Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός υπήρξε
θύμα της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Ο αψεγάδιαστος, ο άμεμπτος, ο άμωμος, που μόνο
ευεργεσία και αγάπη σωτηρίας προσέφερε προς όλους – ακόμη και στους πιο
αμαρτωλούς και απόβλητους της κοινωνίας – καταδικάστηκε στην εσχάτη, στην πιο
επώδυνη και στην πιο ταπεινωτική των ποινών, στον σταυρικό θάνατο. Τα «ουαί»
και η εκ μέρους Του καταδίκη της υποκριτικής ζωής και συμπεριφοράς των
αξιωματούχων της εβραϊκής κοινωνίας και η δική Του ζωή και διδασκαλία
αποτελούσαν καρφί στα μάτια τους και αποφάσισαν να τον εξοντώσουν. Μέσα στον φανατισμό και στην παραζάλη του φθόνου
και του μίσους τους πίστεψαν ότι ο τάφος θα είχε ως αποτέλεσμα το σβήσιμο του
Ιησού και της διδασκαλίας Του…
Στήσανε μια «δίκη» με προειλημμένη
απόφαση! Κατασκευάσανε κατηγορία, για την οποία η ποινή ήταν ο θάνατος, και
αναζήτησαν ψευδομάρτυρες: «Οι δε
αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και το συνέδριον όλον εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά
του Ιησού όπως θανατώσωσιν αυτόν» (Ματθ. κστ΄ 59). Τον συνέλαβαν και τον
οδήγησαν ενώπιον του Αρχιερέως, ο οποίος έπαιξε το ρόλο του ανακριτού
ολοκληρωτικού καθεστώτος. Με την επίκληση του ζώντος Θεού εκμαίευσε την απάντηση της Αληθείας από
τον Ιησού και μετά από αυτήν, σε ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας, δείχνει αγανακτισμένος,
σχίζει τα ρούχα του και σε έξαλλη κατάσταση κραυγάζει την ετυμηγορία του, ότι ο
Κύριος βλασφήμησε, και δήθεν εκτός εαυτού ρωτάει τους υποτακτικούς του, για να
του πουν αυτό που τους είχε δασκαλέψει, ότι είναι «ένοχος θανάτου». Η καταδίκη έφερε
και τη βία σε βάρος του αθώου Θεανθρώπου:
«Τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εκολάφισαν αυτόν, οι δε ερράπισαν
λέγοντες, προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις εστίν ο παίσας σε;» (Ματθ. κστ΄
67).
Οι άρχοντες της εποχής του Ιησού, όταν
άρχισε να διδάσκει και να ευεργετεί το λαό, Τον παρακολουθούσαν με περιέργεια.
Στη συνέχεια άρχισαν να ενοχλούνται και να του βάζουν ερωτήσεις, που, με την
πάροδο του χρόνου, έγιναν προκλητικές και παραπειστικές. Μετά η ενόχληση μεγάλωσε
και άρχισαν οι σε βάρος Του μομφές, ότι δεν σέβεται τον Νόμο και ευεργετεί το
λαό την ημέρα του Σαββάτου… Η ενόχληση έφτασε στο αποκορύφωμά της και
εξελίχθηκε σε μανία εξόντωσης, όταν
είδαν ότι Εκείνος επηρέαζε σε βάρος τους το λαό, διδάσκοντας έναν άλλο τρόπο
ζωής από αυτόν που εκείνοι παρουσίαζαν και καταδικάζοντας τον εγωισμό και την
υποκρισία τους. Έτσι αποφάσισαν να Tον
εκτελέσουν χρησιμοποιώντας την ελεγχόμενη από αυτούς δικαιοσύνη…
Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να τον
εκτελέσουν και ζήτησαν τη συνδρομή του εκπροσώπου της Ρωμαϊκής εξουσίας, του
Πιλάτου. Αυτός δεν είχε τις αιτίες που είχαν οι ομοεθνείς του Ιησού για να τον
καταδικάσει. Είχε καλλιέργεια και εξυπνάδα για να καταλάβει ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς
ήταν αθώος και ότι επειδή Tον
φθονούσαν του Τον παρέδωσαν. «Ήδει γαρ
ότι δια φθόνον παρέδωκαν αυτόν». (Ματθ. κζ΄18). Επί πλέον είχε την υπέρ του
Κυρίου συμβουλή της γυναίκας του, που φαίνεται ότι τον επηρέαζε. Επιχείρησε να Tον γλυτώσει από τη θανατική
καταδίκη. Τους πρότεινε να Tον
απελευθερώσει αντί του αιμοσταγούς ληστή Βαρραβά, αλλά εκείνοι προτίμησαν τον
ληστή αντί του αθώου Χριστού, που πίστευαν ότι τους απειλούσε περισσότερο.
Για να απαλλαγεί ο Πιλάτος από την ευθύνη της καταδίκης
Τον έστειλε στον Ηρώδη, που εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Αυτός
χάρηκε που του πήγαν τον Ιησού, γιατί ικανοποίησε την άρρωστη περιέργειά του. Είχε
ακούσει για τον Χριστό και μέσα στη διεστραμμένη του διάνοια νόμιζε ότι είχε
απέναντι του κάποιον ταχυδακτυλουργό - θαυματοποιό που θα του έκανε επίδειξη
των ικανοτήτων του: « Ο δε Ηρώδης ιδών
τον Ιησούν εχάρη λίαν, ην γαρ εξ ικανού θέλων ιδείν αυτόν δια το ακούειν αυτόν
πολλά περί αυτού και ήλπιζε τι σημείον ιδείν υπ’ αυτού γινόμενον…» (Λουκ.
κγ΄8). Του έκανε πολλές ερωτήσεις, αλλά ο Ιησούς σιωπούσε, την ώρα που ο
συρφετός των αρχιερέων και των γραμματέων Τον κατηγορούσαν με πάθος και πείσμα.
Ο Ηρώδης αφού ικανοποίησε την περιέργειά του και απογοητεύθηκε από τη
συμπεριφορά του Ιησού, μαζί με τους στρατιώτες του Tον εξευτέλισε, Tον περιγέλασε, Tον έντυσε με «εσθήτα λαμπράν» και Τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο…
Νέα προσπάθεια κάνει ο Πιλάτος για να
απαλλαγεί από την ευθύνη της καταδίκης. Βάζει τους στρατιώτες του και
μαστιγώνουν τον Ιησού, Του βάζουν ένα στεφάνι από αγκάθια στο κεφάλι και Τον
τυλίγουν με ένα μανδύα, και έκαμαν ό, τι μπορούσαν για να Τον εξευτελίσουν. Ο
Πιλάτος θέλησε να Τον δουν οι αρχιερείς και ο όχλος έτσι πονεμένο, εξαντλημένο
και περιφρονημένο για να τους κάνει να Τον λυπηθούν, ή να πεισθούν ότι δεν
μπορούσε να τους κάνει κακό. Κανένας πόνος από αυτούς, καμιά συμπόνοια, μόνο
κραυγές «Σταύρωσέ Τον! Σταύρωσέ Τον». «Πάρτε Τον και σταυρώστε Τον εσείς. Εγώ
δεν βρίσκω αιτία καταδίκης Του» τους φώναξε και εκείνοι του απάντησαν: «Με βάση
το Νόμο μας είναι ένοχος θανάτου». Ακολούθησε νέος διάλογος και τότε οι ιουδαίοι
χρησιμοποίησαν το μεγάλο όπλο τους, φοβέρισαν τον Πιλάτο και τον εκβίασαν να
αποδεχθεί την αδικία, κραυγάζοντας υποκριτικά, αφού ήταν γνωστό ότι μισούσαν τη
ρωμαϊκή κυριαρχία: «Εάν τούτον απολύσης,
ουκ ει φίλος του Καίσαρος. Πας ο βασιλέα αυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι… Ουκ
έχομεν βασιλέα ει μή Καίσαρα». (Ιωαν. ιθ΄12-16). Ο φιλοτομαρισμός και ο φόβος
της απώλειας της θέσης, των ανέσεων, των κεκτημένων εξοβελίζει τη δικαιοσύνη… Ο
Πιλάτος μπορεί να έπλυνε τα χέρια του, δεν ξέπλυνε όμως το έγκλημα του κατά του
αθώου Ιησού.
Ανθρώπινη δικαιοσύνη θα υπάρχει όσο θα
υπάρχουν άνθρωποι στη γη και θα είναι πάντοτε ατελής. Θα καταδικάζει αθώους,
όπως ο Χριστός, και θα αθωώνει ενόχους.
Κατά το φιλοσοφικό λεξικό του Κέμπριτζ δικαιοσύνη είναι η εφαρμογή του δέοντος.
Αλλά το ερώτημα είναι ποιος ορίζει το δέον και ποιος το κρίνει. Το δέον κατά τη
βούληση των αρχιερέων των ιουδαίων στην περίπτωση του Θεανθρώπου ήταν η καταδίκη Του σε θάνατο και ήταν άδικη,
εγκληματική... Τα παραδείγματα στην ανθρώπινη Ιστορία άδικης εφαρμογής της
δικαιοσύνης πάμπολλα. Το συμφέρον και το δίκαιο του ισχυροτέρου κυριαρχεί σε
πολλές αποφάσεις και εφαρμογές της. Τις περισσότερες μάλιστα φορές η αδικία
εμφανίζεται ως εφαρμογή της δικαιοσύνης από τα διεστραμμένα μυαλά όσων την
πέτυχαν...-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου