Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ, Schmemann Alexander Protopresbyter (1921-1983)

Μέχρι τώρα [στὰ προηγούμενα κεφάλαια τοῦ ἔργου] μιλήσαμε γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ὅπως μᾶς μεταδίδεται κυρίως μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία αὐτῆς τῆς περιόδου. Τώρα μπορεῖ κανεὶς νὰ ρωτήσει: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας αὐτὴ τὴ διδασκαλία; Πῶς θὰ μποροῦσε ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ νὰ ἔχει ὄχι μιὰ ἁπλῆ ἐπιφανειακὴ ἀλλὰ μιὰ ἀληθινὴ ἐπίδραση στὴν ὕπαρξή μας;

Τούτη ἡ ζωὴ εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ ζοῦσαν τὸν καιρὸ ποὺ γράφονταν αὐτοὶ οἱ ὕμνοι καὶ οἱ ἀκολουθίες καὶ συντάσσονταν οἱ κανόνες καὶ τὰ τυπικά. Ζοῦσε τότε κανεὶς σὲ μιὰ σχετικὰ μικρὴ καὶ βασικὰ ἀγροτικὴ κοινωνία, μέσα σ’ ἕνα ὀργανωμένο ὀρθόδοξο κόσμο καὶ ἡ Ἐκκλησία διαμόρφωνε τὸ γενικὸ ρυθμὸ τῆς ζωῆς του. Τώρα ὅμως ζοῦμε σὲ τεράστια ἀστικὰ κέντρα, σὲ τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικὲς στὰ θρησκευτικὰ «πιστεύω» τους μὲ ἐκκοσμικευμένες ἀπόψεις γιὰ τὸν κόσμο καὶ μέσα σ’ αὐτὲς ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦμε μιὰ ἀσήμαντη μειονότητα. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ δὲν εἶναι πιὰ «αἰσθητὴ» ὅπως ἦταν παλιὰ στὴν Ἑλλάδα ἢ στὴν Ρωσία, ἂς ποῦμε. Ἡ ἐρώτησή μας λοιπὸν εἶναι πολὺ οὐσιαστική: πῶς μποροῦμε ἐμεῖς -πέρα ἀπὸ τὸ νὰ κάνουμε μιὰ ἢ δυὸ «συμβατικὲς» ἀλλαγὲς στὴν καθημερινὴ ζωή μας – νὰ τηρήσουμε τὴ Σαρακοστή;

Εἶναι φανερό, λόγου χάρη, ὅτι γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιστούς το νὰ παρακολουθοῦν καθημερινὰ τίς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε συζήτηση. Ἐξακολουθοῦν, φυσικὰ νὰ ἐκκλησιάζονται τὴν Κυριακή, ἀλλά, ὅπως ἔχουμε πεί, τίς Κυριακὲς τῆς Σαρακοστῆς ἡ Θεία Λειτουργία, τοὐλάχιστον ἐξωτερικά, δὲν ἀντανακλᾷ κάτι ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει οὔτε κἂν τὴν αἴσθηση τοῦ λατρευτικοῦ τυπικοῦ τῆς Σαρακοστῆς, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ λατρεία εἶναι τὸ μόνο μέσο ποὺ μᾶς μεταφέρει στὸ πνεῦμα τῆς Σαρακοστῆς. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ Σαρακοστὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν χρωματίζει τὸν πολιτισμὸ στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε, δὲν εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς ποὺ ἀρνητικὰ καταλαβαίνουμε τὴ Σαρακοστή· δηλαδή, σὰν μιὰ περίοδο στὴν ὁποία ἀπαγορεύονται μερικὰ πράγματα, ὅπως τὸ κρέας, τὰ λίπη, οἱ χοροὶ καὶ οἱ διασκεδάσεις. Ἡ συνηθισμένη ἐρώτηση: «τί προσπαθεῖς νὰ στερηθεῖς τούτη τὴ Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια τὴν ἀρνητικὴ προσέγγιση τῆς Σαρακοστῆς. Σὰν Θετικὴ προσέγγιση, θεωρεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ὁ καιρὸς γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐτήσιας «ὑποχρέωσης» τῆς Ἐξομολόγησης καὶ τῆς θείας Κοινωνίας («… καὶ ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων…» ἔγραφε ἕνα φυλλαδιάκι μιᾶς ἐνορίας). Καὶ ἀφοῦ ἐκπληρωθεῖ αὐτὴ ἡ ὑποχρέωση τότε τὸ ὑπόλοιπο τῆς Σαρακοστῆς φαίνεται νὰ χάνει ὅλα τὰ θετικὰ νοήματα.

Ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχει ἀναπτυχτεὶ μιά, μᾶλλον βαθιά, διαφωνία ἀνάμεσα στὸ πνεῦμα ἢ τὴ «θεωρία» τῆς Σαρακοστῆς, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε μὲ βάση τὴ λατρεία, καὶ στὴν κοινὴ καὶ συνηθισμένη ἀντίληψη ποὺ ἐπικρατεῖ καὶ ὑποστηρίζεται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς κληρικούς. Γιατί εἶναι πάντοτε πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ περιορίσεις κάτι πνευματικὸ μέσα σὲ κάτι τυπικὸ παρὰ ν’ ἀναζητήσεις τὸ πνευματικὸ μέσα στὸ τυπικό. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, χωρὶς καμιὰ ὑπερβολή, ὅτι ἂν καὶ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ «τηρεῖται” ἀκόμα, ὅμως ἔχει χάσει τὴν ἐπίδρασή της στὴ ζωή μας, σταμάτησε νὰ εἶναι τὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀνανέωσης ποὺ εἶχε σὰν σκοπό της, σύμφωνα μὲ τὴ λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ τότε, μποροῦμε ἄραγε νὰ ξαναβροῦμε καὶ νὰ ξανακάνουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μιὰ πνευματικὴ δύναμη γιὰ τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα τῆς ὕπαρξής μας; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ἐξαρτᾷται πρῶτα πρῶτα – θὰ ἔλεγα καὶ μοναδικά – ἀπὸ τὸ ἂν ἐπιθυμοῦμε νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἢ ὄχι. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι νέες ἢ διαφορετικὲς οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τίς ὁποῖες ζοῦμε σήμερα, ὅσο καὶ ἂν εἶναι πραγματικὲς οἱ δυσκολίες καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὑψώνονται ἀπὸ τὸ σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε ἀπ’ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἀμετάκλητο ἐμπόδιο, τίποτε δὲν κάνει τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ «ἀδύνατη».

Ἡ πραγματικὴ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία βαθμιαία χάνουμε τὴν ἐπίδραση τῆς Σαρακοστῆς στὴ ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Εἶναι ἡ δική μας συνειδητὴ ἢ ἀσυνείδητη μείωση τῆς θρησκείας σὲ ἕνα ἐπιπόλαιο τυπικισμὸ καὶ συμβολισμό, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὸ ξεστράτισμα καὶ μετριάζει τὴ σοβαρότητα τῶν ἀπαιτήσεων τῆς θρησκείας ἀπὸ τὴ ζωή μας, τὴν αἴτηση γιὰ δέσμευση καὶ προσπάθεια.

Αὐτὴ ἡ μείωση, θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε, εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἰδιόμορφη στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Δύσης, Καθολικοὶ ἢ Προτεστάντες, ὅταν ἀντιμετωπίζουν αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνοι θεωροῦν «ἀδύνατον» ἀλλάζουν τὴν ἴδια τὴ θρησκεία, τὴν «προσαρμόζουν» στὶς νέες συνθῆκες ἔτσι ὥστε νὰ τὴν κάνουν «ἐφαρμόσιμη». Πρόσφατα, λόγου χάρη, εἴδαμε τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία πρῶτα νὰ ἐλαττώνει τὴ νηστεία στὸ κατώτατο ὅριο καὶ ὕστερα νὰ τὴν ξεφορτώνεται τελείως. Μὲ σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἀγανάκτηση, καταγγέλουμε μιὰ τέτοια «προσαρμογὴ» σὰν προδοσία τῆς χριστιανικῆς παράδοσης καὶ σὰν περιοσμὸ στὸ ἐλάχιστο τῆς χριστιανικῆς πίστης. Καὶ πραγματικά, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὅτι δὲν «προσαρμοζεται» καὶ δὲν συμβιβάζεται μὲ τίς χαμηλότερες ἐπιδιώξεις καὶ δὲν κάνει το Χριστιανισμὸ «εὔκολο». Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀλλὰ φυσικά, ὄχι γιά μας, τοὺς ὀρθόδοξους. Δὲν εἶναι σήμερα, οὔτε καὶ χθές, ἀλλὰ πολὺ παλιότερα ποὺ βρήκαμε ἕνα τρόπο νὰ συμφιλιώνουμε τίς ἀπόλυτες ἀπαιτήσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας· καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται μόνο μὲ «ἀπώλεια τοῦ προσώπου» ἀλλὰ καὶ μὲ πρόσθετες ἀφορμὲς γιὰ αὐτοδικαίωση καὶ ἥσυχη συνείδηση. Ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῶν τῶν ἀπαιτήσεων συμβατικά, καὶ ὁ συμβολικὸς τυπικισμὸς ποὺ διαποτίζει σήμερα ὅλη τὴ θρησκευτική μας ζωή. Ἔτσι, λόγου χάρη, δὲ θὰ σκεπτόμασταν ποτὲ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴ Λειτουργία μας καὶ τοὺς μοναστικοὺς κανονισμούς της – Θεὸς φυλάξοι! – θὰ συνεχίζαμε ὅμως νὰ ὀνομάζουμε τὴν ἀκολουθία τῆς μιᾶς ὥρας «ὁλονύκτια ἀγρυπνία» καὶ ὑπερήφανα θὰ ἐξηγούσαμε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἀκολουθία ποὺ ἔκαναν οἱ μοναχοὶ στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τον 9ο αἰῶνα! Σὲ σχέση μὲ τὴ Μεγ. Σαρακοστή, ἀντὶ νὰ κάνουμε οὐσιαστικὲς ἐρωτήσεις -«τί εἶναι νηστεία; ἢ «τί εἶναι Σαρακοστή»;- ἐμεῖς ἰκανοποιούμαστε μὲ τὰ σύμβολά της. Στὰ ἐκκλησιαστικὰ περιοδικὰ καὶ φυλλάδια ἐμφανίζονται συνταγὲς γιὰ «ἕνα ὑπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεῖ ἀκόμα ἡ ἐνορία καὶ νὰ συγκεντρώσει μερικὰ πάρα πάνω χρήματα ὀργανώνοντας ἕνα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανὸ γεῦμα». Εἶναι τόσα πολλὰ ἐκεῖνα ποὺ στὶς ἐκκλησίες μας ἐξηγοῦνται συμβολικὰ σὰν ἐνδιαφέροντα, πολύχρωμα καὶ διασκεδαστικὰ ἔθιμα καὶ παραδόσεις, σὰν κάτι δηλαδὴ ποὺ μᾶς δένει ὄχι τόσο πολὺ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ μιὰ νέα ζωὴ «ἐν Αὐτῷ», ὅσο μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τίς συνήθειες τῶν προγόνων μας, ὥστε γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο δύσκολο νὰ διακρίνουμε πίσω ἀπ’ αὐτὰ τὰ λαϊκὰ ἔθιμα τὴ σοβαρότητα τῆς θρησκείας σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση.

Θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἄσχημο στὰ διάφορα ἔθιμα. Ὅταν αὐτὰ πρωτοεμφανίστηκαν ἦταν τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ κοινωνία μποροῦσε νὰ δείξει ὅτι ἔπαιρνε στὰ σοβαρὰ τὴ θρησκεία. Τότε τὰ ἔθιμα δὲν ἦταν σύμβολα, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ζωή. Αὐτὸ ποὺ συνέβηκε πάντως ἦταν το ὅτι καθὼς ἄλλαξε ἡ ζωὴ καὶ ἔπαψε λίγο λίγο ἡ θρησκεία νὰ τὴ διαμορφώνει στὴν ὁλότητά της, λίγα ἀπὸ τὰ ἔθιμα διασώθηκαν σὰν σύμβολα ἑνὸς τρόπου ζωῆς ποὺ δὲν ὑπῆρχε πιά. Καὶ αὐτὸ ποὺ διασώθηκε ἦταν ἐκεῖνο πού, ἀφ’ ἑνὸς εἶναι ἔντονα ζωντανὸ καὶ ἀφ’ ἑτέρου εἶναι λιγότερο δύσκολο. Ὁ πνευματικὸς κίνδυνος ἐδῶ εἶναι ὅτι σιγὰ σιγὰ ἀρχίζει κανεὶς νὰ καταλαβαίνει τὴ θρησκεία σὰν ἕνα σύστημα ἀπὸ σύμβολα καὶ ἔθιμα μᾶλλον παρὰ νὰ ἑρμηνεύει ὅλα αὐτὰ σὰν μιὰ πρόκληση γιὰ πνευματικὴ ἀνανέωση καὶ προσπάθεια.

Μεγαλύτερη εἶναι ἡ προσπάθεια ποὺ γίνεται γιὰ νὰ προετοιμάζονται νηστήσιμα φαγητα ἢ γιὰ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι, παρὰ γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴν πνευματικὴ πραγματικότητα τοῦ Πάσχα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅσο τὰ ἔθιμα καὶ οἱ παραδόσεις δὲ συνδεθοῦν καὶ πάλι μὲ τὴ γενικὴ θρησκευτικὴ ἀντίληψη ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται, ὅσο δηλαδὴ δὲν παίρνουμε στὰ σοβαρὰ τὰ σύμβολα, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμένει χωρισμένη ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ δὲν θὰ τὴν ἐπηρεάζει καθόλου. Ἀντὶ νὰ παριστάνουμε μὲ σύμβολα τὴν «πλούσια κληρονομιά» μας καιρὸς εἶναι ν’ ἀρχίσουμε νὰ τὴν ἐνσωματώνουμε στὴν καθημερινὴ ζωή μας.

Τὸ νὰ πάρουμε λοιπὸν στὰ σοβαρὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ σημαίνει ὅτι θὰ τὴ θεωροῦμε, πρῶτα ἀπ’ ὅλα μὲ τὴν πιὸ βαθιὰ ἔννοια, μιὰ πνευματικὴ πρόκληση ποὺ ἀπαιτεῖ ἀντίδραση, ἀπόφαση, πρόγραμμα καὶ συνεχῆ προσπάθεια. Kαι ἀκριβῶς γιὰ τὸ λόγο αὔτό, ὅπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οἱ ἑβδομάδες προετοιμασίας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι καιρὸς γιὰ δράση, γιὰ ἀπόφαση, γιὰ προγραμματισμό. Καὶ ὁ καλύτερος καὶ εὐκολότερος τρόπος εἶναι ν’ ἀκολουθήσουμε τὴν καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἡ μελέτη καὶ ὁ στοχασμὸς πάνω στὰ πέντε εὐαγγελικὰ θέματα ποὺ μᾶς προσφέρονται τίς πέντε Κυριακὲς τῆς περιόδου πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι: ἡ διακαὴς ἐπιθυμία (Ζακχαῖος), ἡ ταπείνωση (Τελώνης καὶ φαρισαῖος), ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία (Ἄσωτος), ἡ κρίση (Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω) καὶ ἡ συγχωρητικότητα (Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου). Αὐτὲς οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς δὲν διαβάζονται μόνο καὶ μόνο γιὰ ν’ ἀκουστοῦν στὴν Ἐκκλησία· σκοπὸς εἶναι νὰ τίς «πάρω μαζί μου στὸ σπίτι» καὶ νὰ στοχαστῶ πάνω σ’ αὐτὲς σχετίζοντάς τις μαλιστα μὲ τὴ ζωή μου, τὴν οἰκογενειακή μου κατάσταση, τίς ἐπαγγελματικὲς ὕποχρεώσεις μου, τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, τίς σχέσεις μου μὲ τοὺς συγκεκριμένους ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους ζῶ. Ἄν σ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια περισυλλογῆς προσθέσει κανεὶς καὶ τὴν προσευχὴ αὐτῆς τῆς περιόδου: «τῆς μετανοίας ἄνοιξὸν μοὶ πύλαις ζωοδότα…» καὶ τὸν ψαλμὸ 136 «ἐπὶ τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν…» μπορεῖ νὰ καταλάβουμε τί σημαίνει νὰ «νιώθεις ὅτι εἶσαι μὲ τὴν Ἐκκλησία», καὶ πῶς μπορεῖ μιὰ λειτουργικὴ περίοδος νὰ χρωματίσει τὴ καθημερινὴ ζωή. Ἐπίσης εἶναι μιὰ πολὺ καλὴ εὐκαιρία νὰ διαβάσει κανεὶς κάποιο θρησκευτικὸ βιβλίο. Ὁ σκοπὸς δὲ αὐτοῦ τοῦ διαβάσματος δὲν εἶναι μόνο ν’ αὐξήσουμε τίς θρησκευτικὲς γνώσεις μας· εἶναι βασικὰ νὰ καθαρίσουμε τὸ μυαλὸ μας ἀπ’ ὅλα ὅσα συνήθως τὸ πλημμυρίζουν. Εἶναι πραγματικὰ ἀπίστευτο πόσο στὸ μυαλό μας συνωστίζονται ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ἔννοιες, τὰ ἐνδιαφέροντα, οἱ ἀγωνίες καὶ οἱ ἐντυπώσεις καὶ πόσο ἐλάχιστο ἔλεγχο ἀσκοῦμε πάνω σ’ ὅλα αὐτά. Διαβάζοντας ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο συγκεντρώνουμε τὴν προσοχή μας σὲ κάτι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ συνηθισμένο περιεχόμενο τῶν σκέψεών μας· δημιουργεῖται ἔτσι μιὰ ἄλλη διανοητικὴ καὶ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα. Ὅλα αὐτά, φυσικά, δὲν εἶναι «συνταγὲς» ἴσως νὰ ὑπάρχουν ἄλλοι τρόποι γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ κανεὶς γιὰ τὴ Σαρακοστή. Τὸ βασικὸ σημεῖο εἶναι ὅτι, στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου βλέπουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ σὰν νὰ βρίσκεται σὲ κάποια ἀπόσταση, σὰν κάτι δηλαδὴ ποὺ ἀκόμα ἔρχεται καὶ πού μας τὸ στέλνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σὰν εὐκαιρία γιὰ ἀλλαγή, γιὰ ἀνανέωση, γιὰ ἐμβάθυνση, καὶ ὅτι παίρνουμε αὐτὴ τὴν ἐπερχόμενη εὐκαιρία πολὺ στὰ σοβαρά. Ἔτσι, ὅταν τὴν Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης ἀφήνουμε τὸ σπίτι μας καὶ πᾶμε στὸν Ἑσπερινό, μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κάνουμε δικά μας – ἔστω καὶ γιὰ λίγο – τὰ λόγια ἀπὸ τὸ Μεγάλο Προκείμενο ποὺ ἀνοίγει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή.

Mη ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου

ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου