ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Τελών σε κατάσταση διαρκούς πολιτικής μέθης, το σύνθημα το είχε ρίξει ο αείμνηστος ηγέτης του ελληνικού σοσιαλισμού, ελληνοποιώντας τις «ελίτ» και βαφτίζοντάς τες «ελίτες». Εννοώντας προφανώς πως τις «ελίτες» τις χώριζε από τους «αλήτες» μόνον ένα φωνήεν και μια ανορθογραφία. Ομως ποιος νοιαζόταν για ανορθογραφίες τον καιρό εκείνο. Η Ελλάδα είχε υιοθετήσει τον ρόλο της πολιτικής ανορθογραφίας, κάπου ανάμεσα στο Μπάαθ, τον Καντάφι και τον Μιτεράν, τα Μεσογειακά Προγράμματα έπνιγαν στο δωρεάν λίπασμα την ελληνική ύπαιθρο και κανείς δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με λεπτομέρειες. Ηταν η ίδια εποχή που η ηγερία του ιδίου σοσιαλισμού, η Μελίνα η Μερκούρη, αείμνηστος ως έχει, μετονόμαζε τους διανοούμενους σε κουλτουριάρηδες και ο Τσαρούχης χόρευε ζεϊμπέκικο στην Υδρα, «σαν την Ουλάνοβα», όπως προσφυώς το περιέγραψε ο Ταχτσής.
Ο θυρωρός της πολυκατοικίας του Γιώργου Κατσιφάρα που, επιτέλους, μια ωραία πρωία τον αναγνώρισε και τον αποκάλεσε με το όνομά του –κοινώς τον έχρισε «επώνυμο»– είχε αναλάβει τον ρόλο του «λαού». Του κυρίαρχου εννοείται. Αυτού που η θέλησή του ήταν νόμος και που το δίκιο του είχε αναλάβει να υπερασπιστεί ο ηγεμών των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων. Αυτού ο οποίος δεν είχε χρεία «ελιτών», αφού ο ίδιος ο ηγεμών ήταν από μόνος του ολόκληρη ελίτ.
Κάπως έτσι άρχισε ή μάλλον επισημοποιήθηκε ο διωγμός των ελληνικών ελίτ. Κάπως έτσι άρχισε η απαξίωση της σκέψης, της γνώσης, ακόμη και του αρθρωμένου λόγου, τον οποίον αντικατέστησαν οι χολώδεις κραυγές της «Αυριανής».
Και ήρθαν χρόνια καλύτερα από τα προηγούμενα που ήσαν ήδη καλά. Τις βαριές και άχαρες δουλειές, τις «βάναυσες» όπως θα έλεγαν και οι αρχαίοι ημών, τις ανέλαβαν Αλβανοί, δύστροποι, πλην όμως αποφασισμένοι να ζήσουν, κι εμείς καταλάβαμε τι θα πει bon vivant. Η ύπαιθρος εκτός από λιπάσματα γέμισε και με εκπροσώπους του ξανθού γένους, γένους θηλυκού κατά τα άλλα, και οι πρώην ραγιάδες και νυν άρχοντες απολάμβαναν, εκτός από την κάθοδο του Μόσκοβου, και άφθονο ουίσκι. Κι ας ήταν μπόμπα, μας άρεσε γιατί ήταν σαν να παίρνουμε την εκδίκησή μας για την εγκατάλειψη των Ορλοφικών.
Οι δε «ελίτες» είχαν πλήρως προσαρμοσθεί στα δεδομένα της νέας ιστορικής εποχής. Ντύνονταν σαν να τους έχει απονεμηθεί το Οσκαρ, τραγουδούσαν «σ’ όποιον αρέσουμε» και γενικώς απολάμβαναν τον ρόλο των επίλεκτων σε μια κοινωνία που ταύτιζε όλο και περισσότερο τον ρόλο του «ελίτη» με τον ρόλο του αλήτη.
Ετσι και τολμούσες να πεις πως «κάτι δεν πάει καλά, βρε παιδιά», αυτομάτως σε βάφτιζαν κομπλεξικό γκρινιάρη. Ο λεγόμενος «πνευματικός κόσμος» δεν ήταν για να σκέφτεται και να μας ανεβάζει τη χοληστερίνη.
Ηταν για να διασκεδάζει μαζί μας, ακόμη και στα καραγκιοζιλίκια, όπως η δίκη του Κλίντον ή η υπεράσπιση του Κούρδου Οτσαλάν. Ακόμη και να συλλογάται πού συμφωνεί και σε ποιες αποχρώσεις διαφωνεί με τις προκηρύξεις του δάσκαλου Γιωτόπουλου και των σχιζοφρενών δολοφόνων του. Τέλος πάντων. Μεσολάβησαν πολλά, μεσολάβησε και η λαμπερή πανωλεθρία των Ολυμπιακών Αγώνων, η αθρόα παραγωγή δημοσίων υπαλλήλων και, βέβαια, το άθλιο hangover που το είπαμε οικονομική κρίση.
Εξι χρόνια έχουν περάσει από τη δημόσια ομολογία της πτώχευσης, τρία μνημόνια έχουν μεσολαβήσει και καμιά εξάδα εκλογικές αναμετρήσεις που οδήγησαν σε αναδιατάξεις του πολιτικού σκηνικού, το οποίο αναδιατάσσεται χωρίς να μπορεί να αναδιαταχθεί. Και το ερώτημα που τίθεται είναι μάλλον απλό, τόσο που μπορεί να ακουστεί και αφελές. Εχουμε καταλάβει τι είναι αυτό που μας συνέβη και τι είναι αυτό που μας συμβαίνει; Και δεν εννοώ τι σκέφτεται ο καθένας για τον εαυτό του. Εννοώ αν ο δημόσιος λόγος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συλλογική κατανόηση, με όλες τις διαφωνίες, τις αποχρώσεις ή και τις αντιφάσεις ακόμη που μπορεί να περιλαμβάνει αυτή η κατανόηση. Ή μήπως εξαρχής ζητήσαμε από τους «άλλους» να μας εξηγήσουν και μόλις μας εξήγησαν αποφασίσαμε πως δεν είναι έτσι όπως μας τα λένε, και μας τα λένε έτσι γιατί μας εχθρεύονται, γιατί είναι κακοί, και το χειρότερο, είναι Ευρωπαίοι;
Κι αν το ζητήσαμε γιατί το ζητήσαμε; Μας έλειψαν οι λέξεις για να το εξηγήσουμε μόνοι ή μήπως εκείνο που έλειψε σε μια κοινωνία που ήδη προ πολλού αντιμετώπιζε τις «ελίτες» σαν αλήτες ήταν και είναι η δυνατότητα παραγωγής σκέψης; Και δεν εννοώ σκέψη με οικουμενικές φιλοδοξίες, σαν αυτή του κ. Τσίπρα που πέρυσι υποσχόταν στο χριστεπώνυμο πλήρωμά του πως θα αλλάξει όχι μόνον την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο. Εννοώ σκέψη απλή, αυτή που θα μας βοηθούσε ως κοινωνία να αντιληφθούμε τι σημαίνει προοπτικά, για τα επόμενα χρόνια, το κλείσιμο των συνόρων και η εγκατάσταση τόσων ετερόκλητων πληθυσμών ανάμεσά μας. Τολμάει η Σώτη Τριανταφύλλου να πει κάτι που να μην είναι προσαρμοσμένο στον ανθρωπιστικό κομφορμισμό του «μπάστε σκύλοι αλέστε» και του «όλοι έχουν το δικαίωμα να αρρωσταίνουν ελεύθερα στη λάσπη της Ειδομένης»; Την απειλούν με όλα τα δυνατά μέσα εκτέλεσης. Η αδυναμία σκέψης είναι η χειρότερη εκδοχή της ενιαίας σκέψης. Ενα είδος ολοκληρωτικού πολτού που με τον χρόνο και τη συνήθεια έχει κρουσταλλιάσει και λειτουργεί ως φλοιός του μέσα φασισμού.
Μια κοινωνία που έχει απαξιώσει τις «ελίτες» της, αρχής γενομένης από την εκπαίδευση, είναι μια κοινωνία τυφλών. Μια κοινωνία που δεν τολμά να αντικρίσει το είδωλό της, γιατί της φαίνεται γελοίο, και σκιαμαχεί με τα τέρατα και τους εχθρούς που γεννάει το σκοτάδι της. Δόξα τω Θεώ, από παραγωγή τεράτων τα πάμε μια χαρά. Στην παραγωγή έναρθρου λόγου πάσχουμε λίγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου