Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Ανδρέας Λασκαράτος. Η δίκη του για εξύβριση της θρησκείας και η άρση του αφορισμού του

Βιβλιοπαρουσίαση του νέου βιβλίου του Καθηγητή Ιωάννη Μ.Κονιδάρη που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γρηγόρη
Του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου, Λέκτορα Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών - Δικηγόρου
Συμπληρώνονται εφέτος 110 χρόνια από τα ξημερώματα της 24 Ιουλίου 1901, όταν άφησε την τελευταία του πνοή ο Ανδρέας Τυπάλδος Λασκαράτος. Μεγάλο μέρος της πνευματικής δημιουργίας του Ληξιουριώτη ποιητή «ξοδεύτηκε» στην οξεία κριτική του απέναντι στη θρησκεία και τις εκκλησιαστικές πρακτικές της εποχής του. Η στάση του όμως αυτή, που δεν περιοριζόταν στην «τσουχτερή σάτυρα και τον καυτερό σαρκασμό» (έτσι Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, Σημείωμα σε: Ανδρ. Λασκαράτου, Στοχασμοί, Αθήνα: εκδ. Αθηναϊκού Βιβλιοπωλείου Χ. Γιάνναρης, 1921, σ. 8) των κακώς κειμένων στον εκκλησιαστικό χώρο, αλλά εκδηλωνόταν με έναν υπερβολικό και μάλλον άκομψο τρόπο, ο οποίος ευλόγως θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ως περιφρόνηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, της λατρείας και των εθίμων της, προκάλεσε τον «αφορεσμό» του από τον τότε Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα [Κοντομίχαλο] και την παραπομπή του σε δίκη για «εξύβριση της θρησκείας» (άρθρο 152 Ποινικού Νόμου [στο εξής: ΠΝ] 1834). Τη δικαστική αυτή περιπέτεια του Λασκαράτου, μαζί με όσα προηγήθηκαν, αλλά και ακολούθησαν, φωτίζει το τελευταίο συγγραφικό πόνημα του κ. Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο τιτλοφορείται «Ανδρέας Λασκαράτος. Η δίκη του για εξύβριση της θρησκείας και η άρση του αφορισμού του (με βάση ανέκδοτα έγγραφα)», κυκλοφόρησε δε προσφάτως (Μάιος 2011) από τις εκδόσεις Γρηγόρη.

Η συγκεκριμένη μελέτη

διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, το οποίο προδημοσιεύθηκε στον Τιμητικό Τόμο Μιχ. Π. Σταθόπουλου (Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σσ. 1119 επ.), περιλαμβάνει την κυρίως ανάπτυξη του θέματος (σσ. 9-53), ενώ στο δεύτερο τμήμα της εργασίας, ακριβώς ειπείν στο Επίμετρο (σσ. 55-87) δημοσιεύονται για πρώτη φορά, σύμφωνα με τους κανόνες διπλωματικής εκδόσεως, άγνωστα και ανέκδοτα έως σήμερα έγγραφα, οκτώ τον αριθμό, τα οποία, ως περιεχόμενο σχετικού φακέλου από το Αρχείο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που με την επισημείωση «Υπόθεσις Ανδρέου Λασκαράτου» βρέθηκε στα κατάλοιπα του θείου του συγγραφέα (στο εξής: σ.) Γεράσιμου Κονιδάρη, πανεπιστημιακού καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αφορούν αφενός στη δίκη του Λασκαράτου για εξύβριση της θρησκείας κατά το έτος 1868 και αφετέρου στην άρση του αφορισμού, που του είχε επιβληθεί το 1856 για το έργο του “Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς”, το έτος 1900, ένα μόλις χρόνο πριν από τον θάνατό του.

Της αναπτύξεως προηγείται σύντομο προλογικό σημείωμα του σ. (σσ. 9-10), το πρώτο δε μέρος αποτελείται από τέσσερα (I-IV) επιμέρους κεφάλαια. Στο πρώτο (I) κεφάλαιο (σσ. 11-15) ο σ. παραθέτει χρήσιμα βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή και στη συνέχεια, στο δεύτερο (ΙΙ) κεφάλαιο (σσ. 16-27), κάνει διεξοδική αναφορά στο έργο του Λασκαράτου «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς» (1856) και στον εξ αυτού του λόγου αφορισμό του, που έλαβε χώρα στις 2 Μαρτίου 1856. Η ημέρα αυτή, γράφει ο Δ. Ψαθάς, «είναι μια ημερομηνία εφιαλτική για τον Λασκαράτο. Απ’ το πρωί χτυπάνε νεκρικά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Κατά το μεσημέρι ο δεσπότης Σπυρίδων ο Κοντομίχαλος διαβάζει τον αφορισμό για το “βδέλυγμα της ερημώσεως” μέσα στην καθιερωμένη θρησκευτική παράταξη και πομπή, με τα μαύρα πισωμένα κεριά και μαύρα άμφια των παπάδων» (βλ. Δ. ΨΑΘΑ, «Η δόξα του “αφορεσμένου”», Νέα Εστία, τόμ. 70, τεύχ. 821, έτ. ΛΕ´ [15.9.1961], σσ. 1231-1232). Να σημειωθεί εδώ ότι λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 4 Απριλίου 1866 η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιδρά με τον ίδιο, ως επί το πολύ, τρόπο στην έκδοση από τον Εμμανουήλ Ροΐδη του βιβλίου «Η Πάπισσα Ιωάννα», το οποίο αποκηρύσσει με την υπ’ Αριθ. Πρωτ. 5688, 5733 – Διεκ. 1353 Εγκύκλιό της «Προς τους κατά την Επικράτειαν Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας», με το σκεπτικό ότι ο «συγγραφεύς αυτού υπό πνεύματος αντιχριστιανικού φερόμενος, και ζηλώσας την δόξαν των κατά καιρούς πολεμίων της Ορθοδόξου ημών πίστεως, ου μόνον δόγματα και μυστήρια, και ιεράς τελετάς, και ήθη και έθιμα και παραδόσεις αυτής χλευάζει ασεβώς, διακωμωδών, σκώπτων και κατειρωνευόμενος διά της συνεχούς παραβολής των ιερωτάτων προς τα βέβηλα, αλλά και τα χρηστά ήθη προσβάλει, ποιούμενος περιγραφάς και διηγήσεις ασεμνοτάτας» (βλ. ΣΤΕΦ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των οικείων νόμων, β. διαταγμάτων, υπουργικών εγγράφων, οδηγιών κτλ. από του 1833 μέχρι σήμερον, εν Αθήναις: 1901, σσ. 446-447).

Ο Λασκαράτος δεν άφησε αναπάντητη την πράξη του αφορισμού του. Στην απάντησή του αυτή, η οποία δημοσιεύθηκε πολύ αργότερα, το 1867, υπό τον τίτλο «Απόκριση εις τον αφορεσμόν του κλήρου της Κεφαλονιάς των 1856» και στην εξαιτίας αυτής παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του ορκωτού Κακουργιοδικείου με ομόφωνο «Βούλευμα των εν Κεφαλληνία Πλημμελειοδικών» τον Σεπτέμβριο 1868 για παράβαση του άρθρου 152  ΠΝ, όπως αυτό ίσχυε τότε (βλ. για μια νομολογιακή θεώρηση του άρθρου 152 ΠΝ προχείρως  Γ. Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, [= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σειρά Β´: Μελέτες 1], Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σσ. 330-334) είναι αφιερωμένο το τρίτο (III) κεφάλαιο της εργασίας (σσ. 28-36). Όμως, ο Λασκαράτος δεν αρκείται στην κατά πλειοψηφία αθώωσή του από το σώμα των ενόρκων, αλλά το αμέσως επόμενο έτος εκδίδει νέο έργο, με το οποίο ανασκευάζει τις κατ’ αυτού κατηγορίες (βλ. Α. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ, Η δίκη μου με τη Σύνοδο, Κεφαλονιά, τυπ.  Η Πρόοδος, 1869). Το τέταρτο (IV) και τελευταίο κεφάλαιο του έργου (σσ. 37-53) πραγματεύεται την άρση του αφορισμού του Λασκαράτου, η οποία πραγματοποιήθηκε, κατόπιν πρωτοβουλίας του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Γερασίμου Γ´ [Δόριζα],  στις 17 Ιανουαρίου 1900,  ένα μόλις χρόνο πριν από τον θάνατο του ποιητή.

Την εν λόγω συμβολή απασχολεί και το ζήτημα της θέσεως του Λασκαράτου απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο γενικώς, ειδικότερα δε απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία (σσ. 50 επ.). Ο καθηγητής Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ συγκλίνει προς την άποψη ότι ο Λασκαράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί άθεος (βλ. σελ. 50, ιδίως σημείωση 74). Άλλωστε, να σημειωθεί εδώ ότι μεταξύ των έργων του, συγκαταλέγεται η μετάφραση από την αγγλική του βίου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, γεγονός με σημειολογική αξία… (βλ. Βίος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου• Μεταφρασθείς από το αγγλικόν παρά του κυρίου ΑΝΔ. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ, Κεφαλονία: τυπ.  Η Κεφαλληνία, 1866). Ωστόσο, επ’ αυτού διατυπώνεται το αντεπιχείρημα ότι «οι ρητές αναφορές του [σημ: Λασκαράτου] στον Θεό, είναι είτε συμβατικές […] είτε ειρωνικές» (έτσι, inter alia, Μ. ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, «Ο αφορισμένος Ληξουριώτης», εφημ. «Το Βήμα της Κυριακής», 6.5.2001). Πάντως, έτσι ή αλλιώς, είναι δεδομένο ότι ο Λασκαράτος διατύπωνε τις θέσεις του γενικώς και για τη θρησκεία ειδικότερα με έναν «όλως ιδιωματικό και αθυρόστομο λόγο» (βλ. Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, ibidem, σ. 18), γεγονός το οποίο συχνά τον εξέθετε… Προς επίρρωση αυτής της διαπιστώσεως, παραθέτουμε ενδεικτικώς το ακόλουθο απόσπασμα από ποίημα του Λασκαράτου, το οποίο αναφέρεται στη θέση και την αποστολή του μοναχού: «…εκεί μονάζει ο διάολος ’ς αυτόν ερωτευμένος, μπαίνει μεσ’  ’ς το κελλί του και φωληάζει, του σβει το νου και τη καρδιά του κλει, κι’ ανθρωπόμορφο χτήνος τόνε κάνει» (βλ. Α. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ, Ο μοναχός, Ημερολόγιον Σκώκου, τόμ. 9, 1894, σ. 332).

Συμπερασματικώς, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η εργασία του καθηγητή Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ αποτελεί αναμφιβόλως μια ουσιαστική συμβολή στην «εξιχνίαση» της υποθέσεως Ανδρέα Λασκαράτου, καθώς ρίχνει φως, ιδίως με τη δημοσίευση και τον σχολιασμό ανέκδοτων εγγράφων, σε άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές και παραμέτρους της. Για αυτό, αξίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή μας…


____________________

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Ανδρέας Λασκαράτος. Η δίκη του για εξύβριση της θρησκείας και η άρση του αφορισμού του (με βάση ανέκδοτα έγγραφα), εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 2011, (σσ. 87).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου