Ἡ ἀληθινὴ προσευχή, Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης
- Ἂν ποθῇς νὰ διορθώσεις κάποιον ἀπὸ τὰ πταίσματά του, μὴ νομίσης ὅτι τὸν διορθώνεις μὲ τὴ δική σου δύναμη. Προσευχήσου στὸν Θεό, τὸν «ἐτάζοντα καρδίας καὶ νεφροὺς» μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, νὰ φωτίσῃ ὁ Ἴδιος τὴν καρδιὰ ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ Κύριος δῇ ὅτι πράγματι προσεύχεσαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, θὰ πραγματοποιήσει χωρὶς ἄλλο τὸν πόθο σου. Καὶ σύ, βλέποντας νὰ ἐκπληρώνεται ὁ πόθος σου ἀπὸ τὴ θεία χάρη, θὰ ἀναφωνήσης τότε ὅτι αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ μεταβολὴ ὑπῆρξε ἔργο ὄχι δικό σου, ἀλλὰ τῆς «δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου».
- Ὅταν εἶναι νὰ προσευχηθῇς στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἔχε πρὶν τὴν ἀκράδαντο βεβαιότητα, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ φύγῃς ἀπὸ μπροστά της χωρὶς νὰ βρῇς ἔλεος. «Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοὶ κατησχυμμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μὲ πίστη στὴ Θεομήτορα. Τὸ νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴ βεβαιότητα, αὐτὴ τὴν ἀνεπιφύλακτο ἐμπιστοσύνη, εἶναι σωστὸ καὶ δίκαιο. Εἶναι ἄπειρο τὸ ἔλεος τῆς Μητέρας τοῦ Ἐλεήμονος Θεοῦ. Τὸ ἔλεός της τὸ μαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν τόπων. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἀδιαφορήσῃ γιὰ μᾶς ἡ Παναγία.
- Ὅταν κάνουμε τὴν προσευχή μας, πρέπει νὰ πηγάζῃ κάθε λέξη της κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ κάθε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς λέξεις νὰ διατηρῇ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ περιεχομένου της. Ἂν ἀφήσουμε νὰ ἐξατμισθεῖ ἡ οὐσία ἑνὸς φαρμάκου, τὸ φάρμακο αὐτὸ παύει νὰ εἶναι σωτήριο γιὰ τὴ σωματική μας ὑγεία. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν προσευχή. Ἂν λέμε τὰ λόγια της μὴ προσέχοντας στὸ ζωοποιὸ νόημά τους, μὴ νοιώθοντας τὴν ἀλήθεια τους στὴν καρδιά μας, δὲν θὰ ἀποκομίσουμε ὠφέλεια ἀπὸ τὴν προσευχή. Γιατί ἡ ἀληθινή, ἡ καρποφόρος προσευχὴ γίνεται μονάχα ὅταν εἶναι προσευχὴ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία». Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς ἀντιστοιχοῦν στὰ συστατικὰ στοιχεῖα ἑνὸς φαρμάκου. Τὸ καθένα ἔχει τὴ δική του δύναμη καὶ ὅλα μαζὶ ἀποτελοῦν τὴ θεραπευτικὴ δόσι ποὺ χρειάζεται τὸ ἄρρωστο σῶμα μας. Ὅπως οἱ φαρμακοποιοὶ φυλᾶνε σὲ κλειστὸ μπουκάλι ἕνα παρασκεύασμα ἰαματικό, γιὰ νὰ μὴν ἐξατμισθεῖ ἡ δύναμή του, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε μὲ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς. Νὰ φυλᾶμε τὴ δύναμή τους στὸν κλειστὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ τὰ προφέρουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους ἄθικτο καὶ ἀκεραία.
- Ὅταν προσεύχεσαι – καὶ ἰδίως διαβάζοντας ἀπὸ κάποιο κείμενο τὴν προσευχή σου – μὴ παραλείπεις νὰ περνᾷς ἀπὸ τὸ νοῦ σου τὴ σημασία κάθε λέξεως, νὰ τὴν τοποθετῇς στὴν καρδιά σου. Μὴ λὲς λοιπὸν μηχανικὰ καὶ ψυχρὰ τὴν προσευχή σου. Ὑπόταξε τὴν καρδιά σου στὴν προσευχὴ καὶ πρόσφερε στὸ Θεὸ αὐτὴ τὴν ὑποταγμένη καρδιὰ σὰν θυσία εὐπρόσδεκτο. «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν» (Παροιμ. Κγ΄26). Τότε ἡ προσευχὴ θὰ σὲ ἐνώση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ βασιλεία του καὶ θὰ ἀπολαύσης τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλα τὰ ἅγια αἰσθήματα: δικαιοσύνη, εἰρήνη, χαρά, ἀγάπη, πραότητα, καρτερία, κατάνυξη. Θέλεις ἡ προσευχή σου νὰ ἔχει ἀναπαυτικὰ ἀποτελέσματα καὶ στὸ ταλαιπωρημένο σῶμα σου; Προσευχήσου θερμὰ καὶ θὰ ἔχης κατόπιν ὕπνο εἰρηνικό, ἀσκανδάλιστο, ποὺ θὰ ἀνανεώση τὶς δυνάμεις τοῦ σώματος. Νὰ ἀποφεύγεις τὸν ἀπεριόριστο ὕπνο. Νὰ προσεύχεσαι μὲ ζέση κάθε πρωί. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχης ἠρεμία, ἐνεργητικότητα καὶ καλὴ ἀνταπόκριση στὶς ἀνάγκες τῆς ἐργασίας σου καθ΄ ὅλη τὴν ἡμέρα.
- Πρόκειται νὰ προσευχηθῇς; Ταπείνωσε τὴν ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς σου, διῶξε ἀπὸ μέσα της κάθε γήινο θέλγητρο καὶ στερεώσου στὴν πέτρα τῆς πίστεως.
- Κάποιος, ποὺ ἔννοιωσε ἀκηδία κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τὸ σῶμα του ἀναζητοῦσε τὸν ὕπνο, στήριξε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἑξῆς ἐσωτερικὴ ἐρώτηση: «Μὲ ποιόν συνομιλεῖς, ψυχή μου;» Καὶ κατόπιν, λαμβάνοντας σοβαρὰ ὑπ΄όψιν ὅτι βρισκόταν μπροστὰ στὸν Κύριο, ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πολὺ αἴσθημα καὶ ζέση. Ἡ διάνοιά του καὶ ἡ καρδιά του φωτίσθηκαν καὶ ὁ ἴδιος αἰσθανόταν σὰν ἀναγεννημένος. Αὐτὸ δείχνει τί σημαίνει νὰ νοιώθουμε τὸν ζῶντα Θεὸ ἐνώπιόν μας καὶ νὰ τοῦ μιλᾶμε μέσα στὸ αἴσθημα τῆς παρουσίας του. Ἂν μιλῶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι μαζί μου, ὄχι βαρετά, γιὰ νὰ μὴ τοὺς προσβάλω, πῶς τολμῶ νὰ μιλῶ ἔτσι μὲ τὸν Κύριο;
- Στὸ κάθε τι καὶ τὴν κάθε στιγμή, νὰ προσπαθῇς νὰ ἀρέσῃς στὸν Θεό, ἔχοντας στὸν νοῦ τὴ σωτηρία σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ ὅτι σὲ υἱοθέτησε ὁ Θεός. Ὅταν σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ κρεββάτι, κάνε τὸν Σταυρό σου καὶ λέγε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πὰτρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καὶ ἐπίσης: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῆ ἠμὲρᾳ ταύτη ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς. Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου» (Ἀπὸ τὴ δοξολογία). Ὅταν πλύνεσαι, λέγε: «Ραντιεῖς μὲ ὑσσὼπῳ καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μὲ καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψάλμ. ν’ 9). Ὅταν φορῇς τὰ καθαρά σου ἐσώρρουχα, θυμήσου τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ ζήτησέ την ἀπὸ τὸν Κύριο, λέγοντας: « Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θὲὸς» (Ψάλμ. ν’ 12). Ὅταν ἔφτιαξες καινούρια ἐνδυμασία καὶ τὴ φορῇς, θυμήσου τὴν πνευματική σου ἀνανέωση καὶ λέγε: «Καὶ πνεῦμα εὐθὲς εγκαἰνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μοῦ» (Ψάλμ. ν΄12). Ἂν φορῇς μιὰ ἐνδυμασία ποὺ πάλιωσε πλέον καὶ δὲ σοῦ ἀρέσει, θυμήσου μὲ μεγαλύτερη ἀποστροφὴ τὸν «παλαιὸ» ἀνθρωπο, τὸν γεμᾶτο ἁμαρτίες καὶ πάθη, τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο. Ὅταν τρῶς τὸ γλυκὸ ψωμί, ἀναλογίσου τόν «Ἂρτὸν τὁν Ζῶντα», τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κοινωνεῖς στὴν ἐκκλησία «εἰς ἂφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωήν την αἰώνιον». Ὅταν πίνῃς νερὸ ἢ κάποιο ἄλλο ποτό, σκέψου τὸ θεῖο νέκταρ, τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ξεδιψᾷ τὴν ψυχὴ στὸν αἰῶνα. Ὅταν κάθεσαι νὰ ξεκουρασθῇς, συλλογίσου την αἰωνία ἀνάπαυση, ποὺ περιμένει ὅσους ἀγωνίσθηκαν ἀκοίμητα καὶ καταπονήθηκαν στὸν στίβο τῶν ἀρετῶν. Ὅταν πέφτεις στὸ κρεββάτι γιὰ ὕπνο, θυμήσου τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου, ποὺ θὰ ἔλθη, ἀργὰ ἢ γρήγορα, γιὰ ὅλους μας, ἰδιαίτερα δὲ τὸ σκοτάδι ποὺ περιμένει ὅσους δὲν μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅταν ἀντικρύζης τὸ φὼς τῆς αὐγῆς, τὴ νέα ἡμέρα, θυμήσου τὴν ἀνέσπερο καὶ λαμπρὰ ἡμέρα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ τὴν απολαμβάνουν αἰώνια ὅσοι ἀγωνίσθηκαν νὰ εἶναι θεάρεστοι ἢ μετενόησαν εἰλικρινὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅταν πηγαίνεις κάπου, σκέψου τὸν ἴσιο δρόμο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ λέγε στὸν Θεό: «Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία» (Ψάλμ. ριη΄133). Ὅταν φτιάχνης κάτι, φτιάχνε τὸ μὲ τὴ σκέψι στὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸ πᾶν μὲ τὴν ἄπειρο σοφία, χάρη καὶ δύναμή του, καθὼς ἔφτιαξε καὶ σένα, «κατ΄εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν» του. Ὅταν ἀποκτᾷς κάτι ὑλικὰ πολύτιμο, συλλογίσου ὅτι ὁ ἀκένωτος Θησαυρός μας, ἀπὸ ὅπου παίρνουμε ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἀνεξάντλητος Πηγὴ κάθε χαρίσματος εἶναι ὁ Θεός. Εὐχαρίστησέ τον μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή. Καὶ ἔχοντας αὐτὸν τὸν Θησαυρὸ μέσα σου, σκόρπιζε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀγαπᾷς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς σου. Ὅταν βλέπης τὴ λάμψη τοῦ ἀσημιοῦ, μὴν ἐντυπωσιασθῇς ἀπ’ αὐτό, ἀλλὰ σκέψου ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νὰ λάμπη ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ χρυσάφι σὲ θαμπώνη, θυμήσου ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νὰ γίνῃ ἁγνὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ χρυσάφι, περνῶντας μὲς ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων, ὅτι ὁ Κύριος θέλει νὰ σὲ κάμῃ φωτεινότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο στὴ βασιλεία τοῦ Πατρός του. Ἐκεῖ θὰ λάμπης ἀπὸ τὸ φὼς τοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης, τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάμπης σὰν χρυσάφι πεντακάθαρο ἀνάμεσα στὴν Παναγία, τὶς Ἀσώματες Δυνάμεις καὶ τοὺς Ἁγίους, ποὺ λάμπουν ἀπὸ τὸ ἴδιο φώς.
- Ὅταν προσεύχεσαι στὸν Κύριο, τὴ Θεοτόκο ἢ τοὺς Ἁγίους, νὰ θυμᾶσαι πάντοτε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀπαντήσει ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς σου. «Δώῃ σοι Κύριος κατὰ τὴν καρδίαν σου» (Ψάλμ. ιθ’ 5). Ἀνάλογο μὲ τὴν καρδιὰ θὰ εἶναι καὶ τὸ δώρημα. Προσεύχεσαι μὲ πίστη, ἄδολα, ὁλόψυχα; Τὸ δώρημα ποὺ θὰ λάβης θὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν πίστη σου, θὰ ἀντιστοιχῇ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς σου. Καί, ἀντίθετα. Ὅσο πιὸ πολὺ εἶναι ἡ καρδιά σου ψυχρή, ὅσο πιὸ ἀδύνατα πιστεύεις, τόσο λιγότερο ἀποδοτικὴ θὰ ἀποδειχθῇ ἡ προσευχή σου. Καί, ἐπὶ πλέον, θὰ λυπήσης τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι Πνεῦμα καὶ ἀπαιτεῖ νὰ τὸν λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» (Ιω. δ’ 23, 24). Ὅταν λοιπὸν ἐπικαλεῖσαι τὸν ἴδιο τόν Κύριο ἢ τὴν Παναγία Μητέρα του ἢ τοὺς Ἁγίους, νὰ τοὺς ἐπικαλεῖσαι μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά. Ὅταν προσεύχεσαι γιὰ διάφορα προσφιλῆ σου πρόσωπα, (ζῶντας ἢ κεκοιμημένους), νὰ προφέρῃς τὰ ὀνόματά τους μὲ ὁλοκάρδιο θέρμη. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις αἰτημάτων, ποὺ κάνεις, ἂς βγαίνει ἡ προσευχή σου μὲς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς. Μ’ αὐτὴ τὴν προυπόθεση, «ὃ ἐὰν θέλητε, αἰτήσασθε καὶ γενήσεται ὑμίν» (Ιω. ιε’ 7). Μ’ αὐτὴ τὴν προυπόθεση, «εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε» (Ιακ. ε’ 16).
- Δύο μικρὰ παιδιά, ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ὄλγα, χάρις στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀνταποκρίθηκε στὶς προσευχὲς τῆς ἀναξιότητάς μου, ἔγιναν καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τους. Στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου, ἡ ἀρρώστια ἔφυγε μὲς ἀπὸ ἕνα ἥσυχο ὕπνο. Καὶ τὸ προσωπάκι τῆς Ὄλγας φωτίστηκε ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη μὲ τὴ χαρὰ τῆς ὑγείας. Ἐννέα φορὲς πῆγα νὰ προσευχηθῶ μὲ πίστη, ἐλπίζοντας ὅτι τὴν πίστη μου δὲ θὰ τὴν ἀπεδοκίμαζε ὁ Κύριος. Ἀρκεῖ νὰ κρούει κανεὶς καὶ ἡ πόρτα θὰ τοῦ ἀνοιχθῇ. Μπορεῖ ἐγὼ νὰ ἤμουν ἀνάξιος, ἀλλὰ ὁ Κύριος χάρις στὸ ἄπειρό του ἔλεος θὰ μὲ ἄκουε. Ὁ ἄδικος κριτὴς λύγισε τέλος στὶς ἐπίμονες παρακλήσεις τῆς γυναικὸς ποὺ τὸν ἐνωχλοῦσε μὲ τὸ αἴτημά της. Πολὺ περισσότερο ὁ δίκαιος Κριτὴς δὲν θὰ ἔμενε ἀσυγκίνητος στὴν προσευχή μου γιὰ τὰ ἀθῶα ἐκεῖνα παιδάκια. Δὲν θὰ παρέβλεπε τὰ λόγια μου, τὶς γονυκλισίες μου, τὴν πεποίθησή μου στὸ ἔλεός του. Καί, πράγματι, δὲν μὲ ἀπεδοκίμασε, ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ἱκέτη. Πῆγα γιὰ δέκατη φορὰ στὸ σπίτι τους καὶ τὰ παιδιὰ ἦταν καλά. Εὐχαρίστησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὸν Κύριο καὶ τὴ Γρηγοροῦσα Μητέρα του.
- Ὅταν προσεύχεσαι, νὰ προσεύχεσαι πιὸ πολὺ γιὰ τοὺς ἄλλους παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς σου, μὴν ξεχνᾷς ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα μαζί σου καὶ ὅτι «ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη» (Εφέσ. δ’ 25). Νὰ προσεύχεσαι γιὰ ὅλους ὅπως θὰ προσευχόσουν γιὰ σένα τὸν ἴδιο, μὲ τὴν ἴδια ζέση, μὲ τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον. Νὰ θεωρεῖς τὶς ἀδυναμίες τους καὶ τὶς ἀσθένειές τους σὰν δικές σου. Τὴν πνευματική τους ἄγνοια, τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ τὰ πάθη τους σὰν δικά σου. Τοὺς πειρασμούς, τὰ δεινὰ καὶ τὰ βάσανά τους σὰν δικά σου. Τέτοια προσευχὴ εἶναι πολὺ εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριο, «παρ’ ᾧ οὐκ ἔστι προσωποληψία» (Ρώμ. β’ 11), «οὐκ ἔνι παραλλαγὴ» (Ιακ. α’ 17). Γιατί ἡ ἀγάπη του ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ πλάσματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου