Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Παλαιών Πατρών Γερμανός, Γ Μέρος, Προσφορά και προκατάληψη (διαβάστε και τα Α΄ και Β΄ Μέρος)

Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ Μέρος 
Προσφορά και προκατάληψη 
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου 

Τις αρετές και τις ικανότητές του ο Παλαιών Πατρών Γερμανός προσέφερε αφειδώλευτα για την ελευθερία της Πατρίδας. Όταν ήταν Φιλικός ειδοποιήθηκε ότι ο υπάλληλος του αγγλικού προξενείου Πάιμπορ ήταν έτοιμος να προδώσει το μυστικό των Ελλήνων στους οθωμανούς. Τότε με έξυπνη κίνησή δική του και των συνεργατών του Φιλικών προς τον βοεβόδα των Πατρών αντέστρεψε την κατηγορία. Έπεισε αυτόν και την Πύλη ότι η ανύποπτη ενέργεια των Άγγλων να βυθομετρήσουν τον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό ήταν συνωμοτική ενέργεια να ενώσουν την Πελοπόννησο με την υπό την κατοχή τους Ζάκυνθο! Έτσι κατέστησαν τους Άγγλους αναξιόπιστους και ύποπτους και απέτρεψαν κάθε ενέργεια που θα έβλαπτε την Επανάσταση. (Ι. Φιλήμονος ΔΙΕΕ, τ. Α΄, 1859, σσ 121 κεξ. και Τάσου Γριτσόπουλου «Ιστορικά Μελετήματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τόμος Β΄ Αθήναι, 2008, σελ. 81). 

Το Εκτελεστικό στις 18/30 Σεπτεμβρίου 1822 και ύστερα από απόφαση της στην Επίδαυρο Α΄ Εθνοσυνέλευσης όρισε τους Π. Πατρών Γερμανό και Γ. Μαυρομιχάλη να μεταβούν στη Ρώμη, να επισκεφθούν τον Πάπα, να τον ενημερώσουν για την Επανάσταση και να ζητήσουν τη βοήθειά του (Απομνημονεύματα Π.Π. Γερμανού, σελ. 126). Ο Γερμανός «πλήρης πικρίας (Σημ. Συνεπεία των διαιρέσεων και ενόπλων συγκρούσεων μεταξύ των αγωνιστών) αλλ’ όχι και αποθαρρύνσεως δια την εσωτερικήν κατάστασιν, υπέρ της τακτοποιήσεως της οποίας και ειρηνεύσεως των αντιμαχομένων είπερ τις και άλλος ειργάσθη, πανταχού παρών και πολλαχώς δρων... απήλθεν εις Ιταλίαν, δύσθυμος το πνεύμα, χωρίς τούτο να μειώση τον προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του ζήλον» (Δ.Γρ.Καμπούρογλου «Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Π. Πατρών Γερμανού», Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, Αθήναι, 1916, σσ. 45-46). 

Το ταξίδι από την Πάτρα στην Ανκόνα κράτησε 55 ημέρες και άλλες δεκαπέντε απομόνωση στο λαζαρέτο (λοιμοκαθαρτήριο). Όταν βγήκε έστειλε επιστολή στον διαμένοντα στην Πίζα Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, με την οποία του εξήγησε την αποστολή του και ζήτησε οδηγίες. Η απάντηση του Ιγνατίου ήταν αποθαρρυντική και ειρωνική: Μπορούσε μόνος του να τα καταφέρει και εκείνοι ουδέν θα επιτύχουν, γι’ αυτό να ξεκουραστούν κάποιες ημέρες και να επιστρέψουν... Ο Γερμανός απάντησε: «Το να αναπαυθώμεν ενταύθα της Πατρίδος πασχούσης είναι αδύνατον, επειδή ουδέ δια τούτο ήλθομεν, ουδέ το ιδίωμα ημών τοιούτον. Εγώ, αδελφέ, είχον ανάπαυσιν και δόξαν και πλούτον αρχιερατεύων εις τας λαμπράς Πάτρας εν καιρώ της εξουσίας των Τούρκων, αλλά κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα την μετά των λοιπών ομογενών κακουχίαν επ΄ ελπίδι κοινής ωφελείας της Πατρίδος, χωρίς να έχω ποτέ σκοπούς ιδιωφελείας». 

Στην Ιταλία ο Γερμανός έμεινε για δύο περίπου χρόνια. Το 1823 ο Διον. Ρώμας του κάνει νύξη να επιστρέψει. Ο Γερμανός του απαντά ότι η παρουσία του είναι ωφέλιμη στην Ιταλία για την Επανάσταση, αλλά και πως με την επιστροφή του θα υποχρεωθεί να πάρει το μέρος κάποιας από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, πράγμα που δεν το θέλει. 

Ο στενός σκοπός της αποστολής του δεν επιτεύχθηκε. Τον Πάπα δεν τον είδε. Οι στην Ανκόνα άνθρωποι του ηγεμόνα του Παπικού κράτους, τον δέχθηκαν με γαλατική ευγένεια, αλλά με διάφορες προφάσεις ματαίωσαν τη μετάβασή του στη Ρώμη. Είναι γνωστό ότι το Βατικανό καθόλη τη διάρκεια της Επανάστασης διατηρούσε ουδέτερη έως θετική στάση προς τους οθωμανούς. (Βλ. σχ. Ανδρέα Δρακάκη «Ιστορία του οικισμού της Ερμουπόλεως», Αθήναι, 1979, Τόμος Α΄ σελ. 12). Ο Γερμανός ήξερε πολύ καλά τα αισθήματα των Παπικών έναντι των Ελλήνων, αλλά δεν θέλησε να μην υλοποιήσει την απόφαση του Εκτελεστικού. Εις αυτόγραφό του προς Αρχιερείς, πνευματικούς, ιεροκήρυκες και ιερείς τονίζει: « Η ημετέρα ορθόδοξος ανατολική Εκκλησία, ήτις διεφύλαξεν απαραλλάκτως τας εξ αρχής δογματικάς παραδόσεις των αποστόλων και των πατέρων και δεν εδέχθη καμμίαν καινοτομίαν, μισουμένη από τας άλλας των αιρετικών εκκλησίας, εγκατελείφθη εις την διάκρισιν των Οθωμανών, οίτινες υπέταξαν και την Εκκλησίαν και το βασίλειόν της» («Απομνημονεύματα», Εκδ. «Δρομεύς», σελ. 175). 

Στην Ιταλία όμως ο Γερμανός πέτυχε να συσπειρώσει τους Έλληνες, να ιδρύσει διπλωματικό γραφείο εις τρεις πόλεις (Ανκόνα, Μπολόνια και Φαέντζα) και καθημερινώς να αλληλογραφεί με σημαντικές προσωπικότητες, ενισχύοντας τη διάθεσή τους για βοήθεια στην Επανάσταση. Μεταξύ αυτών οι Ι. Καποδίστριας, Διον. Ρώμας, Ιωαν. Βαρβάκης, Θ. Νέγρης και Ι. Παπαρρηγόπουλος. 

Στην Ελλάδα ο Γερμανός επέστρεψε το 1824. Όπως είχε προβλέψει οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων αγωνιστών είχαν ενταθεί και υπήρχαν μεταξύ τους και ένοπλες συγκρούσεις. Ο Γερμανός στην αρχή αποσύρθηκε στη Μονή Χρυσοποδαρίτισσας, στα Νεζερά. Αργότερα ετάχθη με την μετριοπαθή πτέρυγα (Λόντου, Φωτήλα), που πρότεινε την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω Εθνοσυνέλευσης. Αυτό δεν άρεσε στον Κωλέττη και τους οπαδούς του, οι οποίοι τους κυνήγησαν. Τον Γερμανό συνέλαβαν στη Μονή οι άνθρωποι του Γκούρα και τον απήγαγαν προς τη Δίβρη. Για να τον ταπεινώσουν τον διέταξαν να κατέβει από το άλογο του και να σύρεται πίσω του «βαδίζων επιμόνως εις την παγωμένην λάσπην του κάμπου της Ηλείας» (Δ. Κοκκίνου «Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. «Μέλισσα», Αθήναι, 1969, Δ΄ Τόμος, σ. 533). Ο Ιεράρχης βασανίστηκε οικτρά από έναν Νικολέτο Σοφιανόπουλο, ο οποίος πέθανε ξαφνικά, ενώ έχαιρε άκρας υγείας. Το αιφνίδιο συμβάν έφερε τον Γκούρα και τους άνδρες του σε συναίσθηση και έπαυσαν να τον κακομεταχειρίζονται. (Καμπούρογλου «Μελέτη...» σ. 239). 

Ο Γερμανός από τα βάσανα, τις κακουχίες, τις πικρίες απεβίωσε, στο Ναύπλιο, όντας πρόεδρος της Επιτροπής της Συνελεύσεως, ήτοι «προϊστάμενος για τα του συμβιβασμού», στις 27 Μαΐου 1826, σε ηλικία 55 ετών. Από φθόνο κάποιοι θέλησαν να εμποδίσουν να τελεσθεί η νεκρώσιμη ακολουθία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Ναύπλιο. Ο λαός ήταν έτοιμος να εξεγερθεί, αλλά Επτανήσιοι στρατιωτικοί επενέβησαν, ματαίωσαν κάθε εναντίωση και η κηδεία έγινε κανονικά. Το λείψανό του βρήκε ζεστασιά στην ιδιαίτερη Πατρίδα του, τη Δημητσάνα. 

Ως επικήδειο ο Μιχ. Οικονόμου έγραψε μεταξύ άλλων: «Φρονίμως και επιτυχώς υπηρετήσας εις την εξέγερσιν του Εθνικού αγώνος, προελόμενος (επιθυμών) δε να διατηρήση υψηλήν και άμεμπτον την αξιοπρέπειαν του εκκλησιαστικού του χαρακτήρος και συμβιβάζων αυτήν με το προς την Πατρίδα καθήκον, και συντρέχων και συμβουλεύων τα υπέρ αυτής και της πίστεως και της ελευθερίας, δεν έλειψεν μεν του να παρευρίσκηται εις την πολιορκίαν της Πρωτευούσης της Αρχιεπισκοπής ή της Μητροπόλεώς του, να θυσιάζη την περιουσίαν του εις τας ανάγκας των πολιορκητών και εις την προμήθειαν πάντων των αυτοίς αναγκαίων. (Μιχ. Οικονόμου «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Εκδ. Δημοσίας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, Φωτ. Επανεκδ. 1976, σελ. 663-664).- 

Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς
Β´ Μέρος
Ἄξιος ποιμένας, χαρισματικὸς ἡγέτης

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ήταν ιδιοφυής και ταλαντούχος κληρικός. Στη ζωή του συνδύασε τον άξιο ποιμένα με τον χαρισματικό ηγέτη. Ήταν από τους λίγους Μητροπολίτες που συνδύασαν την ενεργό συμμετοχή στον Αγώνα με τα ποιμαντικά τους καθήκοντα. Ο Σαλώνων Ησαΐας αμέσως μετά την ορκωμοσία στη Μονή του Οσίου Λουκά κρέμασε τα άμφιά του, πολέμησε τους τούρκους και έπεσε ηρωικά. Ο Γερμανός ενέπνευσε τους αγωνιστές, συγκέντρωσε πολλούς και τους καθοδηγούσε, συμμετέσχε σε σχέδια μαχών, αλλά όπλο δεν σήκωσε να σκοτώσει. Παράλληλα λειτουργούσε, κήρυττε, έγραφε εγκυκλίους και επιστολές. Ακάματος και ικανότατος στον πόλεμο και στην πένα.

Ο Φρανσουά Πουκεβίλ, πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα (1814-1816), μακριά από φθόνους και συμπλέγματα, γράφει για τον Γερμανό, με τον οποίο είχε πολλές συζητήσεις: «Το υπέρτατο εκκλησιαστικό αξίωμα στην Πελοπόννησο είχε ο Γερμανός, άνδρας βαθυστόχαστος, έχων άριστες εκκλησιαστικές γνώσεις και κατέχων τα της κοσμικής επιστήμης... Είχε την φρόνηση του Σωκράτη και ήτο κάτοχος της γλώσσης του Πλάτωνος, την οποία μιλούσε με γλυκύτητα...Πλην της εκκλησιαστικής Παιδείας ήταν εγκρατής και της γαλλικής φιλολογίας. Οι ομιλίες του ήσαν πειστικότατες και φαίνονταν θεόπνευστες. Η φαντασία του ζωηρή και η πίστη του ακράδαντη. Φαινόταν ότι ήταν εκ των μαρτύρων εκείνων, τους οποίους αμείβει μόνον ο ένδοξος θάνατος εν μέσω αγώνων υπέρ πίστεως και πατρίδος (Fr. Pouqueville “Histoire de la Regeneration de la Grece” (Ιστορία της Αναγέννησης της Ελλάδος) Impimerie Firmin Didot, 1824, Tome II, p. 320. Σημ.: Σε ελεύθερη μετάφραση).

Ο Γερμανός γεννήθηκε στην ονομαστή Δημητσάνα, που πρόσφερε στο Έθνος μεγάλες υπηρεσίες, στον Αγώνα με το μπαρούτι που παρήγε και στην Εκκλησία τρεις Πατριάρχες και εβδομήντα Μητροπολίτες και Επισκόπους. Η Παράδοση θέλει σημαδιακή τη γέννηση και τη νηπιακή του ηλικία. Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1771, ημέρα Μεγάλη Παρασκευή. Το λαϊκό όνομά του Γεώργιος Γκόζιας. Ο πατέρας του Ιωάννης, χρυσοχόος και αγρότης. Στη νηπιακή ηλικία έπιασε με το χέρι του από το κεφάλι φίδι, που ανέβηκε πάνω του. ( Σημ. Από τον πρόλογο του Γ.Ι. Παπούλα στα «Απομνημονεύματα» του Π.Π. Γερμανού, Εκδ. 1900, σελ. 8 και 9).

Ήταν φιλομαθής και εξαίρετος μαθητής, είχε όμως και ικανούς δασκάλους στην εκκλησιαστική και στη θύραθεν Παιδεία. Μεταξύ αυτών, στην Κωνσταντινούπολη τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Άγιο Δωρόθεο Πρώιο, που οι τούρκοι τον απαγχόνισαν στα Θεραπειά, στις 3 Ιουνίου 1821. Ο Πρώιος άφησε μέγα έργο κυρίως στα Μαθηματικά. Επίσης είχε ικανότητα στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Ο Άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ καταγόταν επίσης από τη Δημητσάνα και ήταν θείος του Γερμανού. Τον πήρε κοντά του στην Βασιλεύουσα και ο Γερμανός εξελέγη Μητροπολίτης της Πάτρας το 1806. Έκτοτε αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στο Έθνος και στην Αναγέννηση του εκ της τέφρας.

Ο Π.Π. Γερμανός αγαπούσε και θαύμαζε τον Ρήγα τον Βελεστινλή, τον είχε ως πρότυπό του και συναισθανόταν την υποχρέωση να συνεχιστεί ο αγώνας του και να πραγματοποιηθούν τα οράματά του. Στα «Απομνημονεύματά» του γράφει: «Περί τα τέλη του ΙΗ΄ Αιώνος ανεφάνη είς τολμηρός ανήρ, Ρήγας ονομαζόμενος, όστις εστοχάσθη να ενσπείρη γενικώς εις το Έθνος των Ελλήνων τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας και επέτυχε να εφελκύση πολλούς και εκλεκτούς μεθ’ εαυτού...Αλλ’ ανακαλύψασα το τοιούτον η Αουστριακή διοίκησις παρέδωκεν αυτόν και τινας οπαδούς του εις τας τυραννικάς χείρας των Οθωμανών, οίτινες τους κατέσφαξαν. Και αυτοί μεν οι αείμνηστοι απέθανον, ο δε υπέρ ελευθερίας σπινθήρ δεν εσβέσθη εις τας καρδίας των Ελλήνων...» (Εκδ. 1900, σελ. 16).

Η υπηρεσία του Γερμανού στον Αγώνα ήταν πολλαπλή, ποιμαντική, στρατιωτική, εθνική, διπλωματική και εκκλησιαστική. Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε στο τέλος του 1818 και αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τις αρχές Της. Επί πλέον μύησε με τη σειρά του τους Επισκόπους Κερνίτζης Προκόπιο και Χαριουπόλεως Βησσαρίωνα, καθώς και τους προεστούς Λόντο και Ζαΐμη.

Στη μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας (Αιγίου), από 26 έως 29 Ιανουαρίου 1821, ήλθε σε οξεία λεκτική αντιπαράθεση με τον Παπαφλέσσα. Ήσαν δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, με αλλιώτικη αντίληψη ο καθένας ως προς την εκκλησιαστική τάξη και τον χειρισμό της Επανάστασης. Ο Παπαφλέσσας ενθουσιώδης και ως πληρεξούσιος του Υψηλάντη, επέστρεψε στην Πελοπόννησο με σκοπό την άμεση έναρξη της Επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε κάθε τρόπο, ακόμη και ψέματα. Ο Γερμανός δεν δέχθηκε τα όσα είπε και ήρθε σε οξύτατη λεκτική σύγκρουση μαζί του. Πάντως τελικά αποφασίστηκε «η ετοιμασία να εξακολουθεί δραστηρίως δια την Επανάστασιν...». Σημειώνεται ότι ως Φιλικός ο Γερμανός γνώριζε τα περί της 25ης Μαρτίου και εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ηγήθηκε της έναρξης του Αγώνα για την ανεξαρτησία.

Ως επαναστάτης ο Παλαιών Πατρών ηγήθηκε οπλοφόρων, εισήλθε στην Πάτρα, την απελευθέρωσε, πιθανότατα στις 25 Μαρτίου, και έστησε Σταυρό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, τον οποία ασπάσθηκαν οι πολεμιστές με ενθουσιασμό και κραύγασαν: «Ζήτω η ελευθερία! Και εις την Πόλιν να δώση ο θεός» (Σπ. Τρικούπη Ιστορία, Α΄ Τόμος σ. 53-54). Από τη Λαύρα των Καλαβρύτων, την Πάτρα, την Καλαμάτα, τη Μάνη, την Τσακωνιά άρχισε ο σκληρός Αγώνας κατά των Οθωμανών, για την απελευθέρωση των Ελλήνων.

Ως εθνικός ηγέτης ο Γερμανός λυπόταν για την διχόνοια και επιχείρησε πολλές φορές την εθνική συμφιλίωση. Σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτη, στις 14 Οκτωβρίου 1824, επισημαίνει: «Η πατρίς πάσχει κακώς, επαπειλείται εμφύλιος πόλεμος, του οποίου τα ολέθρια αποτελέσματα...συμπεραίνει κάθε φρόνιμος άνθρωπος... χρειάζεται ένωσις δια να επιτύχωμεν του σκοπού δια τον οποίον ερριψοκινδύνευσε το έθνος...δια το όνομα του Θεού, δια την αγάπην της Πατρίδος, σπεύσατε, προφθάσατε να αναχαιτισθή το κακόν...». (Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου, Τόμος Γ΄ 335).

Αγωνιζόμενος για τη συμφιλίωση και για να μην παραιτηθεί ο Υψηλάντης, ο Γερμανός ταπεινώνεται, κλίνει γόνυ ικέτη και ζητεί να ασπασθεί το χέρι του. Ο Υψηλάντης λυγίζει από την ενέργεια του Δεσπότη και δεν αποχωρεί. Ο Φιλήμων περιγράφει τη σκηνή και την χαρακτηρίζει «ζωγραφικωτάτη και συγκινητικωτάτη» (Ιω. Φιλήμονος «Δοκίμιον Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμ. Δ΄, σελ. 197). 

Ο Γερμανός στις 25 Μαρτίου 1821, από την Πάτρα συντάσσει εκ μέρους των αγωνιστών έγγραφο, που επιδίδεται στους προξένους της πόλης: «Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας...απεφασίσαμεν σταθερώς ίνα αποθάνωμε ή να ελευθερωθώμεν..».

Η Δημοτική μούσα απαθανάτισε τον ηγετικό ρόλο του Γερμανού: «Χαρά που τόχουν τα βουνά...σαν βλέπουν τον Γερμανό της Πάτρας τον Δεσπότη να βλογάει τ’ άρματα, να εύχεται τους λεβέντες».-

Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς
Α΄ Μέρος
Ὁ Ἱεράρχης σύμβολο τῆς Ἐπανάστασης

Ὁ Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς (1771-1826) συνδέθηκε ἄρρηκτα μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 καὶ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Της. Ὅσοι θὰ ἤθελαν ἕναν Ροβεσπιέρο στὴ θέση του μεμψιμοιροῦν μὲ τὸν ἴδιο καὶ τὴν ἡμερομηνία ἐνάρξεως τοῦ Ἀγώνα στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας, στὰ Καλάβρυτα. Ἀλλὰ τὰ ἀψευδῆ γεγονότα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς δὲν ἀφήνουν περιθώρια ἀμφισβητήσεων.
 Ὁ ἐθνομάρτυρας καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἐπανάστασης Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἦταν ἐκεῖνος ποὺ προσδιόρισε τὴν 25η Μαρτίου 1821 ὡς ἡμέρα ἐνάρξεώς της. Γράφει ὁ Σπ. Τρικούπης στὴν «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως» ὅτι τὸ σχέδιο του ἦταν νὰ μὴ διαμείνει στὴ Μολδοβλαχία, ἀλλὰ νὰ κατέβει στὴν Ἑλλάδα «ἀνάπτων παντοῦ καθ’ ὁδὸν τὴν φλόγα τῆς ἀποστασίας». Καὶ προσθέτει: «Ἐπετάχυνε δὲ τὴν ἔναρξιν τοῦ ἀγῶνος πρὸ τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας τῆς 25ης Μαρτίου». (Ἔκδ. ΔΟΛ, Τόμος 1, Βιβλίο 1ο, σελ. 40).
 Τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Θεόδ. Κολοκοτρώνης: «… Εἰς τὰ 20 μὲ ἦλθαν γράμματα ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη διὰ νὰ ἦμαι ἕτοιμος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας. 25 Μαρτίου ἦτον ἡ ἡμέρα τῆς γενικῆς ἐπαναστάσεως…». (Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836». Ὑπαγόρευσε ὁ Θεόδωρος Κων. Κολοκοτρώνης, Ἀθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846, σελ. 47-48).
Ὁ ἀγωνιστὴς καὶ πολιτικὸς Βασ. Ἀθ. Πετιμεζᾶς (1785-1872) γράφει στὴν «Αὐτοβιογραφία» του, ὅτι ἦταν παρὼν στὴν Ἁγία Λαύρα, τὴν 25η Μαρτίου, κατὰ τὴν ὁρκωμοσία τῶν ἀγωνιστῶν ἀπὸ τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς στὰ δικά του «Ἀπομνημονεύματα» (Ἔκδ. 3η, Ἐπιμέλεια Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, Τυπογραφεῖο Σπ. Τσαγγάρη, Ἐν Ἀθήναις, 1900) δὲν ἀναφέρει τὴν ἐκ μέρους του ὁρκωμοσία τῶν Ἀγωνιστῶν στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας, στὰ Καλάβρυτα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν τὴν ἔκανε. Τὰ «Ἀπομνημονεύματα» μοιάζουν περισσότερο σὰν πρόχειρες σημειώσεις τοῦ Γερμανοῦ γιὰ τὰ δύο πρῶτα χρόνια τῆς Ἐπανάστασης. Αὐτὸ τὸ σημειώνει καὶ ὁ Ι. Φιλήμων («Φιλικὴ Ἑταιρεία», σελ. στ-ζ, σήμ. α΄)
 Ὁ Γερμανὸς γράφει ὅτι στὶς 27 Φεβρουαρίου ἀνέβηκε στὰ Καλάβρυτα, ὅπου πῆγε καὶ «ὁ τῆς Βοστίτσης προεστὼς Ἀνδρέας Λόντος» (Αὐτ. σελ. 26). Διαμένει στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας καὶ τὴν 9η Μαρτίου ἀποφασίζει μὲ τοὺς προεστοὺς νὰ μὴν μετακινηθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ περιμένουν τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων καὶ ἂν οἱ ὀθωμανοὶ «μεταχειρισθοῦν τὰ ὅπλα καὶ τὴ βία ἐναντίον τῶν ὁμογενῶν, τότε ἐξ ἀνάγκης νὰ λάβωσι καὶ αὐτοὶ τὰ ὅπλα καὶ νὰ κινήσωσι καὶ τοὺς λοιποὺς ὁμογενεῖς εἰς ὑπεράσπισιν ἑαυτῶν» (Αὐτ. σελ. 28).
 Μετὰ ἀπὸ κινήσεις τῶν ὀθωμανῶν, Καλαβρυτινοὶ σκοτώνουν δύο ἀνθρώπους τοῦ Βοεβόδα Ἀρναούτογλου καὶ παίρνουν τὸ βιός του. Συγχρόνως ἄλλοι Καλαβρυτινοὶ φονεύουν δύο σπαχῆδες καὶ ἄλλοι, στὸν Φενεό, γυφτοχαρατζῆδες. Οἱ κινήσεις τῶν Ἑλλήνων φοβίζουν τοὺς Τούρκους καὶ αὐτοὶ κλείνονται σὲ δύο πύργους τῶν Καλαβρύτων (Αὐτ. σελ. 29). Ἐν τῷ μεταξὺ – συνεχίζει τὴ διήγησή του ὁ Π.Π. Γερμανὸς – στὴν Πάτρα καὶ στὶς 21 Μαρτίου οἱ Τοῦρκοι βάζουν τὶς οἰκογένειές τους στὸ Κάστρο, ἐπιτίθενται στὸ σπίτι τοῦ ἀγωνιστῆ Ἰωάν. Παπαδιαμαντόπουλου καὶ βάζουν φωτιὰ σὲ σπίτια Πατρινῶν. Οἱ Πατρινοὶ γράφουν στὸν Γερμανό, ποὺ τὸν βρίσκουν στὰ Νεζερά, νὰ πάρει τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς καὶ τὰ παλληκάρια τους καὶ νὰ ἔρθει στὴν Πάτρα, πρὸς βοήθειά τους. (Αὐτ. σελ. 30).
 Ὁ Γερμανὸς γράφει στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του: «Τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἐκίνησαν καὶ αὐτοί, ἔχοντες περίπου πεντακοσίους στρατιῶτας καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὰς Πάτρας». Ὁ χρόνος γιὰ τὴ συγκέντρωση τῶν ἀγωνιστῶν καὶ οἱ ἀποστάσεις μὲ ὁδοιπορία μέσα ἀπὸ ὀρεινὰ μονοπάτια δὲν δικαιολογοῦν τὴν ἄφιξή τους σὲ 24 ὧρες. Οἱ Φιλήμων, Τρικούπης καὶ Φραντζῆς συμφωνοῦν ὅτι στὶς 25 Μαρτίου ὁ Γερμανὸς ἔστησε Σταυρὸ στὴν πλατεία Ἁγίου Γεωργίου στὴν Πάτρα καὶ «ἔδωκεν εἰς κοινὴν προσκύνησιν τὸ ἱερὸν σύμβολον πρὸς τοὺς ἐξεγερθέντες διὰ τὴν ἐλευθερίαν των Ἕλληνας» (Βλ. καὶ Τ. Ἀθ. Γριτσόπουλου «Ἱστορικὰ Μελετήματα περὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως», Τόμος 2ος, Ἀθῆναι, 2008, σελ. 95). Ἂν ἰσχύει ἡ ἐκτίμηση αὐτή, τότε ἡ ὁρκωμοσία στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας τῶν ἀγωνιστῶν ἔγινε μεταξὺ 17ης καὶ 21ης Μαρτίου 1821, πρὶν δηλαδὴ ὁ Γερμανὸς ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Πάτρα. Ἀλλιῶς ἡ ὁρκωμοσία στὴν Πάτρα ἔγινε ἀργότερα.
 Ἡ Ἐπανάσταση ξεκίνησε στὰ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας ἐντὸς τοῦ Μαρτίου, καὶ κοντὰ στὴν 25η. Στὴν Τσακωνιὰ καὶ στὴ Μάνη στὶς 17 Μαρτίου ξεκινᾶ ὁ Ἀγώνας μὲ Δοξολογίες, ἡ Καλαμάτα ἀπελευθερώνεται στὶς 23 καὶ τελεῖται δοξολογία στὸν ἱστορικὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στὶς 27 ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας κηρύσσει τὴν Ἐπανάσταση στὴ Ρούμελη μὲ Θεία Λειτουργία καὶ Δοξολογία στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, στὴν ὁποία παρέστησαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος μὲ παλληκάρια του καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί. Ὅμως ΟΛΟΙ οἱ ἀγωνιστές, ὅπου βρέθηκαν, συμμετέσχον στὴ Δοξολογία γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ ΟΛΟΙ δέχθηκαν τὰ Καλάβρυτα ὡς κοινὸ τόπο ἔναρξης τῆς Ἐπανάστασης, τὴν 25η Μαρτίου ὡς ἡμερομηνία Της καὶ τὸν Γερμανό, ὡς τὸν Ἀρχιερέα ποὺ τὴν κήρυξε.
 Τὸ 1835 ὁ τότε Ὑπ. Ἐσωτερικῶν Ἰωάν. Κωλέττης προτείνει στὸν Ὄθωνα τὴν καθιέρωση ὡς ἡμερομηνίας τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τὴν 25η Μαρτίου. Στὴν πρότασή του ἀναφέρει ὅτι ὁ «ξακουστὸς Γερμανὸς» κήρυξε τὴν Ἐπανάσταση στὴν Ἁγία Λαύρα στὶς 17 Μαρτίου 1821 καὶ ὅτι αὐτὴ γενικεύθηκε στὶς 25 Μαρτίου, γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖ αὐτὴν τὴν ἡμερομηνία σταθμὸ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία (Βλ. σχ. Κων. Ἀθ. Διαμαντῆ «Πρότασις καθιερώσεως ἐθνικῶν ἐπετείων καὶ δημοσίων ἀγώνων κατὰ τὸ πρότυπον τῶν ἑορτῶν τῆς ἀρχαιότητος κατὰ τὸ ἔτος 1835», Ἔκδ. «Ἀθηνᾶ», Σύγγρ. Περιοδικὸν τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐπιστημονικῆς Ἑταιρείας, Τόμ. 73 – 74).
 Μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ γάμου τοῦ Ὄθωνα μὲ τὴν Ἀμαλία κόπηκε χάλκινο μετάλλιο, τὸ 1836, ἔργο τοῦ αὐστριακοῦ χαράκτη Κόνραντ Λάνγκε. Σὲ αὐτὸ εἰκονίζεται ὁ Γερμανὸς νὰ κρατᾶ ὑψωμένο λάβαρο σὲ κοντάρι μὲ Σταυρὸ καὶ δύο ἀγωνιστὲς νὰ ὁρκίζονται καὶ γράφεται: «ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ – ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821». Στὴν ἄλλη ὄψη τοῦ μεταλλίου εἰκονίζεται ὁ Γερμανός. Τὸ γραφόμενο εἶναι ἀπὸ τὴν «Ἔξοδο» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ιε΄ 2). Τὸ Β.Δ. γιὰ τὸν ἑορτασμὸ «εἰς τὸ διηνεκές» τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 τὴν 25η Μαρτίου εἶναι τοῦ 1838. Σημειώνεται ὅτι ΟΛΟΙ οἱ ἀγωνιστές, ποὺ ζοῦσαν τὸ ἔτος αὐτὸ ἀποδέχθηκαν εὐχαρίστως τὴν ἡμερομηνία τῆς Ἐθνικῆς Ἑορτῆς. Μεταξὺ αὐτῶν οἱ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γιάννης Μακρυγιάννης, Κωνσταντῖνος Κανάρης, Λάζαρος Κουντουριώτης, Ἀνδρέας Ζαΐμης, Ἀνδρέας Λόντος, Μαντὼ Μαυρογένους, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Κων. Μπότσαρης, Νικηταρᾶς, Δημ. Πλαπούτας, Ἀναστ. Πολυζωίδης, Γεώργιος Τερτσέτης, Κίτσος Τζαβέλλας, Φωτάκος. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης καὶ ὅλοι τους ὁμόθυμα ἀποφάσισαν τὴν 25η Μαρτίου ὡς ἡμέρα ἐνάρξεως τῆς Ἐπανάστασης, γιατί βίωσαν τὴν ταύτιση Ἑλλήνων καὶ Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουν στοὺς αἰῶνες πὼς ἀγωνίστηκαν πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ μετὰ ὑπὲρ Πατρίδος, ὅπως τὸ 1838 εἶπε πρὸς τοὺς γυμνασιόπαιδες στὴν Πνύκα ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου