Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Ανταπάντηση στον συνάδελφο Ι. Ρ. περί συνεορτασμού του Πάσχα1

Δεν είχα σκοπό να απαντήσω, αλλά το θέμα άπτεται της Ορθόδοξης Πίστης και σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε χρέος να αποκρινόμαστε τα δέοντα. Θα ήθελα αρχικά να αποκριθώ στον συνάδελφο Ρ. - εδώ, κατ’ επανάληψιν μάλιστα, αποκαλύπτεται η ιδιότητά μου, παρόλο που εκείνος νομίζει ότι την αποκρύπτω επιμελώς – πως δεν του απάντησα2 με επί προσωπικού εμπάθεια, διότι δεν τον γνωρίζω. Μίλησα με αφορμή το κείμενό του περί της (κατ’ εμέ) προσχεδιαζομένης ενώσεως των Εκκλησιών, με πρόσχημα εξάπαντος τον συνεορτασμό του Πάσχα εξαιτίας της χρονικής συμπτώσεώς του. Εκείνος, ως φαίνεται, το παρεξήγησε κάπως και ήθελα εδώ προκαταβολικά να λύσω κάθε τυχούσα παρερμηνεία. Μου δίνεται, επίσης, και αυτό είναι το σημαντικό, η ευκαιρία να ξεκαθαρίσω μερικές έννοιες, το ουσιαστικό από το επουσιώδες, όπως εκείνος ήδη σχολίασε. Και να πω ακόμη ότι διαφωνώ με το προκαταβάλλον υστερόγραφό του περί μη ανταπαντήσεως εκ μέρους του, διότι έχει αφήσει πολλά ζητήματα εκκρεμή και, σε περίπτωση που αποφύγει τις διευκρινίσεις, αυτός και μονάχα αυτός θα εκτεθεί.

Θα μπορούσα να πιάσω με τη χτένα τα λεγόμενά του, αλλά θα μακρηγορούσα άσκοπα και αυτό δεν θα ενδιέφερε τους πολλούς. Θα περιοριστώ λοιπόν στα πλέον σημαντικά, κατά τη γνώμη μου οπωσδήποτε. Εξαρχής λοιπόν θα ήθελα να παρατηρήσω πως και πάλι μετά λύπης διαπίστωσα πως κανένας από τους ουσιαστικούς προβληματισμούς και τις θεολογικές ενστάσεις του πρώτου μου κειμένου δεν απαντήθηκε, να μην πω ότι αγνοήθηκαν κιόλας εντελώς. Ίσως αυτό να έγινε βεβαίως από αδυναμία ή έλλειψη επιχειρηματολογίας. Για παράδειγμα, η αναφορά μου σε συγκεκριμένους αντιδυτικούς και ανθενωτικούς Πατέρες της Εκκλησίας, παλαιότερους και σύγχρονους, φαίνεται να μην τον συγκίνησε καν στην επιμονή του περί του αδιαβλήτου – κατ’ εκείνον – χαρακτήρα ενός κοινού συνεορτασμού με Παπικούς και Προτεστάντες. Εδώ λοιπόν θα ήθελα να του επιστρέψω μετ’ εμφάσεως την έμμεση μομφή του κατ’ εμού περί ελλιπούς επιστημονισμού. Τουναντίον δε, αυτό χαρακτηρίζει μάλλον τον ίδιο και άλλους συγχρόνους φιλενωτικούς, οι οποίοι παρακάμπτουν επιδεικτικώς την επιστήμη της Θεολογίας – διότι είναι και επιστήμη πέρα από χάρισμα εκκλησιαστικό. Δι’ αυτής ακριβώς της θεολογικής επιστήμης άλλωστε οι Πατέρες αρνήθηκαν την μετά αιρετικών ένωση και συνάφεια, αρνούμενοι τις επικλήσεις στο συναίσθημα μιας ψευδοαγαπολογίας, προκειμένου να προβούν σε αθέμιτες συλλειτουργίες και κοινές συμπροσευχές μετά αλλοδόξων, ρίχνοντας πολλάκις το ανάθεμα στην τεράστια σχετική προγενέστερη αγιοπατερική γραμματεία και στα πλουσιότατα παραδείγματα εκ της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, χρησιμοποιώντας μάλιστα απρεπέστατους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς, όπως περί αγκυλώσεων του παρελθόντος, ιστορικών εμμονών, δογματικών προκαταλήψεων κ.α.π.

Είναι κοινός παρονομαστής και επιθετική τακτική των συγχρόνων Οικουμενιστών η απροϋπόθετη αγαπολογία και προσπάθεια ένωσης των Εκκλησιών με την ταυτόχρονη σπίλωση των αντιφρονούντων σαν δήθεν φονταμενταλιστών και φανατισμένων παρελθοντολάγνων. Η πρόταξη μιας ασύνετης αγαπολογίας – είδαμε ότι στις μέρες μας οδήγησε ακόμη και την Ορθόδοξη Ελλάδα να “ευλογήσει” νομικά τον γάμο των ομοφυλοφίλων – δεν συνάδει προς την Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία είναι ζώσα και όχι μια στείρα παρελθοντολατρία. Και αυτή είναι η ουσία των ενστάσεών μας, ημών των συγχρόνων ανθενωτικών χωρίς παρένθεση, περί του κοινού συνεορτασμού. Δεν πρόκειται για μια χρονική σύμπτωση – αυτό φυσικά και δεν μας ενοχλεί, διότι ήδη τα Χριστούγεννα έχουν κοινό εορτασμό παγκοσμίως! - αλλά για έναν σχεδιαζόμενο λειτουργικό συνεορτασμό που θα φέρει πιο κοντά σε μια ψευτοένωση των χριστιανικών Εκκλησιών – και αυτό είναι η πεμπτουσία της αντίρρησής μας: τέτοια ανυπόστατη ένωση λογίζεται οιαδήποτε μη ερειδόμενη σε δογματική συμφωνία αναμεταξύ των χριστιανικών ομολογιών και Εκκλησιών – βλέπετε, αγαπητέ Ρ., δεν διστάζω να χρησιμοποιήσω τον όρο Εκκλησίες για ετεροδόξους, πράγμα που “φανατικότεροι” εμού θα εκλάβουν σαν αφορμή εγκλήσεώς μου...

Θα ήθελα λοιπόν – αφήνοντας κατά μέρος τα προσχηματικά, όταν λέτε: “Για λόγους αγάπης δεν θα ανταπαντήσω σε δεύτερη «αντίκρουσή» σας, καιρός μετανοίας είναι και όχι νομικών μαχών” – να μας διευκρινίσετε αν για σας συνιστά “πρόοδο” και “επιστημοσύνη” – μας εγκαλείτε εξάλλου συνεχώς περί της απουσίας αυτών από την πλευρά μας – η παράκαμψη των δογματικών διαφορών, όπως π.χ. του Filioque και του παπικού αλαθήτου. Δεν πρόκειται, επομένως, για προσωπικές διαφορές και ανούσιες νομικές μάχες εν προκειμένω, αλλά περί πίστεως και ουσίας ο λόγος! Αναμένουμε λοιπόν τη διευκρινιστική σας τριτολογία, ειδικότερα όταν γράφετε τα εξής “περίεργα”: “Εμείς λοιπόν οι «ενωτικοί», σε αντίθεση προς εσάς τους «ανθενωτικούς», μόλις κάποτε ξεκινήσει ο επιθυμητός κοινός εορτασμός...τότε εμείς οι Ορθόδοξοι θα αρχίσουμε αμέσως να εορτάζουμε υιοθετώντας όλες τις δυτικές παραδόσεις”. Ποιες ακριβώς παραδόσεις εννοείτε; Εδώ πια και αν δεν χρήζει απαντήσεως το θέμα εκ μέρους σας!

Σε πολλά σημεία του λόγου σας επίσης φαίνεται να έχετε σχηματίσει την εντύπωση για μας ως περί δήθεν παραδοσιολάγνων (“Ὴ είμαστε αιρετικοί που πλέον δεν πιστεύουμε ότι ο ήλιος κινείται γύρω από τη γη και όχι το αντίθετο; Η κατάργηση του νου, δώρου του Θεού στον άνθρωπο, είναι παράδοση;), ομολογώντας βέβαια πως ο λόγος σας είναι κάπως ασαφής σε αρκετά σημεία. Για παράδειγμα, εκεί που μιλάτε για την αίρεση και τον Ντοστογιέφσκυ, που κατά την ταπεινή μου αντίληψη “δεν κολλάει” στα όσα συζητάμε. Και γενικότερα έχετε κατά τη γνώμη μας μια παράδοξη αντίληψη περί αιρέσεως, όπως σε πολλά σημεία του λόγου σας διαφαίνεται ξεκάθαρα. Εικάζουμε, ωστόσο, ότι πρόθεσή σας είναι να υπογραμμίσετε τη δήθεν αναχρονιστική μας σκέψη που δεν ακολουθεί τη γενικότερη “πρόοδο”: “Πιστεύω, κε Νούση, ότι η μεγαλύτερη αρετή για την οποία πρέπει να αγωνιστεί ο άνθρωπος δεν είναι ούτε η «χαμαικοιτία», ούτε η νηστεία και η πτωχεία, αλλά η διάκρισις: να μπορεί δηλ. να διακρίνει ανάμεσα στο ουσιώδες και στο επουσιώδες, στο ανθρώπινο και στο δαιμονικό, κλπ. Αυτή την αρετή έδειξαν κυρίως οι μεγάλοι ασκητές πατέρες της εκκλησίας”. Οι Πατέρες μας λοιπόν αδιάκριτοι που συντήρησαν τη διαίρεση με τους αιρετικούς μέχρι τώρα; Τι έχει αλλάξει από τότε; Μπορείτε να μας υποδείξετε συγκεκριμένα, ώστε να πάψουμε να “συνωμοσιολογούμε”; 

Εξ όλων των προηγουμένων συνάγεται φυσικώς και αβιάστως το συμπέρασμα ότι ο συνεορτασμός για εσάς είναι μια απλή χρονική σύμπτωσή του ανάμεσα σε Ανατολικούς και Δυτικούς, χωρίς καμία δογματική σημασία και προσκατασκευαζόμενη με πονηρό και αντικανονικά – εκκλησιαστικώς – τρόπο ένωση σε ένα κοινό Ποτήριο: αυτή είναι, αν δεν το καταλάβατε, η ουσία της διαφωνίας μας και όχι οι χρονικές μετρήσεις, για τις οποίες τόσο ματαίως κοπιάσατε να επιχειρηματολογείτε. Ας μην ξεχνάμε παρεμπιπτόντως πως και μόνον ο κινητός χαρακτήρας της εορτής της Αναστάσεως ήδη από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού και με οικουμενική μάλιστα συνοδική επικύρωση, δείχνει πως τα ουσιώδη για την Εκκλησία και τους Αγίους είναι όλα τα άλλα και όχι οι… μέρες και τα ρολόγια!

Αν λοιπόν θα θέλατε να μπείτε στον κόπο της τριτολογίας, θα παρακαλούσα να πάμε κατευθείαν στην ουσία και όχι σε επουσιώδη φληναφήματα, απάδοντα σε μια ουσιαστική θεολογική συζήτηση.

Θα κλείσω με έναν σύγχρονο ανθενωτικό. Τον όσιο Παΐσιο. Δεν είναι κακό να είσαι ανθενωτικός σε μέρες Οικουμενισμού. Θα έλεγα εκ του αντιθέτου πως ίσως πρόκειται και για τιμητικό χαρακτηρισμό. Για να δούμε λοιπόν τι λέει ένας Άγιος: “Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψύχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν όμως να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει. Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας: επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν – και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης – ας το αφήσουμε σε αυτούς, που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πυρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζωμεν ότι δεν υπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι αλλά και πνευματικοί. Επομένως, η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με συναεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλή οργή θα λάβωμε), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου”3.




Κ. Νούσης

Λάρισα, 12/4/2024






3Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Ανθολόγιο Συμβουλών, έκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2024, σελ. 346.

3 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια, κύριε Νούση, πολύ ωραία τα γράφετε, οι αλήθειες πρέπει να λέγονται!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι πατέρες της εκκλησίας μας μιλούν για ιερές γραφές και την ιερα παράδοση,τα δύο στοιχεία αυτά πρέπει να ακολουθούμε, το ευαγγέλιο, τα μυστήρια της εκκλησίας μας ,δεν κάνουμε καμία έκπτωση σε αυτά, δεν μπορούμε να μιλάμε για ενωση εκκλησιών, αλλά για το ένα τριαδικο Θεό, μια ουσία, ενότητα των τριών προσώπων. Ο Θεός μας είναι άναρχος, αιδιος ,άχρονος .Ακολουθούμε τον Χριστό ,ο οποίος είναι ίδιος στους αιώνες, αυτόν θα συναντήσουμε ,αυτόν συναντούμε κατά την θεία ευχαριστια ,ενωνομαστε μαζί του

    ΑπάντησηΔιαγραφή