π. Δημητρίου Μπόκου
Ἐννιὰ στὸν ἀριθμό, ἕξι ἀγόρια καὶ τρία κορίτσια ἀπ’ τὰ Γραμμενοχώρια τῶν Ἰωαννίνων οἱ θρυλικοὶ Ζωσιμάδες (1750-1840 περίπου), ἀποτελοῦν μιὰ ἐντελῶς ἐξαιρετικὴ περίπτωση μοναδικῶν ἀνθρώπων.
Τὰ κορίτσια (Ἀλεξάνδρα, Ζωή, Ἀγγελικὴ) ἔμειναν στὰ Γιάννενα, ἐνῶ τὰ ἀγόρια (Ἰωάννης, Ἀναστάσιος, Νικόλαος, Θεοδόσιος, Ζώης, Μιχαήλ) κατέφυγαν στὴ Ρωσία καὶ ἀλλοῦ, ἀσχολούμενοι μὲ τὸ ἐμπόριο. Καὶ ὁ πλοῦτος τους, σὰν εὐλογημένος, αὔξανε καὶ ἐξέπληττε τὸν κόσμο. Μὰ ἐκεῖνοι δὲν ξιπάστηκαν.
Ἀντιθέτως, ἐνσυνείδητα δοσμένοι στὸν Θεὸ καὶ στὴν πατρίδα, ἔταξαν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους τὴν ὠφέλεια τῆς Ἑλλάδας, μὲ τίμημα τὴ δική τους ἀσκητικὴ ζωή. Προτίμησαν νὰ μένουν στὸ μετόχι τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων στὴ Μόσχα, ἂν καὶ θὰ μποροῦσαν κάλλιστα νὰ ἔχουν δικά τους παλάτια (στὸ ἴδιο μοναστήρι ζοῦσε, ἐξίσου ἀσκητικά, ὁ ἄλλος μεγάλος ἐθνικὸς εὐεργέτης ἀπὸ τὸ χωριό τους Ζώης Καπλάνης).
Ἐπέλεξαν τὴ ζωὴ τοῦ ἐργένη, ἂν καὶ εἶχαν κάθε δυνατότητα καὶ ἄνεση νὰ χαροῦν μιὰ ἤρεμη εὐτυχισμένη οἰκογενειακὴ ζωή. Ἐπέδειξαν ἑκούσια σταυρικὴ ἀγάπη, ὥστε ἡ περιουσία τους, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ (τὶς νόμιμες) διεκδικήσεις κληρονόμων, νὰ μεταβιβαστεῖ ἀπρόσκοπτα ὁλόκληρη στὴν πάσχουσα πατρίδα τους.
Χιλιάδες ρωσικὰ ρούβλια ἔφταναν στὰ Γιάννενα καὶ κάλυπταν ὅλες τὶς ἀνάγκες: προικίζονταν ὀρφανὰ ἢ φτωχὰ κορίτσια, περιμαζεύονταν ἐγκαταλελειμμένα παιδιά, τρόφιμα καὶ ροῦχα μοιράζονταν τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα σὲ ὅλους τοὺς φτωχοὺς καὶ φυλακισμένους τῆς πόλης, Χριστιανούς, Ἑβραίους, Μουσουλμάνους, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐτὴ ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἀπέχει ἀπὸ κάθε ὑπόνοια ρατσισμοῦ. Ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἡ ἀδελφότητα τῶν Ζωσιμάδων ἔστελνε κάθε χρόνο στὰ Γιάννενα, πληρώνονταν οἱ γιατροὶ τῆς πόλης, γιὰ νὰ ἐπισκέπτονται δωρεὰν τοὺς φτωχοὺς ἀρρώστους.
Ἦταν τέτοια ἡ ἔκταση τῆς φιλανθρωπίας τους, ποὺ γεμάτοι εὐγνωμοσύνη οἱ Γιαννιῶτες δὲν τοὺς ἔλεγαν πιὰ μὲ τὸ ὄνομά τους, ἀλλὰ τοὺς ἀποκαλοῦσαν: «οἱ ἁγιασμένοι» (Ἠπειρωτικοὶ Ἀντίλαλοι, τεῦχος 95, σ. 8).
Οἱ εὐεργεσίες τους πρὸς τὴν πατρίδα ξεπερνοῦν κάθε φαντασία. Εἶναι φυσικὰ ἀδύνατο νὰ ἀπαριθμηθοῦν ἐδῶ. Στεκόμαστε μόνο μὲ ἀνυπόκριτο θαυμασμὸ μπροστὰ στὸ περίλαμπρο παράδειγμά τους. Ἀναγνωρίζουμε ἀνεπιφύλακτα τὴ γνήσια διάθεσή τους γιὰ ὁλοκληρωτικὴ προσφορὰ καὶ ἀγάπη. Τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ δική μας, μίζερη συνήθως, διάθεση! Οἱ Ζωσιμάδες καὶ ἄλλοι μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ γένους μας ἀποτελοῦν τὸ «μοναδικὸ παγκόσμιο φαινόμενο», ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα «Ἠπειρῶτες Ἐθνικοὶ Εὐεργέτες» (Περιοδ. «Ζωσιμάδες», Μάρτ. 2013, σ. 5).
Στοὺς χαλεποὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε σήμερα, οἱ ἁγιασμένοι Ζωσιμάδες εἶναι φωτεινὸ ὁρόσημο καὶ ὁδηγητικὸς φάρος μας. Τώρα καλεῖται σὲ συναγερμὸ ἡ δική μας καλοσύνη καὶ εὐσπλαχνία. Τὰ χέρια ποὺ ἁπλώνονται ἱκετευτικὰ πρὸς τὸ μέρος μας πληθαίνουν ἀδιάκοπα. Τίποτε δὲν μᾶς δικαιολογεῖ νὰ παραμένουμε ἀδιάφοροι καὶ ἀδρανεῖς.
Δὲν ἔχουμε πολλὰ γιὰ νὰ δώσουμε; Μὰ ὁ Θεός μας εἶναι πλούσιος. Καὶ πτώχευσε γιὰ νὰ πλουτίσουμε. Μὲ τὴ σταυρική του θυσία πῆρε προσωπικὰ ἐπάνω του τὸν πόνο καὶ τὴ φτώχεια μας. Πάψαμε πιὰ νὰ εἴμαστε φτωχοί.
Ἂν ὁ πατέρας εἶναι πλούσιος, δὲν θά ’ναι καὶ τὰ παιδιά του πλούσια; Ἂν λοιπὸν ἔχει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε, τί συμβαίνει; Φαίνεται ὅτι ἀπολέσαμε τὴν υἱοθεσία μας. Δὲν εἴμαστε πιὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τὰ γνήσια τέκνα τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὡς πτωχοί, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10).
Ἂς δίνουμε λοιπὸν ἐμεῖς ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἔχουμε καὶ Ἐκεῖνος ποὺ γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες μας καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ κάνει τὸ λίγο πολύ, τιμώντας ἰδιαίτερα τὸ δίλεπτο τῆς χήρας (Μάρκ. 12, 42), θὰ εὐλογεῖ ἀφειδώλευτα καὶ τὰ δικά μας πενιχρά μέσα. Θὰ τὰ πολλαπλασιάζει σὰν τοὺς πέντε ἄρτους. Καὶ θὰ συντηροῦνται ἀπὸ αὐτὰ πολλοὶ ἄλλοι γύρω μας. Ἐκεῖνος ξέρει νὰ διαχειρισθεῖ πολύ καλὰ τὰ δίλεπτά μας. Θὰ κάμει θαύματα μ’αὐτά. Μὲ λίγη καλὴ διάθεση λοιπὸν θὰ βρεθοῦν χίλιοι τρόποι ν’ ἀνταποκριθοῦμε.
Ὁ καιρὸς τῆς ὅποιας κρίσης γεννάει γενικευμένη ἀνασφάλεια. Ὁδηγεῖ σὲ ἔσχατη ἀπόγνωση τὸν ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀδύναμο ἄνθρωπο. Ἀκόμα καὶ στὴν αὐτοκτονία. Εἴμαστε κι ἐμεῖς ἔνοχοι κάθε φορὰ ποὺ συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συνυπεύθυνοι.
Ἂς ἀντιστρέψουμε λοιπὸν τὰ πράγματα. Πῶς; Προσβλέποντας μὲ βαθειὰ ἐμπιστοσύνη στὸ φιλεύσπλαχνο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐν συνεχείᾳ, ἂς μεταγγίζουμε στοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς του (Ματθ. 25, 40) τὴ σιγουριὰ καὶ εὐσπλαχνία ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ πρόσωπο αὐτό.
Καὶ ἂς δείχνουμε καὶ τὸ δικό μας φιλότιμο μὲ ἔργα, ὄχι μόνο μὲ λόγια, κατὰ τὸ μέτρο τῆς τρέχουσας ἀνάγκης. «Πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2, 14-26).
Τὸ θέλει αὐτὸ ἀπὸ μᾶς. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε μᾶς ἄφησε ἀποστόλους στὸ πόδι του. Εἶναι δική μας τώρα ἀποστολὴ νὰ δείξουμε τὸ εὔσπλαχνο πρόσωπό του στὸν ἀπελπισμένο ἄνθρωπο, ὅπως τόσο ὑπέροχα τὸ ἔδειξαν τότε, σὲ πολὺ χαλεπώτερους καιρούς, οἱ ἁγιασμένοι Ζωσιμάδες.
Θὰ ἀδιαφορήσουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου