ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 16η Νοεμβρίου 2017
Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
Προφανώς το σύγχρονο κακόδοξο θεολογικό ρεύμα, της λεγόμενης «Μεταπατερικής Θεολογίας», προξένησε ανυπολόγιστη ζημία στο εκκλησιαστικό σώμα και τώρα άρχισαν να φαίνονται οι πικροί καρποί του και οι ολέθριες επιπτώσεις του.
Γύρω από το νεοφανές αυτό θεολογικό ρεύμα έχει ασχοληθεί η Ιερά Μητρόπολή μας πριν από πεντέμισι περίπου χρόνια με την διοργάνωσηΘεολογικής Ημερίδας, τον Φεβρουάριο του 2012 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, με θέμα: «Πατερική Θεολογία και μεταπατερική αίρεση», στην οποία ειδικοί ερευνητές και καταξιωμένοι ομιλητές ανέπτυξαν και ανέδειξαν το μέγεθος της πνευματικής αυτής κακοήθειας, που άρχισε να αναπτύσσεται στο σώμα της ελλαδικής Εκκλησίας εδώ και μερικές δεκαετίες. Μετά το γνωστό Συνέδριο της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» του Βόλου, το ζήτημα επεκτάθηκε και στις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, σε άλλες Θεολογικές Ακαδημίες της πατρίδος μας, σε καθηγητές Θεολογικών Σχολών, σε σωματεία και συλλόγους, και αλλού.
Όπως επεσήμαναν στις εισηγήσεις τους οι κορυφαίοι ομιλητές της εν λόγω Ημερίδας, πρόκειται για μια «θεολογία» μεταλλαγμένη, κατασκευασμένη και προσαρμοσμένη στα θεολογικά σπουδαστήρια των Θεολογικών Σχολών και των κλειστών Συνεδρίων. Μια «θεολογία» που λειτουργεί διαβρωτικά στην Πατερική και Κανονική μας Παράδοση. Μια «θεολογία» που ουσιαστικά ανατρέπει και κατεδαφίζει το κύρος και την αυθεντία των αγίων Πατέρων μας. Μια «θεολογία» επιδοτούμενη και χρηματοδοτούμενη από οικουμενιστικά κέντρα και ετερόδοξα ιδρύματα και πανεπιστήμια. Όπως πολύ εύστοχα διεκήρυξε στην ως άνω Ημερίδα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. κ. Σεραφείμ: «Οι συγκεκριμένοι κύκλοι που ευαγγελίζονται την υπέρβαση της Πατερικής Θεολογίας, ή την επαναδιατύπωσή της για χάρη δήθεν της συμπόρευσης με τον σύγχρονο κόσμο, αντιστρατεύονται την μετοχή, με εξαιρετικά επιτηδευμένο και απολύτως κενό περιεχομένου τρόπο, στην διαχρονική ενότητα της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Η πατερική διδασκαλία και η Ορθόδοξη μελέτη και εφαρμογή στην πράξη της πείρας των αγίων Πατέρων κηρύσσονται εν διωγμώ, γιατί εκκολάπτεται μια ‘μεταπατερική αίρεσις’, που καθυβρίζει το πανάγιον Πνεύμα, το θεώσαν τους αγίους Πατέρας, ως μη γνωρίζον τα μέλλοντα και ιδία ότι ο αιώνιος λόγος του δείται συναφειακής επικαιροποιήσεως από ανθρώπους καταστίκτους από γαιώδη πάθη».Ο καθηγητής της Δογματικής κ. Δημ. Τσελλεγγίδης συμπληρώνει: «Οι μεταπατερικοί θεολόγοι εμφανίζονται πρακτικώς να αγνοούν πλήρως, τι είναι η αγιότητα καθ’ εαυτήν και κατ’ επέκταση τι είναι καθ’ εαυτήν η αγιοπνευματική ζωή των αγίων, η οποία αποτελεί κατά την εμπειρία της Εκκλησίας τη θεμελιώδη προϋπόθεση του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν… Αλλά όταν αγνοείται και παραμερίζεται η αγιότητα, ή έστω η Ορθόδοξη θεολογική μεθοδολογία του «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν», είναι αναπόφευκτη η υιοθέτηση του ελεύθερου θεολογικού στοχασμού και της θεολογικής πιθανολογίας. Τούτο όμως οδηγεί ουσιαστικά σε μια νεοβαρλααμική θεολογία που είναι ανθρωποκεντρική και ως κριτήριό της έχει την αυτονομημένη λογική».
Με πολλή λύπη διαπιστώσαμε ότι το γνωστό στους θεολογικούς κύκλους περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» στο τελευταίο τεύχος του (τευχ.143, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2017), με τίτλο «Ετεροδοξία και αίρεση», φιλοξένησε δυστυχώς άρθρα ακαδημαϊκών θεολόγων, στα οποία διατυπώνονται θέσεις και απόψεις, που απηχούν και εκφράζουν το νεοφανές και κακόδοξο αυτό θεολογικό ρεύμα. Από τους οκτώ αρθρογράφους του περιοδικού θα περιοριστούμε, να σχολιάσουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας τον πρώτο και επιφυλασσόμαστε να ασχοληθούμε, εν καιρώ και Θεού θέλοντος, και με άλλους.
Πρόκειται για τον καθηγητή κ. Γ. Λαρεντζάκη, ο οποίος αναπτύσσει το θέμα με τίτλο «Αίρεση και σχίσμα σήμερα».Κατ’ αρχήν κάνει λόγο για τους όρους «αίρεση και σχίσμα», οι οποίοι κατά τον αρθρογράφο έχουν σήμερα ανάγκη επανεξετάσεως και καθάρσεως. Γράφει: «Σήμερα είναι ακαγκαίον, να επαναξετασθούν πολλοί όροι και χαρακτηρισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και κατά το παρόν και οι οποίοι δημιουργήθηκαν και άρχισαν να χρησιμοποιούνται από εποχές παλιότερες … Ένα από τα προβλήματα είναι η επανεξέταση και η κάθαρση των χρησιμοποιούμενων πολεμικών όρων. Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επανεξεταστούν και οι όροι «αίρεσις και σχίσμα» και να ερευνηθεί, εάν είναι δυνατόν οι όροι αυτοί να χρησιμοποιηθούν και να εφαρμοσθούν στη σύγχρονη σχέση των χριστιανικών Εκκλησιών». Η επανεξέταση είναι αναγκαία διότι, όπως γράφει, «σήμερα οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών, δόξα τω Θεώ,ευρίσκονται σε κατάσταση μετανοίας και πορείας προς την καταλλαγή και ενότητα». Αφού λοιπόν οι σχέσεις είναι άριστες, κατ’ αυτόν, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει η μία Εκκλησία την άλλη ως αιρετική. Θεωρεί ακόμη τον όρο «αίρεση» «πολεμικό όρο», που χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές, στις οποίες Ορθοδοξία και Παπισμός βρισκόταν σε κατάσταση διαμάχης και έχθρας, αλλά σήμερα στην εποχή της καταλλαγής και της αγάπης, της μετανοίας και της συμφιλιώσεως, δεν μπορεί να έχει θέση.
Εδώ ο αρθρογράφος παίρνει ως δεδομένο ότι ο Παπισμός είναι αληθινή Εκκλησία με έγκυρα μυστήρια κλπ., ενώ όπως είναι γνωστό έχει καταδικαστεί συνοδικά από πλήθος συνόδων κατά την διάρκεια της πρώτης και δευτέρας χιλιετίας.
Οι άγιοι Πατέρες, όμως, που αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων δεν χρησιμοποίησαν τον όρο «αίρεση» για να εκφράσουν την εχθρότητα και το μίσοςτους, είτε προς τον Παπισμό, είτε προς οποιαδήποτε άλλη αίρεση, που εμφανίστηκε στη ζωή της Εκκλησίας. Ούτε αναθεμάτιζαν συνοδικά τους αμετανόητους Παπικούς, επειδή τους μισούσαν. Τους αναθεμάτιζαν από αληθινή αγάπη προς αυτούς, με σκοπό να τους βοηθήσουν να συναισθανθούν την πλάνη τους και να μετανοήσουν, αλλά και από ποιμαντική μέριμνα, για να μην μεταδώσουν και σε άλλους την αρρώστια της αιρέσεως, επειδή γνώριζαν ότι η αίρεση οδηγεί στην απώλεια.
Οι άγιοι Πατέρες, βαδίζοντες πάνω στα χνάρια της αποστολικής Παραδόσεως, παρέλαβαν τον όρο «αίρεση» από την ίδια την αγία Γραφή: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος»,(Τιτ.3,10-11), «Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας», (Β΄Πετρ.2,1) κλπ. Έδωσαν δε στον όρο αυτόν το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο, που δίδουν σ’ αυτόν και οι θεόπνευστοι συγγραφείς της, για να χαρακτηρίσουν δηλαδή κάθε ετεροδιδασκαλία και κάθε διαστρέβλωση της υγιαινούσης και σωζούσης ευαγγελικής διδασκαλίας. Αν λοιπόν πρέπει να παύσουμε, να χαρακτηρίζουμε ως αιρετικούς τους καταδικασμένους συνοδικά και μέχρι σήμερα αμετανόητους Παπικούς, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και για κάθε άλλη αίρεση; Και κατ’ επέκταση γιατί να μη καταργήσουμε τον όρο «αίρεση» από τα ευαγγελικά κείμενα;
Παρά κάτω γράφει: «Οι ετερόδοξες Εκκλησίες δεν πρέπει να χαρακτηριστούν ως αιρετικές, διότι δεν έχουν καταδικαστεί επισήμως ως αιρετικές όπως αναφέρει ο Βλάσιος Φειδάς: ‘Οι ρωμαιοκαθολικοί, οι παλαιοκαθολικοί, οι αγγλικανοί και οι προτεστάντες δεν έχουν καταδικαστεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί, κατά προφανή εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας…’». Ο παρά πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί, διότι οι ετερόδοξοι έχουν καταδικαστεί από πλήθος συνόδων, αρχής γενομένης από την εν Εφέσω τρίτη Οικουμενική, (431μ.Χ.). Πράγματι, όπως μαρτυρεί στη Δογματική του ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, η εν λόγω Σύνοδος «εξέδωκε τον κατωτέρω δημοσιευόμενον υπ’ αριθ. 3 ‘όρον της Συνόδου περί της πίστεως’, απαγορεύοντα πάσαν αντικατάστασιν του Συμβόλου της Νικαίας, [το γνωστό σε όλους μας Σύμβολον της πίστεως, το οποίο απαγγέλουμε την ώρα της Θείας Λειτουργίας], ή μεταβολήν εις το κείμενον αυτού διά προσθαφαιρέσεως, ή παραχαράξεως αυτού».[1] Παρακάτω στην ίδια σελίδα στην υποσημείωση 1 αναφέρει: «Σημειωτέον ενταύθα ότι την ακριβή έννοιαν του όρου τούτου της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, προδικάζοντος αναμφιβόλως και την καταδίκην της προσθήκης του Filioque, παρέχει ημίν αυτός ο πρόεδρος της Συνόδου Κύριλλος Αλεξανδρείας, γράφων, προς μεν τον Ιωάννην Αντιοχείας: ‘κατ’ ουδένα δε τρόπον σαλεύεσθαι παρά τινων ανεχόμεθα την ορισθείσανπίστιν, ήτοι το της πίστεως Σύμβολον, παρά των αγίων ημών Πατέρωντων εν Νικαία συνελθόντων κατά καιρούς ούτε μην επιτρέπομεν εαυτοίς, ή ετέροις, [άρα ούτε και στους παπικούς], ή λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε, ή μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν, μεμνημένοι του λέγοντος, ‘μη μέταιρε όρια αιώνια, ά έθεντο οι πατέρες σου’, (Παροιμ.22,28)».Επί πλέον η αιρετική διδασκαλία του Filioque που αποτελεί μέχρι σήμερα επίσημη δογματική διδασκαλία του Παπισμού καταδικάστηκε από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο του 879/80, επί μεγάλου Φωτίου, τα δε πρακτικά της Συνόδου υπέγραψαν και αυτοί ακόμη οι εκπρόσωποι του Πάπα. Με την υπογραφή τους αυτή οι παπικοί ουσιαστικά καταδίκασαν τον ίδιο τον εαυτό τους και ως εκ τούτου είναι αυτοκατάκριτοι, για την εκ των υστέρων επίσημη προσθήκη στη διδασκαλία τους της κακοδοξίας του Filioque. Πέραν αυτών όλες οι μεταγενέστερες Ενδημούσες Ορθόδοξες Σύνοδοι κατά την δευτέρα χιλιετία, καταδίκασαν ως αιρετικές τις διδασκαλίες του Παπισμού, (Σύνοδοι του 1089, 1170, 1341,1347, 1351, 14800, 1484, 1722, 1838, 1848, 1895 κ.α.).
Ό, τι ισχύει για τον Παπισμό πολύ περισσότερο ισχύει και για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος και αυτός αποδέχεται την κακοδοξία του Filioque και επί πλέον, επειδή απορρίπτει την προσκύνηση των αγίων εικόνων, την αειπαρθενία της Θεοτόκου και τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, η οποία «σημαίνεται εν τοις Μυστηρίοις», είναι καταδικασμένος από τους αγίους Πατέρες της Γ΄ και της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Παρά κάτω γράφει: «Οι Εκκλησίες αυτές [οι ετερόδοξοι] αποδέχονται το βασικό τριαδολογικό δόγμα και οι πιστοί των βαπτίζονται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Άρα αναγνωρίζεται το βάπτισμα αυτών και άλλα μυστήρια».Οι ετερόδοξοι αποδέχονται μεν το βασικό τριαδολογικό δόγμα, αλλά αλλοιωμένο και παραμορφωμένο, πράγμα που τους καθιστά αυτόχρημα αιρετικούς και παραβάτες του όρου της τρίτης ΟικουμενικήςΣυνόδου και των αποφάσεων της Η΄ Οικουμενικής, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως. Πέραν τούτου ποτέ καμία ΟρθόδοξηΣύνοδος δεν νομοθέτησε κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή αιρετικές ομάδες που αποδέχονται το βασικό τριαδολογικό δόγμα, έστω και αλλοιωμένο και βαπτίζονται στο όνομα της Αγίας Τριάδος, έχουν έγκυρο βάπτισμα και έγκυρα μυστήρια.Επίσης κανένας από τους αγίους Πατέρες δεν φαίνεται να δέχεται τον παρά πάνω ισχυρισμό. Αντίθετα μάλιστα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ερμηνεία της προς Γαλάτας επιστολής διακηρύσσει: «Καθάπερ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν τον χαρακτήρα περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλον ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται επί τα χείρονα προϊόν από της αρχής».[2] Όπως ακριβώς στα βασιλικά νομίσματα, όποιος κόψει έστω και λίγο από ό, τι έχει χαραχθεί επάνω σ’ αυτά, καθιστά κίβδηλο όλο το νόμισμα, έτσι και εκείνος που διαστρέφει έστω και το ελάχιστο από την υγιή πίστη, καταστρέφει τα πάντα. Η αδυναμία του αρθρογράφου να στηρίξει τον παρά πάνω ισχυρισμό του πάνω στην αγία Γραφή και τους Πατέρες φαίνεται και από το γεγονός, ότι αντί να επικαλεστεί κάποιο βιβλικό, ή πατερικό χωρίο, επικαλείται την απάντηση που έστειλε η Εκκλησία της Ρωσίας το 1903 στην Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1902, καθώς και την απάντηση της Εκκλησίας του Μαυροβουνίου στην ίδια Εγκύκλιο. Μπορούν όμως αποφάσεις δύο τοπικών Εκκλησιών να έχουν την βαρύτητα και το κύρος μιας Πανορθοδόξου Συνόδου και να ισχύσουν σ’ όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες; Ασφαλώς όχι!
Κλείνοντας εκφράζουμε για μια ακόμη φορά την δυσφορία και την αγωνία μας για την πορεία της σύγχρονης θεολογικής σκέψης, η οποία ξεστρατίζει επικίνδυνα από την δισχιλιόχρονη παράδοση της Εκκλησίας μας, την οποία οριοθέτησαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες. Η καινοφανής και βλάσφημη«μεταπατερική θεολογία» θα αποτελέσει το ολέθριο χωνευτήρι της αλήθειας με την πλάνη, αυτό που επιθυμεί και επιδιώκει το σύγχρονο «πνεύμα» του συγκρητιστικού Οικουμενισμού. Οι άγιοι Πατέρες αποτελούν το μεγάλο εμπόδιο για την πραγμάτωση των οικουμενιστικών σχεδίων και γι’ αυτό τίθενται στο περιθώριο!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
[1] Ιωάννου Καρμίρη, Τακτικού καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1960, Τομ. 1, σελ. 153.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου