Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)
Τότε όλοι νηστεύαμε – διηγήθηκε μία πνευματική κόρη του οσίου Γεωργίου – εκτός από τα βρέφη. Δύο τρία άτομα ήταν στο χωριό που δεν νήστευαν. Ο όσιος Γεώργιος τους ήξερε, μα δεν τους έλεγε τίποτε. Έλεγε: «Ο δρόμος του Θεού είναι αυτός. Θέλετε; Ακολουθείστε». Τον άκουγαν όλοι, εμείς τα παιδιά, περίπου εκατό, στη σειρά φιλούσαμε το χέρι του. Ο δάσκαλός μου, Παπαδόπουλος, δεν πίστευε. Μία ημέρα όμως ήρθε στο μοναστήρι. Τον πήρε τότε ο Γέροντας από το χέρι και τον πήγε μπροστά στον άγιο Νικόλαο, εκεί στο τέμπλο ήταν η εικόνα του. Τον πήγε εκεί μπροστά και του έκανε «κικιρίκου»… δηλαδή ξύπνα. Από εκεί και πέρα κι αυτός λίγο-λίγο γύρισε προς τη θρησκεία.
Τους μεγάλους, αν έκαναν κάπου λάθος, τους διόρθωνε. Στην εκκλησία μέσα θόρυβος καθόλου δεν επιτρεπόταν. Μία γυναίκα που ήρθε στην εκκλησία, στο σπίτι της είχε μία κλώσα με τα πουλάκια. Μέσα στην εκκλησία τη θυμήθηκε. Όταν πήγε να πάρει αντίδωρο, ο Γέροντας της είπε: «Τα πουλιά σου καλά είναι, μη στενοχωριέσαι». Πού το κατάλαβε; Από τη Ραβίκα (Καλλίφυτο) ήταν η γυναίκα.
Ήρθε ένας χωριανός μας, από τη Σίψα, μία ημέρα, την ώρα που γινόταν Παράκληση στο εκκλησάκι του. Μπήκε και αυτός μέσα, είδε που έκαναν την Παράκληση και μονολόγησε: «Τώρα εκείνο το σανίδι τι είναι τάχα και κάνουν την παράκληση;» Ο Γιάννης μέσα στο νου του τα σκέφτηκε αυτά. Τέλος πάντων τελείωσε η Παράκληση και όταν πήγαμε να χαιρετίσουμε την εικόνα, πήγε και αυτός. Τότε τον σταμάτησε ο Γέροντας: «Εσύ κάθισε εκεί στην άκρη, κάτι θα σου πω». Στάθηκε στην άκρη και ο Γέροντας του αποκάλυψε: «Έχεις να τραβήξεις πολλά, γιατί αυτό που είπες ήταν βλασφημία. Δεν το σκέφτηκες καλά, σανίδι είναι τι είναι, όπου πιστεύεις, εκεί ο Θεός είναι». Και πράγματι πολύ υπόφερε αυτός ο άνθρωπος, φτώχεια και πολλές δοκιμασίες.
Όταν γινόταν Παράκληση ή Εσπερινός εμάς, τα μεγαλύτερα παιδιά, που ήμασταν 11-12 χρονών, μας φώναζε να ψάλλουμε το «Θεοτόκε Παρθένε» και άλλα. Και καμιά φορά ερχόταν η θεία Χάρις και τον έβρισκε και άμα τον έβλεπες, πετούσε στον αέρα, στη γη δεν πατούσε. Και μιλούσε μία άλλη γλώσσα, γεωργιανά έψαλλε, αλλά αυτά που έλεγε τότε, ήταν άλλη γλώσσα, ουράνια. Εσπερινό όταν έκανε, όλοι ήμασταν όρθιοι, στο πόδι, ποιος να τολμήσει να καθίσει! Αυστηρός ήταν στα θέματα της πίστης μας, ήθελε να πιστεύουμε, όχι να κοροϊδεύουμε. Τον καθένα τον καταλάβαινε τι είχε και τι δεν είχε.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 92.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου