Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Τα αδιέξοδα της πολυπολιτισμικότητας



Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 138

Για το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου Πλουλαρισμός, πολυπολιτισμικότητα, ενσωμάτωση, αφομοίωση – Σημειώσεις για τη σύγχρονη ανοιχτή κοινωνία [εκδόσεις Πατάκη, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2016]

Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι ευφυές και θαρραλέο. Ευφυές διότι χρησιμοποιεί την ευρύτητα γνώση της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας για να πλήξει με εύστοχα και σαφή τρόπο διατυπωμένα επιχειρήματα, μια σειρά αντιλήψεων, ιδεοληψιών θα ήταν καλύτερα να τις ονομάσουμε, όπως είναι η πολυπολιτισμικότητα αλλά και το αυτονόητο της ενσωμάτωσης των ισλαμικών πληθυσμών στις χώρες υποδοχής των. Πρόκειται για ιδεολογήματα που παρότι σε επίπεδο εμπειρίας αποδεικνύεται διαρκώς η αβασιμότητα και η ανεδαφικότητά τους σε επίπεδο ιδεολογίας παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη αντοχή.
Θαρραλέο είναι διότι οι ιδεοληψίες αυτές που συχνά χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, παραμένουν στο απυρόβλητο και όποιος τολμήσει να τις αμφισβητήσει αντιμετωπίζονται από μια ιδιότυπη αστυνομία της σκέψης που ενδύεται συχνά την μάσκα της πολιτικής ορθότητας.
Από μιας πλευράς η Σ.Τ. ακολουθεί το παράδειγμα του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ ο οποίος βλέπει ως λογική κατάληξη των διαφόρων ιδεολογημάτων που διαχέονται στην Δύση, να οδηγούμεθα στην κυριαρχία του Ισλάμ σε έναν ορατό και διόλου μακρινό χρόνο. Ως αιτία της κατάστασης αυτής θεωρεί την εξάπλωση μιας εκδοχής της αριστερής ιδεολογίας που από εκπρόσωπος των εργατικών συμφερόντων μετατράπηκε σε υπερασπιστή των πληθυσμών που μετακινούνται, του πλήθους κατά τον Τ. Νέγκρι αλλά και των «δικαιωμάτων» διαφόρων ομάδων. Με την συμπεριφορά της αυτή, η αριστερά αυτού του είδους κατηγορείται ότι «υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τα θεμέλια της κοινωνίας των πολιτών» (σελ. 24). Αλλά και ο μαρξισμός εξαρχής απέδιδε στην οικονομία αποκλειστική σημασία, περιφρονώντας έτσι τον ρόλο των θρησκειών και των εθνοτήτων (όσο αφορά το δεύτερο οι αντιλήψεις του Μάρξ και των μαρξιστών είναι πιο σύνθετες).
Βεβαίως αυτό το οποίο παραλείπει να διατυπώσει η Σ.Τ., και είναι το μοναδικό μάλλον σημείο στο οποίο διαφωνώ μαζί της, είναι ότι τα ιδεολογήματα της πολυπολιτισμικότητας έχουν ως ισχυρό αρωγό και ένα μέρος των ελίτ –όπως αποδεικνύει το παράδειγμα του Σόρος, της Μέρκελ, του γερμανικού ΣΕΒ–, που στους μετανάστες από τις χώρες του Ισλάμ βρίσκουν έναν μοχλό που μπορεί να πιέσει συνολικά τους μισθούς σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Επίσης η μετακίνηση ισλαμικών πληθυσμών και η ανάδυση ενός πιο επιθετικού από ποτέ Ισλάμ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπονόμευση των κοσμικών αραβικών καθεστώτων, που δεν τα διαδέχθηκε η δημοκρατία αλλά ο πόλεμος συμμοριών και ο χομπσιανός εμφύλιος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Βεβαίως όπως ορθά επισημαίνει η Σ.Τ. «ό,τι ωφελεί την οικονομία ίσως βλάπτει την ποιότητα ζωής στην κοινωνία» (σελ. 34).
Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει ως αφετηρία στοχαστές όπως ο Ε. Μπαίρκ, ο Ζ.ν. Μαίστρ, ο Ταίνις, ο Κ.Πόππερ. Αναγνωρίζει ότι η κοινωνία που προέκυψε από τον Διαφωτισμό εξαρτούσε την ύπαρξη της «από μια πολιτισμική βάση την οποία η ίδια δεν μπορούσε να εγγυηθεί. Μόνον όταν οι άνθρωποι συνδέονται με δεσμούς ισχυρότερους από τον θεσμό της ελεύθερης επιλογής η κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει. Αυτοί οι δεσμοί είναι τα κοινά έθιμα, οι κοινές τελετουργίες, η κοινή γλώσσα, η θρησκεία και η αναγνώριση μιας κοινής εθνικής ταυτότητας. Η πολιτική τάξη απαιτεί πολιτισμική ενότητα, κάτι που δεν μπορεί να οργανώσει και να εξασφαλίσει η πολιτική» (σελ. 20).
Η αρχική κατηγορία που εγείρεται κατά της πολυπολιτισμικότητας είναι πως «ως πρόγραμμα και ως πολιτική έναντι των μεταναστών, αντί να καταπολεμά τον εθνικισμό, ενθαρρύνει τα εθνικιστικά αισθήματα των μεταναστευτικών ομάδων, ενώ συγχρόνως δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων από την πλευρά των πολιτών των χωρών υποδοχής» (σελ. 24).
Η πολυπολιτισμικότητα αντιπαραβάλλεται στον πλουραλισμό. Είναι ιδεότυποι ασύμβατοι μεταξύ τους. Ο δεύτερος προϋποθέτει την ύπαρξη αμοιβαίων υποχωρήσεων, παραχωρήσεων και αλληλοεπικοινωνίας. Αντίθετα η πρώτη κατασκευάζει κλειστές κοινότητες, «κακοήθεις κοινωνίες», «πολιτισμικά κουτιά» που λειτουργούν επιθετικά η μια προς την άλλη, το ένα προς το άλλο, ενώ δεν οδηγεί στην ενσωμάτωση των μεταναστών, αλλά «προκαλεί την συρρίκνωση της ισχύος των νόμων και της ταυτότητας των αυτοχθόνων (σελ. 46), συντηρεί διακριτούς εθνοτικούς πολιτισμούς στο εσωτερικό ενός κράτους (σελ. 299) και καταλύει τελικά τον πλουραλισμό.
Εντυπωσιακά είναι τα παραδείγματα όπου ο ιδεολογικός κομφορμισμός καταλήγει σε μια γλώσσα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να περιγράψει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μικρής βρετανικής πόλης που έκανε τα στραβά μάτια σε «σκάνδαλο κακοποίησης παιδιών εκ μέρους ασιατικών συμμοριών» (σελ. 27). Ο φόβος να κατηγορηθεί κάποιος ως ρατσιστής έχει ως αποτέλεσμα ο δημόσιος λόγος να αποτρέπεται από την κριτική «εναντίον εγκληματικών εθίμων που έχουν εισαχθεί και ριζώσει στις δυτικές χώρες: αναγκαστικούς γάμους, εγκλήματα τιμής, κλειτοριδεκτομή, ισλαμικό εκφοβισμό» (σελ.28). Υπό αυτή την οπτική είναι απαραίτητο να θέσουμε το ερώτημα, που στην εποχή του δεν χρειάστηκε να θέσει ο Κ. Πόππερ «ανοιχτή κοινωνία μέχρι ποιό σημείο; ποιός είναι ο βαθμός ελαστικότητας αυτού του ανοίγματος;» (σελ. 32, 33). Ανοιχτή κοινωνία δεν σημαίνει κοινωνία χωρίς σύνορα: τα σύνορα μπορούν να μετακινούνται αλλά δεν παύουν να υπάρχουν, ακόμα κι αν η διαπερατότητά τους ποικίλλει» (σελ. 47). Προς το τέλος του βιβλίου της συμπεραίνει ότι μια κοινωνία μπορεί να είναι ανοιχτή «όσο το επιτρέπει η ιδέα της πλουραλιστικής κοινότητας και συνεπώς της κοινότητας στους κόλπους της οποίας τα διάφορα στοιχεία και οι διαφορές τους γίνονται σεβαστά με αμοιβαίο τρόπο και κάνουν αμοιβαίους συμβιβασμούς» (σελ. 310).
Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση πως στην δεκαετία του 1970, στην διάρκεια των μεγάλων απεργιών στην γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία «η γαλλική κυβέρνηση ενθάρρυνε τους εργοδότες να φτιάξουν αίθουσες προσευχής σε μια προσπάθεια να αποπροσανατολιστούν και να στραφούν οι μετανάστες, που απάρτιζαν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, από τον συνδικαλισμό προς τη θρησκεία» (σελ. 43, 44).
Η Σ.Τ. επικαλείται την άποψη του Αυστραλού πρωθυπουργού Ε.Barton (1849-1920) «πως τα ομοιογενή έθνη είναι σε καλύτερη θέση για να αποκτήσουν δημόσια αγαθά, είναι πιο δημοκρατικά, λιγότερο διεφθαρμένα, έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και μικρότερες ανισότητες, χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, ενώ είναι ανθεκτικότερα σε εξωτερικούς κραδασμούς. Και εξυπακούεται ότι είναι λιγότερο επιρρεπή σε εμφυλίους πολέμους, τη σοβαρότερη αιτία βίαιων θανάτων στον 20ο αιώνα» (σελ. 91)
Όμως σε αντίθεση κατεύθυνση στην Μεγάλη Βρετανία, ισλαμιστές ιερωμένοι όπως ο Θαχάμπι, ανοικτά διακηρύσσουν ότι θα πρέπει να δολοφονούνται οι ομοφυλόφιλοι, ότι όποιος εγκαταλείπει το Ισλάμ πρέπει να καταδικάζεται σε αργό βασανιστικό θάνατο εντός τριών ημερών, ότι οι γυναίκες είναι διανοητικά ανεπαρκείς και η βία σε όσες γυναίκες δεν φορούν την μαντίλα είναι απαραίτητη (σελ. 122). Συγχρόνως τέτοιου είδους ισλαμιστές προσπαθούν να απομακρύνουν τα παιδιά των μουσουλμάνων από το λαϊκό σχολείο γεγονός που επιδεινώνει την κοινωνική τους θέση. Στην Σουηδία εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση βιασμών γυναικών από μουσουλμάνους (σελ. 135). Επίσης ορθά σημειώνεται ότι ο «Ρετζέπ Ερντογάν οδηγεί την Τουρκία στον ισλαμικό σκοταδισμό με κύριο αντίπαλο το κουρδικό κίνημα που, παρά τις πρόσφατες επιτυχίες του, παραμένει περιθωριακό» (σελ. 147).
Η Σ.Τ. επισημαίνει ότι η παραχώρηση ιθαγένειας δεν σημαίνει αυτόματα ενσωμάτωση. Στην πραγματικότητα ενσωματώνονται μόνον όσοι θέλουν να ενσωματωθούν και αποφασίζουν να παραχωρήσουν ένα μέρος της παλαιάς ταυτότητας τους. Ένα μέρος των Αλβανών συνιστούν ένα τέτοιο παράδειγμα. Όχι μόνο βαφτίζονταν χριστιανοί αλλά και άλλαζαν τα ονόματα τους σε ελληνικά ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Βέβαια στα Βαλκάνια προχωρά η επιρροή του ISIS ενώ για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος της σαρία. Αλλά και τι δυνατότητα ενσωμάτωσης στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν για παράδειγμα, οι Αφγανοί που συνήθως γνωρίζουν κάποιες γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και εμμένουν στο Ισλάμ ως ένα σύνολο κανόνων που καθορίζει αποκλειστικά τον τρόπο συμπεριφοράς τους; Η Σ.Τ. αναφέρεται στα γαλλικά προάστια όπου η θετική επιρροή της δωρεάν και υποχρεωτικής παιδείας καταλύεται από την κυριαρχία του Ισλάμ.
Σωστή είναι η επισήμανση, προσωπικά μου θύμισε αντίστοιχες απόψεις του Π. Κονδύλη, ότι τα δικαιώματα του πολίτη είναι εδαφικά «υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται από κράτος σε κράτος, δηλαδή μόνο στο έδαφος όπου ένα κράτος είναι κυρίαρχο και έχει δικαιοδοσία» (σελ. 259) και ιδεολογικά έχουν δυτική προέλευση δηλαδή ελληνική-ρωμαϊκή-ιουδαιοχριστιανική. Επίσης εύστοχα τονίζει ότι η Τουρκία ωθώντας Σύρους πρόσφυγες προς τα δυτικά επιδιώκει να πιέσει την Ευρώπη, ενώ «θα ήταν ιδανικός τόπος φιλοξενίας και ενσωμάτωσης των Σύρων», αφού «διαθέτει χώρο, είναι κράτος μουσουλμανικό και έχει αναπτυσσόμενη οικονομία» (σελ. 269). Ορθά γράφει ότι η πολιτική κατευνασμού του φονταμενταλιστικού Ισλάμ «φτάνει σε βαθμό ηττοπάθειας και γελοιότητας» (σελ.286), που ακολουθεί την κυριαρχία στον δυτικό κόσμο της μετριοκρατίας και της ανικανότητας.
Το βιβλίο της Σ.Τ. διαθέτει μια ακόμη αρετή. Είναι γραμμένο σε μια γλώσσα γλαφυρή, γοητευτική που όμως είναι συγχρόνως σαφής, πυκνή και λιτή, καθώς δεν περισσεύει καμία λέξη, καθεμιά έχει την λογική της στοχοθεσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου