Από το βιβλίο της Αιμιλίας Ιωαννίδου, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2000, σελ. 71 – 94.
ΙΙ. Η πολιορκία
Στις 5 Απριλίου 1453, πενήντα τρεις μέρες πριν από την άλωση, ο νεαρός, 21 χρονών τότε, σουλτάνος Μεχμέτ έστησε τη σκηνή του μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, αντίκρυ από την πύλη του Αγίου Ρωμανού (Τοπ Καπού – Τοπ=κανόνι, Καπού=πύλη). Εκεί παρέταξε και τους γενιτσάρους καθώς και το μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρμπάν. Από την πύλη του Αγίου Ρωμανού ως τη Χαρσία ή πύλη της Αδριανούπολης (Εντιρνέ Καπού) – απ’ όπου άρχιζε η περίφημη Μέση οδός που οδηγούσε στην αγορά του Θεδόσιου, στον Ιππόδρομο και στην Αγια Σοφιά – θα δινόταν ο κύριος αγώνας, καθώς το μέρος αυτό, κοιλάδα που διέσχιζε το ποταμάκι Λύκος, εκτιμήθηκε ως το πιο πρόσφορο για την άλωση της Πόλης.
Εκεί λοιπόν στο Μεσοτείχιο όπως το ονόμαζαν, παράταξαν και οι πολιορκημένοι τις πιό εκλεκτές δυνάμεις τους. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με τους καλύτερους τουρμάρχες του και κένταρχους και δίπλα σ’ αυτόν ο Τζουστινιάνη με τους σιδερόφραχτους πολεμιστές του. Οι πολιορκημένοι είχαν ν’ αντιτάξουν στις μεγάλες λουμπάρδες του εχθρού λιγοστά και μικρά κανόνια, που νωρίς έπαψαν να χρησιμοποιούνται καθώς έκαναν μεγαλύτερη ζημιά στα παλιά τείχη τραντάζοντάς τα, παρά στον εχθρό. Τα όπλα τους ήταν λιγοστά μολυβδοβόλα ή τούφακες (βαριά τουφέκια που ρίχνανε πέντε ίσαμε δέκα κομμάτια μολύβια σε κάθε βολή), οι τζάγρες (μηχανή με σύστημα εκτόξευσης βέλους σε μεγάλη απόσταση), τα τόξα, τα βέλη, τ’ απελατίκια (ραβδί σιδερένιο με ακίδες) και βέβαια τα σπαθιά.
Στις 7 Απριλίου ο Μεχμέτ πλησίασε το στρατό του στα 1200 μέτρα από τα τείχη. Στις 12 Απριλίου φάνηκε να έρχεται και η μεγάλη αρμάδα (ο στόλος). Πέρασε μπροστά από την Πόλη και τα πληρώματά της φώναζαν με άγριες κραυγές και βάραγαν τα τουμπελέκαι για να τρομάξουν τους πολιορκημένους. Πήγε κι άραξε στη δυτική ακτή του Βόσπορου, στο Διπλοκιόνιο (πλησίον του σημερινού ανακτόρου του Ντολμά Μπαχτσέ). Ο τεράστιος αυτός στόλος διέβη τον Ελλήσποντο γεμίζοντας κατάπληξη και τρόμο όσους τον έβλεπαν να περνά, γιατί ποτέ πριν και σε κανένα μέρος δεν είχε ξαναφανεί τέτοια θαλάσσια δύναμη. Η θέα της ανησύχησε τους πολιορκημένους. Ως τότε, διέθεταν την υπεροχή στη θάλασσα και έτσι στις πολιορκίες έπρεπε να αμυνθούν μόνο από την ξηρά. Ετσι, προμηθεύονταν ότι τους χρειαζόταν μέσω του θαλασσίου εμπορίου. Τώρα ξαφνιάζονταν βλέποντας πως ο πόλεμος ερχόταν από γη και θάλασσα.
Την ίδια μέρα άρχισαν και οι, αδιάκοποι έκτοτε, κανονιοβολισμοί των τειχών. Δεκατέσσερις ομάδες κανονιών (πυροβολαρχίες) με τέσσερα μεγάλα κανόνια και αρκετά μικρότερα η κάθε μία, στημένες σε όλο το μήκος του κάστρου της ξηράς, έριχναν αδιάκοπα τις πέτρινες μπάλες τους πάνω στα τείχη. Από τις πρώτες κιόλας κανονιές φάνηκε πόσο παλιό και πόσο αδύναμο ήταν το τείχος για ν’ αντέξει στις μπάλες που με τόση ορμή το χτύπαγαν. Ο Κριτόβουλος λέει πως τον αγώνα τον έκριναν τα κανόνια, «που οι παλιοί βασιλιάδες και στρατηγοί ούτε τα είχαν δει ούτε τα γνώριζαν». Οι πολιορκημένοι – πολεμιστές, γέροι, γυναίκες, ακόμα και παιδιά – προσπαθούσαν αδιάκοπα, με σθένος, μέρα νύχτα, να επισκευάζουν τα τείχη με κάθε μέσον που τους ήταν προσιτό. Όσο όμως πέρναγαν οι μέρες, τόσο το ηθικό των πολιορκημένων δοκιμαζόταν περισσότερο. Κάποιοι έφταναν να ελπίζουν μόνο σε κάποιο θαύμα για τη σωτηρία της πόλης ενώ άλλοι ερμήνευαν και τα φυσικά φαινόμενα – νεροποντές, κεραυνοί, ουράνια τόξα – σαν θεϊκά μηνύματα επικείμενης καταστροφής.
Στις 20 Απριλίου, κατά τις 10 το πρωί φάνηκαν τέσσερα καράβια στα οποία κυμάτιζε Βυζαντινή σημαία να έρχονται από την Προποντίδα. Στην πραγματικότητα όμως τα τρία απ’ αυτά ήταν Γενοβέζικα (με καπετάνιους τους Καντανέο, Νοβάρα και Παλανέρε) που ο Πάπας τα είχε μισθώσει και τα έστελνε βοήθεια με όπλα και εφόδια, και μονάχα το ένα, το πιό μεγάλο απ’ όλα, ήταν Βυζαντινό. Το τελευταίο ήταν φορτωμένο με σιτάρι που ο Αυτοκράτορας αγόρασε στη Σικελία, και είχε καπετάνιο έναν θαλασσόλυκο τον Φλαντανελά. Μόλις ο Μεχμέτ ενημερώθηκε για το γεγονός, έδωσε εντολή στον ναύαρχό του Μπαλτάογλου να συλλάβει ή να βυθίσει τις τέσσερις γαλέρες. Σχεδόν ολόκληρη η αρμάδα των Οσμανλήδων ξεκίνησε να τις εμποδίσει να μπουν στον Κεράτιο κόλπο. Τα πληρώματα των πλοίων τους φώναζαν και βάραγαν αδιάκοπα τα τουμπελέκια και τις τρουμπέτες τους. Ταυτόχρονα τα τείχη της πολιτείας, η σφενδόνη του Ιππόδρομου, καθώς και όπου αλλού υπήρχε θέα προς τη θάλασσα, γέμισαν από τους πολιορκημένους που με αγωνία παρακολουθούσαν τον αγώνα ανάμεσα στις τέσσερις γαλέρες και την αρμάδα. Ακόμη, τους δημιουργήθηκαν ελπίδες ότι τα τέσσερα αυτά σκάφη θα ήταν προπομπός της βοήθειας που είχαν υποσχεθεί να στείλουν οι Βενετσιάνοι.
Με το πέρασμα του χρόνου μειωνόταν η ένταση του ανέμου και έτσι και η ταχύτητα των πλοίων. Κάποια στιγμή έγινε φανερό ότι η αρμάδα πρόλαβε να τους φράξει το δρόμο. Έτσι, θα ακολουθούσε μάχη. Όταν έφθασαν σε απόσταση βολής, άρχισαν να χτυπιούνται με βέλη και με πέτρες, που έριχναν με καταπέλτες. Οι Οσμανλήδες έριχναν και βέλη περιτυλιγμένα με στουπιά αναμμένα. Ο Μπαλτάογλου ζητούσε επιτακτικά από τους Ιταλούς να παραδοθούν. Εκείνοι αψηφούσαν τις προσταγές και τον ειρωνεύονταν. Ήταν όλοι τους κατάφρακτοι με δικτυωτές σιδερένιες πανοπλίες. Έριχναν βροχή τα βέλη, τα κοντάρια και τις κοτρώνες. Και από τα δύο μέρη ακούγονταν φωνές, βλαστήμιες, βογγητά. Μάταια τα πλοία των Οσμανλήδων προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να καταλάβουν τις γαλέρες. Τα τέσσερα Χριστιανικά καράβια προχωρούσαν αργά ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στην αρμάδα πολεμώντας.
Κάποια στιγμή ο άνεμος σταματά ολότελα. Οι γαλέρες απόμειναν ακίνητες. Και τότε, καθώς λέει ο Μπάρμπαρο, «ο καπουτάν πασάς, σίγουρος πιά πως τα 150 καράβια του θα έκαναν μιά μπουκιά τα τέσσερα χριστιανικά, πρώτος ρίχτηκε μπροστά, πάνω στο μεγάλο εμπορικό αυτοκρατορικό καράβι, πλευρίζοντας στην πρύμη του». Κι άρχισε ένας ηρωϊκός αγώνας που χάρισε μιά αχτίδα ελπίδας στους πολιορκημένους.
Ο Μπαλτάογλου, με το χωνί στο χέρι, έδινε κουράγιο στα πληρώματά του να σκαρφαλώσουν στη Ρωμέικη γαλέρα. Ο Φλαντανελάς, σείοντας το σπαθί του, έτρεχε από την πρύμη στην πλώρη φωνάζοντας, δίνοντας κουράγιο και αντιμετωπίζοντας τους εχθρούς που γαντζώνονταν στην κουπαστή. Το καράβι αυτό ήταν το πιό αδύναμα οπλισμένο απ’ όλα. Εκτός όμως από τους γενναίους ναυτικούς που το επάνδρωναν, διέθετε και «υγρό πυρ» που τόσες φορές χάρισε τη νίκη στους Βυζαντινούς στόλους. Ομοια ηρωικά αντιπαρατέθηκαν στο πλήθος των εχθρικών πλοίων και τα Γενοβέζικα. Η ηχώ αυτής της ναυμαχίας αντιλαλούσε σ’ ολόκληρη την πολιορκημένη πολιτεία ως τα βάθη του Κεράτιου κόλπου. Το ρεύμα του Βοσπόρου παράσερνε σιγά σιγά ολόκληρο το σύμπλεγμα προς τον Γαλατά. Φωνές χαράς από τα τείχη και τον Ιππόδρομο, δίνανε θάρρος στα Χριστιανικά πληρώματα καθώς όλο και περισσότερο πλησίαζαν την αλυσίδα του Κεράτιου. Είχαν περάσει πάνω από τρεις ώρες που είχε αρχίσει η ναυμαχία. Ο Μεχμέτ βλέποντας ολόκληρη την αρμάδα του να μη μπορεί ν’ αντιμετωπίσει τις τέσσερις γαλέρες, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την οργή του και χώθηκε στη θάλασσα με το άλογό του. Έβριζε τον Μπαλτάογλου, τους καπετάνιους και τους ναυτικούς του. Αυτοί βλέποντας την οργή του ξαναχύνονται αποφασιστικά πάνω στις τέσσερις γαλέρες. Τότε φάνηκε πως δεν απόμενε γι’ αυτές καμμιά ελπίδα σωτηρίας. Ιδιαίτερα κρίσιμη ήταν η θέση του Βυζαντινού καραβιού. Όχι μόνο του είχε τελειώσει το υγρό πυρ αλλά του λείπανε και τα άλλα αμυντικά όπλα του. Τα τέσσερα Χριστιανικά καράβια πλησίασαν το ένα το άλλο και σχημάτισαν μέσα στη θάλασσα ένα τετράπλευρο πύργο. Έτσι θα έδιναν την ύστατη μάχη.
Κατά το ηλιοβασίλεμα, άρχισε ξαφνικά να φυσάει γραίγος. Ζωντάνεψαν οι γαλέρες καθώς ο αέρας ξαναφούσκωσε τα πανιά τους. Κινήθηκαν πάλι εμπρός, παρασέρνοντας και συντρίβοντας με τις πλώρες τους, τα μπριγκαντίνια και τις φούστες του Μπαλτάογλου. Μυριόστομη κραυγή θριάμβου αντήχησε από τη μιά στην άλλη άκρη της Πολιτείας. Οι κάτοικοι, έζησαν εκείνη τη νύχτα και όλη την άλλη μέρα ένα παραλήρημα χαράς.
Ο Μεχμέτ μόλις ξημέρωσε η άλλη μέρα έφθασε στο Ντολμά Μπαχτσέ και ζήτησε να του φέρουν τον Μπαλτάογλου τον οποίο εξευτέλισε, δήμεψε την περιουσία του και τον άφησε να σέρνεται σαν ανθρώπινο κουρέλι. Ύστερα έδωσε εντολή να στήσουν πίσω από τον Γαλατά, στο Πέρα, κάμποσες από τις πιό χοντρές λουμπάρδες του. Από εκει έριχνε κανονιοβολισμούς στα Χριστιανικά καράβια που φύλαγαν την αλυσίδα. Οι πολιορκημένοι νόμισαν πως ο Σουλτάνος ήθελε να εκδικηθεί τα Χριστιανικά καράβια για την χτεσινή ήττα του. Στην πραγματικότητα ετοίμαζε το σχέδιονα βάλει τον στόλο του στον Κεράτιο περνώντας τον μέσα από την ξηρά, πάνω από χωράφια και λόφους.
Από την αρχή της πολιορκίας είχε δώσει εντολή να κατασκευαστεί ένας δρόμος που άρχιζε από τον Βόσπορο, σκαρφάλωνε τις πλαγιές του Ντολμά Μπαχτσέ περνούσε τους λόφους του Πέρα, που το υψόμετρό τους δεν είναι πουθενά λιγότερο από 60 μέτρα, έφτανε εκεί που τώρα βρίσκεται η πλατεία του Ταξίμ κι από κει κατέβαινε στις Πηγές μέσα στον Κεράτιο Κόλπο. Τον δρόμο αυτό που είχε κατασκευαστεί για διαφορετικό σκοπό, τον φάρδυνε και τον έστρωσε με ξύλα. Κατασκεύασε δηλαδή μία δίολκο που το μήκος της ήταν εφτά έως οχτώ χιλιόμετρα. Μερικοί υποστηρίζουν πως αυτό ήταν ιδέα των Γενοβέζων του Γαλατά οι οποίοι ενδεχομένως του προμήθευσαν και το λίπος που χρησιμοποιήθηκε για να αλειφθούν τα ξύλα, ώστε να γλιστρούν πιό εύκολα τα καράβια.
Κατασκευή διόλκου είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Το 881 μ.Χ. ο Βυζαντινός ναύαρχος Ωορύφας πέρασε από δίολκο μεταξύ Σαρωνικού και Κορινθιακού Κόλπου τον στόλο του, για να κυνηγήσει τα πλοία του Άραβα εμίρη της Κρήτης Σαίτ. Δεκαπέντε χρόνια πριν την άλωση, οι Βενετσιάνοι πέρασαν στολίσκο από τον ποταμό Πάδο στη λίμνη Γκάρντα της Ιταλίας, σε επίπεδο όμως έδαφος. Το εντυπωσιακό στην περίπτωση του Μεχμέτ είναι η ταχύτητα με την οποία κατασκεύασε την δίολκο και ο μεγάλος αριθμός και όγκος των πλοίων που πέρασε.
Την Κυριακή 22 Απριλίου έγινε η πρώτη δοκιμή του στεριανού ταξιδιού των καραβιών. Ρίξανε ξύλινη σχάρα στο νερό και δέσανε πάνω σ’ αυτήν μιά μικρή φούστα. Τη σύρανε στη στεριά κι άρχισαν να τη τραβάνε βόδια και άνθρωποι. Γρήγορα βρέθηκε στην κορυφή του λόφου. Συγκρατώντας την να μην πάρει τον κατήφορο, την κατέβασαν ως τις Πηγές και την άφησαν αργά να κυλήσει στα νερά του Κεράτιου κόλπου. Η επιτυχία της δοκιμής προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό και έτσι ταξίδεψαν στη ξηρά περνώντας από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κόλπο εβδομήντα δύο γαλέρες, φούστες και παρανδαρίες. Οι φρουροί που βρίσκονταν στο τείχος της πολιτείας στον Κεράτιο Κόλπο έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν το θέαμα. Η είδηση κυκλοφόρησε ταχύτατα στους πολιορκημένους, στους οποίους προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση. Μετά την παραπάνω εξέλιξη έπρεπε να επανδρωθεί το αδύναμο τείχος του Κερατίου που πριν ήταν σχεδόν αφύλακτο. Αυτό θα σήμαινε μείωση των δυνάμεων που προστάτευαν τα τείχη της ξηράς.
Τη νύχτα 28 Απριλίου μπήκε σε εφαρμογή απόφαση για κάψιμο των καραβιών των Οσμανλήδων, που μπήκαν στον Κεράτιο κόλπο με αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση. Η απόπειρα αυτή απέτυχε. Λέγεται ότι οι Οσμανλήδες είχαν ειδοποιηθεί από τους Γενοβέζους του Γαλατά και βρέθηκαν έτοιμοι στα πόστα τους. Την ήττα ακολούθησε ξέσπασμα αντιπαράθεσης ανάμεσα στους Βενετσιάνους και τους Γενοβέζους. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους για προδότες κι αυτοί πάλι έλεγαν πως έφταιγε η αδεξιότητα των Βενετσιάνων. Τα πράγματα κατεύνασε παρέμβαση του Κωνσταντίνου.
Οι Οσμανλήδες κατόρθωσαν επιπλέον μέσα σε λίγες μέρες να στήσουν στον Κεράτιο ένα πλωτό γεφύρι, που στηριζόταν σε χίλια περίπου βαρέλια. Ένωσαν έτσι την Πύλη του Κυνηγού, που βρισκόταν στο βορειοανατολικό μέρος των Βλαχερνών, με την αντικρυνή βορεινή ακτή του κόλπου. Αυτό σήμαινε κι άλλες ανάγκες για πολεμιστές υπεραπιστές.
Μπήκε ο Μάιος κι άρχισε έλλειψη ψωμιού. Και «κάποιοι άρχοντες, αβάροι αδιάκριτοι,» διαβάζουμε στον Βαρβερινό Κώδικα, «εκρύβανε τα στάρια, διά να τα πουλήσουν ακριβά, να μαζώξουνε φλωρία, και δεν εβάλανε εις το νού τους πως θέλουν τα πάρει οι εχθροί μαζί με την ζωή τους. Και άλλοι τα εκρύβανε».
Μοναδική πιά ελπίδα φαινόταν να είναι ο ερχομός του Βενετσιάνικου στόλου, που με τη συμφωνία που είχε γίνει πριν από λίγους μήνες, τον Ιανουάριο του 1453, έπρεπε να βοηθήσει τη Βασιλεύουσα. Καθώς δεν είχαν πάρει καμμιά είδηση, αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα στον Βενετσιάνο ναύαρχο Λορέντο. Αρμάτωσαν ένα μικρό Βενετσιάνικο μπριγκαντίνι με δώδεκα ναύτες, έξι Ρωμιούς κι έξι Βενετσιάνους, που τους ντύσανε όλους με φορεσιές των Οσμανλήδων. Στις 3 Μαίου, τα μεσάνυχτα, το μικρό πλεούμενο γλίστρησε αθόρυβα έξω από την αλυσίδα και τυλιγμένο στα σκοτάδια τράβηξε για την Προποντίδα, μπήκε στα Δαρδανέλια και βγήκε στ’ αρχιπέλαγος.
Στις 7 Μαίου κατά τις 11 τη νύχτα, τριάντα χιλιάδες Οσμανλήδες πραγματοποιούν αιφνιδιαστική επίθεση, για άλωση της Πόλης, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου στο Μεσοτείχιο. Οι πολιορκημένοι μετά από πολύνεκρη ηρωική μάχη απωθούν τον εχθρό. Στη μάχη αυτή ανδραγάθησε ενας Ρωμιός πολεμιστής, ο Ραγκαβής, που όρμησε μέσα στον εχθρικό στρατό και σκότωσε τον σημαιοφόρο της προσωπικής φρουράς του Μεχμέτ. Τον περικύκλωσαν, χτύπαγε και χτυπιόταν, ώσπου σωριάστηκε νεκρός στο χώμα.
Στις 12 Μαίου, κατά τα μεσάνυχτα, οι Οσμανλήδες κάνουν καινούρια επίθεση στην πύλη της Αδριανούπολης και της Καλιγαριάς στις Βλαχέρνες. Εκείνη τη νύχτα, ξεχώρισε για το πολεμικό του θάρρος και την παλληκαριά του ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Λέγεται, πως κάποια στιγμή που όλα φαίνονταν χαμένα ρίχτηκε πρώτος πάνω στους εχθρούς. Το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι γενναίοι πολεμιστές και όσοι Οσμανλήδες είχαν ανέβη πάνω στα τείχη είτε βρήκαν το θάνατο είτε γκρεμίστηκαν απ’ αυτά.
Το τείχος δεν υποχωρούσε, παρά τις ζημιές από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς των πολιορκητών. Ο Σουλτάνος αποφασίζει να ανοίξει λαγούμια κάτω από τα τείχη. Το έργο είναι επίπονο και χρειάζεται εξειδικευμένους τεχνίτες. Στο στρατό του Ζαγανός πασά υπάρχουν μερικοί Σέρβοι μεταλλωρύχοι. Τους δόθηκε εντολή να σκάψουν μιά γαλαρία που θα ξεκινούσε αρκετά μακριά από τα τείχη και θα περνούσε κάτω από την τάφρο και κάτω από το συγκρότημα του διπλού τείχους, στο ύψος της πύλης Χαρισίου (Εντιρνέ Καπού). Τελικά το έργο αυτό διακόπηκε και οι λαγουμτζήδες άνοιξαν νέα γαλαρία με στόχο τα μονά τείχη των Βλαχερνών, κοντά στη πύλη Καλιγαρίων.
Στις 16 Μαίου, όταν οι άνδρες του Λουκά Νοταρά ανακάλυψαν την ύπαρξη της γαλαρίας, το υπόγειο έργο είχε φτάσει πολύ κοντά στα τείχη. Ο Νοταράς κάλεσε επειγόντως τον μηχανικό Γιοχάνες Γκράντ, έναν Σκωτσέζο που είχε βρεθεί από τη Γερμανία στο σώμα που ήταν επικεφαλής ο Τζουστινιάνη. Ο Γκράντ έσκαψε κι αυτός λαγούμι από μέσα προς τα έξω και κατάφερε να φτάσει σύντομα στην έξοδο της αντίθετης γαλαρίας. Προχώρησε συρόμενος ως το βάθος, έκοψε τα ικριώματα και πρόλαβε να βγει. Η υπόγεια κατασκευή κατέρρευσε θάβοντας εργάτες και ειδικευμένους τεχνίτες. Ο Σουλτάνος έδωσε εντολή για κατασκευή πολλών λαγουμιών, σ’ ένα μεγάλο μήκος του τείχους, από τα οποία τα περισσότερα κάτω από τα τείχη της Βλαχέρνας. Μιά απίστευτη ιστορία διαδραματίστηκε εκείνες τις μέρες του υπόγειου πολέμου. Εκατοντάδες ή και χιλιάδες έσκαβαν απ’ έξω ενώ μερικές δεκάδες από μέσα. Την επιχείρηση διηύθυνε ο Γκράντ. Τα λαγούμια των Βυζαντινών γίνονταν στα γρήγορα και ίσα ίσα για να φθάσουν ως τις Οσμανικές γαλαρίες. Κάποιος σερνόταν ως το βάθος και τοποθετούσε δυναμίτιδα ή φούμο, που έκανε τους αντιπάλους να σκάσουν σαν ποντικοί στις τρύπες τους και έκλεινε την σήραγγα. Σε άλλα σημεία αντί λαγουμιού άνοιγαν ένα υπόγειο αυλάκι και διοχέτευαν το νερό κάποιας κοντινής δεξαμενής, πλημμυρίζοντας το λαγούμι των Οσμανλήδων το οποίο κατέρρεε.
‘Ολα αυτά δεν ήταν παρά ένα μέρος της συνδυασμένης επίθεσης. Οι πολιορκητές συνέχιζαν τους αδιάκοπους κανονιοβολισμούς και πραγματοποιούσαν εφόδους. Ο Σουλτάνος συγκεντρώνει τα καλύτερα κανόνια του αντίκρυ στη πύλη Αγίου Ρωμανού και κτυπά χωρίς διακοπή. Γίνεται ολοφάνερο πως πήρε την απόφαση από τη θέση αυτή να δώσει την κύρια μάχη του. Στα χιλιόχρονα τείχη, στο Μεσοτείχιο, υπήρχαν σημεία που πολιορκητές και πολιορκημένοι αντικρύζονταν ακάλυπτοι. Οι πολιορκημένοι όλες τις μέρες δούλευαν αδιάκοπα, είτε επισκευάζοντας τα χαλάσματα είτε ορθώνοντας πίσω απ’ αυτά πρόχειρα περιφράγματα.
Στις 18 Μαίου, οι Οσμανλήδες, με τους Φράγκους τεχνίτες που είχαν μαζί τους, κατασκευάζουν μέσα σε μιά νύχτα ένα τεράστιο κινούμενο ξύλινο πύργο απέναντι από το πιό κατεστραμμένο μέρος του κάστρου, στην πύλη Αγίου Ρωμανού. Ο Μπάρμπαρο γράφει: «Αν όλοι οι Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης προσπαθούσαν να φτιάσουν έναν τέτοιον πύργο δε θα τους έφτανε μήτε ένας μήνας, ενώ αυτοί τον μαστόρεψαν μέσα σε μιά μονάχα νύχτα!». Την άλλη μέρα, χιλιάδες Οσμανλήδες προσπαθούσαν να γεμίσουν το χαντάκι με πέτρες, χώματα και οτιδήποτε άλλο, ώστε να κυλήσουν τον πύργο και να τον κολλήσουν στα τείχη γιά να μπουν απο εκεί σ’ αυτά. Όταν σκοτείνιασε, ολόκληρη η πολιτεία, λαός και άρχοντες,, ακόμη και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Τζουστινιάνη, σαν ένας άνθρωπος ξεκίνησαν ν’αδειάσουν το χαντάκι, πράγμα που το κατάφεραν. Κι όχι μόνο αυτό αλλά κατόρθωσαν να κάψουν και τον ξύλινο πύργο. Τα κατορθώματα αυτά άφησαν κατάπληκτο τον Μεχμέτ.
Οι καθημερινές νίκες των πολιορκημένων τους ενδυνάμωναν και τους έκαναν να διατηρούν ελπίδες. Θα κρατούσαν την Πόλη ώσπου να φτάσουν οι ενισχύσεις από την Δύση. Θα αντιμετώπιζαν όλες τις δυσκολίες ώσπου να φανεί ο συμμαχικός στρατός ή οι σημαίες του συμμαχικού στόλου στην Προποντίδα.
Ο Μεχμέτ έστειλε πρέσβεις στον Κωνσταντίνο. Ζητούσε να του παραδώσει την Πόλη, του παραχωρούσε προνόμια και του έδινε διαβεβαιώσεις πως δεν θα πείραζε τον πληθυσμό μέσα στα τείχη. Ο Αυτοκράτορας απάντησε ότι δεχόταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και ας κρατήσουν οι Οσμανλήδες όλα τα εδάφη που είχαν κατακτήσει. Αλλά την Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να την παραδώσει. «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Ο Κωνσταντίνος είχε εκφράσει την γνώμη όλων.
Στις 23 Μαίου, επέστρεψε το μπριγκαντίνι που είχαν στείλει οι πολιορκημένοι να βρει το Βενετσιάνικο στόλο. Οι γενναίοι ναύτες του κατάφεραν να ξεφύγουν από τα καράβια των Οσμανλήδων που τους κυνηγούσαν και να μπούν στον Κεράτιο. Από τα τείχη πολεμιστές και πολίτες τους ζητωκραύγαζαν. Τα νέα όμως που έφεραν ήταν δυσάρεστα. Στο Αιγαίο δεν υπήρχε βενετσιάνικη αρμάδα. Το μήνυμα που έφεραν έδωσε μιά άλλη διάσταση στον τελικό αγώνα. Όλοι γνώριζαν πιά πως δεν υπήρχε ελπίδα για βοήθεια από πουθενά.
Έπειτα από δύο ημέρες, στις 25 Μαίου, συγκεντρώθηκαν στο ανάκτορο των Βλαχερνών οι άρχοντες και ο κλήρος. Αρκετοί υποστήριξαν πως έπρεπε, με την βέβαια πιά προοπτική της άλωσης, ο Κωνσταντίνος να φύγει και να οργανώσει κάπου αλλού, με τη βοήθεια των αδελφών του, καινούρια αντίσταση. Εκείνος όμως αρνήθηκε να φύγει.
Την ίδια μέρα, συνέβη άλλο ένα περιστατικό που προκάλεσε φόβο στους πολιορκημένους. Όλες εκείνες τις μέρες οι εκκλησίες ήταν ανοιχτές και γίνονταν αδιάκοπα δεήσεις και λιτανείες. Σε μία από αυτές καθώς μεταφερόταν μία γνωστή ως θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, αυτή πέφτει καταγής. Όταν ξαναξεκίνησε η λιτανεία ξέσπασε μιά φοβερή καταιγίδα. Το πλήθος διαλύθηκε και η λιτανεία διακόπηκε.
Την άλλη μέρα, μιά πυκνή ομίχλη σκέπασε την Πόλη, ενώ ο ανελέητος κανονιοβολισμός τράνταζε συνθέμελα τα τείχη, τις εκκλησιές, τα παλάτια. Νωρίς το βράδυ, καθώς ξάνοιγε η ομίχλη, ένα παράξενο φως φάνηκε να φωτίζει τον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Το είδαν και οι πολιορκητές και ταράχτηκαν. Μα οι σοφοί «μολλάδες» έδωσαν την εξήγηση πως το φως της αληθινής πίστης πρόκειται σε λίγο να πλημμυρίσει το ιερό κτίσμα. Σύντομα χάθηκε το φως από την Αγία Σοφία και φάνηκε ξανά πίσω από το Οσμανικό στρατόπεδο. Διαδόθηκε τότε ότι έρχονται ενισχύσεις κι ότι ο στρατός των Χριστιανών βάδιζε στη Θρακική πεδιάδα. Άλλοι πάλι έλεγαν πως η Παναγία είχε εγκαταλείψει την Πόλη Της κι έφυγε για να βρει αλλού καταφύγιο.
Αν όμως είχε αρχίσει να κυριαρχεί ανησυχία στους πολιορκημένους, έντονη απαισιοδοξία κυριαρχούσε και στους Οσμανλήδες. Ο Runciman γράφει: «Στο τούρκικο στρατόπεδο άρχισαν ν’ απαισιοδοξούν. Το βάραινε γενικό συναίσθημα αποτυχίας. Η πολιορκία κρατούσε εφτά βδομάδες. Κι όμως το μεγάλο τούρκικο ασκέρι και τα θαυμαστά πολεμικά του μέσα είχαν επιτύχει πολύ λίγα πράματα. Η άμυνα βέβαια εξασθένιζε, λίγοι ήταν οι υπερασπιστές της πολιτείας και τα τείχη πάθανε βαριές ζημιές. Ομως δεν είχαν κατορθώσει να την πάρουν. Κι έμενε πάντα ο κίνδυνος να φτάσει στο τέλος βοήθεια από τη Δύση».
Ο Μεχμέτ συγκάλεσε το Σάββατο 26 Μαίου μεγάλο συμβούλιο στη σκηνή του, για να ακούσει τη γνώμη των αξιωματούχων και των στρατηγών του. Ο μέγας βεζίρης Χαλίλ πασά, ζήτησε να λυθεί η πολιορκία που είχε κοστίσει χιλιάδες νεκρούς και μεγάλες υλικές ζημιές, θύμισε ότι πέρασαν πάνω από πενήντα μέρες από τότε που έφτασε ο στρατός μπροστά από τα τείχη και τίποτα δεν είχε κερδηθεί, ενώ γινόταν πιθανότερο να φθάσουν στρατιωτικές ενισχύσεις από τη Δύση καθώς και στόλοι των Ιταλικών πόλεων. Πρότεινε να προταθούν όροι που θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από τον Παλαιολόγο, και να υποχωρήσουν.
Ο επόμενος που πήρε τον λόγο ήταν ο Ζαγανός πασάς, εχθρός του Μέγα Βεζίρη. Ο φιλόδοξος στρατηγός αλλάζει τελείως την ατμόσφαιρα. Είπε ότι οι δυνάμεις της Δύσης ήταν τόσο διαιρεμένες, που δεν θα μπορούσαν να οργανώσουν κοινή εκστρατεία. Ακόμα κι αν προλάβαιναν οι Βενετοί να στείλουν πλοία, δεν θα κατάφερναν να σπάσουν τον κλοιό στα Δαρδανέλλια. Άλλωστε, οι μουσουλμανικές προφητείες μιλούσαν καθαρά για την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος ήταν νέος όπως και ο μεγάλος στρατηγός Αλέξανδρος, που με πολύ λιγότερο στρατό κατέλαβε τον μισό κόσμο. Η πολιορκία πρέπει να συνεχισθεί και οι επιθέσεις να πολλαπλασιαστούν. Ο αρχηγός των Βασιβουζούκων ήταν απόλυτα σύμφωνος σ’αυτό. Συμφώνησαν ακόμη και όλοι οι νεότεροι στα χρόνια. Ο Μεχμέτ έστειλε τον Ζαγανός πασά να ρωτήσει τη γνώμη και των στρατιωτών. Όλοι επέμεναν ότι έπρεπε το συντομότερο να σημάνει η ώρα της γενικής επίθεσης.
Όταν άκουσε κι αυτό ο Σουλτάνος, ανακοίνωσε θριαμβευτικά ότι η νίκη θα ήταν σύντομα δική τους. Το Συμβούλιο πήρε την απόφαση να πραγματοποιηθεί όσο πιό σύντομα μπορούσε η γενική επίθεση. Την όρισαν γιά την Τρίτη 29 Μαίου. Την απόφασή τους διαλάλησαν σ’ όλο το στρατόπεδο. Άρχισαν να χτυπάνε τουμπελέκια και τρουμπέτες. Οι πολεμιστές φώναζαν και χόρευαν και οι δερβίσηδες γύριζαν και φανάτιζαν τον στρατό. Όταν έπεσε η νύχτα, άναψαν χιλιάδες δαυλούς γύρω από την Βασιλεύουσα και οι πολιορκητές γλεντούσαν κραυγάζοντας και προεξοφλώντας τον σύντομο θρίαμβό τους.
Ήταν πιά φανερό πως η Βασιλεύουσα ζούσε τις τελευταίες της μέρες. Αν οι εχθροί απέτυχαν να την εκπορθήσουν, είτε σκαρφαλώνοντας με σκάλες, είτε με τον ξύλινο πύργο, είτε με λαγούμια, είχαν τώρα ανοίξει με τις λουμπάρδες τους, τρία ανοίγματα στα τείχη απ’ όπου μπορούσαν να περάσουν τα στρατεύματά τους. Το πρώτο απ’ αυτά βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών, κοντά στην πύλη Καλιγαριάς, λίγο πιό πάνω από την Κερκόπορτα. Το δεύτερο άνοιγμα, το πιό μεγάλο απ’ όλα, άρχιζε από την πέμπτη στρατιωτική πόρτα και τελείωνε στην πύλη Αγίου Ρωμανού, στο Μεσοτείχιο δηλαδή, που όπως αναφέρθηκε επικεφαλής του στρατού ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Τζουστινιάνη.
Την άλλη μέρα, Κυριακή 27 Μαίου, ο Σουλτάνος έφιππος επισκέφθηκε όλα τα τμήματα του στρατού για να τα επιθεωρήσει και να αναγγείλει ο ίδιος ότι η μεγάλη μέρα έφθασε. Οι άνδρες μπορούσαν να αναπαυθούν την Δευτέρα και να προετοιμαστούν για τη μεγάλη έφοδο. Οι κήρυκες που τον ακολουθούσαν, διαλαλούσαν στο στράτευμα ότι οι πολεμιστές θα λαφυραγωγούσαν επί τριήμερο την Πόλη. Ο Μπάρμπαρο γράφει: «Οι Τούρκοι φώναζαν: Παιδιά του Μωάμεθ, γειά χαρά σας! Μεθαύριο όλοι αυτοί οι γκιαούρηδες θα γίνουν σκλάβοι μας. Θα τους πουλήσουμε για ένα δουκάτο τον καθένα. Τόσα θα είναι τα πλούτη που θ’ αποκτήσουμε, που δε θα ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Με τα γένεια των παπάδων τους θα φτιάσουμε τριχιές για τ’ άλογά μας και τα σκυλιά μας. Τις γυναίκες τους και τις κόρες τους θα τις απολαύσουμε. Ας πολεμήσουμε λοιπόν με καλή καρδιά για τη δόξα του Μωάμεθ».
Οι Βυζαντινοί στις επάλξεις άκουγαν τις ιαχές των πολιορκητών που επευφημούσαν τον Μεχμέτ με την κραυγή «Ένας είναι ο Αλλάχ, και ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του». Και οι πολιορκητές τη νύχτα, άναψαν πάλι δαυλούς, φώναζαν, τραγουδούσαν και ρίχνανε στο χαντάκι πέτρες, ξύλα, χώματα για να το γεμίσουν.
Τη Δευτέρα 28 Μαίου σίγησαν τα πάντα, ακόμη και τα κανόνια ύστερα από οκτώ εβδομάδες. Πολλοί από τους πολιορκημένους πίστεψαν πως οι πολιορκητές ετοιμάζονταν πιά να φύγουν. Αλλά οι Χριστιανοί αιχμάλωτοι των Οσμανλήδων είχαν στείλει την είδηση απ’ έξω, με βέλη που εκτόξευσαν μέσα στα τείχη. Καμμιά αμφιβολία δεν υπήρχε ότι σε μερικές ώρες θα έπεφταν όλες οι εχθρικές δυνάμεις με ορμή πάνω στην Πόλη. Έτσι σε αντίθεση με το εχθρικό στρατόπεδο, οι εκατοντάδες εκκλησίες της Πρωτεύουσας άρχισαν να σημαίνουν τα σήμαντρα και να χτυπούν τις καμπάνες, καλώντας τον κόσμο να ακολουθήσει τη λιτάνευση των εικόνων και των ιερών κειμηλίων. Ακόμα και στρατιώτες, Ορθόδοξοι και Καθολικοί, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους κι έτρεξαν να ενωθούν με το πλήθος. Οι πομπές διέσχιζαν πάνω κάτω την Πόλη, έφταναν ως τα τείχη, στέκονταν μπροστά στις πύλες και στους πύργους, έψελναν το Κύριε Ελέησον και ράντιζαν με άγιο μύρο το τείχος στα σημεία που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές. Όταν συναντήθηκαν οι λιτανείες όλων των εκκλησιών, έφτασε ο Αυτοκράτορας με όλους τους υπουργούς του και η ομάδα πέρασε μπροστά, πίσω από τα εκατοντάδες εξαπτέρυγα, τα προσκυνητάρια, τους Επιταφίους, τις φορητές εικόνες της Θεοτόκου, τα δισκοπότηρα και τις λειψανοθήκες.
Όταν τελείωσε η πάνδημος λιτανεία, ο Παλαιολόγος συγκέντρωσε στο παλάτι των Βλαχερνών όλους τους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης καθώς και τους αρχηγούς των Λατίνων συμπολεμιστών. Διαπιστώθηκε πως λίγες πιά ώρες τους χώριζαν από τον υπέρτατο αγώνα που θα έκρινε την τύχη της πολιτείας και την δική τους μοίρα. Ο Κωνσταντίνος είπε ότι επρόκειτο να αρχίσει η μεγάλη έφοδος. Στους Έλληνες είπε, ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του, την πατρίδα του, τον βασιλιά του, ή τους συγγενείς και φίλους του. Τώρα ο λαός του πρέπει να ετοιμαστεί να πεθάνει και για τις τέσσερις αιτίες. Μίλησε για τις δόξες και τις υψηλές παραδόσεις της μεγάλης Αυτοκρατορικής Πόλης. Μίλησε για τη δολιότητα του άπιστου σουλτάνου, που είχε προκαλέσει τον πόλεμο για να καταστρέψει την αληθινή πίστη και να τοποθετήσει τον ψεύτικο προφήτη του στη θέση του Χριστού. Τους προέτρεψε να θυμηθούν ότι ήταν οι απόγονοι των ηρώων της αρχαίας Ελλάδας και να δειχτούν αντάξιοι των προγόνων τους. Όσο για τον εαυτό του, είπε, ήταν έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του, την Πόλη του και τον λαό του.
Κατόπιν γύρισε στους Ιταλούς και τους ευχαρίστησε για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει και τους είπε για την εμπιστοσύνη του προς αυτούς κατά την επικείμενη μάχη. Τους παρακάλεσε όλους, Έλληνες και Ιταλούς, να μη φοβηθούν τον μεγάλο αριθμό του εχθρού και τα βαρβαρικά τεχνάσματα με φωτιές και με θορύβους που αποσκοπούσαν να τους τρομάξουν. Να έχουν υψηλό φρόνημα. Να είναι ανδρείοι και σταθεροί. Με τη βοήθεια του Θεού θα νικούσαν. Όλοι οι παρόντες σηκώθηκαν να διαβεβαιώσουν τον Αυτοκράτορα ότι ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν την ζωή τους και τα σπίτια τους γι’ αυτόν. Τότε αυτός γύρισε αργά στην αίθουσα ζητώντας από τον καθένα να τον συγχωρήσει, αν ποτέ τον είχε πειράξει. Ακολούθησαν και οι άλλοι το παράδειγμά του και αγκαλιάστηκαν σαν άνθρωποι που περιμένουν να πεθάνουν.
Η ημέρα πλησίαζε σχεδόν στο τέλος της. Ήδη τα πλήθη συνέρρεαν στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Κατά τους τελευταίους πέντε μήνες κανένας ευλαβής Έλληνας δεν είχε περάσει κάτω από τις πύλες της για ν’ ακούσει τη θεία λειτουργία, επειδή είχε μολυνθεί από Λατίνους και εξωμότες. Αλλά εκείνο το βράδυ η πίκρα είχε παραμεριστεί. Κανένας σχεδόν πολίτης, εκτός από τους στρατιώτες στα τείχη, δεν έλειψε από αυτή την λειτουργία. Τα χρυσά ψηφιδωτά, με τις εικόνες του Χριστού και των αγίων και των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, λαμποκοπούσαν στο φως χιλιάδων καντηλιών και λαμπάδων, και κάτω απ’ αυτές οι ιερείς με τα λαμπρά τους άμφια ιερουργούσαν για τελευταία φορά στην επίσημη αυτή λειτουργία.
Οι αξιωματούχοι και οι στρατιωτικοί ηγέτες μετά το συμβούλιο του Αυτοκράτορα πέρασαν μέσ’ από την Πόλη και πήγαν στη λειτουργία. Αφού εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν, πήγε ο καθένας στη θέση του, αποφασισμένος να νικήσει ή να πεθάνει. Όταν ήρθαν στις θέσεις που είχαν καθορισθεί στον καθένα και πέρασαν μέσ’ από το εσωτερικό τείχος στο εξωτερικό και στο φράχτη, δόθηκαν διαταγές να κλείσουν οι πύλες του εσωτερικού τείχους πίσω τους, για να μην υπάρξει υποχώρηση.
Ο Αυτοκράτορας αργά το βράδυ, μετά τη λειτουργία, γύρισε μέσ’ από τους σκοτεινούς δρόμους στο παλάτι του στις Βλαχέρνες και κάλεσε τους ανθρώπους του σπιτιού του. Απ’ αυτούς, όπως είχε κάνει και με τους υπουργούς του ζήτησε συγχώρηση για οτιδήποτε κακό τους είχε κάνει και τους αποχαιρέτησε. Κόντευαν μεσάνυχτα όταν ξαναπήρε το άλογό του και πήγε, συνοδευόμενος από τον πιστό του Φραντζή, κατά μήκος των χερσαίων τειχών, για να δει αν όλα ήταν εντάξει και ότι οι πύλες του εσωτερικού τείχους ήταν κλειστές. Στο γυρισμό τους στις Βλαχέρνες, ο Αυτοκράτορας ανέβηκε μαζί με τον Φραντζή σε έναν πύργο στην ακραία γωνία του τείχους των Βλαχερνών, κοντά στην Καλιγαρία Πύλη, από όπου μπορούσαν να βλέπουν έξω, μέσα στο σκοτάδι, προς δύο κατευθύνσεις, απάνω από το Μεσοτείχιο προς τ’ αριστερά και κάτω προς τον Κεράτιο Κόλπο δεξιά. Κάτω ακούγονταν θόρυβοι, επειδή ο εχθρός προωθούσε τα πυροβόλα του επάνω από τη γεμισμένη τάφρο. Αυτή η δραστηριότητα είχε αρχίσει από τη δύση του ηλίου, έτσι τους είπαν οι φρουροί. Σε απόσταση έβλεπαν να λαμπυρίζουν φώτα καθώς τα πλοία των Οσμανλήδων διέσχιζαν τον Κεράτιο. Ο Φραντζής έμεινε με τον Αυτοκράτορα γύρω στις μία ή δύο ώρες. Κατόπιν ο Κωνσταντίνος του είπε να φύγει και δεν ξανασυναντήθηκαν πιά. Η μάχη άρχιζε.
Το σχέδιο του Πορθητή για τη γενική επίθεση πρόβλεπε ότι η αρμάδα που βρισκόταν στον Ντολμά Μπαχτσέ θα χτυπούσε την πολιτεία από την θάλασσα του Μαρμαρά. Η άλλη που είχε μπει στον Κεράτιο, θα βρισκόταν μπροστά στα αδύνατα τείχη και βγάζοντας στρατιώτες στη στεριά θα προσπαθούσε να τα αλώσει. Άλλη μιά δύναμη θα περνούσε το πλωτό γεφύρι στον Κεράτιο για να χτυπήσει τις Βλαχέρνες. Το κύριο όμως χτύπημα θα δινόταν στο Μεσοτείχιο.
Το σύνθημα της επίθεσης δόθηκε στη μία και μισή, το πρωϊ της Τρίτης 29 Μαίου του 1453. Η πολεμική κραυγή από χιλιάδες στρατιώτες, μαζί με τα τύμπανα, τις σάλπιγγες και τους ασκούς, συντάραξε την Πόλη. Οι καμπάνες των εκκλησιών κοντά στα τείχη άρχισαν να χτυπούν. Σε λίγο όλα τα σήμαντρα και οι καμπάνες ειδοποιούσαν τον κόσμο πως έφτασε η ώρα. Καλόγριες, γέροντες, νεαρά παιδιά, έτρεξαν στα τείχη να βοηθήσουν τους μαχητές, ενώ οι ανήμποροι και τα μικρά παιδιά μπήκαν στις εκκλησίες για την τελευταία ολονυκτία.
Η έφοδος είχε οργανωθεί κατά κύματα και κατά τάγματα. Πρώτο κύμα οι χιλιάδες άτακτοι Βασιβουζούκοι – Τούρκοι και Χριστιανοί μισθοφόροι – τους οποίους εμπιστευόταν λιγότερο ο Σουλτάνος, γι’ αυτό και τους έστειλε πρώτους. Για να μην υποχωρήσουν παρέταξε πίσω τους μιά σειρά στρατονόμους. Τα επίλεκτα τάγματα και οι Γενίτσαροι περίμεναν ακόμα πιό πίσω. Το πλήθος ήταν τόσο πολυάριθμο ώστε δύσκολα μπορούσε να αναπτυχθεί μπροστά στα τείχη και οι πέτρες, τα ξύλα και τα σίδερα που τους πετούσαν από τους πύργους, θέριζαν πολύ κόσμο μαζί. Το δεύτερο κύμα ακολούθησε το πρώτο, και το τρίτο το δεύτερο και η μία έφοδος την άλλη, δίχως σταματημό, ώσπου στις τρεις και μισή τη νύχτα ο Σουλτάνος διέταξε να υποχωρήσουν μαζεύοντας και τους νεκρούς, για να μπορέσει να αναπτυχθεί η επίθεση της επόμενης στρατιάς, το ασκέρι της Ανατολής.
Καλά οπλισμένοι οι επιτιθέμενοι, φανατικοί μουσουλμάνοι, ανήκαν στον τακτικό στρατό. Αλλά κι αυτοί ήταν συντεταγμένοι σε πυκνές ομάδες και καθώς οι υπερασπιστές πετούσαν συνεχώς πέτρες, μιάς και μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον να βάλλουν εναντίον συγκεκριμένων στόχων, οι πέτρες που έπεφταν βροχή τους αποδεκάτιζαν δίχως να τους επιτρέπουν να πάρουν μιά απόσταση ο ένας από τον άλλον. Μέχρι τις πέντε το πρωί η δεύτερη έφοδος είχε αποκρουσθεί και οι Οσμανικές απώλειες ήταν μεγάλες. Ο Ισχάκ πασά με το Ανατολού Ασκέρι του είχαν αποτύχει μπροστά στις κεντρικές πύλες των χερσαίων τειχών. Οι άντρες του Ζαγανός πασά και του Καρατζά πασά δεν είχαν καταφέρει να καταβάλουν την άμυνα στις Βλαχέρνες. Τα πλοία του Χαμζά μπέη, που χτύπησαν τα τείχη του Μαρμαρά δεν πέτυχαν να αποβιβάσουν στην ξηρά στρατιώτες, γιατί το τάγμα που συγκρότησαν οι μάχιμοι καλόγεροι της Πόλης και οι λιγοστοί άντρες του πρίγκηπα Ορχάν πολέμησαν γενναία και κράτησαν τα πλοία μακριά.
Λίγο πριν ξημερώσει, το πελώριο κανόνι που είχε στηθεί πολύ κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού γκρέμισε ένα μεγάλο μέρος του Εξωτειχίου. Τα σύννεφα της σκόνης και η μαύρη κάπνα που απλώθηκε τύφλωσε τους υπερασπιστές. Τριακόσιοι Οσμανλήδες όρμησαν για να μπούν μέσα στο γκρεμισμένο τείχος, κραυγάζοντας πως η Πόλη είναι δική τους. Ο Παλαιολόγος από τα γκρεμίσματα και οι άντρες που τον ακολούθησαν, τους περικύκλωσαν. Μετά τον αποδεκατισμό τους, ο Σουλτάνος διέταξε να υποχωρήσει ο στρατός στις θέσεις του, για να ξεκινήσει η τρίτη επίθεση.
Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι. Και το ένα κύμα ακολουθούσε το άλλο και γύρω στις έξι το πρωί όλα έδειχναν ότι η απελπισμένη άμυνα είχε νικήσει τα πρώτα κύματα της τρίτης αυτής εφόδου, ώσπου κάποιος ειδοποίησε τον Αυτοκράτορα ότι ο Τζουστινιάνη είχε λαβωθεί κι ήθελε να αποσυρθεί. Έτρεξε ο Αυτοκράτορας και τον εκλιπάρησε να κάνει υπομονή, αλλά ο νεαρός Τζουστινιάνη δεν άντεχε άλλο. Ένας άντρας τον μετέφερε ως το λιμάνι και τον έβαλε σε ένα Γενοβέζικο πλοίο. Πολλοί δικοί του έτρεξαν να περάσουν από την πυλίδα που είχε ανοίξει και να ανέβουν στον κοντινό πύργο του Εσωτειχίου. Οι μαχητές στο Εξωτείχιο έμειναν με τον Αυτοκράτορα επικεφαλής. Ο Σουλτάνος παρακολουθούσε την αναταραχή στο Εξωτείχιο και διέταξε αμέσως την επίλεκτη ομάδα του φοβερού γίγαντα γενίτσαρου Χασάν, να ορμήσει σε εκείνο το σημείο. Ο Χασάν και 17 Γενίτσαροι έχασαν τη ζωή τους. Οι υπόλοιποι 13 κατόρθωσαν να ανέβουν στον περίβολο του Εξωτειχίου. Την ώρα της σφαγής κάποιος είδε Οσμανλίδικη σημαία να ανεμίζει στον πύργο πάνω από την Κερκόπορτα (7). Τότε ακούστηκε η κραυγή «Εάλω η Πόλις!». Ο Κωνσταντίνος μαζί με τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, τον Ιωάννη τον Δαλματό και τον Ντον Φραντσίσκο προσπάθησαν να συγκρατήσουν όσους μαχητές, πανικόβλητοι, εγκατέλειπαν το Εξωτείχιο. Αλλά εκατοντάδες Γενίτσαροι είχαν περάσει τον περίβολο.
Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος όρμησε τότε μπροστά φωνάζοντας ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει, και χάθηκε μέσα στο εχθρικό στράτευμα που ερχόταν καταπάνω του. Ο Κωνσταντίνος έβγαλε τα Αυτοκρατορικά Διάσημα. Έχοντας κοντά του τους δυό πιστούς συντρόφους, ακολούθησε τον Θεόφιλο. «Σώσον με εκ στόματος λέοντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσίν μου». Κανείς δεν τον ξανάδε πιά (8). Ανώνυμος μέσα στο πλήθος των ανωνύμων συμπολεμιστών του, ο Αυτοκράτορας έπεσε μπροστά στη Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου