Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

«Εισαγωγή στήν Ιστορία τής Δυτικής Θεολογίας»

τού καθηγητού Γεωργίου Παναγόπουλου

Έτος 1653: Η Οθωμανική αυτοκρατορία βυθίζεται στήν δίνη μιάς βαθιάς καί επώδυνης γιά τόν πολυεθνοτικό πληθυσμό της, κρίσης. Υπό τήν σκιώδη βασιλεία τού μόλις 11ετούς Σουλτάνου Μεχμέτ Δ', ένας ιδιαιτέρως αιμοσταγής Μ. Βεζίρης, ο Αχμέτ Πασάς, αναλαμβάνει νά συγκρατήση τό κράτος από τήν ολοκληρωτική κατάρρευση: ναυτικός αποκλεισμός τών Δαρδανελλίων από τούς Βενετούς, δημόσια οικονομικά καθημαγμένα από τήν διαφθορά καί τήν κακοδιοίκηση πυροδοτούν έναν θηριώδη πληθωρισμό, πού σέ συνδυασμό μέ τήν σιτοδεία στίς πόλεις γίνεται αιτία εξάπλωσης ενός καταστροφικού λιμού. Εκείνη τήν χρονιά η δεύτερη Κυριακή της Μ. Σαρακοστής, πού εορτάστηκε τήν 9η Μαρτίου, βρίσκει τούς Ορθόδοξους Ρωμηούς τών Κυκλάδων ανάστατους: διαμαρτύρονται σέ δημόσιες συγκεντρώσεις καί αναθεματίζουν τούς Φράγκους μισιονάριους, καθώς καί έναν Ιησουΐτη ονόματι Φρ. Ρουσιέ. Τί είχε συμβή; Στήν γειτονική Σαντορίνη ο εν λόγω Ιησουΐτης διακήρυσσε δημόσια ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (ο κορυφαίος υπέρμαχος τής εκκλησιαστικής παράδοσης τόν 14ο αι.) είναι «ψευδοάγιος», ενώ παράλληλα προπαγάνδιζε τίς ιδέες αυτές διακινώντας ένα βιβλίο ανάμεσα στά λαϊκότερα στρώματα τού πληθυσμού. Οι ορθόδοξες κοινότητες τών Κυκλάδων τίθενται επί ποδός πολέμου, ενώ ακόμα καί τά παιδιά περνώντας μέ λιτανεία έξω από τό ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι τής Νάξου εκτοξεύουν αναθεματισμούς κατά τών Λατίνων μήν μπορώντας νά συγκρατήσουν τήν οργή τους.
Διερωτάται κανείς:
τί είναι αυτό πού σηκώνει στό πόδι έναν ολόκληρο λαό γιά τήν υπεράσπιση τής μνήμης ενός αγίου; Τί είναι, εν τέλει, αυτό πού ωθεί έναν ολόκληρο λαό νά αγωνιστή γιά «πράγματα μή παραδεδεγμένης χρησιμότητας», όπως θά έλεγε ο Παπαδιαμάντης, τήν ίδια στιγμή πού διαβιοί πενόμενος υπό τήν κυριαρχία ενός αλλόδοξου καί πολιτισμικά κατώτερου δυνάστη; Γιατί τό γένος μας, παρά καί εις πείσμα τής ατέρμονης σειράς τών ιστορικών δυστυχημάτων, αλλά καί λαθών του, εύρισκε τήν δύναμη νά στέκεται όρθιο καί τήν δυνατότητα νά διακρίνη καί, κατά τό αισχύλειο παράγγελμα, νά φθογγίζη «τά καίρια»;. Γιατί οι Έλληνες τού Αρχιπελάγους, πού τό Μάρτη τού 1653, εν μέσω γενικής κοινωνικής, οικονομικής καί πολιτικής παράλυσης, εξανίστανται καί διαμαρτύρονται όχι γιά μισθούς, επιδόματα καί δικαιώματα, αλλά επειδή θίχθηκε στόν πυρήνα της η πίστη του, είναι ένας λαός πού φθογγίζει τά καίρια: λαϊκό σώμα πού εξακολουθεί νά διαθέτη αντισώματα πνευματικού ηρωϊσμού καί διάκρισης, διάκρισης τής αλήθειας από τό ψεύδος, τού ουσιώδους από τό επουσιώδες ή, κατά τόν λόγο τού Κυρίου, τού «ενός εστί χρεία».
Ακόμα καί αθέλητα σκέφτεται κανείς ότι η αντιπαραβολή τού τότε μέ τό σήμερα μόνον σέ μελαγχολία μπορεί νά μάς εμβάλη. Αλήθεια, πόσοι από τούς συμπατριώτες μας σήμερα είναι σέ θέση, όχι νά ξιφουλκήσουν γιά τήν υπεράσπιση τής ορθόδοξης πνευματικότητας, αλλά νά απαντήσουν απλώς στό ερώτημα ποιός ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς καί τί σημαίνει τό έργο του γιά τήν πνευματική υπόσταση αυτών πού, όπου γής, πιστεύουν εις Χριστόν ορθοδόξως; Πόσα από τά παιδιά μας άραγε δέν συγχέουν τόν Γρηγόριο Παλαμά μέ τόν συνεπώνυμό του εθνικό ποιητή μας Κωστή Παλαμά; Δέν μας τρομάζει η αυτονόητη απάντηση στό ρητορικό αυτό ερώτημα; Ή μας αρκεί πού ακόμα καί τά σχολιαρόπαιδα γνωρίζουν λεπτομερώς τά τεκταινόμενα στά ενδότερα τού οθωμανικού παλατίου τού μεγαλοπρεπούς σουλτάνου;
Πόσοι αλήθεια γνωρίζουν τί είναι ο ησυχασμός, η φιλοκαλική παράδοση τών νηπτικών Πατέρων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ποιά πάλη μέ τό ιλιγγιώδες ερώτημα γιά τό νόημα τής ανθρώπινης ύπαρξης καί τού κόσμου αντιπροσωπεύουν αυτά τά μεγέθη; Ακόμα καί οι εκπρόσωποι τής ιντελιγκέντσιας, οι λεγόμενοι πνευματικοί μας ταγοί, είναι άραγε έστω καί υποψιασμένοι γιά τό πενταπόσταγμα αγιοπνευματικής πείρας καί ζωής πού ενσωματώνεται σέ αυτό πού θά αποκαλούσα - προσφεύγοντας καταχρηστικά σέ έναν πολυχρησιμοποιημένο όρο – πολιτισμό τής θεώσεως;
Ετοιμαζόμενος γιά τήν σημερινή παρουσίαση τού βιβλίου: Εισαγωγή στήν Ιστορία τής Δυτικής Θεολογίας, άκουσα, όχι άπαξ, ότι η παρουσίαση ενός θεολογικού πονήματος στίς μέρες τούτες περιττεύει: Στήν εποχή τού ασφυκτικού δημοσιονομικού νάρθηκα, στόν οποίο ενθηκεύεται εκών άκων ο λαός μας, η θεολογία μοιάζει πολυτέλεια περιττή καί άρα εξοβελιστέα. Στήν σημερινή Ελλάδα τής ολικής φθίσης καί παρακμής, στήν Ελλάδα τής τριτοκοσμικής δουλοκτησίας τύπου Μανωλάδας ή τών γκανγκστερικών επιθέσεων, όπως αυτές τών οποίων εσχάτως έγινε θέατρο η πόλη μας, δέν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε διάθεση γιά θεολογία: «τεθήκαμεν ψεύδος τήν ελπίδα ημών καί τώ ψεύδει σκεπασθησόμεθα»; (σ. 28, 15).
Αυτό τό ψεύδος, αυτήν τήν απάτη είναι ώρα νά αποτινάξουμε. Καί άν σέ κάποιους η θεολογία φαντάζη άκαιρη ενασχόληση, γιά κάποιους άλλους ο λόγος τής εκκλησιαστικής μας παράδοσης γιά τόν Τριαδικό Θεό, τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο είναι ανάγκη στοιχειώδης καί πρωταρχική, είναι όρος επιβίωσης, όμοια όπως γιά τούς Πατέρες μας ο λόγος καί η εν Χριστώ ζωή τής Εκκλησίας μας ήταν ο «σηματωρός», γιά νά θυμηθούμε τόν Ελύτη, πού ζητούσε η ψυχή τους στά σταυροδρόμια τής πολυώδυνης ιστορίας μας. Γι’ αυτό καί ο κριτικός αναστοχασμός επί τής πνευματικής ιδιοπροσωπίας μας συνιστά κατ’ εξοχήν πράξη αντίστασης σέ μιά κοινωνία πού ξέμαθε τήν Ιστορία της πρός χάρη τής νέας καθαρογραμμένης αφήγησης τού πολιτικά ορθού, πού, θαρρείς, έχασε τήν πίστη καί τήν ψυχή της γιά μερικά ψιχία ευρωκοινοτικών εισροών, ή τή δανειοστεγαστική θαλπωρή τής νεοπλουτίστικης μεζονέτας… Πόσο δίκιο είχε η Σαπφώ: «Πλούτος άνευ αρετής ουκ ασινής πάροικος».

Τό βιβλίο πού παρουσιάζεται σήμερα αντιπροσωπεύει μιάς πρώτης τάξεως ευκαιρία γιά αναστοχασμό καί κριτική αυτοεξέταση μέσα από μιά αντιπαράθεση μέ τήν δυτική θρησκευτική σκέψη καί πνευματικότητα, η οποία δέν μένει στά επιφαινόμενα, δέν ενδιατρίβει μέ ομολογιακή μικρόνοια στά επιπολάζοντα, αλλά εξικνείται μέχρι τήν ανίχνευση τού ιστορικοφιλοσοφικού καί πολιτισμικού υποβάθρου πού αντιδιαστέλλει τήν δυτική Χριστιανοσύνη από τήν ζώσα παράδοση τής Μίας Καθολικής τού Χριστού Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι, φρονώ, προφανές ότι κάθε εγχείρημα ερμηνείας τού «αλλοτρίου» συνιστά έναν τρόπο επανακαθορισμού καί επιβεβαίωσης τού ιδίου, όχι οπωσδήποτε μέ τήν έννοια τής αυτοσυγκρότησης τής οικείας ταυτότητας μέσα από τήν δημιουργία ενός «αντιπάλου δέους». Μάλλον πρόκειται γιά έναν «ανακαινισμό» μέ όρους κατοπτρικής πρόσληψης τού «ιδίου» μέσα από τό «έτερον».
Επομένως, τό εν λόγω πόνημα ενσωματώνει πρωτίστως μιά δοκιμή καί εν ταυτώ ένα κάλεσμα αυτογνωσίας. Φιλοδοξεί νά λειτουργήση ως ένα ερέθισμα αναψηλάφησης τής πνευματικής μας ιδιοπροσωπίας στά όρια δυό κόσμων, τής ηγεμονευόμενης πιά από τήν Γερμανία Ευρώπης καί τού ανανεωμένου στήν βάση τής τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης νεοοθωμανικού ηγεμονισμού, οι οποίοι εκ νέου συναντώνται στήν ελλαδική εσχατιά τής Ευρασιατικής ηπείρου, αναβιώνοντας τίς συνθήκες τής ιστορικής περικύκλωσης εκ δυσμών καί εξ ανατολών, πού από τόν 11ο αιώνα έχει εξαναγκάσει τόν ιστορικό λαό μας σέ έναν διμέτωπο αγώνα επιβίωσης.
Τίς πνευματικές συντεταγμένες αυτού τού διμέτωπου αγώνα επιβίωσης, αλλά καί δημιουργίας, εξετάζω σέ δυό ερευνητικές φάσεις. Τό βιβλίο πού παρουσιάζεται σήμερα ενσωματώνει τήν ερευνητική φάση πού αφορά τήν εκ δυσμών πρόκληση υπό τήν μορφή τής αλλοτρίωσης τής εκκλησιαστικής πίστης καί ζωής, τής ραχοκοκαλιάς τής Ρωμηοσύνης. Σέ μιά επόμενη συγγραφική απόπειρα, πού ευελπιστώ ότι θά δή τό φώς τής δημοσιότητας μέχρι τό τέλος τού τρέχοντος έτους, φιλοδοξώ νά ψηλαφήσω τήν πνευματική διάσταση τής εξ ανατολών πρόκλησης: Πρόκειται γιά μιά σειρά μελετημάτων μέ θέμα τήν ελληνική θεολογική σκέψη καί εκκλησιαστική ζωή στήν Τουρκοκρατία. Μέ τόν τρόπο αυτόν φρονώ ότι θά παρουσιάσω σέ ένα συγγραφικό δίπτυχο, βεβαίως αδρομερώς, τό πνευματικό αποτύπωμα τής σοβούσας εδώ καί 1000 περίπου χρόνια στρατηγικής περικύκλωσης τού Ελληνισμού.

Παράλληλα τό σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο, μολονότι έρχεται νά εκθέση τήν σκέψη θεολόγων τής δυτικής παράδοσης πού έχουν ελάχιστα απασχολήσει τήν σύγχρονη ελληνική επιστήμη, δέν φιλοδοξεί νά πρωτοτυπήση, αλλά νά ξαναπιάση τόν μίτο ψηλάφησης τών όρων συγκρότησης τής πνευματικής μας αυτοσυνειδησίας από εκεί πού τόν άφησαν γίγαντες τής ορθόδοξης θεολογικής σκέψης, ανάμεσα στούς οποίους, κατά τήν αντίληψή μου, ιδιαιτέρως ξεχωρίζει ο μακαριστός π. Ιω. Σ. Ρωμανίδης. Πνεύμα μαθητείας χαρακτηρίζει τό βιβλίο αυτό καί όσον αφορά τήν οφειλή μου σέ μιά σειρά άξιων συνεχιστών τού Ρωμανίδη ή συνοδοιπόρων του, οι οποίοι, άν καί όχι πάντα διά τής ίδιας οδού καί μεθόδου, συνέβαλαν στήν επανανακάλυψη τής ορθόδοξης πατερικής σκέψης καί τό μπόλιασμα τής άνικμης ακαδημαϊκής μας θεολογίας μέ τήν εμπειρική διάσταση τής ασκητικής καί μυστηριακής ζωής τού εκκλησιαστικού σώματος: Οι άγιοι Ι. Πόποβιτς, Ντ. Στανιλοάε, Γ. Μαντζαρίδης, Ν. Ματσούκας είναι μερικοί από τούς πρωτεργάτες τής νεοπατερικής σύνθεσης, στούς οποίους αναγνωρίζω αναφανδόν τίς πολλαπλές οφειλές μου. Μέριμνά μου υπήρξε τέλος νά συνδέσω τίς θεολογικές ζυμώσεις τής ελλαδικής ορθόδοξης θεολογίας μέ τίς θεολογικές εξελίξεις στήν Ρωσία. Γι’ αυτό καί προσπάθησα νά συνθεωρήσω, όσο τό επέτρεπαν τά όρια καί η κεντρική θεματολογία τού βιβλίου, κάποιες από τίς απαντήσεις τής ρωσικής ορθόδοξης θεολογίας στήν δυτική πρόκληση.
Ξεχωριστής μνείας, όμως, χρήζει εν προκειμένω η περίπτωση τού κεντρικού ομιλητή τής σημερινής εκδήλωσης, τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, ο οποίος μέ τήν εδώ παρουσία του σήμερα τιμά όλους μας, κατ’ εξοχήν δέ τόν υποφαινόμενο. Καί τούτο γιατί στό πρόσωπό του συνδυάζονται η μαρτυρική ευθύνη τής αρχιερατείας μέ μιά, δίχως υπερβολή, ηφαιστειακή θεολογική καί συγγραφική φλέβα, πού μάς χάρισε μέχρι τώρα άνω τών 60 βιβλίων καί δυσεξαρίθμητα άρθρα, μέ τά οποία γαλουχήθηκε μιά ολόκληρη γενιά, όχι μόνον θεολόγων καί κληρικών, αλλά καί φιλόθεων λαϊκών κάθε επαγγελματικής καί κοινωνικής κατηγορίας.
Στά ίχνη τών ως άνω προαναφερθέντων γιγάντων στοιχών καί εγώ μέ πνεύμα μαθητείας, εκφράζω τήν ευχή η εισαγωγική αυτή δοκιμή νά διαβαστή καί εκτός τών στενών ορίων τής ακαδημαϊκής κοινότητας από ένα ευρύτερο κοινό αναγνωστών, ενδιαφερομένων γιά τήν πνευματική προϊστορία τής σύγχρονης Ευρώπης, αλλά καί τήν πάλη τών πνευματικών Πατέρων τού Γένους μας ενάντια στήν παραχάραξη τής παραδοσιακής εκκλησιαστικής πνευματικότητας από τίς οθνείες επιδράσεις.
Ρώτησαν κάποτε, στήν Αθήνα τού 4ου π. Χ. αιώνα, τόν κυνικό φιλόσοφο Διογένη γιατί προσέρχεται στό θέατρο αφού έχει λήξει η παράσταση καί ο κόσμος απέρχεται, καί ο φιλόσοφος απάντησε, «γιά νά δείξω ποιός είναι ο αληθής σκοπός τής φιλοσοφίας, δηλ. τό αναποδογύρισμα τής λογικής τού κόσμου». Τοσούτο μάλλον αυτό ισχύει γιά μάς τούς Ορθοδόξους: Η θεολογία είναι ο λόγος τού Σταυρού, πού στόν κόσμο φαντάζει μωρία, γι’ αυτό καί μάς προκαλεί σέ μιά αντιστροφή τών όρων κατανόησης τού κόσμου καί τή ζωής μας υπό τό φώς τού εν Χριστώ δοξασμού τής αδαμιαίας φύσης μας: «Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν τού κόσμου, τόν νούν εις ουρανόν μεταθέντες».

(Η εισήγηση τού καθηγητού Γ. Παναγόπουλου κατά τήν παρουσίαση τού βιβλίου του στήν Πάτρα. βλ. αναφορά στό προηγούμενο τεύχος).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου