Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΚΥΡΙΟΥ

Αναδημοσιεύουμε ομιλία* του Οικουμενικού Πατριάρχη μας κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ που πραγματοποιήθηκε το 2005 στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, σχετικά με τον χαρακτήρα της θρησκευτικής αγωγής των μαθητών. Ο Παναγιώτατος με την ομιλία αυτή τοποθετείται σαφώς υπέρ της χριστιανικής αγωγής των μαθητών και κατά της Θρησκειολογίας.

* Το πρωτότυπο κείμενο στο πολυτονικό, είναι δημοσιευμένο στο Επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” έτος ΠΒ’ ,τευχ. 9 , Αθήνα Οκτώβριος 2005.

ΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΚΥΡΙΟΥ

Σας είναι γνωστόν ότι κατά τους τελευταίους χρό­νους οξεία διεξάγεται συζήτησις περί της χρησιμότητος της θρησκευτικής αγωγής εις την δημοσίαν εκπαίδευσιν. Οι μεν, επικαλούμενοι την παράδοσιν του Γένους ημών και την εισφοράν της Εκκλησίας εις την διατήρησιν της πολιτιστικής ταυτότητος ημών, ως και πολλά άλλα επι- χειρήματα, φρονούν ότι η θρησκευτική αγωγή είναι λίαν απαραίτητος και χρήσιμος διά τους νέους και το κράτος. Οι δε, επικαλούμενοι κυρίως την θρησκευτικήν ελευθερίαν και την λεγομένην ουδετερότητα του κράτους έναν­τι των θρησκειών, προτείνουν να καταργηθή τελείως η θρησκευτική αγωγή από την δημοσίαν εκπαίδευσιν ή του­λάχιστον να μετατραπή εις θρησκειολογικήν εγκυκλοπαιδικήν γνώσιν, ώστε να δύναται ο νέος εν καιρώ να επιλέξη ελευθέρως αν θα έχη θρησκευτικήν πίστιν και ποία θα είναι αυτή.

Κρίνοντες με κριτήρια τελείως αντικειμενικά, χωρίς ουδεμίαν προκατάληψιν προερχομένην εκ της εν τη Χρι­στιανική Εκκλησία ηγετικής θέσεως ημών, έχομεν πεισθή ότι η χριστιανική θρησκευτική αγωγή είναι χρησιμώτατον και πολυτιμότατον στοιχείον της καθόλου αγωγής του νέου.

Κατ’ αρχήν, αι διεθνείς συμβάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αναγνωρίζουν εις τους γονείς το δικαίωμα να δίδουν εις τα τέκνα των την προτιμωμένην από αυτούς θρησκευτικήν και φιλοσοφικήν αγωγήν. Ασφαλώς το δικαίωμά των αυτό δύνανται να το ασκήσουν και διά της αξιώσεως όπως και εις τα δημόσια σχολεία δίδεται η ανάλογος θρη­σκευτική αγωγή, ιδίως εις τας κοινωνίας εκείνας όπου τεράστιαι πληθυσμιακαί ομάδες ανήκουν εις το αυτό θρή­σκευμα, διότι εις αυτάς δεν υπάρχει θρησκευτικός κατακερματισμός, προκαλών δυσχερείας εις τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Τούτο δεν σημαίνει ότι αι δυσχέρειαι αύται, όπου τυχόν υπάρχουν, αποτελούν επαρκείς και ανεπιδέκτους υπερβάσεως λόγους, διά τους οποίους να αποκλεισθή η θρησκευτική αγωγή από τα δημόσια σχο­λεία, διότι με ολίγην προσπάθειαν και καλήν θέλησιν ευρίσκονται πάντοτε ικανοποιητικαί λύσεις.

Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα ως αναφοράν της την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς διά το καλόν του ανθρώπου και όχι ως εκδήλωσιν μιας αυθαιρέτου ισχυράς θελήσεως.

Αι εγκληματολογικαί στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δυσπίστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χρι­στιανικής θρησκευτικής πίστεως και αγωγής είναι επιρ- ρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, την χρήσιν εξαρτησιογόνων ουσιών και την αποφυγήν της παραγωγικής εργασίας. Ασφαλώς η ομάς αυτή των ανθρώπων επιβαρύνει την κοινωνίαν διά τε­ραστίων δαπανών προστατευτικών των λοιπών μελών αυτής και αναμορφωτικών των δραστών, με επισφαλή πάντοτε αποτελέσματα. Η αρχή του προμηθείν είναι πάν­τοτε λυσιτελεστέρα της του επιμηθείν και, εάν δεν έχομεν προκατάληψιν κατά της χριστιανικής αγωγής, θα δεχθώμεν ότι αυτή ως μέθοδος προλήψεως αντικοινωνικών φαινομένων είναι αποδοτική.

Επομένως, και αν ακόμη προσωπικώς δεν μετέχομεν της Χριστιανικής Ορθοδόξου Πίστεως, θα πρέπει να επικροτήσωμεν την διδασκαλίαν αυτής εις τα δημόσια σχο­λεία, ίδια κατά το ηθικόν μέρος αυτής, διότι εξ αυτής θα προέλθουν μεγάλα κοινωνικά οφέλη, ως η μείωσις της παραβατικότητος και της εν γένει αντικοινωνικής συμ­περιφοράς.

Η χριστιανική διδασκαλία, εφ’ όσον είναι ανόθευτος από ανθρωπίνας παρανοήσεις, περιέχει ως βασικά στοι­χεία αυτής την ελευθερίαν και την γνώσιν αφ’ ενός, την αγάπην και την καταλλαγήν αφ’ ετέρου και την εργασίαν και την αυτοσυγκράτησιν εκ τρίτου. Όλα δε αυτά εντάσ- σονται εντός ενός πλαισίου απηλλαγμένου υπετροφικού εγωϊσμού και φιλοδοξίας και χρωματισμένου από σεβασμόν προς τον συνάνθρωπον και την ελευθερίαν του και από την αποφυγήν της καταχρήσεως της ισχύος των ισχυρών εις βάρος των αδυνάτων.

Πιστεύομεν ότι ουδεμία σύγχρονος πολιτισμένη κοι­νωνία έχει λόγους να διαφωνή διά την εμφύτευσιν αυτών των αρχών εις τους νέους αυτής διά της δημοσίας εκπαιδεύσεως.

Η Αποστολική διαπίστωσις «ου δε το Πνεύμα Κυ­ρίου, εκεί ελευθερία» (Β’ Κορ. 3, 18) και η Αποστολική διακήρυξις «επ’ ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. 5, 13), κονιορτοποιούν τους αντιλόγους εκείνων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις περιορί­ζει την ελευθερίαν του ατόμου. Αλλά ελευθερία είναι η απεξάρτησις από τας αλόγους επιθυμίας του άτομου και η δυνατότης αυτοελέγχου διά της χρήσεως του κυβερνήτου νου και όχι η καταναγκαστική ψυχολογικώς υπόκυψις εις τας οιασδήποτε ορμεμφύτους και ενστικτώδεις παρορμήσεις. Η σοφία των Αγίων έχει επιγραμματικώς διακηρύξει την αλήθειαν ότι «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β’ Πέτρ. 2, 20). Αυτό σημαίνει ότι η ήττα απέναντι εις την επιθυμίαν δεν αποτελεί πράξιν ελευθερίας, ως εσφαλμένως νομίζεται υπό πολλών, αλλά υποδούλωσιν εις το πάθος, ήτοι την ψυχικήν ανελευθερίαν.

Υπό την έννοιαν ταύτην η χριστιανική αγωγή είναι όντως αγωγή ελευθερίας, τα δε αντιθέτως υποστηριζό­μενα υπό τινων, θεωρούντων τας ηθικάς επιταγάς ως φραγμούς κατά της ελευθερίας, είναι εσφαλμένα και οφείλονται εις την παρανόησιν της εννοίας της διαρκούς ελευθερίας, εν αντιβολή προς την έννοιαν της στιγμιαί­ας ελευθερίας. Διότι, πράγματι, πας άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξη την δουλείαν, αλλ’ αφ’ ής στιγμής επιλέξη ταύτην χάνει μονίμως πλέον την ελευθερίαν του. Αντιθέτως, εκείνος ο οποίος αρνείται να δουλωθή, πράτ­τει εξ ίσου ελευθέρως με εκείνον ο οποίος προτιμά την δουλείαν, με την διαφοράν ότι ευρίσκεται διαρκώς εν εγρηγόρσει και εν αγώνι διατηρήσεως της ελευθερίας του, διότι η ελευθερία είναι αγαθόν διαρκές, κινδυνεύον διαρκώς και χρήζον διαφυλάξεως διαρκούς. Η εφ’ άπαξ κατανάλωσις της ελευθερίας οδηγεί εις την μόνιμον δου­λείαν, οιονδήποτε κατ’ ευφημισμόν όνομα δήθεν ελευθέρου και αν δίδεται εις την κατάστασιν του πνευματικώς δούλου.

Επί πλέον, η Ορθόδοξος Χριστιανική αντίληψις περί της ελευθερίας, η οποία στηρίζεται εις τον λόγον του Ιησού Χριστού «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώση υμάς»(Ίωάν. 8, 32), συνδυάζει κατά τρόπον εναργή την γνώσιν της αληθείας προς την ελευθερίαν και ενθυμίζει τον ποιητήν, ο οποίος είπεν ότι «συλλογάται σωστά, όποιος συλλογάται ελεύθερα» υπό την έννοιαν ότι γνώσις της αληθείας και κρίσις περί αυτής και ελευ­θερία του πνεύματος από προκαταλήψεις είναι έννοιαι σύστοιχοι και συνυπάρχουσαι. Αυτό αποκαλύπτει την μεγάλην σημασίαν την οποίαν αποδίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία εις την γνώσιν της αληθείας και την μεγάλην πλάνην εκείνων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η πίστις απορρίπτει την γνώσιν. Ισχύει το ακριβώς αντίθετον. Ο Χριστός χαίρει ερευνώμενος, ως λέγει τροπάριον τι ανα- φερόμενον εις την ψηλάφησιν του Θωμά, διότι όσον βαθυτέρα είναι και αντικειμενικωτέρα η έρευνα τόσον σαφέστερον αποκαλύπτεται η αλήθεια της Χριστιανικής Πίστεως.

* * *

Μεταξύ των σκοπών της αγωγής περιλαμβάνεται και η διαμόρφωσις του χαρακτήρος των εκπαιδευομένων επί τη βάσει ωρισμένων προτύπων, αποδεκτών κοινωνικώς. Ατυχώς σήμερον τα προτεινόμενα πρότυπα υπό των μέ­σων ενημερώσεως δεν είναι οι εργάται του καλού, της επιστήμης και της αρετής, αλλά οι κερδίζοντες χρήματα, δόξαν ή φήμην και απολαύσεις. Εν τούτοις, τα πρότυ­πα αυτά δεν είναι τα πλέον χρήσιμα εις την κοινωνίαν, διότι εμφορούνται από υπερβολικόν ατομισμόν και κα- θιστούν τον εαυτόν των επίκεντρον του κόσμου. Η Χρι­στιανική αγωγή εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου προ­βάλλει υγιά πρότυπα χρήσιμα εις εαυτά και εις την κοι­νωνίαν. Είναι οι μεγάλοι φιλάνθρωποι, οι μεγάλοι ευεργέται, οι μεγάλοι Άγιοι, οι μεγάλοι σοφοί, αλλά και οι ταπεινοί συνάνθρωποι με την μεγάλην καρδίαν και την πολλήν αγάπην προς τον συνάνθρωπον. Η χριστιανική πίστις έχει πρότυπα διά πάσαν ηλικίαν και πάσαν μορφωτικήν και κοινωνικήν κατάστασιν, διά τα μωρά του κόσμου και διά τους σοφούς αυτού, διά τους αδυνάτους και διά τους ισχυρούς, διά τους πλουσίους και διά τους πτωχούς. Δεδομένης δε της μεγάλης επιδράσεως του πα­ραδείγματος εις την ψυχήν των νέων και της τάσεως αυτών όπως επιλέγουν ήρωας ως πρότυπα προς μίμησιν, η τοιαύτα πρότυπα προβάλλουσα χριστιανική αγω­γή, είναι χρησιμωτάτη διά την μόρφωσιν των νέων κατά μίμησιν αυτών και διά την συνακόλουθον αύξησιν του αριθμού των νέων ευεργετών της τοπικής κοινωνίας μας και της ανθρωπότητος γενικώτερον.

Μερικοί αντιλέγουν και περιορίζουν τους σκοπούς της παιδείας εις την μετάδοσιν γνώσεων χρησίμων εις την μέλλουσαν επαγγελματικήν ζωήν των νέων. Αλλ’ αι γνώσεις αύται άνευ της απαραιτήτου αρετής πανουργία καθίστανται κατά τους αρχαίους. Εξ΄ άλλου, είναι ελλιπής η στοχοθεσία του εκπαιδευτικού συστήματος, όταν τούτο σκοπεύη μόνον να καταρτίση καλούς εργα- ζομένους από απόψεως σχετικών επαγγελματικών γνώ­σεων, όχι δε και ηθικούς χρήστας αυτών των γνώσεων. Επί πλέον δε ο νέος ο οποίος εκπαιδεύεται μόνον εις το να καταστή καλός εργαζόμενος αντιμετωπίζεται μηχα- νιστικώς ως χρήσιμον εργαλείον εις τους μέλλοντας να μισθώσουν τας εργασιακάς ικανότητάς του. Αυτό υπο­βαθμίζει την ανθρωπίνην υπόστασίν του, διότι μεταχει­ρίζεται αυτόν κατά τρόπον τελείως αντίθετον προς την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, το οποίον απαιτεί να αναχθή ο νέος εις πρόσωπον ευδαίμον και ελεύθερον με ενσωματωμένα εις τον χαρακτήρα του ηθικάς αρχάς και αξίας.

Ασφαλώς ο πραγματιστικός προσανατολισμός της παιδείας προς την επαγγελματικήν κατάρτισιν των νέ­ων δεν είναι απορριπτέος, υπό τον όρον ότι θα προσφέ­ρεται και η προσήκουσα ανθρωπιστική και χριστιανική αγωγή, ώστε ο νέος να αποκτά μαζί με τας χρησίμους επαγγελματικάς γνώσεις και το ήθος εκείνο το οποίον θα τον προφυλάξη από τας βλαβεράς δι’ αυτόν και την κοινωνίαν εκτροπάς. Πιστεύομεν δε ότι τούτο επιτυγχάνεται όταν ο νέος παιδαγωγήται «εν παιδεία και νου­θεσία Κυρίου», όταν δηλαδή γαλουχήται διά του απεράντου πλούτου της χριστιανικής εμπειρίας και ζωής. Λέ- γομεν δε «εμπειρίας και ζωής» διά να τονίσωμεν ότι δεν αρκεί η γνωσιολογική ενημέρωσις των νέων περί των χριστιανικών διδασκαλιών, ως γίνεται αύτη προκειμέ­νου περί νεκρών ήδη θρησκειών ή αδιαφόρων φιλοσο­φικών συστημάτων, αλλ’ απαιτείται εμπνευσμένη χειρα- γώγησις προς το ορθόδοξον ήθος και την ορθόδοξον χριστιανικήν ζωήν, ώστε η εμπειρική επαφή με αυτήν να δώση εις τον νέον την δυνατότητα της επιλογής ή της τυχόν απορρίψεώς της εν επιγνώσει του πραγματικού περιεχομένου της και όχι επί τη βάσει επιφανειακών πλη­ροφοριών μόνο «εξ ακοής» περί του ουσιωδεστάτου διά την ζωήν του και την ευδαιμονίαν του θέματος της δια­μορφώσεως της πίστεώς του, του χαρακτήρος και της ίε- ραρχήσεως των αξιών του. Σημειωτέον, ότι αι περισσότεραι επικρίσεις κατά της χριστιανικής πίστεως και ζωής προέρχονται από ελλιπείς περί αύτης εμπειρικάς γνώ­σεις ή από παραδείγματα ενεργειών γενομένων μεν εν ονόματι του Χριστιανισμού, τελουσών όμως εις μεγάλην αντίθεσιν προς την ορθήν χριστιανικήν διδασκαλίαν.

Αυτονόητον είναι ότι η χριστιανική διαπαιδαγώγησις πρέπει να άρχεται ήδη εις τας προσχολικάς εκπαιδευτικάς μονάδας, αι οποίαι δεν δύνανται να είναι αδιάφοροι διά την θρησκευτικήν αγωγήν, διότι αν προτιμή­σουν την παράλειψιν της χριστιανικής αγωγής επικα- λούμεναι το ουδετερόθρησκον κράτος, θα έχουν κατα­πατήσει αυτήν την ουδετερότητα υπέρ ενός αχριστιανικού ή αντιχριστιανικού μορφώματος ζωής κατά το σχήμα «ο μη ων μεθ’ ημών καθ’ ημών έστι». Είναι δε παρατηρημένον ότι οι παιδαγωγοί, οι οποίοι επικαλούνται αυτήν την ουδετερότητα και ένεκα αυτής αρνούνται την χριστιανικήν αγωγήν των μικρών παιδιών, κατ’ ουσίαν προχωρούν εκουσίως ή ακουσίως και ανεπιγνώστως εις αντιχριστιανικήν τοποθέτησιν και χειραγώγησιν, προς την οποίαν προσωπικώς κλίνουν. Ούτοι συνεπεία της αρνητικής στάσεώς των προς την χριστιανικήν πίστιν και ζωήν απαντούν εις το έμφυτον θρησκευτικόν ερώτημα των μικρών παιδιών κατά τρόπον, ο οποίος προκα­λεί εις την ψυχήν των αμφιβολίας διά την πίστιν του οικογενειακού και κοινωνικού των περιβάλλοντος, γε­γονός το οποίον δεν βοηθεί αυτά εις την ψυχικήν των ισορροπίαν, διότι θέτει αυτά προώρως προ διλημμάτων πίστεως, τα οποία δεν έχουν την ωριμότητα να αντιμετωπίσουν. Τα διλήμματα αυτά θα εμφανισθούν φυσιολογικώς κατά την εφηβείαν και θα κριθούν κατά την φά- σιν της ηλικιακής ωριμάνσεως, χωρίς να εμποδίζεται η ελευθερία του νέου να αποφασίση διαφορετικά από το οικογενειακόν και κοινωνικόν περιβάλλον του, εκ του γεγονότος δηλαδή ότι εμεγάλωσεν εντός της χριστιανικής πίστεως αυτού, την οποίαν είχον δικαίωμα και καθήκον οι γονείς και οι διδάσκαλοι αυτού να του μεταδώσουν.

Διά των ανωτέρω καταφαίνεται ότι εις τας πλείστας τουλάχιστον των περιπτώσεων ή ην επικαλούνται τινές ουδετερότης του κράτους έναντι των θρησκειών μετα­τρέπεται, ίσως αθελήτως, εις εχθρότητα έναντι της επι- κρατούσης θρησκείας, διότι εμμέσως εξισώνει αυτήν προς πάσαν άλλην, ενώ η υπεροχική αξία του ορθού Χρι­στιανισμού είναι δεδομένη εκ του ότι ο ηθικός ανθρωπισμός και τα κινήματα ελευθερίας και δικαιοσύνης έχουν εγκολπωθή και αφομοιώσει τας πλείστας των ηθικών αρχών του ορθού Χριστιανισμού. Ο σεβασμός του προ­σώπου, η κατάργησις της δουλείας, η ισότης των φύλων, η φιλάνθρωπος διάθεσις, η κοινωνική πρόνοια, η κα- ταλλαγή, η ανεξιθρησκεία είναι αποτελέσματα της επικρατήσεως της ορθής χριστιανικής απόψεως περί των θεμάτων αυτών, παρ’ όλον ότι κατά την ιστορικήν διαδρομήν κυρίως εις την Δύσιν πολλοί των χριστιανών ηγετών υπεστήριζαν αντιθέτους απόψεις ως δήθεν ευαγγελικάς.

Είναι άδικον ηθικώς και ανακόλουθον λογικώς να δρέπωμεν τους καρπούς του δένδρου και να μη καλλιεργώμεν, ακόμη δε χειρότερον να εκριζώνωμεν αυτό ή να αρνούμεθα ότι οι εν λόγω καρποί προήλθον εξ αυτού. Η παιδεία και η νουθεσία Κυρίου είναι πολλαπλώς καρ­ποφόρος και ολιγοδάπανος, η δε κατ’ αυτής πολεμική μαρτυρεί την μεγάλην αυτής αξίαν. Εάν δε συγκριθή αυτή με τα παντοειδή υποκατάστατα, διά των οποίων πληρούται ο χώρος εκ του οποίου αυτή εξοβελίζεται, φαίνε­ται ο εντυπωσιακός πλούτος αυτής και η άκρα πτωχεία εκείνων.

Εάν καταργήσωμεν την εν παιδεία και νουθεσία Κυ­ρίου αγωγήν της νεότητος παραχωρούμεν τον χώρον της ψυχής της, η οποία ούτως ή άλλως έχει μεταφυσικάς αναζητήσεις, εις δοξασίας αλλοτρίας και αλλοτριωτικάς τούτο μόνον και μόνον διά να διατηρήσωμεν την ψευδε- πίγραφον εικόνα του ουδετέρου θρησκευτικώς κράτους. Φρονούμεν ότι ούτε ως άνθρωποι, ούτε ως πολίται και υπεύθυνοι παιδαγωγοί έχομεν το δικαίωμα να παραδώσωμεν την νεότητά μας εις παραθρησκευτικάς δοξασίας, προς τας οποίας μοιραίως πρέπει όταν δεν ενημερώνεται επαρκώς διά την χριστιανικήν αλήθειαν. Η εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου αγωγή των νέων είναι καθήκον μας, το οποίον αποβλέπει εις την ωφέλειαν αυτών των ιδίων και όχι άλλου τινός. Και επειδή αγαπώμεν τα τέκνα μας οφείλομεν να δώσωμεν εις αυτά τον καλλίτερον διαθέσιμον πνευματικόν εξοπλισμόν, ο οποίος θα τα βοηθήση εις την ζωήν των. Αυτής είναι η παιδεία και νουθεσία Κυρίου, η οποία επιγραμματικώς ανακεφαλαιούται εις τας ολίγας λέξεις του Θεανθρώπου: «Γνώσεσθε την αλή­θειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Η αλήθεια περί της χριστιανικής πίστεως και ζωής δεν πρέπει να κρύπτεται από τους νέους.

* * *

Σας ευχαριστούμεν διά την προσοχήν σας και την αγάπην σας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου