Γράφει ὁ Γέροντας Γρηγόριος,
Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὅρους
Καταγότανε ἀπὸ τὶς σκλαβωμένες πατρίδες, τὴν Αἶνο καὶ τ᾽ Ἀϊβαλί. Ὅταν ἐγκατασταθήκανε στὴν Πάρο, στὶς μεγάλες μέρες τραγουδούσανε: «Παναγιά μου ἀπὸ τὴν Αἶνο, μήνυσέ μου ἵντα θὰ γένω. Παναγιά μου ἀπὸ τὴν Πάρο, μήνυσέ μου ποιάν θὰ πάρω». Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ μὲ ἐδίδαξε μὲ τὴν ζωή της καὶ τὸν λόγο της τὸ πατρῶον σέβας. «Ἡ νηστεία εἶναι, παιδί μου, ἡ βάσις κάθε σωματικῆς ἀσκήσεως.» Ὅλες τὶς Σαρακοστὲς ἄλαδο ἡ γιαγιὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ σπίτι.
Μ᾽ ἔμαθε ν᾽ ἀνάβω τὸ καντήλι, νὰ θυμιάζω, νὰ ἀνάπτω κερὶ μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα καὶ νὰ προσεύχωμαι στὸν ὄρθρο καὶ στὸ δείλι. Μοῦ ὑπέδειξε τὶς μετάνοιες σὰν προσευχὴ ποὺ τὴν δέχεται ὁ Θεός.
Μὲ δίδαξε ὅτι ἂν τρεῖς Κυριακὲς δὲν ἀκούσουμε τὸν ἑξάψαλμο, σταματᾶμε νὰ εἴμαστε χριστιανοί. «Σήκω, παιδί μου, ὁ παπᾶς πέρασε, ἀνέβηκε στὴν Παναγία· μὴ ξεχνᾶς ὅτι καὶ τὴν προηγούμενη Κυριακὴ τὸν χάσαμε τὸν ἑξάψαλμο.»
Μ᾽ ἔμαθε νὰ τὸν ἀκούω ὄρθιος καὶ σεβίζων, ὑποκλινόμενος. Τὴν ὥρα ποὺ διαβαζότανε τὸ Εὐαγγέλιο ἔβαζε κερὶ στὸ μανάλι, γιατὶ πίστευε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ διαθήκη ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, καὶ στὴν σύνταξη καὶ ἀνάγνωση τῶν διαθηκῶν, ποὺ γινότανε πάντοτε τὸ ἑσπέρας, ὅλοι βαστοῦσαν κερί, γιὰ νὰ βλέπη ὁ συντάκτης.
Μ᾽ ἔμαθε πὼς τὸ «Δόξα Πατρὶ» εἶναι ἡ μεγαλύτερη δοξολογία καὶ ἱστάμενος ὄρθιος νὰ σταυροσημειοῦμαι. Μ᾽ ἔμαθε τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, εἰσερχόμενος στὸν ναό, νὰ κάνω τρεῖς μετάνοιες, γιὰ τὸν προηγιασμένο Ἄρτο ποὺ βρίσκεται στὴν ἁγία Τράπεζα.
Μοῦ ὑπέδειξε, περνώντας μπροστὰ ἀπὸ κάθε ἐκκλησία, νὰ σταυροσημειοῦμαι καὶ νὰ ἐπικαλοῦμαι τὸν Ἅγιο τῆς ἐκκλησιᾶς. Ὅπου καὶ νὰ βρίσκωμαι, τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων νὰ τὴν τιμῶ ὅπως τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα.
Μοῦ διηγήθηκε ὅτι πολλοὶ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι εἶδαν τὰ ξημερώματα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τὸ ἄκτιστον φῶς. Μοῦ ὑπέδειξε τὴν Κυριακὴ νὰ μὴ γονατίζω, γιατὶ οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες τοὺς δίδαξαν ὅτι ἡ Κυριακὴ εἶναι Πάσχα.
Μ᾽ ἔμαθε τὸ πρόσφορο τὸ καλοζυμωμένο νὰ τὸ προσφέρω στὴν ἐκκλησία ὄχι μὲ γυμνὰ τὰ χέρια, ἀλλὰ σὲ ἄσπρη καθαρὴ πετσέτα.
Μ᾽ ἔμαθε ὅταν φτιάχνω τὰ κόλλυβα, νά ᾽χω κερὶ καὶ λιβάνι. Μοῦ ὑπέδειξε στὸ Ἱερὸ ποὺ διακονῶ, ποτὲ τὰ ἐνδύματά μου νὰ μὴν ἀγγίξουνε τὴν ἁγία Τράπεζα, γιατὶ -ὅπως ἔλεγε- εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ.
Μὲ κράτησε νὰ μὴν ἀφήσω τὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολή, ἀλλὰ νὰ συνεχίσω, γιατὶ τοὺς λογισμούς μου νὰ σπουδάσω γιατρός, τοὺς ἔκρινε σὰν ἀφορμὴ νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Μ᾽ ἔμαθε νὰ μὴν εἶμαι φιλόδικος. Ἂν καὶ χήρα πενήντα πέντε χρόνια, δέχθηκε κάθε ἀδικία, χωρὶς νὰ καταφεύγη στὸ δικαστήριο τῶν ἀνθρώπων· ὅλα τὰ ἄφηνε στὸ δικαστήριο τοῦ Θεοῦ.
Μοῦ πιπίλισε κυριολεκτικὰ τὸ μυαλό μου νὰ προσέχω τὸ σκάνδαλο, γιατὶ ἔχει δύο ὄψεις: σκανδαλίζεσαι καὶ σκανδαλίζεις.
Ἡ πτωχὴ αὐτὴ γιαγιά, μὲ τὶς τρύπιες συρτὲς παντόφλες καὶ τὴν κάλτσα τὴν ξώφτερνη, εἶχε πάντοτε τὴν ποδιά της ἀνασηκωμένη, γεμάτη δοσίματα. Στὴν μεγάλη πείνα βοήθησε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ πολλὰ παιδιὰ μεγάλωσαν ἀπὸ τὰ χέρια της. Ἡ ἁγνή της ζωή, παρὰ τὰ πολλὰ χρόνια τῆς χηρείας, ἦταν στὴν κοινωνία τοῦ χωριοῦ παροιμιώδης. Φίλεργη, λέγοντας πάντοτε τὸν στίχο: «Ἡ νύχτα κι ἡ αὐγὴ μ᾽ ἔβγαλε καματερή». Αὐτάρκης, οἰκονόμα καὶ ταπεινή. Μ᾽ ἔμαθε νὰ ζῶ ἀπὸ τὸν κόπο τῶν χεριῶν μου καὶ ὄχι νὰ ἁπλώνω χέρι. Τό ᾽ξερε κι αὐτό: «Καλύτερα, παιδί μου, νὰ δίνης παρὰ νὰ παίρνης».
Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα τράνεψα. Ἔπειτα ὅμως, σὰν ἀφελὴς νησιώτης πίστεψα ὅτι στὶς θεολογικὲς σχολὲς διδάσκεται ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ἄρχισε ἡ παραζάλη. Καθηγητὴς ἀπὸ ἕδρας σὲ ἐρώτηση ἀπήντησε: «Ἐγὼ δὲν κάνω θρησκεία, κάνω ἐπιστήμη»! Καὶ οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς Γραφῆς ἀράδιαζαν γνῶμες τῶν ἀπίστων τῆς Εὐρώπης. Αὐτοὶ ἐρεύνησαν τὴν Γραφὴ πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες! Ὅ,τι ἔμαθαν στὰ αἱρετικὰ πανεπιστήμια, σὰν ψιττακοὶ μᾶς τὰ μετέφεραν στὶς αἴθουσες τῶν θεολογικῶν σχολῶν. Ὅλη ἡ Πατρολογία τελείωνε στὸν ὄγδοο αἰῶνα. Μετὰ δὲν εἶχε ἡ Ἐκκλησία ἡ ὀρθόδοξη νὰ παρουσιάση Πατέρες καὶ διδασκάλους(!). Ποῦ νὰ ἀκούσουν γιὰ ἅγιο Νικόδημο; Λαϊκότροπος καὶ καλογερόπληκτος. Τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ εὐτυχῶς ὁ Παναγιώτης ὁ Χρήστου τὸν ἔβαλε στὴν σειρὰ τῶν μαθημάτων του.
Μέσα σ᾽ ὅλον αὐτὸν τὸν τάραχο, ἄρχισαν τὰ νεώτερα χρόνια οἱ θολωμένες θεολογίες. Οἱ μεγάλοι αὐτοὶ θεολόγοι μᾶς παρέδωσαν μαθήματα γιὰ τὶς σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ δὲν μᾶς ἀποκαλύφθηκαν. Καὶ ὕψωσαν τὸν ἐπίσκοπο ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸν φτάνει οὔτε ὁ ἄνθρωπος οὔτε ὁ Θεός. Ἀναπτύχθηκε ἡ θεωρία ὅτι ὁ πρεσβύτερος λειτουργεῖ στὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ! Τὸ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» στὴν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρεται στὸν ἐπίσκοπο (γι᾽ αὐτὸ πολὺ σωστὰ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει μετὰ «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θεοῦ... ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο»). Καὶ ξεχάστηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος μέχρι τὸν δέκατο ἕκτο αἰῶνα ἀφαιροῦσε ἀπὸ πάνω του κάθε στολίδι καὶ λειτουργοῦσε ὡς ἁπλὸς πρωτόπαπας. Σήμερα καὶ τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας ὁ ἐπίσκοπος φέρει μίτρα, στέμα βασιλικό! Ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ ἐπισκοπική του παρουσία! Ἐξ ἁμαρτιῶν μας ἕνας ἐπίσκοπος βρῆκε στὴν Μικρὰ Ἀσία τὴν τουρκάλα νὰ ἔχη μίτρα πολύτιμη γιὰ φωλιὰ στὴν κλῶσσα. Ὡραῖα τὸ ἐτίμησε αὐτὸ τὸ διάδημα ἡ ἀγράμματη μουσουλμάνα!
Ἕτερος μεγάλος θεολόγος μᾶς ἔδωσε τὸ ζῶον τὸ θεούμενον. Βρέθηκα στὴν συντροφιά τους καὶ διερωτήθηκα: «Τόσο ὑψηλὰ ἔχουν ἀνέβη αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Ἐγὼ τί θέλω ἐδῶ μέσα ὁ ἀμαθὴς καὶ ἀγράμματος;» Τοῦ συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Ζῶον θεούμενον» τοῦ ἀνέκοψε ὁ Θεὸς τὴν ζωὴ ἐξερχομένου τῆς ταβέρνας...
Ἄλλος μᾶς ἔδωσε βιβλίο «Μιὰ βραδιὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Χίλιες βραδιὲς ἔχω ζήσει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὲν αἰσθάνθηκα αὐτὰ ποὺ ἔζησε αὐτὸς μὲ μιὰ βραδιὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καὶ διερωτῶμαι: «Τοξευμένοι πύραυλοι εἶναι αὐτοί; Καὶ ἐπιτέλους ποιός τοὺς τοξεύει, τὸ μυαλό τους ἢ ὁ Θεός;».
Ἐρχόμαστε καὶ σὲ ἕνα ἄλλο βιβλίο, στὴν «Ἐμπειρικὴ θεολογία». Ἄλλος παράδεισος κι αὐτός. Ἀπὸ ποῦ εἶχε τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ὁ παπα-Γιάννης; Ἀπὸ τὴν ἐφοπλίστρια γυναίκα του; Δὲν ξέρω ἂν ποτὲ λειτουργοῦσε κι ἂν ποτὲ θεάθηκε μὲ ράσο. Πάντως διπλοπόδι σὲ δικηγορικὸ γραφεῖο τῆς πλατείας Κάνιγγος ἐδίδασκε τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία. Πόθεν τὴν ἐδιδάχθη καὶ πότε τὴν ἔζησε; Ἂν ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε λίγο παραπάνω μυαλό, ἂς εἴμαστε συγκρατημένοι.
Καὶ ἄλλος σπουδαῖος ὑψιπέτης παρουσιάστηκε στὸ πνευματικὸ στερέωμα τῶν τελευταίων ἐτῶν. Μᾶς ἔδωσε τὸ σύγγραμα «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστιν». Ὅταν τὸ ἀναγινώσκη κανείς, ἡ πρώτη του σκέψη εἶναι: «Γράφει ἀπὸ ἐμπειρία ἢ ἀπὸ γνώση;». Ἂν εἶναι ἀπὸ ἐμπειρία, ποιός μπορεῖ νὰ ξεχάση ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχε ὑποτακτικὸ τὸν παπα-Δημήτρη τὸν..., ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος κατάσκοπος τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου; Ὁ λαὸς λέγει ὅτι τὸ παγώνι, ὅταν κοιτάζη τὰ ὄμορφα φτερά του, τραγουδάει, ἀλλ᾽ ὅταν κοιτάξη τὰ πόδια του, ντρέπεται καὶ σταματάει...
Πρεσβύτερος ἔδωσε σὲ κυκλοφορία ἐμπειρίες του ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία καὶ μᾶς ὡδήγησε στὸν λογισμὸ ὅτι αὐτὸς ἀγγέλους ἔσχε συλλειτουργοῦντας. Αὐτὰ δὲν γράφονται. Βιώνονται καὶ συνεσκιασμένα σὲ ὀλίγους τὰ ἀποθέτουμε.
Περὶ δὲ τῆς νοερᾶς προσευχῆς... αὐτὸ τὸ οὐράνιο πρᾶγμα τὸ κατεβάσαμε στὰ πεζοδρόμια καὶ γράψαμε καὶ ξαναγράψαμε αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν ἀγγίξαμε...
Στὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα ἦταν ἄγνωστος ὁ μοναχισμός. Πάρε τὸν δρόμο τῆς ἔρευνας ἀπὸ τὴν Ναύπακτο μέχρι τὸ Πωγώνι τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἂν θὰ βρῆς μοναχὸ ἢ μοναχή. Ὅταν βρεθήκαμε σὲ κάποιο χωριό, οἱ ἄνθρωποι νόμισαν ὅτι εἴμαστε Ἰεχωβάδες. Κλείστηκαν στὰ σπίτια τους καὶ δὲν μᾶς ἄνοιγε κανεὶς τὴν πόρτα καὶ κάλεσαν τὴν ἀστυνομία νὰ μᾶς συλλάβη, γιατὶ δὲν εἶχαν δῆ ποτὲ τὸν μοναχικὸ σκοῦφο. Ὁ παπα-Σπυρίδων, μὲ ὅλα του τὰ βάσανα, ἐπιστράτευσε τόσα παιδιὰ σ᾽ ἕνα νεόδμητο μοναστήρι καὶ ὁ οὐρανοβάμων ἐπίσκοπος ἀγωνίστηκε νὰ τὸ κλείση. Βρὲ ἄσ᾽ τους, ἔστω καὶ σὰν σημάδι στὴν ἄμμο τῆς ἐρημιᾶς καὶ μὴ τοὺς κυνηγᾶς. Ἡ «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία» ἔστειλε πολλοὺς ἀνθρώπους στὰ μοναστήρια, σταμάτησε τὴν κραιπάλη καὶ τὴν μέθη σὲ πολλούς. Τὰ δικά σας τὰ βιβλία ποιόν ἔστειλαν στὴν ζωὴ τῆς ὡλοκληρωμένης ἀφιερώσεως στὸν Χριστό;
Κι ἔτσι δώνω συχώριο σὲ ὅλους τοὺς παπποῦδες καὶ τὶς γιαγιάδες ποὺ μοῦ εἶπαν: «Πρόσεχε τοὺς μορφωμένους. Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ χαλάση ὁ Θεὸς τὸν κόσμο». «Τὰ ὑπέρμετρα τῶν δαιμόνων εἰσιν» ἔλεγε ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος ὁ Πάτμιος. Ὁδήγησέ τον τὸν ἄλλον στὴν στράτα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς θὰ τὸν κατευθύνη καὶ θὰ τὸν διδάξη. Ὄχι μεγαλοστομίες. Ἐμεῖς μένουμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ διδαχθήκαμε ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι οἱ ἀκολουθίες, τὸ κερὶ καὶ τὸ λιβάνι καὶ τὸ καντήλι ποὺ ἀνάβει μπροστὰ στὰ ἅγια εἰκονίσματα. Καὶ πιὸ πέρα δὲν πηγαίνω. Ἂν θέλη, ἂς μὲ πάη ὁ Θεός.
Κύριε, βοήθα. Θόλωσαν τὰ νερὰ καὶ δὲν βλέπουμε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ βυθοῦ τῆς θάλασσας. Κύριε, συγκράτησε τοὺς μεγαλοδιανοούμενους. Φρενάρισε τὸ κακὸ ποὺ μᾶς βρίσκει τὰ τελευταῖα χρόνια. Καὶ ἐμεῖς, λάτρεις σου ἀμετάθετοι καὶ ἀμετακίνητοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου