Τότε που ο άγιος Πορφύριος είχε έρθει στο Σινά – διηγείται ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου κ. Δαμιανός –, παραλίγο να είχαμε και ένα ατύχημα. Θέλησε ο Άγιος να πάη να προσκυνήση στα μέρη της Ραϊθού, όπου υπήρχαν εκεί και οι μάρτυρες οι εν Ραϊθώ αναιρεθέντες. Είχαμε ένα αυτοκίνητο με μια μικρή καρότσα και ήμασταν μπροστά τέσσερις. Οδηγούσα εγώ και δίπλα μου ήταν ο τότε δόκιμος νεαρός Γεώργιος, νυν π. Παύλος, και πίσω ήταν ο π. Φώτιος με τον γέροντα Πορφύριο. Τότε ο δρόμος ήταν χωματόδρομος και το αυτοκίνητο χοροπηδούσε πάνω στην άμμο, η οποία είχε φαγωθή και είχε βγη από κάτω πιο στερεό έδαφος. Σε τέτοιο δρόμο δεν είναι να τρέχης πολύ, γιατί οι κραδασμοί ήταν μεγάλοι και πρέπει να πηγαίνης σε ένα ρυθμό χαμηλό για να αισθανθούν λίγο πιο άνετα οι επιβάτες που είναι μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά και για το ίδιο το αυτοκίνητο. Αφού περάσαμε τέσσερις ώρες μέσα στην διαδρομή αυτή, βρεθήκαμε στην άσφαλτο η οποία δεν ήταν καμμία τέλεια άσφαλτος και εκεί λίγο χαλαρώσαμε και άρχισα να νυστάζω. Οπότε σε μια στροφή με πήρε για λίγο ο ύπνος και βγήκαμε από τον δρόμο.
– Γέροντα, συγγνώμη, του λέω, δεν θα ξαναπιάσω τιμόνι στο χέρι.
– Καλά, μου λέει και γέλασε.
Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα από το τράνταγμα και βγήκαμε από τα 150 μέτρα της άμμου πάλι στην άσφαλτο και συνεχίσαμε μέχρι την Ραϊθώ.
Εκεί στην Ραϊθώ πήγαμε στο σημερινό Μοναστήρι, διότι απ’ ό,τι φαίνεται αλλού ήταν το παλαιότερο Μοναστήρι, πιο πέρα, το οποίο λέγεται μια περιοχή Ράϊα (στα Αραβικά) και ταιριάζει με τη λέξη Ραϊθώ, μπαίνει το “Θ” για να το ελληνικοποιήση και γίνεται Ραϊθώ. Εκεί που είναι τα σημερινά ερείπια της παλιάς Λαύρας της Ραϊθού πήγαμε με τον άγιο Πορφύριο, μπήκαμε μέσα, γιατί είχε φραχτή από τους Αιγύπτιους αρχαιολόγους και σταθήκαμε πάνω στα ερείπια και θυμάμαι ότι στάθηκε σε ένα σημείο και λέει «πω, πω, πω! εδώ αισθάνομαι πολλή Χάρη». Μείναμε με πολλά ερωτηματικά, γιατί δεν ξέραμε σ’ εκείνο το σημείο τι είχε. Μάρτυρες είναι; Άγιος είναι;
Στον δρόμο λέω στον Γέροντα Πορφύριο:
– Γέροντα, να πάρω λίγο το τιμόνι; Μου λέει:
– Ξέχασες τι είπες;
– Ε, Γέροντα, το ήξερες εσύ, τι να σου πω;
Και πήρα πράγματι το τιμόνι, γιατί ο π. Παύλος, ο τότε Γεώργιος, ήξερε να οδηγή, αλλά πήγαινε σταθερά μεν, αλλά αργά, ξεχνώντας την υπόσχεση που έδωσα και γελούσε ο Γέροντας. Μου είπε: «εσύ που δεν θα έπαιρνες, αλλά καημένε μου πρόσεχε!». Και επιστρέψαμε στην Μονή κατά την δύση του ηλίου.
Τις επόμενες ημέρες ο Γέροντας μου έλεγε για την πολλή Χάρη του Σινά, αλλά επειδή δεν σημείωνα, ίσως δεν καταλάβαινα και πολλά, πάντως δεν θυμάμαι κάτι παραπάνω.
Είχα και μια φωτογραφική μαζί μου και τον είχα βγάλει κάποιες φωτογραφίες τον Άγιο, αλλά δυστυχώς μια παλιά μου συλλογή φωτογραφιών έχει χαθεί στην οποία βρισκόταν μέσα οι φωτογραφίες αυτές του Γέροντα.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 178.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου