12-13 Μαΐου 2017
Όταν ο Πλάτωνας συνιστούσε στον Καλλικλή να σοβαρευτεί, ν’ αφήσει κατά μέρος τις εξυπνάδες και τις επιπολαιότητες και να παραδειγματιστεί από την ουράνια αρμονία για να βρει τον αληθινό του εαυτό, δεν μπορούσε βέβαια να ξέρει πως ένας τσεχοεβραίος, ο Φραντς Κάφκα, δυόμιση χιλιάδες χρόνια αργότερα, θα έγραφε πως μόνο η ενατένιση των άστρων μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο από την εφιαλτική εξουσία του άλλου ανθρώπου.
Μια από τις 5-6 γυναίκες στη ζωή του Φράντς Κάφκα (που συμπλήρωσε την -«εντεταλμένη» θα έλεγε κανείς- αποστολή του επί της γης και πέθανε 41 χρονών) ήταν η Φελίτσε, μια όχι και πολύ ωραία γυναίκα, την οποία αρραβωνιάστηκε δυο φορές μέσα σε τρία χρόνια, τη μια φορά για ενάμιση μήνα και την άλλη για λιγότερο από έξι μήνες. Σε ένα από τα περίπου 700 γράμματα που της έγραψε από το 1912 ως το 1917, μεσούντος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όπου μόνο σε μια μέρα σκοτώθηκαν μεταξύ τους 40.000 Άγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί, της λέει: «Εάν δεν είχες ξαπλώσει καταγής ανάμεσα στα ζώα, δεν θα μπορούσες να δεις τον ουρανό με τ’ αστέρια και δεν θα είχες λυτρωθεί. Δεν θα είχες ξεπεράσει τον τρόμο της όρθιας στάσης». Ο τρόμος της όρθιας στάσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, αυτός είναι o πρώτος τρόμος, ο μόνος ένοχος.
Πέρα από τις στυγνές περιγραφές φόνων στα ημερολόγια των ναζί, από τη στιγμή που το διαδίχτυο έκαμε για όλους μας τόσο άμεσα προσιτό τον τρόμο που προκαλεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο, έπεισα τον εαυτό μου ν’ αντέξει να παρακολουθήσει αποκεφαλισμούς ανθρώπων από ανθρώπους με μαχαίρια, με αλυσοπρίονα, με μπαλτάδες. Ο πιο πρόσφατος ήταν του 70χρονου Γερμανού Γιούρκεν Κάντνερ στις Φιλιππίνες. Πέρασαν 24 ώρες μετά που επέβαλα στον εαυτό μου αυτό το σοκ, για να μπορέσω να σκεφτώ. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως δεν θα μπορούσα μεν να επαναλάβω την πράξη του φονιά σε βάρος του ιδίου, θα μπορούσα όμως να τον εκδικούμουν με μια πιστολιά, με μια σφαίρα στην καρδιά. Η αμέσως δεύτερη σκέψη μου ήταν πως ο αποκεφαλισμός του Γιούρκεν, δεν ήταν παρά η μοίρα της ανθρωπότητας, κι αν πυροβολούσα τον θύτη, απλώς θα συνέχιζα την ίδια μοίρα· τη μοίρα όλων μας. Ο μόνος τρόπος ν’ αναστραφεί αυτή η μοίρα και να ελπίσει σε σωτηρία η ανθρωπότητα θα ήταν να γονάτιζα μπροστά στον Φιλιππινέζο σφαγέα και να τον εκλιπαρούσα να μετανοήσει. Δεν έχει σημασία τι θα γινόταν μετά. Το θέμα είναι ότι η σωτηρία βρίσκεται στη μετάνοια. Στη μετά – νοια. Στην αλλαγή του τρόπου που σκεφτόμαστε, στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, στη ριζική αλλαγή της φύσης μας.
Ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, το ερεύνησαν και το αναγνώρισαν. Ο Ιησούς το πίστεψε, και μας κατέδειξε το χωρίς όρια μέγεθος της ανθρώπινης εγκληματικότητας, αφήνοντας να πραγματοποιηθεί ο χείριστος φόνος, η δολοφονία της απόλυτης αθωότητας, της απόλυτης αγάπης, Εκείνου του ιδίου. Μήπως από το σοκ, το ίδιο και χειρότερο από εκείνο που έπαθα εγώ μπροστά στον αποκεφαλισμό ενός άγνωστού μου ανθρώπου, εννοήσουμε πως η σωτηρία μας είναι στη μετάνοια.
Ας επιστρέψουμε στον Φραντς Κάφκα.
«Ο Κάφκα», γράφει κάπου ο Ελύτης, «δεν θα μπορούσε να γραφτεί στα ελληνικά». Αλλά ο Ελύτης, ένας από τους πρώτους που μας εξήγησαν ότι η ιδέα που έχουμε οι νεοέλληνες για τον ελληνικό πολιτισμό είναι εκείνη που καταλαβαίνουν και μας μεταδίδουν οι ξένοι -οι οποίοι γενικώς δεν καταλαβαίνουν τον ελληνικό πολιτισμό- διάβαζε Πλάτωνα την εποχή που έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Κάφκα δεν θα μπορούσε να γραφτεί ελληνικά· κι ήταν κι ο ίδιος ακόμα κάτω από την επήρεια των ξένων, ως προς το τι εστί «ελληνικός πολιτισμός»!
Έτσι, εδώ σήμερα, μπορώ να πω πως μια χαρά Η Δίκη του Κάφκα, θα μπορούσε να γραφτεί στα ελληνικά. Γιατί;
Επειδή η «ελληνικότητα», όπως το κατάλαβε και ο Καβάφης (ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν, έγραψε) δεν είναι ούτε υπηκοότητα ούτε μόνο γλώσσα, θρησκεία ή εξ αίματος καταγωγή. Είναι ιδιότητα, την οποία ανακαλύπτει κανείς μέσα σε κείμενα ή σε συμπεριφορές, δικές του ή άλλων, κι έχει πολλά να κάμει με την Παιδεία. Ο Κάφκα, λοιπόν, δεν είναι Έλληνας μόνο επειδή την τάξη και την αρμονία που βλέπει στον ουρανό, την αναγνωρίζει σαν πρότυπο σκέψης και συμπεριφοράς, όπως ο Πλάτων. Είναι Έλληνας, επειδή αναζητεί να τον δικάσουν οι ένοχοι συνένοχοί του και να τον καταδικάσουν για το έγκλημα όλων: την ανικανότητα ν’ αγαπήσουμε όσο χρειάζεται, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο Κάφκα υποψιάζεται ότι μπορεί να αγαπήσει όσο χρειάζεται.
Αυτήν την υποψία ίσως είναι που θέλει να επιβεβαιώσει γράφοντας 700 και βάλε γράμματα στη Φελίτσε -την Ευτυχία! Υποψιάζεται, επίσης, πως η μέσω της αγάπης σωτηρία της ψυχής δεν είναι, δυστυχώς, ατομική του υπόθεση· είναι συλλογική. Κι εδώ είναι που παραδίνεται στους εκτελεστές του χωρίς αντίσταση, στο τέλος της «Δίκης», εντελώς άπελπις. Εντελώς άπελπις, ίσως επειδή αυτό που του έλειπε, αφού ήταν εβραϊκής καταγωγής και ανατροφής, να ήταν της Καινής Διαθήκης η Παιδεία.
Γι’ αυτό, ο Ανδρέας Παστελλάς δεν πέφτει και τόσο έξω στην κρίση του όταν παραλληλίζει μέρη τού Δευτέρου Γράμματος στη Μητέρα του Κώστα Μόντη, με την «εφιαλτικά τραγική ατμόσφαιρα της Δίκης του Κάφκα, όπου η ενοχή δεν βαραίνει σαν τύψη τον θύτη, αλλά το θύμα, που αναγνωρίζοντας την απάτη του παιγνιδιού, εντούτοις θλίβεται που αδυνατεί να λάβει μέρος στην καλοστημένη φενάκη».
Ο Παστελλάς δικαιούται να εξομοιώσει ή απλώς να παραλληλίσει την ειδική ενοχή του Μόντη, την τοπική, ιστορική και πολιτική, με τη γενική και πανανθρώπινη, επειδή απλούστατα η βάση του «πολιτικού» μας προβλήματος δεν διαφέρει από τη βάση του γενικού, υπαρξιακού προβλήματος: Είναι η αγάπη. Δηλαδή η έλλειψή της. Εξάλλου το ίδιο κάμνει και ο Μόντης. Και, για να είμαστε ακόμα πιο συγκεκριμένοι, η ενοχή του Μόντη πηγάζει από το γεγονός ότι ενώ ο ίδιος νιώθει κι όχι απλώς «υποψιάζεται» ότι μπορεί ν’ αγαπήσει, ότι μπορεί ν’ αγαπά σταθερά και αταλάντευτα, ξέρει από την άλλη ότι η αγάπη γίνεται το μόνο ανυπολόγιστα σωτήριο κέρδος μόνο αν είναι συλλογική· κι αν γύρω του κυριαρχεί ένα έλλειμμα αγάπης, είναι γι’ αυτό συνένοχος. Και γι’ αυτό, τιμωρημένος.
Στην ουσία τα συναισθήματά του λίγο διαφέρουν από εκείνα που ώθησαν τον Φραντς Κάφκα στη συγγραφή της Δίκης. Ίσως επειδή λόγω διαφορετικού τόπου και άλλης εποχής, ο Μόντης έχει σε πρώτο επίπεδο την «έγνοια» της πατρίδας παράλληλα με τον άνθρωπο, ενώ ο Κάφκα το αντίθετο:
Αν ήξερες από ποιο καζάνι κοχλαστή πίσσα
προσπαθώ να βγάνω έξω το χέρι,
από ποιο καζάνι κοχλαστή πίσσα
προσπαθώ να βγάνω έξω ένα δάχτυλο
για να ψηλαφίσω το χαρτί…
Αν ήξερες από πού σου γράφω, μητέρα…
Πρόκειται για μια «πληγωμένη κραυγή μιας συλλογικής αγωνίας και διαμαρτυρίας», όπως το γράφει ο Παστελλάς· και έχει, βέβαια, δίκιο, γιατί αυτή είναι η δουλειά του ποιητή: να γίνεται το εκφραστικό όργανο των άλλων, να βρίσκει τις αναγκαίες λέξεις και να φτιάχνει τις απαιτούμενες φράσεις για ό,τι πιο σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο, αλλά και για ό,τι πιο αληθινό, ταλανίζει την ψυχή των άλλων όσο και τη δική του.
Όλο το Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα, δεν είναι άλλο από μια απόπειρα αφύπνισης των συμπολιτών του Μόντη, μια εργασία αυτογνωσίας, κατάδειξης της οδού της σωτηρίας, επιστροφής στην καρδιά, στην Αγάπη· ένας αγώνας απαλλαγής από την ενοχή όλων, που εξίσου, αλλά πρώτος σηκώνει εκείνος.
Είναι καιρός… είναι η πρώτη-πρώτη του παραίνεση, στην ενότητα «α», του Δευτέρου Γράμματος, είναι καιρός να πάρουμε θέση εν προκειμένω μητέρα… δηλαδή, ν’ απορρίψουμε πολλά από όσα επιτρέψαμε, να εγκαταλείψουμε πολλούς από τους δρόμους που πήραμε. Είναι καιρός ν’ αφήσουμε πίσω μας όλα τα δευτερεύοντα με τα οποία ασχοληθήκαμε και να συγκεντρωθούμε -δεν το λέει κατά λέξη- αλλά περί αυτού πρόκειται, είναι καιρός ν’ ασχοληθούμε με το Εν ου Έστι Χρεία.
Και είναι τόσο απλό. Τόσο που να παρομοιάζεται με την πεταλούδα που εγκλωβίζεται πίσω από ένα τζάμι και κτυπά ξανά και ξανά στο ίδιο αδιέξοδο σημείο αναζητώντας έξοδο, ενώ υπάρχει δίπλα της ανοικτό το άλλο μισό του παραθύρου. Εκείνη, όμως, επιμένει τυφλά στο ίδιο, αδιέξοδο σημείο. Για μας είναι ακόμα χειρότερα τα πράματα, επειδή ως όντα με ελεύθερη βούληση κι όχι μόνο ένστιχτα, μόνοι μας επιλέξαμε τις παρωπίδες της τύφλας μας· ήταν δική μας η επιλογή.
Αυτή την «επιλογή» μας για να τη διευρύνει όσο της αξίζει, όσο χρειάζεται για να καλύψει όσα εμπλέκονται ως συστατικά της μεγάλης ανθρώπινης αδυναμίας, ο Μόντης κρίνει ορθά να την πει «επέμβαση των μετάλλων», εννοώντας μάλλον, εκείνο του οποίου η ανακάλυψη μάς έβγαλε από τον ανθρώπινο πρωτογονισμό και μας έβαλε στις ράγες μιας απάνθρωπης «ανάπτυξη»ς, σε μια κούρσα με πρώτο με διαφορά τρόπαιο την αφθονία των καταναλωτικών αγαθών .
Από τον ανθρώπινο πρωτογονισμό δεν ήταν μονόδρομος αυτή η «ανάπτυξη», όπως τη βιώνουμε σήμερα, σαν το τζάμι που απάνω του κτυπά το κεφάλι της η πεταλούδα χωρίς να βλέπει δίπλα το ανοικτό παράθυρο.
Η δική μας τραγική ειρωνεία (που αποτελεί μικρό μέρος της μεγάλης πανανθρώπινης τραγωδίας) είναι πως: οι επίσημοι, οι θεωρητικοί κήρυκες του ανοικτού παραθύρου δίπλα στο κλειστό τζάμι, είναι που μας έριξαν, ανίδεοι, στο κλειστό, αδιέξοδο τζάμι· αφού καθοδηγήθηκαν, μέσα από τη δική τους άγνοια και τη μέθη της εξουσίας, να δεχτούν με ανοικτές αγκάλες την «επέμβαση των μετάλλων» ως τον σωστό δρόμο! Την 1η Μαρτίου 1959, σε ανοικτή συγκέντρωση εορτασμού της απελευθέρωσής μας, τη μεγαλύτερη ίσως ποτέ ζωντανή σύναξη του λαού, μας ανακοινώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο, η αδυναμία της αγάπης και η επιλογή της «ανάπτυξης» των «μετάλλων»!:
«Γύρω στα πελάγη μας επεκτείνονται αι αvήσυχoι επιδιώξεις τριών ηπείρων και οι αντιθέσεις δύο κόσμων». [Οι δύο κόσμοι ήταν από τη μια ο απάνθρωπος σοβιετικός κομμουνισμός και από την άλλη ο απάνθρωπος δυτικός καπιταλισμός] «Μέσα εις το ταραχώδες τούτο περιβάλλον καλoύμεθα vα διαδραματίσωμεv τον ρόλov του συvαρμoστoύ και συμφιλιωτoύ». [Εμείς, θα συναρμόζαμε και θα συμφιλιώναμε τα δύο τέρατα]. «Καλoύμεθα να μεταβάλωμεv την vήσov μας εις την χρυσήv γέφυραv, η οποία να εvώvη και όχι vα χωρίζη τας αvτιμαχoμέvας δυνάμεις. Καλoύμεθα να μεταβάλωμεv την vήσov μας εις μεγάληv αρτηρίαv, η οποία να συvδέη υλικώς και πvευματικώς τον Βoρράv με τον Νότov, τηv Δύσιv και τηv Αvατoλήv…».
ΟΜΩΣ, όλα τα ασυμφιλίωτα, που εμείς καλούμασταν να συμφιλιώσουμε, τα ανάρμοστα που εμείς θα συναρμόζαμε και τα καταστροφικά, που εμείς θα δείχναμε τον δρόμο ν’ αποφευχθούν, δεν είναι βέβαια ο Μόντης πρώτος που τα αναγνώρισε. Τα είχαν δει κι άλλοι σπουδαίοι ποιητές, όπως ο γεννημένος το 1821 Κάρολος Μπωντλαίρ, γράφοντας Τα άνθη του κακού, ο γεννημένος το 1854 Αρτύρ Ρεμπώ, γράφοντας το Μια εποχή στην κόλαση, ο Θωμάς Έλιοτ γεννημένος το 1888 με τη μνημειώδη Έρημη Χώρα, το 1922, αλλά και ο Φραντς Κάφκα, που γράφει το 1914 σε ηλικία 32 ετών τη Δίκη, που δεν είναι άλλο παρά η αναζήτηση της ενοχής για τον τρόπο που εξελίχτηκε ο κόσμος. Ο δικός μας Κώστας Μόντης, κυρίως με το Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα, του 1972, εντοπίζει τη δική μας μικρή, αντίστοιχη εκτροπή και ενοχή. Κι όχι μόνο αναγνωρίζει την τραγική, αυτοκαταστροφική μας προσπάθεια να μπούμε ως… συμφιλιωτές -τι αστείο- στη μεγάλη υποταγή του Ανθρώπου στον Σατανά, αλλά επιφορτίζεται ο ίδιος με τη συλλογική ενοχή ώστε να καταστεί ικανός τουλάχιστο να υποδείξει την εκτροπή.
Από την πρώτη-πρώτη ενότητα «α» του Δευτέρου Γράμματος ξεκαθάρισε τον σκοπό του: Να πάρουμε θέση απέναντι στην «επέμβαση των μετάλλων», απέναντι στη λαθεμένη πορεία του κόσμου. Ούτε κοντράροντάς την, γνωρίζοντας το μέγεθός της, ούτε ανόητα φιλοδοξούντες τη διαμιάς μεταστροφή της.
Στις ενότητες που ακολουθούν την «α», έχοντας περιγράψει τα συμπτώματα, τα ατομικά δικά του που είναι και όλων μας, της ασθένειας όλων μας, της ανθρωπότητας όλης, φτάνει στην ενότητα «σ» για ν’ αποκαλύψει το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, που αποτέλεσε την αφετηρία της δική μας στρέβλωσης της πολιτικής μας πραγματικότητας, που στη συνέχεια θα επέφερε τα πιο παράξενα, εφιαλτικά γεγονότα, που θα είχαν «άμεσο επακόλουθο», κατά τη φρασεολογία του στίχου, ακόμα και «την ανεπάρκεια των δικαστών» και την κατάρρευση του όλου δικανικού συστήματος, υπονοώντας την εσωτερική κατάρρευση της πίστης ότι μια αληθινή Δικαιοσύνη είναι υπαρκτή και εφικτή. Από αυτής της κόλασης τα καζάνια, προσπαθεί να βγάλει έξω ένα χέρι, να γράψει πως είναι η αναγνώριση της ανοικτής πληγής ο τρόπος απόδρασης από την κόλαση. Μας συμβουλεύει στην ενότητα «χ», λίγο πριν να κλείσει το Δεύτερο Γράμμα:
Αφήστε την πληγή για όνομα του Θεού…
αφήστε τη ξέσκεπη
αφήστε το βαθύ πηγάδι της,
αφήστε το κατάσαρκα
να σκύβουμε ν’ ανασαίνουμε πυρετό,
αφήστε το κατάσαρκα
να σκύβουμε ν’ ανασαίνουμε πυρετούς,
να σκύβουμε ν’ ανασαίνουμε αιμοπτύσεις
Μέχρι σήμερα, και ποιος ξέρει για πόσο ακόμα, για δεκαετίες ή αιώνες, ή χιλιετίες, μέχρι τη σωτηρία μας ή μέχρι την τελική καταδίκη μας, όχι μόνο δεν αναγνωρίζουμε την πληγή, όχι μόνο δεν σκύβουμε από πάνω της ν’ ανασαίνουμε τον πυρετό της, όχι μόνο δεν την ξεσκεπάζουμε και δεν την συνειδητοποιούμε, που θα ήταν η πρώτη ένδειξη ότι μπαίνουμε στην οδό τής γιατρειάς της, αλλά την επιτείνουμε, τη σκαλίζουμε με τα μαχαίρια και τη διευρύνουμε, δολοφονώντας με κάθε ευκαιρία, όπου τους βρίσκουμε, τούς ποιητές, που είναι οι πρώτοι που την αναγνωρίζουν, οι πρώτοι που την ξεσκεπάζουν και την ανασαίνουν: οι Ρεμπώ και οι Έλιοτ, οι Μπωντλαίρ και οι Μιχαηλίδηδες, οι Μηχανικοί και οι Μόντηδες… με πρώτους δολοφόνους τους επισήμως διορισθέντες να προστατεύουν τους ποιητές.
Επειδή αυτή είναι η δομή του κόσμου, κατά τον μέγιστο των ανθρωπολόγων, Ρενέ Ζιράρ, που πέθανε μόλις πρόσφατα: Η με τόσους τρόπους επισημοποίηση του φόνου στην οργάνωση των κοινωνιών μας, διαιωνίζει την κυριαρχία του Σατανά, ως Άρχοντος του κόσμου τούτου.
Σε μας εδώ η συνέχιση του δαιμονικού του έργου επιτελείται από επισήμως διορισμένους δόκτορες της φιλολογίας και της ποιήσεως, που δεν χάνουν ευκαιρία να σφάξουν στο πόδι την ποίηση όπου την κόψουν ανυπεράσπιστη, και προς βοήθειά τους, μάλιστα, μην δεν τα καταφέρουμε μόνοι μας, μετακαλούμε και εξ Ελλάδος πνευματικές «ηγεσίες» της παρακμής, να βάλουν κι εκείνες, ως κατ’ εξοχήν ειδήμονες, ένα χεράκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου