Γράφει ο Απόστολος Παπαδημητρίου
Η αγία Αικατερίνα ανήκει στην τελευταία γενιά των πρώτων μαρτύρων της χριστιανικής πίστης, καθώς μαρτύρησε το 304 μ.Χ. Το 323 ο μέγας και άγιος Κωνσταντίνος εξέδωσε το διάταγμα περί ανεξιθρησκείας και οι διωγμοί τερματίστηκαν. Όμως οι τελευταίοι διωγμοί, τους οποίους είχε κηρύξει ο Διοκλητιανός το 303 μ.Χ. και συνέχισαν οι διάδοχοί του, ήσαν οι αγριότεροι. Μάλιστα είχε θέσει ο εμπαθής αυτοκράτορας σε κυκλοφορία νόμισμα στο οποίο ανέγραφε «Christiani delendi sunt» (Οι χριστιανοί να εξολοθρευτούν). Δεν πρόφθασε να δει το όνειρό του να πραγματοπoιείται, καθώς δύο έτη αργότερα παραιτήθηκε από τον θρόνο και το 308 μ.Χ. πέθανε.
H Αικατερίνα, κατά τον συναξαριστή της, ήταν κόρη άρχοντα της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου πλούσια και πανέμορφη. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών είχε γίνει κάτοχος της παιδείας ελληνικής και λατινικής και αρκετών γλωσσών. Γι’ αυτό και ήταν υποψήφια νύμφη με πλείστες όσες προτάσεις. Είχε μητέρα χριστιανή, από την οποία διδάχθηκε την πίστη, για ευνόητους όμως λόγους η πίστη τους δεν ήταν γνωστή ευρύτερα. Όταν εντάθηκε ο διωγμός δεν ήταν πλέον δυνατόν να παραμείνουν στην αφάνεια. Η Αικατερίνα ομολόγησε την πίστη της μπροστά στον άρχοντα της πόλης της και έφερε πολλά επιχειρήματα κατά της πίστης στα είδωλα. Αυτός, όπως όλοι οι κούφοι άρχοντες, εξεμάνη, καθώς γνώριζε και την κατάρτιση της νεαρής αρχοντοπούλας. Ζήτησε τότε τη βοήθεια πολλών συμπολιτών του, εκατόν πενήντα κατά τον συναξαριστή, εγκρατών στα γράμματα και στη ρητορική τέχνη, προκειμένου να αποστομώσουν τη νεαρή, που είχε το θράσος να τον προκαλέσει, και να την παραδώσει μετά στο μαρτύριο. Η Αικατερίνα όχι μόνο δεν κάμφθηκε από τα επιχειρήματα εκ της θύραθεν παιδείας, την οποία κατείχε εξ ίσου καλά με τους αντιπάλους της, αλλά πέτυχε τη μεταστροφή τους στη χριστιανική πίστη.
Ίσως αυτό να φαίνεται μύθος στα μάτια των «ορθολογιστών», οι οποίοι αδυνατούν να συλλάβουν την κατάπτωση, στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι του αρχαίου κόσμου, όπως ακριβώς δεν αισθάνονται σήμερα την κατάπτωση στην οποία ζούμε κατά τη μεταχριστιανική εποχή. Ασφαλώς οι τελευταίοι, που αποδέχθηκαν τη νέα πίστη ήσαν οι φιλόσοφοι όχι βέβαια, επειδή τους ανέπαυε περισσότερο το ειδωλολατρικό πάνθεον, στο οποίο αμφιβάλλουμε, αν πίστευαν, αλλά επειδή η έπαρσή τους δεν επέτρεπε να ταπεινωθούν. Και η χριστιανική πίστη προϋποθέτει πρωτίστως την ταπείνωση. Εκείνο όμως που δεν πετυχαίνουν τα ανθρώπινα επιχειρήματα, πετυχαίνει φορές η χάρη του Θεού. Έτσι οι συνομιλητές της Αικατερίνας πίστεψαν, ομολόγησαν την πίστη τους και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο. Είναι και αυτοί άγιοι της Εκκλησίας μας, άγνωστοι βέβαια, καθώς έχουν επισκιαστεί από τη νεαρή, που τους είλκυσε στην πίστη, και εορτάζονται την ίδια ημέρα, την 25η Νομεμβρίου.
Κύλισαν τα χρόνια, η χριστιανική πίστη εξαπλώθηκε, παρά τους κλυδωνισμούς και τους διωγμούς, που οι πιστοί υπέστησαν επί αυτοκρατόρων όπως ο δαιμονικός Ιουλιανός και οι αιρετικοί αρειανοί. Ο Θεοδόσιος ο μέγας με διάταγμά του το 380 μ.Χ. καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Τί επέβαλλε αυτό; Εξέφραζε την επιθυμία όλοι οι πολίτες της αυτοκρατορίας να ασπασθούν τη νέα πίστη, σεβόταν ως εκ τούτου την ελευθερία του προσώπου. Αυτό όμως που σεβόταν το αυτοκρατορικό διάταγμα δεν σεβάστηκαν κάποιοι πιστοί, που είχαν διατηρήσει κατάλοιπα της παληάς πίστης στα είδωλα, τα μετά μανίας εκδικητικά. Η είσοδος στην Εκκλησία προσώπων, τα οποία έσπευδαν να επωφεληθούν από τη μεταβολή της κατάστασης, προκειμένου να εξασφαλίσουν τιμές και αξιώματα, επέφερε ταχεία την εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού σώματος. Γι’ αυτό άλλωστε άνθισε από την πρώιμη εκείνη περίοδο ο μοναχισμός την Αίγυπτο. Και δυστυχώς κάποιοι χριστιανοί ζήλεψαν τους διώκτες της πίστης τους και επιχείρησαν να τους μιμηθούν. Την έφεση προς αναμέτρηση με τους μη χριστιανούς υποδαύλισαν νεότερα διατάγματα του Θεοδοσίου, με τα οποία τιμωρούνταν οι χριστιανοί οι μεταστρεφόμενοι στις αρχαίες θρησκείες (381 μ.Χ.), απαγορεύονταν οι ειδωλικές θυσίες (382 μ.Χ.), σφραγίστηκαν τα ειδωλολατρικά «ιερά» και ετίθεντο εκτός νόμου οι αρχαίες θρησκείες (392 μ.Χ.) κατά σαφή παρέκκλιση από το πνεύμα του ευαγγελικού λόγου.
Το ίδιο έτος της απαγόρευσης των θρησκειών κατεστράφη ο μεγάλος ναός του Σέραπη στην Αλεξάνδρεια με την υποκίνηση φανατικών μοναχών, οι οποίοι δεν είχαν κατανοήσει το πνεύμα των μεγάλων ασκητών της αιγυπτιακής ερήμου και προτιμούσαν την οχλαγωγία στις πόλεις. Η μεγάλη αργότερα μαθηματικός και φιλόσοφος της πόλης, η Υπατία, μόλις 22 ετών τότε είχε μεταβεί στην Ιταλία και στην Αθήνα για εμπλουτισμό των αρκετών γνώσεων, που είχε λάβει στην Αλεξάνδρεια κοντά στον πατέρα της. Και όμως η κινηματογραφική παραγωγή του βίου της την προβάλλει παρούσα κατά τον εμπρησμό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια το 400 μ.Χ. και δίδασκε μαθηματικά και νεοπλατωνική φιλοσοφία. Ήταν η Υπατία πιστή στις αρχαίες θεότητες; Πολύ αμφιβάλλουμε. Ήταν φανατική στις απόψεις της. Το αρνούμαστε, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι μεταξύ των μαθητών της ήταν και ο μετέπειτα επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος, ένδειξη ότι μεταξύ των μαθητών της ήσαν και χριστιανοί.
Σε αντίθεση με την αγία Αικατερίνα, για τον βίο της οποίας ελάχιστα γνωρίζουμε, για την Υπατία έχουν γραφεί πολλά και ο βίος της έγινε κινηματογραφική ταινία με σαφή τον σκοπό να πληγεί η χριστιανική πίστη, που γεννά φανατικούς, οι οποίοι την φόνευσαν κατά απάνθρωπο τρόπο (415 μ.Χ.)! Δεν είναι του παρόντος άρθρου να αναλύσει τα του θανάτου της Υπατίας, στον οποίο εμπλέκονται οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας, η επιρροή, που ασκούσε η ίδια στον χριστιανό έπαρχο της Αλεξάνδρειας Ορέστη, όχι μόνο σε φιλοσοφικά αλλά και σε διοικητικά θέματα, κάποιες άστοχες αποφάσεις του επάρχου, το ελεγκτικό κήρυγμα τέλος του πατριάρχου αγίου Κυρίλλου, τον οποίο στοχοποιούν πρωτίστως ως ηθικό αυτουργό του εγκλήματος οι εχθροί της Εκκλησίας. Εκείνο που τονίζουμε είναι ότι ο άγριος φόνος της Υπατίας επισκίασε το λαμπρό μαρτύριο της αγίας Αικατερίνας και των 150 ρητόρων αιώνα αργότερα. Η μεταχριστιανική Δύση αγνοεί επιδεικτικά την αγία και πλέκει το εγκώμιο της φιλοσόφου. Και εμείς, οι πιστοί, είτε επιχειρούμε να αποκρύψουμε το συμβάν είτε αισθανόμαστε είδος συλλογικής ενοχής, σαν να ευθύνεται το Ευαγγέλιο του Χριστού για τις πτώσεις μας.
Εκείνο, που με θλίβει προσωπικά ήταν ότι φονεύοντας την Υπατία οι φανατικοί, πρόδρομοι του βατικανείου συστήματος της «ιερής εξέτασης», δεν της έδωσαν χρόνο να προσέλθει στην πίστη. Ευτυχώς, που η Εκκλησία μας ξεπλένει τις αδυναμίες του σώματός της με το να αναδεικνύει σε κάθε εποχή, και στη δική μας ακόμη, νέους μάρτυρες.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/11742, Ἀντίβαρο
Απόστολε σε ευχαριστούμε
ΑπάντησηΔιαγραφή