Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Το κάστανο είναι Διαφωτισμός


Το προσωπείο της σοβαρότητας εκλείπει και καθίσταται πλέον προφανές σε όλους σε αυτήν τη νέα, εξόχως διαφωτιστική κατάσταση πως συζητούμε με ιδεοληπτικούς βαρβάρους — πόσω μάλλον όταν το τέλος κάθε τέτοιας συζήτησης, ρητώς ή υπορρήτως, είναι «ρίξε μερικά μνημόνια ακόμα» σε αυτόν τον άθλιο λαό που διατηρεί κάστανα ως ενθύμια.


του Σωτήρη Μητραλέξη
Θέμα μέγα ταρακούνησε τη μνημονιακή ραστώνη: στη γιορτή του Αγίου Παϊσίου, σε μια εκκλησία του Αγρινίου, εξετέθη ενθύμιο που κρατούσε ο παπάς από τον άγιο, ο οποίος του είχε δώσει όταν ήταν φοιτητής ένα βρασμένο κάστανο. Το θέμα ηγεμόνευσε στον ελληνικό δημόσιο λόγο για τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητάς του: και δώσ’ του «Μεσαίωνας», και δώσ’ του «ειδωλολατρία», και δώσ’ του «Δε θα γίνουμε ποτέ Ευρώπη».
Το ερώτημα σε αυτήν την ιστορία είναι ποιο τυγχάνει το πραγματικά σκανδαλώδες, απαράδεκτο και γελοίο: το ίδιο το γεγονός ή οι αντιδράσεις σε αυτό;

Πάμε στο γεγονός: ανήμερα της γιορτής του Αγίου Παϊσίου, πολλές χιλιάδες πιστών έχουν γεμίσει εκατοντάδες εκκλησίες ανά την επικράτεια για να γιορτάσουν τη μνήμη του. Σε μία από αυτές, στο Αγρίνιο, ο παπάς της ενορίας μεταξύ άλλων βγάζει ένα κάστανο, το οποίο συνιστούσε υλικό ενθύμιο από την παρουσία του αγίου: ο παπάς δεν είχε απλώς διαβάσει για τον Παΐσιο, δεν του είχαν μιλήσει άλλοι γι’ αυτόν ή δεν είχε δει κάτι στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο, μα τον είχε γνωρίσει προσωπικά ως φοιτητής, σε σχέση άμεση. Και από αυτήν την συνάντηση έμεινε υλικό ενθύμιο, να την θυμίζει: ένα κάστανο που του είχε χαρίσει ο άγιος. Μόλις ο παπάς εξέθεσε το μη προαναγγελθέν ενθύμιο, οι εκεί πιστοί ζήτησαν να το δουν από κοντά (και όχι ακριβώς «να το προσκυνήσουν», όπως οι συνήθεις διαδικτυακοί ημιεγγράμματοι αδολέσχησαν). Θυμίζουμε εδώ πως δεν αποδόθηκαν οποιεσδήποτε δεισιδαιμονικές υπερφυσικές δυνάμεις στο ενθύμιο κάστανο: ναι μεν ο ιερέας είπε πως έχει μείνει «αναλλοίωτο», μια ανθυπολεπτομέρεια του όλου περιστατικού, όμως οι πιστοί ζήτησαν απλώς να δουν το αντικείμενο που κάποτε είχε δωρίσει ο αγαπημένος τους άγιος — ούτε θαυματουργικές ιάσεις, ούτε οράματα, ούτε τίποτα τέτοιο.
Πάμε στις αντιδράσεις: πανελλαδική υστερία, διαδικτυακός θυμός και ψηφιακό σκώμμα. «Προσκυνούν κάστανα […] Μεσαίωνας […] Ευρώπη» — αλλά και κρούσματα περαιτέρω παροξυσμού: όπως του ιδιοκτήτη του iefimerida Χρ. Ράπτη, ο οποίος κατέβηκε από το όρος και είπε σε βαρυσήμαντη γραπτή παρέμβαση: «Το παράδοξο δεν είναι ότι βρέθηκαν 40.000 ‘σφυριγμένοι’ να προσκυνούν ένα κάστανο 27 χρονών. Το παράδοξο είναι ότι δεν αντιδρά κανείς. Η επίσημη εκκλησία του μπάρμπα Ιερώνυμου κάνει το ‘παπί’. Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ το ίδιο. Η Φώφη δεν πήρε χαμπάρι, ο Σταύρος αλλού κοιτάζει.» Το ερώτημα του δημοσιογράφου σχετικά με το κάστανο είναι, λοιπόν, κατ’ ουσίαν: «πού είναι το κράτος; Πού είναι ο πολιτικός κόσμος όταν άνθρωποι φιλάνε κάστανα;». Για κάποιον λόγο, η ιστορία με το κάστανο αξιολογήθηκε ως ιδιαιτέρως, ασυνήθιστα σκανδαλώδης — καίτοι μιλάμε για business as usual, για μια εκκλησία που ούτως ή άλλως διαρκώς τιμά αγαπητικά το σώμα και την ύλη («δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται»), φιλώντας λείψανα, εικόνες, αντικείμενα — τίποτα το καινοφανές εδώ. Το ενθύμιο-κάστανο όμως εξερράγη ως εσχάτη κόκκινη γραμμή, ενώ οι ίδιοι οι εν εξάλλω καταστάσει αντικαστανιστές τηρούν ακριβώς τα ίδια «τελετουργικά», απλώς σε μη-εκκλησιαστικό πλαίσιο: όλοι τους τηρούν ενθύμια (ή ακόμα και αυτόγραφα), αντικείμενα με πολύ μεγαλύτερη αξία από την υλική τους λόγω του αγαπημένου προσώπου που τους τα δώρισε, με την τιμή στα οποία αντικείμενα να είναι ανάλογη της αγάπης προς το πρόσωπο.
Ερωτάται, λοιπόν, ο καλός αναγνώστης: ποιος είναι ο γελοίος και καταγέλαστος; Αυτός που ζήτησε να δει από κοντά το ενθύμιο ηγαπημένου, δοξαζόμενου προσώπου, ή η χορεία των «σοβαρών ευρωπαϊστών μεταρρυθμιστών» (ή των βλοσυρών «προοδευτικών» που ξέρουν καλά να μην χαρίζουν κάστανα σε θρησκευτικά ζητήματα, με μια όμως τρομακτική ευκολία κατάποσης της καμήλου σε άλλα σοβαρότερα) που οικτίρουν νυχθημερόν ένα ενθύμιο κάστανο που «μας κρατάει πίσω» και για την μοίρα που αυτό επιφυλλάσει στην τάλαινά τους χώρα;
Τα πολλαπλά μέτρα και σταθμά δεν τελειώνουν στη «διπλή» αντιμετώπιση των προσωπικών και ιστορικών ενθυμίων — στα οποία να μην παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε το όπλο του Νίκου Μπελογιάννη, για το δικαίωμα έκθεσης του οποίου στον λαό έριζαν το ΚΚΕ και ο γιος του Μπελογιάννη τον Μάρτιο του 2017, και πλήθος άλλων αντικειμένων ιστορικής σημασίας (όπως ακριβώς το προσωπικό ενθύμιο ενός αγίου για έναν πιστό) τα οποία, επειδή βρίσκονται εκτός του «φυσικώς σκανδαλώδους» εκκλησιαστικού πλαισίου, δεν προξενούν τέτοιον κουρνιαχτό. Διότι το να πας να δεις το κάστανο του Παϊσίου είναι τρελλό και αποδεικνύει ότι είσαι Τρίτος Κόσμος, αλλά το να να επισκεφτείς και να τιμήσεις (με εισιτήριο!) τα ρούχα μιας άλλης κεκοιμημένης, της πριγκήπισσας Νταϊάνα,[1] είναι απολύτως φυσιολογικό και «Ευρώπη» (στην οποία, σημειωτέον, προφανώς και υπάρχουν λείψανα-κόκκαλα αγίων, τα οποία και τιμούνται — όπως σε κάθε χώρα με ρωμαιοκαθολικισμό. Για άλλη μια φορά, μέχρις εκεί φτάνει το «αυτά δεν γίνονται πουθενά στην Ευρώπη»….).
Όλα αυτά θα ήταν όμως αδιάφορα, αν δεν λειτουργούσαν άθελά τους για να καταδείξουν την υπόρρητη λογική του δημοσίου λόγου. Λόγω αυτού τους του αποτελέσματος, περιστατικά όπως αυτό με το κάστανο λειτουργούν εξόχως διαφωτιστικά: πολιτικά μιλώντας, το κάστανο αποδεικνύεται πραγματικός διαφωτισμός.
Καθ’ ότι όταν συζητείς με έναν εκπρόσωπο των «φιλελεύθερων μετριοπαθών ευρωπαϊστών τεχνοκρατών» και σου μιλά, ζωντανά ή από τηλεοράσεως και εφημερίδας, για την «ανάγκη να γίνουν οι εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις», αυτό έχει μια λογικοφάνεια, έστω ως θέση με την οποία θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει, και δίνει την ψευδαίσθηση της σοβαρότητας. Όμως όταν οι ίδιοι άνθρωποι βρίσκονται εν εξάλλω καταστάσει επειδή κάποιοι τηρούν και τιμούν ένα αντικείμενο ως ενθύμιο αγαπημένου, δοξαζόμενου προσώπου, φωνάζοντας γραπτώς «Πού είναι το κράτος; Πού είναι τα κόμματα; Ειδωλολατρεία, κάποιοι στο Αγρίνιο προσκυνάνε κάστανα! Πόσο πιο χαμηλά θα πέσουμε ακόμα;», το προσωπείο της σοβαρότητας εκλείπει και καθίσταται πλέον προφανές σε όλους σε αυτήν τη νέα, εξόχως διαφωτιστική κατάσταση πως συζητούμε με ιδεοληπτικούς βαρβάρους — πόσω μάλλον όταν το τέλος κάθε τέτοιας συζήτησης, ρητώς ή υπορρήτως, είναι «ρίξε μερικά μνημόνια ακόμα» σε αυτόν τον άθλιο λαό που διατηρεί κάστανα ως ενθύμια. Το ίδιο συμβαίνει με την καρικατούρα χορού αρχαίας τραγωδίας που μοιρολογεί «δε θα γίνουμε ποτέ Ευρώπη», η οποία στηρίζεται στο ότι «τέτοια περιστατικά δεν συμβαίνουν πουθενά στην Ευρώπη». Πρώτον, ο ίδιος ο ισχυρισμός ελέγχεται πραγματολογικά σε κάθε μα κάθε περίπτωση: τα εκάστοτε καταγγελόμενα συνήθως συμβαίνουν στη μισή Ευρώπη. Δεύτερον, τι είδους εθνικό όραμα είναι αυτό, το οποίο ορίζει πως δεν πρέπει να συμβαίνει σε αυτή τη χώρα τίποτα που να μη συνιστά αντιγραφή των τεκταινομένων στις «υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες»;
Η σημαντικότερη διαφωτιστική λειτουργία του καστάνου όμως αφορά τη δημοσιογραφική μνημονιακότητα του αντικαστανικού λόγου. Ο οποίος διαλέγει ένα περιστατικό εξαιρετικά μικρής εμβέλειας και εκτάσεως και το ανάγει σε μέγα θέμα, εκκαθολικευμένο ώστε να χαρακτηρίζει ολόκληρο τον λαό, με σκοπό να καταδείξει την υποτιθέμενη αναξιότητα αυτού του λαού, ο οποίος «αξίζει» κάθε μνημόνιο και σαφώς δεν αξίζει καμιά ευημερία ή αυτεξουσιότητα: η καλύτερή του ελπίδα είναι να τον κυβερνούν άλλοι, σοφώτεροι, που ποτέ δεν θα προσκυνούσαν κάστανα. Όπως προσφυώς σχολιάστηκε στα κοινωνικά δίκτυα από φίλο, «η μνημονιακή δημοσιογραφική τακτική συνίσταται στο να πιάνεσαι από το μερικό για να τους καταδικάσεις όλους (και συνήθως δεν χρειάζεται καν να μπεις στον κόπο να αποσαφηνίσεις εαν πρέπει να καταδικάσεις, αφού όσο πιο πολύ φωνάζεις, τόσο πιο πολύ θεωρείς ότι αυτοδικαιώνεσαι, καθ’ ότι έχεις ορίσει τον εαυτό σου ως αυτοδιορισμένη αυθεντία). Αντίστροφα όμως, όταν εγκαλείσαι για κάτι που είναι κοινή πρακτική, αρχικά αρνείσαι τα πάντα (‘δεν έγινε ποτέ’), μετά μερικεύεις (‘μα μίζες έδινε μόνο μια γερμανική εταιρεία και σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις’) και στο τέλος γενικεύεις (‘μα όλοι το κάνουν, όχι μόνο οι γερμανικές εταιρείες’). Όποιος λοιπόν σήκωσε το θέμα του καστάνου ψηλά, είναι ανέντιμος, ανήθικος και ανόητος. Ανήθικος επειδή δεν ενόχλησαν κανέναν αυτοί που πήγαν στις εκκλησίες για να γιορτάσουν μια γιορτή της, και ειδικά προσωπικά αυτόν, ανέντιμος επειδή προσπάθησε να τους συκοφαντήσει και να τους γελοιοποιήσει, και ανόητος επειδή πιστεύει ότι η χονδροειδής προπαγάνδα είναι κάτι που πιάνει», ότι δηλαδή οι φωνές θα επιφέρουν διά της ντροπής τον «εξευρωπαϊσμό» του σχολιαζόμενου λαού.
Τέτοιας εκτάσεως φανέρωση της μεθοδολογίας και του τρόπου σκέψης και πράξης του αφηγήματος περί «παρακατιανού λαού που αξίζει την κακή του μοίρα» σχεδόν ποτέ δεν λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Για τέτοιας καθαρότητας φωτισμό του αυτοαναπαραγόμενου δημοσίου λόγου και των κινήτρων χρειάζονται περιφερειακά θέματα — όπως ένα κάστανο, ενθύμιο πιστών. Χρειαζόμαστε περιστατικά τα οποία, έστω και κατά λάθος ή για ένα έλασσον θέμα, φανερώνουν και φωτίζουν την πραγματικότητα των εκατέρωθεν ρόλων και λόγων στη δημόσια σφαίρα. Χρειαζόμαστε στιγμές τέτοιου διαφωτισμού και αποσαφήνισης. Χρειαζόμαστε κάστανα.
Υστερόγραφο: Σε όλες αυτές τις συζητήσεις επανέρχεται συνεχώς το αντιπαράδειγμα του «Μεσαίωνα». Μπορεί να νομίζουμε από την τηλεοπτική μας ανατροφή ότι ο «Μεσαίωνας» (και εννοούμε πάντα τη δυτική Ευρώπη, στην ανατολή έχουμε μια εκτενή Ύστερη Αρχαιότητα και μετά το καθ’ αυτό Βυζάντιο — «η Ελλάδα δεν έχει περάσει Μεσαίωνα», άλλωστε…) ήταν μια ευσεβέστατη περίοδος που όλοι πήγαιναν στην εκκλησία κλπ., αλλά αυτό ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα: σήμερα παγκοσμίως, πάρα πολύ περισσότεροι άνθρωποι πηγαίνουν εβδομαδιαίως στην εκκλησία απ’ ότι στον Μεσαίωνα — 47% των χριστιανών στις ΗΠΑ (Pew 2014), 17% στην Ελλάδα (Pew 2016).
Στον Μεσαίωνα δεν πήγαινε σχεδόν κανείς! Μόνο οι ίδιοι οι ιερείς, κάποιοι εύποροι και λίγοι ακόμα. Ο τακτικός εκκλησιασμός του πιστού δεν υπήρχε ως επιβλητέο αίτημα στη δυτική εκκλησία. Η πρώτη φορά που η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ασχολείται με το να θέσει ένα «υποχρεωτικό μίνιμουμ» εκκλησιασμού στη Δύση (που Κύριος οίδε κατά πόσον εφαρμοζόταν ή επιτιμάτο στην πράξη) είναι το 1215, με την τέταρτη σύνοδο του Λατερανού, κανών 21ος. Οι ελάχιστες «θρησκευτικές υποχρεώσεις» είναι… άπαξ του έτους, το Πάσχα! — που προφανώς σημαίνει ότι τις Κυριακές οι εκκλησίες θα ήταν μάλλον άδειες, αφού κανείς δεν ζητούσε το αντίθετο. Άλλωστε, η (δυτική) μεσαιωνική αντίληψη είναι ότι ο ιερέας της κοινότητας είναι ο «ενδιάμεσός της» με τον Θεό, οπότε για την θεϊκή εύνοια για όλην την κοινότητα επαρκεί η δική του λειτουργική — η «προσωπική σχέση με τον Θεό» ως ευρύτερο φαινόμενο είναι αρκετά νεώτερη ιστορία. Υπήρχε επίσης αδιαφορία: ο απλός λαός είχε σωρεία παγανιστικών δοξασιών, και ο δυτικός χριστιανικός κλήρος αντί να καίγεται να τις διορθώσει, απλώς γελούσε σκωπτικά με την αφέλειά τους (εδώ βλέπουμε μια παράλληλη γραμμή μεσαιωνικών παπάδων και σημερινών φιλελέδων). Ως προς την συχνότητα και ευρύτητα εκκλησιασμού λοιπόν, μάλλον οι πιο εκκοσμικευμένες εκ των σημερινών κοινωνιών είναι αρκετά πιο «θεούσες» απ’ ότι συνέβαινε στον Μεσαίωνα. (…Συνεπώς, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η Εκκλησία θα ήταν «να μας γυρίσει στον Μεσαίωνα». Θα ήταν αφελής! Μάλλον θα ήθελε να μας γυρίσει στην Αναγέννηση, οπότε και αρχίζει να πηγαίνει — μετά τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση — ο κόσμος στην εκκλησία τακτικότερα). Αυτό σημειώνεται για να καταδείξει την κατά συρροήν λανθασμένη πραγματολογική βάση κάθε επίκλησης στον «Μεσαίωνα» στον ελληνικό δημόσιο λόγο… Τα ίδια ισχύουν και για τον «μεσαίωνα στις εργασιακές σχέσεις», ο οποίος ήταν μάλλον πολύ καλύτερος από την βιομηχανική επανάσταση και τη βικτωριανή εποχή…

Το κείμενο είναι από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού unfollow.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου