Να το πω απλά: η δύναμη μπορεί να «αναπαύεται» (έχει π.χ. κανείς το δυνάμει, τη γνώση του πράττειν, αλλά δεν πράττει ακαταπαύστως) ως αυτόνομη δυνατότητα και να δρα απλά έχοντας μέσα της τους (κινητήριους) λόγους της δράσης. Η δύναμη μπορεί έτσι, κατ’ αυτή την έννοια, να είναι και αδυναμία (Μετά τα Φυσικά, 1047a, 24-26: «του αυτού και κατά το αυτό πάσα δύναμις αδυναμία»).
Θα έλεγα ότι η ανάγνωση αυτή βοηθά προλογικά για να δούμε τη θεώρηση της δύναμης στα κτιστά όντα, που βουλητικά εκφράζουν την ενέργειά τους, κατά περίσταση, έμπρακτα. Το ζήτημα είναι αν υφίσταται ως ολοκληρωμένη αυτή η πρακτική (κατά περίσταση) ενέργεια του ανθρώπου, ώστε να μη χρειάζεται τελείωση.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να δούμε (από θεολογική άποψη) την αγιοασκητική έκφραση του αποστόλου Παύλου «η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Προς Κορινθίους, κεφ. 12, 9-10: «και είρηκέ μοι· αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. ήδιστα ούν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ᾿ εμὲ η δύναμις του Χριστού. Διὸ ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις, υπέρ Χριστού· όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί»).
Ο άνθρωπος, ως δημιούργημα από την ανυπαρξία, είναι εκτεθειμένος στην ενέργεια του περιβάλλοντος κόσμου που βρίσκει ενώπιόν του, πράγμα που σημαίνει ότι έχει ανάγκη την υπερούσια ενέργεια για να μην ασθενήσει υποστατικά. Το «υπέρ Χριστού ασθενείν» γίνεται έτσι η ανοιχτή δίοδος δράσης του Θεού στον άνθρωπο, ώστε η ασθένεια του ανθρώπου να ολοκληρώνεται από την ενεργούσα προς την κτίση θεϊκή δύναμη. Η θεϊκή δύναμη δεν ορίζεται τοιουτοτρόπως, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζεται η ενέργεια του Θεού. Για τον απόστολο Παύλο προφανώς ο Θεός είναι Αυτοδύναμις και Αυτενέργεια. Έτσι, η χάρις είναι ενέργεια του Θεού «τελειωτική», η «εντελέχεια» της οποίας φαίνεται στα δημιουργήματα ως εκπλήρωση της ζωής τους σε σχέση με τον άγνωστο κατά την ουσία του Θεό.
Η δύναμις του Θεού είναι ανεξουσίαστα κυριαρχική, πράγμα που φαίνεται στο γεγονός ότι παρέχεται από τον αυτοδύναμο Θεό προς μετοχή από την κτίση του. Αντιθέτως, η δύναμη του ανθρώπου γίνεται εξουσιαστική, διότι εφαρμόζεται ως πράξη που αφήνεται να είναι, προσφερόμενη δηλαδή στον εαυτό της (ως αυτο-επιβεβαίωση). Είναι άλλο, λοιπόν, η κυριαρχική δύναμις του Θεού και άλλο η εξουσιαστική δύναμις του ανθρώπου που δεν είναι πραγματικά αυτοκυρίαρχος (και «θέλει» αυτο-επιβεβαίωση).
Η του Θεού Κυριαρχία είναι ανεξουσίαστη και μη εξουσιάζουσα Κυριαρχία. Γι’ αυτό και η Θυσία του Θεού, κατά τη σάρκα που αναλαμβάνει στο υποστατικό Είναι Του, είναι ο πλήρης αποφενακισμός (απεξαπάτηση) των ειδωλικών θυσιών υπέρ των κατασκευασμένων από τους ανθρώπους θεών.
Ο εαυτοχαμός του ανθρώπου, συνεπώς, όπως περιγράφεται στο παράδειγμα του αποστόλου Παύλου, δηλαδή η εμπειρία της αδυναμίας, έρχεται να αντιμετωπίσει την πραγμάτωση της δυνάμεως ως εξουσίας, δηλ. ως εξουσιαστικής δύναμης του ανθρώπου. Στον απόστολο Παύλο, όμως, η δύναμις ασκείται στην αδυναμία, δηλαδή στην όντως δύναμη του ανθρώπου που μετέχει την πραγματική τελειωτική δύναμη του Θεού (βλ. περισσότερα στο βιβλίο του Α. Κοσματόπουλου, Λύτρον λύπης, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 184 κ.εξ.). Στην περίπτωση της εξουσιαστικής δύναμης του κοσμικού ανθρώπου (που την ασκεί τη δύναμη ως τέτοια) είναι που ταυτίζεται η δύναμη με την ενέργεια συγχυτικά.
Αντιθέτως, στην παύλεια θεώρηση διακρίνεται η ανθρώπινη δύναμη από την ενέργεια, έτσι ώστε ενεργώς ο άνθρωπος να αισθάνεται την αδυναμία του, μετέχοντας όμως τον Θεό ως όντως δύναμη, ως πραγματική Αυτοδύναμη. Η ανεξουσιαστική αυτή, κατά τα ανθρώπινα μέτρα, κίνηση είναι που κάνει τον ευαγγελιζόμενο και ευαγγελίζοντα Ιωάννη να περιγράφει τα του κόσμου πράγματα ως κείμενα εν τω πονηρώ (Α’ Ιωάννη, 5,19).
Στην κίνηση του κόσμου όλες οι κοινωνίες βρίσκονται σε συνεχή κρίση νομιμότητος, όπου ο νόμος (και η θρησκευτική νομολογία) γίνεται εξουσιαστικός, όταν δεν εξετάζεται από την άποψη της γνώσης του. Της γνώσης δηλαδή ότι ο ίδιος ο νόμος οφείλει να γνωσθεί ως αδύναμος για να ερμηνευθεί η ζωή.
Όταν ο νόμος κλείνει τον δρόμο προς την ερμηνεία της ζωής γίνεται ο εξουσιαστικός παράγοντας της ζωής. Στο πλαίσιο αυτό διώκεται η μετάνοια και η μεταστροφή του ανθρώπου· εμποδίζεται η απεξάρτηση από την παρανομία και στηρίζεται η ενοχή ως εργαλείο εξάρτησης του ανθρώπου από την εξουσιαστική μανία. Εν προκειμένω ακμάζει η βία του νόμου που γίνεται πλαίσιο για την ανθρώπινη αμαρτητικότητα.
Η «βία του Θεού» είναι η θαυματουργία του στον άνθρωπο μέσα στην παραφθορά του ανθρώπου· του ανθρώπου που γίνεται εύχωρος, για να δεχτεί την όντως δύναμη του Θεού μέσα στην παραδοχή της ανθρώπινης ασθένειας. Εδώ ασκείται ο ειρηνοποιός άνθρωπος, «βιαζόμενος από τον Θεό» ενάντια στη βία του εξουσιαστικού ανθρώπου. Η ελευθερία, λοιπόν, του ανθρώπου από τον νόμο δεν είναι η παραβίασή του και η παραβατικότητα, ούτε η κατάλυσή του, αλλά η αίσθηση ότι ο θρησκευτικός ή κοσμικός νόμος οφείλει να στρέφει στην επίγνωση της ανθρώπινης αδυναμίας.
Πράγματι, στα όρια της κτιστότητας, που θεοποιείται εξουσιαστικά από τον άνθρωπο, το αίσιο και το απαίσιο εναλλάσσονται γιατί ο ίδιος ο κτιστός άνθρωπος γίνεται μετασχηματιστής του ενός προς το άλλο. Το ιερό, λοιπόν, και το βέβηλο μετασχηματίζονται διαφθορικά στην ανθρώπινη υπόσταση που αποστασιοποιείται από τον αναμάρτητο Θεό: Όσο αποστασιοποιείται ο άνθρωπος από τον α-βέβηλο Θεό το ιερό και το βέβηλο μπορεί να λατρεύονται έτσι στο ίδιο το κακό, στο ίδιο το ανίερο. Τοιουτοτρόπως, η θρησκεία γίνεται ιερουργία του βέβηλου και του ανίερου, ούτως ειπείν Ταμπουλατρεία.
Στο κοινωνικό αυτό γίγνεσθαι μεταφράζεται όλο αυτό στην πράξη με την αναζήτηση θύματος (θυμάτων) για θυσία. Ο Εξαιρετέοςανεξουσιαστής γίνεται η φονεύσιμη ζωή, το αντικείμενο βίας που τίθεται έξω των ορίων του δικαίου και της θυσίας με ειδικό θρησκευτικό τυπικό. Η εξουσιαστική μανία γίνεται αιμοβόρα για να τραφεί ο ειδωλοποιημένος άνθρωπος.
O Εξαιρετέος άγιος, λοιπόν, είναι η περίπτωση εκείνη που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι όποιος ακολουθεί τον αναμάρτητο Χριστό, τον ίδιο τον Θεό, είναι το εκ της ειδωλικής εξουσίας ζητούμενο θύμα. Ο Χριστός δεν είναι η περίπτωση του κοσμικού άρχοντα που δεν πεθαίνει ποτέ, απλά γιατί οι διάδοχοί του διαιωνίζουν την εξουσία του. Η τεχνική αυτή εξουσία, που αφορά τα θρησκεύματα και τις θρησκευτικές εκφορές (και παραφθορές) του χριστιανισμού, δεν είναι συμβατή με την όντως χριστιανική αντίληψη του corpus morale et theologicum. Στη χριστιανική παραθρησκευτικότητα η διαιώνιση της εξουσίας συνδέεται με την ιστορία της ιστορίας και όχι με την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου. Η πρώτη είναι εξουσιοκεντρική ενώ η δεύτερη άσκηση στην ανεμπάθεια και όντως ανεξουσιαστική. Το ζητούμενο εδώ είναι να σταθεί κανείς ορθά στην πλευρά της Σωτηρίας που σώζει την ιστορία του ανθρώπου.
Στo «εξουσιαστικό αξίωμα» η εξουσία δεν πεθαίνει ποτέ, παρόλο που ο εξουσιαστής είναι θνητός. Στην αγιοασκητική προοπτική ο εξουσία έχων είναι υπερούσιος (Θεός). Ως εκ τούτου, η κοσμική εξουσία έχει σχετική σημασία και όχι απόλυτη. Στην προοπτική αυτή τα σχήματα του κόσμου τούτου δεν παύουν να είναι παρερχόμενα, όπως παρέρχονται και οι σχηματιστές τους, που γίνονται μετασχηματιστές του αγαθού σε κακό.
Για την αγιοασκητική ζωή, συνεπώς, η σχηματοποίηση της ζωής παίρνει πραγματικό και ανεξίτηλο σχήμα συμμορφούμενη στον αεί έχοντα ανεξουσίαστη εξουσία συγκαταβατικό Θεό. Η συγκατάβαση του Θεού έχει ευχωρική σημασία και δεν περιορίζει τοπικά τον ανεξουσίαστο Θεό. Η συγκατάβαση αυτή δηλώνει ταυτόχρονα την αδυναμία να κατέχουν οι άνθρωποι τον Συγκαταβαίνοντα Θεό και να εμπορεύονται το Είναι Του.
Συνεπώς, ό,τι παραπέμπει στον Συγκαταβάντα άκτιστο Θεό, όπως π.χ. η εικονογραφία (αγιογραφία), δεν σημαίνει την κατοχή του, αλλά περιγράφει αυτή την ίδια την αδυναμία της κατοχής του από τα κτιστά όντα. Η αγιογραφία δεν είναι ειδωλική παράσταση των αγίων που τιμούνται, αλλά αυτή, ως πραγματική τέχνη, παίρνει σημασία από τη συναίσθηση της ανθρώπινης α-δυνατότητας για κατοχή του Συγκαταβάντος στον άνθρωπο και μη κατεχόμενου Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου