρησκευτικών
(ΜτΘ).
δ. Το πλαίσιο
οργάνωσης, τις παιδαγωγικές αρχές,
τους εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς
καθώς και το πλαίσιο αξιολόγησης του Λυκείου.
ε. Τον εκπαιδευτικό προσανατολισμό και την ανάπτυξη των
περιεχομένων του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου για λόγους
συνοχής, συνέχειας και ομαλής μετάβασης από τη μία βαθμίδα στην άλλη.
στ. Την επικρατούσα τοπική θρησκευτική παράδοση
ως θεμελιώδη πυλώνα του θρησκευτικού γραμματισμού των
μαθητών, καθώς και το ευρύτερο θρησκευτικό και πολιτισμικό πλαίσιο το οποίο την
περιβάλλει.
ζ. Τη συνθετότητα
του σύγχρονου κοινωνικού
και πολιτισμικού ιστού,
όπως διαμορφώνεται σε τοπικό, ευρωπαϊκό
και οικουμενικό επίπεδο, καθώς και τις ειδικές μορφωτικές και
εκπαιδευτικές ανάγκες που προκύπτουν από αυτή.
Επομένως, οι ειδικοί σκοποί της θρησκευτικής εκπαίδευσης
στο Λύκειο σύμφωνα με το νέο ΠΣ είναι α) Η ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας
του εφήβου μαθητή, β) Ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας του ΜτΘ βασισμένος στην
ελληνική πολιτισμική ιδιοπροσωπία και ιδιαίτερα τα μορφωτικά αγαθά της
παράδοσης και του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, γ) Ο θρησκευτικός γραμματισμός του
εφήβου μαθητή, δ) Η κριτική θρησκευτικότητα, ε) Η διαπολιτισμική διάσταση της
θρησκευτικής εκπαίδευσης, στ) Η κοινωνικοποίηση, ζ) Η λειτουργία της τάξης ως
κοινότητας μάθησης.
2. Η συνοχή και η συνέχεια των Προγραμμάτων Σπουδών στο
Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο
Η θρησκευτική εκπαίδευση με την παιδαγωγική και διδακτική
μέθοδο αλλά και με το θεματικό περιεχόμενο της έχει πολλές δυνατότητες να
εμπλαισιώσει ριζικά τη δημιουργία και καλλιέργεια κοινότητας, η οποία και ως
έννοια σχετίζεται με τη θρησκευτική πίστη και την πολιτισμική παράδοση του
τόπου. Μπορεί να θεωρηθεί ως κοινότητα μάθησης στο πλαίσιο του συνεχούς
διαλόγου, της ανάλυσης και βιωματικής εφαρμογής αρχών και αξιών, όπως η
ελευθερία, η αγάπη, η δημοκρατία, τα δικαιώματα, η ισότητα, η αυτονομία, ο
σεβασμός στην ετερότητα, η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη, η ελπίδα κ.ά. Έτσι, το ΜτΘ
ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες των μαθητών, υπηρετώντας,
αφενός, τους γενικούς σκοπούς της εκπαίδευσης και, αφετέρου, έναν «θρησκευτικό
γραμματισμό», ο οποίος συμβάλλει στη δημιουργία θρησκευτικά συνειδητοποιημένων
και διαλεγόμενων πολιτών. Η θρησκευτική αυτή εκπαίδευση αποβλέπει στον
θρησκευτικό γραμματισμό, αλλά και στην ευαισθητοποίηση και στον προσωπικό
αναστοχασμό των μαθητών απέναντι στον δικό τους θρησκευτικό και ηθικό
προβληματισμό. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι θεωρητικό ή νεφελώδες, αλλά ήδη
έγινε πραγματικότητα στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και
Γυμνασίου, το οποίο εφαρμόστηκε πιλοτικά κατά την περίοδο 2011-2013 και ήδη
έχει βελτιωθεί και αναθεωρηθεί (2014) και υφίσταται ως συμπληρωματικό προς το
ισχύον ΠΣ μέχρι την πλήρη εφαρμογή του. Κατ' αυτό τον τρόπο πραγματοποιείται η
σταδιακή - και πάντως όχι αποκλειστική και μονοδιάστατη - μετάβαση από το
στάδιο της κατανόησης (Δημοτικό) στην ερμηνευτική προσέγγιση (Γυμνάσιο) και από
εκεί στην κριτική προσέγγιση και στη δημιουργική ανίχνευση των ορίων του
διαλόγου και της σύνθεσης με τη σημερινή εποχή (Λύκειο), έχοντας ως επίκεντρο
την προσωπική εμπειρία των εφήβων.
3. Η εννοιοκεντρική
μέθοδος του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Λυκείου
Το προτεινόμενο ΠΣ στο μάθημα των Θρησκευτικών του Λυκείου
έχει ως επίκεντρο τη μαθησιακή μέθοδο και διαδικασία. Σε αντιδιαστολή με άλλα
είδη ΠΣ, τα οποία εστιάζουν στις γνώσεις που πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές
(τι θα μάθουν) και στον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να μάθουν (γιατί θα
μάθουν), στο νέο ΠΣ η διαδικασία με την οποία θα μάθουν οι μαθητές (πώς θα
μάθουν) έχει κομβική σημασία. Οι στόχοι και το περιεχόμενο του ΠΣ υπηρετούνται
από τη μαθησιακή διαδικασία (μέθοδο) και συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους. Η
πρώτη ύλη της μεθόδου που ακολουθεί το μάθημα των Θρησκευτικών στο Λύκειο είναι
οι «βασικές έννοιες», οι οποίες είναι απαραίτητες στην επικοινωνία του ανθρώπου
με τον εαυτό του, τους άλλους και τον Θεό. Έχει αποδειχθεί ότι μέχρι τώρα η
θρησκευτική εκπαίδευση εμφάνιζε προβλήματα ακριβώς στη νοηματοδότηση των
εμπειριών της ζωής με θρησκευτικές έννοιες. Οι έννοιες αυτές μας δίνουν τη
δυνατότητα να παρουσιάσουμε και να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο του ΜτΘ στο
Λύκειο σε σχέση με την ανθρώπινη εμπειρία, μας προσφέρουν εργαλεία να
κατανοήσουμε• και να νοηματοδοτήσουμε τον κόσμο. Στην Ορθόδοξη χριστιανική
παράδοση, αλλά και στις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις οι άνθρωποι χρησιμοποιούν
συγκεκριμένες έννοιες με συγκεκριμένο περιεχόμενο για να εκφράσουν τις
εμπειρίες και τον τρόπο που κατανοούν τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Στη
βάση των εννοιών αυτών σε κάθε μάθημα δημιουργείται ένας συγκεκριμένος καμβάς,
ένα διδακτικό σενάριο. Οι μαθητές επιδιώκεται να προσεγγίσουν κάθε βασική
έννοια, να τη γνωρίσουν σε βάθος, να την αναλύσουν, να διαπραγματευθούν θέσεις
και αντιθέσεις σε διαφορετικές πραγματικότητες του παρελθόντος, του παρόντος
και του μέλλοντος, να αντιμετωπίσουν πιθανά διλήμματα, να τη συνδέσουν με τη
ζωή τους και να την αξιοποιήσουν έμπρακτα και δημιουργικά, ανάλογα με τη
σημασία και το περιεχόμενο της. Σκοπός κάθε διδασκαλίας είναι η εννοιολογική
κατανόηση που ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια, η αποτελεσματικότητα των οποίων
έχει επιβεβαιωθεί από επιστημονικές έρευνες.
4. Οι
θρησκειολογικές αναφορές του Μαθήματος των Θρησκευτικών
α. Οι θρησκειολογικές αναφορές στο νέο ΠΣ Δημοτικού &
Γυμνασίου
Οι βασικές επικρίσεις κατά του νέου ΠΣ της υποχρεωτικής
εκπαίδευσης (Δημοτικό & Γυμνάσιο) αφορούσαν κυρίως στην συμπερίληψη
θρησκειολογικών στοιχείων και αναφορών. Αρκετοί μάλιστα είτε απομόνωσαν
επιμέρους θρησκειολογικές αναφορές είτε συνέλεξαν όλα τα θρησκειολογικά
στοιχεία του νέου ΠΣ και τα ενοποίησαν σκόπιμα για να φανεί ότι το νέο
Πρόγραμμα είναι σαφέστατα ή αμιγώς θρησκειολογικό. Οι όποιες αναφορές σε άλλες
θρησκείες - όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο - έγιναν στο ΠΣ της υποχρεωτικής
εκπαίδευσης πάντοτε έπειτα από προηγηθείσα εκτενή παρουσίαση των Ορθόδοξων
χριστιανικών θεμάτων κάθε ενότητας και πάντως σε ποσοστό όχι άνω του 10% επί
της συνολικής διαπραγματευόμενης ύλης κάθε Θεματικής Ενότητας. Αξίζει να
επισημάνουμε ακόμη ότι οι θρησκειολογικές αναφορές στα βιβλία των Θρησκευτικών
υπάρχουν ήδη από την δεκαετία του '60 στο Γυμνάσιο, ενώ στο Δημοτικό ήδη με τα
ισχύοντα νέα βιβλία του 2003-2006. Συνεπώς, είναι παντελώς ανυπόστατη η
κατηγορία ότι στο νέο ΠΣ της υποχρεωτικής εκπαίδευσης παραγνωρίζεται ή
παραγκωνίζεται η Ορθόδοξη πίστη. Οι μαθητές δεν καλούνται να μελετήσουν σε
βάθος άλλες θρησκείες αλλά απλώς να εντάξουν στο πεδίο των θρησκευτικών τους
γνώσεων κάποια ακόμη στοιχεία για τις θρησκείες αυτές, ενώ φυσικά στα θέματα
του μαθήματος σε όλες τις τάξεις είναι κυρίαρχη η παρουσία της Ορθοδοξίας
(πίστη-θεολογία-λατρεία-ζωή-τέχνη). Το νέο αυτό ΠΣ, όμως, δεν μπορούσε να μη
λάβει σοβαρά υπόψη του, ότι στον σύγχρονο κόσμο οι μαθητές - ακόμη και των
τάξεων του Δημοτικού-έχουν πολλές ευκαιρίες να πληροφορηθούν - συχνά με μη
έγκυρο έως και επιζήμιο τρόπο - από πολλές πηγές
(τηλεάραση-βιντεοπαιχνίδια-κινηματογράφος-διαδίκτυο), δεδομένα που αφορούν στην
πίστη και στη λατρεία ανατολικών κυρίως θρησκειών και των ποικίλων παραφυάδων
τους, όπως εμφανίζονται στον δυτικό κόσμο. Επομένως, ένα σοβαρό σχολικό μάθημα
Θρησκευτικών, που αισθάνεται το «παλμό» των εξελίξεων στη σύγχρονη κοινωνία,
δεν θα ήταν δυνατόν να αδιαφορήσει για τη σωστή και υπεύθυνη ενημέρωση των
μικρών μαθητών με απώτερο στόχο την αποφυγή της παραπληροφόρησης και των
συνεπαγόμενων κινδύνων. Η διαστρωμάτωση της ύλης σχετικά με την Ορθόδοξη
διδασκαλία, με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και με τις λοιπές μεγάλες
θρησκείες, είναι απολύτως σαφής και διακριτή τόσο μέσα στο ΠΣ της υποχρεωτικής
εκπαίδευσης όσο και στο νέο ΠΣ του Λυκείου, όπου δικαιολογούνται με επάρκεια οι
θεματικές επιλογές, οι οποίες πάντως κινούνται εντός του νομιμοποιητικού
πλαισίου του ισχύοντος νόμου (Ν.1566/85). β. Οι θρησκειολογικές αναφορές στο
νέο ΠΣ του Λυκείου
Ο ίδιος ισχυρισμός περί εισαγωγής «μιας πανθρησκείας»
επανέρχεται και τώρα με το νέο ΠΣ στα Θρησκευτικά Λυκείου και είναι το ίδιο
ανυπόστατος, καθώς στο Λύκειο δεν γίνεται συστηματική διδασκαλία συγκεκριμένων
θρησκειών αλλά μόνο αναφορές όπου αυτό χρειάζεται, υπηρετώντας τον θρησκευτικό
γραμματισμό των εφήβων μαθητών μέσω των εννοιών, οι οποίες υπάρχουν σε
διαφορετικές θρησκείες και μάλιστα νοηματοδοτούνται στο πλαίσιο τους εντελώς
διαφορετικά. Συνεπώς, δεν εισάγεται η «πανθρησκεία», αλλά γίνεται λόγος για
άλλες θρησκείες, πέρα και διακριτά από τον Χριστιανισμό, και ο διδάσκων και οι
μαθητές του μπορεί να επιλέξουν, αν και με ποιες θρησκείες είναι δυνατό να
ασχοληθούν στο πλαίσιο των ειδικών στόχων κάθε τάξης και των συγκεκριμένων
προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων που οργανώνονται στο πλαίσιο του
εννοιοκεντρικού πλέον σχεδιασμού του μαθήματος.
Σε κάθε περίπτωση, το μάθημα των θρησκευτικών οφείλει στο
πλαίσιο λειτουργίας του να διαχειρίζεται τη γνωριμία με τις άλλες θρησκείες, να
έχει άποψη για τη θρησκευτική ετερότητα και να εγκαινιάζει ή ενθαρρύνει έναν
ουσιαστικό διάλογο και μία κριτική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου εν
γένει. Οι επικριτές αυτής της προσέγγισης αντιλαμβάνονται το μάθημα των
Θρησκευτικών μάλλον ως κλειστό μάθημα που δεν χρειάζεται να διαλέγεται στον
δημόσιο χώρο του σχολείου. Ωστόσο, οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί δεν είναι απλώς οι
μόνοι που έχουν διδαχθεί θέματα θρησκειολογίας στις πανεπιστημιακές τους
σπουδές, αλλά και εκείνοι που καλούνται στις νέες συνθήκες των σύγχρονων
πολυπολιτισμικών κοινωνιών και του ενεργού πολίτη του κόσμου να διαδραματίσουν
ουσιαστικό ρόλο μετά λόγου γνώσεως προς την κατεύθυνση του αλληλοσεβασμού και
της ειρηνικής συνύπαρξης με τη θρησκευτική ετερότητα. Άλλωστε, αρχές όπως η
ανοικτότητα, η ανεκτικότητα, η νηφαλιότητα, η οικουμενικότητα, η αποδοχή και ο
σεβασμός του άλλου, ο σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας και του διαφορετικού
πολιτισμού, η ειρηνική συνύπαρξη, ο διάλογος, η ελευθερία κ.ά., αποτελούν όχι
απλώς θεωρητικές συλλήψεις της χριστιανικής ή μη χριστιανικής διανόησης αλλά
βιωματικές κατακτήσεις της Ορθόδοξης Παράδοσης κατά την μακραίωνα ιστορική της
όδευση.
5. Ποιοι συμμετέχουν στην εκπόνηση του ΠΣ
Σύμφωνα με τις προκηρύξεις του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής
Πολιτικής (ΙΕΠ) έγινε πρόσκληση κατάθεσης υποψηφιοτήτων αξιολογητών και
εμπειρογνωμόνων σε ειδικό ηλεκτρονικό Μητρώο του ΙΕΠ και κατόπιν πραγματοποιήθηκε,
βάσει συνεκτίμησης τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, αρχικά η επιλογή και
συγκρότηση της ομάδας των αξιολογητών του νέου ΠΣ, η οποία και εισηγήθηκε την
επιλογή της επιστημονικά υπεύθυνης και των εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση
Προγραμμάτων Σπουδών σε όλες τις τάξεις του Λυκείου από το ειδικό ηλεκτρονικό
Μητρώο του ΙΕΠ. Η επιλογή των αξιολογητών και των εμπειρογνωμόνων έγινε με
αμιγώς επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια της ομάδας των εμπειρογνωμόνων στα
Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου. Την επιτροπή των αξιολογητών αποτελούν δύο
μέλη ΔΕΠ, ένας Σχολικός Σύμβουλος και μία Θεολόγος εκπαιδευτικός πειραματικού
σχολείου, υπό τον συντονισμό του Προϊσταμένου του Γραφείου Έρευνας, Σχεδιασμού
και Εφαρμογών Α του ΙΕΠ. Η επιτροπή αυτή υπέγραψε κοινή πρόταση-εισήγηση προς
το ΔΣ του ΙΕΠ για την επιλογή συγκεκριμένων εμπειρογνωμόνων και επιστημονικής
υπεύθυνης μέλους ΔΕΠ, δηλαδή της ομάδας εκπόνησης του ΠΣ και του Οδηγού για τον
Εκπαιδευτικό στα Θρησκευτικά Λυκείου, η οποία αποτελείται από δύο μέλη ΔΕΠ, από
τέσσερις Σχολικούς Συμβούλους, από δύο Θεολόγους εκπαιδευτικούς Διευθυντές
Λυκείου και Δρ. Θεολογίας, και από άλλους πέντε διδάκτορες ή κατόχους
μεταπτυχιακών τίτλων εκπαιδευτικούς Θεολόγους της τάξης. Τόσο στην επιτροπή των
αξιολογητών όσο και στην ομάδα των εμπειρογνωμόνων συμμετέχουν εν ενεργεία μέλη
ΔΕΠ με γνωστικό αντικείμενο τη διδακτική του ΜτΘ. Μοναδική προϋπόθεση για τη
συμμετοχή τους υπήρξε η με βάση τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις της
σχετικής προκήρυξης εγγραφή τους στο Μητρώο υποψηφιοτήτων για το συγκεκριμένο
συγχρηματοδοτούμενο έργο του ΙΕΠ στην ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα του φορέα.
Ως γνωστόν, η ΠΕΘ ζητεί να συμμετέχει ex officio σε επιτροπές του Παιδαγωγικού
Ινστιτούτου άλλοτε και τώρα του ΙΕΠ για την εκπόνηση Προγραμμάτων Σπουδών,
διδακτικών βιβλίων και άλλων εκπαιδευτικών υλικών, επειδή είναι Πανελλήνια
Ένωση Θεολόγων. Ωστόσο, το Έργο του Νέου Σχολείου δεν προέβλεπε τέτοια
δυνατότητα, παρά μόνο την ατομική εγγραφή υποψηφίων
εμπειρογνωμόνων-επιστημόνων, βάσει της προκήρυξης υποβολής υποψηφιοτήτων. Η
ΠΕΘ, όπως και άλλες ενώσεις εκπαιδευτικών, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να ασκεί
γόνιμη και δημιουργική κριτική, ώστε να βελτιωθούν και να αναθεωρηθούν τα
εκπαιδευτικά αυτά υλικά στην πορεία τους.
6. Ο δημόσιος διάλογος για τη φυσιογνωμία του ΜτΘ
Οι κύκλοι που ασκούν κριτική στο νέο ΠΣ συχνά αποσιωπούν ή
απλώς δεν λαμβάνουν σαφώς υπόψη τους μια μεγάλη συζήτηση εδώ και δεκαετίες γύρω
από τον «ομολογιακό» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα. Στη
συζήτηση αυτή, πέρα από τους υποστηρικτές του ομολογιακού μαθήματος, υπάρχουν
και οι επικριτές του, που είναι μέλη της επιστημονικής κοινότητας,
συνταγματολόγοι, εκπαιδευτικοί ή απλώς διανοούμενοι που καταθέτουν την άποψη
τους. Επιπλέον, ιδιάζουσα σημασία έχουν οι θέσεις θεσμοθετημένων οργάνων και
αρχών της Πολιτείας, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας, η Αρχή Προστασίας
Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ο Συνήγορος του Πολίτη.
Οι ίδιοι κύκλοι στην πρόσφατη αντίδραση τους κατά του νέου
ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου και Λυκείου έχουν μάλλον ξεχάσει τη
δημόσια συζήτηση, η οποία διεξάγεται εδώ και δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία,
συχνά με αφορμή το ζήτημα της απαλλαγής από τα Θρησκευτικά. Η παρουσίαση του
θέματος αυτού από τον Τύπο και τα λοιπά ΜΜΕ, οι θέσεις και οι δηλώσεις του
Συνηγόρου του Πολίτη, των κομμάτων, της ΟΛΜΕ και των επιμέρους εκπαιδευτικών
παρατάξεων, οι θέσεις διαφόρων εκπαιδευτικών κύκλων και διανοουμένων, οι
επίσημες παρεμβάσεις των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, των
θεολογικών ενώσεων και πολλών εκπαιδευτικών έδωσαν το στίγμα ενός δημόσιου
διαλόγου γύρω από τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία των Θρησκευτικών. Το
προβληματικό σημείο για τους επικριτές του μαθήματος αποτελεί ο έντονα
ομολογιακός και κατηχητικός χαρακτήρας των Θρησκευτικών. Από την άλλη πλευρά,
όχι μόνο οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί αλλά και οι Θεολογικές Σχολές έκαναν λόγο
για το αναγκαίο άνοιγμα προς τη θρησκευτική ετερότητα με την εισαγωγή
θρησκειολογικών αναφορών σε ένα νέο και ανοικτό ΠΣ, «ώστε να αναβαθμιστεί ακόμη
περισσότερο το μάθημα των Θρησκευτικών, να εμπλουτιστούν τα αναλυτικά σχολικά
προγράμματα με μαθήματα κοινωνικής ηθικής ή ιστορίας των θρησκευμάτων, τα οποία
θα μπορούν να παρακολουθούν οι μαθητές στο σύνολο τους ανεξαρτήτως θρησκείας ή
ομολογίας» (Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ, 9-9-2008). Προς την ίδια κατεύθυνση, το
περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα
«ούτε αποκλειστικά ομολογιακό προσανατολισμό μπορεί να έχει ούτε όμως και
αποκλειστικά θρησκειολογικό. Και οι δύο προσανατολισμοί πρέπει να υπάρχουν
αναλογικά και σε συνδυασμό, ώστε, εκτός των άλλων, από τη μια μεριά να
αποφεύγεται ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός, ενώ από την άλλη να καλλιεργείται
στους μαθητές μια συνείδηση αποδοχής, σεβασμού και ειρηνικής συνύπαρξης με το
«διαφορετικό» (Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, 8-9-2008). Η επιτροπή εκπόνησης του νέου ΠΣ
στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου, αλλά και η επιτροπή εκπόνησης του ΠΣ
στα Θρησκευτικά Λυκείου δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά έλαβαν σοβαρά υπόψη τον
δημόσιο αυτό διάλογο.
Εξάλλου, στο ευρωπαϊκό περιβάλλον υφίστανται πολλά και
ποικίλα πρότυπα οργάνωσης της θρησκευτικής αγωγής. Άλλα προγράμματα
συγκροτούνται με βάση το ομολογιακό ή το πολυομολογιακό πρότυπο, άλλα με βάση
το θρησκειολογικό και άλλα είναι απλώς μικτά και επιλεκτικά, ενσωματώνοντας
δημιουργικά τη διαπολιτισμική διάσταση του θρησκευτικού φαινομένου. Πριν από
λίγα χρόνια, το 2005, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης
(47 χώρες) με τη Σύσταση 1720, την οποία απηύθυνε προς τα κράτη-μέλη της, έκανε
λόγο για την ανάγκη εισαγωγής στην εκπαίδευση της διδασκαλίας των θρησκειών.
Ακολούθως, πρότεινε το θρησκειολογικό πρότυπο διδασκαλίας είτε έναντι του
ουδετερόθρησκου είτε έναντι του ομολογιακού ή πολυομολογιακού περιεχομένου του
μαθήματος των Θρησκευτικών στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα, για να
διασφαλίσει έτσι την αμεροληψία και αντικειμενικότητα στην παρουσίαση τους. Η
Σύσταση 12 (2008), η οποία έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, επιβάλλει σε όλες τις
χώρες της Ε.Ε. την υποχρεωτική διδασκαλία των θρησκευτικών και μη θρησκευτικών
πεποιθήσεων σε ένα πλαίσιο διαπολιτισμικό. Ωστόσο, η ανακάλυψη των διαφόρων
θρησκειών και κυρίως των θρησκειών γειτονικών χωρών από τους μαθητές, θα
γίνεται παράλληλα με τη γνωριμία της δικής τους θρησκείας. Πέρα από
φανατισμούς, «ο σκοπός αυτής της εκπαίδευσης θα πρέπει να κάνει τους μαθητές...
να αντιληφθούν ότι καθένας έχει το ίδιο δικαίωμα με όλους να πιστεύει ότι η
δική του θρησκεία είναι η "η αληθινή πίστη" και ότι η διαφορετική
θρησκεία ή η αθεΐα δεν διαφοροποιεί αξιολογικά τους ανθρώπους».
Επισημαίνεται, πάντως, ότι το νέο ΠΣ αφορά τη θρησκευτική
αγωγή στη δημόσια εκπαίδευση και όχι την εκκλησιαστική κατήχηση. Το ΜτΘ βεβαίως
και έχει ως κέντρο, αφετηρία και πρωταρχικό μέλημα την Ορθόδοξη πίστη και ζωή,
αλλά οφείλει και πρέπει να έχει ορίζοντα αναφοράς και διαλόγου και με τις άλλες
χριστιανικές κατανοήσεις, τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και τις σύγχρονες
φιλοσοφικές ή άλλες μορφές πνευματικότητας. Ένας ουσιαστικός διάλογος, ανάμεσα
στο κέντρο και στον ορίζοντα, που θα αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ΜτΘ
θεμελιωμένος πάνω στην ορθή προσέγγιση και κριτική κατανόηση των διαφορετικών
αφηγήσεων, δεν στοιχειοθετεί απομάκρυνση από την Ορθοδοξία ή μια μορφή
θρησκευτικού συγκρητισμού, απεναντίας, συνιστά κυρίως και κατεξοχήν την
πεμπτουσία της χριστιανικής μαρτυρίας στον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο
κόσμο μας.
Στην πράξη τα νέα ΠΣ της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αλλά και
του Λυκείου ουσιαστικά δεν απομακρύνονται από τους ειδικούς σκοπούς του
μαθήματος, όπως αυτοί ορίζονται στα Αναλυτικά Προγράμματα του 2003 (ΔΕΠΠΣ). Τα
Προγράμματα εκείνα, πέρα από την ενημέρωση για την υφή του θρησκευτικού
φαινομένου, την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης και την απόκτηση γνώσεων γύρω
από τη Χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση, την καλλιέργεια
του ήθους και της προσωπικότητας, με την αξιοποίηση των μορφωτικών αγαθών της
Αγίας Γραφής, των Πατέρων και της Παράδοσης της Εκκλησίας, εστίαζαν επιπλέον
στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών και στάσεων, στην
διερεύνηση του ρόλου που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και
την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης, στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών
εκφράσεων της θρησκευτικότητας, στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης
έκφρασης, στην αντίληψη ότι το αυθεντικό χριστιανικό μήνυμα είναι υπερφυλετικό,
υπερεθνικό και οικουμενικό, στην κατανόηση της πολυπολιτισμικής, πολυφυλετικής
και πολυθρησκευτικής δομής των σύγχρονων κοινωνιών και στη συνειδητοποίηση της
ανάγκης για διαχριστιανική και διαθρησκειακή επικοινωνία και αλληλογνωριμία.
Συνεπώς, το νέο ΠΣ κινείται πάνω στις ίδιες βασικές αρχές τις οποίες
εμπλουτίζει και αναπτύσσει περισσότερο.
7. Η πορεία εφαρμογής του νέου ΠΣ στα Θρησκευτικά Λυκείου
Κάθε νέο ΠΣ, προτού γενικευθεί και εφαρμοστεί στην
εκπαίδευση, χρειάζεται προηγουμένως να εφαρμοστεί πιλοτικά και να αξιολογηθεί.
Επίσης, τα νέα ΠΣ στα Θρησκευτικά Δημοτικού & Γυμνασίου, καθώς και του
Λυκείου - όπως και τα ΠΣ των άλλων μαθημάτων - μολονότι συνδέονται άμεσα και
υποστηρίζονται παιδαγωγικά από τον αντίστοιχο Οδηγό για τον Εκπαιδευτικό,
χρειάζεται ασφαλώς να οδηγήσουν στη συγγραφή νέων διδακτικών βιβλίων, καθώς και
στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα νέα αυτά διδακτικά εργαλεία. Όταν θα έχει
ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία, όπως προβλέπεται από το έργο του Νέου Σχολείου, δηλαδή
η παράδοση των Προγραμμάτων Σπουδών και των Οδηγών του Εκπαιδευτικού όλων των
γνωστικών αντικειμένων και καλυφθεί η ανάγκη δημιουργίας συμβατών με τα νέα
αυτά Προγράμματα Σπουδών διδακτικών υλικών ή βιβλίων, καθώς και η επιμόρφωση
των εκπαιδευτικών, τότε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής είναι δυνατό να
εισηγηθεί την πλήρη και υποχρεωτική διάχυση και ισχύ τους για το Δημοτικό, το
Γυμνάσιο και το Λύκειο. Εν τέλει, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού,
Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι αρμόδια να αποφασίσει ή όχι τη γενικευμένη και
καθολική ισχύ και εφαρμογή τους στην εκπαίδευση.
…………………………………………………………………………………………………….
Στο σημείο αυτό, και ώρα 15:30, λήγει η συνεδρίαση.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
του
Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Σωτήριος Γκλαβάς Κυριακή
Σημαιοφορίδου
αποσπασμένη
εκπαιδευτικός στο Ι.Ε.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου