Αποτελεί πλάνην οικτράν και κατά τινά τρόπον βλασφημίαν η ιδέα, ότι η Εκκλησία εξελίσσεται όπως και ο κόσμος, ον και οφείλομεν να παρακολουθώμεν. Εξέλιξις δεν νοείται η εξωτερική εναλλαγή μορφών της Εκκλησίας εκ της ανάγκης προσαρμογής εις τα δεδομένα του κοσμικώς εξελισσομένου. Οι άνθρωποι οφείλουν να καλλιεργούν και αγιάζουν το πνεύμα των προς παρακολούθησιν της Εκκλησίας, και όχι η Εκκλησία να μετασχηματίζεται κατά την αφηνιάζουσαν επιθυμίαν των, συστελλόμενη εις περιωρισμένα και αμαρτωλά εγκόσμια σχήματα.
* * *
Η Εκκλησία δεν είναι άθροισμα φιλελευθέρων διανοιών, αλλά σώμα πιστών, εις την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν ακλινώς πιστεύον. Αλλ’ ενταύθα είναι ο κίνδυνος. Μόνον εις την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν πιστεύουν οι πιστοί; Αν ναι, τότε αφήνονται περιθώρια ελευθέρας και κατά το δοκούν ερμηνείας του αποκεκαλυμμένου λόγου, και κατά συνέπειαν αγόμεθα ασφαλώς εις τον Προτεσταντισμόν.
Αλλά τι είναι η Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας; Η Παράδοσις των Πατέρων. Την Αγίαν Γραφήν ημείς δεν πλησιάζομεν απ’ ευθείας, ως οι Προτεστάνται, δεν ερευνώμεν ημείς, δεν αποφαινόμεθα ημείς, αλλ’ οι άγιοι Πατέρες. Οι Πατέρες δεν είναι φιλόσοφοι, δεν σκέπτεται έκαστος ως βούλεται. Είναι πνευματέμφορα της Εκκλησίας τέκνα, εκ Θεού έλκοντα την χάριν της απλανούς ερμηνείας του θείου λόγου. Διό και η Θεολογία μας δεν είναι εξελισσομένη, δεν αποβάλλει παλαιάς ιδέας, δεν αλλάσσει ουσιαστικάς θέσεις, αλλ’ ούτε προσκτά νέαν γνώσιν, τέως άγνωστον. Είναι τελεία δια των Οικουμενικών Συνόδων και δια των αγίων Πατέρων.
Δεν αφέθη εις αυτήν χώρος, προόδου. Πρόοδος της Θεολογίας είναι αυτή η συνέχισις της αληθείας, η ανανέωσις της Παραδόσεως.
Οι άνθρωποι έχουν εξέλιξιν εν τη σφαίρα των υλικών κατακτήσεων, εις τους τρόπους σκέψεως και ζωής, εις την φιλοσοφικήν περιέργειαν. Η Εκκλησία όμως δεν εξελίσσεται εν τη ουσία της, δεν μετακινείται από της εδραίας θέσεώς της. Πού να υπάγη και τι να εύρη εφ’ όσον κατέχει πλήρη την αλήθειαν; Μίαν κίνησιν μόνον έχει. Την περί εαυτήν. Ο νους της, καταλαμπόμενος υπό των τηλαυγών ακτίνων του Παναγίου Πνεύματος, κινείται εντός των απείρων διαστάσεων της αληθείας, τας οποίας απεκάλυψεν εις αυτήν αυτό το Πανάγιον Πνεύμα.
Η Εκκλησία των I. Συνόδων και των αγίων Πατέρων έθηκε τελείαν, ως σχούσα το πλήρωμα της αληθείας, ουχί εκ προοδευτικής κατακτήσεως προερχομένης, αλλά εκ της εφ’ άπαξ καταβολής της αποκαλύψεως του Παναγίου Πνεύματος. Η παρατηρηθείσα πρόοδος της Εκκλησίας, κατ’ ουσίαν δεν ήτο πρόοδος αυτής, αλλά προσπάθεια εξ ανθρώπων προς ενάρθρωσιν των αληθειών της εις τον ανθρώπινον λόγον, ήτις και συνετελέσθη οριστικώς εν τη Εβδόμη Οικουμενική Συνόδω. Οι μετά τας Οικουμενικάς Συνόδους Πατέρες, δεν λέγουν τίποτε ιδικόν των. Συνεχίζουν και ανανεώνουν διαρκώς το πνεύμα της Πατερικής παραδόσεως.
* * *
Η Εκκλησία, είτε ως δόγμα, είτε ως λειτουργική παράδοσις, είτε ως ιδιάζουσα Πνευματικότης, είτε ως γραπτή νομοθεσία, είτε ως άγραφος παράδοσις, αποτελεί από αιώνων εν ολοκληρωμένον σύνολον, μη υποκείμενον εις ουδεμίαν αλλοίωσιν εκ της υποψίας, τάχα, ότι θείται τελειώσεως. Είναι εν Αγίω Πνεύματι πλήρης, κεκορεσμένη, ανενδεής εξ ανθρώπων. Ήδη είναι συντηρουμένη και κατευθυνομένη υπό του Αγίου Πνεύματος, εν τη Πνευματική αυτής στρατειάν προς τας αρχάς του σκότους.
Το «εκτός της Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία υπάρχει», έχει την σημασίαν ότι, οι μη όντες εν αυτή και οι απ’ αυτής εκκλίνοντες, πλανώνται έξω των ιερών περιβόλων αυτής και στερούνται της σκεπής του Αγίου Πνεύματος, όπερ μόνον εν τη Εκκλησία υπάρχει, και όπερ χαρίζεται την σωτηρίαν.
Όσοι κατά το παρελθόν, άτομα ή Εκκλησίαι, ηθέλησαν να αφαιρέσουν ή να προσθέσουν «ιώτα εν ή μίαν κεραίαν», εις όσα καλώς η Εκκλησία εδογμάτισε και έζησεν ως παράδοσιν, κατωλίσθησαν εις αιρέσεις. Το Filioque και το ομοιούσιον, από ένα «ιώτα» είναι. Εν τούτοις η του Αγίου Πνεύματος υπερφυής ακρίβεια απέρριψε μετά πατάγου τας εξ ανθρωπίνων λογισμών μεταβολάς.
Η Παράδοσις, λοιπόν, εν τη Εκκλησία αποτελεί αναλλοίωτον πραγματικότητα, υπερλογικήν έχουσαν την προέλευσιν, και ως τοιαύτην οφείλομεν όχι μόνον να την τηρώμεν, αλλά και να την περιέπωμεν ασινή, να την αγαπώμεν και να ενατενίζωμεν προς αυτήν, ως προς τον μόνον και μοναδικόν κανόνα πίστεως και ζωής. Δεν δυνάμεθα να μακρυνθώμεν ακινδύνως από αυτήν, διότι ούτω νοθεύομεν το περιεχόμενον της Εκκλησίας. Η Παράδοσις της Εκκλησίας ευρίσκει έκφρασιν εν τω συνδυασμώ των I. Συνόδων και των αγίων Πατέρων. Η διατυπωθείσα αλήθεια εν ταις I. Συνόδοις και η διδασκαλία των αγίων Πατέρων, συνιστούν την Παράδοσιν, την αλήθειαν της Ορθοδοξίας.
Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψει τους Πατέρας δεν είναι Ορθόδοξοι. Όσοι διδάσκουν, βασιζόμενοι μόνον εις την Αγίαν Γραφήν και δεν ακολουθούν την ερμηνείαν αυτής υπό των αγίων Πατέρων, προτεσταντίζουν. Όσοι υπευθύνως ενεργούν, ανατρέποντες όσα άχρις ημών η πολιά αρχαιότης διέσωσε, πλήττουν εις τα καίρια την Εκκλησίαν. Όσοι δεν έπονται τη ποικίλη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, αντιπίπτουν τω Πνεύματι τω Αγίω. Όσοι ανατρέπουν τας Παραδόσεις της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, ομοιάζουν τω ρωμαίω στρατιώτη, ραπίσαντι εις την σιαγόνα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Αντιθέτως, όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας και νοούν Πατέρας, αυτοί είναι όντως Ορθόδοξοι. Όσοι διδάσκουν θεολογίαν και με την μεν δεξιάν κρατούν την Αγίαν Γραφήν, εις δε την ευώνυμον την ερμηνείαν των Πατέρων, ούτοι ευρίσκονται εντός της Πνευματικότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όσοι υπευθύνως ενεργούν βάσει των Πατερικών Παραδόσεων, ούτοι δοξάζουν αληθώς τον Θεόν. Όσοι αποδέχονται την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως ισόκυρον με τας Αγίας Γραφάς και αγωνίζονται δι’ αυτήν, είναι μάρτυρες τη προαιρέσει.
(…)
Είναι λυπηρόν ότι ακόμη δεν κατενοήθη εις όλην την έκτασίν της η ύπουλος διείσδυσις εν τη Ορθοδοξία του ορθολογιστικού Προτεσταντισμού, όστις ήρεμα και σταθερώς λυμαίνεται την αγίαν Εκκλησίαν μας. Ήδη συμπτώματα αντορθοδόξου σκέψεως και φρονημάτων κατέστησαν πλέον εμφανή. Τρόποι ζωής, ομοιάζοντες με προτεσταντικά πρότυπα ήρχισαν να επικρατούν. Μείωσις του θεσμού της Εκκλησίας, δια του σχηματισμού χριστιανικών, εκ λαϊκών, ομάδων, ζωηρώς παρατηρείται. Τάσεις προς ευδαίμονα βίον εξαπλούνται μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών κινήσεων. Το αυστηρόν, το ασκητικόν της Εκκλησίας πνεύμα παραθεωρείται. Η οδός, από τραχεία, καθίσταται λεία. Η στενή και τεθλιμμένη, διευρύνεται εις λεωφόρον. Ο Εσταυρωμένος λησμονείται. Νόθος τις χαρά, ως εκ του Τάφου του Αναστάντος Σωτήρος εκπηδώσα, αυτή μόνον συγκινεί τας καρδίας των πολλών.
Ξένα εντελώς προς την Εκκλησιολογικήν των Πατέρων θεολογίαν ρεύματα πνέουν εν τη Ορθοδοξία. Το αξίωμα του επισκόπου περιέπεσεν εις ανυποληψίαν. Ένας κατηχητής εφελκύει περισσότερον σεβασμόν και υπακοήν ή εις Μητροπολίτης, παρ’ ότι οι Ι. Κανόνες είναι σαφέστατοι περί του κύρους αυτών εν τη Εκκλησία, τόσον, ώστε να μη δύναται να νοηθή Εκκλησία άνευ Επισκόπου. Ανταγωνισμοί μεταξύ ανωτέρων κληρικών ανδρών και λαϊκών ηγετών κινήσεων, προσέλαβον πολλάκις θλιβεράς διαστάσεις.
Εν δε τω πεδίω της θεολογίας υπάρχει τοιαύτη σύγχυσις και άγνοια περί της υπερτίμου της Ορθοδοξίας μας Πνευματικότητος, ώστε Ανατολή και Δύσις, Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία να εμφανίζουν κοινήν διανοητικότητα και κοινούς τρόπους σκέψεως.
Ο Μ. Βασίλειος γυμνούται τελείως από το ασκητικόν του πνεύμα και παρουσιάζεται ως ένας κοινωνικός ευεργέτης με την «βασιλειάδα» του.
Ο Χρυσόστομος είναι γνωστός περισσότερον από τους δεσμούς του με την αγίαν Ολυμπιάδα και τας Διακόνισσας, παρά από τους ύμνους του προς το μοναστικόν πνεύμα και τους Μοναχούς. Ποιος γνωρίζει σήμερον, ότι ήτο ολιγώτερον Πατριάρχης και περισσότερον Μοναχός;
Η ασκητική διδασκαλία των Πατέρων αγνοείται εις την εποχήν μας, θεωρούμενη από τους θεολόγους μας παρωχημένον είδος, κατάλληλον δια τους Μοναχούς της αρχαίας Εκκλησίας μόνον.
Η υποστατική ύπαρξις του Κακού εν τω διαβόλω αμφισβητείται, πιστευομένου ότι αποτελεί μορμολύκειον προς εκφοβισμόν των νηπίωνκαι προκατειλημμένων τινών καλογήρων. Η αγωνία του Κυρίου δεν είναι δια τους σημερινούς χριστιανούς πραγματικότης υποχρεούσα την οικείωσίν της. Το «ημίν τοις αναξίοις εχαρίσθη, όχι μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ Αυτού πάσχειν», κατέστη ακατανόητον δια την σημερινήν νοοτροπίαν.
Η ωραίαν και καθαράν απεργαζομένη την ψυχήν νηστεία που είναι σήμερον; Τα καθαίροντα εκ των μυστικών ρύπων την καρδίαν δάκρυα, ων «και εν μόνον στάξαν εκ συνοχής, ισοδυναμοί τω λουτρώ», — κατά τον Γρηγόριον Νύσσης — τις επιμελείται;
Η ταπείνωσις, η επιπόθησις της ουρανίου βασιλείας, η αγάπη του Χριστού, η της αιωνιότητας αδιάλειπτος νοσταλγία και συνοχή, εις ποιον σύγχρονον κήρυγμα τονίζονται δεόντως και διατί;
Η νοερά προσευχή, ήτις αποτελεί εν Αγίω Πνεύματι κατάκτησιν δέκα τεσσάρων αιώνων ασκητικού υπό των Πατέρων βίου, και η οποία είναι «κρηπίς της Πνευματικής των ορθοδόξων ζωής», χαριζομένη ειρήνην, κάθαρσιν και αγιασμόν ψυχής και σώματος, σήμερον και αγνοείται και διαβάλλεται υπό Ορθοδόξων θεολόγων.
Ποιος γνωρίζει την υψηλήν όσον και απλήν ασκητικήν και μυστικήν θεολογίαν του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί ου τονίζεται ότι υπήρξε μέγας φιλόσοφος, όχι όμως μέγας ασκητής και θείος θεολόγος της μυστικής θεολογίας;
Τις αναγινώσκει τον Αββά Ισαάκ, τον Ιωάννην της Κλίμακος, τον Εφραίμ τον Σύρον ή Νικόδημον τον Αγιορείτην, τον συλλέξαντα άπασαν την γραμματείαν της Ορθοδόξου Πνευματικότητος, μίαν μορφήν καταλαμφθείσαν από τας υπερουσίους ακτίνας των ακτίστων ενεργειών, αίτινες τόσον χαρακτηρίζουν την καθ’ ημάς θεολογίαν ;
Η αραίωσις του Μοναχικού Βασιλειανού τάγματος μέχρις επικίνδυνου βαθμού, μήπως δεν είναι εκφραστική της κοσμικής νοοτροπίας, η οποία επικρατεί μεταξύ των πιστών, ένεκεν των αντορθοδόξων διδασκαλιών; Ποιος θα καταδεχθή να μονάση εκ των κενοδόξων εκείνων νέων, οίτινες απεδύθησαν εις την άκοπον προσπάθειαν—πρόσθιες ματαιοπονίαν—δια την δημιουργίαν του ξενηκούστου «Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», μιας παραδόξου συνθέσεως, υποκαθιστώσης μοιραίως την Εκκλησίαν εν τη αποστολή αυτής εν τω κόσμω;
Η ποία οικογένεια εκ των τρεφόμενων με το νηπιώδες γάλα του εκκοσμικευμένου χριστιανισμού θα προσφέρη ευχαρίστως εν τέκνον της εις τον Μοναχισμόν, και δι’ αυτού προς τον Θεόν εις οσμήν ευωδίας Πνευματικής ;
(…)
Η Εκκλησία οφείλει να αντιληφθή την προσγινομένην αφανώς, αλλά βέβαιον διάβρωσιν εις την ορθόδοξον Πνευματικότητα, ης τυγχάνει επίσημος φορεύς και υπεύθυνος ερμηνεύς, και να καταπολέμηση τας προτεσταντιζούσας τάσεις υποκαταστάσεώς της υπό λαϊκών στοιχείων, συγχεόντων το κήρυγμα της βασιλείας των ουρανών με τας κοσμικάς επιθυμίας. Να αντιτάξη εις τον σημερινόν ευδαιμονισμόν των χλιαρών χριστιανών, το θεοείκελον πνεύμα της εκουσίου θλίψεως και ταπεινώσεως του Χριστού, όπερ είναι «η στολή της θεότητας», όπως ακριβώς το εβίωσαν οι Πατέρες οι μακαριστοί. Να αντιτάξη την εγκράτειαν και τον αυστηρόν βίον — όστις περιγράφεται εις τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας — εις τας σκανδαλώδεις διδασκαλίας, καθ’ ας αθετείται ο ασκητικός «υπωπιασμός» και να τονισθή η έκτασις και το βάθος της εκ της εν Εδέμ πτώσεως διαφθοράς της ανθρώπινης φύσεως. Εις τας εκ Δύσεως γλυκαναλάτους χριστιανικάς μυθιστορίας, με τας σαρκικάς συναισθηματικότητας και τας πλανώσας νοσηράς συγκινήσεις, να αντιδράση δια του πλήρους κατανύξεως, θείας αγάπης και ιερών προσευχών βίου των αγίων Πατέρων.
* * *
Ουδέποτε άλλοτε η Εκκλησία μας είχε τόσην ανάγκην επιστροφής και αναβαπτίσεως εις τας ζωογόνους πηγάς της αμωμήτου Ορθοδοξίας όσην σήμερον, ότε πολυώνυμα στοιχεία συνεκεράσθησαν με την διδασκαλίαν της τόσον, ώστε να μη γνωρίζη τις τι είναι γνήσιον και τι νόθον, τι Ορθόδοξον και τι Προτεσταντικόν, ποία η Ανατολική και ποία η Δυτική θεολογία, ποία ημετέρα Πνευματικότης και ποία ξένη.
(Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ» σελ. 203-21. “ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ – ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ”, Επί τη χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ “ΑΣΤΗΡ – ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΑΘΗΝΑΙ 1962
(Πηγή και ψηφιοποίηση: Ι. Ν. ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου