Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

1. Η Ορθοδοξία αποτιμά με ρεαλισμό τον ανθρώπινο λόγο, αναγνωρίζουσα την αποφασιστική του σημασία για την δόμηση και λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό δηλώνει σε ένα εκπληκτικό για την ακρίβεια και σαφήνειά του κείμενο ο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται για την Ομιλία του «Εις το πρόσεχε σεαυτώ»1, που αποτελεί επιτομή της ορθόδοξης ανθρωπολογίας: «Την του λόγου χρήσιν δέδωκεν ημίν ο κτίσας Θεός, ίνα τας βουλάς των καρδιών αλλήλοις αποκαλύπτωμεν και διά το κοινωνικόν της φύσεως, έκαστος τω πλησίον μεταδώμεν, ώσπερ εκ τινων ταμιείων των της καρδίας κρυπτών προφέροντες τα βουλεύματα»2.

Ο λόγος αποτελεί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και συντελεί στη φανέρωση των ενδομύχων σκέψεων για την πραγμάτωση της κοινωνίας (επικοινωνίας) μεταξύ των ανθρώπων. Η ανθρωπολογική κατοχύρωση της σημασίας του λόγου δίνεται από τον άγιο Πατέρα στη συνέχεια: «Ει μεν γαρ γυμνή τη ψυχή διεζώμεν, ευθύς αν από των νοημάτων αλλήλοις συνεγινόμεθα. Επειδή δε υπό παραπετάσματι καλυπτομένη ημών η ψυχή τας εννοίας εργάζεται, ρημάτων δείται και ονομάτων προς το δημοσιεύειν τα εν τω βάθει κείμενα»3. Η συγκάλυψη της ψυχής από το σώμα επιβάλλει την χρήση του λόγου ως μέσου εκφράσεώς της. Αλλά και η λειτουργία του λόγου περιγράφεται από τον Μ. Βασίλειο: «Επειδάν ουν ποτε λάβηται φωνής σημαντικής η έννοια ημών, ώσπερ πορθμείω τινί τω λόγω εποχουμένη διαπερώσα τον αέρα, εκ του φθεγγομένου μεταβαίνουσα προς τον ακούοντα, εάν μεν εύρη γαλήνην βαθείαν και ησυχίαν, ώσπερ λιμέσιν ευδίοις και αχειμάστοις, ταις ακοαίς των μανθανόντων ο λόγος εγκαθορμίζεται. Εάν δε οίον ζάλη τις τραχεία ο παρά των ακουόντων θόρυβος αντιπνεύση, εν μέσω τω αέρι διαλυθείς ο λόγος, εναυάγησε»4. Συνδέεται, έτσι, η φυσική λειτουργία του ανθρωπίνου λόγου με την χρήση του στο εκκλησιαστικό κήρυγμα και μεταφερόμεθα από τον Μ. Βασίλειο στο κέντρο της εκκλησιαστικής λατρευτικής πράξεως.

Υπόβαθρο, φυσικά, των λόγων του Μ. Βασιλείου είναι η αριστοτελική θεωρία περί «ενδιαθέτου» και «προφορικού» λόγου, την οποία διέσωσε στη χριστιανική διατύπωσή της ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός5. Ο λόγος ο προφορικός είναι κατά τον Μ. Βασίλειο6, «νους προπεμπόμενος», όπως ο ενδιάθετος είναι «λόγος εγκείμενος»7. Έτσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογική ερμηνεία της «λογικής» λειτουργίας του ανθρώπου.

Η πατερική διδασκαλία δέχεται ομόφωνα την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του ανθρώπου ως προς τα ζώα, διότι, πέρα από όλα τα άλλα, μόνο τον άνθρωπο προίκισε ο Θεός με το χάρισμα του λόγου8. Στη φύση των ζώων απουσιάζει ο λόγος σε όλες τις εκδοχές του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος καλείται «λογικός» και τα ζώα «άλογα», και είναι υποχείρια στον άνθρωπο9. Οι άνθρωποι «διά λόγου τον Θεόν επεγνώκαμεν» και «λόγω τον Κτίστην γεραίρομεν»10. Από την καθημερινή χρήση δηλαδή, που επιβάλλει το «κοινωνικόν» του ανθρώπου, ο λόγος αίρεται στη σφαίρα της θεογνωσίας και της ομολογίας της, διά της γραπτής ή προφορικής εκφράσεως των εμπειριών της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης11.

2. Στην αγιοπατερική παράδοση γίνεται σαφέστατα η διάκριση ανάμεσα στη δύναμη του λόγου, με την οποία είναι εκ Θεού οπλισμένος ο άνθρωπος και στην γλώσσα ως «σημαντική» του λόγου. Τα ρήματα δηλαδή και ονόματα, τα οποία δημιουργεί με τη λογική του δύναμη12 ο άνθρωπος13. Ο Θεός «πραγμάτων εστί δημιουργός, ου ρημάτων ψιλών»14. Η γλώσσα, ως σύνολο ρημάτων και ονομάτων, και ο μηχανισμός της διασυνδέσεώς τους, είναι επιτεύγματα του ανθρώπου. Καμμία ανθρώπινη γλώσσα, συνεπώς, δεν δημιούργησε ο Θεός, ώστε να μπορεί να καυχηθεί κάποιος λαός, ότι η γλώσσα του είναι θεόσδοτη. Ο Τριαδικός Θεός δεν έχει ανάγκη ονομάτων ή ρημάτων, για να κοινωνήσει μαζί μας15. Δεν αποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ανθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στον άνθρωπο και θεάται από τον θεόπτη άνθρωπο, ως άκτιστη «δόξα» και «βασιλεία», ως Φως υπερφυσικό και υπερουράνιο. Ο άνθρωπος εκφράζει τη θεοπτική του εμπειρία με την γλώσσα, που χρησιμοποιεί, χωρίς πάλι να μπορεί να ταυτισθεί ποτέ η θεοπτική εμπειρία με τα χρησιμοποιούμενα για την έκφραση της κτιστά ρήματα και νοήματα.

Θεολογούμεν, «ως αν η δυνατόν εξαγγείλαι διά την της φύσεως ημών πτωχείαν»16. Επειδή ο Θεός «υπερέχει πάντα νουν», κατά τον Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται με την «καθαράν καρδίαν» (Ματθ. 5, 8), διά της σιωπής: «Εκείνο γαρ σιωπώμεν, ο διά ρημάτων αδυνατούμεν εξαγγείλαι»17. Αυτό εκφράζει θεόπνευστα ο άγιος Κοσμάς Μαϊουμά στον Κανόνα των Χριστουγέννων: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («Επειδή είναι ακίνδυνο, λόγω του (θείου) φόβου, ευκολότερα λατρεύουμε τον Θεό με την σιωπή (μας)»).

Η ποικιλία εξ άλλου, των ανθρωπίνων γλωσσών είναι αποτέλεσμα της διαιρέσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως διδάσκει η Γραφή με τη διήγηση για τον Πύργο της Βαβέλ (Γεν. Κεφ. 11). Συντελείται, έτσι, η διάσπαση και διάθλαση της μιας ανθρώπινης γλώσσας σε πολλές και οι άνθρωποι ονομάζουν τα πράγματα «κατά την επιχωριάζουσαν εν εκάστω έθνει συνήθειαν»18. Από την εσωτερική-καρδιακή ενότητα οδηγήθηκε η ανθρωπότητα στην καρδιακή και γλωσσική σύγχυση και διαίρεση. Η Πεντηκοστή, με την «του Πνεύματος επιδημίαν», θα είναι η επανασύνδεση των ανθρωπίνων καρδιών στην «κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και σε μία γλώσσα, την γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, εκφραζομένη ως «ενότητα της πίστεως» και κοινή δοξολογία. «Εις ενότητα πάντας εκάλεσε (ο Θεός) και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Η γλωσσική στις ανθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ως καρπός της αμαρτίας, αλλά αποκαθίσταται η εσωτερική ενότητα, την οποία προσπαθεί κατά το δυνατό, να εκφράσει η ατελής και πεπερασμένη ανθρώπινη (οποιαδήποτε) γλώσσα.

3. Αφού καμμία γλώσσα δεν έχει θεία προέλευση, γι’ αυτό και καμμία γλώσσα δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της το χαρακτήρα της ιερής γλώσσας. Είναι γνωστή από την ιστορία η πλάνη των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών, την οποία αντιμετώπισε ως αίρεση η Ορθοδοξία στα πρόσωπα μεγάλων πατερικών μορφών της19. Η πατερική παράδοση δέχεται τη σχετικότητα όλων των γλωσσών στην έκφραση των εμπειριών της θείας αποκάλυψης. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, έτσι, κάθε εθνικιστική θεώρηση της εβραϊκής γλώσσας, μη δεχόμενος κατ’ αρχήν στο ελάχιστο την ιστορική προτεραιότητά της, αλλά και τονίζοντας ότι χρησιμοποιήθηκε «εις το νηπιώδες των άρτι τη θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω της νηπιότητας των ανθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικά η απλή εβραϊκή, μέχρις ότου ο Λαός του Θεού, ως Νέος Ισραήλ, χρησιμοποιήσει ως τελειότερη -αλλά πάντοτε ατελή- γλώσσα την Ελληνική.

Στα όρια της θείας συγκαταβάσεως νοείται και η γλώσσα της Εκκλησίας. Το γεγονός της θείας σαρκώσεως υπήρξε, άλλωστε, η αυτομετάφραση του Θείου Λόγου στην ανθρώπινη «γλώσσα», για την κοινωνία του ανθρώπου μαζί Του. Ο Θεός «αυτεπάγγελτος» σαρκώνεται «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν». Εισέρχεται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα «εν σαρκί» και κοινωνεί μαζί μας στη δική μας «γλώσσα», διότι, όπως λέγει στον νυκτερινό Του μαθητή Νικόδημο: «Ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς αν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;» (Ιω. 3, 12). Όπως παρατηρεί σχετικά, πάλι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεί ταις ανθρωπίναις ακοαίς την εαυτού φωνήν» ο Χριστός. Αν, τώρα, θέλαμε μια άλλη συσχέτιση, η Μεταμόρφωση στο Θαβώρ ήταν η (αυτο) ερμηνεία του Θεανθρώπου, με την φανέρωση της θεότητάς Του.

4. Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί κατά την επίγεια δράση Του τις γλώσσες του περιβάλλοντός Του (αραμαϊκή και ελληνική), όπως και οι Μαθητές και Απόστολοί Του. Άλλωστε, από τον γ’ π.Χ. αιώνα στην ιουδαϊκή διασπορά είχε επικρατήσει η ελληνιστική κοινή (πρβλ. τη Μετάφραση των Ο’). Έτσι η εβραϊκή παρέρχεται ως «σκιά» και δίνει τη θέση της στην Ελληνική Κοινή, που γίνεται η γλώσσα της Καινής, αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης, για την Εκκλησία. Η ελληνική γλώσσα σε όλες της τις ιστορικές μορφές και μετά την αποστολική εποχή γίνεται η γλώσσα των Πατέρων, διακονεί το κήρυγμα της αληθείας, στα όρια της ελληνο-ρωμαϊκής Οικουμένης, και μέσω αυτής καλεί η Εκκλησία στην σωτηρία.

Η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της Αγίας Γραφής και του μεγαλύτερου και περισσότερο πρωτότυπου μέρους της πατερικής παραδόσεως, γίνεται η γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εντάσσεται στο θείο σχέδιο της σωτηρίας. Κατά την ευρύτατα γνωστή ερμηνεία, το «πλήρωμα του χρόνου», ως ο «καιρός» της θείας σαρκώσεως, δεν σχετίζεται μόνο με το πανίερο πρόσωπο της Δεσποίνης Μαρίας, αλλά και με τις ιστορικές συνθήκες, την πολιτειακή και γλωσσική ενότητα της εποχής, στο πλαίσιο της Pax Romana και της lingua franca. Έτσι, στα όρια της Εκκλησίας, από τη νηπιακή γλώσσα, την εβραϊκή, συντελείται η μετάβαση στη γλώσσα της ανθρωπίνης ενηλικιώσεως, την ελληνική, έξω από κάθε έννοια ε­θνι(κιστι)κών ανταγωνισμών ή σκοπιμοτήτων. Ευαγγέλιο και ελληνική γλώσσα θα συνδεθούν αναπόσπαστα, όχι ως γλώσσα μόνο ενός έθνους, αλλά γλώσσα όλης της Οικουμένης. Αυτή η γλώσσα γίνεται η ανθρώπινη -ιστορική- σάρκα του θείου «Λόγου», ενωμένη «αδιαίρετα», αλλά και «ασύγχυτα» μαζί Του.

Αυτή την διαχρονική σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας επισημαίνει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σε ό,τι αφορά στην γλώσσα, κηρύσσοντας την ανάγκη γνώσεως της Ελληνικής για την κατανόηση του Ευαγγελίου ως Ορθοδοξίας. Αδελφοί μου -έλεγε στο κήρυγμά του- «να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν (γλώσσαν)...». Και σε άλλο σημείο: «Πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι, διότι διαβάζοντας ελληνικά, τα ηύρα, οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του ανθρώπου»21. Μη ξεχνάμε δε, ότι ελληνικά εδώ είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου και των Πατέρων και όχι η απλουστευμένη ελληνική, τα Ρωμαίικα.

5. Η ελληνική γλώσσα με την πρόσληψή της από την Εκκλησία, βαπτίζεται στο εκκλησιαστικό σώμα, πεθαίνει και αναγεννάται, και γίνεται γλώσσα της Εκκλησίας, με μια ιδιαιτερότητα όμως, που την διαφοροποιεί από τα Ελληνικά του εκτός της Εκκλησίας κόσμου. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της εκκλησιοποιημένης ελληνικής γλώσσας, θα μέναμε στα ακόλουθα σημεία:

α) Η ελληνική, ως γλώσσα της Εκκλησίας-Ορθοδοξίας, είναι γλώσσα διακονική και ποιμαντική. Όπως σ’ όλους τους χώρους, έτσι και εδώ, η Ορθοδοξία δεν υποδουλώνεται στο πρόσλημμα. Το βάρος πέφτει στο προσφερόμενο, στο μήνυμα της αλήθειας και όχι στο ένδυμά του. Οι Άγιοι, Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας, όσο και αν κατέχουν τον ελληνικό λόγο, είναι θεούμενοι και όχι απλώς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες όχι ως «διδάσκαλοι του Γένους», αλλά ως μυσταγωγοί στη θεία, την «άνωθεν» σοφία, στον τρόπο δηλαδή θεώσεως-σωτηρίας. Η παιδεία, και μαζί και η γλώσσα, είναι γι’ αυτούς ένα από τα αριστοτελικά «μέσα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο νοείται ο φοβερός εκείνος λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επειδή ούτω δοκεί τισιν»22, με τον οποίο αποστομώνει τους «υπεράγαν ορθοδόξους», τους Φιλισταίους της παιδείας «συντηρητικούς» της εποχής του. Γι’ αυτό και δεν θα διστάσει να γράψει στον Σταγείριο: «Αττικός συ την παίδευσιν; αττικοί και ημείς»23. Η γλώσσα όμως ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλο Πατέρα, απολυτοποιείται ή θεωρείται καθ’ αυτήν, ως αυτονομημένο μέγεθος και αφορμή καυχήσεως.

Όπως η χρήση της τέχνης στην εκκλησιαστική παράδοση δεν την καθιστά μέσο αυτοπροβολής ή κοσμικής διακρίσεως, έτσι και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι γι’ αυτήν παρά μέσον στην επιτέλεση της ποιμαντικής και ιεραποστολικής της διακονίας. Στο χώρο δε ειδικά της ιεραποστολής καταξιώνεται κάθε ανθρώπινη γλώσσα, και η ατελέστερη και απλούστερη, και γίνεται φορέας του μηνύματος της σωτηρίας (κορεατικά-σουαχίλι). Η Ορθοδοξία δεν ιεροποίησε καμμία γλώσσα, όπως ειπώθηκε παραπάνω. Οι άγιοί μας προσφέρουν «τω Λόγω τους λόγους», «Λό­γω πλέκοντες εκ λόγων μελωδίαν, ω των προς ημάς ήδεται δωρημάτων» (Ιαμβικός κανόνας Χριστουγέννων).

β) Η χρήση της γλώσσας γίνεται στην Εκκλησία (Ορθοδοξία) χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις- ακόμη και καλλιτεχνικές. Γι’ αυτό και οι Πατέρες δεν θηρεύουν την γλωσσική τελειότητα για προσωπική καταξίωση. Η τελειότητα της γλώσσας των Μεγάλων Πατέρων είναι απλώς καρπός της υψηλής παιδείας τους και όχι αποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κατακρίνει το «κατεγλωττισμένον και έντεχνον» και επαινεί «το απλούν και ευγενές» του λόγου24. Γι’ αυτό και τους μεγαλύτερους αιρετικούς της εποχής του, τους Ευνομιανούς (ακραίους Αρειανούς), τους αποκαλεί «κομψούς τω λό­γω», διότι στήριζαν την «θεολογία» τους στην ωραιολογία και τον εξ αυτής εντυπωσιασμό. Γενικά, για την πατερική παράδοση όλων των αιώνων ισχύει ένας απαράβατος κανόνας, που εφαρμόζει, άλλωστε, σ’ όλες τις περιπτώσεις: Όποιος έχει να πει κάτι βαθύ και αληθινό το λέει με κάθε απλότητα και σαφήνεια. Μόνο αυτός, που δεν έχει να αρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την στρυφνότητα του λόγου του και την ακαταληψία.

Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι και στην πατερική παράδοση απαντούν αρχαϊκές μορφές, όπως τα προσωδιακά μέτρα στην υμνογραφία, ή τα Έπη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως πάλι διακονείται η εκκλησιαστική αλήθεια. Ούτε, πάλι, πρόκειται για επίδειξη γνώσεων, όπως έχει ειπωθεί! Ο Γρηγόριος αντιμετωπίζει τα αντιχριστιανικά μέτρα του Ιουλιανού του Παραβάτου (εμπόδιζε στους Χριστιανούς τα κλασσικά γράμματα) ή τους χρησιμοποιούντες παρόμοια γλωσσική μορφή Απολλιναρίους (πατέρα και υιό), που καθιστούσαν την γλώσσα μέσο αιρετικής προπαγάνδας. Κινείται, δηλαδή, στα όρια της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Αλλά και αργότερα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός (†750) θα μας δώσει τους περίφημους Ιαμβικούς Κανόνες του (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή) και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τα Ανακρεόντειά του. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι η αρ­χαΐζουσα ποίηση του δευτέρου, όπως και του Γρηγορίου, δεν πέρασε στην εκκλησιαστική λατρεία, του πρώτου δε οι Ιαμβικοί Κανόνες -αληθινά ποιητικά αριστουργήματα- μπήκαν στην λατρεία, αλλ’ ως «δεύτεροι» Κανόνες των αντιστοίχων εορτών, με πρώτους εκείνους, που γράφτηκαν στην τρέχουσα γλώσσα και με τα καθιερωμένα πια εκκλησιαστικά τονικά (και όχι προσωδιακά) μέτρα.

Την προτεραιότητα, συνεπώς, στην εκκλησιαστική λειτουργική πράξη έχει «η δύναμις των ρημάτων», η εγκλεισμένη στα λόγια Χάρη, και όχι το ένδυμα, γλωσσικό ή μουσικό, η μορφή. Την στάση δε των θεουμένων Πατέρων απέναντι στην γλώσσα εκφράζει καθοριστικά ένα ιστορικό ανέκδοτο, συνδεόμενο με το πρόσωπο του αγίου Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος (της Κύπρου). Συμμετείχε σε μια Θεία Λειτουργία στη Λήδρα, την σημερινή Λευκωσία. Ο επίσκοπος της πόλεως Τριφύλλιος ήταν αρχαϊστής. Έτσι, στο κήρυγμά του το γνωστό χωρίο του Ευαγγελίου «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) το μετέβαλε σε «άρον τον σκίμποδά σου και πε­ριπάτει». Τότε ο άγιος Σπυρίδων σηκώθηκε για να εγκαταλείψει την σύναξη, λέγοντας, ότι δεν μπορεί να ανεχθεί το να ντρέπεται κανείς να χρησιμοποιήσει την γλώσσα, που δεν ντράπηκε ο ίδιος ο Θεός, στο πρόσωπο του Χριστού, να χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπόν κανείς, γιατί η πατερική Ορθοδοξία μένει έξω από κάθε είδος γλωσσικών αγώνων και από κάθε γλωσσικό μονισμό, που εμπνέει η αντορθόδοξη συντηρητικότητα.

γ) Η εκκλησιαστική γλώσσα έχει σαφήνεια και απλότητα. Ο μη εγκλωβισμός της σε οποιεσδήποτε τάσεις και χρήσεις, συντελεί στο να διατηρεί εκφραστική καθαρότητα. Ως ιστορική σάρκα του «θείου λόγου» είναι και αυτή «χωρίς αμαρτία», όπως η «ανθρωπότητα (ανθρώπινη φύση) του Χριστού. Αποφεύγεται ο εντυπωσιασμός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ο λόγος της Ορθοδοξίας πρέπει να περνά από τις ακοές στην καρδιά των ακουόντων, αβίαστα και άμεσα. Γι’ αυτό και η (πατερική) Ορθοδοξία απευθύνεται στην γλώσσα (από κάθε άποψη) κάθε ανθρώπου. Συγκαταβαίνει αυτή, κατά το θείο παράδειγμα, στο επίπεδο του ανθρώπου και δεν αδιαφορεί για την προσληπτική του δύναμη. Το κάλλος του εκκλησιαστικού λόγου, βγαίνει αβίαστα από το στόμα του αληθινού ποιητή. Και αυτό το ζει κανείς στα μοναστήρια και τις σκήτες, όπως της αγιορειτικής πολιτείας, συζητώντας με τους Γέροντες και ακούοντας τον εύχυμο λόγο τους, που κινείται στα απέραντα όρια της Χάρης. Εδώ ακριβώς, ανακύπτει το πρόβλημα των μεταφράσεων στην Λατρεία. Η «κατανόηση» δεν είναι καρπός της μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) των κειμένων, αλλά λειτουργικής εμπειρίας (πρβλ. τους «φιλακόλουθους» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) και εμπειρικής, τουλάχιστον, θεολογικής γνώσης. Αν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, και ο σοφότερος πανεπιστημιακός φιλόλογος δεν θα μπορεί να συλλάβει το «απόθετον κάλλος», το θεολογικό νόημα του κειμένου.

δ) Υπάρχει μία λανθασμένη εντύπωση, καλλιεργουμένη ιδιαίτερα σε εθνικιστικούς κύκλους, ότι η Ορθοδοξία οφείλει την αίγλη της στην ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, λησμονώντας ότι η ελληνικότητα στην Εκκλησία δεν είναι μέγεθος αυθυπόστατο, αλλά «μέσο» και όργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στην αγιοπνευματική Χάρη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας όλη την σχετική πατερική στάση, επισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, μάλλον επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ». (Και αν κανείς από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους φιλοσόφους, η σχέση σταματά στις λέξεις, στα σημαινόμενα όμως απ’ αυτές υπάρχει μεγάλη απόσταση-διαφορά)26. Ο ελληνικός λόγος ακόμη, όπως και η άφθαστη, στα μέτρα του κόσμου, ελληνική φιλοσοφία, αποφορτίζονται νοηματικά και αναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στα εκκλησιαστικά μέτρα και στις ποιμαντικές ανάγκες. Έτσι γίνεται λόγος της Εκκλησίας, εκκλησιαστικός.

Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι οι γλωσσικές «ατέλειες» του εκκλησιαστικού λόγου. Ποιος φιλόλογος λ.χ. θα δεχόταν ποτέ την γνωστή εκείνη φράση της Αποκαλύψεως: «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 8); Τί είναι φιλολογικά αυτό το «ο ην»; Ο συγγραφέας όμως της Αποκαλύψεως μένει έξω από τους φιλολογικούς κανόνες. Δεν είναι άγνοια της γλώσσας εδώ, αλλά εκκλησιοποίηση της γλώσσας. Μόνο αυτή η αδόκιμη μορφή «ο ην» (αντί «ο ων») εκφράζει την διαχρονική διάρκεια, ή μάλλον την υπερχρονικότητα σ’ αυτό, που το ανθρώπινο μυαλό αντιλαμβάνεται ως παρελθόν.

Την ίδια ευτολμία -για να σταθούμε στα σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει και η χρήση από τους Πατέρες του δ’ αιώνα του όρου «ομοούσιος». Δεν υπήρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικά όρος από αυτόν, αφού χρησιμοποιήθηκε από φοβερούς αιρετικούς, όπως οι Γνωστικοί, ο Σαβέλλιος και ο Παύλος ο Σαμοσατέας, πρόδρομοι του Αρείου. Και όμως αυτός ο τόσο κακόηχος όρος γίνεται εκκλησιαστικός κατ’ εξοχήν για τη διατύπωση της σχέσεως των αγιοτριαδικών Προσώπων. Ποια ουσιαστική μεταλλαγή και ανανοηματοδότηση δέχεται ο όρος «ομοούσιος» στην πατερική εκκλησιαστική γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία ουσία και ένα πρόσωπο. Θεός όχι τριαδικός, αλλά μονοπρόσωπος. Τα πρόσωπα δεν είναι παρά μάσκες-προσωπεία του ενός στην ουσία θείου προσώπου. Στην γλώσσα όμως του εκκλησιαστικού Συμβόλου ο όρος σημαίνει: Τα τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν ομού τη μία θεία ουσία. Μία η ουσία του Θεού, τρία τα Πρόσωπα της Θεότητας. Ανατινάζεται, έτσι, κυριολεκτικά η παλαιά νοηματοδότηση του όρου. Η λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται ως «καινή κτίση».

6. Στην συνάφεια όμως αυτή ανακύπτει ένα ερώτημα: Τί γίνεται με τις μεταφράσεις; Ειπώθηκε παραπάνω, ότι στην Ορθοδοξία δεν νοούνται ιερές γλώσσες. Η Πεντηκοστή βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτή στην διακονία του Ευαγγελίου, με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Όσο και αν το πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) είναι αναντικατάστατο -αυτό είναι φιλολογικός νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται εκκλησιαστικά δεκτή στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Η μεταφορά από το πρωτότυπο στη μετάφραση είναι ένα είδος μετενσαρκώσεως του «θείου λόγου» στην συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να αρνηθεί η Ορθοδοξία. Το αναντικατάστατο όμως του ελληνικού πρωτοτύπου συναρτάται με τον πλούτο και την πλαστικότητα του ελληνικού λόγου, όπως θα παρατηρήσει ο πρώτος Γενάρχης της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Η των Ελλήνων φωνή πολύ ευρυχωροτέρα της Λατίνων και σαφεστέρα...»27. Αρκεί να σκεφθούμε, ότι το θεολογικό πρόβλημα του Filioque οφείλεται και σ’ αυτή την στενότητα της Λατινικής γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + εκπορεύεσθαι).

Στην Εκκλησία δεν μπορούμε, συνεπώς, να μιλούμε για «εθνικές» γλώσσες, αλλά για γλώσσα εκκλησιαστική, υπερεθνική, που υπερβαίνει γενικά όλες τις καθιερωμένες χρήσεις και όλα τα αυτονόητα. Αυτό ισχύει και για τη θέση της Ελληνικής στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Όλες οι μορφές του ελληνικού λόγου καταφάσκονται εκκλησιαστικά, ανάλογα με τις ποιμαντικές ανάγκες. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε την κοινή (ελληνιστική) γλώσσα στην Καινή Διαθήκη. Αργότερα όμως οι Πατέρες θα γίνουν αττικότεροι, ανάλογα με την σχολική τους παιδεία και την γλώσσα του περιβάλλοντός τους. Το πατερικό όμως κήρυγμα είναι πάντοτε σε γλώσσα απλούστερη και ευληπτότερη. Και στο σημείο αυτό η πατερική προσαρμοστικότητα είχε μια συγκεκριμένη αιτία: την αιρετική πρόκληση. Πρώτοι οι Γνωστικοί και τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσική μορφή, αποβλέποντας στη διάδοσή τους.

Αυτό θα επαναληφθεί και στα νεώτερα χρόνια. Όταν οι δυτικές προπαγάνδες άρχισαν να χρησιμοποιούν απλούστερη γλωσσική μορφή, η Εκκλησία καταφεύγει και αυτή στον δημώδη λόγο, για να ενισχύσει το πλήρωμα και αποκρούσει τον κίνδυνο. Τον 16ον αιώνα, οι δυτικοί αιρετικοί, Παπικοί και Προτεστάντες, χρησιμοποιούσαν στην προπαγάνδα τους μεταφράσεις. Η Εθναρχία των Ορθοδόξων Πατριαρχών βρήκε την χρυσή τομή: η λατρεία διατηρεί την γλωσσική μορφή της (πρωτότυπο), το κήρυγμα όμως γίνεται σε απλή γλωσσική μορφή (δημοτική)28.

Κλασσικό παράδειγμα σ’ αυτή την «συγκατάβαση» πάλι ο Πατροκοσμάς. Κατείχε υψηλή παιδεία για την εποχή του. Στο κήρυγμά του όμως χρησιμοποιεί τον γλωσσικό κώδικα του μέσου Ρωμηού, πλουτίζοντάς τον με εκφράσεις από το Ευαγγέλιο και την λατρεία, προσιτές ως ακούσματα στο λαϊκό αισθητήριο. Ο «δημοτικισμός» όμως του Πατροκοσμά δεν είναι τεχνητός, όπως εκείνος του Ψυχάρη, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν βιάζει, άλλωστε, την γλώσσα, για να καταλήξει σε κάποια «φτειαχτή» μορφή της. Πρόκειται για ένα «εθνικό δημοτικισμό», χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Στόχος του δεν ήταν η δημαγωγία, αλλ’ ο φωτισμός του Λαού στην ολότητά του. Ο πατερικός δε αυτός δρόμος του Πατροκοσμά ήταν και η αιτία της επιτυχίας του, σ’ αντίθεση με άλλους κήρυκες της εποχής του, που κλεισμένοι στα γλωσσικά τείχη τους, δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν τον Λαό και ν’ αγγίξουν την ψυχή του. Και αυτό επαναλαμβάνεται σε κάθε εποχή.

7. Ο Πατροκοσμάς, πιστεύω, λειτουργεί εκκλησιαστικά, και γι’ αυτό για μας και «εθνικά», και σε μια άλλη κατεύθυνση. Διασώζει την συνέχεια του ελληνικού-εκκλησιαστικού λόγου, αποκρούοντας τον μονισμό των Προπαγανδών, που έρχονταν από την Δύση. Ακόμη άνοιξε ένα δρόμο, που προφυλάσσει από την πόλωση, τεχνητή οπωσδήποτε, ανάμεσα στην δημοτική και καθαρεύουσα, που μας επέβαλαν από τα γραφεία τους ο Κοραής και ο Ψυχάρης, άγευστοι και οι δύο της εκκλησιαστικής ελευθερίας.

Το έργο αυτό της διακοπής της συνέχειας του ελληνικού λόγου ασκούσαν με τον δικό τους τρόπο και οι προτεσταντικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής τον 19ον αι. Εφάρμοζε, μάλιστα, η Βιβλική Εταιρεία (B.F.B.S.) μια κακόβουλη τακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα. Για να αποσπάσουν την άδεια των Ελληνικών Εκκλησιαστικών Αρχών, στην πρώτη έκδοση δημοσίευαν την μετάφραση μαζί με το πρωτότυπο. Στις επανεκδόσεις όμως αφαιρούσαν το πρωτότυπο, αφήνοντας μόνη την μετάφραση. Καλλιεργούσαν, έτσι, στον ελληνικό Λαό την συνείδηση, ότι η νεοελληνική μετάφραση είναι το αγιογραφικό κείμενο. Για την Παλαιά Διαθήκη, εξ άλλου, καταφεύγοντας στο «πρωτότυπο» εβραϊκό, απέρριπταν σιωπηρά και στην πράξη το κείμενο της Μεταφράσεως των Ο’, που ναι μεν δεν είναι το πρωτότυπο για μεγάλο αριθμό παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, είναι όμως το παραδοσιακό κείμενο της Εκκλησίας, ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, δυστυχώς, από την Βιβλική Εταιρεία ως σήμερα, υποθάλπεται δε και από εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία συνευδοκούν στην κυκλοφορία της Μεταφράσεως χωρίς το πρωτότυπο για λόγους οικονομίας, λησμονώντας όμως, ότι για τον Ελληνισμό η παραθεώρηση του πρωτοτύπου της Καινής Διαθήκης είναι πρόβλημα εθνικό, διότι αναιρείται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η γλώσσα του Ευαγγελίου, που γέννησε την νεοελληνική γλωσσική μορφή.

Οι επιχειρούντες καινοτομίες στην Λατρεία, όποιοι και αν είναι, είτε παρασυρόμενοι, είτε εν γνώσει τους, συμπράττουν με τους οπαδούς και «πράκτορες» των ξένων προπαγανδών, συμβάλλοντας στην διάσπαση της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας μας. Η κί­νηση αυτή είναι μία όψη του «χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας», η οποία στην ουσία είναι η βούληση για αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι δεν υπάρχει συνέχεια στο Έθνος μας, αφού είναι Νεοελληνικό Έθνος, αλλά και στην Εκκλησία μας, διότι είναι Νεοελληνική Εκκλησία. (Αυτό διατεινόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης τον 19ο αιώνα). Η λατρεία μας όμως αποδεικνύει την διπλή αυτή συνέχεια. Είναι μάλιστα, τραγικό να απορρίπτουμε οι Έλληνες την κιβωτό της γλώσσας και του πολιτισμού μας, που είναι η εκκλησιαστική λατρεία, με την παιδαριώδη ψευδαίσθηση ότι, αν μεταφρασθούν τα κείμενα της λατρείας, θα συρρεύσει ο κόσμος -και μάλιστα οι Νέοι- στην λατρεία. Δεν είναι η γλωσσική μορφή του λατρειακού λόγου, που απομακρύνει τον σημερινό άνθρωπο από την Εκκλησία, αλλ’ η ασυνέπεια, η απουσία γνησιότητας και αγωνιστικότητας και η σύμπραξή μας με τις δυνάμεις της Νέας Εποχής (πολιτικά και θρησκευτικά), που καταπιέζουν τον άνθρωπο και αλλοτριώνουν την κοινωνία.

8. Γίνεται λοιπόν κατανοητή η ακόλουθη αλήθεια. Η Εκκλησία-Ορθοδοξία σώζει και στο θέμα της γλώσσας τον Ελληνισμό και όχι ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία γίνεται ο κυματοθραύστης των επιβουλών εναντίον της γλώσσας μας. Διότι όχι μόνον καταφάσκει και συντηρεί την ελληνική γλώσσα σ’ όλη την ιστορική της διαχρονία, αλλά και διασώζει και μεταδίδει τα ακούσματα του καθαρού ελληνικού λόγου. Δεν είναι γλώσσα, που διδάσκεται μέσω των κειμένων, αλλά ζωντανή εκκλησιαστική γλώσσα, που λαλείται και ψάλλεται στην εκκλησιαστική λατρεία. Η πορεία του Έθνους μας σήμερα, μέσα στην χοάνη της Ενωμένης Ευρώπης, πείθει αναντίρρητα, ότι η Εκκλησία με όλη την ζωή και κίνησή της είναι ο χώρος, στον οποίο θα σωθεί ή μπορεί να σωθεί η γλώσσα μας. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς ακόμη και σε σπουδαστές της Θεολογίας ή Φιλολογίας: μόνον εκείνοι, που έχουν άμεση επαφή με την λατρεία και την γλώσσα της, χειρίζονται άνετα τον ελληνικό λόγο. Συμβαίνει δηλαδή αυτό, που διαπιστώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άνθρωποι μικρής σχολικής παιδείας, ως τον Μακρυγιάννη, στο γραπτό τους λόγο φανερώνουν την σχολική ανεπάρκειά τους. Στον προφορικό τους όμως λόγο διασώζουν την ζωντανή ελληνική γλώσσα, έξω από κάθε καλούπι και ιδεολογική δέσμευση. Αυτό σημαίνει, ότι μόνο στην εκκλησιαστική λατρεία θα παρέχεται η δυνατότητα άμεσης επαφής και κοινωνίας με τον «έλληνα λόγο», την γλωσσική μας παράδοση. Διότι η εκκλησιαστική λατρεία θα διασώζει τα ακούσματα του αυθεντικού ελληνικού λόγου μέσα στην ακατάλυτη συνέχειά του.



Βιβλιογραφική Σημείωση.

Ειδικές μελέτες για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας είναι οι ακόλουθες: Κ.Γ. Μπόνη, Η γλώσσα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1970. Χρ. Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970. Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αυτές βρίσκει κανείς και την λοιπή βιβλιογραφία.

(2010)

1. Το κείμενο στην Ελληνική Πατρολογία του Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου του Μεγάλου εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», Λόγος επί τη εορτή των τριών Ιεραρχών, Εν Αθήναις 1958.

2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. («Ο Θεός, που μας έπλασε, μας έδωσε την χρήση του λόγου, για να φανερώνουμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις των καρδιών (μας) και, λόγω της κοινωνικότητας της φύσης (μας), να μεταδίδουμε ο καθένας στον πλησίον, προσφέροντας σαν μέσα από κάποια ταμεία τις σκέψεις από τα βάθη της καρδιάς μας»).

3. PG 31, 197CD. («Διότι, αν ζούσαμε με γυμνή από το σώμα ψυχή, αμέσως θα επικοινωνούσαμε μεταξύ μας με τις σκέψεις (μας). Επειδή όμως η ψυχή μας σκέπτεται, καλυπτομένη με το παραπέτασμα του σώματος, έχει ανάγκη από λόγια και λέξεις, για να ανακοινώσει αυτά, που βρίσκονται στο βάθος της»).

4. Στο ίδιο. («Όταν, λοιπόν, η σκέψη εκφρασθεί με την φωνή, μεταβαίνει από τον ομιλητή σ’ αυτόν, που ακούει, διασχίζοντας τον αέρα, μεταφερόμενη με τον λόγο σαν πορθμείο. Και αν μεν βρει άκρα γαλήνη και ησυχία, σαν σε γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, αγκυροβολεί ο λόγος στις ακοές των ακροατών. Αν όμως, σαν κάποια σφοδρή θύελλα, ο θόρυβος των ακροατών πνεύσει αντίθετα, τότε ναυαγεί ο λόγος, διαλυόμενος στον αέρα»).

5. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Β (21) 35.

6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, όπ.π., σ. 13 ε.

7. Βλ. πατερικά παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975, σ. 14 ε.ε.

8. Ιερός Χρυσόστομος, PG 47, 428.

9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.

10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.

11. Στο ίδιο.

12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.

13. Βλ. Γένεση 2, 19 ε.

14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.

15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.

16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.

17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.

18. Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.

19. Για το ζήτημα βλ. στου Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής, Εν Αθήναις 1986, σ. 345 ε.ε.

20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 32 ε.

21. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου (επισκ.), Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1977, σ. 204, 285.

22. Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ’.

23. PG 37, 308.

24. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 36-37.

25. Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δε επιτελουμένης, επιτραπείς Τριφύλλιος διδάξαι το πλήθος, επεί το ρητόν εκείνο παράγειν εις το μέσον εδέησε, το, «άρον σου τον κράββατον και περιπάτει», σκίμποδα αντί του κραββάτου μεταβαλών το όνομα, είπε. Και ο Σπυρίδων αγανακτήσας. ου συ γε, έφη, αμείνων του κραββάτου ειρηκότος, ότι ταις αυτού λέξεσιν επαισχύνη κεχρήσθαι; Και τούτο ειπών απεπήδησε του ιερατικού θρόνου, του δήμου ορώντος».

26. Περί των ιερώς ησυχαζόντων Α’, 1, 11.

27. PG 160, 698.

28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι., Αθήναι 20042, σ. 43 επ.



ΠΗΓΗ:
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου